Γεννήθηκε ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ το 1770 στη Στουτγκάρδη. Ο Γερμανός φιλόσοφος επηρέασε βαθιά τη δυτική φιλοσοφία και έγινε γνωστός για τη διαλεκτική θεωρία του. Κορυφαίος εκπρόσωπος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας, στον οποίο ανήκει το πρώτο στην ιστορία εγχείρημα συστηματικής διερεύνησης της διαλεκτικής, της καθολικής και αναγκαίας εσωτερικής συνάφειας των φιλοσοφικών κατηγοριών, των κατηγοριών της "διαλεκτικής λογικής", βάσει του "αντικειμενικού ιδεαλισμού".
Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Στουτγκάρδη, 27 Αυγούστου 1770 - Βερολίνο, 14 Νοεμβρίου 1831) ή Έγελος (όπως απαντάται ενίοτε στην ελληνική βιβλιογραφία) ήταν Γερμανός φιλόσοφος και κύριος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού. Επηρέασε βαθιά τη δυτική φιλοσοφία και έγινε γνωστός για τη διαλεκτική θεωρία του.
Γεννήθηκε στη Στουτγάρδη και σπούδασε Φιλοσοφία και Θεολογία στο Τύμπινγκεν (1788-93). Το 1801 έγινε καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ιένας. Μεταξύ 1812-16 εργάστηκε ως Διευθυντής Γυμνασίου στη Νυρεμβέργη. Το 1816 έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και το 1818 στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου και το 1830 πρύτανης.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Του Δ. Πατέλη
Χέγκελ (Hegel) Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ
(Στουτγάρδη, 1770 - Βερολίνο, 1831).
Ο
Χέγκελ είναι αναμφίβολα ο κορυφαίος εκπρόσωπος της γερμανικής κλασικής
φιλοσοφίας. Είναι ο στοχαστής στον οποίο ανήκει το πρώτο στην ιστορία
εγχείρημα συστηματικής διερεύνησης της διαλεκτικής, της καθολικής και
αναγκαίας εσωτερικής συνάφειας των φιλοσοφικών κατηγοριών, των κατηγοριών της
"διαλεκτικής λογικής", βάσει του "αντικειμενικού
ιδεαλισμού". Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στο Τύμπινγκεν μαζί με τους
Σέλλινγκ και Χέλντερλιν (1788-1793). Επηρεάσθηκε βαθιά οπό τη μεγάλη γαλλική αστική
επανάσταση και υιοθέτησε αντιπολιτευτικές θέσεις (κατά της φεουδαρχικής απολυταρχίας,
υπέρ συνταγματικής μεταρρύθμισης κ.λπ.). Εργάσθηκε ως οικοδιδάσκαλος (Φρανκφούρτη
1797-1800). Την ίδια περίοδο ασχολείται με την πολιτική οικονομία. Από το 1801
εργάζεται ως καθηγητής του πανεπιστημίου της Ιένας και εκδίδει μαζί με τον
Σέλλινγκ το περιοδικό "Kritisches
Journal der Philosophie". Διετέλεσε γυμνασιάρχης στη Νυρεμβέργη (1808-16) και κατόπιν
καθηγητής φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης (1816-18) και του
Βερολίνου (1818), οπότε γίνεται αισθητή και η μεταστροφή των πολιτικών του
πεποιθήσεων, που συντέλεσε στην βαθμιαία ανάδειξη του σε επίσημο φιλόσοφο της
πρωσικής κυβέρνησης.
Ο ορίζοντας της φιλοσοφίας του Χέγκελ καθορίζεται από τις
συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες της εποχής του και από το επίπεδο ανάπτυξης
των επιστημών και της φιλοσοφίας. Η κεφαλαιοκρατία ολοκλήρωνε τότε τη διαμόρφωση
της χωρίς να εκδηλώνει ακόμα πλήρως ανεπτυγμένες τις αντιφάσεις της και η εργατική
τάξη της Γερμανίας δεν προβάλλει ακόμα ως αυτοτελής πολιτική δύναμη. Δεν είχαν
ωριμάσει λοιπόν οι συνθήκες που θα επέτρεπαν την αυστηρά επιστημονική θεώρηση
των κοινωνικών δυνάμεων, των ανταγωνισμών της κεφαλαιοκρατίας, των δρόμων και
των μέσων υπέρβασης αυτών των ανταγωνισμών. Επομένως, όπως είναι αναμενόμενο σε
παρόμοιες συγκυρίες, η υφιστάμενη τάξη πραγμάτων πρόβαλε αναπόφευκτα είτε ως
αιώνια και αμετάβλητη, είτε οι απόψεις περί των σκοπών, των μέσων και των
δρόμων αλλαγής της κοινωνίας δεν μπορούσαν παρά να είναι ουτοπικές. Δεδομένου
ότι ο Χέγκελ αντιλαμβανόταν την κοινωνία ως αμετάβλητη, θεωρούσε τις αλλότριες
και κυρίαρχες επί των ανθρώπων κοινωνικές δυνάμεις ως απόλυτα αυτοτελείς
έναντι των ανθρώπων. Σε αυτή την περίπτωση η όποια ανάπτυξη των εν λόγω
δυνάμεων, της "γενολογικής ουσίας" του ανθρώπου, εκλαμβάνεται ως
ανάπτυξη μιας εξ υπαρχής δεδομένης αυτοτελούς καθολικότητας, μιας ουσίας
κυρίαρχης επί του ενικού, του αισθητηριακού και του εμπειρικού. Στην
υποστασιοποίηση αυτής της αντίληψης εδράζεται η χαρακτηριστική για τον Χέγκελ
απόσπαση της νόησης από την υλική (κοινωνική - πολιτισμική) βάση που τη γέννησε
και η αναγόρευση της σε αυτοτελή - αυθύπαρκτη οντότητα και γενεσιουργό πηγή
όλου του κόσμου (ο οποίος υποβαθμίζεται σε ετερότητα της νόησης). Αυτή η προϋπάρχουσα,
αρχέγονη και πρωτεύουσα νόηση ως απόλυτη πνευματική δραστηριότητα αποτελεί την
αφετηρία και το τελικό αποτέλεσμα, το επιστέγασμα του μεγαλειώδους φιλοσοφικού
του συστήματος.
Ο κύριος σκοπός του Χέγκελ είναι η δημιουργία μιας λογικής ως
συστήματος κατηγοριών και κατ' αυτό τον τρόπο η προσέγγιση της φιλοσοφίας προς
τη μορφή της επιστήμης: «Η αληθής μορφή με την οποία υφίσταται η αλήθεια
μπορεί να είναι μόνο το επιστημονικό σύστημα της. Είχα την πρόθεση να συμβάλω
στην προσέγγιση της φιλοσοφίας προς τη μορφή της επιστήμης -προς τον σκοπό
εκείνο, που επιτυγχάνοντας τον θα μπορούσε να παραιτηθεί από το όνομα
της, της "αγάπης της γνώσης", και να γίνει πραγματική γνώση» (Φαινομενολογία
του πνεύματος). Παρόμοια σκοποθεσία δεν θα μπορούσε να ανακύψει αν οι
επιστήμες της εποχής δεν αναπτύσσονταν ραγδαία, αν οι επιμέρους
επιστήμες δε περνούσαν από то εμπειρικό στο θεωρητικό τους επίπεδο (βλ. εμπειρικό και θεωρητικό),
στη διερεύνηση της εσωτερικής συνάφειας αντικειμένων και διαδικασιών. Στο
εγχείρημα του αυτό ο Χέγκελ βασίζεται στη διαπίστωση των προκατόχων του
αναφορικά με το ανέφικτο της εξαγωγής των λογικών κατηγοριών από την ατομική
εμπειρία (Λοκ, Χιουμ και, αναφορικά με όλες τις κατηγορίες, Καντ). Ο Χέγκελ
επιχειρεί την υπέρβαση της καντιανής απόσπασης της μορφής από το περιεχόμενο
της νόησης, των κενών λογικών κατηγοριών από τα δεδομένα της εμπειρίας και των
τελευταίων από το "πράγμα καθ' εαυτό", παραμένοντας στο πεδίο της εκ
των πραγμάτων απόσπασης της νόησης από το είναι, από την ύλη. Γι' αυτό και η
υπέρβαση του αποδεικνύεται επίπλαστη: το πραγματικό περιεχόμενο ανάγεται στη μορφή της νόησης και το
"πράγμα καθ' εαυτό" στις λογικές κατηγορίες. Στις σημαντικότερες
φιλοσοφικές καταβολές της χεγκελιανής φιλοσοφίας συμπεριλαμβάνεται η περί
υπόστασης διδασκαλία του Σπινόζα (η οποία συμπυκνώνει σε ορισμένο βαθμό το
κοσμοείδωλο που αντιστοιχεί στις απαρχές του θεωρητικού σταδίου ανάπτυξης των
επιστημών) και η αυτοσυνείδηση του Φίχτε. Η νόηση παρουσιάζεται πλέον
ως εξ υπαρχής δεδομένη, υπερατομική, αντικειμενική, αυτοκινούμενη και
αυτοδιακρινόμενη υπόσταση, συνειδητοποιούσα τον εαυτό της.
Από τις επιμέρους επιστήμες η κλασική αστική πολιτική οικονομία άσκησε
την μέγιστη επίδραση στη λογική του Χέγκελ (Α. Σμιθ, Ντ. Ρικάρντο κ.ά.). Ο
Χέγκελ δεν υιοθετεί από αυτήν απλώς την κατηγορία της εργασίας
ως αφετηριακή για την ερμηνεία των οικονομικών φαινομένων, αλλά της προσδίδει
βαθύτερο και ευρύτερο φιλοσοφικό νόημα, κοσμοϊστορική σημασία: η εργασία
είναι η διαδικασία δημιουργίας από τον άνθρωπο του ίδιου του εαυτού του, είναι
μια διαδικασία αυτογένεσης του ανθρώπου, μια διαδικασία δημιουργίας της
"γενολογικής ουσίας" του ανθρώπου. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή
με τους κλασικούς της οικονομίας, ο Χέγκελ ανάγει την εργασία σε πνευματική
- αφηρημένη δραστηριότητα. Παρόμοια με τους οικονομολόγους, ο Χέγκελ
διακρίνει μόνο τη θετική πλευρά της εργασίας ταυτίζοντας νομοτελειακά την ιστορικά
παροδική ανταγωνιστική μορφή (και βαθμίδα) της εργασίας της εποχής του με την
εργασία εν γένει, δηλαδή ταυτίζοντας την αλλοτρίωση, την αποξένωση με
την εξαντικειμένωση, με την πραγμοποίηση. Βεβαίως σε σύγκριση με τους
κλασικούς της αστικής οικονομολογίας ο Χέγκελ προχωρεί κατά ένα βήμα (θέτει
το ζήτημα της άρσης της αλλοτρίωσης), το οποίο όμως, λόγω του άκρως
μυστικιστικού χαρακτήρα του, αποβαίνει βήμα προς τα πίσω: η υπέρβαση της
αλλοτρίωσης υπό το πρίσμα της εξωιστορικά και μεταφυσικά εννοούμενης εργασίας
μπορεί να υπάρξει μόνον ως υπέρβαση (κατάργηση) του εμπράγματου, του
αντικειμένου, ως απελευθέρωση του πνεύματος από την ξένη προς αυτό
πραγματικότητα και «επιστροφή» στο απόλυτο. Η αντιφατικότητα της
μεγαλειώδους σύλληψης του Χέγκελ συνδέεται με τις παραπάνω επισημάνσεις.
Από τα πρώιμα έργα του Χέγκελ ("φιλοσοφία της θρησκείας"
κ.ά.) διαφαίνεται η τάση εξέτασης
της ιστορίας του πνευματικού πολιτισμού ως αλληλουχίας νομοτελειακά εναλλασσόμενων
σταδίων της ανάπτυξης του πνεύματος. Η Φαινομενολογία του
πνεύματος (1807), όπου ο Χέγκελ απελευθερώνεται από την επίδραση του
Σέλλινγκ, αποτελεί ιδιότυπη εισαγωγή - προγραμματική διακήρυξη της φιλοσοφίας
του, στην οποία ενυπάρχουν συνθετικά (και σε εμβρυώδη - μυστικιστική μορφή) τα
στοιχεία που θα αναπτύξει αργότερα συστηματικά. Είναι η θεωρία των φαινομένων,
των μορφών ή βαθμίδων της δημιουργικής δύναμης του "παγκόσμιου
λόγου", από τις οποίες οφείλει να περάσει η συνείδηση* του ατόμου (αναπαράγοντας
τα στάδια αυτογνωσίας του "παγκόσμιου λόγου") ώστε να γίνει
φιλοσοφική. Η συνείδηση ξεκινά οπό την κατ' αίσθηση εγκυρότητα και φθάνει στην
έννοια της επιστήμης, στην απόλυτη γνώση. Σε αυτή την παράλληλη
"εμβρυολογία και παλαιοντολογία του πνεύματος" (Ένγκελς)
διαπλέκονται στοιχεία θεωρίας της γνώσης και της συνείδησης (εμπειρία,
"διάνοια και λόγος", συνείδηση και αυτοσυνείδηση κ.λπ.) με στοιχεία
αναδρομής στην ιστορία του πνευματικού πολιτισμού και στην ιστορία της
φιλοσοφίας, στην ψυχολογία, στην ηθική, πολιτική, δικαιική και θρησκευτική φιλοσοφία
και στην αισθητική. Εδώ τα άτομα μετατρέπονται σε "συνείδηση" και ο
κόσμος σε "αντικείμενο", κατά τρόπο ώστε όλη η ποικιλομορφία της
ζωής και της κοινωνίας να ανάγεται σε διαφορετικές σχέσεις της "συνείδησης"
προς το "αντικείμενο". Κεντρική θέση κατέχουν στη φαινομενολογία οι
κατηγορίες της εργασίας και της αλλοτρίωσης κατά
τον τρόπο που προαναφέραμε. Εξαιρετική σημασία αποκτά η διαλεκτική δούλου και
αυθέντου και η θέση του Χέγκελ περί ανάπτυξης της συνείδησης μέσω του πρώτου.
Εάν η φαινομενολογία αποτελεί την "πηγή και το μυστικό" της
χεγκελιανής φιλοσοφίας (Μαρξ), η Επιστήμη της λογικής (1812)
είναι то
έργο στο οποίο εμπεριέχεται κυρίως η ουσία της φιλοσοφίας του Χέγκελ. Η διαλεκτική
μέθοδος προβάλλει στη φιλοσοφία του Χέγκελ ως σύστημα της διαλεκτικής
λογικής, το οποίο δομείται βάσει της ιδεοκρατικής αρχής της ταυτότητας
νόησης και είναι, βάσει της προγενέστερης απόσπασης της νόησης από το είναι.
Κατ' αυτό τον τρόπο ο Χέγκελ αντιλαμβάνεται την καθολική ενότητα, το οργανικό
όλο (ολότητα, βλ. μέρος και όλο) ως ενυπάρχον στη νόηση αποκλειστικά πνευματικό
προϊόν και όχι ως ανεξάρτητα από τη νόηση υφιστάμενο στην ενεργό
πραγματικότητα. Ο εμπράγματος κόσμος προβάλλει εδώ ως στερούμενος δικής του
ουσίας, ουσία του αποβαίνει στο σύστημα του η νόηση, η οποία αναγνωρίζει στον εμπράγματο
κόσμο τον εαυτό της ως ετερότητα της. Η περί του όλου αντίληψη εννοείται ως
αρχέγονη, αποκομμένη από την υλική πραγματικότητα, ως πνευματική οντότητα. Εδώ
οι μορφές και οι νόμοι της ανθρώπινης νόησης κατακτούν και ανακτούν την
"απόλυτη", τη "θεία" φύση τους, ως μορφές και νόμοι μιας
δραστηριότητας που δημιουργεί και αναπαράγει τον εξωτερικό κόσμο (γι' αυτό και
αποτυπώνονται σ' αυτόν ως μορφές πραγμάτων, ως μορφές του
"απολιθωμένου" στα πράγματα παγκόσμιου πνεύματος, του θεού). Εδώ η
πραγματική ανθρώπινη νόηση, η " κοινωνική συνείδηση ",
υποστασιοποιείται και θεοποιείται ως κάποια υπεράνω των ανθρώπων παγκόσμια
δύναμη, εκδηλούμενη μέσω των ανθρώπων και όχι ως δραστηριότητα του ίδιου του
ανθρώπινου όντος. Η ταύτιση νόησης και είναι, στην οποία εδράζεται αυτή η
ιδεοκρατική σύλληψη, καταργεί εκ προοιμίου το ζήτημα της αυτοτέλειας και της
ιδιοτυπίας της γνωστικής διαδικασίας και τη διαλεκτική αυτής της διαδικασίας,
η οποία προϋποθέτει απαραίτητα τη σχέση του υποκειμένου προς то ανεξάρτητα από το
υποκείμενο υπάρχον αντικείμενο. Στην καλύτερη περίπτωση εδώ απεικονίζεται η διαλεκτική
της νόησης. Ωστόσο, η ταύτιση αυτή, έστω και υποστασιοποιημένη - θεοποιημένη, αντανακλά
τις υπαρκτές στιγμές της σύμπτωσης της δρώσας ανθρώπινης νόησης με το είναι,
με την υλική πραγματικότητα, και χαρακτηρίζει την ιδιοτυπία της διαλεκτικής
λογικής έναντι της θεωρίας της γνώσης. Χαρακτηρίζει δηλαδή τις στιγμές κατά τις
οποίες η αλήθεια της εκάστοτε κεκτημένης από τη γνωστική διαδικασία γνώσης
θεωρείται δεδομένη. Εδώ ακριβώς έγκειται ο ορθολογικός πυρήνας της μεγαλοφυούς
συμβολής του Χέγκελ στην επιστήμη των τρόπων και των μέσων της νόησης, στη
διαλεκτική λογική. Σε αυτό τον ορθολογικό πυρήνα οφείλεται και η ορθή σε
γενικές γραμμές σύλληψη από τον Χέγκελ του "μηχανισμού" της ανάβασης
από то αφηρημένο στο συγκεκριμένο, στην ανάπτυξη του οποίου προβαίνει ο Χέγκελ ''προδίδοντας" τον
απόλυτο ιδεαλισμό του (δεδομένου ότι θέτει ως αφετηρία του την
απολυτοποιημένη νόηση, το απόλυτο, το οποίο -αποκομμένο από το σχετικό -
συνιστά το πλήρως απροσδιόριστο και απροσπέλαστο μη-ον). Έτσι αναπτύσσεται το
σύστημα των λογικών κατηγοριών στην εσωτερική τους συνάφεια (από την άποψη
δηλαδή της ουσίας της νόησης) ως διατεταγμένο όλο κλιμακούμενης άρσης
της απροσδιοριστίας των πλέον αφηρημένων κατηγοριών από τις πιο συγκεκριμένες,
από το πεδίο του "είναι" στην "ουσία"
και από αυτήν στην ενότητα "ουσίας και φαινόμενου",
στην "πραγματικότητα". Η όλη κίνηση της νόησης
προβάλλει ως αλληλοδιαπλοκή νόμων: πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε
ποιοτικές, ενότητα και πάλη των αντιθέτων (βλ. αντίφαση),
και άρνηση της άρνησης, βάσει των οποίων δομείται η "αντικειμενική
λογική" του Χέγκελ. Ωστόσο η ιδεοκρατική αρχή προσδίδει στη
διαλεκτική του ιδιότυπα χαρακτηριστικά και την οδηγεί σε ασυνέπειες, σε
συμβιβαστικές υπαναχωρήσεις, οι οποίες ευνουχίζουν εν πολλοίς τον δυναμισμό
της. Αυτό εκδηλώνεται φυσικά στην αναγωγή της ανάβασης από το αισθητηριακά
συγκεκριμένο στο αφηρημένο στην ανώτερη βαθμίδα της νόησης: στην ανάβαση από то αφηρημένο στο
νοητά συγκεκριμένο, στην υπαγωγή της διάνοιας στον λόγο (βλ. διάνοια και
λόγος) και στην υποταγή του ιστορικού στο λογικό (βλ. ιστορικό
και λογικό). Έτσι ο Χέγκελ υποτάσσει τη διαλεκτική στην
ιδεοκρατία. Ενώ στο επίπεδο της αμεσότητας διακρίνει την παθητική και την
ενεργητική πλευρά του κατηγοριακού δίπολου των αντιθέτων ("ποιότητα και
ποσότητα"), στο πεδίο της ουσίας η διάκριση αυτή εξαφανίζεται, οι
πλευρές της θεμελιώδους για τη διαλεκτική αντίφασης συμβιβάζονται στο
"θεμέλιο" ώστε να επιτευχθεί η διαιώνιση της ουσίας. Κατ' αυτό τον
τρόπο η λογική του Χέγκελ είναι η λογική ενός κλειστού συστήματος, το οποίο
ουσιαστικά στερείται παρελθόντος και μέλλοντος, δεδομένου ότι η μορφή του
προσδιορισμού της απόλυτης ιδέας είναι η "απολύτως δι' εαυτήν άνευ
υποκειμενικότητας υφιστάμενη εξωτερική εμφάνεια του χώρου και του χρόνου".
Οι παραπάνω περιορισμοί εκδηλώνονται εντονότερα στην αναπαράσταση του
γίγνεσθαι της νόησης, στην "υποκειμενική λογική", όπου το
ανεπτυγμένο σύστημα των κατηγοριών ως απόλυτη αρχή επιβάλλεται επί του
γίγνεσθαι κατά τελεολογικό τρόπο. Η αισθητηριακή γνώση, η διάνοια κ.λπ.
υπάρχουν μόνον ως αναγκαίες βαθμίδες της ανάδειξης του λόγου, της ανεπτυγμένης
νόησης. Παρ' όλες τις έντονες επικρίσεις του κατά της διάνοιας (την οποία
ταύτιζε με τη μεταφυσική), ο Χέγκελ λόγω του ιδεαλισμού του παραμένει δέσμιος
της προδιαλεκτικής απόσπασης των διαμελισμένων μερών του όλου (νόησης και
είναι, διάνοιας και λόγου, λογικού και ιστορικού) κ.λπ.), η εξωτερική συνάφεια
των οποίων (ως αναγωγή είτε ως υπαγωγή) επίσης υποστασιοποιείται και γίνεται
βάση ιδεαλιστικών μυστικοποιήσεων. Το αποτέλεσμα της γνωστικής διαδικασίας, η
άρνηση της άρνησης της κατ' αίσθηση γνώσης (λόγος), ως εξ υπαρχής αποκομμένο
από τη γενεσιουργό διαδικασία του, οροθετεί και απορροφά πλήρως την τελευταία.
Βάσει της διαλεκτικής του μεθόδου ο Χέγκελ εξετάζει κριτικά όλους τους
τομείς του πολιτισμού. Στη "Φιλοσοφία της φύσης" (2ο
μέρος της Εγκυκλοπαίδειας των φιλοσοφικών επιστημών, 1817) η κριτική
ανάλυση της κατάστασης των σύγχρονων του φυσικών επιστημών και του εννοιολογικού
εξοπλισμού τους είναι συνυφασμένη με την άκριτη αναπαραγωγή, και τη φιλοσοφική
"δικαίωση", δογμάτων και προκαταλήψεων της εποχής του. Εδώ εξετάζει
τον τρόπο με τον οποίο η φύση, όντας ετερότητα της ιδέας
("αποστασία" της ιδέας αφ' εαυτής), μετατρέπεται σε πνεύμα,
θεωρώντας μεταφυσικά τη φύση ως αμετάβλητη ("πνεύμα απολιθωμένο")
και απορρίπτοντας κάθε εξελικτική προσέγγιση (μεταμορφώνεται κατά τον Χέγκελ
μόνο η έννοια καθαυτή). Λόγω του άκαμπτου δογματισμού της, της επιλεκτικότητας
και των αυθαιρεσιών της, η "φυσική φιλοσοφία"* του Χέγκελ δεν
συνιστά βήμα προς τα εμπρός και υπολείπεται των αντίστοιχων προσεγγίσεων του
προκριτικού Καντ. Αυτό ωστόσο δεν μειώνει την έστω και στατικά - τελεολογικά
διατυπωμένη διορατικότατη εικασία του περί επιπέδων - μορφών κίνησης και αλληλεπίδρασης
της ύλης ("μηχανικής", "φυσικής", "οργανικής")
και άλλων ιδεών που προοιωνίζονται μετέπειτα επιτεύγματα των φυσικών επιστημών
(π.χ. συσχετικότητα χώρου και χρόνου, "εγγενής σκοπιμότητα" των
εμβίων όντων κ.λπ.).
Στη φιλοσοφία του πνεύματος (3ο μέρος της
."Εγκυκλοπαίδειας", 1817), η επανερχόμενη από την αλλοτρίωση στον
εαυτό της ιδέα γίνεται συγκεκριμένη και έλλογη. Εδώ εξετάζεται η
ανθρώπινη συνείδηση και διάφορα είδη ανθρώπινης δραστηριότητας. Ως
"υποκειμενικό πνεύμα", υπό το πρίσμα της ανθρωπολογίας,
της φαινομενολογίας και της ψυχολογίας, εξετάζεται η πνευματική ανάπτυξη του
ατόμου σε συνδυασμό με την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπινου γένους. Ως
"αντικειμενικό πνεύμα" ο Χέγκελ εκθέτει τις κοινωνικές
- πολιτειολογικές του απόψεις, τις οποίες αναπτύσσει περαιτέρω στη Φιλοσοφία
του δικαίου (1821). Οι ιδέες αυτές του Χέγκελ αποτελούν την κορύφωση
της προμαρξικής κοινωνικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας του δικαίου του διαφωτισμού.
Εδώ ο Χέγκελ, παρά την κριτική που ασκεί στον ατομικισμό και στον αφηρημένο
χαρακτήρα της θεωρίας του "φυσικού δικαίου", επιχειρεί την αποκάλυψη
της εσωτερικής συνάφειας της κοινωνίας ξεκινώντας από την υποστασιοποιημένη
αφαίρεση της απόσπασης του ενσαρκωμένου στο κράτος και στο δίκαιο καθολικού, το
οποίο εκλαμβάνει ως ουσία της κοινωνίας. Κατ αυτό τον τρόπο η
χαρακτηριστική για την κλασική αστική σκέψη πολιτική - δικαιική θεώρηση της
κοινωνίας οδηγείται μέχρι το λογικό της πέρας. Όπως αναφέρει στη
Φιλοσοφία της ιστορίας: "όλη η αξία του ανθρώπου, όλη
η πνευματική πραγματικότητα του υπάρχει αποκλειστικά χάριν του κράτους".
Εδώ η διαμορφούμενη επιστημονική θεώρηση της κοινωνίας συνδέεται με τη
συστηματική θεώρηση του αντικειμένου βάσει μιας συγκεκριμένης μορφής της
υπόστασης του (αφηρημένη πνευματική δραστηριότητα) και μιας συγκεκριμένης
μορφής εκδήλωσης της ουσίας (το δίκαιο και το κράτος ως ενσάρκωση του λόγου,
της "γενολογικής ουσίας του ανθρώπου"). Εννοείται ότι στα πλαίσια
αυτής της θεώρησης της χεγκελιανής κοινωνικής φιλοσοφίας, ο άνθρωπος
προβάλλει ως πλήρως εξαρτημένη και ετεροπροσδιοριζόμενη οντότητα,
υπαγόμενη στους αναβαθμούς του "αφηρημένου δικαίου", της
"κατ’ επίγνωση ηθικότητας" ή "ατομικής ηθικής" (Moralitat) και της
ομόλογης προς την έννοια της καθολικής βούλησης "καθ' έξιν
ηθικότητας" ή "κοινωνικής ηθικής" (Sittlichkeit). Η τελευταία
περιλαμβάνει την οικογένεια, την κοινωνία των ιδιωτών και την πολιτεία
(κράτος). Η πολιτεία είναι κατά τον Χέγκελ καθ' εαυτό έλλογο και ηθικό
όλο, η πραγμάτωση της ελευθερίας και της καθολικής βούλησης, η πραγμάτωση της
θειας ιδέας, ο επίγειος θεός. Άριστο πολίτευμα θεωρεί τη συνταγματική
μοναρχία, κατά το πρωσικό πρότυπο της εποχής του, το οποίο θεωρούσε "δομημένο
επί των έλλογων αρχών" (διάλεξη από 28/10/1816). Η ιστορική ανάπτυξη της
ανθρωπότητας συνιστά πορεία απαρέγκλιτη προς την παραπάνω ιδέα της πολιτείας
και τη συνείδηση της ελευθερίας μέσω μιας ιδιότυπης σκυταλοδρομίας των
εκάστοτε δεσποζόντων λαών - φορέων του καθολικού πνεύματος. Οι τέσσερις
"κοσμοϊστορικές" περίοδοι (ανατολική, ελληνική, ρωμαϊκή και
γερμανική) αντιστοιχούν στην παιδική, στη νεανική, στην ανδρική και στη
γεροντική ηλικία της ανθρωπότητας.
Η ιδέα της αντικειμενικής ιστορικής νομοτέλειας προβάλλει εδώ με
σχηματική μονομέρεια και υπερβολές και ερμηνεύεται μυστικιστικά ως
"πανουργία" του παγκόσμιου πνεύματος, το οποίο χειρίζεται τα άτομα ως
εργαλεία του. Οι περί "υψηλού προορισμού του πολέμου" απόψεις του
Χέγκελ συνδέονται με τη διττή αντίληψη του για τις αποικίες (αναγκαία ως διέξοδος
της πόλωσης ένδειας και πλούτου των μητροπόλεων, αλλά εξ ίσου αναγκαίος και ο
απελευθερωτικός αγώνας των αποικιών), καθώς και με τη συνειδητοποίηση της
αναγκαιότητας εξωτερικού αντίπαλου δέους για την εύρυθμη λειτουργία της
γραφειοκρατίας. Διέκρινε στην ιστορία τις "κοσμοϊστορικές"
προσωπικότητες (που μετατρέπουν την ιστορική αναγκαιότητα σε προσωπικό
τους σκοπό) από τις "αναπαραγωγικές" (που κατευθύνονται από ιδιωτικά
συμφέροντα). Στις ιστορικές του απόψεις ο Χέγκελ εκδηλώνει συχνά εθνικιστικές
προκαταλήψεις. "Απόλυτο πνεύμα" θεωρεί ο Χέγκελ τις μορφές της κοινωνικής συνείδησης. Στις τρεις διαδοχικές
μορφές του (τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία), μέσω των οποίων το πνεύμα
αναγνωρίζει τον εαυτό του διαδοχικά ως εποπτεία και εικόνα, ως συναίσθημα και
παράσταση και ως νόηση και έννοια, κατά μεγαλοφυή μεν, πλην όμως ιδεοκρατικά
μυστικιστικό τρόπο, εν μέρει συλλαμβάνεται η κατεύθυνση της διαμεσολαβημένα
κλιμακούμενης συνάφειας των μορφών και των εκφάνσεων της συνείδησης. Στην αισθητική
του ο Χέγκελ ορίζει το ωραίο ως καθόλου "αισθητή εμφάνεια της ιδέας",
ως άμεση ενότητα της έννοιας και της πραγματικότητας της, του πνευματικού
περιεχόμενου και της εξωτερικής μορφής. Διακρίνει τρεις ιστορικούς τύπους
τέχνης:
1.συμβολικός (ανατολικός), όπου η εξωτερική μορφή δεσπόζει του
περιεχόμενου,
2.κλασικός (αρχαιότητα), άπου υπάρχει αρμονική ενότητα μορφής και
περιεχόμενου, και
3.ρομαντικός (χριστιανική Ευρώπη), όπου η αρμονία παρουσιάζεται με την
υπεροχή του περιεχόμενου και την έκπτωση της μορφής.
Μεταξύ έννοιας και εποπτείας τοποθετεί τη
θρησκεία, διαβαθμίσεις της οποίας είναι:
· οι φυσικές θρησκείες (θεός ως
φυσική δύναμη),
· οι θρησκείες της πνευματικής προσωπικότητας (то πνεύμα ως διακριτό
από τη φύση) και
· η θρησκεία της αποκάλυψης, ο
χριστιανισμός (απόλυτη θρησκεία της αλήθειας και της ελευθερίας, του
προτεσταντισμού).
Επιχειρεί να υπαγάγει στη διαλεκτική τριαδικότητα τα θρησκευτικά
δόγματα (π.χ. της Αγίας Τριάδος), θεωρεί ότι θρησκεία και φιλοσοφία έχουν το
αυτό περιεχόμενο (то απόλυτο, το θείο), το οποίο η μεν πρώτη προσεγγίζει εμπειρικά, μέσω
της παράστασης, η δε δεύτερη νοητά, μέσω της έννοιας. Τα θρησκευτικά δόγματα
χάνουν κατ' αυτό τον τρόπο την ιερότητα τους και μετατρέπονται σε αλληγορίες
φιλοσοφικών εννοιών (γεγονός που οδήγησε πολλούς ορθόδοξους θεολόγους να
μέμφονται τον Χέγκελ για πανθεϊστική και αθεϊστική τάση). Η θρησκεία αίρεται
από τη φιλοσοφία, την ύψιστη μορφή αυτογνωσίας του πνεύματος, την τέλεια
ταυτότητα "νοείν" και "είναι", την απόλυτη γνώση, δηλαδή
την "επιστήμη των επιστημών", στην οποία οδηγεί η εσωτερική
αναγκαιότητα της ιστορικής ανάπτυξης των φιλοσοφικών ιδεών.
Η ιστορική αλληλουχία των φιλοσοφικών συστημάτων αντιστοιχεί στις
κατηγορίες της διαλεκτικής και συνάμα απεικονίζει το ουσιώδες περιεχόμενο του
πολιτισμού της εποχής του κάθε αναγκαίου (παροδικής ισχύος) συστήματος, ως
αλληλουχία των βαθμίδων προς την απόλυτη φιλοσοφία του Χέγκελ, που αποτελεί
κατά τον ίδιο επακολούθημα, συμπέρασμα και απόλυτη άρση των προγενέστερων
φιλοσοφημάτων.
Η αντιφατικότητα συντηρητισμού (καθαγιασμού του
υπαρκτού) και ανατρεπτικού ριζοσπαστικού ορθολογισμού (κριτικής-ορθολογικής
προσέγγισης του όντος) συμπυκνώνεται στην κλασική διατύπωση του: "κάθε τι
έλλογο είναι και πραγματικό, και κάθε τι το πραγματικό είναι και έλλογο".
Κατ' αυτό τον τρόπο ο Χέγκελ με το μεγαλειώδες εγχείρημα του να
εντάξει στον φιλοσοφικό στοχασμό то σύνολο του επιστητού, επιδιώκει να
"άρει" πλήρως και τελειωτικά, να συλλάβει και να εγκλείσει κάθε
δυνητική προοπτική της νόησης, έχοντας την πεποίθηση ότι αυτή η ένταξη στους
κλειστούς κύκλους της φιλοσοφίας της απόλυτης ιδέας αποτελεί το επιστέγασμα
και το άκρον άωτον της κίνησης της γνώσης. Ωστόσο, για να πραγματοποιήσει τα
παραπάνω χρειάσθηκε να αναπαραστήσει εν γένει και συνολικά την ποικιλομορφία
του περιεχόμενου της νόησης, υπονομεύοντας ταυτόχρονα το ίδιο του το
πανλογικό - δογματικό σύστημα, αλλά και κάθε πιθανή κοσμοθεώρηση που θεωρεί
δεδομένο το απόλυτο, διότι η προσέγγιση του τελευταίου μέσω της νόησης,
του λόγου, то καθιστά κατ' αρχήν ορθολογικά προσπελάσιμο και συνεπώς συσχετικό.
Η συνειδητοποίηση αυτής της αντιφατικότητας της μεθόδου και του
συστήματος (η διάκριση μεθόδου και συστήματος εδώ είναι μάλλον σχετική) του
Χέγκελ, σε συνδυασμό με τη συστηματική διερεύνηση ενός πραγματικού (και όχι
ιδεατού) οργανικού όλου, από τη σκοπιά του ριζικού μετασχηματισμού του,
επέτρεψε στον Μαρξ όχι μόνο να θεμελιώσει επιστημονικά την επαναστατική πράξη,
αλλά και να επαναστατικοποιήσει τη διαλεκτική, αίροντας τους περιορισμούς και
μετασχηματίζοντας τα επιτεύγματα του Χέγκελ.
Η χεγκελιανή φιλοσοφία με όλη
την αντιφατικότητα και τον πλούτο της αποτελεί θεμελιώδη κατάκτηση του
ανθρώπινου πολιτισμού που άσκησε και ασκεί βαθιά επίδραση. Αποτελεί μιαν από
τις θεωρητικές πηγές του μαρξισμού. Η κριτική διερεύνηση της αποτελεί εκ
των ων ουκ άνευ όρο της δημιουργικής κατανόησης και ανάπτυξης του σύγχρονου
φιλοσοφικού στοχασμού. Βλ. επίσης: ανάβαση από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο, διάνοια και λόγος, ιστορικό και λογικό, Φόυερμπαχ, Μαρξ, Ενγκελς,
Λένιν, Κεφάλαιο, διαλεκτική, διαλεκτική λογική, λογική της ιστορίας.
Δ. Πατέλης
Έργα:
·
"Werke",
Bd 1-19, Berlin, 1832-1887.-"SaiTrtitche Werke", Kritische AusQabe,
hrsg. v. G. Lasson und J. Hoffrneister, Bd 1-30, Leipzig -Hamburg, 1923-60.
·
"Samtlische Werke", iirsfl. v. H.
Glockner, Bd 1-26, Stuttgard, 1927-40.
·
Theologische
Jugendschnften, Tubingen,
1907.
·
H λογική, μετ. Π. Γρατσιάτου, Αθήνα, 1916.
·
Η επιστήμη της λογικής, μετ. Γ. Τζαβάρα, Αθήνα-Γιάννινα, Δωδώνη, 1991.
·
Φιλοσοφία της ιστορίας, μετ, Αι. Μανούση, τόμ. Α-Β, Νεφέλη, Αθήνα, 1980.
·
Φιλοσοφία του πνεύματος, τόμ. 1-2, Αθήνα, Δωδώνη.
·
Φαινομενολογία του πνεύματος, μετ. Γ. Τζαβάρα, Δωδώνη, τόμ. 1-2, Αθήνα και σειρά έργων σε αμφίβολης
ποιότητας και πληρότητας μεταφράσεις από τις εκδ. Αναγνωστίδη.
Βιβλιογραφία
·
Β. Α. Βαζιούλιν, Η λογική του
Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ, Μόσχα, 1968.
·
του ίδιου, Η μαρξική ανάλυση
του 'μηχανισμού" του κοινωνικού προσδιορισμού της λογικής του Χέγκελ,
Filosofskie nauhi. No 2, 1971.
·
του ίδιου, Το σύστημα της
λογικής του Χέγκελ και το σύστημα λογικής στο Κεφάλαιο του Μαρξ, ''Επιστημονική
Σκέψη", No 36, 1987.
·
G.
Lukucs, Oerjwge Hegel. Berlin, 1954.
·
Ε. Β, Ιλιένκοφ, Διαλεκτική
λογική, Gutenberg, Αθήνα, 1983.
·
Η φιλοσοφία του Χέγκελ:
προβλήματα διαλεκτικής, Μόσχα, 1987.
·
Garaudy
R., La pense de Hegel, Paris, 1966.
·
Δ. Γληνός, Η φιλοσοφία του
Χέγκελ. Αθήνα, 1970'.
·
Λογοθέτης, Η μετά Kaντιov ιδεοκρατική φιλοσοφία, Αθήνα, 1958
·
ΚΜΕ, Ο Χέγκελ και ο μαρξισμός,
Σ.Ε. Αθήνα, 1982.
·
Δ. Πατέλης, Φιλοσοφική και μεθοδολογική
ανάλυση του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης, Μόσχα, 1991.
·
Iνστιτούτο Φιλοσοφίας Α.Ε. ΕΣΣΔ, Συστηματικός κατάλογος
βιβλιογραφίας στή ρωσική για τον Χέγκελ (από τον 19ο αι. μέχρι το 1974),
Μόσχα, 1974.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον