Η µεταφορά τής πρωτεύουσας τής Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας από την Δύση στην Ανατολή υπήρξε τεράστιας σημασίας. Τα εγκαίνια της Κωνσταντινουπόλεως (11 Μαΐου 330 µ.Χ.) αποτελούν την οριστική σφραγίδα της νέας πολιτικής του Μ. Κωνσταντίνου, που αποσκοπούσε στην αναζωογόνηση της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας µε την δραστηριοποίηση νέων δυνάµεων και µε την οργάνωση νέου πολιτικού, οικονοµικού, στρατιωτικού και πνευµατικού κέντρου, το οποίο και θα υποκαθιστούσε προοδευτικά την Παλαιά Ρώμη. Με κέντρο τη νέα πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, πραγματοποιήθηκε μία από τις μεγαλύτερες μεταβολές στα πεπρωμένα τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Γενεθλίων σῶν δεῖ με τιμᾶν ἡμέραν,
Ἐν σοὶ Πόλις τυχόντα τῶν γενεθλίων.
Γράφει η Ελένη Δραμπάλα
Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΚΑΙ Η ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Α. Το Βυζάντιο ως οικουμενική χριστιανική αυτοκρατορία
Η
ίδρυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν είναι βεβαίως ένα τυπικό αποτέλεσµα της θελήσεως του Μ. Κωνσταντίνου, ούτε µιά απλή και τυπική συνέχεια της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας. Οικοδοµήθηκε κυρίως επάνω στο ελληνικό στοιχείο της ελληνιστικής περιόδου, που οργανωµένο και
προοδευτικό συνέχιζε την περίλαµπρη ελληνιστική περίοδο και κατά τους πρώιµους χριστιανικούς χρόνους. Προοδευτικά αναγνωρίζεται γενικότερα ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις γιά την δηµιουργία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας προϋπήρχαν από την απόφαση του Μ. Κωνσταντίνου να
µεταφέρη την πρωτεύουσά της από τη Δύση στην Ανατολή. Χωρίς αυτές τίς προϋποθέσεις θα ήταν αδιανόητη η απόφαση του Μ. Κωνσταντίνου. Είναι πλέον επίσης παραδεκτό ότι το Βυζάντιο δεν αποτελεί απλώς και µόνο τη συνέχεια της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά και τη συνέχεια της ιστορίας του Ελληνισµού. Συνεπώς δεν είναι αγεφύρωτο το χάσµα µεταξύ του Βυζαντινού Ελληνισµού και του Ελληνισµού της κλασικής, της ελληνιστικής και της ρωµαϊκής περιόδου.
Το Βυζάντιο όµως αναδύθηκε ουσιαστικά από την ισόρροπη
και αρµονική σύνθεση της ελληνικής παιδείας, της χριστιανικής πίστεως και της ρωµαϊκής νοµοθεσίας και διοικήσεως. Τα δύο πρώτα στοιχεία, που συνέθεσαν την βασική υποδοµή του ιστορικού φαινοµένου του Βυζαντίου, προήλθαν από το ελληνικό κυρίως στοιχείο της Ανατολής. Σ' αυτό στηρίχθηκε ο Μ. Κωνσταντίνος τόσο γιά την απόφασή του να αναγνωρίση ως επιτρεπόµενη ή προστατευόµενη θρησκεία του κράτους τον Χριστιανισµό, όσο και γιά την απόφαση να µεταφέρη την πρωτεύουσα της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας από τη Δύση στην Ανατολή.
Κατά τους χρόνους της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας το
συγκροτηµένο στην Ανατολή ελληνικό στοιχείο δεν άργησε να βρή τον δρόµο του γιά την πρόοδο
και τη δηµιουργία. Σύντοµα εξοικειώθηκε στις νέες πολιτικές συνθήκες και διοργάνωσε τόσο τον πνευµατικό, όσο και τον οικονοµικό του βίο ανάλογα µε τις παρουσιαζόµενες δυνατότητες. Με την ταχεία διάδοση του Χριστιανισµού στην Ανατολή, ιδιαίτερα µετά την κατοχύρωση της ανεξιθρησκείας µε τις αποφάσεις των Μεδιολάνων (313), και µε την σχετική διοικητική αυτοτέλεια των ανατολικών επαρχιών, το ελληνικό στοιχείο παρουσίασε νέα ακµή σε όλους τους τοµείς. Το µόνο που τού έλειπε ήταν η ιδιαίτερη διακυβέρνηση. Την ανάπτυξη αυτή ευνόησε και η γενικότερη παρακµή της Ιταλίας, που ήταν αισθητή ήδη από τον Β' αιώνα µ.Χ. Στηδυναµικότητα του ελληνικού στοιχείου της Ανατολής, µε το οποίο είχε ταυτισθή κατά τον Γ΄ αιώνα µ.Χ. το ανατολικό Ρωµαϊκό Κράτος, στηρίχθηκε ουσιαστικά το µεγαλείο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Υποστήριξαν
πολλοί ότι η δηµιουργία του Βυζαντίου συµπίπτει µε την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως (330), άλλοι µε τό 395 που θεωρείται ως έτος του οριστικού χωρισµού του Ανατολικού και Δυτικού Κράτους της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας από τον Μ. Θεοδόσιο, άλλοι µε το 476 που σηµαίνει το τέλος του Δυτικού Ρωµαϊκού Κράτους, άλλοι µε την εποχή του Ηρακλείου (610) και άλλοι µε το 717, µε την άνοδο δηλαδή στον θρόνο του Βυζαντίου της δυναστείας των Ισαύρων. Οι υποθέσεις αυτές απολυτοποιούν το γεγονός της παραλλήλου υπάρξεως του Ανατολικού και του Δυτικού Ρωµαϊκού Κράτους και παραθεωρούν την πολιτειολογική φιλοσοφία της εποχής γιά την ενότητα και τη µοναδικότητα της ανανεωµένης αυτοκρατορίας, η οποία σαρκώνεται µέσα στην Ιστορία αδιάφορα από γεωγραφικούς ή διοικητικούς διαχωρισµούς και από αδιανόητα για την εποχή εκείνη εθνικά ή εθνικιστικά κίνητρα. Η ιδέα της αυτοκρατορίας, όπως κατανοήθηκε, πραγµατώθηκε και βιώθηκε στους αυτοκρατορικούς χρόνους της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας και στη βυζαντινή περίοδο, είναι ξένη από τα µεταγενέστερα αυτά σχήµατα. Η υπέρβαση της κλασικής ελληνικής πολιτειολογίας της πόλεως-κράτους, που έγινε αναγκαία µε τη δηµιουργία του κράτους του Μ. Άλεξάνδρου, επιτεύχθηκε µε τη
θεοκρατική οικουµενική πολιτειολογία της Κοσµοπόλεως των Στωϊκών, η οποία δηµιούργησε τις προϋποθέσεις γιά το µετασχηµατισµό της Ρώµης-κράτους σε Ρωµαϊκή αυτοκρατορία και προετοίµασε το έδαφος γιά τη µεταµόρφωσή της στη θεοκεντρική πολιτειολογία τής
οικουµενικής χριστιανικής αυτοκρατορίας.
Σύµφωνα µε τις περί αυτοκρατορίας πολιτειολογικές
ιδέες της εποχής και η µεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας από την Δύση
στην Ανατολή δεν είχε την έννοια µιάς διαιρέσεως της αυτοκρατορίας (divisio imperii), µιάς απλής µεταφοράς της αυτοκρατορίας (translatio imperii), αλλά την έννοια µιάς ανανεώσεως της αυτοκρστορίας (revonatio imperii), γι' αυτό και η Κωνσταντινούπολη δεν θεωρήθηκε πρωτεύουσα
του Ανατολικού µόνο Κράτους, αλλά µαζί µε την παλαιά Ρώµη πρωτεύουσα της όλης Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας στην νέα της σύνθεση, όπως φανερώνει η ονοµασία της ως Νέας Ρώµης. Στην πολιτειολογική
φιλοσοφία περί αυτοκρατορίας κυριαρχεί η ιδέα ότι µόνο µία νόµιµη αυτοκρατορία υπάρχει στον κόσµο, που σύµφωνα µε τη θεία βούληση κληρονοµικά και διαδοχικά περιέρχεται σε διάφορους λαούς. Την Περσική αυτοκρατορία διαδέχθηκε η Ελληνική αυτοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου, αυτήν η Ρωµαϊκή αυτοκρατορία, και τέλος η Βυζαντινή. Παράλληλη συνύπαρξη δύο αυτοκρατοριών ήταν αδιανόητη, γιατί µόνο µία ήταν η νόµιµη γήινη πραγµάτωση της θείας βουλήσεως και η αυθεντική αντιτυπία της διακυβερνήσεως του Σύµπαντος από τον Θεό.
Ο
Μέγας Κωνσταντίνος, αφού νίκησε τόσο στην Ανατολή, όσο και στην Δύση τους αντιπάλους και συνάρχοντές του, παρέµεινε το 324 µόνος κύριος της έξουσίας και ασχολήθηκε µε την αναδιοργόνωση του κράτους. Η εύνοια, που είχε δείξει προηγουµένως στη Δύση για τον Χριστιανισµό, συνεχίσθηκε. Το 325 συγκάλεσε την Α' Οικουµενική σύνοδο στην Νίκαια της Βιθυνίας µε σκοπό να θέση τέρµα στις έριδες που προκαλούσε σε όλη την Ανατολή η αίρεση του Αρειανισµού και να αποκαταστήση την ενότητα των επισκόπων. Στην ενότητα της Εκκλησίας έβλεπε ο Μ. Κωνσταντίνος το πιό ασφαλές και σταθερό θεµέλιο της ενότητας της αυτοκρατορίας. Εν τούτοις δεν καταδίκασε ανοικτά την ειδωλολατρία, παραµένοντας πάντοτε pontifex maximus της εθνικής θρησκείας. Μετά την εγκατάστασή του στην Ανατολή η εύνοια γιά τον Χριστιανισµό, παρά το γεγονός ότι ό ίδιος βαπτίσθηκε στο τέλος της ζωής του, έγινε πασίγνωστη. Παράλληλα µε την υποστήριξη του Χριστιανισµού διάλεξε γιά την οριστική εγκατάστασή του την Ανατολή, όπου αποφάσισε να ιδρύση και τη νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.
Β. Η Κωνσταντινούπολη, Νέα
Ρώµη
1) Η απόφαση του Μ.Κωνσταντίνου για την δημιουργία νέας πρωτεύουσας, της Νέας Ρώμης. Η στρατηγική σημασία.
Η
νέα πρωτεύουσα κτίσθηκε στην τοποθεσία του αρχαίου Βυζαντίου και ονοµάσθηκε από τον ιδρυτή της Κωνσταντινούπολη. Η θέση της νέας πρωτεύουσας ήταν άριστη από κάθε άποψη, γιατί κυριαρχούσε στις θαλάσσιες και χερσαίες οδούς και βρισκόταν στο κέντρο της αυτοκρατορίας, στη
συνάντηση δύο ηπείρων. Μετά την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως (330) η Ρωµαϊκή
αυτοκρατορία είχε πλέον δύο πόλεις ως πρωτεύουσα, την Παλαιά και τη Νέα Ρώµη,
αλλά η Νέα Ρώµη ως έδρα του αυτοκράτορα και κέντρο της διοικήσεως απέκτησε σύντοµα ουσιαστική υπεροχή. Ωστόσο και οι δύο πόλεις µετείχαν ισότιµα στην ιδέα του ενιαίου κέντρου. Σε νοµίσµατα του 330 παρουσιάζονται οι δύο πόλεις προσωποποιηµένες και στολισµένες µε δάφνινα στεφάνια και αυτοκρατορικά
ενδύµατα, αλλά είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι µόνο η Κωνσταντινούπολη κρατάει το
σκήπτρο της βασιλείας.
Η
απόφαση να δηµιουργηθή µία νέα πρωτεύουσα, χωρίς δηλαδή να επιλεγή µία από τις σηµαντικές πόλεις (Θεσσαλονίκη, Νικοµήδεια κ.ά.), δεν είναι άσχετη µε το όραµά του γιά την πλήρη ανανέωση των δοµών της αυτοκρατορίας, αφού το νέο κέντρο είχε καθοριστική σηµασία γιά τις νέες προοπτικές της. Ως η πιό κατάλληλη τοποθεσία επιλέχθηκε η περιοχή της πολίχνης του Βυζαντίου, στο ακραίο σηµείο της θρακικής χερσονήσου, µεταξύ Βοσπόρου, Προποντίδας και Κερατίου Κόλπου.
Ο
Μέγας Κωνσταντίνος είχε µελετήσει τη στρατηγική σηµασία της περιοχής κατά την τελευταία φάση του αγώνα του εναντίον του Λικινίου, ο οποίος κατέφυγε στο Βυζάντιο πριν υποχωρήσει στη Μικρά Ασία. Έτσι εξηγείται η άµεση απόφασή του γιά την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας στην περιοχή αυτή έναν µόλις µήνα µετά την τελική και συντριπτική νίκη του εναντίον του Λικινίου (24 Σεπτεµβρίου 324). Πράγµατι, στις 3 Νοεµβρίου 324 θεµελιώθηκε η νέα πόλη και χαράχθηκε η περιφερειακή της γραµµή, γιά να οργανωθή το πολεοδοµικό σχέδιο και τα οχυρωµατικά έργα γιά την προστασία της πόλεως. Η χάραξη της περιοχής του Παλατιού, του Φόρου, του Ιπποδρόµου και των άλλων µνηµειακών συγκροτηµάτων συνδυάσθηκε µε την τοποθέτηση του µεγάλου ναού της του Θεού Σοφίας και των άλλων ναών της πρωτεύουσας. Η στρατηγική θέση της πόλεως µεταξύ των δύο ηπείρων και η σπουδαιότητά της γιά τις χερσαίες και θαλάσσιες εµπορικές οδούς µεταξύ Ανατολής-Δύσεως και Βορρά-Νότου εξασφάλιζαν τη λειτουργικότητά της ως του µοναδικού κέντρου της αυτοκρατορίας. Οι εργασίες των µνηµειακών συγκροτηµάτων προχώρησαν
µε ταχύ ρυθµό καί προσδιόρισαν τα κριτήρια της όλης πολεοδοµικής αναπτύξεως στην ευρύτερη περιοχή.
Η
ίδρυση της νέας πρωτεύουσας ερµηνεύθηκε πάντοτε µέσα στα πλαίσια της γενικής ανανεώσεως της αυτοκρατορίας. Η παλαιά, ή Πρεσβυτέρα Ρώµη, δεν στερήθηκε βεθαίως τα προνόµια της πρωτεύουσας της
αυτοκρατορίας, αλλά σε αυτά συµµετείχε πλέον ισότιµα και η Νέα Ρώµη. Η δίδυµη αυτή κατανόηση της συµµετοχής της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώµης στο θεσµικό περιεχόµενο της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας
διευκολύνθηκε από την οικουµενική ιδεολογία της και την ανάπτυξη της βασιλικής εξουσίας τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση. Βεβαίως, η Νέα Ρώµη δικαίωσε τον ιδρυτή της, γιατί γνώρισε ταχύτατη ανάπτυξη, παγκόσµια ακτινοβολία και µοναδική ιστορική αντοχή. Η παγκόσµια ακτινοβολία της Κωνσταντινουπόλεως πήγαζε από την οικουµενική προοπτική
της αυτοκρατορίας, αλλά προοδευτικά και η ίδια η πόλη απέκτησε τα δικά της στοιχεία λαµπρότητας και δυνάµεως.
Η
ταχύτατη πολεοδοµική και πληθυσµική ανάπτυξή της την ανέδειξε σύντομα σε
διοικητική και οικονομική κεφαλή της αυτοκρατορίας, σε θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο με οικουμενική ακτινοβολία. Η ευνόητη ανάπτυξη της νέας πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, της Νέας Ρώμης, υπήρξε ταχεία, αφού το σχέδιο της πόλεως είχε αφήσει ευρύτατο χώρο γιά τα δημόσια κτήρια και τις αναγκαίες περιοχές γιά τα συγκροτήματα ιδιωτικών
κατοικιών. Μεγάλο τμήμα του σχεδίου του Μ. Κωνσταντίνου είχε ήδη καλυφθή κατά
τον Δ' αιώνα, ενώ η προστασία της πόλεως είχε εξασφαλισθή με χερσαία και παραθαλάσσια τείχη, τα οποία κτίσθηκαν επί Μ. Κωνσταντίνου.
2) Η εξέλιξη της Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης, μετά τον Μ.Κωνσταντίνο. Πολεοδομική ανάπτυξη και οχύρωση της πόλης.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο σύνθετος πολεοδομικός
κύκλος της εξελίξεως της Κωνσταντινουπόλεως ολοκληρώθηκε μόλις κατά τον ΣΤ΄ αιώνα, αλλά σε κάθε εποχή πλούτιζε με νέα στοιχεία τη μεγαλοπρέπεια και το μεγαλείο της βασιλεύουσας πόλεως. Τα στοιχεία λαμπρότητας της πόλεως που αντικατόπτριζαν τον πλούτο και την ακτινοβολία της αυτοκρατορίας, αναδείκνυαν συγχρόνως τη σπουδαιότητα του
πολιτικού και εκκλησιαστικού κέντρου της αυτοκρατορίας. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού Α' (527-565) είχε ήδη πληθυσμό 500 χιλιάδων περίπου. Η πόλη του Μ. Κωνσταντίνου ήταν τριπλάσια σε έκταση από την πολίχνη του Βυζαντίου, η οποία ενσωματώθηκε στη νέα
πόλη και περικλείσθηκε από τα τείχη του Μ. Κωνσταντίνου. Το τείχος του Μ. Κωνσταντίνου αναπτυσσόταν από την Προποντίδα προς την κοιλάδα του ποταμού Λύκου και κατέληγε στον Κεράτιο Κόλπο, η δε περικλειόμενη στα τείχη περιοχή είχε υποδιαιρεθή σε 14 διαμερίσματα (ρηγιώνες). Η μεγάλη επέκταση της πόλεως κατά τον Δ' αιώνα εξουδετέρωσε τη
σημασία των τειχών του Μ. Κωνσταντίνου γιά την προστασία της πόλεως.
Θεοδόσιος Β΄ |
Ο
Θεοδόσιος Β' (408-450) προγραμμάτισε την ανέγερση νέου τείχους, το οποίο είχε κριθή αναγκαίο γιά την απόκρουση της απειλής των βαρβαρικών ληστρικών επιδρομών. Τα θεοδοσιανά τείχη ανταποκρίθηκαν στη νέα τοπογραφική εξέλιξη της πόλεως και αναπτύχθηκαν στον ευρύτερο χώρο της θρακικής πεδιάδας από τον Κεράτιο Κόλπο ως την Προποντίδα. Το τείχος του Μεγάλου Κωνσταντίνου κατεδαφίσθηκε, τα δε υλικά χρησιμοποιήθηκαν γιά το νέο τείχος, το όποίο είχε τριπλό σύστημα οχυρώσεως. Το εσωτερικό τείχος (έσω ή µέγα) είχε πάχος 4 μέτρα και ύψος 11 μέτρα, έφερε δε κατά διαστήματα ισχυρούς πύργους. Έξω από το τείχος αυτό υπήρχε κατωφερής χώρος 18 μέτρων, που περιέτρεχε το εσωτερικό τείχος, κατέληγε δε στο εξωτερικό τείχος, το οποίο είχε πάχος 2 μέτρα και ύψος 8,50 μέτρα και έφερε επίσης κατά διαστήματα πύργους. Προ του εξωτερικού αυτού τείχους αναπτυσσόταν ένα χαμηλότερο τείχος (προτείχισµα) και έξω από αύτό μία τάφρος πλάτους 15-20 μέτρων, η οποία σε περιόδους επιθέσεων εναντίον της πόλεως γεμιζόταν με νερό από τον Κεράτιο Κόλπο και την Προποντίδα. Στα χερσαία αυτά τείχη υπήρχαν
µεγάλες και µικρές πύλες, µε τις οποίες επικοινωνούσε η πόλη µε τη θρακική πεδιάδα, όπως η Χρυσή Πύλη προς την Προποντίδα, η στρατιωτική πύλη του Δευτέρου, η πύλη της Σηλυµβρίας ή Πηγής, η στρατιωτική πύλη του Τρίτου, η πύλη του Αγίου Ρωµανού, ή πύλη της Αδριανουπόλεως ή Χαρσία µε τρείς κυλίδες, από τις οποίες πιό γνωστή είναι η Κερκόπορτα και η Καλιγαρία Πύλη. Στο εσωτερικό τείχος υπολογίζεται ότι υπήρχαν 120 περίπου πύργοι και στο εξωτερικό 71 περίπου σε σχήµα τετράγωνο ή πολυγωνικό ή και ηµικυκλικό. Οι πύργοι είχαν οδοντωτές επάλξεις στις τρεις πλευρές και είχαν άνοδο στην κορυφή που δεν επικοινωνούσε µε τις επάλξεις. Ισχυρότερη οχύρωση είχε προβλεφθή γιά τα δύο άκρα των τειχών προς τη θάλασσα του Μαρµαρά (Κυκλώβειο ή Επταπύργιο) και προς τον Κεράτιο Κόλπο (Πενταπύργιο). Τα θεοδοσιανά χερσαία τείχη µε συµπληρώσεις, ανακαινίσεις και
ενισχύσεις παρέµειναν η κύρια οχύρωση της Κωνσταντινουπόλεως. Σηµαντική υπήρξε
η συµπλήρωση του τείχους από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-641), η οποία
περιέλαβε το Παλάτι και τον ναό των Βλαχερνών µε την ευρύτερη περιοχή (µονότειχος). Το τείχος αυτό ενισχύθηκε µε µικρό εξωτερικό τείχος από τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε' τον Αρµένιο (813-820). Ανακαινίσεις µε δευτερεύουσες ενισχύσεις των θεοδοσιανών τειχών έγιναν πολλές, είτε γιά την αποκατάσταση ζηµιών από τους σεισµούς είτε γιά την ενίσχυσή τους, όπως επί των αυτοκρατόρων Ηρακλείου
(610-641), Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου (717-741), Θεοφίλου Α' (829-842) κ.ά.
Τα
παραθαλάσσια τείχη συµπλήρωναν την οχύρωση της πόλεως. Τα πρώτα κτίσθηκαν από τον Μ. Κωνσταντίνο και ήσαν χαµηλά, κάλυπταν δε την προστασία της πόλεως σε ακτίνα 12 περίπου χιλιοµέτρων στον Κεράτιο, στην Προποντίδα και στον Βόσπορο. Τα τείχη προς τον Κεράτιο κτίσθηκαν σε µικρή απόσταση από τη θάλασσα, ενώ τα τείχη προς την Προποντίδα και τον Βόσπορο πολύ κοντά στη θάλασσα, µε εσοχές γιά τις πύλες. Στην Προποντίδα, εκτός από τις πύλες των τεσσάρων λιµένων, υπήρχαν και άλλες (Κοντοσκάλιον, Αγίου Αιµιλιανού, Ψαµαθίας και Στουδίτου). Στον Βόσπορο υπήρχαν µόνο τρεις πύλες (Αγίας Βαρβάρας, Οδηγητρίας και Αγίου Λαζάρου), ενώ στον Κεράτιο Κόλπο υπήρχαν πολλές µεγάλες ή µικρές πύλες (Ξυλόπορτα, Κυνηγού, Βασιλική, Πηγών, Πλατεία, Δρουγγαρίων ή Βίγλας, Περάµατος, Νεωρίου). Τα παραθαλάσσια τείχη ανακαινίσθηκαν από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο (713-716), από τόν Θεόφιλο (829-842), ο οποίος τα ύψωσε περισσότερο και τα ενίσχυσε, από τον Βασίλειο Α' τον Μακεδόνα (867-886) και από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο (1261-1282), ο οποίος έκτισε νέα εσωτερική γραµµή τείχους.
Θεοδόσιος Α΄ |
Από
την εξέλιξη των τειχών φαίνεται ότι η βασική ανάπτυξη του πολεοδοµικού συγκροτήµατος της πόλεως περικλείσθηκε στα θεοδοσιανά κυρίως
τείχη, αλλά αναπτύχθηκαν προάστια και έξω από τα τείχη. Η πολεοδοµική ανάπτυξη σε 14 διαµερίσµατα είχε κριτήριο τους επτά λόφους, από τους οποίους σηµαντικότερος ήταν ο λόφος προς τον Βόσπορο, όπου βρισκόταν το Μέγα Παλάτι και τα αξιολογότερα δηµόσια και εκκλησιαστικά κτίσµατα. Βεβαίως, κάθε εποχή έδωσε το δικό της πνεύµα µε νέα κτίσµατα, αλλά το πολεοδοµικό σύστηµα διατήρησε τις βασικές του γραµµές. Τα κτίσµατα του Μ. Κωνσταντίνου συµπληρώθηκαν και ολοκληρώθηκαν από τους διαδόχους του χωρίς να αλλοιωθή το αρχικό σχέδιο της πόλεως που είχε οριοθετηθή και υλοποιηθή µε τα κτίσµατα του Μ. Κωνσταντίνου και µε την ενσωµάτωση του πολεοδοµικού συγκροτήµατος της
πολίχνης του Βυζαντίου. Ο διάδοχος του Μ. Κωνσταντίνου Κωνστάντιος (337-361) περάτωσε τον ναό της Αγίας Σοφίας, ίδρυσε βιβλιοθήκη και συµπλήρωσε τα δηµόσια κτίσµατα. Ο Ουάλης (367-378) έκτισε το υδραγωγείο της πόλεως. Ο Μέγας Θεοδόσιος (378-395) δηµιούργησε την περίφηµη πλατεία της πόλεως (Φόρος Θεοδοσίου).
Ιουστινιανός Α΄ |
Ο Ιουστινιανός Α' (527-565) έκτισε τους ναούς της Αγίας Σοφίας, της Αγίας Ειρήνης, των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, ενώ αποκατέστησε ολόκληρο το κτηριακό συγκρότηµα της πλατείας του Αυγουστεώνα, που είχε καταστραφή κατά τη Στάση του Νίκα (532). Ανακαίνισε επίσης και συµπλήρωσε το Μέγα Παλάτι και έκτισε άλλα παλάτια και δηµόσια κτήρια. Η ολοκλήρωση του πολεοδοµικού συγκροτήµατος της
πόλεως κατά την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού Α' δεν άφηνε πολλά περιθώρια γιά σηµαντική µελλοντική εξέλιξη.
Το
πολεοδοµικό σχέδιο περιείχε όχι µόνο δηµόσια, αλλά και ιδιωτικά κτίσµατα, τα οποία τηρούσαν αυστηρά τους κανόνες της πολεοδοµίας µε συνεχή έλεγχο των υπηρεσιών του Επάρχου της πόλεως. Κατά τον Δ' αιώνα ήσαν περίφηµες οι ιδιωτικές κατοικίες των πατρικίων Αρµατίου, Ολυµβρίου, Παυλίνου, Λαύσου και άλλων αξιωµατούχων της αυτοκρατορίας, σε αυτές
δε προστέθηκαν και νέες µεγαλοπρεπείς ιδιωτικές κατοικίες των νέων αξιωµατούχων της πολιτικής και της στρατιωτικής αριστοκρατίας της αυτοκρατορίας, οι οποίες ήσαν συνήθως διώροφα ή και τριώροφα κτίσµατα µε χαρακτηριστικά στοιχεία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Οι µεγάλες καταστροφές στην πόλη από τη Στάση του Νίκα (532) διευκόλυναν την κατασκευή νέων μεγαλοπρεπών κτισµάτων, αφού δεν υπήρχαν ακάλυπτα οικόπεδα στις κεντρικές περιοχές της πόλεως. Η πιεστική τάση των κατοίκων της αυτοκρατορίας να εγκατασταθούν στην
πλούσια και οχυρωµένη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας δηµιουργούσε σοβαρά προβλήµατα, τα οποία αντιµετώπιζαν συνήθως µε αστυνοµικά µέτρα οι υπηρεσίες του Επάρχου της πόλεως γιά την αποµάκρυνση νέων εγκαταστάσεων. Βεβαίως, ο πληθυσµός της πόλεως ανανεωνόταν περιοδικά µε διάφορους τρόπους, όπως λ.χ. µετά την επιδηµία
πανώλους (542), κατά την οποία βρήκε τον θάνατο ο µισός σχεδόν πληθυσµός της, ή µετά από σηµαντικές µεταβολές στη ζωή της αυτοκρατορίας.
Η
πόλη διατήρησε την ακτινοβολία της ως µεγάλου πολιτικού, εκκλησιαστικού, πνευµατικού και οικονοµικού κέντρου του ελληνορωµαϊκού και ολόκληρου
του πολιτισµένου κόσµου µέχρι την άλωσή της από τους Οθωµανούς Τούρκους (1453). Το Μέγα Παλάτι, το οποίο κτίσθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο στο διαµέρισµα του Βοσπόρου, υπήρξε η πηγή της οικουµενικής ακτινοβολίας της πόλεως, αφού στο Παλάτι της Κωνσταντινουπόλεως είχε την έδρα του ο νόµιµος φορέας της θεοδώρητης
οικουµενικής βασιλικής εξουσίας. Το µεγαλοπρεπές κτήριο του Παλατιού αυτού του Μ. Κωνσταντίνου παρέµεινε έδρα του βυζαντινού αυτοκράτορα ως τον 120 αιώνα, γνώρισε δε πολλές ανακαινίσεις και συµπληρώσεις από τους µεταγενέστερους αυτοκράτορες. Το συγκρότηµα του Μεγάλου
Παλατιού ή Βασιλείου Οίκου είχε κτισθή σε τρίγωνη επιφάνεια 400 περίπου στρεµµάτων και περιλάµβανε µικρότερα ανακτορικά
συγκροτήµατα, µεγάλες αίθουσες γιά συµπόσια και επίσηµες δεξιώσεις (κλητόρια), βιβλιοθήκες,
εκκλησίες, στρατώνες, στοές, αυλές και κήπους, γιά την εξυπηρέτηση της λειτουργίας των οποίων υπήρχαν άριστα οργανωµένες πολυπρόσωπες παλατιανές υπηρεσίες.
[ΔΕΙΤΕ ΣΤΟ VIDEO: Η σημερινή συνοικία Σουλτάν Αχμέτ στην ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ. Το Μέγα Παλάτιο, που εκτεινόταν σε μια τεράστια έκταση και περιλάμβανε από τον Ιππόδρομο μέχρι την Αγιά-Σοφιά. Η αφηγήτρια αναφέρεται στο «αχανές κτηριακό γίγνεσθαι» τόσων δεκαετιών του Μεγάλου Παλατίου. Τα ψηφιδωτά του Μεγάλου Παλατίου, της ιδιωτικής κατοικίας του αυτοκράτορα.
Τα παλάτια της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ: Δάφνη, Χαλκί, Μαγναύρα, Τρίκογχος, Χρυσοτρίκλινος, του Βουκολέοντα. Στην Αίθουσα της Πορφύρας η αυτοκράτειρα ΕΙΡΗΝΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ (σχετική αγιογραφία) τύφλωσε τον γιο της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ, στην αίθουσα που τον γέννησε. Εξωτερικές όψεις της εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης. Η αφηγήτρια αναφέρει ότι η εκκλησία δεν μετατράπηκε σε τζαμί, αλλά έγινε αποθήκη όπλων, και στέγαζε το Πολεμικό Μουσείο.]
Το
βασικό συγκρότηµα του Μεγάλου Παλατιού του Μ. Κωνσταντίνου συµπληρωνόταν σε κάθε εποχή µε νέα κτίσµατα. Ο Ιουστινιανός Α' (527-565) έκτισε τα περίφηµα προπύλαια της Χαλκής, ο Ιουστινιανός Β' (685-695, 705-711) έκτισε το Χρυσοτρίκλινο και ο Βασίλειος Α' (867-886) έκτισε το Καινούργιο, ενώ άλλοι αυτοκράτορες έκτισαν άλλα κτίσµατα ή ναούς. Η είσοδος στο Παλάτι γινόταν από τα περίφηµα προπύλαια της Χαλκής στο παλαιότερο κτήριο του Παλατιού του Μ. Κωνσταντίνου, το οποίο χωριζόταν από την είσοδο µε τις στοές των περίφηµων «σχολών», ήτοι των ταγµάτων της ανακτορικής φρουράς, στη µεγάλη αίθουσα των οποίων (Τρίκλινος) ανέµεναν οι άρχοντες γιά να επευφηµούν τον αυτοκράτορα κατά τις επίσηµες δεξιώσεις. Μετά τη Χαλκή ήταν το παλάτι του Κονσιστορίου και στη συνέχεια το παλάτι της Δάφνης. Αψιδωτή και σκεπαστή στοά του παλατιού της Δάφνης οδηγούσε σε οκτάγωνη αίθουσα, όπου δίνονταν οι δεξιώσεις από τον αυτοκράτορα, ενώ πιό πολυτελής ήταν η αίθουσα του Αυγουσταίου, όπου γίνονταν στέψεις των αυτοκρατειρών και δεξιώσεις. Στο κέντρο του όλου συγκροτήµατος του Παλατιού βρισκόταν το παλάτι Χρυσοτρίκλινο, που είχε κτισθή από τόν αυτοκράτορα Ιουστίνο Β' (565-578) και υπερείχε από όλα τα άλλα σε µέγεθος και σε πολυτέλεια. Στο παλάτι αυτό βρισκόταν η αίθουσα του θρόνου, σε οκτάγωνο σχήµα, µε τρούλλο και µεγάλες αψιδωτές κόγχες. Στην απέναντι από την είσοδο κόγχη βρισκόταν ο θρόνος του αυτοκράτορα και οι
χαµηλότεροι θρόνοι των συµβασιλέων. Τα άλλα κτίσµατα του παλατιού συνδέονταν µε περίφηµη στοά (Λαυσιακός). Στη νότια πλευρά του Χρυσοτρικλίνου κτίσθηκε από τον Βασίλειο Α' (867-886) το παλάτι Καινούργιο και το πεντάτρουλλο κτίσµα Πεντακούβουκλο, ενώ ανακαινίσθηκε το
παλαιό παλάτι της Μαγναύρας, που βρισκόταν στο βόρειο τµήµα του όλου συγκροτήµατος. Ο Νικηφόρος Φωκάς (963-969) ενσωµάτωσε στο κτηριακό συγκρότηµα και το παλάτι του Βουκολέοντος ή του Ορµίσδα. Εκτός από την αλυσίδα αυτή των κύριων συγκροτηµάτων, υπήρχαν και άλλα αξιόλογα κτίσµατα µε πολυτελείς αίθουσες, όπως και περίφηµοι ναοί (Θεοτόκου του Φάρου, Νέα Εκκλησία κ.ά.).
ΔΕΙΤΕ ΣΤΟ VIDEO: Ψηφιδωτή διακόσμηση του Μεγάλου Παλατίου (ό,τι απέμεινε)
Το όλο συγκρότηµα του Παλατιού ήταν η καρδιά της
πόλεως και της αυτοκρατορίας, αφού τα πάντα εκπορεύονταν από το Παλάτι και κατέληγαν στο
Παλάτι. Η ζωή και η ακτινοβολία της πόλεως σφραγίζονταν από την εκρηκτική δραστηριότητα του αυτοκράτορα και των υπηρεσιών του Παλατιού. Όλα τα µεγάλα γεγονότα της αυτοκρατορίας, εορτάζονταν µε λαµπρότητα στη βασιλεύουσα και στο Παλάτι, η δε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας ζούσε σε όλες τις διαστάσεις τους τόσο τις επιτυχίες σε περιόδους ακµής, όσο και τις αγωνίες σε περιόδους κρίσεως. Με κύριο άξονα το µεγάλο συγκρότηµα του Παλατιού, η Κωνσταντινούπολη ήταν η κεφαλή του σώµατος της αυτοκρατορίας και συγκεφαλαίωνε ολόκληρο τον πολιτικό, εκκλησιαστικό, πνευµατικό και οικονοµικό βίο της. Η παρουσία του αυτοκράτορα και του Οικουµενικού πατριάρχη στην Πόλη αποτελούσαν την πηγή της οικουµενικής ακτινοβολίας της πόλεως, η οποία ευτύχησε να εκφράζη τη δύναµη, τον πλούτο, το πνεύµα και την τέχνη όλων των περιόδων της µακραίωνης ιστορίας του Βυζαντίου.
Οι
πολυπρόσωπες υπηρεσίες του Παλατιού, της κεντρικής διοικήσεως της αυτοκρατορίας
και του διοικητικού µηχανισµού της πόλεως συνέθεταν, µαζί µε την αριστοκρατία των τιτλούχων της Συγκλήτου, του ιερού Κονσιστορίου και των άλλων κρατικών οργάνων, τα ετερόκλητα στοιχεία µιάς διαµορφούµενης κοινωνίας, στην οποία ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και οικουµενικός πατριάρχης µε τους λοιπούς εκκλησιαστικούς αξιωµατούχους αποκτούσαν συνεχώς µεγαλύτερη πνευµατική επιρροή.
Η κοινωνία αυτή δηµιούργησε προοδευτικά δική της παράδοση κατά τη µεταβατική περίοδο του Δ' και του Ε' αιώνα και απέκτησε τις προϋποθέσεις να αφοµοιώνη τις νέες αναζητήσεις και τις ιστορικές µεταβολές. Η πόλη, ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, εξαιρέθηκε από την επαρχιακή και την περιφερειακή οργάνωση της πολιτικής και της εκκλησιαστικής διοικήσεως και απετέλεσε ιδιαίτερο διοικητικό οργανισµό µε ανώτατο διοικητή της τον Έπαρχο του πραιτωρίου
(praefectus urbi), ο οποίος ήταν υπεύθυνος γιά την οργάνωση και τον έλεγχο όλων των πτυχών του δηµόσιου και του ιδιωτικού βίου στην
Κωνσταντινούπολη. Ο Έπαρχος είχε στη δικαιοδοσία του πολυπρόσωπες υπηρεσίες γιά κάθε τοµέα ευθύνης (διοίκηση, δικαιοσύνη, οικονοµία, δηµόσια τάξη, εργασία, συντεχνίες, τελωνεία κ.λπ.) και παρέµεινε µέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας ο σταθερότερος διοικητικός παράγοντας του δηµόσιου βίου, αναπληρώνοντας συνήθως τον αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια της απουσίας του από τη βασιλεύουσα πόλη.
Η
παρακµή και η πτώση του Δυτικού Ρωµαϊκού Κράτους (476), σε συνδυασµό µε την εκκλησιαστική διάσπαση και την παρακµή των µεγάλων πνευµατικών κέντρων της Ανατολής (Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας κ.λπ.) δεν περιόρισαν αισθητά το µεγαλείο και την οικουµενική ακτινοβολία της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, η οποία δεχόταν από την περιφέρεια κάθε καινούργια τάση, την αναµόρφωνε µε τα κριτήρια της δικής της παραδόσεως και τη διέχεε µε τους δικούς της µηχανισµούς προς την περιφέρεια. Η αρτηριακή αυτή λειτουργία στις σχέσεις του κέντρου µε την περιφέρεια καθιστούσε ολόκληρη την αυτοκρατορία έναν ζωντανό οργανισµό, στον οποίο η πρωτεύουσα είχε τη θέση κεφαλής και συντόνιζε την κίνηση όλων των µελών προς τους συγκεκριµένους στόχους. Η οποιαδήποτε διαχρονική εµπειρία από τη λειτουργία αυτή καταγραφόταν στη µνήµη της πρωτεύουσας γιά να διαµορφώνη τα παραδοσιακά κριτήρια
αξιολογήσεως και αφοµοιώσεως των νέων κάθε φορά τάσεων στις αναζητήσεις του σώµατος της αυτοκρατορίας. Η συγκεντρωτική οργάνωση του
δηµόσιου βίου της αυτοκρατορίας, σύµφωνα πάντοτε µε τις επιλογές της Κωνσταντινουπόλεως, ήταν ευνόητη. Η Κωνσταντινούπολη ως έδρα του ύψιστου φορέα τόσο της πολιτικής, όσο και της εκκλησιαστικής
αυθεντίας, ήτοι του αυτοκράτορα και του Οικουµενικού πατριάρχη, ήταν η κατ' εξοχήν θεσµική και συµβολική έκφραοη της µοναδικότητας, της αποκλειστικότητας και της οικουµενικότητας της αυτοκρατορίας. Η βασιλεύουσα πόλη, η διάδοχος της Πρεσβυτέρας Ρώµης, η Νέα Ρώµη, ήταν όχι µόνο η κεφαλή ή το κέντρο, αλλά και η συνείδηση της αυτοκρατορίας. Η προοδευτική διαµόρφωση των στοιχείων της πολιτειακής
ταυτότητας της Νέας Ρώµης κατά τον Δ' και τον Ε' αιώνα συνδέεται άρρηκτα µε την αντίστοιχη εξέλιξη και τον µετασχηµατισµό της ρωµαϊκής αυτοκρατορικής ιδέας στα πλαίσια και στις προοπτικές µιάς οικουµενικής χριστιανικής αυτοκρατορίας.
3) Συνέπειες και Αποτελέσματα της Ίδρυσης.
Η
κίνηση αυτή από την Πρεσβυτέρα προς τη Νέα Ρώµη, καίτοι ήταν θεσµικά αναπόφευκτη, προκάλεσε οπωσδήποτε σοβαρές αντιδράσεις τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή. Ωστόσο, το πραγµατικό εκκλησιαστικό κύρος
του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως ολοκληρώθηκε µε το τεράστιο σε έκταση ιεραποστολικό έργο, το οποίο αναπτύχθηκε από την κεντρική Ευρώπη µέχρι την Κασπία Θάλασσα και από τη Βαλκανική Χερσόνησο µέχρι τη Βαλτική Θάλασσα κατά τον Θ' και Ι' αιώνα, αφού, όπως θα
δούµε, διευρύνθηκε η εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουµενικού πατριαρχείου
και ενισχύθηκε η οικουµενική ακτινοβολία της βασιλεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη,
ως επίκεντρο των πολιτικών και των εκκλησιαστικών εξελίξεων του χριστιανικού κόσµου, απέκτησε δική της οικονοµική δραστηριότητα και αναπτύχθηκε σε µέγιστο κέντρο του παγκόσµιου εµπορίου. Τα στοιχεία λαµπρότητας του παλατιού και του πατριαρχείου δεν ήσαν άσχετα πρός τη µεγάλη ακµή του εµπορίου, αφού οι έµποροι όλων των λαών διεκδικούσαν να αποκτήσουν τα προνοµιακά δικαιώµατα εμπορικής δραστηριότητας στις αγορές της Κωνσταντινουπόλεως.
Άλλωστε, από το διεθνές εµπόριο προερχόταν και η µεγάλη οικονοµική ακµή της αυτοκρατορίας, η οποία αποδυναµώθηκε όταν το εµπόριο περιήλθε, µετά τον ΙΑ' αιώνα, στις ναυτικές δηµοκρατίες της Ιταλίας (Βενετία, Γένουα, Πίζα κ.λπ.). Η εµπορική δραστηριότητα της πόλεως που ελεγχόταν αυστηρά από τις αρµόδιες υπηρεσίες του Επάρχου, διευκόλυνε την ανάπτυξη µεταποιητικών κυρίως βιοτεχνιών στην πρωτεύουσα (όπλων, υφαντουργίας γιά πολυτελή υφάσµατα, χρυσοχοίας, αργυροχοίας,
σµάλτων κ.λπ.).
Η
ακτινοβολία, η δύναµη, ο πλούτος και η µεγαλοπρέπεια της Κωνσταντινουπόλεως ήσαν µία συνεχής πρόκληση γιά όλους τους πολιτισµένους ή µή λαούς, οι οποίοι εκινούντο στα βόρεια και στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Τα διάφορα βαρβαρικά φύλα του Βορρά (Γότθοι, Ούννοι, Άβαροι, Βούλγαροι, Ρώσοι, Πετσενέγκοι κ.ά.), όπως και οι ισχυροί λαοί της Ανατολής (Πέρσες, Άραβες, Τούρκοι κ.ά.), γνώριζαν τον πλουτο της βασιλεύουσας, αλλά δεν αγνοούσαν και την ισχυρή οχύρωση και προστασία της. Τα πανίσχυρα χερσαία και παραθαλάσσια τείχη
αποτελούσαν απρόσβλητη οχύρωση της πόλεως, η οποία διέθετε πάντοτε και την αναγκαία φρουρά γιά την προστασία της, αφού η άλωση της πόλεως ήταν δυνατή µόνο µέ συνδυασµένη πολιορκία από την ξηρά και τη θάλασσα. Τα βαρβαρικά φύλα του Βορρά δεν είχαν τα αναγκαία γιά ένα τέτοιο εγχείρηµα πολιορκητικά µέσα ούτε τον ισχυρό στόλο γιά τον θαλάσσιο αποκλεισµό της πόλεως, αφού η αλυσίδα του Κεράτιου Κόλπου ήταν ανυπέρβλητο εµπόδιο και γιά οργανωµένο ακόµη στόλο. Η πόλη µπορούσε να αλωθή µόνο µε υποστήριξη, αδιαφορία ή προδοσία των δυνάµεών της. Λογικά, λοιπόν, είχε δηµιουργηθή ο θρύλος γιά το αδύνατο της αλώσεώς της. Άλλωστε, ο µακροχρόνιος αποκλεισµός της πόλεως από την ξηρά ή τη θάλασσα δηµιουργούσε περισσότερα προβλήµατα στους πολιορκητές παρά στους πολιορκουµένους, αφού κατά την περίοδο του χειµώνα ήταν αδύνατη η παράταση της πολιορκίας από τη θάλασσα και προβληµατική από την ξηρά. Στην ιστορία της πόλεως αναφέρονται ως σηµαντικότερες οι πολιορκίες των Περσών και των Αβάρων απο ξηρά και θάλασσα (626), των Αράβων (674 και 717), των Ρώσων του
Κιέβου (860), ενώ έγιναν και άλλες επιδροµές εναντίον της, οι οποίες είχαν περισσότερο ληστρικό χαρακτήρα και λιγότερο τον χαρακτήρα
πολιορκίας.
Η
άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους της Δ' Σταυροφορίας (13 Άπριλίου 1204) ήταν συνέπεια της εσωτερικής δυναστικής διαµάχης γιά τον θρόνο της αυτοκρατορίας, οι δε Σταυροφόροι εµφανίσθηκαν ως υποστηρικτές των νόµιµων δικαιωµάτων του Ισαακίου Β' στον θρόνο και, κατά συνέπεια, είχαν τη συµπαράσταση των υποστηρικτών του,
όπως και τη βοήθεια των εγκατεστηµένων από τα τέλη του ΙΑ' αιώνα στην πόλη Βενετών εµπόρων και ναυτικών. Η φρικτή λεηλασία της βασιλεύουσας από τους Σταυροφόρους στέρησε την πόλη από τα συσσωρευµένα αµύθητα πλούτη και τους ανεξάντλητους θησαυρούς τέχνης. Στην περίοδο της φραγκοκρατίας όλοι αυτοί οι θησαυροί αφαιρέθηκαν από το οργανικό τους σύνολο και κόσµησαν τα µεγάλα κέντρα των κατακτητών στη Δύση. Η παρακµή της πόλεως γιά µισό αιώνα ήταν αποτέλεσµα της αδυναµίας των Φράγκων να ανταποκριθούν στις πολύπλοκες απαιτήσεις γιά τη σύνθετη λειτουργία του µηχανισµού της οικονοµικής και της γενικότερης κοινωνικής ζωής της. Η ανάκτησή της από τους Βυζαντινούς (1261), η οποία κατορθώθηκε και µε την υποστήριξη του λαού
της πόλεως, αποκατέστησε τη λειτουργικότητά της σε σχέση µε το σώµα της αυτοκρατορίας και µεγάλο µέρος της προηγούµενης ακτινοβολίας της, αλλά δεν της έδωσε και τα προηγούµενα στοιχεία λαµπρότητας και µεγαλοπρέπειας. Η Πόλη έπεσε στις 29 Μαΐου 1453 και παραδόθηκε ανυπεράσπιστη στη βαρβαρότητα και τη ληστρική µανία των κατακτητών. Ό,τι είχε αποµείνει από τη λεηλασία των Σταυροφόρων (1204-1261) εξαφανίσθηκε ή παραµορφώθηκε στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Η
παντοδύναµη και πάµπλουτη βασιλεύουσα πόλη του χριστιανικού κόσµου παρέµεινε
µόνο στις παραδόσεις και στους θρύλους του Γένους, αλλά διατήρησε την οικουµενική εκκλησιαστική ακτινοβολία της χάρη στο Οικουµενικό πατριαρχείο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η σηµασία, λοιπόν, της ουσιαστικής µεταφοράς τής
πρωτεύουσας τής Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας από την Δύση στην Ανατολή υπήρξε τεράστια. Το Βυζάντιο θεµελιώθηκε πράγµατι µε την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στις ακτές του Βοσπόρου και στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου από τον πρώτο χριστιανό αυτοκρότορα, µε το όνοµα του οποίου έµεινε γνωστή και στην Ιστορία. Τα εγκαίνια της Κωνσταντινουπόλεως (11
Μαΐου 330 µ.Χ.) αποτελούν την οριστική σφραγίδα της νέας πολιτικής του Μ. Κωνσταντίνου, που αποσκοπούσε στην αναζωογόνηση της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας µε την δραστηριοποίηση νέων δυνάµεων και µε την οργάνωση νέου πολιτικού, οικονοµικού, στρατιωτικού και πνευµατικού κέντρου, το οποίο και θα υποκαθιστούσε προοδευτικά την Παλαιά Ρώμη.
Οι συνέπειες από την απόφαση αυτή του Μ. Κωνσταντίνου δεν έχουν ακόμη εκτιμηθή σε όλη τους την έκταση. Πάντως δεν είναι δυνατόν να αμφισθητηθή ότι με κέντρο τη νέα πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, πραγματοποιήθηκε μία από τις μεγαλύτερες μεταβολές στα
πεπρωμένα τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ελένη Δραμπάλα
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Βλασίου Ιω. Φειδά, Βυζάντιο (Βίος, Θεσμοί, Κοινωνία, Εκκλησία, Παιδεία, Τέχνη), Δ΄ έκδοση, Αθήναι 1997.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον