Ο βομβαρδισμός της Χιροσίμα από τις ΗΠΑ έλαβε χώρα λίγο πριν τη λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου, στις 6 Αυγούστου 1945 και ήταν η πρώτη πολεμική πυρηνική επίθεση της Ιστορίας. Λίγες μέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου 1945, οι Αμερικανικές δυνάμεις έριξαν τη δεύτερη (και τελευταία μέχρι σήμερα πυρηνική βόμβα εναντίον ανθρώπων) στο Ναγκασάκι. Οι δύο αυτές ρίψεις έγιναν με προσωπική απόφαση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν.
Το πυρηνικό "μανιτάρι" ύψους 18 χιλιομέτρων που σχηματίστηκε από την έκρηξη στο Ναγκασάκι. |
Σε παλιότερες εποχές, τα έθνη ζούσαν με αμοιβαία άγνοια και στην πραγματικότητα το ένα μισούσε ή φοβόταν το άλλο. Το πνεύμα της αδελφικής συνεννόησης μεταξύ τους ας κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Με αυτή την πίστη, εγώ, ένας γέρος άνθρωπος, χαιρετώ εσάς, Ιάπωνες μαθητές, από μακριά και ελπίζω πως η γενιά σας κάποτε θα τοποθετήσει τη δική μου στην ντροπή.—Άλμπερτ Αϊνστάιν, Προς τους μαθητές των σχολείων της Ιαπωνίας—
Το πυρηνικό "μανιτάρι" που σχηματίστηκε μετά την έκρηξη στη Χιροσίμα. |
Η ρίψη ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα του 20ου αιώνα που σφράγισαν την νίκη των συμμάχων κατά του Άξονα. Η χρήση αυτού του όπλου θεωρήθηκε απαραίτητη από τις ΗΠΑ για την αποφυγή μεγάλης στρατιωτικής απόβασης με πολλούς νεκρούς καθώς και ο μόνος ικανός δρόμος να πεισθεί ο αντίπαλος σε άνευ όρων παράδοση. Οδήγησε στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με την παράδοση της Ιαπωνίας λίγες μέρες αργότερα. Η χρήση όπλων μαζικής καταστροφής με τέτοιες τρομακτικές συνέπειες δημιουργεί μέχρι σήμερα ερωτηματικά διαφωνίες και συζητήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Η συγκεκριμένη επίθεση αναφέρεται συχνά ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Ο βομβαρδισμός της Χιροσίμα από τις ΗΠΑ έλαβε χώρα λίγο πριν τη λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου, στις 6 Αυγούστου 1945 και ήταν η πρώτη πολεμική πυρηνική επίθεση της Ιστορίας. Η βόμβα ήταν τύπου ουρανίου 235, η οποία είχε λάβει το προσωνύμιο "Little Boy" (αγοράκι) στο κέντρο συναρμολόγησης και δοκιμών Αλαμογκόρντο. Τα αποτελέσματα της έκρηξης δεν ήταν γνωστά εκ των προτέρων, μια και τέτοιου τύπου βόμβα δεν είχε δοκιμαστεί, όπως η βόμβα πλουτωνίου, που ακολούθησε. Τη ρίψη της έκανε ο συνταγματάρχης Πολ Τίμπετς, κυβερνήτης ενός αεροσκάφους Β29 της Αεροπορίας Στρατού, στο οποίο είχε δώσει το όνομα της μητέρας του, "Ένολα Γκαίυ". Το Β29 υπέστη ισχυρή ανατάραξη με την έκρηξη της βόμβας, παρά το γεγονός ότι απείχε ήδη 18 περίπου χιλιόμετρα από το σημείο της έκρηξης. Υπολογίζεται ότι επιτόπου φονεύθηκαν περίπου 70.000 άτομα, οι περισσότεροι άμαχοι. Πολύ περισσότεροι πέθαναν αργότερα ή έπαθαν σημαντικές βλάβες στην υγεία τους λόγω της ραδιενέργειας. Από την πόλη διασώθηκε μόνον ο θόλος (από μπετόν) και ο σκελετός του κτιρίου που τον στήριζε. Πριν την έκρηξη αυτό ήταν το κτίριο που στέγαζε την "Εμπορική Έκθεση της Περιφέρειας της Χιροσίμα". Ο θόλος υπάρχει και σήμερα, όπως ακριβώς απέμεινε μετά την έκρηξη, και έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου 1945, οι Αμερικανικές δυνάμεις έριξαν τη δεύτερη (και τελευταία μέχρι σήμερα πυρηνική βόμβα εναντίον ανθρώπων) στο Ναγκασάκι. Εδώ η βόμβα ήταν άλλου τύπου και χρησιμοποιούσε ως γόμωση το πλουτώνιο. Αυτή είχε λάβει το προσωνύμιο "Fat Man" (χοντρός) στο εργαστήριο κατασκευής της. Αρχικός στόχος ήταν η ιαπωνική πόλη Κοκούρα (Kokura), επειδή όμως το νησί Κιουσού, στο οποίο βρίσκεται, ήταν καλυμμένο από πυκνή ομίχλη, ο επικεφαλής της αποστολής ταγματάρχης Σουέινι, ακολουθώντας το σχέδιο, υποχρεώθηκε να στραφεί στον "αναπληρωματικό" στόχο, την πόλη του Ναγκασάκι. Η έκρηξη ήταν ακόμη σφοδρότερη από την προηγούμενη και σχεδόν διέλυσε το Β29 του Σουέινι, το οποίο μόλις που πρόλαβε να προσγειωθεί στην Οκινάβα. Ωστόσο, λόγω της γεωγραφικής θέσης του Ναγκασάκι, τα αποτελέσματά της στο έδαφος ήταν λιγότερο καταστροφικά από αυτά της βόμβας στη Χιροσίμα αν και οι συνέπειες της ραδιενέργειας ήταν εξίσου θανατηφόρες.
Οι δύο αυτές ρίψεις έγιναν με προσωπική απόφαση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν (Βλ. Δόγμα Τρούμαν ΕΔΩ). Για να πραγματοποιηθούν, ο διοικητής της μοίρας της Αεροπορίας Στρατού Σπατζ, στην οποία ανήκαν τα αεροσκάφη, ζήτησε έγγραφη τη διαταγή από την πολιτική ηγεσία "αρνούμενος να σκοτώσει ίσως 100.000 άτομα με προφορικές μόνον εντολές". Η διαταγή πράγματι του στάλθηκε εγγράφως με τις υπογραφές του Υπουργού Εσωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ και του Υπουργού Στρατιωτικών Χένρι Στίμσον. Η τελική, ωστόσο, απόφαση, σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, έπρεπε να ληφθεί μόνον από τον Πρόεδρο, ο οποίος και την έλαβε, με την αιτιολογία ότι οι ρίψεις αυτές θα έφερναν γρήγορο τέλος στον πόλεμο στο θέατρο του Ειρηνικού και ότι τα θύματα από τις βόμβες θα ήταν λιγότερα από τις απώλειες σε μια ενδεχόμενη απόβαση στην Ιαπωνία ή από τη συνέχιση του πολέμου. Υπάρχουν απόψεις ομως που υποστηρίζουν ότι η ρίψη των ατομικών βομβών ήταν μια επίδειξη δύναμης από τις ΗΠΑ προς τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως προς τη Σοβιετική Ένωση. Ως τέτοια, προλείανε το έδαφος για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου.
Ο αρχικός αριθμός των θυμάτων που πέθαναν ακαριαία από τη ρίψη των βομβών υπολογίζεται σε περίπου 70.000 στη Χιροσίμα και 40.000 στο Ναγκασάκι. Όμως οι ολέθριες συνέπειες της πυρηνικής ακτινοβολίας τους επόμενους τέσσερις μήνες αύξησαν τον αριθμό των νεκρών σε 90,000-166,000 στη Χιροσίμα και 80.000 στο Ναγκασάκι. Μέχρι το 1950 ο απολογισμός των θυμάτων είχε φτάσει τα 200.000 θύματα.
Οι δυο βόμβες είχαν κατασκευαστεί στα πλαίσια του Σχεδίου Μανχάταν, του αμερικανικού προγράμματος για την κατασκευή ατομικής βόμβας. Το πρόγραμμα ήταν σε λειτουργία όταν έπεσαν οι βόμβες και είχε και άλλες σχεδόν έτοιμες, στα τελευταία στάδια συναρμολόγησης. Υπήρξε η πρόταση από Αμερικανούς επιτελείς να εκτελεστούν κι άλλοι ατομικοί βομβαρδισμοί της Ιαπωνίας· είναι άγνωστο όμως αν κάτι τέτοιο τελικά θα συνέβαινε, καθώς η Ιαπωνία παραδόθηκε στους συμμάχους στις 15 Αυγούστου 1945, δυο μέρες πριν την ολοκλήρωση της κατασκευής της επόμενης βόμβας.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΝΧΑΤΑΝ
ΠΗΓΗ: https://el.wikipedia.orgΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΝΧΑΤΑΝ
Manhattan District
στρατ. διακριτικό ώμου
|
Με την κωδική ονομασία Πρόγραμμα Μανχάταν (επίσημα Manhattan District, και ανεπίσημα Manhattan Project) φέρεται στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία και ιδιαίτερα στη στρατιωτική, το άκρως απόρρητο αγγλο-αμερικανικό πρόγραμμα παραγωγής πυρηνικών όπλων (ατομικών βομβών) που αναπτύχθηκε περί το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν ένα από τα πλέον δαπανηρά αμυντικά προγράμματα στην εποχή του και το μεγαλύτερο στο είδος του. Ο προϋπολογισμός του έφθασε τα 2,2 δισεκατομμύρια δολάρια και σε αυτό απασχολήθηκαν συνολικά περίπου 42.000 υπάλληλοι, στους οποίους περιλαμβάνεται το προσωπικό 37 εργοστασίων σε 19 Πολιτείες των ΗΠΑ και του Καναδά. Επίσης, πολλές διοικητικές και άλλες κρατικές υπηρεσίες συνέβαλαν σε αυτό επικουρικά.
Το πρόγραμμα Μανχάταν ξεκίνησε από τον Πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούσβελτ σε συνεργασία με τον Ουίνστον Τσώρτσιλ ,το 1942, υπό την αρχική ονομασία Εργαστήριο Ανάπτυξης Εναλλακτικών Υλικών. Με την "επιχείρηση Άλσος", και με νέο πρόεδρο των ΗΠΑ τον Χάρυ Τρούμαν, πέρασε και στο στάδιο της παραγωγής. Επικεφαλής - Ανώτατος διοικητής του προγράμματος ήταν ο στρατηγός του Μηχανικού Λέσλι Γκρόουβς (Leslie R. Groves). Το πρόγραμμα πέρασε από στρατιωτικό σε πολιτικό έλεγχο το 1947 με την δημιουργία της Επιτροπής Ατομικής Ενεργείας των ΗΠΑ.
Με το πρόγραμμα αυτό ξεκίνησε ουσιαστικά και η ιστορία της ατομικής βόμβας και κατ΄ επέκταση των πυρηνικών εξοπλισμών, που ανάλογα από ποια πλευρά εξετάζεται παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Για τον πυρηνικό φυσικό αποτελεί την μυθική αφήγηση επιστημονικής αναζήτησης σε πρωτοφανή κλίμακα που ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Για τον τεχνικό αποτελεί εποποιία της σύγχρονης τεχνολογίας για την οποία ξοδεύτηκαν τεράστιοι οικονομικοί πόροι για την εποχή της. Από τους στρατιωτικούς χαρακτηρίστηκε εκπληκτικό πρόγραμμα υπερόπλων "εν πολάμω". Για τον ιστορικό ερευνητή (πολιτικό ή στρατιωτικό) αποτέλεσε τον μεγαλύτερο θρύλο μηχανορραφιών σε επίπεδα εχθρότητας και καχυποψίας μέχρι σήμερα. Για τον φιλόσοφο της ηθικής αποτέλεσε τη μεγαλύτερη μελέτη σύγκρουσης νομιμοφροσύνης και των αντιθέσεων που δημιούργησε. Τέλος για τους κοινωνιολόγους αλλά και για κάθε πολίτη σε διεθνή κλίμακα αποτέλεσε την μεγαλύτερη δραστηριότητα θιάσου από πατριώτες μέχρι δόλιους πράκτορες με τα πιο ανάμικτα συναισθήματα, ταυτόχρονα συναρπαστικά και ανατριχιαστικά, πολεμικών ιστοριών.
"Επιχείρηση Άλσος"
Επιχείρηση Άλσος ("Operation ALSOS"), από την ελληνική λέξη "άλσος", ονομάστηκε η μεγάλη προσπάθεια που εξαπολύθηκε από δυτικές μυστικές υπηρεσίες, κυρίως των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο για συλλογή πληροφοριών που σχετίζονταν με πυρηνικά, αλλά και βιοχημικά προγράμματα και σχετικές δραστηριότητες των διαφόρων χωρών της Ευρώπης και κυρίως της Γερμανίας. Η Επιχείρηση αυτή αποτελούσε μέρος του Προγράμματος Μανχάταν, για την παραγωγή ατομικών βομβών.
Βασικός στόχος της επιχείρησης Άλσος ήταν αφενός η συμπλήρωση της γνώσης των Δυτικών επί της σχετικής τεχνολογίας καθώς και η αποτροπή της περιέλευσης αυτών των γνώσεων στους Ρώσους.
Η Επιχείρηση Άλσος ξεκίνησε αμέσως μετά την εισβολή των συμμάχων στην Ιταλία, τον Σεπτέμβριο του 1943 με πρόταση του τότε ταξίαρχου και μετέπειτα στρατηγού Βίλχελμ Στάιερ (Wilhelm D. Styer), αδελφού του ναυάρχου Στάιερ, προς τον Λέσλι Γκρόουβς, επικεφαλής του προγράμματος Μανχάταν το οποίο είχε ξεκινήσει υπό άκρα μυστικότητα. Μάλιστα ο Στάιερ επεσήμανε την άμεση, λόγω των εξελίξεων, αναγκαιότητα συλλογής πληροφοριών με την καθοδήγηση και συντονισμό υπό τους διευθύνοντες το πρόγραμμα Μανχάταν, προκειμένου οι εμπλεκόμενοι πράκτορες να γνωρίζουν σχετικά το αντικείμενο αναζήτησης και έρευνας επεκτείνοντας τις δραστηριότητές τους πίσω από τις γραμμές του εχθρού, κυρίως στη Γαλλία και Γερμανία, ειδικότερα μετά από μια περίεργη δήλωση του Χίτλερ για παραγωγή υπερόπλου.
Την εισήγηση αυτή αποδέχθηκε αμέσως ο Γκρόουβς, ο οποίος και ονόμασε την επιχείρηση "Άλσος". Αρχηγός της επιχείρησης ανέλαβε ο Αμερικανός συνταγματάρχης Μπόρις Πας με βοηθό τον φυσικό Σ. Γκούντσμιτ ενώ η στελέχωσή της έγινε με προσωπικό του Γραφείου Πληροφοριών του Ναυτικού. επίσης του αντίστοιχου του στρατού ξηράς (G-2), του Επιστημονικού Γραφείου Έρευνας και Ανάπτυξης, καθώς και από τεχνολόγους του προγράμματος Μανχάταν.
Γενικά η προσφορά της επιχείρησης Άλσος υπήρξε σημαντική στη συγκέντρωση πολλών στοιχείων και ενός μεγάλου μέρους του γερμανικού σχετικού αρχείου και του αντίστοιχου εξοπλισμού. Ιδιαίτερα σημαντική προσφορά θεωρήθηκε ο εντοπισμός η μεταφορά και η εξάμηνη επιτήρηση των δέκα Γερμανών επιστημόνων του γερμανικού πυρηνικού προγράμματος που επιτεύχθηκε με την επιχείρηση Έψιλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον