Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Το "όραμα" της Νέας Ρώμης, νέο κέντρο η Κωνσταντινούπολη, νέες προοπτικές της ανανεωμένης αυτοκρατορίας

Το πνεύµα των µεταρρυθµίσεων του Μ. Κωνσταντίνου σφράγισε την ταυτότητα της αυτοκρατορίας µέχρι την πτώση της. Τοποθετήθηκαν ακλόνητα θεμέλια για την πλήρη ανανέωση και προοδευτική μεταμόρφωσή της, ενώ ο εξελληνισμός πραγματοποιήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. 



Γράφει η Ελένη Δραμπάλα


Η ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ



1) Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η πορεία προς την παντοδυναμία. Αστασίαστος μονοκράτορας στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

O Μ. Κωνσταντίνος γεννήθηκε στη Ναϊσσό τής Άνω Μοισίας πριν από το 285, ήταν δε γιός του Κωνσταντίνου Χλωρού από την Ελένη, την οποία είχε πάρει μαζί του απότη Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Η προώθηση του πατέρα του στην Ιεραρχία της αυτοκρατορίας με τη διοικητική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού (Καίσαρας το 292 και Αύγουστος το 305) διηύρυνε τις προοπτικές του Κωνσταντίνου. Στα πρώτα χρόνια παρακολούθησε τους αγώνες του πατέρα του, κοντά στον οποίο εκπαιδεύθηκε και έμαθε τα εγκύκλια γράμματα. Η προώθηση του πατέρα του στο αξίωμα του Καίσαρα της υπαρχίας (praefectura) τής Γαλατίας στη Δύση (292) δεν παρεμπόδισε τη μόρφωση του Μ. Κωνσταντίνου, ο οποίος παρέμεινε για μεγάλη περίοδο στην αυλή του Διοκλητιανού στην Ανατολή ως εγγυητής τής πιστότητας τουπατέρα του και είχε την ευχέρεια να μαθητεύση σε πολύ αξιόλογους δασκάλους. Παράλληλα, εντάχθηκε στις τάξεις του ρωμαϊκού στρατού και έλαβε μέρος σε εκστρατείες με το αξίωμα του τριβούνου. Ο νεαρός Κωνσταντίνος διακρινόταν γιά το εντυπωσιακό παράστημα, για τις φυσικές δεξιότητες, γιά τις διοικητικές ικανότητες και για την ευγένεια τρόπων και συμπεριφοράς, τα οποία καθιστούσαν αισθητή την παρουσία του.

Η μετά την παραίτηση των Διοκλητιανού και Μαξιμιανού προώθηση του πατέρα του στο αξίωμα του Αυγούστου (305), με την αντίστοιχη διεύρυνση της εξουσίας του, σήμαινε ουσιαστικά την ανάληψη της διοικήσεως ολόκληρου του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας με κέντρο τα Τρέβηρα (Treves) της Γαλατίας. Ο νεαρός Κωνσταντίνος μετέβη με την έγκριση του Γαλερίου στα Τρέβηρα (305) και έσπευσε να συναντήση τον πατέρα του, ο οποίος είχε αναλάβει εκστρατεία στη Μεγάλη Βρετανία. Ο Κωνσταντίνος κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη τού πατέρα του και τόν θαυμασμό του στρατού για τα εξαίρετα διοικητικά και στρατηγικά προσόντα του. Ο θάνατος του πατέρα του στις 7 Ιουλίου του 306 δεν δημιούργησε ιδιαίτερα προβλήματα διαδοχής, γιατί ο στρατός ανακήρυξε με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις ως διάδοχό του τον Κωνσταντίνο, ο οποίος αξιοποίησε την εξαιρετική ευκαιρία για την ικανοποίηση των φιλοδοξιών του. Ο Γαλέριος όμως δεν αναγνώρισε στον Κωνσταντίνο τον τίτλο του Αυγούστου και του παραχώρησε τον τίτλο του Καίσαρα (306). Η συνάντηση του Διοκλητιανού, του Μαξιµιανού και των εν ενεργεία αυτοκρατόρων στο Καρνούντο (308) δεν έπεισε τον Κωνσταντίνο να παραιτηθή από τον τίτλο του Αυγούστου, τον οποίο αποφάσισε να υπερασπισθή και εναντίον του πεθερού του Μαξιµιανού (310). Το διαζύγιο από τη σύζυγό του Μινερβίνα, µε την οποία απέκτησε τον Κρίσπο, και ο γάµος του µε την κόρη του Μαξιµιανού Φαύστα, αδελφή του Αυγούστου Μαξεντίου που είχε έδρα τη Ρώµη, δεν αποδείχθηκαν επαρκείς προϋποθέσεις γιά την αναγνώρισή του από τον Γαλέριο. Ωστόσο, η αύξηση του αριθµού των Αυγούστων υπήρξε ερέθισµα γιά την ανάπτυξη ποικίλων φιλοδοξιών, οι οποίες οδήγησαν αναπόφευκτα σε µακροχρόνια περίοδο πολυµέτωπων συγκρούσεων (307-324). Μετά τονν θάνατο του Μαξιµιανού και του Γαλερίου (310), ο ανταγωνισµός των Αυγούστων προσέλαβε τις διαστάσεις εσωτερικού πολέµου στην αυτοκρατορία. Οι Αύγουστοι της Δύσεως Μαξέντιος και Κωνσταντίνος, όπως και οι Αύγουστοι της Ανατολής Λικίνιος και Μαξιµίνος,προτίµησαν συµµαχίες, οι οποίες κάλυπταν τις αρχικές φιλοδοξίες τους στην Ανατολή και τη Δύση. Έτσι, διαµορφώθηκαν οι συµµαχίες του Μαξιµίνου µε τον Μαξέντιο και του Κωνσταντίνου µε τον Λικίνιο, οι οποίες επιδίωκαν καθεµία γιά λογαριασµό της την πλήρη επικράτηση στην Ανατολή και τη Δύση. Η πoλλαπλή σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.


Maxentius02 pushkin.jpg
Μαξέντιος
Οι προετοιµασίες του Μαξεντίου είχαν σαφή προοπτική την εξουδετέρωση της απειλής του Κωνσταντίνου στη Δύση, µε αιφνιδιαστική εισβολή στη Γαλατία, αλλά και ο Κωνσταντίνος δεν είχε άλλη επιλονή από την αναµέτρηση µε τον Μαξέντιο, γιά την κυριαρχία στη Δύση, γι' αυτό και ανέλαβε µε αποφασιστικότητα την πρώτη κίνηση. Πέρασε µε τον στρατό του τις Άλπεις και χωρίς δυσκολίες έγινε κύριος της βόρειας Ιταλίας (Σεπτέμβριος 312). Η θριαµθευτική είσοδός του στα Μεδιόλανα, έδρα των Ρωµαίων αυτοκρατόρων στην ύστερη ρωµαϊκή περίοδο, άνοιξε τον δρόµο γιά τη Ρώµη. Ο στρατός του ενισχύθηκε µε νέες δυνάµεις, οι οποίες στρατολογήθηκαν από την περιοχή, χωρίς διάκριση χριστιανών και εθνικών. Η αξιοποίηση των χριστιανών ήταν ορθή επιλογή, όχι µόνο γιά την αύξηση του στρατού, αλλά και γιά την τόνωση του φρονήµατός του. Η επίσηµη αποδοχή τους στο στράτευµα συνοδευόταν µε την εκδήλωση των θετικών έναντί τους διαθέσεων. Η κρίσιµη πορεία προς τη Ρώµη ήταν θριαµβευτική, αφού ο Μαξέντιος επέλεξε ως τόπο αναµετρήσεως την πρωτεύουσά του. Στις 27 Οκτωβρίου 312 ο στρατός του Κωνσταντίνου είχε αναπτυχθή ετοιµοπόλεµος έξω από τη Ρώµη, στη δεξιά όχθη του Τίβερη, και ετοιµαζόταν γιά την τελική µάχη κάτω από την ήρεµη εποπτεία του Κωνσταντίνου.

Στην παραµονή της µεγάλης αναµετρήσεως αποδίδουν µεταγενέστερες παραδόσεις το περίφηµο όραµα του Κωνσταντίνου, σύµφωνα µε τό οποίο είδε στον ουρανό µε φωτοειδείς ακτίνες, το χριστιανικό σύµπλεγµα , σε ανάπτυξη σταυρού µε τη φράση «εν τούτω νίκα". Η αξιοπιστία των παραδόσεων γιά το όραµα αυτόσχολιάσθηκε µε ποικίλους τρόπους, αφού και οι ίδιες οι παραδόσεις παρουσιάζουν διαφορετικά στοιχεία. Ο Λακτάντιος υπονοεί ότι ο Κωνσταντίνος είδε το όραµα κοιµώµενος, ενώ ο εκκλησιαστικός Ιστορικός Ευσέβιος το περιγράφει ως πραγµατικό όραµα κατά τη διάρκεια της ηµέρας και το αποδίδει σε θαυµαστή φανέρωση της θείας βουλής. Ο Ευσέβιος συνδέθηκε στενότατα µε τον Κωνσταντίνο και οπωσδήποτε συζήτησε άµεσα ή έµµεσα το θέµα αυτό, το οποίο µε τόση έµφαση περιγράφει στον Βίο Κωνσταντίνου. Είναι γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος, καίτοι απέφευγε να συζητή τα σχετικά µε το όραµα, δεν δίσταζε να αποδίδη την τελική επικράτησή του σε θεία έµπνευση. Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν χριστιανός, αλλά, όπως και ο πατέρας του, έκλινε προς ένα ηθικό ενοθεϊσµό και λάτρευε ως ύψιστο θεό τον θεό Ήλιο (Απόλλωνα) και τη θεά Νίκη µε σαφή συγκρητιστική ελευθερία. Μετά τη νίκη εναντίον του πεθερού του Μαξιµιανού και των επαναστατηµένων Γερµανών (310), τις εύχαριστίες του προσέφερε σε ένα ναό του Ηλίου (Απόλλωνος) στη Γαλατία, όπου είδε το όραµα ότι ο θεός 'Ηλιος και η θεά Νίκη του προσέφεραν δύο δάφνινα στεφάνια µε ορισµένα σηµεία στο κέντρο τους, τα οποία ερµηνεύθηκαν από τον Ιερέα ότι θα βασίλευε τριάντα χρόνια (ΧΧΧ) στην αυτοκρατορία.


Το όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Λεπτομέρεια από τοιχογραφία του Ραφαήλ στο Βατικανό
Πριν από την κρίσιµη µάχη εναντίον του Μαξεντίου δεν µπορούσε να παραθεωρήση την προ τριετίας ήττα των αυτοκρατόρων Σεβήρου και Γαλερίου, όπως δεν µπορούσε να µη θυµηθή και το προφητικό όραµα για την τριακονταετή βασιλεία του. Η ψυχολογική του φόρτιση ήταν ευνόητη, αλλά οι υπερβατικές αναγωγές της δεν ήσαν αυτονόητες. Η δυναµική παρουσία του χριστιανικού στοιχείου στον στρατό του δήλωνε τη νέα πραγµατικότητα, η οποία δεν ήταν άσχετη προς τις προδιαθέσεις του Κωνσταντίνου έναντι του χριστιανισµού, όπως αποδεικνύεται και από τις υπέρ των χριστιανών Αποφάσεις των Μεδιολάνων κατά το επόµενο έτος (313). Άλλωστε, το πέρασµα από τον συγκρητιστικό ενοθεϊσµό προς τον χριστιανισµό δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Το όραµα λοιπόν µπορεί να κατανοηθή µέσα στα πλαίσια των ψυχολογικών αυτών προϋποθέσεων του Κωνσταντίνου, είναι δε βέβαιο ότι το χριστιανικό µονόγραµµα τοποθετήθηκε στη σηµαία του στρατού, αφού είναι γνωστό ότι µετά από µία πενταετία είχε τοποθετηθή στην περικεφαλαία του Κωνσταντίνου. Η απουσία του µονογράµµατος από τα νοµίσµατα της ίδιας εποχής είναι ευνόητη, γιατί η µεταβολή του τύπου των νοµισµάτων δεν είναι πάντοτε εύκολη.

Στίς 28 Οκτωβρίου 312 σφραγίσθηκε η µεγάλη νίκη στη Μουλβία γέφυρα του Τίβερη και ήταν συντριπτική γιά τον αντίπαλό του Μαξέντιο, ο οποίος πνίγηκε πιθανότατα µαζί µε πολλούς στρατιώτες του στο ποτάµι, ενώ ο υπόλοιπος στρατός του αποδεκατίσθηκε και διαλύθηκε. Η οποιαδήποτε εξήγηση της µεγάλης νίκης δεν είναι άσχετη προς τον ενθουσιασµό του στρατού, αλλά στηρίχθηκε στην άριστη στρατηγική του Κωνσταντίνου και ιδιαίτερα στον εξαιρετικό προγραµµατισµό των κινήσεων του Ιππικού. Στην αναµνηστική γιά τη νίκη αψίδα, που ανεγέρθηκε το 315, αναγράφηκε χαρακτηριστικά ότι η νίκη ήταν καρπός θείας εµπνεύσεως. Με τη νίκη αυτή ο Κωνσταντίνος έγινε ο αδιαφιλονίκητος κύριος της Δύσεως και δηµιούργησε νέες προοπτικές γιά την αυτοκρατορία, αφού αξιοποίησε επίσηµα και το χριστιανικό στοιχείο τής Δύσεως.

Οι Αποφάσεις των Μεδιολάνων (313) του Κωνσταντίνου και του Λικινίου, οι οποίες δεν περιβλήθηκαν τον χαρακτήρα επίσηµου Διατάγµατος, κατοχύρωναν την αρχή της ανεξιθρησκείας και της θρησκευτικής ελευθερίας. Είχαν όµως ιδιαίτερη αναφορά στη νοµιµοποίηση και την ελευθερία του χριστιανισµού, όπως φαίνεται από τη δηµοσίευση των Αποφάσεων αυτών στην Ανατολή µε διάταγµα του Λικινίου, ο οποίος προφανώς µιµήθηκε τον Κωνσταντίνο στον αγώνα του εναντίον του Μαξιµίνου. Το έδαφος είχε ήδη προετοιµασθή µε το διάταγµα του Γαλερίου γιά την κατάπαυση των διωγµών εναντίον των χριστιανών (311). Είναι όµως γνωστό ότι ο Κωνσταντίνος δεν περιορίσθηκε µόνο στις θεωρητικές θεσµικές ρυθµίσεις, αλλά έδειξε έµπρακτο ενδιαφέρον γιά την οικονοµική υποστήριξη και την ενίσχυση της εσωτερικής ενότητας της χριστιανικής Εκκλησίας της Δύσεως. Αυτό φαίνεται και από τις πρωτοβουλίες του στα προβλήµατα της Εκκλησίας τής βόρειας Αφρικής που αντιµετώπιζε το σοβαρό θέµα του σχίσµατος των Δονατιστών. Οι οδηγίες του προς τον διοικητή της βόρειας Αφρικής Ανουλλίνο γιά την οικονοµική επιχορήγηση της χριστιανικής Εκκλησίας εκφράζουν τον ευρύτερο προσανατολισµό της θρησκευτικής του πολιτικής.

[el]image1 (5)

Η κυριαρχία στη Δύση άνοιγε την προοπτική της Ανατολής, όπου ο σύµµαχός του Λικίνιος αγωνιζόταν µε το ίδιο πνεύµα να επικρατήση στην Ανατολή. Ο γάµος του Λικινίου, µε την Κωνσταντία, αδελφή του Κωνσταντίνου, τελέσθηκε αµέσως µετά τον θάνατο του Μαξιµίνου (313) γιά να επισφραγίση τη συµµαχία του µόνου κυριάρχου της Δύσεως µε τον µόνο κυρίαρχο της Ανατολής. Η συµµαχία αυτή δεν είχε διάρκεια. Από το 314 ήδη αρχίζουν οι συγκρούσεις του Κωνσταντίνου και του Λικινίου στο Ιλλυρικό. Οι νίκες του Κωνσταντίνου και η υποχώρηση του Λικινίου διευκόλυναν την προσάρτηση νέων επαρχιών στο δυτικό κράτος, αλλά δεν οδήγησαν στην τελική επικράτησή του. Το µεγαλύτερο τµήµα του Ιλλυρικού ανήκε στον Κωνσταντίνο, ο οποίος την 1η Μαρτίου 317 εισήλθε θριαµβευτικά στη Σαρδική (Σόφια) και ανακήρυξε Καίσαρα τον γιό του από τη Μινερβίνα Kρίσπo, αργότερα δε και τον γιό του από τη Φαύστα Κωνσταντίνο, όπως επίσης και τον γιό του Λικινίου. Η βραδύτητα των κινήσεων του Μεγάλου Κωνσταντίνου επισφραγίζεται µε τη συνεχή προώθηση των θέσεών του, χωρίς να επιχειρηθή ανοικτή σύγκρουση µε τον Λικίνιο.

Η δηµιουργία ερεισµάτων στην Ανατολή, την οποία γνώριζε πολύ καλά, ήταν αναγκαία, µετά δε το 317 άρχισε η προοδευτική στροφή των χριστιανών της Ανατολής υπερ του Κωνσταντίνου. Η καχυποψία του Λικινίου επιτάχυνε τη στροφή αυτή, που ήταν ήδη αισθητή το 322, όταν ο Κωνσταντίνος, µετά τον νικηφόρο πόλεµο εναντίον των Σαρµατών, κατέβηκε ανεµπόδιστος ως τη Μακεδονία (322). Ο ενθουσιασµός των χριστιανών της Ανατολής ανάγκασε τον Λικίνιο να αλλάξη την πολιτική του έναντι των χριστιανών, να αφαιρέση τις ελευθερίες τους και να απαγορεύση τις συνοδικές συνελεύσεις τους (322). Το 323 ο Κωνσταντίνος εισέβαλε στη Θράκη µε την πρόφαση της εξουδετερώσεως των Γότθων, ο δε Λικίνιος άρχισε να ετοιµάζεται γιά την τελική αναµέτρηση. Στη µάχη της Αδριανουπόλεως (Ιούλιος 324) ο Λικίνιος αναγκάσθηκε να οπισθοχωρήση και να κλεισθή στην οχυρωµένη πόλη του Βυζαντίου γιά να αναχαιτίση την πορεία του Κωνσταντίνου προς την Ανατολή. Ο στόλος του όµως κατανικήθηκε από τον στόλο του Κωνσταντίνου, που είχε ως αρχηγό τον γιό του Κρίσπο, γι' αυτό και ο Λικίνιος αποσύρθηκε στη Μικρά Ασία. Νικήθηκε όµως στη Χρυσούπολη και αιχµαλωτίσθηκε στη Νικοµήδεια, σώθηκε δε µε παρέµβαση της αδελφής του Μ. Κωνσταντίνου και συζύγου του Κωνσταντίας και τέθηκε υπό περιορισµό στη Θεσσαλονίκη, όπου και τελικά θανατώθηκε.
2) Οι μεταρρυθμίσεις του Μ. Κωνσταντίνου στη διοικητική οργάνωση της αυτοκρατορίας. Η εύνοια προς τον χριστιανισμό. Θρησκευτική πολιτική.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν πλέον ο παντοδύναµος και αστασίαστος µονοκράτορας στη Ρωµαϊκή αυτοκρατορία, η οποία κατά τους δύο τελευταίους αιώνες περνούσε µία βαθειά κρίση δοµών και θεσµών. Ο Μέγας Κωνσταντίνος απέκτησε πλήρη εµπειρία της αποτυχίας τουµεταρρυθµιστικού έργου του Διοκλητιανού µε τις αλλεπάλληλες και πολυµέτωπες συγκρούσεις των Αυγούστων στην Ανατολή και τη Δύση. Έτσι:

α) Αποκατέστησε την ενότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας και του φορέα της, αφ' ενός µεν µε την κατάργηση του θεσµού των Αυγούστων και των Καισάρων, αφ' ετέρου δε µε τον ουσιαστικό περιορισµό των εξουσιών της Συγκλήτου.

β) Απολυτοποίησε την αυτοκρατορική αυθεντία µε την καθιέρωση της κληρονοµικής διαδοχής στον θρόνο.

γ) Εξουδετέρωσε τη συγκέντρωση  των εξουσιών κάθε υπαρχίας ή επαρχότητας σε ένα πρόσωπο, στον έπαρχο του πραιτωρίου (praefectus praetorio), µε τον κάθετο διαχωρισµό της πολιτικής από τη στρατιωτική εξουσία σε όλα τά επίπεδα της διοικητικής διαστρωµατώσεως και

δ) Θεµελίωσε µε σειρά µέτρων την ευρύτητα των δικαιοδοσιών του αυτοκράτορα και ανέπτυξε τις υπηρεσίες του Παλατιού σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοικήσεως.

Από τις ρυθμίσεις αυτές, που έγιναν συστηματικά και αθόρυβα, διαμορφώθηκαν οι νέες δομές της διοικητικής οργανώσεως της αυτοκρατορίας, η οποία είχε ως απόλυτο φορέα και εκφραστή της τον αυτοκρότορα και λειτουργούσε με χαρακτηριστική συγκεντρωτική νοοτροπία. Ο αυτοκρότορας ήταν η πηγή κάθε εξουσίας στην αυτοκρατορία και η κορυφή της διοικητικής πυραμίδας της.

Η Νέα Ρώμη ήταν πλέον το νέο κέντρο για τις νέες προοπτικές της ανανεωμένης αυτοκρατορίας. Αυτό είχε οραματισθή ο Μέγας Κωνσταντίνος στη μακροχρόνια περίοδο των αγώνων του. Η Κωνσταντινούπολη αντικατόπτριζε το νέο πνεύμα της αυτοκρατορίας, το οποίο θεμελιώθηκε στην αξιοποίηση του χριστιανισμού ως της νέας πνευματικής της. Η διατήρηση του παλαιού θεσμικού πλαισίου της εθνικής θρησκείας, η οποία παρέμεινε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, δεν εμπόδισε την εύνοια του Μ. Κωνσταντίνου προς τον χριστιανισμό. Η εύνοια αυτή εκδηλώθηκε με το σταθερό ενδιαφέρον για την αποκατάσταση της εσωτερικής ενότητας της χριστιανικής Εκκλησίας, που είχε διαταραχθή με την ευρύτατη απήχηση της αιρετικής διδασκαλίας του Αρείου. Η προετοιμασία και η σύγκληση της Α' Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας (325) από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα αποτελεί το κορυφαίο γεγονός της νέας πραγματικότητας. Βέβαια, οι µεταβολές στους συμβούλους (Όσιος Κορδούης, Ευσέβιος Καισαρείας κ.λπ.) επηρέαζαν την κατεύθυνση του ενδιαφέροντος προς τη μία ή την άλλη πλευρά, αλλά το ενδιαφέρον ήταν σταθερό μέχρι και το τελικό βάπτισμά του στη Νικομήδεια, λίγο πριν απο τον θάνατό του (22 Μαΐου 337).

Τα προνόμια προς τον κλήρο και τις παροχές γιά την ανέγερση ναών στην Κωνσταντινούπολη (Αγίας Σοφίας, Αγίων Αποστόλων κ.λπ.) και στις άλλες μεγάλες πόλεις της περιφέρειας, όπως και γιά την αντιμετώπιση ποικίλων εκκλησιαστικών αναγκών, ανταποκρίνονται στις επιλογές του γιά την ανανέωση της αυτοκρατορίας και δεν είναι άσχετες προς την επιρροή της μητέρας του αγίας Ελένης. Το βάπτισμά του στον χριστιανισμό επισφράνισε το πνεύμα των επιλογών του, αφού με άξονα το βάπτισμά του διαμορφώθηκε η όλη πολιτική θεολογία του χριστιανισμού, που ιεροποίησε το πρόσωπο του φορέα της βασιλικής εξουσίας και ανέπτυξε τις οικουμενικές προοπτικές της γιά την πραγμάτωση της χριστιανικής οικουμένης. Η χριστιανική κήδευση και ο ενταφιασμός του στον ναό των Αγίων Αποστόλων ολοκλήρωσαν τον κύκλο της ιδεολογικής βάσεως με την αρμονική σύνθεση της ρωμαϊκής νομοθεσίας, της ελληνικής διανοήσεως και της χριστιανικής πίστεως. Ο αυτοκράτορας εγκωμιάσθηκε ως επίσκοπος τών εκτός (της Εκκλησίας) και ως επιστημονάρχης των εκκλησιαστικών, με την έννοια ότι είχε την αυθεντία γιά την προστασία της ευταξίας, ενώ παράλληλα θεωρήθηκε αυθεντικός φορέας της θεοδώρητης βασιλικής εξουσίας.

Ο Μ. Κωνσταντίνος υπήρξε πράγµατι ο µεγαλόπνοος µεταρρυθµιστής και ο προφητικός οραµατιστής µιας ανανεωµένης οικουµενικής αυτοκρατορίας. Οι µεγάλες στρατηγικές του ικανότητες, ο προφητικός πολιτικός του οραµατισµός, ο µοναδικός διοικητικός ρεαλισµός και η ανεπανάληπτη µεταρρυθµιστική του διορατικότητα διαµόρφωναν τη χαρισµατική του προσωπικότητα. Η σκληρότητα του χαρακτήρα του, η οποία εκδηλώθηκε µε χαρακτηριστικό τρόπο στη θανάτωση του γιού τού Κρίσπου και της συζύγου του Φαύστας, γιά οργάνωση συνωµοσίας (326), όπως επίσης και το ευµετάβολο των διαθέσεών του υπήρξαν οπωσδήποτε οι ασθενείς πλευρές της ηθικής του προσωπικότητας, η οποία υποχωρούσε µπροστά στην πολιτική του ευαισθησία. Η χριστιανική Εκκλησία τόν χαρακτήρισε άγιο και ισαπόστολο, γιατί µε το έργο του και µε το βάπτισµά του διευκόλυνε την ταχύτερη επικρότησή της στον ελληνορωµαϊκό κόσµο. Η ιστορία τόν ονόµασε Μέγα, γιατί το πολυσύνθετο έργο του υπήρξε πρόγµατι µεγάλο και επηρέασε άµεσα ή έµµεσα την παγκόσµια ιστορία.

Η εύνοια του Μ. Κωνσταντίνου γιά τον χριστιανισµό δεν πρέπει να ερµηνευθή µε σκεπτικισµό. Χωρίς να αρνηθή κανεις την πολιτική µεγαλοφυΐα και τους ποικίλους πολιτικούς λόγους, οι οποίοι τον οδήγησαν στην υποστήριξη του χριστιανισµού, δεν µπορεί να απορρίψη και τους θρησκευτικούς λόγους, οι οποίοι δόνησαν τον εσωτερικό κόσµο του µεγάλου πολιτικού. Οι χριστιανοί αποτελούσαν µειονότητα έναντι του ειδωλολατρικού κόσµου και θα µπορούσε να χαρακτηρισθή επικίνδυνη πολιτική πράξη η υποστήριξη του χριστιανισµού, µε την έλπίδα ότι κάποτε θα γινόταν παγκόσµια θρησκεία. Άλλωστε ο Μ. Κωνσταντίνος γνώριζε πολύ καλά ότι γιά να κερδίση τους χριστιανούς θα αρκούσε και µόνο η υποστήριξη της θρησκευτικής ελευθερίας, την οποία είχαν στερηθή κατά τους τρείς αιώνες µ.Χ. Αν ενεργούσε λοιπόν µε αποκλειστικό κίνητρο τις πολιτικές σκοπιµότητες, τότε θα απέφευγε να προκαλέση τα 3/5 του πληθυσµού της αυτοκρατορίας, αφού θα µπορούσε να πετύχη τον σκοπό του χωρίς ακραίες επιλογές. Η αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας ικανοποιούσε απόλυτα τους χριστιανούς χωρίς να προκαλή τους ειδωλολάτρες. Βέβαια οι περιγραφές του ειδωλολάτρη ιστορικού Ζωσίµου και του χριστιανού ιστορικού Ευσεβίου δεν τονίζουν τις ίδιες πλευρές της προσωπικότητας του Μ. Κωνσταντίνου, αλλά και η µία δεν αποκλείει την άλλη, αν ληφθή υπ' όψη το υποκειµενικό στοιχείο των Ιστορικών. Το γεγονός είναι ότι ο Μ. Κωνσταντίνος παρέλαβε το κράτος ειδωλολατρικό και το παρέδωσε στούς διαδόχους του κατά βάση χριστιανικό και µάλιστα µε ευρύτατες προοπτικές.

3) Εξελληνισμός της αυτοκρατορίας και διοικητική αναδιοργάνωση του ρωμαϊκού στρατού.

Είναι πλέον γενικά παραδεκτό ότι επί του Μ. Κωνσταντίνου τοποθετήθηκαν τα ακλόνητα θεµέλια γιά την πλήρη ανανέωση της αυτοκρατορίας και την προοδευτική µεταµόρφωσή της στο Ελληνοχριστιανικό Βυζάντιο. Τόσο ο χριστιανισµός, όσο και το ελληνικό στοιχείο κάτω από την έντονα επηρεασµένη από το ελληνικό πνεύµα ρωµαϊκή οργάνωση της διοικήσεως, κέρδισαν αποφασιστικής σηµασίας έδαφος και καθόρισαν τα πεπρωµένα της νέας αυτοκρατορίας. Άλλωστε η Ανατολή, οσο και αν τόνιζε τους δεσµούς της µε την Ρωµαϊκή αυτοκρατορία, δεν έπαψε ποτέ να επιδιώκη τη γρήγορη αποµάκρυνση από τις ρωµαϊκές της καταβολές. 
  • Ο εξελληνισµός στη γλώσσα και στον πολιτισµό προχώρησε µε εκπληκτική ταχύτητα. 
  • Ο εξελληνισµός της αυτοκρατορίας περιµένει απλώς και µόνο την επίσηµη αναγνώριση και διακήρυξή του. 
  • Ο εξελληνισµός της αυτοκρατορίας υπήρξε πράγµατι εκπληκτικά σύντοµος και πολύ νωρίς το Βυζάντιο διατηρούσε από την παλαιά Ρωµαϊκή αυτοκρατορία µόνο την ονοµασία και τις τυπικές αυτοκρατορικές παραδόσεις. Και σ' αυτην ακόµη τη διοίκηση οι θεσµοί προσέλαβαν προοδευτικά νέο περιεχόµενο. Η βαθιά αυτή διαφοροποίηση γίνεται πληρέστερα κατανοητή και από τον διαφορετικό χαρακτήρα του µεταρρυθµιστικού έργου του Διοκλητιανού και του Μ. Κωνσταντίνου.


Οι µεταρρυθµίσεις του Διοκλητιανού (284-305) και του Μ. Κωνσταντίνου (324-337) ήσαν πράγµατι αποστάλαγµα της µεγάλης πείρας τους από τους µακροχρόνιους πολέµους της αυτοκρατορίας και αποσκοπούσαν στην ριζική καταπολέµηση της πολυκέφαλης αναρχίας στο στρατό της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας. Και οι δύο, έµπειροι στρατιωτικοί, θεωρούσαν αναγκαία την άµεση διοικητική αναδιοργάνωση του ρωµαϊκού στρατού. Και οι δύο κατανόησαν ότι η Παλαιά Ρώµη και η Ιταλία δεν µπορούσαν να είναι πλέον η βάση και το κέντρο της στρατιωτικής διοικήσεως και της γενικότερης δηµόσιας ζωής της αχανούς αυτοκρατορίας. Η γενικότερη παρακµή της Ιταλίας είχε εξουδετερώσει το παλαιό µεγαλείο και της ίδιας της Ρώµης, αφού είχαν αναδειχθή ακόµη και στη Δύση τα Μεδιόλανα ως το νέο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο. Ο Διοκλητιανός µε την διοικητική µεταρρύθµιση της «τετραρχίας» δεν όρισε τη Ρώµη ως πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο µιάς από τις τέσσαρες υπαρχίες, ο δε Μ. Κωνσταντίνος απέφυγε να εγκατασταθή στην αιώνια πόλη. Ωστόσο, ο Διοκλητιανός δεν µπόρεσε να ξεπεράση το πλαίσιο της ρωµαϊκής παραδόσεως, γιατί είχε στραµµένα τα βλέµµατά του στο ιστορικό παρελθόν. Αντίθετα ο Μ. Κωνσταντίνος, µε το όραµα του µέλλοντος της αυτοκρατορίας στη σκέψη του, αναζήτησε τις νέες δοµές γιά την αναδιοργάνωσή της. Έτσι, ενώ ο Διοκλητιανός προσπάθησε να αποκεντρώση την διοίκηση και να ενισχύση την εξάρτηση από τον αυτοκράτορα µε την εισαγωγή της «τετραρχίας», ο Μ. Κωνσταντίνος, χωρίς να αγνοήση την ανάγκη διοικητικής αναδιοργανώσεως, προσπάθησε να τονώση την αυτοκρατορική εξουσία µε την προβολή της κληρονοµικής διαδοχής στην εξουσία, που προοδευτικά καθιερώθηκε στο Βυζάντιο ως βασικό πολιτειακό στοιχείο της ιδέας της αυτοκρατορίας. Η συγκεντρωτική πλέον αυτοκρατορική εξουσία δεν είναι θεµελιωµένη µόνο σε επίγειους παράγοντες, ως λ.χ. την Σύγκλητο, το στρατό ή το λαό, αλλά πηγάζει από τον Θεό, που παραχώρησε το βασιλικό αξίωµα µόνον στο βυζαντινό αυτοκράτορα και τον όρισε αυτοκράτορα ολόκληρου του χριστιανικού χρόνου. Η ιδέα αυτή, που επιζή σε όλη τη διάρκεια του βίου της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αποτελεί και τη βάση του βυζαντινού χριστιανικού οικουµενισµού.

4) Διαμόρφωση πολιτικής θεολογίας του χριστιανισμού. Βυζαντινός θεοκεντρισμός και «θεοκρατία».

Η χρησιµοποίηση από τους βυζαντινολόγους του όρου θεοκρατία γιά την απόδοση της νέας αυτής πραγµατικότητας είναι εσφαλµένη. Πράγµατι, ο όρος «θεοκρατία»προϋποθέτει αφοµοίωση των δύο εξουσιών, δηλ. της πολιτικής και της θρησκευτικής, και την άσκησή τους από ένα φορέα, δηλ. τον πολιτικό ή τον θρησκευτικό ηγέτη. Μιά τέτοια προοπτική θεοκρατίας ήταν και ως υπόθεση ακόµη αδιανόητη στο Βυζάντιο, αφού η Εκκλησία είχε πλήρη και ακλόνητη συνείδηση της απόλυτης ετερότητας της ιερατικής έναντι της πολιτικής εξουσίας. Το δόγµα τής πατερικής παραδόσεως: «άλλοι οι όροι της βασιλείας και άλλoι οι όροι της ιερωσύνης» κυριάρχησε σε όλη τη βυζαντινή περίοδο. Μόνο ο εικονοµάχος αυτοκράτορας Λέων Γ΄ τόλµησε να αµφισβητήση την ακλόνητη θεωρητική αυτή βάση µε τή γνωστή διακήρυξη: «Βασιλεύς εἰµί καί ἱερεύς», αλλά οι διάδοχοί του αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τη θεοκρατική αυτή αναζήτηση και να προσαρμοσθούν στην πολιτική θεολογία της Εκκλησίας γιά τη διάκριση των δύο έξουσιών και των φορέων τους, όπως αυτή κατοχυρώθηκε τελικά στην Επαναγωγή ή Εισαγωγή των νόµων τής δυναστείας των Μακεδόνων.

Οι πολιτικές ιδέες γιά την αυτοκρατορική εξουσία και την αυτοκρατορία γενικότερα πηγάζουν από τη νέα κοσµοθεωρία καί βιοθεωρία, που ενσαρκώνονται µε πληρότητα στο Βυζάντιο. Η κοσµοκεντρική ερµηνεία των σχέσεων Θεού, ανθρώπου και κόσµου της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας υποκαταστάθηκε στο Βυζάντιο από τη θεοκεντρική ερµηνεία του βασικού τρίπτυχου κάθε κοσµοθεωρίας και βιοθεωρίας. Ο Βυζαντινός όµως θεοκεντρισµός, που καταπολεµήθηκε βίαια από την νεώτερη ανθρωποκεντρική ερµηνεία, δεν είναι δυνατόν να ταυτισθή µε την έννοια της θεοκρατίας, γιατί αφ' ενός µεν θεµελιώνεται στη διάκριση και στην εσωτερική αυτονοµία των δύο πρωτογενών εξουσιών, δηλ. της ιερατικής και της πολιτικής, αφ' ετέρου δε εκφράζεται µε αυστηρά διακεκριµένους φορείς, δηλ. τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη, οι οποίοι λειτουργούν παράλληλα και συνεργάζονται ισότιµα (συµφωνία) προς το συµφέρον του χριστιανικού λαού και της αυτοκρατορίας. Οι περιστασιακές παρεκκλίσεις από την καταστατική αυτή βάση βαρύνουν και τις δύο πλευρές, αλλά δεν ίσχυσαν να ανατρέψουν τη θεσµική αρχή της συναλληλίας των δύο εξουσιών και των φορέων τους.

Η νέα θεοκεντρική ερµηνεία διαπότισε όλους τους θεσµούς της αυτοκρατορίας και προσδιόρισε την ανανέωση του περιεχοµένου τους. Έτσι, η Σύγκλητος, οι δήµοι και ο στρατός δεν έχασαν ολοκληρωτικά την προγενέστερη αίγλη τους, αλλά προοδευτικά απόλεσαν µεγάλο µέρος από τις παραδοσιακές δικαιοδοσίες τους, η δε Εκκλησία επέδρασε βαθύτατα στον οικογενειακό, κοινωνικό και πολιτικό βίο της αυτοκρατορίας και υπαγόρευσε τις θεµελιώδεις αρχές της και σ' αυτήν ακόµη τη νοµοθεσία των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Το Βυζάντιο, παράλληλα µε την αποδοχή του χριστιανισµού, δεν αποστρέφεται την κλασική ελληνική σοφία ή την ελληνική τέχνη, αλλά ερµηνεύει µε τα δικά του χριστιανικά θεοκεντρικά κριτήρια την αναγκαιότητα και τη λειτουργία τους στη ζωή της αυτοκρατορίας. Έτσι, Βυζάντιο και Ελληνισµός δεν έχουν πλέον απλή εξωτερική γενεαλογική συγγένεια, αλλά αποκτούν βαθιά και οργανική ταυτότητα που δεν επιδέχεται διαίρεση. Άλλωστε, χάρη σ' αυτή την ελληνοχριστιανική ταυτότητα το Βυζάντιο παρέµεινε γιά πολλούς αιώνες το σπουδαιότερο κέντρο του σηµαντικότερου πολιτισµού στον κόσµο. Η επιµονή στην παραθεώρηση των βασικών αυτών πτυχών της νέας θεοκεντρικής θεωρίας του Βυζαντίου και η προσπάθεια ερµηνείας του µε πρότυπα της Ανατολής οδηγούν ασφαλώς στην παρανόηση και στην παρερµηνεία του ιστορικού φαινοµένου του Βυζαντίου. Η ταυτότητα της αυτοκρατορίας είναι πολύ πιό σύνθετη και πολύ πιό πλήρης στην οργάνωση των κοσµοθεωριακών και βιοθεωριακών της δοµών, γι' αυτό και διατηρήθηκε αµετάβλητη στα θεωρητικά της στοιχεία από την ίδρυση ως την πτώση της αυτοκρατορίας.

5) Τελικές μεταρρυθμίσεις στον στρατό και νομισματική μεταρρύθμιση.

Στη διοίκηση της αυτοκρατορίας η Σύγκλητος έχασε τελικά την τεράστια εξουσία της ρωµαϊκής περιόδου και έγινε απλό συµβουλευτικό σώµα, εκτός δε από αυτήν υπήρχε και άλλο συµβούλιο, το Ιερό Κονσιστόριο (sacrum consistorium), που είχε σηµαντικές εξουσίες στη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Η διοίκηση του στρατού ανατέθηκε στόν magister militum: του µεν πεζικού στον magister peditum τού δε ιππικού στόν magister equitum. Παράλληλα η αρχηγία του στρατού αποκεντρώθηκε κατά διοικήσεις (magistri militum per Orientem, per Thracias et illyricum), αλλά όλοι οι ανώτεροι στρατιωτικοί αρχηγοί είχαν άµεση εξάρτηση από τον αυτοκράτορα. Η νέα αυτή προοπτική του Μ. Κωνσταντίνου για τη θεµελίωση της νέας ταυτότητας της αυτοκρατορίας, που εκφράσθηκε µέ βαθειές δοµικές µεταβολές και λεπτές διοικητικές µεταρρυθµίσεις, ευνοήθηκε σηµαντικά από την ανόρθωση της οικονοµίας της αυτοκρατορίας µε άµεσα οικονοµικά, φορολογικά και νοµισµατικά µέτρα. Η τεράστια συρροή χρυσού από την Ανατολική και την Κεντρική Αφρική µε την ανάπτυξη του εµπορίου της αυτοκρατορίας ευνόησε την εξυγίανση του νοµισµατικού συστήµατος, το οποίο από τις συνεχείς νοθεύσεις είχε χάσει την πίστη και το κύρος του. Ο Μ. Κωνσταντίνος έθεσε ως βάση τόν σόλιδο (solidus), που ήταν σε τελευταία ανάλυση ένα σφραγισµένο κοµµάτι χρυσού και έγινε περιζήτητο διεθνές νόµισµα στο εµπόριο γιά πολλούς αιώνες. Η νοµισµατική µεταρρύθµιση συνδυάσθηκε άριστα µε την οικονοµική ανάπτυξη χάρη στη διοικητική ανανέωση και στην εµπορική δραστηριοποίηση. Έτσι τα δοµικά και τα οργανωτικά στοιχεία εναρµονίσθηκαν και θεµελίωσαν τις νέες φιλόδοξες προοπτικές της αυτοκρατορίας.
Σόλιδος του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β' με την μορφή του.

Κέντρο των νέων αυτών προοπτικών είναι ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Το Ιερό Παλάτιο είναι το κέντρο, που συντονίζει µε απόλυτες εξουσίες την όλη λειτουργία τού ανανεωµένου οργανισµού της αυτοκρατορίας. Η αυτοκρατορία είναι πλέον όχι µιά συνοµοσπονδία πόλεων που είναι οργανωµένες µε βάση το πρότυπο της Ρώµης, όπως στους τελευταίους αιώνες της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά ένας ενιαίος οργανισµός που έχει κεφαλή τον αύτοκρότορα και σώµα όλους τους λαούς της αυτοκρατορίας, οι οποίοι συνειδητοποιούν την άρρηκτη εσωτερική ενότητά τους µε την κοινή θρησκευτική πίστη, την κοινή πνευµατική κληρονοµία και την κοινή θεσµική οργάνωση του βίου τους. Η πολυδαίδαλη κεντρική και περιφερειακή διοίκηση του οργανισµού της αυτοκρατορίας εξαρτάται από τον αυτοκράτορα, όπως η λειτουργία του νευρικού συστήµατος του ανθρώπινου οργανισµού κατευθύνεται από τόν εγκέφαλο. Η αποστολή της διοικήσεως προσδιορίζεται όχι όπως στη Ρωµαϊκή αυτοκρατορία από τόν φορέα της διοικητικής εξουσίας, αλλό από το ίδιο το νέο περιεχόµενο της αυτοκρατορικής εξουσίας. Η εξουσία δηλ. τοποθετείται πάνω από τους φορείς της, που γίνονται τα απλά πρόσωπα γιά την ορθή άσκησή της, σύµφωνα µε τό βούληµα και τις εντολές της Κεφαλής, του αυτοκράτορα.

Ο διαχωρισµός της πολιτικής από τη στρατιωτική εξουσία αποτελούσε αποφασιστικο βήµα γιά την εξουδετέρωση των οποιωνδήποτε τάσεων καταχρήσεως της εξουσίας από τους αξιωµατούχους της κεντρικής ή της περιφερειακής διοικήσεως. Η άσκηση της εξουσίας στην περιφερειακή διοίκηση έχασε τον προγενέστερο τοπικό χαρακτήρα της, εντάχθηκε οργανικά και ιεραρχικά στο όλο διοικητικό σύστηµα και υπηρετούσε σε τοπική διάσταση το φιλόδοξο όραµα της οικουµενικής χριστιανικής αυτοκρατορίας, γι' αύτό σ' ολόκληρο τον βίο του Βυζαντίου ο γεωγραφικός χώρος λειτουργούσε κατ' αναφοράν προς την ιδέα της υπερτοπικής και οικουµενικής πολιτειολογίας της αυτοκρατορίας. Η απώλεια εδάφους ή εδαφών ήταν µεν οδυνηρή, αλλά δεν µείωνε και το περιεχόµενο της πολιτικής ιδεολογίας, αφού οι περιστασιακές κρίσεις εντάσσονταν µέσα στο γενικότερο πλαίσιο της εσχατολογικής προοπτικής της οικουµενικής χριστιανικής αυτοκρατορίας.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ


Το πνεύµα αυτό των µεταρρυθµίσεων του Μ. Κωνσταντίνου σφράγισε την ταυτότητα της αυτοκρατορίας µέχρι την πτώση της, ο δε Μ. Κωνσταντίνος παρέµεινε στη συνείδηση του Βυζαντίου το ιδανικό πρότυπο και υπόδειγµα του φορέα της θεοδώρητης βασιλικής εξουσίας. Οι δοµές, και οι θεσµικές εκφράσεις, οι οποίες θεµελιώθηκαν από τον πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα, έγιναν το υπόδειγµα όχι µόνο γιά την άσκηση της εξουσίας, αλλά και γιά τη συνεχή επιβεβαίωση της αυθεντικής της σχέσεως προς την εσχατολογική πολιτική της αναζήτηση. 

Ελένη Δραμπάλα



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Βλασίου Ιω. Φειδά, Βυζάντιο (Βίος, Θεσμοί, Κοινωνία, Εκκλησία, Παιδεία, Τέχνη), Δ΄ έκδοση, Αθήναι 1997.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον