Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ ή Έγελος

Γεννήθηκε ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ το 1770 στη Στουτγκάρδη. Ο Γερμανός φιλόσοφος επηρέασε βαθιά τη δυτική φιλοσοφία και έγινε γνωστός για τη διαλεκτική θεωρία του. Κορυφαίος εκπρόσωπος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας, στον οποίο ανήκει το πρώτο στην ιστορία εγχείρημα συστηματικής διερεύνησης της διαλεκτικής, της καθολικής και αναγκαίας εσωτερικής συνάφειας των φιλοσοφικών κατηγοριών, των κατηγοριών της "διαλεκτικής λογικής", βάσει του "αντικειμενικού ιδεαλισμού". 
Hegel portrait by Schlesinger 1831.jpg
Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Στουτγκάρδη, 27 Αυγούστου 1770 - Βερολίνο, 14 Νοεμβρίου 1831) ή Έγελος (όπως απαντάται ενίοτε στην ελληνική βιβλιογραφία) ήταν Γερμανός φιλόσοφος και κύριος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού. Επηρέασε βαθιά τη δυτική φιλοσοφία και έγινε γνωστός για τη διαλεκτική θεωρία του.

Γεννήθηκε στη Στουτγάρδη και σπούδασε Φιλοσοφία και Θεολογία στο Τύμπινγκεν (1788-93). Το 1801 έγινε καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ιένας. Μεταξύ 1812-16 εργάστηκε ως Διευθυντής Γυμνασίου στη Νυρεμβέργη. Το 1816 έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και το 1818 στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου και το 1830 πρύτανης.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Του Δ. Πατέλη
Χέγκελ (Hegel) Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ
(Στουτγάρδη, 1770 - Βερολίνο, 1831).
 Ο Χέγκελ είναι αναμφίβολα ο κορυ­φαίος εκπρόσωπος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας. Είναι ο στοχαστής στον οποίο α­νήκει το πρώτο στην ιστορία εγχείρημα συστη­ματικής διερεύνησης της διαλεκτικής, της κα­θολικής και αναγκαίας εσωτερικής συνάφειας των φιλοσοφικών κατηγοριών, των κατηγο­ριών της "διαλεκτικής λογικής", βάσει του "α­ντικειμενικού ιδεαλισμού". Σπούδασε θεολο­γία και φιλοσοφία στο Τύμπινγκεν μαζί με τους Σέλλινγκ και Χέλντερλιν (1788-1793). Επηρεάσθηκε βαθιά οπό τη μεγάλη γαλλική α­στική επανάσταση και υιοθέτησε αντιπολιτευ­τικές θέσεις (κατά της φεουδαρχικής απολυ­ταρχίας, υπέρ συνταγματικής μεταρρύθμισης κ.λπ.). Εργάσθηκε ως οικοδιδάσκαλος (Φραν­κφούρτη 1797-1800). Την ίδια περίοδο ασχο­λείται με την πολιτική οικονομία. Από το 1801 εργάζεται ως καθηγητής του πανεπιστημίου της Ιένας και εκδίδει μαζί με τον Σέλλινγκ το περιοδικό "Kritisches Journal der Philosophie". Διετέλεσε γυμνασιάρχης στη Νυρεμβέργη (1808-16) και κατόπιν καθηγητής φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης (1816-18) και του Βερολίνου (1818), οπότε γίνεται αισθη­τή και η μεταστροφή των πολιτικών του πεποι­θήσεων, που συντέλεσε στην βαθμιαία ανάδει­ξη του σε επίσημο φιλόσοφο της πρωσικής κυ­βέρνησης.
Ο ορίζοντας της φιλοσοφίας του Χέγκελ καθο­ρίζεται από τις συγκεκριμένες ιστορικές συν­θήκες της εποχής του και από το επίπεδο ανά­πτυξης των επιστημών και της φιλοσοφίας. Η κεφαλαιοκρατία ολοκλήρωνε τότε τη διαμόρ­φωση της χωρίς να εκδηλώνει ακόμα πλήρως ανεπτυγμένες τις αντιφάσεις της και η εργα­τική τάξη της Γερμανίας δεν προβάλλει ακόμα ως αυτοτελής πολιτική δύναμη. Δεν είχαν ωριμάσει λοιπόν οι συνθήκες που θα ε­πέτρεπαν την αυστηρά επιστημονική θεώρηση των κοινωνικών δυνάμεων, των ανταγωνισμών της κεφαλαιοκρατίας, των δρόμων και των μέσων υπέρβασης αυτών των ανταγωνισμών. Επομένως, όπως είναι αναμενόμενο σε παρόμοιες συγκυρίες, η υφιστάμενη τάξη πραγμάτων πρό­βαλε αναπόφευκτα είτε ως αιώνια και αμετά­βλητη, είτε οι απόψεις περί των σκοπών, των μέσων και των δρόμων αλλαγής της κοινω­νίας δεν μπορούσαν παρά να είναι ουτοπικές. Δεδομένου ότι ο Χέγκελ αντιλαμβανόταν την κοινωνία ως αμετάβλητη, θεωρούσε τις αλλό­τριες και κυρίαρχες επί των ανθρώπων κοινω­νικές δυνάμεις ως απόλυτα αυτοτελείς έναντι των ανθρώπων. Σε αυτή την περίπτωση η όποια ανάπτυξη των εν λόγω δυνάμεων, της "γενολογικής ουσίας" του ανθρώπου, εκλαμ­βάνεται ως ανάπτυξη μιας εξ υπαρχής δεδομέ­νης αυτοτελούς καθολικότητας, μιας ουσίας κυρίαρχης επί του ενικού, του αισθητηριακού και του εμπειρικού. Στην υποστασιοποίηση αυτής της αντίληψης εδράζεται η χαρακτηρι­στική για τον Χέγκελ απόσπαση της νόησης από την υλική (κοινωνική - πολιτισμική) βάση που τη γέννησε και η αναγόρευση της σε αυ­τοτελή - αυθύπαρκτη οντότητα και γενεσιουρ­γό πηγή όλου του κόσμου (ο οποίος υποβαθ­μίζεται σε ετερότητα της νόησης). Αυτή η προ­ϋπάρχουσα, αρχέγονη και πρωτεύουσα νόηση ως απόλυτη πνευματική δραστηριότητα απο­τελεί την αφετηρία και το τελικό αποτέλεσμα, το επιστέγασμα του μεγαλειώδους φιλοσοφι­κού του συστήματος.
Ο κύριος σκοπός του Χέγκελ είναι η δημιουρ­γία μιας λογικής ως συστήματος κατηγοριών και κατ' αυτό τον τρόπο η προσέγγιση της φι­λοσοφίας προς τη μορφή της επιστήμης: «Η α­ληθής μορφή με την οποία υφίσταται η αλή­θεια μπορεί να είναι μόνο το επιστημονικό σύ­στημα της. Είχα την πρόθεση να συμβάλω στην προσέγγιση της φιλοσοφίας προς τη μορφή της επιστήμης -προς τον σκοπό εκείνο, που επιτυγχάνοντας τον θα μπορούσε να πα­ραιτηθεί από το όνομα της, της "αγάπης της γνώσης", και να γίνει πραγματική γνώση» (Φαινομενολογία του πνεύματος). Παρόμοια σκοποθεσία δεν θα μπορούσε να ανακύψει αν οι επιστήμες της εποχής δεν αναπτύσσονταν ραγδαία, αν οι επιμέρους επιστήμες δε περ­νούσαν από то εμπειρικό στο θεωρητικό τους επίπεδο (βλ. εμπειρικό και θεωρητικό), στη διε­ρεύνηση της εσωτερικής συνάφειας αντικειμέ­νων και διαδικασιών. Στο εγχείρημα του αυτό ο Χέγκελ βασίζεται στη διαπίστωση των προκα­τόχων του αναφορικά με το ανέφικτο της εξα­γωγής των λογικών κατηγοριών από την ατο­μική εμπειρία (Λοκ, Χιουμ και, αναφορικά με όλες τις κατηγορίες, Καντ). Ο Χέγκελ επιχει­ρεί την υπέρβαση της καντιανής απόσπασης της μορφής από το περιεχόμενο της νόησης, των κενών λογικών κατηγοριών από τα δεδο­μένα της εμπειρίας και των τελευταίων από το "πράγμα καθ' εαυτό", παραμένοντας στο πεδίο της εκ των πραγμάτων απόσπασης της νόησης από το είναι, από την ύλη. Γι' αυτό και η υπέρβαση του αποδεικνύεται επίπλαστη: το πραγματικό περιεχόμενο  ανάγεται στη μορφή της νόησης και το "πράγμα καθ' εαυτό" στις λογικές κατηγορίες. Στις σημαντικότερες φιλοσοφικές καταβολές της χεγκελιανής φι­λοσοφίας συμπεριλαμβάνεται η περί υπόστα­σης διδασκαλία του Σπινόζα (η οποία συμπυ­κνώνει σε ορισμένο βαθμό το κοσμοείδωλο που αντιστοιχεί στις απαρχές του θεωρητικού σταδίου ανάπτυξης των επιστημών) και η αυ­τοσυνείδηση του Φίχτε. Η νόηση παρουσιά­ζεται πλέον ως εξ υπαρχής δεδομένη, υπερατομική, αντικειμενική, αυτοκινούμενη και αυτοδιακρινόμενη υπόσταση, συνειδητοποιούσα τον εαυτό της.
Από τις επιμέρους επιστήμες η κλασική αστική πολιτική οικονομία άσκησε την μέγιστη επίδραση στη λογική του Χέγκελ (Α. Σμιθ, Ντ. Ρικάρντο κ.ά.). Ο Χέγκελ δεν υιοθε­τεί από αυτήν απλώς την κατηγορία της εργα­σίας ως αφετηριακή για την ερμηνεία των οι­κονομικών φαινομένων, αλλά της προσδίδει βαθύτερο και ευρύτερο φιλοσοφικό νόημα, κοσμοϊστορική σημασία: η εργασία είναι η δια­δικασία δημιουργίας από τον άνθρωπο του ίδιου του εαυτού του, είναι μια διαδικασία αυτογένεσης του ανθρώπου, μια διαδικασία δημι­ουργίας της "γενολογικής ουσίας" του ανθρώ­που. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή με τους κλασι­κούς της οικονομίας, ο Χέγκελ ανάγει την ερ­γασία σε πνευματική - αφηρημένη δραστηριό­τητα. Παρόμοια με τους οικονομολόγους, ο Χέγκελ διακρίνει μόνο τη θετική πλευρά της εργασίας ταυτίζοντας νομοτελειακά την ιστο­ρικά παροδική ανταγωνιστική μορφή (και βαθ­μίδα) της εργασίας της εποχής του με την ερ­γασία εν γένει, δηλαδή ταυτίζοντας την αλλο­τρίωση, την αποξένωση με την εξαντικειμένωση, με την πραγμοποίηση. Βεβαίως σε σύ­γκριση με τους κλασικούς της αστικής οικονομολογίας ο Χέγκελ προχωρεί κατά ένα βήμα (θέτει το ζήτημα της άρσης της αλλοτρίω­σης), το οποίο όμως, λόγω του άκρως μυστικι­στικού χαρακτήρα του, αποβαίνει βήμα προς τα πίσω: η υπέρβαση της αλλοτρίωσης υπό το πρίσμα της εξωιστορικά και μεταφυσικά εννο­ούμενης εργασίας μπορεί να υπάρξει μόνον ως υπέρβαση (κατάργηση) του εμπράγματου, του αντικειμένου, ως απελευθέρωση του πνεύ­ματος από την ξένη προς αυτό πραγματικότη­τα και «επιστροφή» στο απόλυτο. Η αντιφατι­κότητα της μεγαλειώδους σύλληψης του Χέ­γκελ συνδέεται με τις παραπάνω επισημάν­σεις.
Από τα πρώιμα έργα του Χέγκελ ("φιλοσοφία της θρη­σκείας" κ.ά.)  διαφαίνεται η τάση εξέτασης της ιστορίας του πνευματικού πολιτι­σμού ως αλληλουχίας νομοτελειακά εναλλασ­σόμενων σταδίων της ανάπτυξης του πνεύμα­τος. Η Φαινομενολογία του πνεύματος (1807), όπου ο Χέγκελ απελευθερώνεται από την επίδραση του Σέλλινγκ, αποτελεί ιδιότυπη εισαγωγή - προγραμματική διακήρυξη της φι­λοσοφίας του, στην οποία ενυπάρχουν συνθε­τικά (και σε εμβρυώδη - μυστικιστική μορφή) τα στοιχεία που θα αναπτύξει αργότερα συστημα­τικά. Είναι η θεωρία των φαινομένων, των μορ­φών ή βαθμίδων της δημιουργικής δύναμης του "παγκόσμιου λόγου", από τις οποίες οφεί­λει να περάσει η συνείδηση* του ατόμου (ανα­παράγοντας τα στάδια αυτογνωσίας του "πα­γκόσμιου λόγου") ώστε να γίνει φιλοσοφική. Η συνείδηση ξεκινά οπό την κατ' αίσθηση εγκυ­ρότητα και φθάνει στην έννοια της επιστήμης, στην απόλυτη γνώση. Σε αυτή την παράλληλη "εμβρυολογία και παλαιοντολογία του πνεύμα­τος" (Ένγκελς) διαπλέκονται στοιχεία θεω­ρίας της γνώσης και της συνείδησης (εμπειρία, "διάνοια και λόγος", συνείδηση και αυτοσυνεί­δηση κ.λπ.) με στοιχεία αναδρομής στην ιστο­ρία του πνευματικού πολιτισμού και στην ιστο­ρία της φιλοσοφίας, στην ψυχολογία, στην ηθική, πολιτική, δικαιική και θρησκευτική φιλο­σοφία και στην αισθητική. Εδώ τα άτομα με­τατρέπονται σε "συνείδηση" και ο κόσμος σε "αντικείμενο", κατά τρόπο ώστε όλη η ποικι­λομορφία της ζωής και της κοινωνίας να ανά­γεται σε διαφορετικές σχέσεις της "συνείδη­σης" προς το "αντικείμενο". Κεντρική θέση κα­τέχουν στη φαινομενολογία οι κατηγορίες της εργασίας και της αλλοτρίωσης κατά τον τρόπο που προαναφέραμε. Εξαιρετική σημασία απο­κτά η διαλεκτική δούλου και αυθέντου και η θέση του Χέγκελ περί ανάπτυξης της συνείδη­σης μέσω του πρώτου.
Εάν η φαινομενολογία αποτελεί την "πηγή και το μυστικό" της χεγκελιανής φιλοσοφίας (Μαρξ), η Επιστήμη της λογικής (1812) είναι то έργο στο οποίο εμπεριέχεται κυρίως η ουσία της φιλοσοφίας του Χέγκελ. Η διαλεκτική μέ­θοδος προβάλλει στη φιλοσοφία του Χέγκελ ως σύστημα της διαλεκτικής λογικής, το οποίο δομείται βάσει της ιδεοκρατικής αρχής της ταυτότητας νόησης και είναι, βάσει της προγε­νέστερης απόσπασης της νόησης από το είναι. Κατ' αυτό τον τρόπο ο Χέγκελ αντιλαμβάνεται την καθολική ενότητα, το οργανικό όλο (ολό­τητα, βλ. μέρος και όλο) ως ενυπάρχον στη νόηση αποκλειστικά πνευματικό προϊόν και όχι ως ανεξάρτητα από τη νόηση υφιστάμενο στην ενεργό πραγματικότητα. Ο εμπράγματος κό­σμος προβάλλει εδώ ως στερούμενος δικής του ουσίας, ουσία του αποβαίνει στο σύστημα του η νόηση, η οποία αναγνωρίζει στον ε­μπράγματο κόσμο τον εαυτό της ως ετερότητα της. Η περί του όλου αντίληψη εννοείται ως αρχέγονη, αποκομμένη από την υλική πραγμα­τικότητα, ως πνευματική οντότητα. Εδώ οι μορφές και οι νόμοι της ανθρώπινης νόησης κατακτούν και ανακτούν την "απόλυτη", τη "θεία" φύση τους, ως μορφές και νόμοι μιας δραστηριότητας που δημιουργεί και αναπαρά­γει τον εξωτερικό κόσμο (γι' αυτό και αποτυ­πώνονται σ' αυτόν ως μορφές πραγμάτων, ως μορφές του "απολιθωμένου" στα πράγματα παγκόσμιου πνεύματος, του θεού). Εδώ η πραγματική ανθρώπινη νόηση, η " κοινωνική συνείδηση ", υποστασιοποιείται και θεοποιείται ως κάποια υπεράνω των ανθρώπων παγκόσμια δύναμη, εκδηλούμενη μέσω των ανθρώπων και όχι ως δραστηριότητα του ίδιου του ανθρώπι­νου όντος. Η ταύτιση νόησης και είναι, στην οποία εδράζεται αυτή η ιδεοκρατική σύλληψη, καταργεί εκ προοιμίου το ζήτημα της αυτοτέ­λειας και της ιδιοτυπίας της γνωστικής διαδι­κασίας και τη διαλεκτική αυτής της διαδικα­σίας, η οποία προϋποθέτει απαραίτητα τη σχέση του υποκειμένου προς то ανεξάρτητα από το υποκείμενο υπάρχον αντικείμενο. Στην καλύτερη περίπτωση εδώ απεικονίζεται η δια­λεκτική της νόησης. Ωστόσο, η ταύτιση αυτή, έστω και υποστασιοποιημένη - θεοποιημένη, α­ντανακλά τις υπαρκτές στιγμές της σύμπτω­σης της δρώσας ανθρώπινης νόησης με το είναι, με την υλική πραγματικότητα, και χαρα­κτηρίζει την ιδιοτυπία της διαλεκτικής λογικής έναντι της θεωρίας της γνώσης. Χαρακτηρίζει δηλαδή τις στιγμές κατά τις οποίες η αλήθεια της εκάστοτε κεκτημένης από τη γνωστική διαδικασία γνώσης θεωρείται δεδομένη. Εδώ ακριβώς έγκειται ο ορθολογικός πυρήνας της μεγαλοφυούς συμβολής του Χέγκελ στην επι­στήμη των τρόπων και των μέσων της νόησης, στη διαλεκτική λογική. Σε αυτό τον ορθολογικό πυρήνα οφείλεται και η ορθή σε γενικές γραμμές σύλληψη από τον Χέγκελ του "μηχα­νισμού" της ανάβασης από то αφηρημένο στο συγκεκριμένο, στην ανάπτυξη του οποίου προβαίνει ο Χέγκελ ''προδίδοντας" τον απόλυ­το ιδεαλισμό του (δεδομένου ότι θέτει ως αφε­τηρία του την απολυτοποιημένη νόηση, το α­πόλυτο, το οποίο -αποκομμένο από το σχετι­κό - συνιστά το πλήρως απροσδιόριστο και α­προσπέλαστο μη-ον). Έτσι αναπτύσσεται το σύστημα των λογικών κατηγοριών στην εσω­τερική τους συνάφεια (από την άποψη δηλαδή της ουσίας της νόησης) ως διατεταγμένο όλο κλιμακούμενης άρσης της απροσδιοριστίας των πλέον αφηρημένων κατηγοριών από τις πιο συγκεκριμένες, από το πεδίο του "είναι" στην "ουσία" και από αυτήν στην ενότητα "ου­σίας και φαινόμενου", στην "πραγματικότητα". Η όλη κίνηση της νόησης προβάλλει ως αλληλοδιαπλοκή νόμων: πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές, ενότητα και πάλη των αντιθέτων (βλ. αντίφαση), και άρνηση της άρ­νησης, βάσει των οποίων δομείται η "αντικει­μενική λογική" του Χέγκελ. Ωστόσο η ιδεοκρατική αρχή προσδίδει στη διαλεκτική του ιδιότυ­πα χαρακτηριστικά και την οδηγεί σε ασυνέ­πειες, σε συμβιβαστικές υπαναχωρήσεις, οι ο­ποίες ευνουχίζουν εν πολλοίς τον δυναμισμό της. Αυτό εκδηλώνεται φυσικά στην αναγωγή της ανάβασης από το αισθητηριακά συγκεκρι­μένο στο αφηρημένο στην ανώτερη βαθμίδα της νόησης: στην ανάβαση από то αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, στην υπαγωγή της διάνοιας στον λόγο (βλ. διάνοια και λόγος) και στην υποταγή του ιστορικού στο λογικό (βλ. ι­στορικό και λογικό). Έτσι ο Χέγκελ υποτάσσει τη διαλεκτική στην ιδεοκρατία. Ενώ στο επίπε­δο της αμεσότητας διακρίνει την παθητική και την ενεργητική πλευρά του κατηγοριακού δί­πολου των αντιθέτων ("ποιότητα και ποσότη­τα"), στο πεδίο της ουσίας η διάκριση αυτή ε­ξαφανίζεται, οι πλευρές της θεμελιώδους για τη διαλεκτική αντίφασης συμβιβάζονται στο "θεμέλιο" ώστε να επιτευχθεί η διαιώνιση της ουσίας. Κατ' αυτό τον τρόπο η λογική του Χέ­γκελ είναι η λογική ενός κλειστού συστήμα­τος, το οποίο ουσιαστικά στερείται παρελθό­ντος και μέλλοντος, δεδομένου ότι η μορφή του προσδιορισμού της απόλυτης ιδέας είναι η "απολύτως δι' εαυτήν άνευ υποκειμενικότητας υφιστάμενη εξωτερική εμφάνεια του χώρου και του χρόνου". Οι παραπάνω περιορισμοί εκ­δηλώνονται εντονότερα στην αναπαράσταση του γίγνεσθαι της νόησης, στην "υποκειμενική λογική", όπου το ανεπτυγμένο σύστημα των κατηγοριών ως απόλυτη αρχή επιβάλλεται επί του γίγνεσθαι κατά τελεολογικό τρόπο. Η αι­σθητηριακή γνώση, η διάνοια κ.λπ. υπάρχουν μόνον ως αναγκαίες βαθμίδες της ανάδειξης του λόγου, της ανεπτυγμένης νόησης. Παρ' όλες τις έντονες επικρίσεις του κατά της διά­νοιας (την οποία ταύτιζε με τη μεταφυσική), ο Χέγκελ λόγω του ιδεαλισμού του παραμένει δέσμιος της προδιαλεκτικής απόσπασης των διαμελισμένων μερών του όλου (νόησης και είναι, διάνοιας και λόγου, λογικού και ιστορι­κού) κ.λπ.), η εξωτερική συνάφεια των οποίων (ως αναγωγή είτε ως υπαγωγή) επίσης υποστασιοποιείται και γίνεται βάση ιδεαλιστικών μυστικοποιήσεων. Το αποτέλεσμα της γνωστι­κής διαδικασίας, η άρνηση της άρνησης της κατ' αίσθηση γνώσης (λόγος), ως εξ υπαρχής αποκομμένο από τη γενεσιουργό διαδικασία του, οροθετεί και απορροφά πλήρως την τε­λευταία.
Βάσει της διαλεκτικής του μεθόδου ο Χέγκελ εξετάζει κριτικά όλους τους τομείς του πολιτι­σμού. Στη "Φιλοσοφία της φύσης" (2ο μέρος της Εγκυκλοπαίδειας των φιλοσοφικών επι­στημών, 1817) η κριτική ανάλυση της κατάστα­σης των σύγχρονων του φυσικών επιστημών και του εννοιολογικού εξοπλισμού τους είναι συνυφασμένη με την άκριτη αναπαραγωγή, και τη φιλοσοφική "δικαίωση", δογμάτων και προ­καταλήψεων της εποχής του. Εδώ εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο η φύση, όντας ετερό­τητα της ιδέας ("αποστασία" της ιδέας αφ' εαυ­τής), μετατρέπεται σε πνεύμα, θεωρώντας με­ταφυσικά τη φύση ως αμετάβλητη ("πνεύμα α­πολιθωμένο") και απορρίπτοντας κάθε εξελι­κτική προσέγγιση (μεταμορφώνεται κατά τον Χέγκελ μόνο η έννοια καθαυτή). Λόγω του ά­καμπτου δογματισμού της, της επιλεκτικότη­τας και των αυθαιρεσιών της, η "φυσική φιλο­σοφία"* του Χέγκελ δεν συνιστά βήμα προς τα εμπρός και υπολείπεται των αντίστοιχων προ­σεγγίσεων του προκριτικού Καντ. Αυτό ωστό­σο δεν μειώνει την έστω και στατικά - τελεο­λογικά διατυπωμένη διορατικότατη εικασία του περί επιπέδων - μορφών κίνησης και αλλη­λεπίδρασης της ύλης ("μηχανικής", "φυσικής", "οργανικής") και άλλων ιδεών που προοιωνίζο­νται μετέπειτα επιτεύγματα των φυσικών επι­στημών (π.χ. συσχετικότητα χώρου και χρό­νου, "εγγενής σκοπιμότητα" των εμβίων όντων κ.λπ.).
Στη φιλοσοφία του πνεύματος (3ο μέρος της ."Εγκυκλοπαίδειας", 1817), η επανερχόμενη από την αλλοτρίωση στον εαυτό της ιδέα γίνε­ται συγκεκριμένη και έλλογη. Εδώ εξετάζεται η ανθρώπινη συνείδηση και διάφορα είδη αν­θρώπινης δραστηριότητας. Ως "υποκειμενικό πνεύμα", υπό το πρίσμα της ανθρωπολογίας, της φαινομενολογίας και της ψυχολογίας, εξε­τάζεται η πνευματική ανάπτυξη του ατόμου σε συνδυασμό με την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπινου γένους. Ως "αντικειμενικό πνεύ­μα" ο Χέγκελ εκθέτει τις κοινωνικές - πολιτειολογικές του απόψεις, τις οποίες αναπτύσσει περαιτέρω στη Φιλοσοφία του δικαίου (1821). Οι ιδέες αυτές του Χέγκελ αποτελούν την κο­ρύφωση της προμαρξικής κοινωνικής φιλοσο­φίας και της φιλοσοφίας του δικαίου του δια­φωτισμού. Εδώ ο Χέγκελ, παρά την κριτική που ασκεί στον ατομικισμό και στον αφηρημέ­νο χαρακτήρα της θεωρίας του "φυσικού δικαί­ου", επιχειρεί την αποκάλυψη της εσωτερικής συνάφειας της κοινωνίας ξεκινώντας από την υποστασιοποιημένη αφαίρεση της απόσπασης του ενσαρκωμένου στο κράτος και στο δίκαιο καθολικού, το οποίο εκλαμβάνει ως ουσία της κοινωνίας. Κατ αυτό τον τρόπο η χαρακτηρι­στική για την κλασική αστική σκέψη πολιτική - δικαιική θεώρηση της κοινωνίας οδηγείται μέχρι το λογικό της πέρας. Όπως αναφέρει στη Φιλοσοφία της ιστορίας: "όλη η αξία του ανθρώπου, όλη η πνευματική πραγματικότητα του υπάρχει αποκλειστικά χάριν του κράτους". Εδώ η διαμορφούμενη επιστημονική θεώρηση της κοινωνίας συνδέεται με τη συστηματική θεώρηση του αντικειμένου βάσει μιας συγκε­κριμένης μορφής της υπόστασης του (αφηρη­μένη πνευματική δραστηριότητα) και μιας συ­γκεκριμένης μορφής εκδήλωσης της ουσίας (το δίκαιο και το κράτος ως ενσάρκωση του λόγου, της "γενολογικής ουσίας του ανθρώ­που"). Εννοείται ότι στα πλαίσια αυτής της θε­ώρησης της χεγκελιανής κοινωνικής φιλοσο­φίας, ο άνθρωπος προβάλλει ως πλήρως εξαρ­τημένη και ετεροπροσδιοριζόμενη οντότητα, υπαγόμενη στους αναβαθμούς του "αφηρημέ­νου δικαίου", της "κατ’ επίγνωση ηθικότητας" ή "ατομικής ηθικής" (Moralitat) και της ομόλογης προς την έννοια της καθολικής βούλησης "καθ' έξιν ηθικότητας" ή "κοινωνικής ηθικής" (Sittlichkeit). Η τελευταία περιλαμβάνει την οι­κογένεια, την κοινωνία των ιδιωτών και την πολιτεία (κράτος). Η πολιτεία είναι κατά τον Χέγκελ καθ' εαυτό έλλογο και ηθικό όλο, η πραγμάτωση της ελευθερίας και της καθολικής βούλησης, η πραγμάτωση της θειας ιδέας, ο ε­πίγειος θεός. Άριστο πολίτευμα θεωρεί τη συ­νταγματική μοναρχία, κατά το πρωσικό πρότυ­πο της εποχής του, το οποίο θεωρούσε "δομη­μένο επί των έλλογων αρχών" (διάλεξη από 28/10/1816). Η ιστορική ανάπτυξη της ανθρω­πότητας συνιστά πορεία απαρέγκλιτη προς την παραπάνω ιδέα της πολιτείας και τη συνεί­δηση της ελευθερίας μέσω μιας ιδιότυπης σκυταλοδρομίας των εκάστοτε δεσποζόντων λαών - φορέων του καθολικού πνεύματος. Οι τέσσερις "κοσμοϊστορικές" περίοδοι (ανατο­λική, ελληνική, ρωμαϊκή και γερμανική) αντι­στοιχούν στην παιδική, στη νεανική, στην αν­δρική και στη γεροντική ηλικία της ανθρωπότη­τας.
Η ιδέα της αντικειμενικής ιστορικής νομοτέλει­ας προβάλλει εδώ με σχηματική μονομέρεια και υπερβολές και ερμηνεύεται μυστικιστικά ως "πανουργία" του παγκόσμιου πνεύματος, το οποίο χειρίζεται τα άτομα ως εργαλεία του. Οι περί "υψηλού προορισμού του πολέμου" από­ψεις του Χέγκελ συνδέονται με τη διττή αντί­ληψη του για τις αποικίες (αναγκαία ως διέξο­δος της πόλωσης ένδειας και πλούτου των μη­τροπόλεων, αλλά εξ ίσου αναγκαίος και ο απε­λευθερωτικός αγώνας των αποικιών), καθώς και με τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας εξωτερικού αντίπαλου δέους για την εύρυθμη λειτουργία της γραφειοκρατίας. Διέκρινε στην ιστορία τις "κοσμοϊστορικές" προσωπικό­τητες (που μετατρέπουν την ιστορική αναγκαι­ότητα σε προσωπικό τους σκοπό) από τις "α­ναπαραγωγικές" (που κατευθύνονται από ιδιω­τικά συμφέροντα). Στις ιστορικές του απόψεις ο Χέγκελ εκδηλώνει συχνά εθνικιστικές προ­καταλήψεις. "Απόλυτο πνεύμα" θεωρεί ο Χέ­γκελ τις μορφές της  κοινωνι­κής συνείδησης. Στις τρεις διαδοχικές μορφές του (τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία), μέσω των οποίων το πνεύμα αναγνωρίζει τον εαυτό του διαδοχικά ως εποπτεία και εικόνα, ως συναί­σθημα και παράσταση και ως νόηση και έννοια, κατά μεγαλοφυή μεν, πλην όμως ιδεοκρατικά μυστικιστικό τρόπο, εν μέρει συλλαμβάνεται η κατεύ­θυνση της διαμεσολαβημένα κλιμακούμενης συνάφειας των μορφών και των εκφάνσεων της συνείδησης. Στην αισθητική του ο Χέγκελ ορίζει το ωραίο ως καθόλου "αισθητή εμφάνεια της ιδέας", ως άμεση ενότητα της έννοιας και της πραγματικότητας της, του πνευματικού περιεχόμενου και της εξωτερικής μορφής. Διακρίνει τρεις ιστορικούς τύπους τέχνης:
1.συμβολικός (ανατολικός), όπου η εξωτερική μορφή δεσπόζει του περιεχόμενου,
2.κλασικός (αρχαιότητα), άπου υπάρχει αρμονική ενότητα μορφής και περιεχόμενου, και
3.ρομαντικός (χρι­στιανική Ευρώπη), όπου η αρμονία παρουσιάζεται με την υπεροχή του περιεχόμενου και την έκπτωση της μορφής.
 Μεταξύ έννοιας και επο­πτείας τοποθετεί τη θρησκεία, διαβαθμίσεις της οποίας είναι:
·    οι φυσικές θρησκείες (θεός ως φυσική δύναμη),
· οι θρησκείες της πνευμα­τικής προσωπικότητας (то πνεύμα ως διακριτό από τη φύση) και
·   η θρησκεία της αποκάλυψης, ο χριστιανισμός (απόλυτη θρησκεία της αλή­θειας και της ελευθερίας, του προτεσταντι­σμού).
Επιχειρεί να υπαγάγει στη διαλεκτική τριαδικότητα τα θρησκευτικά δόγματα (π.χ. της Αγίας Τριάδος), θεωρεί ότι θρησκεία και φιλοσοφία έχουν το αυτό περιεχόμενο (то α­πόλυτο, το θείο), το οποίο η μεν πρώτη προ­σεγγίζει εμπειρικά, μέσω της παράστασης, η δε δεύτερη νοητά, μέσω της έννοιας. Τα θρη­σκευτικά δόγματα χάνουν κατ' αυτό τον τρόπο την ιερότητα τους και μετατρέπονται σε αλλη­γορίες φιλοσοφικών εννοιών (γεγονός που ο­δήγησε πολλούς ορθόδοξους θεολόγους να μέμφονται τον Χέγκελ για πανθεϊστική και αθεϊστική τάση). Η θρησκεία αίρεται από τη φι­λοσοφία, την ύψιστη μορφή αυτογνωσίας του πνεύματος, την τέλεια ταυτότητα "νοείν" και "είναι", την απόλυτη γνώση, δηλαδή την "επι­στήμη των επιστημών", στην οποία οδηγεί η ε­σωτερική αναγκαιότητα της ιστορικής ανάπτυ­ξης των φιλοσοφικών ιδεών.
Η ιστορική αλλη­λουχία των φιλοσοφικών συστημάτων αντι­στοιχεί στις κατηγορίες της διαλεκτικής και συνάμα απεικονίζει το ουσιώδες περιεχόμενο του πολιτισμού της εποχής του κάθε αναγκαί­ου (παροδικής ισχύος) συστήματος, ως αλλη­λουχία των βαθμίδων προς την απόλυτη φιλο­σοφία του Χέγκελ, που αποτελεί κατά τον ίδιο επακολούθημα, συμπέρασμα και απόλυτη άρση των προγενέστερων φιλοσοφημάτων.
 Η  αντιφατικότητα συντηρητισμού (καθαγιασμού του υπαρκτού) και ανατρεπτικού ριζοσπαστι­κού ορθολογισμού (κριτικής-ορθολογικής προσέγγισης του όντος) συμπυκνώνεται στην κλασική διατύπω­ση του: "κάθε τι έλλογο είναι και πραγματικό, και κάθε τι το πραγματικό είναι και έλλογο".
Κατ' αυτό τον τρόπο ο Χέγκελ με το μεγαλειώ­δες εγχείρημα του να εντάξει στον φιλοσοφι­κό στοχασμό то σύνολο του επιστητού, επι­διώκει να "άρει" πλήρως και τελειωτικά, να συλλάβει και να εγκλείσει κάθε δυνητική προ­οπτική της νόησης, έχοντας την πεποίθηση ότι αυτή η ένταξη στους κλειστούς κύκλους της φιλοσοφίας της απόλυτης ιδέας αποτελεί το ε­πιστέγασμα και το άκρον άωτον της κίνησης της γνώσης. Ωστόσο, για να πραγματοποιήσει τα παραπάνω χρειάσθηκε να αναπαραστήσει εν γένει και συνολικά την ποικιλομορφία του περιεχόμενου της νόησης, υπονομεύοντας ταυτόχρονα το ίδιο του το πανλογικό - δογμα­τικό σύστημα, αλλά και κάθε πιθανή κοσμοθεώρηση που θεωρεί δεδομένο το απόλυτο, διότι η προσέγγιση του τελευταίου μέσω της νόη­σης, του λόγου, то καθιστά κατ' αρχήν ορθο­λογικά προσπελάσιμο και συνεπώς συσχετικό.
Η συνειδητοποίηση αυτής της αντιφατικότη­τας της μεθόδου και του συστήματος (η διάκρι­ση μεθόδου και συστήματος εδώ είναι μάλλον σχετική) του Χέγκελ, σε συνδυασμό με τη συ­στηματική διερεύνηση ενός πραγματικού (και όχι ιδεατού) οργανικού όλου, από τη σκοπιά του ριζικού μετασχηματισμού του, επέτρεψε στον Μαρξ όχι μόνο να θεμελιώσει επιστημο­νικά την επαναστατική πράξη, αλλά και να επαναστατικοποιήσει τη διαλεκτική, αίροντας τους περιορισμούς και μετασχηματίζοντας τα επιτεύγματα του Χέγκελ.
 Η χεγκελιανή φιλο­σοφία με όλη την αντιφατικότητα και τον πλούτο της αποτελεί θεμελιώδη κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού που άσκησε και ασκεί βαθιά επίδραση. Αποτελεί μιαν από τις θεωρητικές πηγές του μαρξισμού. Η κριτική διερεύνηση της αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ όρο της δημιουργικής κατανόησης και ανάπτυ­ξης του σύγχρονου φιλοσοφικού στοχασμού. Βλ. επίσης: ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, διάνοια και λόγος, ιστορικό και λογικό, Φόυερμπαχ, Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν, Κεφάλαιο, διαλεκτική, διαλεκτική λογική, λογι­κή της ιστορίας.
Δ. Πατέλης

Έργα:
·         "Werke", Bd 1-19, Berlin, 1832-1887.-"SaiTrtitche Werke", Kritische AusQabe, hrsg. v. G. Lasson und J. Hoffrneister, Bd 1-30, Leipzig -Hamburg, 1923-60.
·          "Samtlische Werke", iirsfl. v. H. Glockner, Bd 1-26, Stuttgard, 1927-40.
·         Theologische Jugendschnften, Tubingen, 1907.
·         H λογική, μετ. Π. Γρατσιάτου, Αθήνα, 1916.
·         Η επιστήμη της λογικής, μετ. Γ. Τζαβάρα, Αθήνα-Γιάννινα, Δωδώνη, 1991.
·         Φιλοσοφία της ιστο­ρίας, μετ, Αι. Μανούση, τόμ. Α-Β, Νεφέλη, Αθήνα, 1980.
·         Φιλοσοφία του πνεύματος, τόμ. 1-2, Αθήνα, Δωδώνη.
·         Φαινομενολογία του πνεύματος, μετ. Γ. Τζαβάρα, Δωδώνη, τόμ. 1-2, Αθήνα και σειρά έργων σε αμφίβολης ποιό­τητας και πληρότητας μεταφράσεις από τις εκδ. Αναγνωστίδη.
Βιβλιογραφία
·         Β. Α. Βαζιούλιν, Η λογική του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ, Μόσχα, 1968.
·         του ίδιου, Η μαρξική ανάλυση του 'μηχανισμού" του κοινωνικού προσδιορισμού της λο­γικής του Χέγκελ, Filosofskie nauhi. No 2, 1971.
·         του ίδιου, Το σύστημα της λογικής του Χέγκελ και το σύστημα λογικής στο Κεφάλαιο του Μαρξ, ''Επιστημονική Σκέψη", No 36, 1987.
·         G. Lukucs, Oerjwge Hegel. Berlin, 1954.
·         Ε. Β, Ιλιένκοφ, Διαλεκτική λογική, Gutenberg, Αθήνα, 1983.
·         Η φιλοσοφία του Χέγκελ: προβλήματα διαλεκτικής, Μόσχα, 1987.
·         Garaudy R., La pense de Hegel, Paris, 1966.
·         Δ. Γληνός, Η φιλοσοφία του Χέγκελ. Αθήνα, 1970'.
·         Λογοθέτης, Η μετά Kaντιov ιδεοκρατική φιλοσοφία, Αθήνα, 1958
·         ΚΜΕ, Ο Χέγκελ και ο μαρξισμός, Σ.Ε. Αθήνα, 1982.
·          Δ. Πατέλης, Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης, Μόσχα, 1991.
·          Iνστιτούτο Φιλοσοφίας Α.Ε. ΕΣΣΔ, Συστηματικός κα­τάλογος βιβλιογραφίας στή ρωσική για τον Χέγκελ (από τον 19ο αι. μέχρι το 1974), Μόσχα, 1974.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον