Μαρξισμός: Ένας (σίγουρος) δρόμος για την ουτοπία;
Τεύχος 117, περίοδος: Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2011
Μία ενδιαφέρουσα Μελέτη - Έρευνα στην κριτική που άσκησαν οι Μαρξ και Ένγκελς στο ρεύμα που ονομάστηκε ουτοπικός Σοσιαλισμός.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ: ΕΝΑΣ (ΣΙΓΟΥΡΟΣ) ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑ; (1)
Του Γιώργου Καλαμπόκα
Σκοπός της αυτής της εργασίας είναι να εξετάσουμε την κριτική που άσκησαν οι Karl Marx [Καρλ Μαρξ] και Friedrich Engels [Φρίντριχ Ένγκελς] στο ρεύμα που ονομάστηκε ουτοπικός σοσιαλισμός, με βασικούς του εκπροσώπους, τους Henri Saint Simon [Σαιν Σιμόν], Charles Fourier [Φουριέ] και Robert Owen [Όουεν]. Για τον σκοπό αυτό θα βασιστούμε κυρίως σε τρία κείμενα, στα οποία οι Μαρξ και Ένγκελς ασκούν ρητά την κριτική τους. Πρόκειται για τη Γερμανική Ιδεολογία και το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος που συνυπογράφουν, αλλά και το έργο του Ένγκελς,Ουτοπιστικός Σοσιαλισμός και Επιστημονικός Σοσιαλισμός.
Παρά τον περιορισμό μας σε αυτά τα κείμενα, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι οι κριτικές αναφορές στους Ουτοπικούς Σοσιαλιστές ποικίλουν στο έργο των δύο συγγραφέων και αφορούν κείμενα που έχουν είτε φιλοσοφικό είτε πολιτικό περιεχόμενο: Αγία Οικογένεια, Ο πόλεμος των Χωρικών, Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας, η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία είναι μόνο κάποια από αυτά. Εμείς, θα σταθούμε στα τρία πιο χαρακτηριστικά κείμενα κριτικής, τα οποία άλλωστε τοποθετούνται και σε αρκετά μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους (1845 η Γερμανική Ιδεολογία και 1848 το Μανιφέστο, 1880 τοΟυτοπικός σοσιαλισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός), ώστε μπορούμε να υποθέσουμε ότι αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα των ενδεχόμενων κατασταλάξεων της πρόσληψης του έργου των ουτοπικών σοσιαλιστών από τους Μαρξ και Ένγκελς.
2. Η Γερμανική Ιδεολογία
Η Γερμανική Ιδεολογία αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενα στην ιστορία του μαρξισμού. Όχι γιατί αποτελεί ένα πλήρες «εγχειρίδιο» μαρξιστικής σκέψης, αλλά επειδή ως έργο σηματοδοτεί την «έναρξη» της μαρξιστικής επιστήμης: είναι το έργο εκείνο με το οποίο οι Μαρξ και Ένγκελς επιδιώκουν να «ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με την παλιά φιλοσοφική τους συνείδηση» και να θέσουν τα θεμέλια για μια νέα φιλοσοφική πρακτική, αλλά και κυρίως μια νέα επιστημονική κοσμοαντίληψη. Στο κείμενο αυτό μπορεί κανείς να παρατηρήσει την αλλαγή προβληματικής των συγγραφέων: Το τρίπτυχο «άνθρωπος - ουσία - αλλοτρίωση», που απασχολούσε ως τότε κυρίως τις εργασίες του Μαρξ, δίνει τη θέση του στο «καταμερισμός εργασίας - παραγωγικές σχέσεις - παραγωγικές δυνάμεις», σηματοδοτώντας έτσι την οριστική ρήξη των Μαρξ και Ένγκελς με τον κύκλο των νέων εγελιανών και των νέων φοϋερμπαχιανών που αποτέλεσαν τη φιλοσοφική τους προπαίδεια. Η υλική παραγωγή γίνεται έτσι η βάση για την επιστημονική τους, αλλά και για τη φιλοσοφική τους σκέψη.
Πρόκειται για μια ρήξη που ο Μαρξ ψηλαφεί ήδη από τις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, οι οποίες δεν βγήκαν στο φως παρά ως παράρτημα στο αντίστοιχο έργο του Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, 40 χρόνια μετά. Η ρήξη αυτή δείχνει να ολοκληρώνεται στη Γερμανική Ιδεολογία.(2) Μια νέα πρακτική της φιλοσοφίας εγκαινιάζεται, η οποία συνοδεύεται από την κριτική της κλασικής φιλοσοφικής παραγωγής του καιρού τους, αλλά και από την επιχείρηση να θέσουν πια όχι μόνο φιλοσοφικά, αλλά επιστημονικά ερωτήματα. Βασική θέση στην υλιστική φιλοσοφική τους αναζήτηση αποκτά η έννοια της πρακτικής, ενώ σταδιακά, ειδικά ο Μαρξ, εγκαταλείπει την αμιγώς φιλοσοφική παραγωγή και ξεκινάει να συγγράφει έργα πολιτικά και επιστημονικά. Άλλωστε, η τομή που θεωρούμε στο πλαίσιο της μαρξικής σκέψης δεν πήρε κυρίως τη μορφή μιας φιλοσοφικής τομής, αλλά τη μορφή μιας επιστημονικής τομής. Η Γερμανική Ιδεολογία αποτελεί, τρόπον τινά, το πρώτο σάλπισμα αυτής της νέας επιστημονικής σκέψης που ονομάστηκε ιστορικά μαρξισμός.
2.1. Η φιλοσοφική υπεράσπιση των ουτοπικών σοσιαλιστών
Στον δεύτερο τόμο αυτού του κοινού τους έργου, οι Μαρξ και Ένγκελς περιλαμβάνουν το κεφάλαιο με τίτλο Καρλ Γρυν: «το κοινωνικό κίνημα στη Γαλλία και το Βέλγιο», το οποίο σημειώνουν με τον υπότιτλο Η ιστοριογραφία του αληθινού σοσιαλισμού. Εκεί, επιχειρούν να απαντήσουν στις υποτιθέμενες σοσιαλιστικές αιτιάσεις του Γερμανού φιλοσόφου, εκπροσώπου του «αληθινού σοσιαλισμού», ο οποίος χωρίς καν να έχει διαβάσει (όπως επιχειρούν επίμονα να αποδείξουν) τα πρωτότυπα κείμενα των Σαιν Σιμόν και Φουριέ (καθώς και του Étienne Cabet [Ετιέν Καμπέ]), επιχειρεί να τα απορρίψει και μαζί με αυτά να απορρίψει τις αυθεντικές σοσιαλιστικές ιδέες που περιέχουν. Ο Karl Grün [Καρλ Γκρυν] επενδύει τη ρητορική του με την υποτιθέμενη «εθνική» υπεροχή των Γερμανών απέναντι στους Γάλλους, όπως υποτίθεται ότι προέκυπτε από τη σπουδαία γερμανική φιλοσοφική παράδοση. Έτσι, επιχειρεί να εμφανιστεί ως υποστηρικτής των φοϋερμπαχιανών ιδεών, αντιπαραβάλλοντάς τες στον «γαλλικό σοσιαλισμό». Γράφουν οι Μαρξ και Ένγκελς:
Οπλισμένος με την ακλόνητη πίστη στα πορίσματα της γερμανικής φιλοσοφίας, όπως εκτίθενται από τον Φόυερμπαχ, δηλαδή ότι ο «άνθρωπος», ο «καθαρός, αληθινός άνθρωπος», είναι ο τελικός σκοπός της παγκόσμιας ιστορίας, ότι η θρησκεία είναι η εξωτερικευμένη ανθρώπινη ουσία, ότι η ανθρώπινη ουσία είναι η ανθρώπινη ουσία και το μέτρο όλων των πραγμάτων. Οπλισμένος και με τις άλλες αλήθειες του γερμανικού σοσιαλισμού [...], ότι και το χρήμα και η μισθωτή εργασία κτλ. είναι εξωτερικεύσεις της ανθρώπινης ουσίας, ότι ο γερμανικός σοσιαλισμός είναι η πραγμάτωση της γερμανικής φιλοσοφίας και η θεωρητική του ξένου σοσιαλισμού και κομμουνισμού κτλ. – ο κύριος Γκρυν αναχωρεί για τις Βρυξέλλες και το Παρίσι με όλη την αυταρέσκεια του αληθινού σοσιαλισμού (Μαρξ - Ένγκελς 1989: 250).
Απέναντι στη δυσφήμιση των σοσιαλιστικών ιδεών των Σαιν Σιμόν και Φουριέ από τον Γκρυν, οι Μαρξ και Ένγκελς όχι μόνο υπερασπίζονται τη σκέψη και τα οράματά τους, αλλά πολλές φορές εξαίρουν το έργο τους και τη σημασία του, αναδεικνύοντας ακόμη και «άκομψα» τις ανακρίβειες του Γκρυν.
Ουσιαστικά όμως υπερασπίζονται τη δυνατότητα ενός φιλοσοφικού υλισμού, απέναντι στον ιδεαλισμό της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας. Και μια τέτοια υπεράσπιση είναι ριζική: την ίδια στιγμή που «προστατεύει» τον Σαιν Σιμόν και τον Φουριέ από την επίθεση του Γκρυν, προστατεύοντας έτσι και το όραμά τους, απορρίπτει τον ιδεαλισμό τους, ο οποίος θέλει τη διεκδίκηση του οράματος αυτού να μένει στη σφαίρα της ιδεολογίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η κριτική του Γκρυν στον Σαιν Σιμόν μπαίνει στο στόχαστρο των Μαρξ και Ένγκελς, ως μια κριτική που δεν ασχολείται καν «με τη σημαντικότερη πλευρά του σαινσιμονισμού, που είναι η κριτική της υφιστάμενης κατάστασης», ενώ οι Μαρξ και Ένγκελς αποκαλύπτουν ότι ο Γκρυν δεν έχει κατανοήσει καν την προβληματική του Σαιν Σιμόν, αλλά ούτε καν την ιδιότυπη ορολογία του: Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος με τον οποίον ο Σαιν Σιμόν χρησιμοποιεί την λέξη «βιομήχανοι», στους οποίους συμπεριλαμβάνει τόσο τους εργάτες, όσο και τους εργοστασιάρχες και εμπόρους, κοντολογίς, τον μη αγροτικό κόσμο της δουλειάς, τον οποίον βλέπει σε αντίθεση με τους αργόσχολους ευγενείς που δεν εργάζονται και απλώς ζουν σε βάρος των υπολοίπων.
Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά τον Φουριέ, η υπεράσπισή τους είναι ταυτόχρονα καθολική και κριτική. Απαντούν στον Γκρυν κατηγορώντας τον ότι προσπερνά με «επιπολαιότητα και βιασύνη το κριτικό μέρος των ιδεών του Φουριέ», το οποίο τονίζουν ότι είναι το πιο σημαντικό. Και αυτή η σημείωση έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί επανέρχεται συνεχώς στην υπεράσπιση των ουτοπικών σοσιαλιστών από τους Μαρξ και Ένγκελς. Απέναντι στην κατηγορία του Γκρυν ότι ο Φουριέ «σκίζει» τον άνθρωπο σε δώδεκα πάθη, οι Μαρξ και Ένγκελς απαντούν αναδεικνύοντας τον ιδεαλισμό του Γκρυν:
Βλέπουμε τι λογής φανταστικό πλάσμα είναι αυτός ο «ολόκληρος άνθρωπος»(3) που «βρίσκεται» μέσα σε μια μοναδική ιδιότητα ενός πραγματικού ατόμου και που ο φιλόσοφος τον ερμηνεύει μ’ αυτήν. Τι λογής άνθρωπος είναι γενικά αυτός που δεν θεωρείται στην πραγματική ιστορική δραστηριότητα και ύπαρξή του, αλλά μπορεί να συνάγεται από το λοβό του ίδιου του αυτιού του ή από κάποιο άλλο σημάδι που τον διακρίνει από το ζώο (όπ. π.: 284).
Οι Μαρξ και Ένγκελς υπερασπίζονται την υλικότητα των ιδεών του Φουριέ, απέναντι στον κλασικό ιδεαλισμό του Γκρυν σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει μια εσωτερική ανθρώπινη ουσία που συγκροτεί την ιδιαίτερη ανθρώπινη φύση, αλλά και τον «βιολογισμό» της άποψής του, ο οποίος αναζητά τη διαφορετικότητα του ανθρώπου σε βιολογικούς παράγοντες και όχι στην κοινωνική του συγκρότηση, στους πραγματικούς, υλικούς όρους ύπαρξής του. Η απόκρουση του φιλοσοφικού ανθρωπισμού του Γκρυν γίνεται εδώ το μέσο για να ασκήσουν κριτική στο σχήμα που μέχρι πρότινος αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά και της δικής τους προβληματικής, τηναλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσης. Σύμφωνα με αυτή την προβληματική, ο άνθρωπος αποτελείται από μια εσωτερική «ουσία», η οποία στο πλαίσιο των κοινωνικών του σχέσεωναλλοτριώνεται, δηλαδή εκπέφτει, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να γίνεται ένα κατώτερο ποιοτικά ον από αυτό που προορίζεται, ή για να το πούμε καλύτερα, από αυτό που είναι. Με την έννοια αυτή, η επιμονή του Γκρυν στο ότι ο άνθρωπος αποτελείται από τις αισθήσεις του, σηματοδοτεί μια τέτοια εκδοχή ανθρωπιστικού, ουσιοκρατικού, εμπειρισμού την οποία οι Μαρξ και Ένγκελς θέλουν να πολεμήσουν προς όφελος μιας υλιστικής εκδοχής της ανθρώπινης υπόστασης, όπως αυτή που δίνει ο Φουριέ, μέσω του σχήματος των ανθρώπινων παθών. Αυτά φανερώνουν, όχι τη δομική και αέναη αλλοτριωμένη ανθρώπινη ουσία, αλλά την πραγματική αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το κοινωνικό του περιβάλλον, με άλλα λόγια, την υλικότητα των κοινωνικών σχέσεων.
Παρακάτω, αναδεικνύουν και πάλι, από άλλη σκοπιά αυτή τη φορά, τον ιδεαλισμό του Γκρυν και την υπεροχή του γαλλικού σοσιαλισμού, επισημαίνοντας:
Ο κύριος Γρυν χαρακτηρίζει εδώ τις πραγματικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων εκδηλώσεις, ενώ τη θρησκεία και την πολιτική, βάση και ρίζα αυτών των εκδηλώσεων. Από αυτή τη σαχλή θέση βλέπουμε πως οι αληθινοί σοσιαλιστές αντιπαραθέτουν, σαν ανώτερη αλήθεια, την ιδεολογική φρασεολογία της γερμανικής φιλοσοφίας στις πραγματικές περιγραφές των Γάλλων σοσιαλιστών και συνάμα πως πασχίζουν να συνδέσουν τον δικό τους ιδιαίτερο στόχο, την ουσία του ανθρώπου, με τα πορίσματα της γαλλικής κριτικής της κοινωνίας. Όταν η θρησκεία και η πολιτική θεωρούνται σαν η βάση των υλικών συνθηκών ζωής, είναι εντελώς φυσικό να καταλήγουν τα πάντα, σε τελευταία ανάλυση, στη διερεύνηση της ανθρώπινης ουσίας, δηλαδή της συνείδησης που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του (όπ. π.: 286).
Εδώ, η ουσία του ανθρώπου συγκεντρώνει και πάλι τα πυρά των συγγραφέων, ως φιλοσοφική κατηγορία ανεπαρκής και σε τελική ανάλυση ιδεαλιστική, ενώ αναδεικνύουν τον ιδεολογικό στόχο της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας: Να τα υποτάξει όλα σε αυτήν την ιδιαίτερη ανθρώπινη ουσία, να εξηγήσει τον κόσμο με δεδομένο ότι στο επίκεντρό του βρίσκεται ο άνθρωπος και οι ιδέες του, οι οποίες αποτελούν την προϋπόθεση οποιασδήποτε υλικής διαδικασίας. Έτσι, παρά την κριτική που θα ασκήσουν σε σημαντικές όψεις του ουτοπικού σοσιαλιστικού ρεύματος, οι Μαρξ και Ένγκελς υπερασπίζονται τον γαλλικό σοσιαλισμό, ακριβώς γιατί, με όλη τη φαντασιοκοπία και τα λάθη του, αντιστρέφει αυτό το υπόδειγμα, εξετάζει τον άνθρωπο στο ιστορικό πλαίσιο ύπαρξής του (τα πάθη του είναι τέτοια ένδειξη, σε αντίθεση με τις αισθήσεις που υπερασπίζεται ο Γκρυν), και θέτει τις υλικές συνθήκες ύπαρξης των ανθρώπων (θα μπορούσαμε να πούμε με κατοπινή ορολογία, την οικονομική «υποδομή»), ως βάση για την ιδεολογία και την πολιτική συγκρότηση και όχι το αντίστροφο. Η υπεράσπιση του Φουριέ ως υλιστή συμπυκνώνεται στη φράση των Μαρξ και Ένγκελς ότι ο Φουριέ, «ξεκινά πάντα από τον μετασχηματισμό της παραγωγής» (όπ. π.: 284), ενώ στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και η θερμή υπεράσπιση των ιδεών του Φουριέ για την εκπαίδευση, επισημαίνοντας ότι εκεί βρίσκονται μερικές μεγαλοφυείς παρατηρήσεις.
2.2. Προκαταρκτικά συμπεράσματα
Από την ενασχόληση των Μαρξ και Ένγκελς με την υπεράσπιση των ουτοπικών σοσιαλιστών στη Γερμανική Ιδεολογία, μπορούμε να συνάγουμε μερικά γενικά συμπεράσματα, καθώς το μοτίβο αυτής της υπεράσπισης είναι κατά βάση κοινό. Οι Μαρξ και Ένγκελς προσάπτουν στον Γκρυν ότι δεν στέκεται καθόλου στο κριτικό μέρος των αναλύσεων των ουτοπικών σοσιαλιστών, αναδεικνύοντας παράλληλα ότι κατά την άποψή τους αυτό είναι και το σημαντικότερο σημείο της προσφοράς τους. Είναι κάτι το οποίο θα σημαδέψει και αργότερα την προσέγγισή τους στο έργο των Σαιν Σιμόν, Φουριέ και Όουεν. Και αυτό γιατί, εκεί που ο Γκρυν έψαχνε τη δικαίωση της κλασικής, ιδεαλιστικής, γερμανικής φιλοσοφίας, επιχειρηματολογώντας με κεντρική φιλοσοφική έννοια τον άνθρωπο και τις ιδέες του, οι Μαρξ και Ένγκελς αναγνωρίζουν στα κείμενα των ουτοπικών σοσιαλιστών μια υλιστική κριτική της υφιστάμενης κοινωνικής κατάστασης. Μπορεί κανείς εύκολα να υποθέσει, ότι σε ένα κείμενο που είναι αφιερωμένο σε αυτόν ακριβώς τον σκοπό, την πολεμική στη γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία, η υπεράσπιση των ουτοπικών σοσιαλιστών έχει ακριβώς τον συμβολισμό της υπεράσπισης του υλισμού: Τόσο ενός φιλοσοφικού υλισμού που η προβληματική του αφορμάται από τις υλικές σχέσεις και πρακτικές(έννοια κλειδί για τον Μαρξ στη φιλοσοφία, ήδη από τις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ), όσο και (κυρίως) της δυνατότητας ενός επιστημονικού υλισμού. Στη Γερμανική Ιδεολογία οι συγγραφείς μένουν κυρίως στην πρώτη περίπτωση. Η υπεράσπισή των ουτοπικών σοσιαλιστών απέναντι στον ιδεαλισμό του Γκρυν είναι βασική προϋπόθεση για την αναζήτηση ενός επιστημονικού υλισμού, που τους απασχολεί. Σε αυτό όμως, οι Μαρξ και Ένγκελς θα επανέλθουν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο.
Παρά τη φιλοσοφική αυτή υπεράσπιση των ουτοπικών σοσιαλιστών, δεν μπορούμε να μην τονίσουμε, ότι το φιλοσοφικό επιχείρημα των Μαρξ και Ένγκελς δεν δείχνει να ξεφεύγει από μια απλή «αντιστροφή» της κλασικής γερμανικής ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Παλεύουν να αναδείξουν ότι δεν είναι οι ιδέες που φτιάχνουν τον (πραγματικό) κόσμο, αλλά ο (πραγματικός) κόσμος που διαμορφώνει τις ιδέες. Όμως, δεχόμενοι (και ορθά) ότι εκείνη τη στιγμή αυτό είναι το πρώτιστο φιλοσοφικό τους καθήκον, αφήνουν στο απυρόβλητο τον πυρήνα του γερμανικού ιδεαλισμού, αντικαθιστώντας, μέσα στη δοσμένη «διαλεκτική» του, απλώς τη φύση της «ουσίας» που αποτελεί το κέντρο των φαινομένων.(4) Η διαφορά του μαρξικού υλισμού ανάγεται στη φύση της εσωτερικής ουσίας που κινεί τα φαινόμενα, όπου η Ύλη παίρνει τη θέση της Ιδέας, και άρα, η διαφορά τους με τον Χέγκελ, παρά τον διαχωρισμό τους από αυτόν στη Γερμανική Ιδεολογία, δεν εντοπίζεται στο αν μπορούμε ή όχι να εντοπίσουμε μια εσωτερική ουσία στον «μηχανισμό» που συγκροτεί τα κοινωνικά φαινόμενα, αλλά μόνο στο ποια είναι αυτή η ουσία. Έτσι, και η υπεράσπιση των ουτοπικών σοσιαλιστών θα προκύψει από αυτή τη φιλοσοφική σκοπιά, της (αιτιακής) προτεραιότητας της υλικής ζωής έναντι της πνευματικής, στην οποία οι Μαρξ και Ένγκελς, την ίδια στιγμή που τοποθετούν για πρώτη φορά το περίγραμμα της δικής τους υλιστικής προβληματικής, θα αναγνωρίσουν (ορθά) έναν πρώιμο υλισμό.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι στη Γερμανική Ιδεολογία οι Μαρξ και Ένγκελς κυρίως υπερασπίζονται, και πολύ λιγότερο διαχωρίζονται από τους ουτοπικούς σοσιαλιστές. Πρόκειται για μια στάση που δεν διατηρούν για πολύ, καθώς στα μετέπειτα κείμενά τους, αλλάζει σε μεγάλο βαθμό ο χαρακτήρας των στόχων που θέτουν: Αφού έχουν πια ξεκαθαρίσει λογαριασμούς με τον (γερμανικό) ιδεαλισμό, και έχουν τοποθετήσει τους ουτοπικούς σοσιαλιστές σε κοινό με αυτούς στρατόπεδο, είναι πια σε θέση να επιχειρήσουν μια πιο αναλυτική κριτική στις (επιστημονικές, αλλά και φιλοσοφικές) ανεπάρκειες της άποψής τους.
3. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο
Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενα στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, κείμενο που άσκησε επιρροή σε εκατομμύρια ανθρώπους. Γράφτηκε βιαστικά ως προγραμματικό ντοκουμέντο μιας μικρής πολιτικής ομάδας, της Λίγκας των Κομμουνιστών, το καλοκαίρι του 1847 και εκδόθηκε τον Φλεβάρη του 1848, δύο μόλις χρόνια μετά τη Γερμανική Ιδεολογία. Εκεί, οι Μαρξ και Ένγκελς εκθέτουν για πρώτη φορά συνοπτικά και συστηματικά το πολιτικό τους όραμα και όχι πλέον κάποια φιλοσοφική κριτική.
Το κείμενο επιχειρεί να συγκροτήσει σε λόγο αυτό που ήταν κοινή αίσθηση την περίοδο εκείνη, ότι μια νέα κοινωνική δύναμη αναδύεται και συγκροτείται και νέα κοινωνικά οράματα έρχονται να πάρουν τη θέση των προηγούμενων οραμάτων, που έδωσαν η Γαλλική Επανάσταση και ο Διαφωτισμός. Η διασημότερη, πρώτη φράση της εισαγωγής του Μανιφέστου είναι ενδεικτική για όσα αναφέρουμε: «Ένα φάντασμα πλανιέται στην Ευρώπη. Το φάντασμα του κομμουνισμού» (Μαρξ-Ένγκελς 2004: 44). Η συγκρότηση αυτής της νέας κοινωνικής και πολιτικής δύναμης απαιτεί τη διαμόρφωση της «ταυτότητάς» της: Την τοποθέτησή της ανάδυσής της μέσα στην ιστορική συγκυρία, την ανάλυση των χαρακτηριστικών και των συμφερόντων της, την αποσαφήνιση του πολιτικού της οράματος, τη σχέση της με τις άλλες κοινωνικές αλλά και πολιτικές δυνάμεις και τα οράματά τους. Μια ματιά και μόνο στη δομή του είναι ικανή να μας κάνει σαφή αυτή τη στόχευση:Αστοί και προλετάριοι, Προλετάριοι και κομμουνιστές, Σοσιαλιστική και κομμουνιστική φιλολογίακαι τέλος, Η στάση των κομμουνιστών απέναντι στα διάφορα κόμματα της αντιπολίτευσης. Πρόκειται, με λίγα λόγια, για την πρώτη συμπύκνωση των βασικών θέσεων του ιστορικού υλισμού, της επιστήμης της ιστορίας της οποίας θεμελιωτής θεωρείται ο Μαρξ. Στο πλαίσιο του κειμένου όμως, οι Μαρξ και Ένγκελς τοποθετούν την προβληματική τους στο εσωτερικό ενός υφιστάμενου ρεύματος, της «σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής φιλολογίας», την οποία πέραν των άλλων επιδιώξεών τους, θα επιχειρήσουν να αποτιμήσουν κριτικά και ενδεχομένως να ανασκευάσουν.
Στην προσπάθειά μας όμως να συνάγουμε συμπεράσματα για τον χαρακτήρα της κριτικής των Μαρξ και Ένγκελς στους ουτοπικούς σοσιαλιστές, όπως αυτή εκτίθεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε ότι το κείμενο έχει έναν κυρίαρχα πολιτικό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται για ένα φιλοσοφικό κείμενο, όπως η Γερμανική Ιδεολογία, ούτε για ένα αμιγώς επιστημονικό κείμενο που εκθέτει ένα πλήρες σχέδιο ανάλυσης της υφιστάμενης κοινωνικής κατάστασης. Το κείμενο έχει πολιτική σκοπιμότητα, επιδιώκει να συγκροτήσει την κομμουνιστική ταυτότητα και το πολιτικό όραμα που προσιδιάζει σε αυτήν, καθώς και την κοινωνική δύναμη που εκπροσωπεί, να συνδέσει όλα αυτά τα στοιχεία, και βέβαια να πείσει τους αναγνώστες για το αληθές των αιτιάσεών του και να τους παρακινήσει να αγωνιστούν γι’ αυτές. Στο πλαίσιο αυτό, οι συγγραφείς παρουσιάζουν την άποψη που δύναται να δώσει εχέγγυα επιστημονικότητας και ιστορικής δυνατότητας στην πραγμάτωση του σκοπού τους, αλλά η παρουσίαση αυτή πάντα υπόκειται στην πολιτική στοχοθεσία τους να οδηγήσουν τους εργάτες του κόσμου στη συνειδητοποίηση(5) και την ενοποίησή τους. Με την έννοια αυτή, αρκετές διατυπώσεις που μπορούν να ελεγχθούν ως δογματικές ή απόλυτες, ενδεχομένως και ως ντετερμινιστικές, πρέπει να ιδωθούν και κάτω από το πρίσμα του προπαγανδιστικού χαρακτήρα του κειμένου.
3.1. Αρχικές παρατηρήσεις
Στο τρίτο κεφάλαιο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, το οποίο έχει τίτλο Σοσιαλιστική και κομμουνιστική φιλολογία, οι Μαρξ και Ένγκελς επιχειρούν μια σταχυολόγηση των μέχρι τότε «σοσιαλισμών», κατατάσσοντάς τους σε τρεις κατηγορίες: στον αντιδραστικό σοσιαλισμό, τονσυντηρητικό ή αστικό σοσιαλισμό και τον κριτικό - ουτοπικό σοσιαλισμό και κομμουνισμό.
Ήδη από την κατηγοριοποίηση αυτή προκύπτουν δύο συμπεράσματα: αφ’ ενός ότι οι συγγραφείς τοποθετούνται στο εσωτερικό μιας ολόκληρης «φιλολογικής», όπως την χαρακτηρίζουν, παράδοσης, θεωρούν δηλαδή εαυτούς τμήμα ενός (όχι ενιαίου βέβαια) ρεύματος ιδεών που προϋπήρχε της δικής τους παρέμβασης. Άλλωστε, ήδη από τη Γερμανική Ιδεολογία έχουν επιχειρήσει να εντάξουν τους ουτοπικούς σοσιαλιστές στο ρεύμα ενός φιλοσοφικού (έστω και πρώιμου) υλισμού, ενώ σε αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί και ο αυθεντικός τίτλος του κειμένου του Ένγκελς που θα εξετάσουμε παρακάτω, και ο οποίος στην ακριβή του μετάφραση αποδίδεται ως Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη, αποτυπώνοντας έτσι ρητά την πεποίθηση ότι το σοσιαλιστικό κίνημα προϋπήρχε της παρέμβασής τους και εκείνοι τοποθετούνται στο εσωτερικό της παράδοσής του. Το δεύτερο συμπέρασμα προκύπτει ακριβώς από το ότι αναφέρονται σε μια «φιλολογική» και όχι «πολιτική» ή «φιλοσοφική» παράδοση. Με έναν τρόπο, ευθύς εξ’ αρχής επιδιώκουν να τοποθετήσουν τα «ανταγωνιστικά» σοσιαλιστικά ρεύματα στο πεδίο της ασαφούς και αόριστης έννοιας της «φιλολογίας», αποφεύγοντας να τους προσδώσουν στάτους είτε πολιτικής κατεύθυνσης, είτε πολύ περισσότερο συγκροτημένου φιλοσοφικού ρεύματος. Και αυτό, ενώ νωρίτερα, στη Γερμανική Ιδεολογία έχουν σπεύσει να τους υπερασπιστούν ως υλιστές. Όμως εδώ, όπως ήδη έχουμε τονίσει, ο χαρακτήρας της παρέμβασής τους υποτάσσεται στην πολιτική στόχευση της υπονόμευσης, εκτός από το αστικό κοσμοείδωλο και των διαφορετικών εκδοχών του σοσιαλιστικού οράματος
Πριν φτάσουμε ακόμα στην τρίτη παράγραφο, όπου αναλύεται Ο κριτικός-ουτοπικός σοσιαλισμός και κομμουνισμός, από την εξέταση των διάφορων σοσιαλιστικών ρευμάτων μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι βασικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό και την ανάλυση αυτών των διαφόρων ρευμάτων, είναι η εκπροσώπηση από αυτά συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε και το πώς ονομάζουν τα διάφορα ρεύματα: φεουδαρχικός σοσιαλισμός,μικροαστικός σοσιαλισμός, αστικός σοσιαλισμός. Οι Μαρξ και Ένγκελς θεωρούν ότι οι διαφόρων ειδών επικλήσεις του σοσιαλισμού δεν είναι αποκομμένες στον κόσμο των ιδεών, αλλά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτελούν αντανάκλαση της ταξικής θέσης των διάφορων στρωμάτων και τάξεων που τις εκφέρουν, εκφράζουν τα συμφέροντα τους στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται με την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ειδικά για τα πρώτα δύο ρεύματα, οι συγγραφείς θεωρούν ότι τα συμφέροντα των αντίστοιχων τάξεων (φεουδαρχική και μικροαστική) μετασχηματίζονται (και ενδεχομένως καταστρέφονται) κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης και με την έννοια αυτή η τοποθέτηση τους από την πλευρά του «σοσιαλισμού» αναδεικνύει την επιδίωξη, ή σωστότερα τον αγώνα των τάξεων αυτών να διατηρηθούν, να υπάρχουν. Για τον λόγο αυτό, οι Μαρξ και Ένγκελς θεωρούν ότι αυτές οι τάξεις, ή τμήματά τους, τάσσονται με την επαναστατική τάξη (το προλεταριάτο), καθώς αυτή είναι η μόνη που μπορεί να σταματήσει την αστική κυριαρχία. Χαρακτηριστική είναι παρακάτω αναφορά τους:
Η σοσιαλιστική και κομμουνιστική φιλολογία της Γαλλίας που δημιουργήθηκε κάτω από την πίεση της κυρίαρχης αστικής τάξης... (όπ. π.: 81) [επιδιώκει να] θεραπεύσει τις κοινωνικές πληγές, για να σταθεροποιήσει την υπόσταση της αστικής κοινωνίας (όπ. π.: 85).
Στην παραπάνω κατηγοριοποίηση, εξαίρεση αποτελεί ο Γερμανικός ή «αληθινός» σοσιαλισμός, με τον οποίο έχουν ασχοληθεί το 1845 στον δεύτερο τόμο της Γερμανικής Ιδεολογίας. Οι δύο συγγραφείς αντιμετωπίζουν το ρεύμα αυτό περισσότερο ως ρεύμα σκέψης: της προσπάθειας να απαντηθεί από τη γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία η ανάπτυξη του γαλλικού σοσιαλισμού, την ίδια στιγμή που οι κοινωνικές συνθήκες στη Γερμανία δεν προσομοιάζουν με τις γαλλικές. Γράφουν χαρακτηριστικά:
Η αποκλειστική δουλειά των Γερμανών φιλολόγων ήταν να εναρμονίσουν τις νέες γαλλικές ιδέες με την παλιά φιλοσοφική τους συνείδηση ή, καλύτερα, να αφομοιώσουν τις γαλλικές ιδέες από τη δική τους φιλοσοφική σκοπιά. Αυτή η αφομοίωση συντελέστηκε με τον ίδιο τρόπο που αφομοιώνει κανείς μια ξένη γλώσσα, με τη μετάφραση (όπ. π.: 81).
Ο γερμανικός σοσιαλισμός ξέχασε έγκαιρα πως η γαλλική κριτική που αυτός ήταν η κούφια ηχώ της, προϋποθέτει τη σύγχρονη αστική κοινωνία με τους ανάλογους υλικούς όρους διαβίωσης και το αντίστοιχο πολιτικό καθεστώς, προϋποθέσεις που στη Γερμανία έπρεπε πρώτα να κατακτηθούν (όπ. π.: 83).
Έτσι, ο αληθινός σοσιαλισμός δεν ταυτίζεται απαραίτητα με κάποια κοινωνική τάξη, βρίσκεται σε απόσταση από το να εκπροσωπεί τα οράματα ή τα συμφέροντα μιας κοινωνικής μερίδας, αλλά επιχειρεί να «επιβάλει» μια φιλοσοφική τοποθέτηση στο πεδίο της πραγματικής ιστορικής κοινωνικής συγκρότησης.
3.2. Ο κριτικός-ουτοπικός σοσιαλισμός και κομμουνισμός
Η περίπτωση του κριτικού-ουτοπικού σοσιαλισμού και κομμουνισμού και η σχέση της με την κοινωνική τάξη που εκπροσωπεί είναι ακόμη πιο περίπλοκη από τις προηγούμενες αναφορές τους στα άλλα «είδη» σοσιαλισμών. Ήδη από τη Γερμανική Ιδεολογία τον έχουν κατατάξει στο υλιστικό στρατόπεδο, τουλάχιστον φιλοσοφικά, ενώ την ίδια στιγμή αρνούνται πως πρόκειται για την απευθείας εκπροσώπηση της υποτελούς κοινωνικής τάξης που προσιδιάζει στην αστική εποχή, του προλεταριάτου. Κι αυτό επειδή η τάξη αυτή θεωρούν ότι δεν είναι ακόμη συγκροτημένη σετάξη δι’ εαυτήν και οι αναπτύξεις των ουτοπικών σοσιαλιστών αντιστοιχούν ακόμη σε μια πρώιμη περίοδό της. Εκεί άλλωστε εδράζεται και όλη τους η κριτική για τη δυνατότητά τους να είναι οι ίδιοι αυτοί που θα εκπροσωπήσουν με την πολιτική τους σκέψη και την επιστημονική τους θεμελίωση αυτή την κοινωνική τάξη, την ίδια ώρα που στους ουτοπικούς σοσιαλιστές προσάπτουν την κατηγορία ότι δεν επιχειρούν καν να εκπροσωπήσουν αυτή την έστω και ανώριμη τάξη, αλλά ότι θέλουν να υποστηρίξουν ιδεολογικά (φαντασιακά μπορούμε να πούμε) τη δυνατότητα ενός μετασχηματισμού της κοινωνίας χωρίς σαφή ταξικά χαρακτηριστικά. Από την άλλη, όπως θα δούμε, συνδέουν εξ’ αρχής την ύπαρξη του προλεταριάτου με τον ουτοπικό σοσιαλισμό, θεωρώντας τον αντανάκλαση αυτής της ύπαρξης. Αλλά σε αυτές τις πολύ σημαντικές όψεις της ανάλυσης των Μαρξ-Ένγκελς θα αναφερθούμε αναλυτικά σε όσα ακολουθούν.
Επανερχόμενοι τώρα, στην ενότητα για τους ουτοπικούς σοσιαλιστές, ο τίτλος της ενότητας, μας φέρνει ήδη μπροστά σε μια ιδιαιτερότητα: Οι Μαρξ και Ένγκελς δεν αναφέρονται απλώς στονουτοπικό σοσιαλισμό, αλλά στον κριτικό-ουτοπικό σοσιαλισμό. Ο λόγος για τον οποίο επιλέγουν να προσθέσουν το προσδιοριστικό «κριτικός», μπορεί να αναζητηθεί στη γενική χρήση της έννοιας «κριτική» στο έργο (ειδικά) του Μαρξ.(6) Αυτή διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο, αποτελώντας έννοια-κλειδί ακόμη και για το Κεφάλαιο, το οποίο ο Μαρξ επέλεξε να συνοδεύσει με τον υπότιτλο Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας,(7) δείχνοντας ότι σημείο εκκίνησής του για τη διατύπωση μιας θέσης αποτελεί πάντα η κριτική της υφιστάμενης (κυρίαρχης) θέσης και κυρίως η ανάδειξη της κοινωνικής κατάστασης που παράγει την αντίστοιχη ιδεολογία. Η συμπλήρωση με το επίθετο «κριτικός» επιδιώκει έτσι να αναδείξει ως κυρίαρχη πλευρά του ουτοπικού σοσιαλιστικού εγχειρήματος, ήδη από την αρχή, την κριτική προς την υφιστάμενη καπιταλιστική κοινωνική κατάσταση. Αν επιδιώκαμε μια σύγκριση με το ίδιο το μαρξικό έργο ως έργο «κριτικής στην πολιτική οικονομία», θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι οι συγγραφείς επιχειρούν μια ιστορική αναλογία ανάμεσα στη σημασία της κριτικής που άσκησε το μαρξικό έργο στον σύγχρονο ανεπτυγμένο βιομηχανικό καπιταλισμό, και τη σημασία του έργου των ουτοπικών σοσιαλιστών για την κριτική του πρώιμου καπιταλισμού. Άλλωστε, μια τέτοια εκτίμηση μπορεί να συναχθεί από το συνολικό έργο των Μαρξ και Ένγκελς για τον ουτοπικό σοσιαλισμό: Στη Γερμανική Ιδεολογία επιμένουν ότι ο Γκρυν αφήνει έξω από την οπτική του το σημαντικότερο μέρος της προσφοράς των Γάλλων σοσιαλιστών, που είναι η κριτική τους στην αστική τάξη, ενώ αργότερα ο Ένγκελς θα εγκωμιάσει τον Σαιν Σιμόν για την οξυδέρκειά του να αναγνωρίσει την ανάδειξη της αστικής τάξης σε κυρίαρχη κοινωνική τάξη, αλλά και την ταξική αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο.
Αυτό με τη σειρά του εξηγεί εξ’ αρχής την αντιμετώπιση που έχουν απέναντι στους ουτοπικούς σοσιαλιστές: Τους αναγνωρίζουν μια στάση «κριτικής» προς την κυρίαρχη κοινωνική τάξη, η οποία αποτελεί και στο δικό τους έργο το πρώτο βήμα για τη διατύπωση του πολιτικού τους οράματος.
3.3. Η κριτική στους «πρώιμους» ουτοπικούς
Οι Μαρξ και Ένγκελς επιχειρούν αρχικά να ξεκαθαρίσουν τη στάση τους απέναντι στο «πρώιμο» ουτοπικό ρεύμα, αυτό που τοποθετείται πριν την εμφάνιση των ουτοπικών σοσιαλιστών και έχει προφανώς(8) ως κύριους εκπροσώπους τους Thomas More [Μορ] και Francis Bacon [Μπέικον]. Γράφουν χαρακτηριστικά:
Οι πρώτες προσπάθειες που έκανε το προλεταριάτο για να επιβάλει άμεσα τα δικά του ταξικά συμφέροντα και οι οποίες έγιναν σε εποχή γενικής αναταραχής, στην περίοδο της πτώσης της φεουδαρχικής κοινωνίας, ναυαγούσαν αναγκαστικά τόσο λόγω του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης του προλεταριάτου όσο κι επειδή δεν υπήρχαν οι υλικές προϋποθέσεις της απελευθέρωσής του, οι οποίες είναι προϊόν μόνο της αστικής εποχής (ό.π: 86).
Εδώ γίνεται φανερό ότι βασικό καθοδηγητικό νήμα για την ανάλυση των Μαρξ και Ένγκελς, σε ό,τι αφορά εν γένει το πρώιμο ουτοπικό ρεύμα, είναι ότι αυτό αναπτύχθηκε σε μια εποχή που η ανάπτυξη του προλεταριάτου ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε παρά τη δημιουργία αυτών των «ανώριμων» ιδεών. Δύο είναι, κατά τη γνώμη μας, τα σημαντικά στοιχεία στα οποία πρέπει να σταθούμε:
Πρώτον, ότι οι Μαρξ και Ένγκελς θεωρούν το ουτοπικό ρεύμα συνολικά αντανάκλαση της ύπαρξης και κυρίως των προσπαθειών του προλεταριάτου για άμεση επιβολή των δικών του ταξικών συμφερόντων. Συνδέουν δηλαδή άμεσα την ύπαρξη του προλεταριάτου με τις ουτοπικές ιδέες, ακόμα και αν αυτές θεωρούνται ανώριμες. Με έναν τρόπο, οι ουτοπίες αποτελούν προσδιοριστικό στοιχείο για την ύπαρξη προλεταριάτου. Δεύτερον, ότι συνδέουν ευθέως, και μάλιστα γραμμικά, την έκβαση των προσπαθειών του προλεταριάτου για επιβολή των δικών του άμεσων ταξικών συμφερόντων με την ανάπτυξη της «αστικής εποχής», δηλαδή με την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Αυτή η διαπίστωση, παρά τις διάφορες θεωρητικές συνέπειες και το ενδιαφέρον που έχει, δηλώνει σχεδόν ρητά ότι το προλεταριάτο προϋπήρξε της «αστικής εποχής», ότι δηλαδή υπήρξε πριν την ανάδυση του καπιταλισμού,(9) ενώ θεωρεί καταδικασμένη κάθε προσπάθεια για την επιβολή των συμφερόντων του προλεταριάτου πριν την ανάπτυξη του καπιταλισμού.
Αφού έχουν τοποθετήσει την εμφάνιση του ουτοπικού ρεύματος εν γένει μέσα στις ιστορικές συνθήκες που το «γέννησαν» και έχουν φροντίσει να εξηγήσουν, γιατί τα πράγματα με αυτό το ρεύμα δεν μπορούσαν να πάνε αλλιώς, λόγω των περιορισμών που έθετε ακριβώς αυτό το ιστορικό πλαίσιο, χρεώνουν στο πρώιμο ουτοπικό ρεύμα αντιδραστικό περιεχόμενο:
Η επαναστατική φιλολογία που συνόδευε αυτά τα πρώτα κινήματα του προλεταριάτου, είναι ως προς το περιεχόμενό της αναγκαστικά αντιδραστική [η έμφαση δική μας]. Διδάσκει έναν γενικό ασκητισμό και μια χοντροκομμένη εξίσωση (Στο ίδιο: 87).
Οι ουτοπίες του Μορ και του Μπέικον, αντανακλούν λοιπόν τις προσπάθειες ενός ανώριμου προλεταριάτου, στο πλαίσιο ανώριμων κοινωνικών συνθηκών (μη καπιταλιστικών, με την αυστηρή έννοια του όρου), προσπάθειες που ήταν αναγκαστικά αντιδραστικές ως προς το περιεχόμενό τους. Εδώ η έμφαση είναι τόσο στο αναγκαστικά, όσο και στο αντιδραστικές. Σε ό,τι αφορά το πρώτο, αποτελεί τη βασική ένδειξη μιας τελεολογικής αντίληψης για την εξέλιξη και ενός ιστορικισμού, αλλά και μιας αντίληψης για την ιδεολογία ως γραμμικής αντανάκλασης της κοινωνικής εξέλιξης στο μυαλό των ανθρώπων. Είναι λοιπόν δεδομένο, ότι αφού ο καπιταλισμός δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί, οι ιδέες που απέρρεαν από αυτήν την κοινωνική κατάσταση (αυτές δηλαδή που μπορούσαν να αντανακλαστούν στα μυαλά των ανθρώπων) δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι ιδέες ώριμες, ολοκληρωμένες και σε τελική ανάλυση να έχουν για το προλεταριάτο επαναστατικό χαρακτήρα. Αντίστοιχα, εδώ γίνεται κατανοητή η πίστη στην ορθότητα της δικής τους θεωρίας, καθώς αυτή αποτελεί μια θεωρία που αναπτύσσεται σε μια περίοδο που (όπως επιμένουν παρακάτω) οι κοινωνικές συνθήκες είναι ώριμες ώστε να υπάρξει η κοινωνική επανάσταση και το ξεπέρασμα του καπιταλισμού. Αυτή η πίστη τους άλλωστε, ενισχύεται συνέχεια και από την εκτίμηση ότι η επικείμενη καπιταλιστική κρίση είναι η τελευταία του παρόντος κοινωνικού συστήματος.(10)
Γιατί όμως αυτές οι προσπάθειες είναι αναγκαστικά «αντιδραστικές»; Εδώ γίνεται ακόμη πιο έντονος ο ιστορικισμός των Μαρξ και Ένγκελς: Σύμφωνα με τη θεώρησή τους, κατά το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, επαναστατική τάξη είναι η αστική, οπότε η προσπάθεια άμεσης επιβολής των ταξικών συμφερόντων του προλεταριάτου εκείνη την περίοδο υπονομεύει την ανάπτυξη των επαναστατικών διαδικασιών που θα φέρουν πιο κοντά την αστική εποχή, από την οποία θα πάρει τη σκυτάλη η σοσιαλιστική εποχή, ενώ παράλληλα το προλεταριάτο θα πάρει τη σκυτάλη από την αστική τάξη για να ανακηρυχθεί από την Ιστορία επαναστατική τάξη. Και μάλιστα όχι οποιαδήποτε επαναστατική τάξη, αλλά η καθολική επαναστατική τάξη, αυτή που η ιστορική εξέλιξη προάλοιφε σταδιακά(11) για να αναλάβει την ευθύνη να οδηγήσει την ανθρωπότητα στην ανώτερη μορφή ανάπτυξης των παραγωγικών της σχέσεων και την εξάλειψη της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας. Πρόκειται λοιπόν για την εκδοχή των σταδίων της επαναστατικής διαδικασίας που υποβόσκει στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς (όχι πάντα με την ίδια ένταση), αλλά και τη γενική τους αντίληψη (τουλάχιστον για την περίοδο που αναφερόμαστε) ότι η ιστορία προχωράει αναγκαστικά προς την πρόοδο,(12) και σε κάθε στάδιο αυτής της πορείας κάποια τάξη αναλαμβάνει το βαρύ φορτίο να εκπληρώσει το επαναστατικό καθήκον, με τελικό σκοπό της ίδιας της Ιστορίας τον Κομμουνισμό. Η ανωριμότητα, αλλά και ο αντικειμενικά αντιδραστικός χαρακτήρας του προλεταριάτου και των ουτοπικών ιδεών που αντανακλούν τη διεκδικητικότητά του, επισημαίνουν ότι δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα, ότι τρόπον τινά, το προλεταριάτο δεν είχε ακόμη το «δικαίωμα» να διεκδικήσει την υλοποίηση των άμεσων δικών του αιτημάτων, ότι σε τελική ανάλυση, ακόμη και αυτή η υλοποίηση περνούσε μέσα από την καθοδήγηση της επαναστατικής διαδικασίας από την αστική τάξη και την έλευση της πολυπόθητης αστικής εποχής.
Σε ό,τι αφορά, δε, το ίδιο το περιεχόμενο στο οποίο χρεώνει την αντιδραστικότητα των πρώιμων ουτοπικών, αυτό αφορά χαρακτηριστικά της ουτοπικής σκέψης που θα διατηρηθούν σε γενικές γραμμές στη σκέψη και των μετέπειτα ουτοπικών σοσιαλιστών: Ο ασκητισμός και ο εξισωτισμός των ουτοπικών αποτελεί τόσο εδώ, όσο και γενικά για τους Μαρξ και Ένγκελς μια μόνιμη αιτίαση για την ανεπάρκεια της ουτοπικής και ουτοπικής-σοσιαλιστικής προσέγγισης. Πίσω από αυτήν την κατηγορία, υποβόσκει η κριτική για τον μη-πολιτικό χαρακτήρα της ουτοπικής σκέψης, την υποτίμηση από τους εκπροσώπους της τόσο της πολιτικής εν γένει, όσο και της πολιτικής δράσης ειδικότερα. Παράλληλα, το σχήμα του εξισωτισμού υπονοεί μια κριτική που θα συναντήσουμε και αργότερα: Ότι η ουτοπική σκέψη επιχειρεί έναν ενιαίο κοινωνικό μετασχηματισμό, υποτιμώντας τα διακριτά ταξικά συμφέροντα που βρίσκονται σε ανταγωνισμό μέσα στην κοινωνία. Η κριτική των Μαρξ και Ένγκελς στο περιεχόμενο της πρώιμης ουτοπικής σκέψης αποτελεί τον άξονα για την αντίστοιχη κριτική στο περιεχόμενο του ουτοπικού σοσιαλισμού αργότερα.
3.4. Το βασικό νήμα της κριτικής στους ουτοπικούς σοσιαλιστές
Έχοντας ξεκαθαρίσει τη στάση τους απέναντι στους πρώτους ουτοπικούς συγγραφείς, οι Μαρξ και Ένγκελς προχωράνε στην εξέταση των σοσιαλιστικών ουτοπικών ιδεών. Συνεχίζοντας το προηγούμενο επιχείρημά τους, σπεύδουν να επισημάνουν ότι:
Τα πραγματικά σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά συστήματα, τα συστήματα του Σαιν Σιμόν, του Φουριέ, του Όουεν, κλπ., παρουσιάζονται στην πρώτη εμβρυακή περίοδο του αγώνα ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, που την αναπτύξαμε παραπάνω (βλ. «Αστοί και προλετάριοι») (ό.π: 87).
Ευθύς εξ’ αρχής, οι Μαρξ και Ένγκελς τοποθετούν τους ουτοπικούς σοσιαλιστές συγγραφείς στην πλευρά των εκπροσώπων των πραγματικών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών συστημάτων, και μάλιστα ενδεχομένως τους τοποθετούν και στη μεριά των εισηγητών αυτών των συστημάτων. Μ’ άλλα λόγια, τοποθετούν εξαρχής αυτούς τους συγγραφείς στην πλευρά του προλεταριάτου και μάλιστα του προλεταριάτου, που όπως θα έπρεπε να κάνει, παρουσιάζεται ανταγωνιστικό απέναντι στην αστική τάξη, η οποία πλέον είναι η κυρίαρχη τάξη – κυριαρχία που μας επισημαίνουν με την παραπομπή στο πρώτο κεφάλαιο («αστοί και προλετάριοι»), όπου αναλύουν ακριβώς την ανάδυση της αστικής εποχής και της τάξης που την «φέρει μαζί της».
Πρέπει όμως να προσέξουμε άλλη μια φράση-κλειδί: Οι Μαρξ και Ένγκελς αναφέρονται στην «πρώτη εμβρυακή περίοδο του αγώνα ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο». Αυτό είναι και το κεντρικό νήμα της κριτικής τους, το ίδιο νήμα που καθοδήγησε την κριτική τους απέναντι στους πρώτους ουτοπικούς, η «ανωριμότητα» των διεκδικήσεων του προλεταριάτου, η οποία τώρα επανεμφανίζεται με άλλο χαρακτήρα: οι διεκδικήσεις αυτές δεν είναι πλέον «αναγκαστικά αντιδραστικές», αλλά είναι αναγκασμένες, λόγω του ότι ακόμα βρισκόμαστε στην πρώτη εμβρυακή περίοδο του αγώνα ενάντια στην αστική τάξη, να είναι μερικές, αποσπασματικές, μη ολοκληρωμένες. Πριν, ήταν η ανωριμότητα των κοινωνικών συνθηκών που γένναγε αντιδραστικές ιδέες, όπως οι πρώτες ουτοπικές, που εκτός από ιστορικά αντιδραστικό χαρακτήρα είχαν και αντιδραστικό περιεχόμενο, τώρα (στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο) είναι τόσο η ανωριμότητα των κοινωνικών συνθηκών, όσο και η ανωριμότητα της πάλης μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων τάξεων. Σε κάθε περίπτωση, κεντρικό νήμα της κριτικής τους παραμένει η αντανάκλαση των κοινωνικών συνθηκών στις ιδέες. Η πρώιμη αυτή εποχή δεν θα μπορούσε παρά να γεννήσει, ίσως όχι αντιδραστικές, αλλά ανώριμες ακόμη ιδέες.
3.5. Τα κύρια σημεία κριτικής στο Μανιφέστο
Σταχυολογώντας την κριτική που επιχειρούν οι Μαρξ και Ένγκελς στους ουτοπικούς σοσιαλιστές στο πλαίσιο του Μανιφέστου, πέρα από το κεντρικό νήμα που μόλις περιγράψαμε, το οποίο διαπερνά όλες τις επιμέρους κριτικές, εντοπίζουμε κυρίως τα εξής στοιχεία:
Οι Μαρξ και Ένγκελς θεωρούν ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές δεν αποδίδουν στο προλεταριάτο κανέναν πολιτικό ρόλο και ιστορική αυτενέργεια, δεν το θεωρούν επαναστατική τάξη. Γράφουν:
Οι εφευρέτες αυτών των συστημάτων βλέπουν την αντίθεση των τάξεων, όπως και τη δράση διαλυτικών στοιχείων μέσα στην κυρίαρχη κοινωνία, δεν βλέπουν όμως το προλεταριάτο να έχει καμία ιστορική αυτενέργεια ή δικό του πολιτικό κίνημα (όπ. π.: 87).
Παρακάτω επιμένουν, ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές:
Θεωρούν άχρηστη κάθε πολιτική δράση και κυρίως κάθε επαναστατική δράση, θέλουν να πραγματοποιήσουν τους σκοπούς τους με ειρηνικά μέσα και προσπαθούν να ανοίξουν δρόμο στο νέο κοινωνικό ευαγγέλιο με μικρά πειράματα, που φυσικά αποτυχαίνουν, και με τη δύναμη του παραδείγματος (όπ. π.: 88).
Πρόκειται για την κριτική που απαντάται συχνότερα από όλες στα γραπτά των Μαρξ και Ένγκελς και στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί. Το έλλειμμα απόδοσης ιστορικής αυτενέργειας στο προλεταριάτο, για το οποίο κατηγορούν τους ουτοπικούς σοσιαλιστές, αφορά την ιδιαίτερη αντίληψη των Μαρξ και Ένγκελς για την ιστορική κοινωνική εξέλιξη, ως επακόλουθο της δράσης ενός ιστορικού υποκειμένου, μιας τάξης που δρα ως μέσο για την εκπλήρωση ενός ιστορικού σκοπού. Όμως σε αυτό το σημείο, πέρα από τον ιδιαίτερο ιδεολογικό χρωματισμό των συγγραφέων, πολύ σημαντικότερη είναι η επισήμανσή τους, ότι οι ουτοπικοί υποτιμούν την πολιτική στρατηγική, βάζουν σε πρώτο πλάνο τον στοχασμό και τη φαντασία, την ιδεολογική προβολή της άλλης κοινωνίας. Η όποια «πολιτική» δράση των ουτοπικών σοσιαλιστών αφορά την αναπαράσταση των κοινωνικών συνθηκών που προσδοκούν σε κλειστά, μικρά πειράματα τα οποία οργανώνονται αποκομμένα από τις κοινωνικές διεργασίες, σαν να ήταν ενός είδους «παραστάσεις». Αυτή η πρακτική θεωρείται από τους Μαρξ και Ένγκελς ότι αποπροσανατολίζει τόσο τους ίδιους, όσο και την εργατική τάξη από την πραγματική πολιτική δράση. Με την έννοια αυτή, στο έργο των ουτοπικών σοσιαλιστών, το προλεταριάτο δεν αποτελεί επαναστατική τάξη, καθώς δεν αποτελεί το υποκείμενο που θα οργανωθεί για να καθοδηγήσει μια επαναστατική διαδικασία, ένα ξεπέρασμα της υφιστάμενης κοινωνικής κατάστασης προς όφελος μιας επόμενης που να προσιδιάζει στα δικά του συμφέροντα.
Δεύτερο βασικό σημείο στην κριτική των Μαρξ και Ένγκελς στο Μανιφέστο, είναι ότι επιχειρούν να υποκαταστήσουν το έλλειμμα πραγματικών ιστορικών συνθηκών και προϋποθέσεων για την απελευθέρωση του προλεταριάτου με φαντασιοκοπίες, αναζητώντας αυτές τις προϋποθέσεις στην (υποτιθέμενη) επιστήμη:
Δεν βρίσκουν τις κατάλληλες υλικές συνθήκες για την απελευθέρωση του προλεταριάτου και ψάχνουν για μια κοινωνική επιστήμη, για κοινωνικούς νόμους, με σκοπό να δημιουργήσουν αυτές τις προϋποθέσεις (όπ. π.: 87).
Αυτή η φανταστική απεικόνιση της μελλοντικής κοινωνίας εμφανίζεται σε μιαν εποχή όπου το προλεταριάτο δεν έχει καθόλου εξελιχθεί και συνεπώς συλλαμβάνει με τη φαντασία του την ίδια του τη θέση, ωθούμενο από τους πρώτους ακαθόριστους πόθους του για ένα γενικό μετασχηματισμό της κοινωνίας (όπ. π.: 88).
Εδώ ο ιστορικισμός των Μαρξ και Ένγκελς εμφανίζεται και πάλι: Ο λόγος που οι ουτοπικοί σοσιαλιστές δεν μπορούν να βρουν τις κατάλληλες συνθήκες για την απελευθέρωση του προλεταριάτου, είναι η ανωριμότητα της εποχής, αφού οι ταξικές αντιθέσεις «ακολουθούν κατά βήμα την ανάπτυξη της βιομηχανίας». Η αγωνία λοιπόν των ουτοπικών να απελευθερώσουν το προλεταριάτο, τους κάνει να αναζητούν λύσεις έξω από την «διαλεκτική κίνηση» της ιστορίας, έξω από όσα η ίδια κυοφορεί και τα οποία έχουν άμεση αντανάκλαση στις δυνατότητες κάθε εποχής. Με την έννοια αυτή, οι σοσιαλιστές αυτοί είναι «ουτοπικοί» γιατί η επιστήμη που αναζητούν αποτελεί κυρίως προϊόν της φαντασίας τους, και όχι μια επιστήμη που αφορμάται από «ώριμα» δεδομένα της ιστορικής περιόδου. Επειδή αυτά δεν υπάρχουν και άρα η κοινωνική δράση λείπει, αναγκάζονται να την υποκαταστήσουν με τη δική τους εφευρετική δράση.
Παρακάτω, συνοψίζουν ως εξής τα επιχειρήματά τους:
Στη θέση της κοινωνικής δράσης πρέπει να μπει η δική τους προσωπική, εφευρετική δράση, στη θέση των ιστορικών προϋποθέσεων της απελευθέρωση μπαίνουν φανταστικές προϋποθέσεις, στη θέση της βαθμιαίας αναπτυσσόμενης οργάνωσης του προλεταριάτου σε τάξη μπαίνει μια κατασκευασμένη οργάνωση της κοινωνίας. Γι’ αυτούς, η μελλοντική παγκόσμια ιστορία ανάγεται στην προπαγάνδα και στην πρακτική εφαρμογή των κοινωνικών τους σχεδίων (όπ. π.: 87).
Το απόσπασμα αυτό συνοψίζει τους βασικούς άξονες της κριτικής που οι Μαρξ και Ένγκελς ασκούν στους ουτοπικούς σοσιαλιστές στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Όμως, πέρα από όσα αναφέραμε ήδη, έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι δεν προσάπτουν στους ουτοπικούς μια πλήρη αποτυχία της διαλεκτικής τους μεθόδου (αν μπορούμε να το πούμε), αλλά μια υποκατάσταση των «σωστών» «υποκειμένων» με τα λαθεμένα:
Πρώτον, τόσο για τους Μαρξ και Ένγκελς όσο και για τους ουτοπικούς σοσιαλιστές, η απελευθέρωση του προλεταριάτου απαιτεί κάποιου είδους δράση (πολιτική πρακτική θα λέγαμε). Απλώς οι πρώτοι υποκαθιστούν την κοινωνική δράση με τη δική τους ατομική, εφευρετική δράση, με άλλα λόγια υποτιμούν τη μαζική πολιτική δράση και θεωρούν ότι κρίσιμος κόμβος για την απελευθέρωση του προλεταριάτου είναι ο στοχασμός τους για μια άλλη κοινωνία και το πως θα λειτουργεί αυτή.
Δεύτερον, η απελευθέρωση του προλεταριάτου έχει προϋποθέσεις, οι οποίες για τους Μαρξ και Ένγκελς είναι ιστορικές, σχετίζονται όπως είδαμε με την έλευση της αστικής εποχής και την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας, ενώ για τους ουτοπικούς αυτές οι προϋποθέσεις είναι ιδεολογικές και σχετίζονται με την προβολή της κοινωνίας που οραματίζονται, σαν να απαιτείται μόνο μια πειστική προπαγάνδα. Τρίτον, η πολυπόθητη απελευθέρωση απαιτεί οργάνωση, όχι όμως μια κατασκευασμένη οργάνωση της κοινωνίας που προβάλλουν οι ουτοπικοί, αλλά τη βαθμιαία οργάνωση του προλεταριάτου «σε τάξη». Οι Μαρξ και Ένγκελς θεωρούν ότι το ίδιο το προλεταριάτο δεν έχει εξελιχθεί ώστε να μπορεί να συλλάβει τη δυνατότητα της κοινωνίας που προπαγανδίζουν οι ουτοπικοί σοσιαλιστές, δεν έχει αποτελέσει ακόμη τάξη δι’ εαυτήν, σύμφωνα με τη γνωστή τους αντίληψη.
Το τρίτο βασικό σημείο στην κριτική των Μαρξ και Ένγκελς στο Μανιφέστο, είναι ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές αποκρύπτουν τις ταξικές αντιθέσεις της κοινωνίας. Αυτό το χρεώνουν τόσο στο χαμηλό επίπεδο του ταξικού αγώνα, όσο και στην ίδια την κοινωνική τους θέση. Γράφουν:
[...] τους κάνει να νομίζουν ότι βρίσκονται πάνω από κάθε ταξική αντίθεση. Επιδιώκουν να καλυτερεύσουν τη θέση όλων των μελών της κοινωνίας, ακόμη και των ευκατάστατων. Γι’ αυτό απευθύνονται συνεχώς σ’ όλη την κοινωνία χωρίς διάκριση, και κατά προτίμηση στην κυρίαρχη τάξη (όπ. π.: 88).
Αυτή η κριτική των Μαρξ και Ένγκελς έρχεται μετά την αναγνώριση από τη μεριά τους ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές προβαίνουν σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό για το σοσιαλιστικό κίνημα έργο: την κριτική της υφιστάμενης κοινωνικής κατάστασης, που σημαίνει την ανάδειξη των κοινωνικών ανισοτήτων και αντιθέσεων στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας. Με την έννοια αυτή, οι Μαρξ και Ένγκελς αναγνωρίζουν έμμεσα ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές αποκαλύπτουν τις ταξικές αντιθέσεις στο καπιταλιστικό κοινωνικό πλαίσιο. Σε αυτό άλλωστε θα επανέλθει αργότερα και ο Ένγκελς εξαίροντας την οξυδέρκεια του Σαιν Σιμόν στην αναγνώριση της ταξικής πάλης ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο κατά την ανάδυση της αστικής εποχής. Όμως, την ίδια στιγμή που οι ουτοπικοί σοσιαλιστές αναδεικνύουν, ακόμη και χωρίς να το σημειώνουν ρητά μέσα από μια πλήρη ταξική ανάλυση, την ύπαρξη ταξικών αντιθέσεων, προβάλλουν την επιδίωξη για καλυτέρευση της θέσης όλων των μελών της κοινωνίας. Η κοινωνία αποτελεί γι’ αυτούς ένα «σύστημα», τρόπον τινά, ενιαίο, που παρά τις ταξικές διαιρέσεις στο εσωτερικό του, ο μετασχηματισμός του θα το αφορά ως τέτοιο, ως ενιαίο σύστημα. Με την έννοια αυτή, η κριτική των Μαρξ και Ένγκελς για απόκρυψη των ταξικών αντιθέσεων έχει πραγματική βάση, αφού ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας θα στοχεύει, σύμφωνα με τη μαρξική αντίληψη, στην οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας που θα προσιδιάζει στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της επαναστατικής τάξης, δηλαδή του προλεταριάτου. Με την έννοια αυτή, δεν μπορεί να ευνοεί την κοινωνία γενικά, αλλά να σηματοδοτήσει την καταστροφή των ανταγωνιστικών προς την επαναστατική τάξη συμφερόντων, δηλαδή την καταστροφή, το ξεπέρασμα της αστικής τάξης. Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές κατηγορούνται από τους Μαρξ και Ένγκελς ότι προβάλλουν έναν φαντασιακό μετασχηματισμό που δεν μπορεί να επέλθει ως τέτοιος, καθώς πάντα μια ταξική κοινωνία σηματοδοτεί την κυριαρχία, οικονομική και πολιτική, μιας τάξης επί άλλων τάξεων. Επομένως, μια κοινωνία που θα διατηρούσε στο εσωτερικό της την υφιστάμενη στον καπιταλισμό ταξική διαίρεση δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική από την αστική κοινωνία. Με την έννοια αυτή, ενώ οι ουτοπικοί σοσιαλιστές εντοπίζουν τις ταξικές αντιθέσεις δεν τις αναλύουν σωστά, ενώ δεν έχουν καταφέρει να ψηλαφίσουν κανένα σχέδιο ξεπεράσματός τους.
Στο τέταρτο στοιχείο της κριτικής τους στους ουτοπικούς σοσιαλιστές, οι Μαρξ και Ένγκελς διατυπώνουν μια πολιτική κριτική. Θεωρούν ότι επειδή «η ανάπτυξη και διαμόρφωση του ταξικού αγώνα είναι σε αντίστροφη σχέση με τη σημασία του ουτοπικού σοσιαλισμού», η προσκόλληση των ουτοπικών σοσιαλιστών και κυρίως των μαθητών τους «στη φανταστική ανύψωση πάνω από τις ταξικές αντιθέσεις», τους οδηγεί στην προσπάθεια να «αμβλύνουν τον ταξικό αγώνα και να συμβιβάσουν τις αντιθέσεις» (όπ. π.: 89). Αποτέλεσμα της εμμονής τους αυτής είναι να οδηγούνται σε αντιδραστικές θέσεις. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούνται οι Μαρξ και Ένγκελς και από έναν άλλο δρόμο: Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές, επιμένουν στην πραγματοποίηση με πειραματικό τρόπο των κοινωνικών τους ουτοπιών (φαλανιστήρια του Φουριέ, Ικαρία του Καμπέ κλπ.), για την πραγματοποίηση των οποίων «πρέπει να κάνουν έκκληση στη φιλανθρωπία της αστικής τάξης και του αστικού πορτοφολιού» (όπ. π.: 89). Και αυτή η «απόκλιση» των ουτοπικών σοσιαλιστών έχει αποτέλεσμα να πέφτουν στην αντίδραση, δηλαδή η «πολιτική» στάση που επιλέγουν να είναι λαθεμένη και ανταγωνιστική με το όραμα που θέλουν τυπικά να εξυπηρετήσουν.
Παρά τον βασικό κορμό της κριτικής των Μαρξ και Ένγκελς στους ουτοπικούς σοσιαλιστές, που αποτελεί μια προσπάθεια αποδόμησης στοιχείων του έργου τους, αυτοί δεν απορρίπτουν συλλήβδην την προσφορά των ουτοπικών σοσιαλιστών. Άλλωστε, η αντιμετώπιση του ρεύματος αυτού από τη σκοπιά των Μαρξ και Ένγκελς ήταν μια αμφίρροπη αντιμετώπιση. Χαρακτηριστική της προσπάθειας να αναδείξουν και τα θετικά σημεία είναι η επιμονή ότι τα κείμενα των ουτοπικών σοσιαλιστών έχουν κριτικά στοιχεία, αφού επιτίθενται στις βάσεις της αστικής κοινωνίας, προσφέροντας υλικό μεγάλης αξίας για τη διαφώτιση των εργατών. Παράλληλα, οι Μαρξ και Ένγκελς αναγνωρίζουν τη συμβολή των ουτοπικών σοσιαλιστών στο επίπεδο της διατύπωσης κάποιων θετικών προτάσεων για τη μελλοντική κοινωνία, οι οποίες εκφράζουν την τάση για κατάργηση των ταξικών αντιθέσεων. Μπορεί οι θέσεις αυτές να θεωρούνται από τους Μαρξ και Ένγκελς πρώιμες και για τον λόγο αυτό να χαρακτηρίζονται και ως ουτοπικές, δεν παύουν όμως να έχουν χαρακτηριστικά χρήσιμα και να περιγράφουν την αναγκαιότητα για μια άλλη κοινωνία πέρα από τον καπιταλισμό.
3.6. Οι Μαρξ και Ένγκελς του Μανιφέστου: Μερικά συμπεράσματα
Όπως γίνεται φανερό, η στάση των Μαρξ και Ένγκελς στο Μανιφέστο διαφέρει σημαντικά από εκείνη που κρατούσαν απέναντι στους ουτοπικούς σοσιαλιστές δύο μόλις χρόνια νωρίτερα, στηΓερμανική Ιδεολογία. Αυτή τη διαφορά μπορεί να την εξηγήσουμε, αν λάβουμε υπόψη τον βασικό χαρακτήρα των δύο κειμένων: Το πρώτο αποτελεί ένα φιλοσοφικό δοκίμιο που επιχειρεί να αποκρούσει τον γερμανικό ιδεαλισμό και άρα υπερασπίζεται τον φιλοσοφικό υλισμό των ουτοπικών σοσιαλιστών απέναντι στην επίθεση της γερμανικής, ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Το δεύτερο αποτελεί ένα κείμενο πολιτικό και ως εκ τούτου ένα κείμενο εξ’ ορισμού πολεμικό. Στόχο έχει να επηρεάσει τους ριζοσπαστικοποιημένους εργάτες και στο πλαίσιο αυτό οφείλει να συγκρουστεί με τις λαθεμένες προτάσεις των ουτοπικών σοσιαλιστών που συσκοτίζουν τη σοσιαλιστική ιδεολογία και στρατηγική, και αποπροσανατολίζουν τις εργατικές μάζες τόσο από τον ιστορικό και πολιτικό τους σκοπό, όσο και από τη συνειδητοποίησή τους.
Άλλωστε, το Μανιφέστο αναζητά πρωτόκολλα εγκυρότητας του πολιτικού του προτάγματος στην επιστημονική ανάλυση που φέρνει μαζί του και όχι στη φιλοσοφική του αντιπαράθεση με τον ιδεαλισμό. Και στο επιστημονικό πεδίο, η αντίθεση των Μαρξ και Ένγκελς με τους ουτοπικούς σοσιαλιστές είναι τόσο άμεση όσο και έμμεση: Άμεση, γιατί οι κατηγορίες και τα εργαλεία που μεταχειρίζονται οι ουτοπικοί σοσιαλιστές, παρά τη σημαντική τους συνεισφορά στην κριτική της υφιστάμενης κατάστασης, είναι εργαλεία μη επιστημονικά, φαντασιακά, όσο επίσης φαντασιακές είναι και οι μέθοδοι ξεπεράσματος που προτείνουν, και έμμεση, γιατί υποστηρίζουν τη θέση ότι η δική τους προσέγγιση είναι η μόνη επιστημονική, σε αντιπαράθεση με την προσπάθεια των ουτοπικών σοσιαλιστών να επικαλεστούν επιστημονικότητα για τις «φαντασιώσεις» τους.
Από την άλλη πλευρά, η κριτική που απευθύνουν οι Μαρξ και Ένγκελς στους ουτοπικούς σοσιαλιστές από τις γραμμές του Μανιφέστου είναι δέσμια των εντάσεων, φιλοσοφικών και επιστημονικών, που διαπερνούν το έργο τους. Το επιστημονικό υπόβαθρο της κριτικής τους συγκροτείται πάνω στο έδαφος του ιστορικισμού, αναδεικνύοντας τόσο τη σημασία, όσο όμως και τον υποτιθέμενο αναγκαστικά ανώριμο χαρακτήρα των ιδεών των ουτοπικών σοσιαλιστών, καθώς βασικό λόγο στο τι μπορεί να ειπωθεί σε κάθε εποχή παίζει η ίδια η εποχή: Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές, σύμφωνα με την κριτική του Μανιφέστου, δεν μπορούν να ξεπεράσουν την εποχή τους, γιατί οι δυνατότητες κάθε εποχής είναι εγγεγραμμένες στην ίδια την «ουσία» της εποχής. Η βοήθειά τους είναι σημαντική σε μια δοσμένη ιστορική συγκυρία, ενώ σε επόμενη συγκυρία η επιμονή των μαθητών τους στα ίδια διδάγματα και τις ίδιες αρχές είναι αντιδραστική.
Έτσι, την ίδια στιγμή που οι Μαρξ και Ένγκελς αναγνωρίζουν ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές είναι με το μέρος του προλεταριάτου, εξαίρουν την κριτική που αυτοί ασκούν στην κυρίαρχη κοινωνική οργάνωση ως εξόχως σημαντική για να μπορέσει να συνειδητοποιηθεί το προλεταριάτο, την ίδια στιγμή εξαπολύουν έναν ανηλεή πόλεμο με υπόβαθρο την επιστημονική εγκυρότητα των αναλύσεων και προτάσεων τους, τις οποίες αντιπαραθέτουν στην «ανυπαρξία» πολιτικήςστρατηγικής από τη μεριά των ουτοπικών σοσιαλιστών.
Ο ιστορικισμός των Μαρξ και Ένγκελς, που θέλει τους ουτοπικούς σοσιαλιστές να είναι ανήμποροι για μια ολοκληρωμένη επιστημονική ανάλυση της αστικής κοινωνίας λόγω της «ανωριμότητας της εποχής» τους, χρησιμοποιείται έτσι για να «αιτιολογήσει» την ανεπάρκεια που εντοπίζουν στο έργο των ουτοπικών σοσιαλιστών, χωρίς να έρχεται σε ανοιχτή ρήξη με την παράδοση που αυτοί δημιούργησαν. Δημιουργώντας αυτό το «προστατευτικό περίβλημα» για τους ουτοπικούς σοσιαλιστές, οι Μαρξ και Ένγκελς μπόρεσαν να ασκήσουν σφοδρή κριτική στα πορίσματά τους, τρόπον τινά «από τα μέσα», δηλαδή χωρίς να τοποθετηθούν εκτός της υφιστάμενης σοσιαλιστικής παράδοσης, αναδεικνύοντας εαυτούς ως «ώριμους» συνεχιστές των οραμάτων της. Πρόκειται με λίγα λόγια και εδώ για μια πολιτική επιλογή αναφορικά με τον τρόπο άσκησης της κριτικής τους. Ο τρόπος αυτός, ο ιστορικισμός, δεν αποτελεί τόσο μια επιστημονική προσέγγιση των Μαρξ και Ένγκελς, αλλά περισσότερο ένα πλαίσιο τακτικής, μέσα στο οποίο μπορούν να διατυπώσουν την κριτική τους, χωρίς να απαξιώνουν την υφιστάμενη σοσιαλιστική παράδοση και να αποκόπτονται από τα στρώματα που εντάσσονται σε αυτήν.
4. Ένγκελς: Ουτοπιστικός σοσιαλισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός
Η μπροσούρα του Ένγκελς Ουτοπιστικός σοσιαλισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός αποτελεί ουσιαστικά επανέκδοση του κεφαλαίου Σοσιαλισμός που περιλαμβάνεται στο σημαντικό βιβλίο του, Αντι-Ντύρινγκ, που γράφτηκε το 1875. Εκεί ο Ένγκελς επιχειρεί να συνοψίσει τα πορίσματα του ιστορικού υλισμού, αλλά και της μαρξιστικής φιλοσοφίας, την οποία κωδικοποιεί κάτω από το όνομα διαλεκτικός υλισμός. Είναι μια περίοδος στην οποία ο Μαρξ σταδιακά μειώνει τη συγγραφική του δραστηριότητα και ο Ένγκελς αναλαμβάνει τα ηνία στη συστηματοποίηση και υπεράσπιση του μαρξικού έργου. Στο πλαίσιο αυτό, ο Μαρξ συναινεί και επιδοκιμάζει τις πρωτοβουλίες του Ένγκελς. Το κείμενο εκδίδεται σε μορφή ξεχωριστής μπροσούρας το 1880, αφού προηγουμένως έχει ξαναδουλευτεί σε μερικά σημεία από τον Ένγκελς. Η έκδοση γίνεται μετά από παρότρυνση του Paul Lafargue [Πωλ Λαφάργκ], ο οποίος υπογράφει και τον πρόλογο.
Ο στόχος της έκδοσης ενός τέτοιου κειμένου την περίοδο εκείνη είναι απλός: Επιχειρεί να υπερασπιστεί την επιστημονικότητα του μαρξισμού απέναντι στις ανηλεείς επιθέσεις που δέχεται τόσο εντός όσο και εκτός του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, και να επηρεάσει την πολιτική κατεύθυνση των σοσιαλιστικών κομμάτων της εποχής, και δη του γερμανικού. Βρισκόμαστε άλλωστε μόλις μια δεκαετία μετά την Κομμούνα του Παρισιού και η πολιτική βρίσκεται στο προσκήνιο. Το σοσιαλιστικό κίνημα βρίσκεται πια σε διαφορετική φάση, τόσο σε σχέση με την περίοδο που έγραφαν οι ουτοπικοί σοσιαλιστές, όσο όμως και με την περίοδο που οι Μαρξ και Ένγκελς συνέγραφαν τη Γερμανική Ιδεολογία και το Μανιφέστο. Η Κομμούνα έχει θέσει επί τάπητος τα σοσιαλιστικά οράματα και ο σοσιαλισμός δεν αποτελεί πια μια φαντασίωση κάποιων θεωρητικών: ήδη το πρώτο απτό παράδειγμα της ιστορικής δυνατότητας ύπαρξης ενός τέτοιου συστήματος κοινωνικών σχέσεων έχει δοθεί. Στο πλαίσιο αυτό, η μαρξιστική θεωρία για τον σοσιαλισμό χρειάζεται συστηματοποίηση, μαζική κωδικοποίηση, αλλά ταυτόχρονα απαιτεί εχέγγυα επιστημονικής εγκυρότητας, καθώς και φιλοσοφική υποστήριξη. Το έργο του Ένγκελς επανεκδίδεται ακριβώς με αυτό τον σκοπό: Να αποτελέσει συστηματική επιστημονική υποστήριξη του μαρξισμού, κοντολογίς μια εύληπτη παρουσίαση του «επιστημονικού σοσιαλισμού», ή αλλιώς της επιστήμης που θεμελίωσε ο Μαρξ, του ιστορικού υλισμού. Παράλληλα, προσφέρει τη φιλοσοφική του υποστήριξη του διαλεκτικού υλισμού, τέτοια που μέχρι τότε ούτε ο Μαρξ δεν είχε επιλέξει να δώσει.(13) Αν το Μανιφέστο αποτέλεσε την πρώτη μαζική παρουσίαση, την πρώτη «υλοποίηση» της νέας επιστήμης της ιστορίας, το Ουτοπιστικός σοσιαλισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός του Ένγκελς αποτελεί το πρώτο κείμενο του μαρξισμού, που επιχειρεί ρητά να αποτελέσει το εγχειρίδιο του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού. Ως εκ τούτου πρόκειται για ένα σημαντικότατο κείμενο που όχι μόνο επηρέασε εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά κυρίως συστηματοποίησε την εκδοχή της μαρξιστικής προσέγγισης που κυριάρχησε στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα.
4.1. Το γενικό περίγραμμα της ανάλυσης του Ένγκελς
Στις πρώτες σελίδες του κειμένου, ο Ένγκελς επιχειρεί να παρουσιάσει την ανάπτυξη του σοσιαλισμού ως προϊόν της ανάδυσης της αστικής κοινωνίας, της περιόδου «που ανατέλλει το βασίλειο του λογικού» (Ένγκελς 1980: 55). Μέσα από το σχήμα του «λογικού» χαρακτηρίζει ολόκληρη την εποχή του Διαφωτισμού, την κυριαρχία των ιδεών:
Ήταν η εποχή, όπου, όπως έλεγε ο Χέγκελ, ο κόσμος στέκονταν με το κεφάλι, πρώτα - πρώτα, με την έννοια, πως το ανθρώπινο μυαλό και οι αρχές που ανακαλύφτηκαν με τη σκέψη του είχαν την αξίωση να αποτελέσουν τη βάση για κάθε ανθρώπινη πράξη και κάθε κοινωνική σχέση, [...] όλες οι προηγούμενες κοινωνικές και κρατικές μορφές, όλες οι πατροπαράδοτες αντιλήψεις κηρύχτηκαν παράλογες και πετάχτηκαν στον χώρο των αχρήστων. Τον κόσμο τον καθοδηγούσαν μέχρι τότε μόνο οι προλήψεις. Κάθε τι που ανήκε στο παρελθόν άξιζε μόνο οίκτο και περιφρόνηση. Επιτέλους ανέτειλε η ημέρα, το βασίλειο του λογικού (όπ. π.: 56).
Ο Ένγκελς εξαίρει την περίοδο του Διαφωτισμού μέσα στην αλληλουχία της παγκόσμιας ιστορίας. Μένει πιστός έτσι στην άποψη που έχει διατυπώσει ήδη από το Μανιφέστο, μαζί με τον Μαρξ, σύμφωνα με την οποία η ιστορία είναι μια προοδευτική αλληλουχία τρόπων και μορφών παραγωγής με τις αντίστοιχες ιδέες τους. Όμως, σπεύδει να αποδείξει ότι ο καιρός που το «βασίλειο του λογικού» ήταν μια προοδευτική περίοδος για την ανθρώπινη ιστορία έχει περάσει ανεπιστρεπτί:
Σήμερα ξέρουμε πως το βασίλειο του λογικού, δεν ήταν τίποτε άλλο από την εξιδανικευμένη βασιλεία της αστικής τάξης, πως η αιώνια δικαιοσύνη βρήκε την πραγμάτωσή της στην αστική δικαιοσύνη, πως η ισότητα κατέληξε στην αστική ισότητα μπροστά στον νόμο, πως διακηρύχτηκε σαν ένα από τα πιο ουσιαστικά δικαιώματα του ανθρώπου η ... ατομική ιδιοκτησία [...]. Όπως όλοι οι πρόδρομοί τους, έτσι και οι μεγάλοι στοχαστές του 18ου αιώνα, δεν μπορούσαν κι αυτοί να ξεπεράσουν τα όρια που τους έβαζε η εποχή τους (όπ. π.: 57).
Έτσι, αποκαλύπτει την ιδεολογική (ηγεμονική) λειτουργία που είχαν οι διαφωτιστικές ιδέες για τη συγκρότηση μιας κοινωνικής συμμαχίας υπό την κυριαρχία των οραμάτων της αστικής τάξης, κάτω από τα οποία, όλες οι καταπιεζόμενες, από τα φεουδαρχικά δεσμά, κοινωνικές τάξεις θα έβρισκαν την απελευθέρωση. Όμως, η αστική τάξη δεν δημιούργησε μια κοινωνία με ελευθερία για όλους, αλλά μόνο για τα μέλη της, οι ταξικές αντιθέσεις συνέχισαν να υπάρχουν, και η ιστορία τελικά ανέδειξε το «ψέμα» της. Αυτή πλέον δεν είναι μια τάξη επαναστατική.
Παράλληλα, σε όλη αυτή την περίοδο, μαζί με την άνοδο της αστικής τάξης ο Ένγκελς επισημαίνει ότι έχει έρθει στο προσκήνιο και η «αντίθετή της»(14) τάξη, το προλεταριάτο. Όμως, η νέα αυτή τάξη δεν είναι από την αρχή έτοιμη, ούτε από την άποψη της οργάνωσης, ούτε από την άποψη του οράματος και των ιδεών της. Εκεί ο Ένγκελς τοποθετεί ιστορικά την εμφάνιση του ρεύματος του ουτοπικού σοσιαλισμού:
Στις ένοπλες αυτές εξεγέρσεις μιας εμβρυακής ακόμα τάξης αντιστοιχούσαν και θεωρητικές εκδηλώσεις. Τον 16ο και τον 17ο αιώνα ουτοπιστικές περιγραφές μιας ιδανικής κοινωνίας, τον 18ο, ανοιχτά πια κομμουνιστικές θεωρίες (Μορελί, Μπαμπλί). [...] Έτσι, η πρώτη εκδήλωση της νέας διδασκαλίας ήταν ένας ασκητικός σπαρτιατικός κομμουνισμός που απαγόρευε κάθε απόλαυση της ζωής. Ύστερα ακολούθησαν οι τρεις μεγάλοι ουτοπιστές: ο Σαιν Σιμόν [...], ο Φουριέ και ο Όουεν» (όπ. π.: 58).
Η προβληματική του Ένγκελς φαίνεται να παραμένει πιστή στην αρχική της εκδοχή, αυτή που συναντήσαμε και στο Μανιφέστο. Η εργατική τάξη είναι ανώριμη (εμβρυακή) για δύο λόγους που δεν εμφανίζονται εδώ για πρώτη φορά: Αφενός γιατί η καπιταλιστική κοινωνία δεν ήταν τότε ακόμη αρκετά ανεπτυγμένη ώστε να δημιουργήσει ώριμες ιδέες, και αφετέρου γιατί η ίδια η εργατική τάξη δεν είχε γίνει τάξη δι’ εαυτήν, δεν είχε συνειδητοποιήσει την ταξική της θέση και κυρίως τον ιστορικό της ρόλο, δεν είχε γίνει (σύμφωνα με την αντίληψη των Μαρξ και Ένγκελς) τάξη.
Και βέβαια, αυτές οι ανώριμες ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού και των εκπροσώπων του, μπορούν να εντοπιστούν εύκολα:
Και οι τρεις έχουν τούτο το κοινό μεταξύ τους: πως δεν παρουσιάζονται σαν εκπρόσωποι των συμφερόντων του προλεταριάτου που στο μεταξύ έφερε στον κόσμο η ιστορία. Όπως οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού, έτσι και αυτοί δεν θέλουν να ελευθερώσουν μια ορισμένη τάξη, αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα (όπ. π.: 58-59).
Ο Ένγκελς αναδεικνύει από νωρίς στο έργο του μια σημαντική αντίθεση του μαρξισμού με τον ουτοπικό σοσιαλισμό: Ουσιαστικά υποστηρίζει ότι οι εκπρόσωποί του δεν αντιλαμβάνονται τον πολιτικό ρόλο που θα έπρεπε να διαδραματίσουν οι σοσιαλιστικές ιδέες, αφού μένουν προσηλωμένοι στην κληρονομημένη από τον Διαφωτισμό φιλοσοφική παράδοση, που θέλει τους φιλοσόφους να μιλούν για την κοινωνία ως ενιαίο σύνολο και για τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί ως τέτοιο. Η υλιστική φιλοσοφική σκέψη με την οποία τους πιστώνει στη Γερμανική Ιδεολογία, δεν μεταγράφεται σε αντίστοιχη πολιτική πρακτική, δεν κάνει κατανοητή την ιστορική αποστολή του προλεταριάτου και τα μέσα ώστε αυτή να επιτευχθεί και άρα δεν αποτελεί μια αντίστοιχη επιστημονική τοποθέτηση για την ιστορική εξέλιξη.
Την ίδια στιγμή όμως, ο Ένγκελς αναγνωρίζει ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές είναι οι πρώτοι που ξεσκεπάζουν την ιστορική αλήθεια ότι «το αιώνιο λογικό δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτα άλλο από την εξιδανικευμένη πραγματικότητα του μέσου αστού». Αυτό είναι και το ιστορικό καθήκον που επιτέλεσαν:
Με λίγα λόγια, σε σύγκριση με τις πανηγυρικές επαγγελίες των φιλοσόφων της εποχής του διαφωτισμού, οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί που είχαν αποκατασταθεί με την «νίκη του λογικού» αποδείχτηκαν γελοιογραφίες που απογοήτευαν πικρά. Δεν έλειπαν πια παρά μονάχα οι άνθρωποι που θα διαπίστωναν την απογοήτευση αυτή. Και οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν με το γύρισμα του αιώνα (όπ. π.: 61).
Παρακάτω σπεύδει να επιβεβαιώσει, ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές, που μόλις εκθείασε για τον ρόλο τους, ουσιαστικά πήγαν τη σκέψη τους μέχρι εκεί που μπορούσαν, γιατί:
Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και μαζί με αυτόν και η αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο ήταν πολύ λίγο ανεπτυγμένα. Η μεγάλη βιομηχανία, που μόλις τότε έκανε την εμφάνισή της στην Αγγλία, ήταν ακόμα άγνωστη στη Γαλλία. Όμως, μόνο η μεγάλη βιομηχανία αναπτύσσει, από τη μία μεριά τις συγκρούσεις που κάνουν αναπόφευκτη ανάγκη μια ανατροπή του τρόπου παραγωγής, το παραμέρισμα του καπιταλιστικού του χαρακτήρα [...] και από το άλλο μέρος, αυτή μόνη αναπτύσσει μ’ αυτές τις γιγάντιες παραγωγικές δυνάμεις και τα μέσα για να δοθούν οι λύσεις στις συγκρούσεις αυτές (όπ. π.: 62).
Ο Ένγκελς μένει έτσι, για ακόμη μια φορά, πιστός στην ιστορικίστικη, ντετερμινιστική του προσέγγιση για την ιστορική εξέλιξη, σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι η ατμομηχανή της, και η γιγάντωσή τους στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος θα φέρει τη δυνατότητα ξεπεράσματος των κοινωνικών αντιθέσεων μια για πάντα με την ανάδειξη του προλεταριάτου σε επαναστατική τάξη. Όμως στις αρχές του 19ου αιώνα που εμφανίζονται οι ουτοπικοί σοσιαλιστές, αυτή η ανάπτυξη λείπει, λείπουν δηλαδή οι ιστορικές συνθήκες (προϋποθέσεις) για το ξεπέρασμα της αστικής εποχής. Στο πλαίσιο αυτό, και μεγαλωμένοι μέσα στις διαφωτιστικές φιλοσοφίες, οι ουτοπικοί σοσιαλιστές, σύμφωνα με τον Ένγκελς, θεωρούν ότι:
Η λύση των κοινωνικών προβλημάτων που βρίσκονταν ακόμη στις ανεξέλικτες κοινωνικές σχέσεις, έπρεπε να ξεπηδήσει από το μυαλό. Η κοινωνία παρουσιάζει μόνο ανωμαλίες. Η αποστολή του σκεπτόμενου λογικού ήταν να τις εξαλείψει. Για τον σκοπό αυτό χρειαζόταν να εφευρεθεί ένα καινούργιο, πιο τέλειο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, που να επιβληθεί απ’ έξω στην κοινωνία, με την προπαγάνδα και, όπου ήταν δυνατό, με το παράδειγμα από υποδειγματικά πειράματα. Τα καινούργια αυτά κοινωνικά συστήματα ήταν καταδικασμένα να παραμείνουν ουτοπίες. Όσο περισσότερο επεξεργάζονταν τις λεπτομέρειές τους, τόσο περισσότερο χάνονταν σε καθαρές φαντασιοπληξίες (όπ. π.: 62-63).
Με αυτά τα λόγια, ο Ένγκελς επιχειρεί να εξηγήσει συνοπτικά τους λόγους για τους οποίους εμφανίστηκε ο ουτοπικός σοσιαλισμός, αλλά και τα αδιέξοδά του. Η κριτική του, ενώ έχει την ίδια ακριβώς φιλοσοφική και επιστημονική βάση με αυτήν που ανέπτυξε από κοινού με τον Μαρξ στοΜανιφέστο, εδώ φαίνεται να πηγαίνει λίγο πιο μακριά: χρεώνει στους ουτοπικούς σοσιαλιστές ότι είναι, τρόπον τινά, παιδιά της φιλοσοφικής παράδοσης του Διαφωτισμού, ότι επιχειρούν να γιατρέψουν τα προβλήματα του κόσμου με ιδέες, όπως θα συνέβαινε στο πλαίσιο του «βασιλείου του λογικού». Εδώ, ο φιλοσοφικός υλισμός που αναγνωρίζουν με τον Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία και ο οποίος τους οδηγεί στη σθεναρή (φιλοσοφική) υπεράσπιση του Σαιν Σιμόν και του Φουριέ απέναντι στον ιδεαλισμό του Γρυν, φαίνεται ενδεχομένως να διακυβεύεται. Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές αναδεικνύονται ως κατάλοιπο του Διαφωτισμού, ή καλύτερα ως το τελευταίο του στάδιο: η ανάδυση της αστικής εποχής, έχει σημάνει και την ανάδυση του προλεταριάτου, το οποίο, σύμφωνα και με το Μανιφέστο εμφανίζεται στις κοινωνικές σχέσεις, ανεξάρτητα από την ανάδυση του καπιταλισμού, νωρίτερα από αυτόν. Ο Διαφωτισμός, το «βασίλειο του λογικού», «εκπροσωπεί», υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης, όλες τις καταπιεσμένες τάξεις και τις φέρνει προς την αστική εποχή. Στο πλαίσιο αυτό και το προλεταριάτο μπαίνει αρχικά κάτω από το όραμα του Διαφωτισμού. Με την έννοια αυτή, για τον Ένγκελς, οι ουτοπικοί σοσιαλιστές συμβολίζουν τις ιδέες του προλεταριάτου μέσα στο κλίμα του Διαφωτισμού.
Πλάι στην ανάδειξη των αιτίων που ανέδειξαν το ουτοπικό σοσιαλιστικό ρεύμα, ο Ένγκελς εξυπηρετεί στο κείμενό του έναν ακόμη σκοπό: Επισημαίνει με κάθε τρόπο την παρακμή της αστικής κοινωνίας και των οραμάτων της, τη διάψευση των διαφωτιστικών ιδεών από τους ίδιους τους εμπνευστές και εισηγητές τους, αλλά και να αναγγέλλει την αναπόφευκτη κοινωνική ανατροπή, που πλέον καθίσταται δυνατή λόγω της ωριμότητας των κοινωνικών συνθηκών και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Υποστηρίζει επιπλέον ότι υφίσταται επιτέλους μια επιστημονική προσέγγιση που μπορεί να δώσει την απαραίτητη θεωρία για την επαναστατική πρακτική: Ο ιστορικός υλισμός, στον οποίο οι ιστορικές συνθήκες «επιτρέπουν» πλέον τη δυνατότητα να έχει ώριμα πορίσματα, ενώ την ίδια στιγμή στηρίζεται σε μια ριζικά διαφορετική φιλοσοφία από τη φιλοσοφία των διαφωτιστών, φιλοσοφία που είναι εχέγγυο για την ορθολογική σκέψη, αλλά και μέθοδος που μπορεί να καθοδηγήσει κάθε επιστημονικό στοχασμό. Πρόκειται για μια φιλοσοφία που λειτουργεί ως «επιστήμη των επιστημών».
4.2. Η συγκεκριμένη κριτική του Ένγκελς προς το έργο των ουτοπικών σοσιαλιστών
Παρακάτω στο κείμενο, ο Ένγκελς επιχειρεί μια κριτική στο έργο καθενός από τους τρεις σημαντικότερους ουτοπικούς σοσιαλιστές ξεχωριστά. Με δεδομένο το γενικό πλαίσιο στο οποίο έχει τοποθετήσει προηγουμένως την κριτική του, και έχοντας αναδείξει την ανεπάρκειά τους, ο Ένγκελς στέκεται πλέον περισσότερο στα σημεία της προσφοράς τους. Εδώ, η ανάλυση του Ένγκελς πλησιάζει περισσότερο στην προβληματική που αναπτύχθηκε στη Γερμανική Ιδεολογία, παρά στο Μανιφέστο, στο οποίο, παρά την απόπειρα ενσωμάτωσης του ουτοπικού σοσιαλιστικού ρεύματος, η κριτική ήταν σφοδρή.
Ξεκινώντας από τον Σαιν Σιμόν και αφού αναπτύσσει την ιδιαίτερη προβληματική του επισημαίνοντας ότι ήταν «παιδί» του διαφωτισμού, εξαίρει την οξυδέρκειά του, θεωρώντας τις αναλύσεις του πρωτοποριακές για την εποχή του:
Το να αντιληφθείς ότι η Γαλλική Επανάσταση ήταν ταξική πάλη, όχι μόνο ανάμεσα στους ευγενείς και την αστική τάξη, μα και ανάμεσα στους ευγενείς και τους ακτήμονες ήταν για το 1802 μια ανακάλυψη από τις πιο μεγαλοφυείς (όπ. π. 65).
Το 1816 ο Σαιν Σιμόν διακηρύττει πως η πολιτική είναι η επιστήμη της παραγωγής και προλέγει την ολοκληρωτική απορρόφηση της πολιτικής από την οικονομία. Αν η ιδέα πως η οικονομική κατάσταση είναι η βάση για τους πολιτικούς θεσμούς παρουσιάζεται εδώ σαν σπέρμα μόνο [...] η «κατάργηση του κράτους», που τόσος λόγος έγινε γι’ αυτήν τελευταία, βρίσκεται καθαρά διατυπωμένη εδώ (όπ. π. 65-66).
Ουσιαστικά, πρόκειται για την αποδοχή ενός υλιστικού στοιχείου στο έργο του Σαιν Σιμόν, αλλά και την αναγνώριση ψηγμάτων μιας πρώιμης ταξικής ανάλυσης της αστικής κοινωνίας που αναδύονταν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκτός από φιλοσοφικό υλισμό, ο Ένγκελς εδώ αναγνωρίζει και ψήγματα μιας υλιστικής, ταξικής ανάλυσης της κοινωνίας, ενώ η επισήμανση για την προτεραιότητα που βλέπει ο Σαιν Σιμόν στο πεδίο της οικονομίας, αποτελεί με έναν τρόπο μια τοποθέτηση κοντινή στο επιστημονικό έδαφος του μαρξισμού, όπως επιδίωκε να το συστηματοποιήσει ο ίδιος.
Όμως ο Ένγκελς στέκεται πολύ περισσότερο στο έργο του Φουριέ το οποίο φαίνεται να θεωρεί ιδιαίτερα συγγενές στην προβληματική του: εξαίρει την κριτική του Φουριέ στη σημερινή κοινωνία και του πιστώνει το «αμείλικτο ξεσκέπασμα της υλικής και ηθικής αθλιότητας του αστικού κόσμου», αντιπαραβάλλοντάς τη στις υποσχέσεις των φιλοσόφων του Διαφωτισμού. Κάνει λόγο για τη σάτιρα που χρησιμοποιεί συχνά ο Φουριέ και ιδιαίτερα για αυτή που επιχειρεί απέναντι στις αστικές σεξουαλικές σχέσεις, χαρακτηρίζοντας την κριτική του «αριστοτεχνική»:
Ο Φουριέ δεν είναι μόνο κριτικός. Η παντοτινά χαρούμενη φύση του τον κάνει σατιρικό και μάλιστα έναν από τους πιο μεγάλους σατιρικούς κάθε εποχής. [...] Πιο αριστοτεχνική ακόμα είναι η κριτική του για τη μορφή που έδωσε η αστική τάξη στις σεξουαλικές σχέσεις και τη θέση της γυναίκας στην αστική κοινωνία. Είναι ο πρώτος που αποφαίνεται πως σε μια δοσμένη κοινωνία ο βαθμός χειραφέτησης της γυναίκας είναι το φυσικό μέτρο της γενικής χειραφέτησης (όπ. π.: 67).
Όμως, το στοιχείο που περισσότερο θαυμάζει ο Ένγκελς στον Φουριέ, είναι αυτό στο οποίο αναδεικνύει και εντονότερα ένα κοινό υπόβαθρό τους στην προσέγγιση της ιστορικής εξέλιξης, αυτό του ιστορικισμού. Και δεν κρύβει τον θαυμασμό του:
Μα εκεί που φαίνεται πιο μεγάλος είναι η αντίληψη του για την ιστορία της κοινωνίας. Χωρίζει ολόκληρη την περασμένη εξέλιξή της σε τέσσερις φάσεις: άγρια κατάσταση, βαρβαρότητα, πατριαρχική εποχή, πολιτισμός που τον ταυτίζει μ’ αυτό που ονομάζουμε σήμερα αστική κοινωνία και, κατά συνέπεια, με το κοινωνικό καθεστώς που αρχίζει από τον 16ο αιώνα και αποδείχνει πως «ο πολιτισμός δίνει σε κάθε κακό, που η βαρβαρότητα παραδινόταν με αφέλεια, μια σύνθετη, αμφίβολη και υποκριτική μορφή», πως ο πολιτισμός κινείται μέσα σε έναν «φαύλο κύκλο», ανάμεσα σε αντιφάσεις που τις αναπαράγει αδιάκοπα, χωρίς να μπορεί να τις ξεπεράσει έτσι, που πετυχαίνει πάντοτε το αντίθετο απ’ αυτό που θέλει να πετύχει [...]. Ο Φουριέ, όπως βλέπουμε χειρίζεται τη διαλεκτική με την ίδια μαεστρία όπως και ο σύγχρονός του Χέγκελ (όπ. π.: 67).
Ο ενθουσιασμός του Ένγκελς μόνο τυχαίος δεν είναι. Διαβάζει στον Φουριέ μια πρώιμη εκδοχή ενός σχεδίου περιοδολόγησης της ιστορίας της κοινωνίας, αντίστοιχο με αυτό που ο ίδιος θα επιχειρήσει να καταθέσει στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του. Ο Φουριέ, δεν θέτει ρητά ως ειδοποιό στοιχείο για τον χωρισμό των περιόδων της ανθρώπινης κοινωνίας την υλική της παραγωγή, καθώς σε αυτή τη θέση τοποθετεί τον πολιτισμό. Αυτό όμως είναι το λιγότερο σημαντικό, αφού άλλωστε σύμφωνα με τον Ένγκελς ο πολιτισμός είναι αντανάκλαση της προόδου των υλικών σχέσεων κάθε κοινωνίας. Το κυρίαρχο για τον Ένγκελς είναι ότι ο Φουριέ υιοθετεί μια υλιστική πρακτική, η οποία αν συνδυαστεί την αντίληψη του Ένγκελς για τον πολιτισμό, μπορεί σε τελική ανάλυση να αντιστοιχηθεί με μια ρητά ιστορικοϋλιστική προσέγγιση των ανθρώπινων κοινωνιών. Και αυτή θα επιδιώξει να παρουσιάσει ο Ένγκελς στον τέλος του κειμένου. Εκεί, θα συνοψίσει όλες τις εκδοχές του ιστορικισμού που συγκροτεί τη φιλοσοφική του αφετηρία, την τελεολογία, τον παραγωγισμό, τον ντετερμινισμό και τον οικονομισμό. Το εγχειρίδιό του θα τελειώσει με μια πλήρη παρουσίαση ενός κλειστού ιστορικού σχήματος, πάντα εξελισσόμενου σε προοδευτική κατεύθυνση, με αρχή και τέλος. Αυτή την εκδοχή την έχει ήδη αποδεχτεί, με αφορμή τον Φουριέ:
Όπως ο Καντ μπάζει στη φυσική επιστήμη το φυσικό τέλος της Γης, έτσι και ο Φουριέ μπάζει στη μελέτη της ιστορίας το μελλοντικό τέλος της ανθρωπότητας (ό.π: 68).
Με αυτή την παρομοίωση, η τελεολογία του Ένγκελς συναντιέται με τον θετικισμό. Δεν παύει όμως, να βλέπει στον Φουριέ έναν πρωτοπόρο θεωρητικό του σοσιαλισμού, έναν σκαπανέα του που είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει με τον ίδιο τρόπο στη Γερμανική Ιδεολογία.
Παρακάτω, ο Ένγκελς θα ασχοληθεί με τον Όουεν. Γι’ αυτόν, ο Όουεν έχει το προνόμιο να βρίσκεται στην πιο αναπτυγμένη βιομηχανικά χώρα της Ευρώπης και αυτό σημαίνει ότι οι ιδέες του μπορεί να είναι ωριμότερες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στο έργο του Όουεν δεν αποδίδει το χαρακτηριστικό του «σοσιαλισμού», αλλά του «κομμουνισμού». Ο ΄Ενγκελς δεν διστάζει να εξάρει και το τεχνικό σκέλος του σχεδίου του Όουεν, τις προτάσεις του και τα πειράματα στα οποία επιδόθηκε:
Από το 1800 ως το 1829 διηύθυνε το μεγάλο κλωστήριο βαμβακιού από το Νιου Λάρνακ στη Σκωτία, σαν διευθυντής - μέτοχος, με το ίδιο πνεύμα, μα με μεγαλύτερη ελευθερία δράσης και με μια επιτυχία που του χάρισε πανευρωπαϊκή φήμη. Ένας πληθυσμός, που σιγά - σιγά έφτασε ως τις 2.500 ψυχές και που αρχικά τον αποτελούσαν τα πιο παρδαλά και στο μεγαλύτερο μέρος τους διεφθαρμένα στοιχεία, μετατράπηκε σε τέλεια υποδειγματική αποικία, που ήταν άγνωστα το μεθύσι, η αστυνομία, η ποινική δικαιοσύνη, οι δίκες, η δημόσια πρόνοια και η ανάγκη φιλανθρωπίας. Και τα κατόρθωσε αυτά απλούστατα βάζοντας τους ανθρώπους σε συνθήκες πιο αντάξιες για τον άνθρωπο και, πριν απ’ όλα, αναθρέφοντας την νέα γενιά με ιδιαίτερη φροντίδα. Ήταν ο εφευρέτης των νηπιαγωγείων και ο πρώτος ιδρυτής τους (όπ. π.: 69).
Και αυτό το κάνει, ενώ δεν είχε τοποθετηθεί με τον ίδιο τρόπο απέναντι στα φαλανιστήρια του Φουριέ ή στις προτάσεις του Σαιν Σιμόν. Αντιθέτως, παρά τη ρήση του Μανιφέστου, ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές ήταν «οι εισηγητές των πρώτων σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών συστημάτων», οι Μαρξ και Ένγκελς πουθενά δεν περιέβαλαν με τόση θέρμη τις απτές προσπάθειες και τα πειράματα στα οποία επιδόθηκαν οι ουτοπικοί σοσιαλιστές για να αποδείξουν ότι οι ιδέες τους μπορούν να πάρουν σάρκα και οστά. Αντιθέτως, συνήθιζαν να απαξιώνουν στο έργο τους αυτά τα πειράματα, θεωρώντας τα κατά βάση φαντασιοκοπίες, που μάλιστα πολλές φορές οδηγούσαν σε σπατάλη δυνάμεων εκ μέρους των δημιουργών τους και τους αποπροσανατόλιζαν από την ενασχόληση με την πολιτική πάλη. Στην περίπτωση όμως του Όουεν, ο Ένγκελς κρατάει διαφορετική στάση και αυτό γιατί ενδεχομένως αναγνωρίζει μια ειδοποιό διαφορά: ότι τα πειράματά του, καίτοι ουτοπικού χαρακτήρα, αφού θέλει να διαμορφώσει μια ανεξάρτητη από τους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας νησίδα, είναι παρόλα αυτά πειράματα που συμβαίνουν στο πλαίσιο της πραγματικής καπιταλιστικής παραγωγής και όχι αποκομμένα από αυτήν. Είναι με μια έννοια πολύ πιο ισχυρά από αυτά των άλλων ουτοπικών σοσιαλιστών, διότι συμβαίνουν στο εσωτερικό της καπιταλιστικής πραγματικότητας. Ταυτόχρονα, ο Ένγκελς εξαίρει τον Όουεν, όχι μόνο για την ηθική του στάση, αλλά και για τη συμμετοχή του στην πολιτική. Είναι ενδεχομένως ο ουτοπικός σοσιαλιστής με τη μεγαλύτερη εκλεκτική συγγένεια με τον μαρξισμό και δη με τον μαρξισμό του Ένγκελς. Αυτή η διαφορά του Όουεν, με την ενεργή συμμετοχή του στην πολιτική ζωή, τον κάνει ιδιαίτερο για τον Ένγκελς, ενώ την ίδια στιγμή, το έργο του προσφέρει σημαντικά παραδείγματα για το σοσιαλιστικό όραμα και την περιγραφή του.
Κλείνοντας το πρώτο κεφάλαιο του έργου του στο οποίο έχει εκθέσει την κριτική του στον ουτοπικό σοσιαλισμό, ο Ένγκελς επιχειρεί να συνοψίσει το βασικό του συμπέρασμα:
Ο σοσιαλισμός για όλους αυτούς είναι η εκδήλωση της αλήθειας, του λογικού και της απόλυτης δικαιοσύνης και αρκεί να τον ανακαλύψουμε για να κατακτήσει τον κόσμο χάρη στη δύναμή του. Και καθώς η απόλυτη αλήθεια είναι ανεξάρτητη από το χρόνο, τον τόπο και την ιστορική εξέλιξη των ανθρώπων, η χρονολογία και ο τόπος που θα γίνει η ανακάλυψη είναι καθαρή τύχη. Ωστόσο, η αλήθεια, το λογικό και η απόλυτη δικαιοσύνη είναι διαφορετικά πράγματα στον κάθε ιδρυτή σχολής [...]. Από όλα αυτά δεν μπόρεσε να βγει τίποτα άλλο, παρά ένα είδος μέσου εκλεκτικού σοσιαλισμού, σαν κι αυτόν που επικρατεί και σήμερα ακόμη, ουσιαστικά στα κεφάλια των περισσότερων σοσιαλιστών εργατών στη Γαλλία και την Αγγλία, ένα μείγμα που επιδέχεται μια εξαιρετική ποικιλία από αποχρώσεις παρμένες από εκείνες τις κριτικές εκφράσεις, τις οικονομικές θέσεις και τις εικόνες μιας μελλοντικής κοινωνίας των διάφορων ιδρυτών αιρέσεων, που προκαλούν διάφορες αντιρρήσεις. [...] Για να γίνει ο σοσιαλισμός επιστήμη έπρεπε πρώτα να τοποθετηθεί πάνω σε πραγματικό έδαφος (όπ. π.: 73-74).
Η τελευταία φράση του Ένγκελς συνοψίζει και την προσπάθειά του: να προσφέρει, μετά από την κριτική ανάγνωσή του στο έργο των ουτοπικών σοσιαλιστών, μια στέρεη βάση ανάλυσης της πραγματικότητας, τέτοια που οι ουτοπικοί σοσιαλιστές δεν είχαν.
4.3. Η φιλοσοφική υποστήριξη
Το δεύτερο κεφάλαιο του έργου του Ένγκελς επιχειρεί τη φιλοσοφική υποστήριξη της κριτικής που άσκησε στους ουτοπικούς σοσιαλιστές. Έχοντας «κατηγορήσει» τους ουτοπικούς σοσιαλιστές ότι, παρά τον πρώιμο φιλοσοφικό υλισμό τους, δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από το κλίμα του Διαφωτισμού, αποτελώντας τελικά απλώς μια υλιστική εκδοχή του, ο Ένγκελς θέλει να αποδείξει ότι η επιστήμη που έχει αναγγείλει ο μαρξισμός, τεκμηριώνεται στο φιλοσοφικό της υπόβαθρο και από μια νέα, διαφορετική φιλοσοφία. Άλλωστε, αποτελεί παλιά αντίληψη, ιδιαίτερα του Ένγκελς,(15) ότι ο μαρξισμός αποτελείται από τη συνένωση τριών, διαφορετικών «διδασκαλιών»: της βρετανικής πολιτικής οικονομίας, του γαλλικού σοσιαλισμού(16) και της γερμανικής φιλοσοφίας. Εδώ, ο Ένγκελς, αφού έχει επιχειρήσει μια κριτική πρόσληψη του ενός μέρους, του γαλλικού σοσιαλισμού, επιχειρεί μια περιοδολόγηση της ιστορίας της φιλοσοφίας, μέχρι την ανώτερη μορφή της, τον γερμανικό ιδεαλισμό και το ξεπέρασμά του από τη μαρξική αντιστροφή της εγελιανής διαλεκτικής. Οι δύο αυτές προσεγγίσεις αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους για την τοποθέτηση του μαρξισμού ως επιστήμης, που ο Ένγκελς θα ολοκληρώσει και θα παρουσιάσει στο τρίτο μέρος του έργου του.
Στο τμήμα αυτό, ο Ένγκελς θα παρουσιάσει τη διαλεκτική ως ανώτερη μορφή σκέψης, ανάγοντάς την εξ’ αρχής σε μια μορφή ενιαία, σε μια μέθοδο αρραγή, την οποία επανέφερε η εγελιανή σκέψη και η νεότερη γερμανική φιλοσοφία. Βέβαια, η «ουσία» της εγελιανής διαλεκτικής, ο πυρήνας της, ήταν η Ιδέα. Ο Ένγκελς συστηματοποιεί την αντίληψη ότι ο Μαρξ απλώς αντικατέστησε στην «καρδιά» της διαλεκτικής μεθόδου, την Ιδέα με την Ύλη, κάνοντάς την, δι΄ αυτής της «αντιστροφής», υλιστική διαλεκτική:
Ο Χέγκελ ήταν ιδεαλιστής, δηλαδή αντί να θεωρεί τις ιδέες τους πνεύματός του σαν, περισσότερο ή λιγότερο, αφηρημένες αντανακλάσεις των πραγμάτων και περιστατικών, θεωρούσε αντίστροφα τα αντικείμενα και την εξελικτική τους κίνηση σαν απλές αντανακλάσεις της «ιδέας» που υπήρχε κιόλας, ποιος ξέρει πού, πριν από τον κόσμο. Έτσι, όλα στέκονται με το κεφάλι και η πραγματική αλληλουχία του κόσμου ήταν ολότελα αναποδογυρισμένη (όπ. π.: 81-82).
Η «αντιστροφή» δεν αποτελεί τυχαίο σχήμα: πρόκειται για την υποδήλωση ότι η διαλεκτική «στάθηκε στα πόδια της», δηλαδή στην υλική παραγωγή, ότι πλέον ξεκινά από αυτήν, ενώ μέχρι πρότινος στεκόταν «με το κεφάλι», καθώς πυρήνας της ήταν η Ιδέα. Η μέθοδος αυτή, η διαλεκτική, όπως τη συστηματοποιεί και την παραδίδει στο σοσιαλιστικό κίνημα της περιόδου ο Ένγκελς, αποτελεί μια αναλλοίωτη, ενιαία και μοναδική μέθοδο. Η εφαρμογή της πάνω στην ιστορία και την κοινωνική δομή, αποτελεί το εχέγγυο επιστημονικότητας της μαρξικής μεθόδου, αποτελεί τον όρο επιστημονικότητας του μαρξικού ιστορικού υλισμού, του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Και βέβαια, ο Ένγκελς επιχειρεί για μια ακόμη φορά να μας παρουσιάσει την ανάδυση αυτής της περίφημης μεθόδου, ως αποτελέσματος μιας ομαλής εξέλιξης της ιστορίας της φιλοσοφίας, δηλαδή μιας διαρκώς ανώτερης φιλοσοφικής ποιότητας που φτάνει στον Χέγκελ και έπειτα στον Μαρξ, ο οποίος διέκρινε τη μέθοδο μέσα «στο μυστικιστικό της περίβλημα» και κατάφερε να την απαλλάξει από αυτό, εφαρμόζοντάς τη με βάση την υλική παραγωγή της κοινωνίας. Έτσι, η διαλεκτική κατάφερε να εκτοπίσει την προηγούμενη μεταφυσική ουσία της και να αποτελέσει βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη του επιστημονικού σοσιαλισμού. Νωρίτερα, οι ουτοπικοί σοσιαλιστές δεν θα μπορούσαν να έχουν προχωρήσει σε μια τέτοια επιστημονική τεκμηρίωση, γιατί δεν είχαν το όπλο της μεθόδου, την οποία ο Χέγκελ παρουσίασε στην ανώτερη μορφή του.
Ο Ένγκελς επιχειρεί δε να μας δώσει και ένα περιεχόμενο για τη διαλεκτική. Αυτή αποτελεί τη διαρκώς σε κίνηση ροή της ύλης, την αδιάκοπη αλλαγή και εξαφάνιση των πάντων (Ηράκλειτος), ενώ αυτή η διαρκής κίνηση παράγεται από την αντίφαση, οι δύο πόλοι της οποίας:
Όπως το θετικό και το αρνητικό, είναι τόσο αχώριστοι ο ένας για τον άλλο, όσο και αντίθετοι, και πως παρ’ όλη την αντίθεσή τους εισχωρούν ο ένας στον άλλο, έτσι που η αιτία και το αποτέλεσμα είναι έννοιες που έχουν πέραση μόνο όταν χρησιμοποιούνται σε ξεχωριστές περιπτώσεις, μα που μόλις εξετάσουμε την ιδιαίτερη αυτή περίπτωση στη γενική της σύνδεση με το σύνολο του κόσμου, συγχωνεύονται, διαλύονται μέσα στην αμοιβαία παγκόσμια δράση, όπου αιτία και αποτέλεσμα αλλάζουν αδιάκοπα θέση, όπου αυτό που τώρα ή εδώ είναι το αποτέλεσμα, γίνεται ύστερα η αιτία και αντίστροφα (όπ. π.: 79).
Και συνεχίζει, αναδεικνύοντας τη βαθιά του πεποίθηση για μια «διαλεκτική της φύσης», μια διαλεκτική κίνηση της ζωντανής ύλης που αποτελεί τρόπον τινά, φυσική πορεία των πραγμάτων(17):
Η φύση είναι ο πάγκος όπου δοκιμάζεται η διαλεκτική και μπορούμε να πούμε, προς τιμή της σύγχρονης φυσικής επιστήμης, πως έδωσε για τη δοκιμή αυτή πλούσια συγκομιδή από περιστατικά που αυξάνει κάθε μέρα, και απόδειξε έτσι πως στη φύση, σε τελευταία ανάλυση όλα γίνονται διαλεκτικά όχι μεταφυσικά, πως η φύση δεν κινείται μέσα στην αιώνια μονοτονία ενός αδιάκοπα επαναλαμβανόμενου κύκλου, μα ζει μια πραγματική ιστορία. Πριν απ’ όλα πρέπει να αναφέρουμε εδώ τον Δαρβίνο, που έδωσε το πιο δυνατό χτύπημα στη μεταφυσική αντίληψη για τη φύση, αποδεικνύοντας ότι ολόκληρη η σημερινή οργανική φύση, τα φυτά, τα ζώα, κατά συνέπεια και ο άνθρωπος, είναι προϊόντα μιας εξελικτικής κίνησης που βαστάει εκατομμύρια χρόνια τώρα (όπ. π.: 79-80).
Εδώ ο Ένγκελς, αποκαλύπτει όλο το φιλοσοφικό υπόβαθρο που υπαινιχθήκαμε εξετάζοντας τα επιχειρήματά του για τους ουτοπικούς σοσιαλιστές. Η κίνηση της ανθρωπότητας συμβαίνει μέσα σε μια συνολική διαλεκτική, μια «φυσική διαλεκτική» ή μια «διαλεκτική της φύσης», που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι προοδευτική και ανεξάρτητη από τις επιμέρους συγκρούσεις. Ενώ λίγο νωρίτερα ο ίδιος ο Ένγκελς προσάπτει στους ουτοπικούς σοσιαλιστές την κατηγορία ότι δεν έχουν αποκοπεί από τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού, είναι ο ίδιος που χρησιμοποιεί τις φυσικές επιστήμες ως υπόδειγμα για την επιστήμη της ιστορίας, όπως ακριβώς επιχείρησαν να κάνουν πολλοί διαφωτιστές φιλόσοφοι, αλλά και οι ίδιοι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές. Έτσι, ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως προϊόν μιας εξελικτικής κίνησης με προοδευτικό ορίζοντα. Ο Ένγκελς μεταχειρίζεται εδώ έναν υλισμό της φιλοσοφικής ουσίας, ένα υπερβατικό υλισμό, που λίγο διαφέρει από τον ιδεαλισμό του Χέγκελ και σίγουρα όχι ως προς τα σημαντικά σημεία που τον διέπουν. Συνεχίζει:
Αντί να απορρίπτει, νέτα σκέτα, με απλοϊκή επαναστατικότητα όλη την προηγούμενη ιστορία, ο σύγχρονος υλισμός βλέπει στην ιστορία την εξελικτική κίνηση της ανθρωπότητας και το καθήκον του να ανακαλύψει τους νόμους που την κινούν. Αντίθετα από την αντίληψη που επικρατούσε τόσο στους Γάλλους του 18ου αιώνα, όσο και στον Χέγκελ, πως η φύση είναι ένα όλο που μένει πάντα ίδιο με τον εαυτό του και κινείται σε στενούς κύκλους, [...] ο σύγχρονος υλισμός συνοψίζει τις νεότερες προόδους των φυσικών επιστημών, που σύμφωνα με αυτές η φύση έχει και αυτή την ιστορία της μέσα στο χρόνο (όπ. π.: 82-83).
Το σχήμα μιας «φυσικής διαλεκτικής» γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο. Όπως και οι φυσικές επιστήμες, όπως και κάθε επιστήμη στο μυαλό του Ένγκελς, η επιστήμη της ιστορίας συγκροτείται και διέπεται από νόμους. Είναι αυτή η δυνατότητα που της δίνει το εχέγγυο της επιστημονικότητας. Ο παραλληλισμός με τις φυσικές επιστήμες είναι ταυτολογικός. Όπως η φυσική ύλη ρέει, έτσι και η ύλη της ιστορίας «ρέει», άρα διέπεται εξ’ ορισμού από τους νόμους αυτής της «ροής».
Ο Ένγκελς συνοψίζει τα συμπεράσματά του για τον υλισμό και τη φιλοσοφική υπεράσπιση του μαρξισμού, με μια φράση:
Από ολόκληρη την παλιά φιλοσοφία δεν απομένει τίποτε άλλο σε ανεξάρτητη κατάσταση, παρά η διδασκαλία για τη νόηση και τους νόμους της – η τυπική λογική και η διαλεκτική. Όλα τα άλλα περνούν στις θετικές επιστήμες για τη φύση και την ιστορία (όπ. π.: 83).
Επιβεβαιώνει έτσι, ότι η υλιστική φιλοσοφία ανάγεται ουσιαστικά γι’ αυτόν στην εγελιανή διαλεκτική μέθοδο. Έτσι, με βάση την αντίληψη του Ένγκελς, η φιλοσοφία ανάγεται σε μια μέθοδο, η οποία έχει σχέση θεωρητικού «υποβάθρου» για την ανάπτυξη των επιστημών. Και οι τελευταίες καλούνται να εφαρμόσουν τη μέθοδο αυτή στο «πεδίο ορισμού» τους, στη φύση οι φυσικές επιστήμες και την ιστορία ο επιστημονικός σοσιαλισμός, για να εξάγουν τα κατάλληλα πορίσματα. Πρόκειται για μια μηχανική της επιστήμης, η οποία τελικά αποτελεί το απλό αποτέλεσμα της τοποθέτησης μιας (διαφορετικής ανά περίπτωση) πρώτης ύλης σε ένα μόνιμο καλούπι παραγωγής επιστημονικών πορισμάτων.
Υπό το φως όλων των παραπάνω επιστημολογικών και φιλοσοφικών προϋποθέσεων, ο Ένγκελς συνάγει τα τελικά του συμπεράσματα για τη φιλοσοφική και επιστημονική ανεπάρκεια του ουτοπικού σοσιαλισμού, καθώς και το νήμα της εξέλιξης που έφερε τη δυνατότητα του επιστημονικού σοσιαλισμού:
Ο σοσιαλισμός δεν παρουσιάζεται τώρα πια σαν τυχαία ανακάλυψη από τούτη ή εκείνη τη μεγαλοφυΐα, μα σαν το αναγκαίο προϊόν της πάλης δύο τάξεων που δημιουργήθηκαν ιστορικά, του προλεταριάτου και της αστικής τάξης. Το καθήκον του δεν ήταν πια να επεξεργαστεί ένα κοινωνικό σύστημα, όσο το δυνατό πιο τέλειο, μα να μελετήσει την ιστορική εξέλιξη της οικονομίας απ’ όπου ξεπήδησαν αναγκαστικά οι δύο αυτές τάξεις και ο ανταγωνισμός τους και να ανακαλύψει την οικονομική κατάσταση που δημιουργήθηκε έτσι και τα μέσα για να τακτοποιήσει τη σύγκρουση αυτή. Μα ο προηγούμενος σοσιαλισμός ήταν τόσο ασυμβίβαστος με την υλιστική αυτή αντίληψη της ιστορίας, όσο ήταν και η αντίληψη που είχε για τη φύση ο γαλλικός υλισμός, με τη διαλεκτική και τις σύγχρονες επιστήμες.
Και συνεχίζει:
Βέβαια, ο παλαιότερος σοσιαλισμός έκανε κριτική στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τις συνέπειές του, μα δεν μπορούσε να τις εξηγήσει, ούτε κατά συνέπεια, να τα βγάλει πέρα μαζί του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τον πετάξει σαν κακό. […] Το ζήτημα ήταν, από το ένα μέρος, να παρουσιάσει τον καπιταλιστικό αυτό τρόπο παραγωγής στην ιστορική του συσχέτιση, καθώς και την αναγκαιότητα του τρόπου αυτού σε μια ορισμένη χρονική περίοδο της ιστορίας, όπως και την αναγκαιότητα, κατά συνέπεια της πτώσης του, και από το άλλο μέρος, να ξεσκεπάσει και τον εσωτερικό του χαρακτήρα, που ήταν ακόμα κρυμμένος.
Αυτό έκανε με την ανακάλυψη της υπεραξίας. […]
Ο τρόπος που γίνεται η καπιταλιστική παραγωγή καθώς και η παραγωγή του κεφαλαίου εξηγήθηκαν. Τις δύο αυτές ανακαλύψεις: την υλιστική αντίληψη της ιστορίας και την αποκάλυψη του μυστικού της καπιταλιστικής παραγωγής με την υπεραξία τις χρωστάμε στον Μαρξ. Χάρη σ’ αυτόν, ο σοσιαλισμός είναι επιστήμη που πρέπει τώρα να επεξεργαστούμε σε όλες της τις λεπτομέρειες (όπ. π.: 85-86).
Ο Ένγκελς κλείνει το κεφάλαιο πιστώνοντας στον Μαρξ την ανάπτυξη του επιστημονικού σοσιαλισμού. Και μάλιστα υποστηρίζει ότι ο Μαρξ έκανε τις ανακαλύψεις που σηματοδότησαν την έναρξη μιας επιστημονικής αντίληψης του σοσιαλισμού, τον οποίον τώρα πρέπει να ερευνήσουμε σε όλη του την έκταση. Και η βασική του ανακάλυψη, είναι ότι αποκάλυψε το «μυστικό», ή αλλιώς την «ουσία» του τρόπου παραγωγής, την υπεραξία.
4.4. Ο επιστημονικός σοσιαλισμός
Έχοντας ασκήσει την κριτική του στα πορίσματα των ουτοπικών σοσιαλιστών και αναδεικνύοντας την επιστημονική τους ανεπάρκεια, αλλά και έχοντας δώσει όλη τη φιλοσοφική και επιστημολογική υποστήριξη που είναι κατά τον ίδιο απαραίτητη για να πληρούνται τα εχέγγυα επιστημονικότητας της νέας επιστημονικής θεωρίας του σοσιαλισμού, ο Ένγκελς προχωρά στη διατύπωση ενός σχεδίου επιστημονικής αντίληψης της ιστορίας. Παράλληλα, συνοψίζει και επαναλαμβάνει τα πορίσματα του Μανιφέστου, εξηγεί τον τρόπο λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας, ακόμη και τις κρίσεις της, χωρίς όμως να στέκεται εκεί. Μέλημά του δεν είναι απλώς να παρουσιάσει την επιστημονική ανάλυση του καπιταλισμού, αλλά κυρίως να παρουσιάσει την επιστημονική τεκμηρίωση της έλευσης του σοσιαλισμού. Αυτή την έλευση τη διαβάζει ως αναγκαία και αναγκαστική, ως τελεολογία, αφού εγγράφεται μέσα στη «ουσία» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως συνθήκη διάλυσής του.
Με την έννοια αυτή, η διαφορά του επιστημονικού σοσιαλισμού, όπως τον κωδικοποιεί ο Ένγκελς, με τον ουτοπικό σοσιαλισμό, δεν είναι μόνο στην ανάλυση της αστικής κοινωνίας και τα εργαλεία της. Είναι πολύ περισσότερο στο ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές δεν μπορούσαν να τεκμηριώσουν τη βέβαιη έλευση του σοσιαλισμού, αλλά μόνο τον στοχάζονταν φαντασιακά ή ιδεολογικά. Πόσο όμως απέχει αυτή η ανάλυση του Ένγκελς, αν εξαιρέσουμε τα πορίσματά της για την λειτουργία του ΚΤΠ και μείνουμε στη βεβαιότητα της έλευσης του σοσιαλισμού, από τη φαντασιοκοπία των ουτοπικών σοσιαλιστών; Ο επιστημονικός σοσιαλισμός του Ένγκελς, αλλά και όλη η κριτική των Μαρξ και Ένγκελς στους ουτοπικούς σοσιαλιστές, ενδεχομένως αποτέλεσε την προσπάθεια στήριξης, με επιστημονικούς και φιλοσοφικούς όρους, μιας πολιτικής τους πεποίθησης, και των αναγκών της. Ο μαρξισμός, μπορούμε να πούμε, εμφανίζεται εξίσου ως μια ουτοπία, που επιχειρεί με τη συνόψιση των βασικών του πορισμάτων όπως τα είδαμε, να επιβεβαιώσει μέσω της πίστης του κυρίως, τη βεβαιότητα για την ιστορική επικράτηση του σοσιαλισμού.
Η ολοκλήρωση της επιστημονικής βεβαιότητας περί έλευσης του σοσιαλισμού, η οποία εδράζεται στην επιστημονική ανάλυση της σύγχρονης αστικής κοινωνίας και τις δυνατότητες που αυτή δίνει, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς παρά να απαιτήσει μια καταγραφή της ιστορικής εξέλιξης και του μέλλοντός της. Ο Ένγκελς δεν είναι καθόλου φειδωλός εδώ. Συνοψίζει τις περιόδους που σηματοδοτούν το πέρασμα από τον μεσαίωνα και τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό και έπειτα στον σοσιαλισμό, ενώ για πρώτη φορά περιγράφει την κοινωνία του σοσιαλισμού, έστω και σε αδρές γραμμές. Το έργο του Ένγκελς κλείνει αποτυπώνοντας τις περιόδους εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, ως ένα κλειστό, εξελικτικό σχήμα που τέλος του έχει τον σοσιαλισμό, «όπου θα επέλθει η διάλυση των αντιφάσεων»(18) (όπ. π.: 116). Ο Ένγκελς κλείνει με τη φράση:
Να πραγματοποιήσει την απελευθερωτική αυτή πράξη, αυτή είναι η ιστορική αποστολή του σύγχρονου προλεταριάτου. Να εξακριβώσει τις ιστορικές συνθήκες και μ’ αυτό, την ίδια τη φύση του και να δώσει έτσι στην τάξη που η αποστολή της είναι να δράσει, τάξη καταπιεσμένη σήμερα, την επίγνωση των όρων και της φύσης της δράσης της, αυτό είναι το καθήκον του επιστημονικού σοσιαλισμού, που είναι η θεωρητική έκφραση του προλεταριακού κινήματος (όπ. π.: 116).
5. Συμπεράσματα
Κλείνοντας την εξέταση των τριών βασικών κειμένων στα οποία οι Μαρξ και Ένγκελς κάνουν λόγο για τον ουτοπικό σοσιαλισμό, θα επιχειρήσουμε να εξάγουμε, πέραν όσων ήδη είπαμε κατά περίπτωση, μερικά γενικά συμπεράσματα. Η ανάλυση της σχέσης μαρξισμού και ουτοπικού σοσιαλισμού προτείνουμε να γίνει μέσα από ένα πρίσμα απόρριψης/ενσωμάτωσης του δεύτερου από τον πρώτο. Οι Μαρξ και Ένγκελς, επιχειρούν αρχικά μια φιλοσοφική υποστήριξη των ουτοπικών σοσιαλιστών, ενώ σχεδόν εξ’ αρχής κάνουν γνωστή τη διαφορετική τους αντίληψη στην επιστημονική ανάλυση της σύγχρονης αστικής κοινωνίας. Έτσι, η κριτική τους είναι άλλοτε σφοδρή, και άλλοτε λιγότερο έντονη ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν, τη συγκυρία μέσα στην οποία γράφουν και τον χαρακτήρα του εκάστοτε κειμένου: στη Γερμανική Ιδεολογία, όπου ο σκοπός τους είναι να ασκήσουν κριτική στον γερμανικό ιδεαλισμό, υπερασπίζονται σθεναρά τους ουτοπικούς σοσιαλιστές ως υλιστές, ενώ στοΜανιφέστο, που στόχος τους είναι η διαμόρφωση της κομμουνιστικής πολιτικής ταυτότητας και της πίστης για τη δυνατότητα έλευσης της διαφορετικής κοινωνίας, οι Μαρξ και Ένγκελς περνάνε σε μια σφοδρή επίθεση, με εφαλτήριο την επιστημονική τους ανάλυση. Μόνο στο τέλος, ο Ένγκελς επιχειρεί να ασκήσει μια συνολικότερη κριτική, να διαχωριστεί τόσο επιστημονικά, όσο και φιλοσοφικά μαζί τους, στην προσπάθειά του να αναδείξει την επιστημονικότητα του μαρξισμού.
Όμως, όλη η κριτική των Μαρξ και Ένγκελς βρίσκεται φιλτραρισμένη μέσα και από ένα άλλο γενικό πρίσμα: τον έντονο ιστορικισμό που τους διακρίνει, συμπληρωμένο από μια τελεολογική αντίληψη για την ιστορική εξέλιξη, αλλά και έναν παραγωγισμό. Πρόκειται για το βασικό υπόβαθρο της κριτικής τους στους ουτοπικούς σοσιαλιστές, αφού ο κύριος στόχος δεν είναι εδώ η απόδειξη μόνο του λαθεμένου των αναλύσεων των τελευταίων, αλλά η ανάδειξη της βεβαιότητας ότι ο σοσιαλισμός επίκειται και μάλιστα υφίσταται μια «επιστημονική απόδειξη» γι’ αυτό. Στο πλαίσιο αυτό, οι Μαρξ και Ένγκελς χρησιμοποιούν ένα ιστορικίστικο σχήμα, όπου η διαδοχή των διαφόρων τρόπων κοινωνικής παραγωγής ήταν προδιαγεγραμμένη, όπως προδιαγεγραμμένη είναι και η διαδοχή του παρόντος τρόπου παραγωγής, από τον σοσιαλιστικό.
Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης η ιδιαίτερη αντίληψη των κλασικών για την ιδεολογία, ως αντανάκλασης των κοινωνικών σχέσεων μέσα στα μυαλά των ανθρώπων. Αντιλαμβάνονται ότι η ιδεολογία αποτελεί ένα, τρόπον τινά, πρίσμα μέσα από το οποίο μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάθε κοινωνία. Καμιά ιδέα δεν μπορεί να γεννηθεί ανεξάρτητα από την εποχή της, αλλά θα πρέπει να αντιστοιχίζεται με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών σχέσεων της κοινωνίας. Πρόκειται εδώ για μια εκδοχή μηχανιστικού υλισμού, που καταλήγει σε μια μάλλον ιδεαλιστική αντίληψη της ιδεολογίας, αφού δεν συλλαμβάνει την πολυπλοκότητα των μηχανισμών της. Η υλικότητα της ιδεολογίας δεν έγκειται στη γραμμική αντιστοίχησή της με τις κοινωνικές σχέσεις και δη τις παραγωγικές δυνάμεις, αλλά συνιστά μια διάσταση των σχέσεων εξουσίας, μια «αναγκαία παραγνώριση» των κοινωνικών σχέσεων η οποία συνδέεται με συγκεκριμένες (βιωμένες) πρακτικές και παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα(19). Με την έννοια αυτή, η διαρκής αιτίαση των Μαρξ και Ένγκελς ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές δεν μπορούσαν να έχουν έναν επιστημονικό στοχασμό, γιατί δεν τους το επέτρεπε η εποχή τους, είναι μόνο κατά το ήμισυ σωστή, αφού ενώ επισημαίνει, έστω και μηχανιστικά, την υλικότητα της ιδεολογίας, δεν αφήνει περιθώρια για την αυτοτελή ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης, παρά μόνο ως γραμμικό αποτέλεσμα της οικονομικο-κοινωνικής εξέλιξης.
Και βέβαια, όπως δείξαμε μόλις στο τελευταίο κεφάλαιο, η φιλοσοφική υποστήριξη του επιστημονικού σοσιαλισμού όπως κωδικοποιήθηκε από τον Ένγκελς, αποτέλεσε εκδοχή όχι απλώς ενός μηχανιστικού υλισμού, αλλά μια εφαρμογή της εγελιανής διαλεκτικής πάνω στην επιστήμη του κοινωνικού, υποκαθιστώντας την Ιδέα με την Ύλη. Αυτή η προσπάθεια, που παράλληλα επιχείρησε να προβάλει το επιστημονικό υπόβαθρο των φυσικών επιστημών, το οποίο εντωμεταξύ είχε ήδη διαψευστεί από τις νέες ανακαλύψεις, στην επιστήμη της ιστορίας δεν μπόρεσε να προσφέρει τα πολυπόθητα, για τον Ένγκελς, εχέγγυα επιστημονικότητας αναφορικά με τον επιστημονικό σοσιαλισμό.
Όμως, παρά το γεγονός ότι η εκδοχή μαρξιστικής ανάλυσης της καπιταλιστικής κοινωνίας που παρουσιάζεται στα έργα που είδαμε, φέρει μαζί της ιστορικισμό, τελεολογισμό και παραγωγισμό, αποτελεί εντούτοις ένα ριζικό προχώρημα σε σχέση με τους ουτοπικούς σοσιαλιστές, ένα προχώρημα που όντως άνοιξε με νέα επιστημονική ήπειρο, αυτήν της ιστορίας και εισήγαγε τα εργαλεία ανάλυσής της. Τα ώριμα έργα των Μαρξ και Ένγκελς και ιδίως το Κεφάλαιο διανοίγουν ακριβώς αυτή την νέα επιστημονική ήπειρο, ενώ συγχρόνως θέτουν τις βάσεις μιας νέας φιλοσοφικής πρακτικής, ριζικά διαφορετικής από αυτήν του Χέγκελ(20).
Από αυτή την άποψη και σε καμία περίπτωση από τη σκοπιά μιας βεβαιότητας για την έλευση του σοσιαλισμού που επέμενε ο Ένγκελς, μπορούμε να υπερασπιστούμε την επιστημονικότητα του μαρξισμού, απέναντι στις σκόρπιες ιδεολογικές και φαντασιακές εκλάμψεις των ουτοπικών σοσιαλιστών. Αυτές, όπως πάλι έδειξε ο Ένγκελς, με το τίμημα βέβαια ενός υλισμού της φιλοσοφικής ουσίας, όντως αποτέλεσαν τις πρώτες σκόρπιες αντανακλάσεις της ύπαρξης και συγκρότησης της εργατικής τάξης. Αποτέλεσαν πρώιμες ιδέες, όχι γιατί δεν γινόταν διαφορετικά, όχι λόγω της ανωριμότητας της αστικής εποχής που ακόμα δεν είχε εξαντλήσει τα καύσιμα της «επαναστατικότητάς» της για να τα παραδώσει στην νέα επαναστατική τάξη, το προλεταριάτο, αλλά επειδή οι ουτοπικοί σοσιαλιστές είχαν μικρή οργανική σχέση με το προλεταριάτο την περίοδο μάλιστα που το τελευταίο δεν είχε καν ακόμη συγκροτήσει θεσμούς οργάνωσης, αλλά έμενε στις αυθόρμητες αντιστάσεις του μέσα στη διαδικασία παραγωγής και την αυθόρμητη προλεταριακή του συνείδηση. Αυτής ακριβώς της αυθόρμητης συνείδησης είναι έμμεσο αποτέλεσμα η θεωρητική παραγωγή των ουτοπικών σοσιαλιστών.
Άλλωστε, ο επιστημονικός σοσιαλισμός του Ένγκελς, όπως και όλη η κριτική των Μαρξ και Ένγκελς στους ουτοπικούς σοσιαλιστές, ενδεχομένως αποτέλεσε την προσπάθεια στήριξης, με επιστημονικούς και φιλοσοφικούς όρους, μιας πολιτικής τους πεποίθησης και των αναγκών της. Άλλωστε, είναι η κομμουνιστική κοινωνία την οποία επαγγέλλεται ο μαρξισμός που, ιδιαίτερα στην ιστορική περίοδο που ζούμε, εμφανίζεται συνήθως ως ουτοπική. Και αυτό γιατί, ο ταξικός συσχετισμός των δυνάμεων είναι τέτοιος που δεν επιτρέπει να γίνει ευρύτερα αντιληπτή αυτή η δυνατότητα.
Όμως, το ουτοπικό στοιχείο είναι συστατικό για κάθε θεωρία της κοινωνικής ανατροπής και δη για την κομμουνιστική προοπτική. Και αυτό γιατί αποτελεί μια ιδεολογική προβολή απέναντι στην κυριαρχία της τρέχουσας εξουσίας, η οποία μπορεί να συγκροτήσει στο ιδεολογικό πεδίο όρους αντι-ηγεμονίας προς την κυρίαρχη αφήγηση. Όχι ως φαντασιοκοπία, ή λεπτομερή περιγραφή μιας άλλης κοινωνίας στην οποία θα καταλήξουμε επειδή θα την σκεφτούμε έτσι, ούτε ως πολιτική βεβαιότητα ότι θα οικοδομήσουμε έναν άλλο κόσμο, αλλά ως ιδεολογικό χνάρι της αναζήτησης και της δυνατότητας μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης που να μπορεί να συνέχει κάτω από την θετική της προοπτική τα καταπιεζόμενα στρώματα υπό την ηγεμονία της εργατικής κοσμοαντίληψης. Και αυτή η εκδοχή ενός ουτοπικού στοιχείου στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεωρίας είναι άρρηκτα δεμένη με τα επιστημονικά πορίσματά της, όχι με τις υποτιθέμενες βεβαιότητές της, αλλά με την επιστημονική απόδειξη ότι στο πλαίσιο ταξικών τρόπων παραγωγής δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα, αλλά είναι ανοιχτή κάθε δυνατότητα, και ιδιαίτερα αυτή της εκπλήρωσης των συμφερόντων της εργαζόμενης πλειοψηφίας, της οικοδόμησης μιας κομμουνιστικής κοινωνίας.
Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό ότι ο μαρξισμός δεν αποτελεί μια ενιαία και αρραγή επιστημονική ενότητα με κοινά πορίσματα, αλλά απεναντίας αποτελεί μια ενδογενώς συγκρουσιακή επιστήμη, τα πορίσματα της οποίας, όπως και κάθε πραγματικής επιστήμης, διακυβεύονται κάθε στιγμή από τις ίδιες τις αντιφάσεις που αναπτύσσονται στο σώμα του. Με την έννοια αυτή, η κυρίαρχη εκδοχή μαρξιστικής κριτικής στον ουτοπικό σοσιαλισμό, αποτελεί μια εκδοχή που θα πρέπει ως τέτοια να υποβληθεί σε κριτική και μέσω αυτής να επιχειρηθεί η ανασυγκρότηση μιας μαρξιστικής επιστημονικής κριτικής στο ουτοπικό σοσιαλιστικό ρεύμα. Και μια τέτοια προσπάθεια, θα πρέπει σίγουρα να κρατήσει αποστάσεις από τη βεβαιότητα για την επικράτηση του σοσιαλισμού, ως μιας βασικής επιστημονικής διαφοροποίησης ανάμεσα στον μαρξισμό και τον ουτοπικό σοσιαλισμό.
Βιβλιογραφία
Althusser, L., Balibar, É., Establet, R., Macherey, P., Rancière, J., 2003 [1965], Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Αλτουσέρ, Λ., 1994, Φιλοσοφικά, Αθήνα: Ο Πολίτης
Bauman, Z., 1976, Socialism. The active utopia, Λονδίνο: George Allen & Unwin Ltd.
Beaumont, M., 2005, Utopia Ltd. Ideologies of social dreaming in England 1870-1900, Historical Materialism Book Series, Λέιντεν - Βοστόνη: Brill.
Condorcet, 2006, Κοντορσέ. Σχεδίασμα για έναν ιστορικό πίνακα των προόδων του ανθρώπινου πνεύματος, Αθήνα: ΠΟΛΙΣ.
Γιαννούλη, Χ., 1991, «Το τέλος της εκμετάλλευσης και η βασιλεία των παραγωγών. Η σαινσιμονιστική ουτοπία», στο www.theseis.com.
Δημούλης, Δ. και Μηλιός, Γ. 1999, «Θεωρία της αξίας, ιδεολογία και ‘φετιχισμός’», στο ΘΕΣΕΙΣ τ. 66, σσ. 21-74, Ιανουάριος-Μάρτιος.
Ένγκελς, Φ., [1880], 1980, Ουτοπιστικός Σοσιαλισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός, Αθήνα: Θεμέλιο.
Ένγκελς, Φ., [1875], 1963, Αντι-Ντύρινγκ, Αθήνα: Αναγνωστίδης.
Geoghegan, V., 2004, «Ideology and utopia», στο Journal of Political Ideologies, Ιούνιος 2004, 9 (2), Carfax Puplishing.
Geoghegan, V., [1987], 2008, Utopianism and Marxism, Ralahine Utopian Studies series, Οξφόρδη, Βερολίνο κλπ: Peter Lang.
Κυπριανίδης, Τ., 1992, «Επιστημολογικές προεκτάσεις της ‘Διαλεκτικής της Φύσης’ του Ένγκελς», στο www.theseis.com .
Leopold, D., 2007, «Socialism and (the rejection of) utopia», στο Journal of Political Ideologies, 12 (3).
Levitas, R., 1990, The concept of utopia, Σίρακιους, Νέα Υόρκη: Syracuse University Press.
Λένιν, Β. Ι., [1913], Οι τρεις πηγές, τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Marx, K. - Engels F., 1982, «Marx to Engels January 14 1858», Selected Correspondence, p. 93, Μόσχα: Progress Publishers.
Μαρξ, Κ., [1872], 2005, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, Κ. - Ένγκελς, Φ., [1848], 2004, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Αθήνα: Θεμέλιο.
Μαρξ, Κ. - Ένγκελς, Φ., [1845], 1989, «Η ιστοριογραφία του αληθινού σοσιαλισμού», Η γερμανική ιδεολογία – Τόμος δεύτερος, Αθήνα: Gutenberg.
Μπαλιμπάρ, Ε., 1994, Η φιλοσοφία του Μαρξ, Αθήνα: Νήσος.
Paden, R., 2002, «Marx’s critique of the utopian socialists», στο Utopian Studies 13 (2): 67-91.
1 Το κείμενο αυτό γράφτηκε ως εργασία για το σεμινάριο «Η Ουτοπία: μεταξύ μυθοπλασίας και πολιτικής θεωρίας» που παρέδωσε η Βίκυ Ιακώβου στο χειμερινό εξάμηνο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου «Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία», κατά το ακαδημαϊκό έτος 2010 - 2011. Την ευχαριστώ πολύ για την παρότρυνση και την βοήθειά της.
2 Για μια αναλυτική παρουσίαση αυτής της άποψης, βλέπε: Μπαλιμπάρ 1994, καθώς και γενικά το έργο του Λουί Αλτουσέρ και των συνεργατών του, εδικά της δεκαετίας του 1960.
3 Προηγουμένως έχουν παραθέσει το εξής απόσπασμα του Γκρυν: «Δεν θέλω καν να συζητήσω την πληρότητα του πίνακα από ψυχολογική άποψη. Τον θεωρώ ανεπαρκή. Με τούτο τον αριθμό δώδεκα, μπορεί να μάθει κανείς τι είναι ο άνθρωπος; Καθόλου. Ο Φουριέ θα μπορούσε εξίσου καλά να αναφέρει απλώς τις πέντε αισθήσεις. Ολόκληρος ο άνθρωπος βρίσκεται μέσα σ’ αυτές, αρκεί να τις εξηγήσουμε καλά, να ξέρουμε να ερμηνεύσουμε σωστά το ανθρώπινο περιεχόμενό τους» (όπ. π.: 283).
4 Άλλωστε, από αυτή την πεποίθηση δεν θα φύγουν ρητά ποτέ: Ούτε καν στο Κεφάλαιο, το μνημειώδες έργο της ωριμότητάς του, ο Μαρξ δεν θα επιχειρήσει μια (ρητά) διαφορετική προσέγγιση. Αντιθέτως θα επιμείνει, ότι «(η διαλεκτική) στον Χέγκελ είναι με το κεφάλι κάτω. Πρέπει να την αναποδογυρίσουμε για να ανακαλύψουμε τον λογικό πυρήνα μέσα στο μυστικιστικό περίβλημα» (Μαρξ 2005: 26).
5 Τη συγκρότησή τους, όχι σε τάξη καθ’ εαυτή (ως τέτοια, που υπάρχει αντικειμενικά), αλλά σε τάξη δι’ εαυτήν (για τον εαυτό της, συνειδητοποιημένη), σύμφωνα με το γνωστό δίπολο που μεταχειρίζονται συχνά.
6 Για μια αναλυτική παρουσίαση της εξέλιξης της έννοιας αυτής στο μαρξικό έργο, βλ. Rancière, J., (2003): «Η έννοια της κριτικής και η κριτική της πολιτικής οικονομίας από τα Χειρόγραφα του 1844 στο Κεφάλαιο», στο Althusser, L., Balibar, É., κ.ά., [1965], (2003), Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Εδώ θα σταθούμε μόνο σε μια γενική πρόσληψη της σημασίας που έχει η έννοια της κριτικής για το μαρξικό έργο, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις της κατά την εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης του Μαρξ.
7 Αυτός είναι άλλωστε και ο τίτλος του πρώτου οικονομικού έργου που εκδίδει ο Καρλ Μαρξ κατά τη δεκαετία 1857-67, κατά την οποία συγγράφει τα οικονομικά του έργα που συστηματοποίησαν τη μαρξική κριτική στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Τα περισσότερα δεν εκδόθηκαν από τον ίδιο, αλλά είτε από τον Ένγκελς μετά τον θάνατό του (2ος και 3ος τόμος του Κεφαλαίου), ή αρκετά χρόνια μετά: τα Grundrisse, δηλαδή το χειρόγραφο 1857-’58, εκδόθηκε για πρώτη φορά στα γερμανικά σε δύο τόμους το 1939 και 1941 αντίστοιχα, από τις ξενόγλωσσες εκδόσεις της ΕΣΣΔ, ενώ και οι Θεωρίες για την Υπεραξία (που αποτελούν τμήμα του χειρογράφου 1861-’63), εκδόθηκαν τον 20ό αιώνα. Όσο ζούσε, ο Μαρξ εξέδωσε μόνο την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας το 1859 και τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου το 1867, ενώ επιμελήθηκε και τη δεύτερη έκδοσή του, που έγινε το 1872, για την οποία ξαναδούλεψε σχεδόν από την αρχή τα τρία πρώτα κεφάλαιά του.
8 Εδώ προχωράμε σε ένα δικό μας συμπέρασμα, το οποίο συνάγουμε από τα συμφραζόμενα του κειμένου, όσο και από το γεγονός ότι ο Μαρξ ιδιαίτερα, ήταν αρκετά εξοικειωμένος με το έργο ειδικά του Μορ στο οποίο παρέπεμπε συχνά στο πλαίσιο του Κεφαλαίου.
9 Στην κατεύθυνση αυτή συνηγορούν άλλωστε και οι αποσπασματικές παραπομπές του Μαρξ στον Μορ, στο κείμενο του Κεφαλαίου: «... Οι σχέσεις αυτές, μαζί με την ταυτόχρονη άνθιση των πόλεων, που χαρακτηρίζει τον 15ο αιώνα, έκαναν δυνατό τον λαϊκό εκείνο πλούτο που τον περιγράφει τόσο εύγλωττα ο καγκελάριος Φόρτεσκιου στο “Laudibus Legum Angliae”, όμως απόκλειαν τον πλούτο του κεφαλαίου. Το προανάκρουσμα της ανατροπής που δημιούργησε τη βάση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, παίχτηκε στο τελευταίο τρίτο του 15ου και στις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα. [...]. Τα παράπονα εκείνων των παλιών χρονικών έχουν πάντα υπερβολές, ζωγραφίζουν όμως με ακρίβεια την εντύπωση που προκάλεσε στους σύγχρονούς τους η επανάσταση στις σχέσεις παραγωγής. Μια σύγκριση των συγγραμμάτων του καγκελάριου Φόρτεσκιου και του Τόμας Μορ δείχνει παραστατικά το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στον 15ο και τον 16ο αιώνα. Η αγγλική εργατική τάξη γκρεμίστηκε χωρίς ενδιάμεσα μεταβατικά στάδια από το χρυσό αιώνα της στον σιδερένιο όπως λέει ο Θόρτον» (Μαρξ 2005: 742-743).
10 Από την αλληλογραφία του Μαρξ συμπληρώνουμε, ότι αυτός συνέγραψε με μεγάλη βιασύνη το χειρόγραφο τωνGrundrisse, θέλοντας να προλάβει την επικείμενη κρίση που θεωρούσε ότι θα σημάνει την κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος.
11 Ας συγκρατήσουμε εδώ αυτό το «σταδιακά», αφού η άποψη του Μαρξ και κυρίως του Ένγκελς, ο οποίος θα κωδικοποιήσει αργότερα και μια αντίστοιχη ιστορική «αφήγηση», βλέπει τους εκάστοτε τρόπους παραγωγής ως επιμέρους στάδια μιας ενιαίας διαδικασίας εξέλιξης, ως βήματα δηλαδή σε έναν κοινό στόχο, τον κομμουνισμό ως το τέλος (τόσο με την έννοια του σκοπού, όσο και με την έννοια της ολοκλήρωσης) της διαδικασίας διαδοχής ταξικών τρόπων παραγωγής.
12 Δεν πρόκειται άλλωστε για μια αντίληψη που αντανακλά μόνο τις δικές τους θέσεις, αλλά για ένα ολόκληρο φιλοσοφικό ρεύμα με το οποίο οι Μαρξ και Ένγκελς φαίνεται ότι διατηρούν μια αμφίρροπη σχέση κριτικής και ενσωμάτωσης. Χαρακτηριστικό κείμενο μιας τέτοιας προβληματικής είναι το Σχεδίασμα για έναν ιστορικό πίνακα προόδων του ανθρώπινου πνεύματος του Κοντορσέ, επιφανούς επανάσταση και θεωρητικού της γαλλικής επανάστασης.
13 Εδώ υπαινισσόμαστε τη διάσημη φράση που αναφέρει ο Μαρξ σε ένα γράμμα του στον Ένγκελς στις 14 Ιανουαρίου του 1858: «Αν είχα χρόνο για μια τέτοια δουλειά, θα ήθελα πολύ να αναδείξω στην κοινή ανθρώπινη νοημοσύνη -σε δύο ή τρία τυπογραφικά φύλλα- αυτό που είναι ορθολογικό στη μέθοδο που ανακάλυψε ο Χέγκελ (σ.τ.μ. τηδιαλεκτική), το οποίο όμως ταυτόχρονα περιέβαλε μέσα σε ένα μυστικιστικό περίβλημα» (Marx – Engels 1982: 93). Είναι προφανές ότι αυτό που σταμάτησε τον Μαρξ από το να γράψει αυτά τα 2-3 τυπογραφικά φύλλα, δεν ήταν η έλλειψη χρόνου, αλλά ενδεχομένως η αμηχανία απέναντι σε ένα τέτοιο έργο, η αδυναμία να αντιμετωπίσει φιλοσοφικά την επιστημονική και θεωρητική του παραγωγή. Αυτό το «κενό» ήρθε να καλύψει ο Ένγκελς, δημιουργώντας όχι απλώς μια συστηματοποίηση του «διαλεκτικού υλισμού», αλλά κυρίως μια «αφήγησή» του, μια εκδοχή του που έγινε κυρίαρχη μέσα στον μαρξισμό, με τη συγκατάβαση άλλωστε και του ίδιου του Μαρξ.
14 Πρόκειται για το γνωστό εγελιανό διαλεκτικό σχήμα της «άρνησης της άρνησης», που ο Ένγκελς, αλλά και ο Μαρξ μεταχειρίζονται συχνά και ιδιαίτερα όταν αναφέρονται στην ανάδυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των τάξεων που προσιδιάζουν σε αυτόν. Δεν είναι όμως μέσα στους στόχους μας να επιχειρήσουμε μια κριτική του σχήματος αυτού, πέραν των όσων έχουμε ήδη σημειώσει κατά την εξέταση του Μανιφέστου.
15 Αντίληψη που υιοθέτησε και ο Λένιν, καθώς και άλλοι πολύ σημαντικοί μαρξιστές και κομμουνιστές ηγέτες, όπως ο Γκράμσι. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη μπροσούρα του Λένιν Οι τρεις πηγές, τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού, που δημοσιεύτηκε το 1913, καθώς και το έργο του Γκράμσι που βρίσκεται στα Τετράδια της φυλακής και το οποίο έχει ονομαστεί έπειτα, Ο ιστορικός υλισμός και η φιλοσοφία του Μπενέτο Κρότσε, στο οποίο ο μαρξισμός («η φιλοσοφία της πράξης»), παριστάνεται με την εξίσωση «Φιλοσοφία της πράξης = Χέγκελ + Δαβίδ Ρικάρντο».
16 Η αναφορά στον γαλλικό σοσιαλισμό δεν αφορά βεβαίως αποκλειστικά την παράδοση των ουτοπικών σοσιαλιστών, αλλά κυρίως αφορά την Κομμούνα, αλλά και την πολιτική παράδοση της Γαλλίας μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές αντιμετωπίζονται ως τμήμα αυτού του ρεύματος, του γαλλικού σοσιαλισμού.
17 Βλέπε επίσης και Γιαννούλη 1991, Κυπριανίδης 1992.
18 Εδώ έχει ενδιαφέρον ότι η πίστη του Ένγκελς στη «διάλυση των αντιφάσεων» διαφοροποιείται από την προσέγγιση του Λένιν, ενδεχομένως και του Μαρξ, εφόσον η άμβλυνση-απονέκρωση των αντιφάσεων στο έργο των τελευταίων δεν αντιστοιχεί στον σοσιαλισμό, ο οποίος είναι το στάδιο μετάβασης στον κομμουνισμό (η «δικτατορία του προλεταριάτου»), αλλά στον ίδιο τον κομμουνισμό.
19 Βλέπε: Δημούλης, Δ. και Μηλιός, Γ. 1999.
20 Για μια αναλυτική παρουσίαση, βλέπε: Althusser, L., Balibar, É., κ.ά., [1965], (2003), Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον