Μία από τις μεγάλες μορφές μέσα στην πλειάδα διακεκριμένων θεολόγων της Καππαδοκίας κατά τον Δ΄ αιώνα και Μέγας Οικουμενικός Διδάσκαλος.
Ζῇ Βασίλειος, καὶ θανὼν ἐν Κυρίῳ.
Ζῇ καὶ παρ᾽ ἡμῖν, ὡς λαλῶν ἐκ τῶν βίβλων,
Ἰανουαρίοιο θάνες, Βασίλειε, πρώτῃ.
Γράφει η Ελένη Δραμπάλα
(Α) Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
Ο Μέγας Βασίλειος ονομάσθηκε και υπήρξε πραγματικά Μέγας σε έργα και σε σοφία. Ένας συνετός πολυμαθής και αριστοκράτης, στον λόγο και στον τρόπο του, άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα όχι μόνο στην εποχή του, αλλά και στην όλη ιστορία της Εκκλησίας.
Γεννήθηκε το 329 ή 330 μ.Χ. πιθανότατα στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Σύμφωνα με τον αδελφό του άγιο Γρηγόριο Νύσσης, η γέννησή του υπήρξε «θεόσδοτος», δηλ. καρπός «θείας αἰτήσεως» του πατέρα του. Γόνος ευγενούς οικογενείας και γιός του καθηγητή της ρητορικής στη Νεοκαισάρεια Βασιλείου και της Εμμελίας, έλαβε εξαιρετική ανατροφή και φροντίδα από την μητέρα του και την μάμμη Μακρίνη, απαραίτητη για την λεπτοφυή και ασθενική του κράση.
Κατά τη συνήθεια των πλουσίων νέων της εποχής εκείνης, θέλησε να φοιτήσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους καθηγητές κι έτσι επισκέφθηκε την Καισάρεια Καππαδοκίας, όπου συνδέθηκε με τον εξ Αριανζού Γρηγόριο (Ναζιανζηνό), την Κωνσταντινούπολη όπου πιθανώς μαθήτευσε στον διάσημο καθηγητή της ρητορικής Λιβάνιο και, τέλος, την Αθήνα όπου σπούδασε φιλολογία, ρητορική και φιλοσοφία, μαθητεύοντας στους Ιμέριο και Προαιρέσιο.
Στην Αθήνα, ο Βασίλειος έφθασε το 352 μ.Χ., όπου τον υποδέχθηκε ο παλαιός γνωστός του Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος αναφέρει ότι είχε την ευκαιρία να γνωρίσει «τελεώτερον» τον Βασίλειο και από την φιλική τους συναναστροφή ότι «εὐδαιμονίαν ἐκομισάμην». Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος προσθέτει ακόμη ότι «τά πάντα ἦμεν ἀλλήλοις, ὁμόστεγοι, ὁμοδίαιτοι, συμφυεῖς, τό ἕν βλέποντες, ἀεί τόν πόθον ἀλλήλοις συναύξοντες θερμότερόν τε καί βεβαιότερον», ενώ θεωρούσε την γνωριμία και φιλία του με τον Βασίλειο «τό μέγ’ ὄφελος τοῦ νῦν βίου». Η φιλία των δύο ανδρών υπήρξε καθ’ όλα αρραγής, μοναδική και παραδειγματική. Μετά την εκδημία του Βασιλείου, ο Γρηγόριος αναπολώντας την κοινή ζωή τους στην Αθήνα και τον αδελφικό φιλικό τους δεσμό, θα σημειώσει:
«Ὦ μύθοι, ὦ ξυνός φιλίης δόμος, ὦ φίλ’ Ἀθῆναι,
ὦ θείου βιότου τηλόθε συνθεσίαι,
ἴστε τόδ’ , ὡς Βασίλειος ἐς οὐρανόν, ὡς ποθέεσκεν,
Γρηγόριος δ’ ἐπί γῆς χείλεσι δεσμά φέρων»
Η ζωή του Μεγάλου Βασιλείου στην Αθήνα και η συναναστροφή του με τον άγιο Γρηγόριο υπήρξε ευκαιρία σπουδής της θύραθεν σοφίας, αλλά παράλληλα και ανύστακτης μέριμνας «Χριστιανούς καί εἶναι καί ὀνομάζεσθαι». Σπούδασε, ειδικότερα, φιλοσοφία, ρητορική και ιατρική, αλλά και ό,τι άλλο προσέφερε τον κλεινόν άστυ. Μετά το πέρας των σπουδών του στην Αθήνα, ο Βασίλειος επέστρεψε στο πατρικό σπίτι στα Άννησα της Καππαδοκίας το έτος 356 μ.Χ. Η αδελφή του Μακρίνα, η οποία ήταν ήδη μοναχή, του έκανε κάποιες παρατηρήσεις επειδή διεπίστωσε ότι υπήρχε στη συμπεριφορά του κάποια έπαρση, λόγω των λαμπρών σπουδών και της ικανότητάς του στη ρητορική τέχνη.
Το 358, μετά την εκδημία του νεώτερου αδελφού του ασκητή Ναυκράτιου και η οποία σημάδεψε την πορεία του Βασιλείου, τοποθετείται το Βάπτισμά του από τον επίσκοπο Διάνιο, η προχείρησή του σε Αναγνώστη και ολοκληρωτική αφοσίωσή του στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Εγκατέλειψε την λαμπρή επαγγελματική του σταδιοδρομία, πούλησε την περιουσία του και ταξίδευσε στην Αίγυπτο, Παλαιστίνη και Συρία της Μεσοποταμίας, για να έχει άμεση γνώση των κέντρων του Μοναχισμού. Δεν βρήκε, όμως, αυτό που ζητούσε κι έτσι επέστρεψε στην Καισάρεια, ενώ αργότερα αποσύρθηκε σε κάποιο οικογενειακό κτήμα, στη συμβολή των ποταμών Ίριδος και Λύκου στον Πόντο, όχι μακριά από τα Άννησα, όπου άρχισε την ασκητική του πολιτεία. Εκεί προσκάλεσε τον φίλο και συμμαθητή του Γρηγόριο, ο οποίος έμεινε μαζί του για κάποιο διάστημα. Εκεί ήταν ο τόπος ασκήσεως του Βασιλείου, όπου παράλληλα με τη χειρωνακτική εργασία και τη μελέτη, επιδιδόταν στην άσκηση για τη νέκρωση των παθών και στην αδιάλειπτη προσευχή, ενώ οι εμπειρίες αυτές σημάδεψαν την όλη ζωή του ιερού Πατέρα. Μάλιστα, ο αδελφός του Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει ότι ο Βασίλειος είχε κάποτε ανάλογη μ’ αυτήν του Μωϋσή θεοπτία «Κατελάμφθη τῷ φωτί διά τῆς βάτου ἐκεῖνος. Ἔχομέν τι συγγενές τῇ ὀπτασίᾳ ταύτῃ καί ἐπί τούτου εἰπεῖν· ὅτι νυκτός οὔσης, γίνεται αὐτῷ φωτός ἔλλαμψις κατά τόν οἶκον προσευχομένῳ· ἄϋλον δέ τι τό φῶς ἦν ἐκεῖνο θείᾳ δυνάμει καταφωτίζον τό οἴκημα, ὑπ’ οὐδενός πράγματος ὑλικοῦ ἐξαπτόμενον».
(Β) Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ
Σχετικά με την εκκλησιαστική σταδιοδρομία και δραστηριότητά του, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος παρά τη θέλησή του, το θέρος του 362 μ.Χ., από τον επίσκοπο Ευσέβιο, διάδοχο του Διανίου. Η εργασία του ήταν σημαντική στο θεολογικό και ποιμαντικό πεδίο, ενώ την περίοδο εκείνη αντιμετώπισε με υπευθυνότητα τον Νεοαρειανισμό.
Το 370 μ.Χ. έγινε επίσκοπος Καισαρείας, διαδεχόμενος τον κοιμηθέντα επίσκοπο Ευσέβιο. Η εκλογή του αυτή δεν ήταν χωρίς εμπόδια, διότι, τόσο οι εκλέκτορες επίσκοποι, όσο και οι αξιωματούχοι αντιδρούσαν στην επισκοποποίηση του Βασιλείου, με το επιχείρημα ότι ήταν ασθενικός και δεν θα μπορούσε ν’ ανταποκριθεί στα καθήκοντά του. Όμως, ο Βασίλειος αντιμετώπισε με ανωτερότητα όλους εκείνους τους επισκόπους που δεν συμφωνούσαν με την εκλογή του, ενώ ο Γρηγόριος σημείωνει «τό στασιάζων πρός ἑαυτόν μαλάσσει καί θεραπεύει λόγοις ἰατρικῆς μεγαλόφρονος».
Στον επισκοπικό θρόνο έμεινε εννέα έτη και εργάσθηκε σκληρά για την αντιμετώπιση των αιρετικών. Γι’ αυτό η θεολογική προσφορά του είχε δύο βασικούς πυλώνες: 1) την αποδοχή του δόγματος της Νικαίας, την αναγνώριση της θεότητας του Υιού, την ομοουσιότητά Του με τον Πατέρα και 2) τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος.
Η εκκλησιαστική πολιτική του Βασιλείου τον κατέστησε προσωπικότητα οικουμενικής εμβέλειας, αναγνωρισμένη απ’ όλες τις μεγάλες εκκλησιαστικές μορφές της εποχής του. Με βάση την ενότητα της πίστεως και κυρίως το δόγμα της Νικαίας, ο Βασίλειος προσπάθησε να προβάλει τον καθολικό χαρακτήρα και την οικουμενική σημασία της Ορθόδοξης θεολογίας και της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Για την οικοδόμηση της οικουμενικής Εκκλησίας έγραψε επιστολές, εμψύχωνε τους φίλους του επισκόπους, έγραψε θεολογικές μελέτες, έδωσε πραγματικά την ψυχή του για να είναι «σύμψυχοι πάντες, τό ἕν φρονοῦντες», ενώ έδινε εντυπωσιακή προτεραιότητα στην ομόνοια της οικουμενικής Εκκλησίας έναντι οποιασδήποτε προσωπικής επιτυχίας ή επιδίωξης.
(Γ) ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Υπήρξε μεγάλο. Με το παράδειγμα και τον λόγο του «ἔπεισεν ἀνθρώπους ὄντας ἀνθρώπων μή καταφρονεῖν, μηδ’ ἀτιμάζειν Χριστόν, τήν μίαν πάντως κεφαλήν, διά τῆς εἰς ἐκείνους ἀπανθρωπίας· ἀλλ’ ἐν ταῖς ἀλλοτρίαις συμφοραῖς τά οἰκεῖα εὖ τίθεσθαι, καί δανείζειν Θεῷ τόν ἔλεον, ἐλέου χρῄζοντος». Αξιοποιώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τις δυνατότητες των πιστών δημιούργησε «τήν καινήν πόλιν, τό τῆς εὐσεβείας ταμεῖον, τό κοινόν τῶν ἐχόντων θησαύρισμα, εἰς ὅ τά περιττά τοῦ πλούτου, ἤδη δε καί τά ἀναγκαῖα ταῖς ἐκείνου παραινέσεσιν ἀποτίθενται ...». Για τις λατρευτικές ανάγκες του ποιμνίου του έκτισε «οἶκον εὐκτήριον μεγαλοπρεπῶς κατασκευασμένον», όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, ενώ κατασκεύασε οικήματα για τη φιλοξενία των αρχόντων, δημοσίων λειτουργών και διερχομένων από την πόλη. Έκτισε νοσοκομείο για τη θεραπεία των ασθενών, το οποίο εξόπλισε με το αναγκαίο ιατρικό, νοσηλευτικό και άλλο υπηρετικό προσωπικό. Έκτισε ίδρυμα, στο οποίο μπορούσαν να μάθουν τέχνες όσοι δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα κι έτσι να έχουν κάποιο εφόδιο για τη ζωή τους. Ακόμη, έκτισε οίκους «ταῖς ἐργασίαις επιτηδείους» και όλα αυτά αποτελούσαν «τῷ μέν τόπῳ κόσμον, τῷ δέ ἄρχοντι σεμνολόγημα».
(Δ) ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Τα έργα του κατατάσσονται σε τέσσερεις κατηγορίες:
Δογματικά συγγράμματα
α) «Ανατρεπτικός του Απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου». Αποτελείται από τρία βιβλία και καταφέρεται ενάντια του αρχηγού των Ανομοίων Ευνομίου.
β) «Προς Αμφιλόχιον, περί του Αγίου Πνεύματος». Επιστολική πραγματεία προς τον επίσκοπο Ικονίου Αμφιλόχιο σχετικά με το Άγιο Πνεύμα.
Ασκητικά συγγράμματα
α) «Τα Ηθικά». Συλλογή 80 ηθικών κανόνων.
β) «Όροι κατά πλάτος». Περιέχει 55 κεφάλαια με θέμα γενικές αρχές του μοναχισμού.
γ) «Όροι κατ’ επιτομήν». Περιέχει 313 κεφάλαια που αναφέρονται στην καθημερινή ζωή των μοναχών.
δ) «Περί πίστεως».
ε) «Περί κρίματος».
στ) «Περί της εν παρθενία αληθούς αφθορίας». Έργο σχετικό με την παρθενική ζωή.
Ομιλίες
Ορισμένες από τις ομιλίες του είναι:
α) «Εις την Εξαήμερον». Συλλογή 9 ομιλιών με θέμα τη δημιουργία του κόσμου.
β) «Εις του Ψαλμούς». Συλλογή 18 ομιλιών με αφορμή το περιεχόμενο των Ψαλμών του Δαυίδ.
γ) «Περί του ουκ έστιν αίτιος του κακού ο Θεός».
δ) «Περί πίστεως».
ε) «Κατά Σαβελλιανών, Αρείου και Ανομοίων».
στ) «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων». Το διασημότερο από τα κείμενα του Βασιλείου, στο οποίο πραγματοποιεί προσπάθεια γεφύρωσης μεταξύ χριστιανικής και κλασσικής παιδείας.
ζ) «Προτρεπτικός εις το άγιον βάπτισμα».
η) «Εις το πρόσεχε σεαυτώ».
θ) «Προς Πλουτούντας».
ι) «Εν λιμώ και αυχμώ».
ια) «Εις την μάρτυρα Ιουλίτταν και περί ευχαριστίας».
Επιστολές
Σώζονται 365 επιστολές με το όνομα του Μεγάλου Βασιλείου, που καλύπτουν την εικοσαετία από την επιστροφή του στην Καισάρεια από την Αθήνα έως και το θάνατό του.
Ἀπολυτίκιον
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου• δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε• πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ελένη Δραμπάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον