Ολόκληρο το διήγημα τού βαθιά ανθρώπινου "εραστή" της θάλασσας ...
Η ηχηρή πλέον απουσία των πνευματικών αξιών, ο ατομικισμός, ο άκρατος ευδαιμονισμός και καταναλωτισμός, η καταιγιστική διαφήμιση, η επίδειξη οικονομικής ισχύος, η κοινωνική και εκπαιδευτική ανισότητα, η έλλειψη πολιτικού ήθους, η βία και οι ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ, έχουν εισβάλλει στις ζωές όλων μας και ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ σε τέτοιο βαθμό, με τον κίνδυνο να χαρακτηριστούν και «πρότυπα».
Στην απέναντι όχθη, σε όσους αντιστέκονται στον όλεθρο της κοινωνίας της μετανεωτερικότητας, «ο ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων ...», ο βαθιά ανθρώπινος «εραστής» της θάλασσας, με απλό, τρυφερό και αυθόρμητο τρόπο αποκαλύπτει έναν άξονα ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΟ, ίσως και νεορομαντικό, που εδράζεται στη περισυλλογή, δοκιμασία, προσπάθεια και ήθος.
Ελένη Δραμπάλα
__________________________________________
ΣΤΟ ΑΛΟΓΟ ΜΟΥ
Του Νίκου Καββαδία (ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΔΩ)
(γράφτηκε στο Κούδεσι της Χειμάρρας το Μάρτη του 1941)
ΤΟ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ ΚΑΝΕΙΣ σ’ έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ’ ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.
Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι’ αυτό θα σου γράψω.
Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ’ άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι ... Αυτό είναι μιάν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σάς είχε αγαπήσει και ιστορήσει.
Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πιά να σε χάνω μέσα στ’ άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω.
Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία ! Θα σού θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).
Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυό μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο Θάλασσα. Η όσφρησή σου μάς έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μού’ δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ’ άκουα να μασάς. Κατόπι σού μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να’ χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι ...
Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ’ άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από κει να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί το θόρυβο τού πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιό προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα’ χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.
Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν’ αφάνταση η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να’ σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.
Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυό σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιό πέρα από μάς ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.
Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι ...
Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.
Φυλάω ακόμα το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Και όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.
Οι κάλοι των χεριών από τα λουριά σου μού είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σού ξαναγράψω !...
(Νίκος Καββαδίας)
Δεν έχω λόγια .............................
ΑπάντησηΔιαγραφή''Αποχαιρέτησα '' πολύ ,πολύ πολύ αγαπημένα πρόσωπα και ξέρω. Έτσι γονάτισα και τότε....Σήμερα απλά δάκρυσα μουρμουρίζοντας.....καληνύχτα Έλενα ....συγκινήθηκα στ'αλήθεια .....