Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΑ: Τα Δεκεμβριανά (3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι και 5-6 Ιανουαρίου 1945)

Ξεσπούν μάχες στην Αθήνα ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ το 1944 μεταξύ του ΕΛΑΣ και των κυβερνητικών δυνάμεων που υποστηρίζονται από τον βρετανικό στρατό.
Γενικευμένη επέμβαση των Βρεττανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα ... Μια από τις απόψεις των ιστορικών μιλάει ξεκάθαρα για ιμπεριαλιστική επέμβαση στα πεπραγμένα μιας συμμάχου χώρας, καθώς εν καιρώ πολέμου, η Βρεττανία έστειλε σχεδόν 100.000 στρατό στην Ελλάδα για να υπερασπίσει τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της.
Βρετανικό άρμα στους δρόμους της Αθήνας, την περίοδο των Δεκεμβριανών
Ο όρος Δεκεμβριανά αναφέρεται σε μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στην Αθήνα το Δεκέμβριο 1944 - Ιανουάριο 1945, ανάμεσα στις δυνάμεις εργατικών-λαϊκών οργανώσεων (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ) και τις Βρετανικές και Κυβερνητικές δυνάμεις που ανήκαν σε ένα πολιτικό φάσμα, από την σοσιαλδημοκρατία (όπως ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου ηγέτης του «Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος») έως τα τάγματα ασφαλείας. Η έναρξή τους, στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, σηματοδοτείται από τους πυροβολισμούς των Κυβερνητικών και Αγγλικών δυνάμεων μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη ενάντια στη διαδήλωση του ΕΑΜ, που είχε οργανωθεί ως απάντηση στο τελεσίγραφο της κυβερνησης εθνικής ενότητας (1-12-1944) για τον αφοπλισμό όλων των αντάρτικων ομάδων, με αποτέλεσμα το θάνατο 33 διαδηλωτών και τον τραυματισμό άλλων 148. Παράλληλα ο στρατηγός Σκόμπυ προέβη σε διάγγελμα. Οι μάχες κράτησαν 33 μέρες και τερματίστηκαν στις 5-6 Ιανουαρίου 1945.

Η πανηγυρική ατμόσφαιρα της απελευθέρωσης δεν μπορούσε να αποκρύψει τα μεγάλα προβλήματα που παρέμειναν στη χώρα. Η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα ενώ τμήμα του ΕΛΑΣ την υποδέχτηκε με τιμητικό άγημα. Παράλληλα ο ΕΛΑΣ κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Παράλληλα, γερμανικές δυνάμεις παρέμειναν στην Κρήτη μέχρι το τέλος του πολέμου, το 1945. Η κατάσταση ήταν χαώδης. Η Ελλάδα είχε ερημωθεί, ο λαός πεινούσε, χρήματα δεν υπήρχαν, ενώ πολιτικά η χώρα ήταν χωρισμένη σε αντίπαλα στρατόπεδα.

Η βαθύτερη αιτία ήταν η διαμάχη ανάμεσα στις δυνάμεις που διεκδικούσαν την εξουσία της μεταπολεμικής Ελλάδας: Από τη μια το ΕΑΜ, το οποίο ελεγχόταν από το ΚΚΕ αλλά είχε ευρύτερη απήχηση, ιδιαίτερα στα λαϊκά στρώματα και τις τάξεις των διανοουμένων. Το ΕΑΜ, που είχε καταστεί ισχυρότατος πολιτικός και στρατιωτικός μηχανισμός όντας η σημαντικότερη αντιστασιακή δύναμη στην κατεχόμενη Ελλάδα, είχε στις περισσότερες περιοχές της χώρας de facto την εξουσία στα χέρια του (εκτός κάποιων νήσων, της Ηπείρου και της Αθήνας) μετά το τέλος του πολέμου και ήθελε να αποτρέψει την επάνοδο του βασιλιά καθώς και την τυχόν ανασύσταση δικτατορικού καθεστώτος όπως αυτό της μεταξικής περιόδου. Από την άλλη πλευρά είχαν συνασπιστεί το σύνολο των αντικομμουνιστικών ένοπλων δυνάμεων, πρώην συνεργάτες των κατακτητών, φιλελεύθεροι και φιλοβασιλικοί.

Απελευθέρωση
Σε αντίθεση με τις μαζικές αντεκδικήσεις σε Ευρωπαικές χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία που έγιναν εις βάρος των συνεργαζόμενων με τις Κατοχικές δυνάμεις ελάχιστες ώρες μετά την Απελευθέρωση τους όπου έγινε λουτρό αίματος με 9.000 και 12.000-20.000 νεκρούς αντίστοιχα, στην Αθήνα αντίθετα δίδεται από τον ΕΛΑΣ Αθηνών εντολή να μη υπάρξουν βίαια έκτροπα. Η ειρηνική διάθεση του ΕΛΑΣ επιβαιώνεται από κυβερνητικές και από Βρετανικές πηγές που αναφέρουν ότι επικρατεί ησυχία.

Η μάχη των διαδηλώσεων
Στις 15 Οκτώβρη 1944 οργανώθηκε διαδήλωση από τις εθνικιστικές οργανώσεις η οποία χτυπήθηκε στη περιοχή της Ομόνοιας από οπαδούς του ΕΑΜ οι οποίοι λύντσαραν και προπηλάκισαν μέλη των εθνικιστικών οργανώσεων. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει όταν μέλη διαδήλωσης του ΕΑΜ πυροβολήθηκαν με αποτέλεσμα δεκάδες νεκρούς και τραυματίες από ένοπλους που είχαν καταλύσει στα ξενοδοχεία της περιοχής. Παρόλους τους νεκρους της η εαμική αντίδραση παρέμεινε στο πλαίσιο της καταγγελίας, χωρίς αντίποινα. Από τα πυρά σκοτώθηκαν τουλάχιστον επτά μέλη εαμικών οργανώσεων και τραυματίστηκαν 82.

Βρεττανικός παράγοντας
Ήδη από το 1943 η Βρετανική πλευρά είχε προσανατολιστεί στην αποστολή στρατευμάτων μετά την Απελευθέρωση ώστε να μην πληγούν τα συμφέροντα της Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα. Σε σημείωμα στον Ήντεν ο Τσώρτσιλ έγραψε στις 6 Αυγούστου 1944 : "...Είτε θα υποστηρίξουμε τον Παπανδρέου, αν χρειαστεί και με τη βία όπως έχουμε συμφωνήσει, είτε θα πάψουμε να έχουμε τις οποιεσδήποτε βλέψεις στην Ελλάδα". Άλλωστε και ο ίδιος ο διορισμένος από τους Βρετανούς πρωθυπουργός της Ελλάδας Παπανδρέου σε επιστολές προς τον Τσώρτσιλ ζήταγε στις 21 Αυγούστου του 1944 "Για τον σκοπό αυτό ήταν απαραίτητο να δημιουργήσει έναν Εθνικό Στρατό και Αστυνομία, και για να επιτύχει αυτόν τον στόχο θα ήταν απαραίτητη η βρετανική ένοπλη βοήθεια".

Η πλατεία Συντάγματος την ημέρα της εισόδου της Κυβέρνησης 

Γεωργίου Παπανδρέου, 18 Οκτωβρίου 1944, μετά την αποτίναξη της Κατοχής.
Το ξεκίνημα της κρίσης
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατακτητές, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας. Ταυτόχρονα είχε τεθεί αφ' ενός μεν το ζήτημα της τιμωρίας των συνεργατών του κατακτητή, αφ' ετέρου δε η μεθόδευση του αφοπλισμού των ανταρτών. Οι βάσεις πάνω στις οποίες κινούνταν η πολιτική του Παπανδρέου ήταν η συμφωνία της Καζέρτα, η οποία υπέτασσε όλες τις ελληνικές δυνάμεις (εθνικό στρατό και ανταρτικές ομάδες) υπό συμμαχική διοίκηση και συγκεκριμένα τον στρατηγό Σκόμπυ.

Το σημείο που τελικά οδήγησε στην κρίση ήταν ο αφοπλισμός των αντάρτικων ομάδων. Το θέμα αυτό θα μπορούσε να καθορίσει αποφασιστικά την κατανομή της εξουσίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Στις 5 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου ανακοίνωσε, σε συμφωνία με το στρατηγό Σκόμπυ, ότι ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατευθούν ως τις 10 Δεκεμβρίου. Ακολούθησαν μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβερνήσεως και του ΕΑΜ. Στις 27 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου ανακοίνωσε τη συμφωνία με τους εαμικούς υπουργούς Σβώλο, Τσιριμώκο, Ζεύγο για την αποστράτευση. Αντιδράσεις προκάλεσε όμως, κυρίως στους αδιάλλακτους εντός του ΕΑΜ, το τελεσίγραφο της κυβέρνησης την 1η Δεκεμβρίου για γενικό αφοπλισμό σύμφωνα με την πρόσφατη συμφωνία, η οποία προέβλεπε ότι θα εξαιρούνταν η Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος, με το σκεπτικό ότι ήταν το μόνο εν λειτουργία τμήμα του τακτικού Ελληνικού Στρατού το οποίο πολέμησε σε Βόρειο Αφρική και Ιταλία. Η ταξιαρχία είχε λάβει μέρος στη Μάχη του Ρίμινι. Μάλιστα είχε αποσταλεί από τον ίδιο τον Τσώρτσιλ στο Ιταλικό μέτωπο ώστε να αποκτήσει πολεμικές δάφνες. Στη διατήρηση ή διάλυση της, όπως και του ΕΛΑΣ, θα επικεντρωθεί η κρίση που θα οδηγήσει στη δεκεμβριανή σύγκρουση. Επίσης, σε αυτές τις δυνάμεις θα προστίθενταν ένα τμήμα του ΕΔΕΣ και μια Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ ώστε να λάμβαναν μέρος αν χρειαζόταν σε επιχειρήσεις των συμμάχων σε Κρήτη και Δωδεκάνησα, περιοχές τις οποίες ακόμα κατείχαν οι Γερμανοί. Αυτό που ήθελε η Βρετανική Κυβέρνηση ήταν «να δημιουργηθεί εθνικός στρατός με δύναμη 40.000 ανδρών, ικανός να αναλάβει καθήκοντα εσωτερικής ασφάλειας, ώστε να γίνει εφικτή η ταχύτερη αποδέσμευση των βρετανικών δυνάμεων από την Ελλάδα προς τις άλλες ζώνες επιχειρήσεων».

Το συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου
Η ηγεσία του ΕΑΜ είχε εν τω μεταξύ θέσει ως επιπλέον όρους συμφωνίας τον αφοπλισμό της Τρίτης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου. Ως αντίδραση, οι υπουργοί που ανήκαν στο ΕΑΜ παραιτήθηκαν στις 2 Δεκεμβρίου του 1944 (εκτός του στρατηγού Σαρηγιάννη), ενώ το ΕΑΜ ζήτησε άδεια για συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην πλατεία Συντάγματος. Την ίδια μέρα (2 Δεκεμβρίου) η ηγεσία του ΕΑΜ ανακοίνωσε την κήρυξη γενικής απεργίας, τη διαταγή προς την εαμική πολιτοφυλακή να μη παραδώσει οπλισμό στην κρατική Εθνοφυλακή και την ανασύσταση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ. Ύστερα από αυτές τις αποφάσεις, αλλά και από πληροφορίες ότι το συλλαλητήριο θα ήταν ένοπλο, η κυβέρνηση παρά την αρχική αποδοχή τελικά το απαγόρεψε κατόπιν εντολής των Βρετανών. Ο λαός της Αθήνας την Κυριακή 3 Δεκέμβρη αψηφώντας την κυβερνητική απαγόρευση κατέκλυσε ειρηνικά την πλατεία Συντάγματος, εξάλλου ούτε επί γερμανοϊταλικής κατοχής δεν σταμάτησε να διαδηλώνει.

Η διαδήλωση, που είχε μεγάλη συμμετοχή, πνίγηκε στο αίμα όταν αστυνομικοί που βρίσκονταν ακροβολισμένοι στα γύρω κτήρια άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως προς το πλήθος. Ο απολογισμός της επίθεσης ήταν 33 νεκροί και περισσότεροι από 140 τραυματίες. Αν και μερικοί φιλοκυβερνητικοί συγγραφείς όπως ο Γουντχάους, υποστήριξαν πως δεν ήταν σαφές ποιος άνοιξε πρώτος πυρ, η αστυνομία, οι Βρετανοί ή οι διαδηλωτές, το θέμα διαλευκάνθηκε μετέπειτα. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο αρχηγός της Αστυνομίας Αθηνών Άγγελος Έβερτ παραδέχτηκε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ακρόπολη πως ο ίδιος διέταξε την βίαιη διάλυση των διαδηλωτών βάσει διαταγών που είχε λάβει. Ο δεκαπεντάχρονος τότε Νίκος Φαρμάκης που ανήκε στη αντι-ΕΑΜική οργάνωση "Χ" και συμμετείχε στους πυροβολισμούς, μαρτυράει πως το σήμα το έδωσε ο Έβερτ από παράθυρο της Αστυνομικής Διεύθυνσης με ένα μαντήλι. Οι ακροβολισμένοι είχαν δεχτεί προηγουμένως την εντολή: δεν θα πυροβολήσετε μέχρις ότου αυτοί πατήσουν τον Άγνωστο· όταν πατήσουν τον Άγνωστο, πυρ κατά βούληση.

Την επόμενη μέρα, στις 4 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκε η γενική απεργία που είχε προκηρύξει το ΕΑΜ από τις 2 Δεκεμβρίου και τελέστηκε η κηδεία των θυμάτων του συλλαλητηρίου της προηγούμενης μέρας. Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στη Μητρόπολη της Αθήνας και στη συνέχεια η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε προς το Σύνταγμα. Στην κορυφή της πομπής ξεχώριζε ένα πανό το οποίο κρατούσαν τρεις νεαρές μαυροφορεμένες γυναίκες και έγραφε «Όταν ο Λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα».

Η πορεία αυτή χτυπήθηκε ξανά με πυροβολισμούς, κυρίως από μέλη της οργάνωσης Χ και ταγματασφαλίτες που διέμεναν σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας με απολογισμό 100 νεκρούς και τραυματίες. Το εξαγριωμένο πλήθος πολιόρκησε το ξενοδοχείο "Σεσίλ" στην Ομόνοια με σκοπό να το πυρπολήσει, αλλά έγκαιρη επέμβαση των Άγγλων την απέτρεψε.

Προετοιμασία των αντίπαλων πλευρών
Καθώς οι βρετανικές δυνάμεις ενισχύονταν και οι πιθανότητες για κατάκτηση της εξουσίας περιορίζονταν, οι ηγέτες του ΚΚΕ ενώ είχαν υπογράψει την συμφωνία της Καζέρτας και είχαν δεχθεί ως εκπρόσωπο της κυβέρνησης τον Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο πρώην υποστράτηγο της Χωροφυλακής ο οποίος εξόπλιζε τάγματα από οργανώσεις όπως η Χ, και ενώ δέχθηκαν να στρατωνιστεί η Ορεινή ταξιαρχία σε στρατόπεδο που έλεγχε ως τότε ο ΕΛΑΣ και ενώ υποδέχθηκαν με τιμητικό άγημα τον Γεώργιο Παππανδρέου και ενώ παρέδωσαν κάθε αιχμάλωτο που ήταν στα τάγματα ασφαλείας στους Βρετανούς τότε συνειδητοποίησαν, ότι έπρεπε ν΄ αναλάβουν αποφασιστικές και άμεσες πρωτοβουλίες. Η ηγεσία του ΚΚΕ αντιλαμβάνονταν πλέον ότι είχε παρασυρθεί σε εσφαλμένες ενέργειες, ότι είχε χάσει τα πολιτικά οφέλη που με τόσο κόπο είχε με τη συμμετοχή της στην Αντίσταση κερδίσει στη διάρκεια της Κατοχής και, ακόμη, φοβόταν ότι οι Άγγλοι σκόπευαν να εγκαθιδρύσουν στην Ελλάδα μια δικτατορία της Δεξιάς, αφού θα είχαν αφοπλίσει τον ΕΛΑΣ. Η απόφαση να προχωρήσει το ΚΚΕ στη σύγκρουση πάρθηκε μετά τις 20 Νοεμβρίου από το Πολιτικό Γραφείο και όχι στις 28 Νοεμβρίου (όταν ναυάγησαν οι διαπραγματεύσεις με τον Παπανδρέου) ή στις 3 Δεκεμβρίου, όπως πιστευόταν ως πρόσφατα.

Το Γ.Σ του ΕΛΑΣ
Ο επιτελικός αξιωματικός του ΕΛΑΣ Θεόδωρος Μακρίδης είχε προβλέψει εγκαίρως ότι είναι "λίαν ενδεχόμενη βρετανική ένοπλος επέμβασις" και είχε καλέσει την ηγεσία του ΚΚΕ να πάρει μέτρα για αντιπαράθεση με τους Βρετανούς. Αντίθετα το ΚΚΕ θα αποκόψει το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ που είχε μέλη τους οπαδούς της σύγκρουσης Στέφανο Σαράφη, και Άρη Βελουχιώτη και θα ανασυγκροτήσει τη Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ τοποθετώντας μη κομματικά στελέχη σε μια προσπάθεια να μην εκτραπούν οι συγκρούσεις.

Οι δυνάμεις των αντιπάλων

Βρετανικές και κυβερνητικές δυνάμεις
Στην Αθήνα και στον Πειραιά, οι βρετανικές δυνάμεις αποτελούνταν από μία ελλιπή ταξιαρχία τεθωρακισμένων, την 23η με μία επιλαρχία αρμάτων Sherman, των 35 τόνων. Υπήρχαν επίσης μονάδες αλεξιπτωτιστών και δύο τάγματα πεζικού που έφθασαν αεροπορικώς στην αρχή των γεγονότων, συνολικά 5.000 άνδρες. Υπήρχε ένα πλήθος βοηθητικών μονάδων με το προσωπικό τους, σχεδόν 10.000 άτομα. Συνολικά έλαβαν μέρος στις μάχες των πρώτων ημερών η 4η Μεραρχία (10η, 12η, 23η Ταξιαρχίες Πεζικού), 2η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών, 23η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία, 139η Ταξιαρχία Πεζικού, 5η Ινδική Ταξιαρχία κ.α. Ο όγκος των βρετανικών ενισχύσεων - τρεις μεραρχίες πεζικού, η 4η Ινδική, η 4η και 46η Βρετανικές, σε πρώτη φάση - θα έφθαναν στα μέσα Δεκεμβρίου. Η εκστρατεία των Βρετανικών στρατευμάτων ήταν ακριβώς η διπλάσια από αυτή των Βρετανών το 1941 έναντι της Ιταλικής και Γερμανικής εισβολής.

Οι κυβερνητικές δυνάμεις περιλάμβαναν την Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία με 2.800 άνδρες, μονάδες της Χωροφυλακής, της Αστυνομίας, άνδρες της "Χ" με 2.500 έως 3.000 ενόπλους, λοιπών αντιστασιακών οργανώσεων (Ρ.Α.Ν, ΠΕΑΝ κ.α.), όπως και τους περίπου 12.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Δυνάμεις του ΕΛΑΣ
Το Α΄ Σώμα Στρατού, είχε στα χαρτιά μία καταγεγραμμένη δύναμη που πλησίαζε τις 20.000 γυναίκες και άνδρες, διέθετε όμως μόλις 6.000 όπλα με ελάχιστα πυρομαχικά. Οι μονάδες της Στερεάς, η IIη και η ΧΙΙΙη μεραρχίες, είχαν περίπου 5.000 ενόπλους κοντά στην Αθήνα (Το 2ο Σύνταγμα αφοπλίστηκε πριν την σύγκρουση). Στη διάρκεια των μαχών έφθασαν στην Αθήνα μονάδες από την Πελοπόννησο, τη Στερεά ή και τη Θεσσαλία. η Ταξιαρχία Ιππικού και το 54ο Σύνταγμα), συνολικά 6.000 έως 7.000 ένοπλοι. Το σύνολο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ αποτελούνταν από το Α΄Σώμα Στρατού, ΙΙ Μεραρχία, 52 Σύνταγμα Πεζικού, VIII ταξιαρχία, Εθνική Πολιτοφυλακή κ.α.

Οι ένοπλες συγκρούσεις - 33 μέρες μαχών
Το ίδιο απόγευμα που διοργανώθηκε το συλλαλητήριο (3 Δεκεμβρίου) ο στρατηγός Σκόμπι διέταξε την απομάκρυνση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από την Αθήνα. Το βράδυ της ίδιας ημέρας σημειώθηκε το πρώτο καθαρό πολεμικό επεισόδιο των Δεκεμβριανών, όταν αγγλική μονάδα τεθωρακισμένων αφόπλισε στην περιοχή του Παλαιού Ψυχικού το 2ο σύνταγμα της 2ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ. το οποίο παραδόθηκε αμαχητί καθώς δεν είχε εντολές εμπλοκής με Βρετανικά στρατεύματα και η διοίκησή του αδικαιολόγητα απουσίαζε.

Την επόμενη ημέρα τα ξημερώματα, στην περιοχή του Θησείου διεξήχθη η πρώτη μάχη ανάμεσα σε μονάδα του ΕΛΑΣ και το σύνολο της Οργάνωσης Χ που έδρευε στην περιοχή. Η μάχη διήρκεσε μερικές ώρες και ο ΕΛΑΣ κατέβαλε την άμυνα των αντιπάλων του, όμως οι Βρετανοί επενέβησαν με άρματα και μετέφεραν τον αρχηγό της Οργάνωσης Χ, Γεώργιο Γρίβα, στο βρετανοκρατούμενο κέντρο της Αθήνας. Την ίδια ημέρα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχώρησαν σε κατάληψη πολλών αστυνομικών τμημάτων στον Πειραιά και σε περιοχές περιμετρικά του κέντρου της Αθήνας, όπως στην Κυψέλη, στον Νέο Κόσμο, στους Αμπελόκηπους, στον Κολωνό, στα Πατήσια και αλλού. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν στις φυλακές στην αρχή της λεωφόρου Βουλιαγμένης τις οποίες κατέλαβαν. Τα γεγονότα προκάλεσαν κυβερνητική κρίση με τον πρωθυπουργό της κυβέρνησης Γεώργιο Παπανδρέου να εκδηλώνει το βράδυ της ίδιας ημέρας την πρόθεση του να παραιτηθεί. Η Βρετανική πλευρά αντέδρασε άμεσα και απαίτησε να παραμείνει στη θέση του. Όπως διέρρευσε από τα αρχεία του Φόρεϊν Όφις το 1974, ο Τσόρτσιλ σε συνομιλία του με τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα Ρέτζιναλντ Λίπερ ανέφερε «Πρέπει να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου να παραμείνει πρωθυπουργός. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά, να αρρωστήσει και να μην μπορεί να τον πλησιάσει κανείς.…»

Τη νύχτα της 4ης προς 5η Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιχείρησαν την κατάληψη των φυλακών Συγγρού. Η επίθεση ανακόπηκε μετά από παρέμβαση των Βρετανών που χρησιμοποίησαν τεθωρακισμένα οχήματα. Παρόμοια εξέλιξη είχε η επίθεση στις φυλακές Χατζηκώστα που έληξε με παρέμβαση των Βρετανών. Τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ εξαπέλυσαν επίθεση στο σύνταγμα χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Μετά από τετραήμερη σκληρή μάχη οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αποκρούστηκαν μετά από δραστική επέμβαση βρετανικών τεθωρακισμένων, με αποτέλεσμα να καθηλωθούν γύρω από το στρατόπεδο. Παρόμοια εξέλιξη είχε και η επίθεση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στους στρατώνες του Γουδή όπου έδρευε η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία. Στις 9 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ πραγματοποίησε επίθεση στη σχολή Ευελπίδων, στον χώρο της οποίας βρίσκονταν 23 αξιωματικοί και 183 ευέλπιδες. Η πολιορκία λύθηκε με παρέμβαση των Βρετανών που μετέφεραν το προσωπικό της σχολής στα ανάκτορα.

Στις 5 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ κατέλαβε την Γενική Ασφάλεια Αθηνών στην οδό Πατησίων και Τοσίτσα και συνέλαβε μερικούς αιχμάλωτους, ενώ οι περισσότεροι αστυνομικοί που υπεράσπιζαν το κτήριο φυγαδεύτηκαν από αγγλικά άρματα. Επίσης το 4ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ κατέλαβε την έδρα της Ανώτατης Διοίκησης Χωροφυλακής Ελλάδας στην οδό Πατησίων στο Πεδίο του Άρεως και αιχμαλώτισε 80 περίπου αξιωματικούς της χωροφυλακής. Στις 6 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ μετά από διήμερη πολιορκία κατέλαβε την Ειδική Ασφάλεια Αθηνών στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου και Δεριγνύ και πυρπόλησε το κτίριο που ήταν άντρο βασανισμού και εκτελέσεων αντιστασιακών την περίοδο της κατοχής.

Στις 9 Δεκεμβρίου ο Τσόρτσιλ διέταξε αποστολή νέων ενισχύσεων στην Ελλάδα. Την επόμενη μέρα οι Βρετανοί ξεκίνησαν επιχείρηση για την ανακατάληψη του Πειραιά. Στην επιχείρηση για την κατάληψη του λόφου της Καστέλλας χρησιμοποιήθηκε η 5η Ινδική Μεραρχία. Οι Ινδοί στρατιώτες (γνωστοί ως Γκούρκας), έπειτα από σκληρή μάχη, στην οποία είχαν σημαντικές απώλειες, κατέλαβαν την Καστέλλα στις 14 Δεκεμβρίου.

Στις 16 Δεκεμβρίου αποβιβάστηκαν στο Φάληρο νέες Βρετανικές ενισχύσεις και ξεκίνησαν επιχειρήσεις για την ανακατάληψη των περιοχών της Αθήνας που βρίσκονταν στον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Αφού εξασφάλισαν τον έλεγχο της Λεωφόρου Συγγρού που τους επέτρεπε την μεταφορά στρατιωτών από το Φάληρο στο κέντρο της Αθήνας, κατέλαβαν στις 18 Δεκεμβρίου τον Λυκαβηττό από τον οποίο έλεγξαν με τα πυροβόλα που τοποθέτησαν τους σημαντικότερους δρόμους της Αθήνας. Τη νύχτα της 17ης προς 18η Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ πραγματοποίησαν μία επιτυχημένη επιχείρηση καταλαμβάνοντας τα ξενοδοχεία της Κηφισιάς Σεσίλ, Απέργη και Πεντελικόν, στα οποία διέμενε το προσωπικό της RAF. Συνολικά 50 αξιωματικοί και 500 σμηνίτες της RAF αιχμαλωτίστηκαν.

Όλες αυτές τις μέρες των μαχών η βρετανική αεροπορία βομβάρδισε λαϊκές συνοικίες και θέσεις του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα και στα περίχωρα προκαλώντας πολλούς θανάτους αμάχων.

Τη νύχτα της 23ης προς 24η Δεκεμβρίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχώρησαν στην υλοποίηση σχεδίου που στόχευε στην ανατίναξη του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία όπου διέμεναν η ελληνική κυβέρνηση και το βρετανικό επιτελείο. Για τον σκοπό αυτό παγιδεύτηκε με εκρηκτικά υπόνομος που κατέληγε δίπλα στα θεμέλια του κτιρίου. Η έκρηξη αναβλήθηκε προσωρινά λόγω της άφιξης του Τσόρτσιλ στην Ελλάδα και στο διάστημα αυτό Άγγλοι εντόπισαν και απενεργοποίησαν τα εκρηκτικά.

Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ουίνστον Τσόρτσιλ έφτασε στην Ελλάδα το μεσημέρι της 25ης Δεκεμβρίου, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Άντονι Ίντεν. Την πρώτη ημέρα διέμεινε στο Φάληρο στο θωρηκτό Ajax και την επόμενη πήγε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία όπου συμμετείχε σε διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης-Σκόμπυ και αντιπροσωπείας του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν και οι μάχες συνεχίστηκαν ως τις 5 με 6 Ιανουαρίου του 1945. Λίγες ημέρες αργότερα τοποθετήθηκε στη θέση του αντιβασιλέα ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και πρωθυπουργός ο Νικόλαος Πλαστήρας.

Στο μέτωπο των μαχών οι βρετανικές δυνάμεις εξαπέλυσαν από τις 27 Δεκεμβρίου, γενική επίθεση κατά του ΕΛΑΣ. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα στις 5 Ιανουαρίου και τον Πειραιά στις 7 Ιανουαρίου, όταν ο όγκος των βρετανικών μηχανοκινήτων αλλά και η εξάντληση των εφοδίων και των πυρομαχικών υποχρέωσαν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να εγκαταλείψουν την πόλη και να υποχωρήσουν προς τα βόρεια. Πέντε μέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου, δόθηκε τέρμα στις μάχες, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον στρατηγό Σκόμπυ. Τα Δεκεμβριανά τερματίστηκαν οριστικά με την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945.

Συνέπειες της σύγκρουσης

Τελικά, στις 6 Ιανουαρίου του 1945 οι δυνάμεις του ΕΑΜικού μετώπου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον Πειραιά και την Αθήνα. Πέντε μέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου, οι μάχες τερματίστηκαν, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον στρατηγό Σκόμπι. Μετά την ήττα του ο ΕΛΑΣ (υπο την ηγεσία του Σιάντου) αποχώρησε από την Αθήνα, μαζί με χιλιάδες υποστηρικτές του, καθώς και με χιλιάδες αιχμαλώτους αμάχους και μη, ως αντιστάθμισμα στη πρωτύτερη πράξη των Βρετανών που μετέφεραν έναν μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που υπολογίζεται στους 7.540, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (Ελ Τάμπα) στη Μέση Ανατολή.

Ο αστικός πολιτικός κόσμος της εποχής κατηγόρησε την ηγεσία του ΕΑΜ και το ΚΚΕ για υπαναχώρηση όσον αφορά τον αφοπλισμό των ανταρτικών ομάδων και για προσχηματική αρχική συμφωνία, την οποία αρκετοί τότε απέδωσαν στο ότι αναμένονταν στην Ελλάδα πολύ περισσότερες συμμαχικές (Βρετανικές) δυνάμεις από αυτές που τελικά ήρθαν. Επίσης, το ΕΑΜ κατηγόρησε τους αντιπάλους του για επέμβαση ξένων δυνάμεων στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Μεγάλο μέρος της Αθήνας είχε μετατραπεί σε ερείπια και πολλοί άμαχοι έχασαν τη ζωή τους από τις μάχες που διεξάγονταν στους δρόμους της Αθήνας άλλα και από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς των Άγγλων.

Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών μέλη της οργάνωσης ΟΠΛΑ, δολοφόνησαν έναν αριθμό αντιφρονούντων, υποστηρικτών του αστικού καθεστώτος, αλλά και αμφισβητιών της επίσημης κομματικής γραμμής του ΚΚΕ , μεταξύ των οποίων και γύρω στους 50 τροτσκιστές/αρχειομαρξιστές οι οποίοι χαρακτήριζαν τα Δεκεμβριανά ως σταλινικό πραξικόπημα. Στην περιοχή των διυλιστηρίων της ΟΥΛΕΝ έλαβαν χώρα εκτελέσεις. Ανάμεσα στα θύματα της ΟΠΛΑ ήταν η ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη και ο πρύτανις του ΕΜΠ Ιωάννης Θεοφανόπουλος.

Βρετανοί στρατιώτες στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών
Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα θεωρούνται από μια πλευρά των ιστορικών ως η δεύτερη φάση του Ελληνικού Εμφυλίου (ο «δεύτερος γύρος» κατά τη μεταπολεμική οπτική) και οδήγησαν στην τρίτη φάση («τρίτο γύρο»), που τερματίστηκε το 1949 με την (στρατιωτική) ήττα του ΚΚΕ Η σύγκρουση των Δεκεμβριανών, καθώς και οι περιπτώσεις ακραίας βίας, όχι μόνο κατά δοσίλογων, αλλά κατά υποστηρικτών της κυβέρνησης και του αστικού καθεστώτος, αύξησε το αντικομμουνιστικό μένος της αντίπαλης πλευράς και έκανε πολύ δύσκολη την προοπτική της άμβλυνσης των παθών.

Μια άλλη πλευρά των ιστορικών μιλάει ξεκάθαρα για μια ιμπεριαλιστική επέμβαση στα πεπραγμένα μιας συμμάχου χώρας, καθώς εν καιρώ πολέμου, η Βρετανία έστειλε σχεδόν 100.000 στρατό στην Ελλάδα για να υπερασπίσει τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της.

Απώλειες
Στον πιο αποδεκτό "πίνακα απωλειών" των αντιμαχόμενων πλευρών στις μάχες της Αθήνας, οι βρετανικές δυνάμεις είχαν 210 νεκρούς, 55 μόνιμα αγνοούμενους και 1100 αιχμαλώτους στα χέρια του ΕΛΑΣ. Οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν 3480 νεκρούς (889 ανήκαν στη χωροφυλακή και την αστυνομία και 2540 στα στρατιωτικά τμήματα) και πολλούς αιχμαλώτους. Οι απώλειες του ΕΛΑΣ υπολογίστηκαν στους 2-3 χιλιάδες νεκρούς και 7-8 χιλιάδες αιχμαλωτισθέντες, χωρίς στους τελευταίους να υπολογίζονται οι αριστεροί πολίτες και οπαδοί του ΕΑΜ που συνέλαβαν οι Βρετανοί.

Αιτίες της ήττας του ΕΛΑΣ
Αιτία της ήττας του ΕΛΑΣ ήταν η γενικευμένη επέμβαση των Βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, επέμβαση που το ΕΑΜ είχε από την αρχή υποτιμήσει. Επίσης ότι το ΚΚΕ δεν προσανατολιζόταν σε γενικευμένη σύγκρουση για αυτό κράτησε σε απόσταση τον εμπειροπόλεμο τακτικό ΕΛΑΣ, κράτησε μακριά από την Αθήνα, στη Λαμία, το Γ.Σ του ΕΛΑΣ με τους υπέρμαχους της σύγκρουσης Βελουχιώτη-Σαράφη, ενώ, έδωσε την μάχη με τον ελαφρά οπλισμένο εφεδρικό ΕΛΑΣ Αθήνας και επιτελικούς αξιωματικούς που δεν είχανε την απαιτούμενη εμπειρία.

Βρετανικά άρματα και πεζικό εισβάλουν σε κτίριο υπό τον έλεγχο του ΕΑΜ.
Η σοβιετική σιωπή
Οσο υπήρχε ο κίνδυνος μιας χωριστής ειρήνης των ΗΠΑ και της Βρετανίας με την νικημένη Γερμανία, τα σοβιετικά στρατεύματα, που έως το καλοκαίρι του 1944, είχαν προελάσει έως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, δεν επρόκειτο να περάσουν την ελληνο-βουλαρική μεθόριο. Η συνάντηση της Γιάλτας πλησίαζε και η Σοβιετική ένωση δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τους Βρεταννούς και έτσι να διακινδυνεύσει σπουδαία συμφέροντά της σε άλλες περιοχές. Μετά τα γεγονότα ο Στάλιν τήρησε μια περίεργη σιγή· απέφυγε και να επικρίνει τους Βρεταννούς αλλά και να αποθαρρύνει τον ΕΛΑΣ. Σχετικά με την στάση αυτή του Στάλιν, ο Τσώρτσιλ παρατηρεί ότι ενώ οι ΗΠΑ επέκριναν τη βρεταννική παρέμβαση στην Ελλάδα, ο «Στάλιν παρέμεινε αυστηρά και πιστά προσκολλημένος στη Συμφωνία μας του Οκτωβρίου (απόσυρση βουλγαρικών στρατευμάτων μέχρι τέλη Οκτωβρίου από τη Μακεδονία και Θράκη) και κατά τη διάρκεια των πολλών εβδομάδων του αγώνα εναντίον των κομμουνιστών στους δρόμους της Αθήνας ούτε μια λέξη μομφής δεν βγήκε από τη «Πράβδα» ή την «Ισβέστια» ». Ωστόσο, από τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν πρόσφατα, προκύπτει ότι, πριν από τη ανακωχή, η ΕΣΣΔ προειδοποίηε την ηγεσία του ΚΚΕ, μέσω του Βούλγαρου κομμουνιστή ηγέτη, πρώην γενικού Γραμματέα της Κομιντέρν Γκεόργκι Δημητρόφ, να μη περιμένει καμιά βοήθεια.

Η βρετανική παρέμβαση
Οι Βρετανοί αντίθετα, παρουσιάστηκαν αποφασισμένοι σε μέγιστο βαθμό. Ο Τσώρτσιλ, έχοντας ενισχύσει τη θέση του με την αγγλοσοβιετική συμφωνία της Μόσχας στις 9 Οκτωβρίου 1944 που αφορούσε τα Βαλκάνια με την άμεση απόσυρση μέχρι τέλος Οκτωβρίου των βουλγαρικών στρατευμάτων από τις περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης, ενώ το ΚΚΕ σε αντιστάθμισμα, ζήτησε από το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα την αποστολή μεγάλης ποσότητας όπλων και πυρομαχικών, για να λάβει αρνητική απάντηση στις 21 του ίδιου μήνα. Το αιτιολογικό ήταν οι κίνδυνοι διεθνών επιπλοκών αλλά και η έλλειψη όπλων. Ο Τσώρτσιλ διέταξε την κατάπνιξη της εξέγερσης και σε σχετικό μήνυμά του προς το στρατηγό Σκόμπι ανέφερε επί λέξει: "μη διστάσετε να ενεργήσετε ωσάν να ευρίσκεστε σε μια κατακτημένη πόλη όπου έχει ξεσπάσει μια τοπική εξέγερσις". Τον ίδιο καιρό τηλεγράφησε στον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα σερ Ρέτζιναλντ Λήπερ (Sir Reginald Leeper) ότι αυτός και ο Παπανδρέου έπρεπε να ακολουθήσουν τις διαταγές του Σκόμπι για όλα τα θέματα που αφορούσαν τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Ακόμα, στα Απομνημονεύματά του σημειώνει σχετικά: «Δεν έχει νόημα να κάνεις τέτοια πράγματα με ημίμετρα».
Η αγόρευση του Τσόρτσιλ
Στις 18/1/1945 ο Βρετανός πρωθυπουργός μίλησε ενώπιον της Βουλής των Κοινοτήτων και έδωσε εξηγήσεις όσον αφορά τη πολιτική του σχετικά με τη κατάσταση στην Ελλάδα και τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα. Ο Τσόρτσιλ αμύνθηκε της πολιτικής του προχώρησε σε κριτική του ΕΛΑΣ.

.......«Μετέβημεν εις την Ελλάδα με την πρόθεσιν να βοηθήσωμεν την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, η οποίαν αντιμετώπιζε τη σύγχυσιν που είχε προκαλέσει εις την χώραν ο τρόμος των Γερμανών[...]Είχομεν προμηθεύσει εις τους άνδρας αυτούς όπλα εις σημαντικάς ποσότητας, με την ελπίδα ότι θα εμάχοντο κατά των Γερμανών[...]Δεν επρόκειτο να επιτεθούν κατά των Γερμανών, αλλά κατά μέγα μέρος έλαβον απλώς τα όπλα αυτά και ενήδρευον παριμένοντας την στιγμήν να καταλάβουν την αρχήν και να κάμουν την Ελλάδα κομμουνιστικό κράτος με ολοκληρωτικήν εκκαθάρισιν όλων των αντιθέτων[...]Ο εξωπλισμένος ΕΛΑΣ κατά την τελευταίαν διετίαν έπαιξε πολύ μικρόν ρόλον εις τον αγώνα κατά των Γερμανών. Δεν δύναμαι να εξάρω τον ρόλον του, όπως θα έπραττον αποτίων φόρον θαυμασμού εις τους ηρωικούς Γάλλους Μακί και τους Βέλγους τοιούτους» .

Ο Στάλιν είχε τηρήσει αυστηρά αυτήν τη συμφωνία (Συμφωνία των ποσοστών ΕΔΩ) στις έξι εβδομάδες που είχαν διαρκέσει οι μάχες εναντίον του ΕΛΑΣ στην Αθήνα ούτε η Ισβέστια ούτε η Πράβδα αναφέρθηκαν στο γεγονός. Στις δύο όμως βαλκανικές χώρες της Μαύρης Θάλασσας ακολουθούσε αντίθετη πορεία. Αν όμως τον πίεζα μπορεί να έλεγε: «Εγώ δεν επεμβαίνω σε ό,τι κάνετε στην Ελλάδα. Επομένως, για ποιο λόγο εσείς δε με αφήνετε να δράσω ελεύθερα στη Ρουμανία;»

ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον