Ταγκόρ, ο γεφυροποιός
ΠΗΓΕΣ:
http://www.enet.gr/
http://el.wikipedia.org/
Από την Κατερίνα Σχινά
Rabidranath Tagore
Το σπίτι και ο κόσμος
πρόλογος: Αρης Μπερλής
μτφρ.: Ειρήνη Καλκάνη
εκδόσεις Πάπυρος, σ. 370
Πάει καιρός που η Δύση έχει πάψει να διαβάζει τον Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ με την αλλοτινή συγκίνηση. Οχι βέβαια πως τον είχε ποτέ καταλάβει - κι ίσως γι' αυτό τον απέρριψε με τέτοια βιαιότητα, λίγα μόλις χρόνια αφ' ότου του παραχώρησε το Νόμπελ. Δεν ήταν η λυρική λεπτότητα των στίχων του ή η κομψή του πρόζα που είχε προκαλέσει τον ενθουσιασμό, ούτε βέβαια η σκέψη του - που, νηφάλια και βαθιά, περιπλανήθηκε σ' όλους τους χώρους, από τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και τα ζητήματα κουλτούρας, ώς την πολιτική, τις κοινωνικές αλλαγές, τη θρησκεία και τις διεθνείς σχέσεις. Οι Δυτικοί θέλησαν να τον δουν σαν μύστη - έναν πνευματικό γκουρού, απόμακρο όσο και κουραστικά επαναλαμβανόμενο, που μπορούσε να ενδιαφέρει ποιητές με τις μεταφυσικές ανησυχίες ενός Γέιτς ή ενός Πάουντ, αφού, με τα λόγια του Γκρέιαμ Γκριν, ο Ταγκόρ έφερνε στον νου «ό,τι ο Τσέστερτον αποκαλεί τα "λαμπερά, σαν χαλίκια μάτια" των θεοσοφιστών». Τον κατανάλωσαν λοιπόν, τον εξάντλησαν και μετά τον λησμόνησαν. Χωρίς να κοινωνήσουν την ουσία της ποίησης και της πνευματικής του παρουσίας.
Βέβαια οι άνθρωποι της Δύσης, με λίγες εξαιρέσεις, συνεχίζουν να πιστεύουν πως όλα τα σημαντικά καλλιτεχνικά ρεύματα και κινήματα γεννήθηκαν στη Δύση· κι αυτό γιατί η "ιστορία συμβαίνει στη Δύση", όπως έγραφε παλαιότερα στο Τ.L.S., ο ινδός ερευνητής στο Κέμπριτζ Αμίτ Τσαουντούρι. Η Ινδία βρίσκεται στην αντίπερα όχθη, διαφορετική, μυθική, ξένη. Ορίζει τον κόσμο και την ιστορία με τρόπο που αποκλίνει από τον δυτικό· και δεν συναντιέται μαζί του παρά μέσω της αποικιοκρατίας. Η αποικιοκρατία είναι που εισάγει την Ινδία στον (δυτικό) ιστορικό χρόνο· αποτελώντας, ταυτόχρονα, μια ιδιαίτερα πλούσια φάση -συνθετότερη και πολυπλοκότερη από μια απλή σύγκρουση μεταξύ αυτόχθονης και επείσακτης κουλτούρας- στην προσπάθεια της χώρας για αυτοπροσδιορισμό και αυτογνωσία. Η αποικιοκρατία είναι που φέρνει την Ινδία κοντά στη Δύση, για να την απομακρύνει ταυτόχρονα δραματικά, αποκαλύπτοντας το βάθος της ετερότητας.
Οχι όμως και της εχθρότητας -επιμένει ο Ταγκόρ. Και σ' αυτήν την πτυχή της προσωπικότητάς του αξίζει να σταθεί κανείς, προκειμένου να προσεγγίσει έναν ποιητή που συγκινεί στην εφηβεία, αλλά αποκαλύπτεται στην ωριμότητα. Εναν ποιητή που παλεύει να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στη ζωή της πολιτικής και την πολιτική της ζωής· έναν διανοητή που πασχίζει να συμφιλιώσει την ταυτότητά του και τα συμφραζόμενα της κουλτούρας, της ιστορίας και της κοινωνίας στην οποία ανήκει, με την πραγματικότητα άλλων ταυτοτήτων, πολιτισμών, λαών. Ο Ταγκόρ λαχταράει μιαν ανεξάρτητη Ινδία, τρέμει όμως στη σκέψη μήπως ο τόπος του, παραλοϊσμένος από τον πόνο και έξαλλος από ταπείνωση, αρνηθεί τη σημασία όσων θα μπορούσε να διδαχθεί, ελεύθερα και γόνιμα, από τους ξένους πολιτισμούς. «Φοβόταν», γράφει ο καθηγητής Οικονομικών και Φιλοσοφίας Αμάρτια Σεν, σ' ένα παλαιότερο κείμενό του για τον «εχθρό του τυφλού εθνικισμού», «πολιτικό» Ταγκόρ, «πως η απόρριψη της Δύσης υπέρ μιας γνήσιας ινδικής παράδοσης δεν ήταν απλώς περιοριστική, αλλά κάτι χειρότερο: πως θα μπορούσε να οδηγήσει σε εχθρότητα απέναντι στις ξένες επιρροές, από τον Χριστιανισμό, που είχε κυριαρχήσει σε ορισμένες περιοχές της χώρας, ήδη από τον 4ο αιώνα, ώς τον Ιουδαϊσμό, που είχε φτάσει ώς εκεί, μέσω της ιουδαϊκής διασποράς, μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, τον Ζωροαστρισμό, που μπορούσε να χρονολογηθεί στην Ινδία από τον 8ο αιώνα και φυσικά τον Ισλαμισμό, που είχε πολύ ισχυρή παρουσία στη χώρα από τον 10ο αιώνα». Γιατί ο Ταγκόρ έγραφε, ήδη από το 1908, «ο πατριωτισμός δεν μπορεί να είναι το έσχατο πνευματικό μας χαράκωμα· το δικό μου μετερίζι είναι η ανθρωπότητα. Δεν αγοράζω γυαλί στην τιμή των διαμαντιών και, όσο ζω, δεν θα επιτρέψω στον πατριωτισμό να θριαμβεύσει πάνω στην ανθρωπότητα», και έβαζε τον ψύχραιμο, προοδευτικό, φεμινιστή ήρωα του μοναδικού του μυθιστορήματος «Το σπίτι και ο κόσμος» να λέει: «Είμαι πρόθυμος να υπηρετήσω τη χώρα μου· λατρεία όμως και τυφλή αφοσίωση επιφυλάσσω στο Δίκαιο, που είναι κάτι μεγαλύτερο από τη χώρα μου. Αν λάτρευα τη χώρα μου σαν θεό θα 'ταν σαν να την καταριόμουν».
Το «Σπίτι και ο κόσμος» είναι το γνωστότερο βιβλίο του Ταγκόρ στην Ευρώπη, και μάλιστα ιδιαίτερα δημοφιλές - ωστόσο το μυθιστόρημα αντιμετώπισε εκτός από ενδιαφέρον αρκετή ειρωνεία και χλεύη εντός και εκτός Ινδίας. Ο λόγος, βέβαια, είναι το αμφιλεγόμενο θέμα του: τρεις ήρωες, ο ευγενής Νίκιλ, η σύζυγός του Μπιμάλα και ο φλογερός επαναστάτης και φίλος τού Νίκιλ, Σαντίπ, παρασύρονται στη δίνη του Σουαντέσι, του «Κινήματος της αυτάρκειας», που εκδηλώθηκε το 1905 στη Βεγγάλη με στόχο τη στήριξη της ινδικής βιοτεχνίας και το μποϊκοτάρισμα των ξένων προϊόντων, για να εξελιχθεί στη συνέχεια σε εθνικιστικό απελευθερωτικό κίνημα. Ο απόλυτος, παράφορος Σαντίπ σαγηνεύει την Μπιμάλα, της ζητάει να υπεξαιρέσει χρήματα του Νίκιλ και να τα διαθέσει στον πατριωτικό αγώνα, ο έντιμος Νίκιλ κρίνοντας ότι το κίνημα έχει παραστρατήσει, αρνείται τη συνδρομή του, ένας υπηρέτης αποκαλύπτει τον δόλο του Σαντίπ, η Μπιμάλα μετανιωμένη επιστρέφει στη συζυγική εστία, ο Σαντίπ απομακρύνεται, ο Νίκιλ τραυματίζεται μοιραία. Ερωτας, συζυγική πίστη, πολιτικά πάθη, προδοσία συνθέτουν το τετράπτυχο πάνω στο οποίο βασίζονται τόσο η πλοκή όσο και η καταγγελία της ιδεολογίας του εθνικισμού από τον Ταγκόρ. Και για να επιστρέψουμε εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε: το βιβλίο επαινέθηκε μεν από τον Γέιτς, τον Χέρμαν Εσε -που σε κριτική του εξήρε την «καθαρότητα και το μεγαλείο» του-, τον Μπέρτολτ Μπρεχτ -που σημείωνε στο ημερολόγιό του, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης, «θαυμάσιο βιβλίο, δυνατό και ευγενικό»-, ωστόσο οι αρνητικές φωνές δεν ήταν διόλου αμελητέες. Ο Ε.Μ. Φόρστερ απέρριψε το μυθιστόρημα απαξιώνοντάς το αισθητικά. Το είπε «τραγωδία... για το τίποτα» και «ρομάντσο ενός ερωτικού τριγώνου, με όλα τα φτηνά στερεότυπα από τα οποία πασχίζουν να χειραφετηθούν οι συγγραφείς της Δύσης». Αλλά ο Γκιόργκι Λούκατς ήταν ακόμη πιο δηλητηριώδης. Καταδίκασε το βιβλίο ως «λιβελογράφημα» και «μικροαστική κουρελού της χειρότερης ποιότητας» και δεν δίστασε να κατηγορήσει τον Ταγκόρ ως «πνευματικό πράκτορα της Αυτοκρατορίας, που ενεργεί ενάντια στο απελευθερωτικό κίνημα». Το ότι αργότερα ο Ρώσος μελετητής του Ταγκόρ Αλεξάντερ Ντανιελσούκ απέκρουσε αυτές τις κατηγορίες ως «δείγμα βάναυσου μαρξισμού» δεν έχει και μεγάλη σημασία. Η κηλίδα τού «αντιδραστικού» δεν έπαψε να συνοδεύει τον νομπελίστα συγγραφέα επί δεκαετίες.
Αδικη αποτίμηση· ο Ταγκόρ δεν αισθανόταν έλξη για την πολιτική και μάλιστα τη θεωρούσε επιζήμια και ηθικά εξουθενωτική. «Η πολιτική», έγραψε, «έχει υποβαθμίσει σε κάθε χώρα το μέτρο της ηθικής και έχει προκαλέσει μια συνεχή διαπάλη ψευδών και εξαπάτησης, σκληρότητας και υποκρισίας». Ενας ποιητής θα έπρεπε να απέχει από την πολιτική - μ' όλο που το πεπρωμένο του συχνά αλλιώς ορίζει: «Η μοίρα το θέλησε να αρμενίσω το καράβι μου σε νερά με ενάντιο σε μένα ρεύμα», ομολογούσε. «Η πολιτική είναι εντελώς αντίθετη στη φύση μου - κι όμως, καθώς ανήκω σε μιαν άτυχη χώρα, καθώς γεννήθηκα σε μια ανώμαλη κατάσταση, είναι πολύ δύσκολο να αποφύγω το ξέσπασμά της. Την υπομένω, λοιπόν, και συνδιαλέγομαι μαζί της». Πώς; Διατρανώνοντας την προάσπιση του ανθρωπισμού, της ανοχής και της πολυπολιτισμικότητας.
Θα κλείσω με μια παρατήρηση, ιδιαίτερα ενδεικτική, νομίζω. Ο Ταγκόρ ήταν Ινδουιστής· κι όμως, οι μουσουλμάνοι του Μπάγκλα Ντες ταυτίζονταν με την ποίηση και τις ιδέες του τόσο, ώστε το ανεξάρτητο Μπάγκλα Ντες διάλεξε ένα από τα τραγούδια του για να το κάνει εθνικό του ύμνο. «Μεγάλο μπέρδεμα γι' αυτούς που βλέπουν τον σύγχρονο κόσμο σαν "σύγκρουση των πολιτισμών"- με τον "ισλαμικό "πολιτισμό", τον "ινδουιστικό πολιτισμό" και τον δυτικό πολιτισμό" να συγκρούονται βίαια», θα σχολίαζε ειρωνικά, δεκαετίες αργότερα, ο Αμάρτια Σεν. Ο Ταγκόρ προσπάθησε να γεφυρώσει χάσματα, να αναζητήσει κοινούς τόπους, να υπογραμμίσει πως η διαφορά δεν είναι κάτι που αναπόφευκτα χωρίζει, αλλά δυνητικά μπορεί και να ενώσει· πως η ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη ανάμεσα στους λαούς δεν επιτυγχάνεται με το να διακηρύσσει κανείς την προσήλωσή του σ' αυτό που ήδη του ανήκει -στο ανόθευτο παρελθόν του, στην καθαρότητα του πολιτισμού-, αλλά με το να υπερασπίζεται τις στοιχειώδεις αξίες της ισονομίας και της δικαιοσύνης. Μια στάση που επιτρέπει στις διαφορές ανάμεσα στα κράτη, τους πολιτισμούς και τα άτομα να υπάρξουν και δεν τις ιεραρχεί με τα πλασματικά κριτήρια μιας φαντασιακής υπεροχής.
O Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και ο Μαχάτμα Γκάντι το 1940 |
Βιογραφία
Ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ (Rabîndranâth Tagore, Μπενγκάλι γλώσσα:রবীন্দ্রনাথ ঠাকুর) (7 Μαΐου 1861 - 7 Αυγούστου 1941), ήταν Ινδός συνθέτης, συγγραφέας και φιλόσοφος, του οποίου το έργο είχε σημαντική επίδραση στη λογοτεχνία και τη μουσική της Βεγγάλης στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα και στον οποίο απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1913.
Γεννήθηκε στην Καλκούτα, στη δυτική Βεγγάλη. Ήταν το δέκατο τέταρτο παιδί του Ντεμπεντρανάθ Ταγκόρ, ενός εκ των ιδρυτών του κινήματος Μπράχμο Σαμαζ (Brahmo Samaj), και εγγονός του Ντβαρκανάθ Ταγκόρ. Μεγάλωσε σε οικογένεια καλλιτεχνών και κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμιστών που αντιτίθονταν στο σύστημα των καστών και προωθούσαν βελτιώσεις στη θέση της γυναίκας ινδής. Ο Ραμπιντρανάθ ήταν επίσης χορτοφάγος.
Ο Ταγκόρ σπούδασε στην Καλκούτα και την Αγγλία. Είναι γνωστός τόσο ως ποιητής όσο και ως φιλόσοφος, αν και οι δύο αυτές τέχνες είναι συχνά συνεκτικά δεμένες στον ινδικό πολιτισμό, και ενυπάρχει μία υπονοούμενη φιλοσοφία εντός της ποίησης του Ταγκόρ. Επίσης ενδιαφέρθηκε για την εκπαίδευση και την παιδαγωγική και, το 1921, απεκατέστησε το πανεπιστήμιο Vishbabharati στη Σαντινικετάν όπου παραδίδεται εκπαίδευση πάνω στον ινδικό πολιτισμό τόσο σε Ινδούς όσο και σε ξένους.
Υπήρξε ο πρώτος συγγραφέας από την Ασία στον οποίο απενεμήθη το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1913 "για τον βαθειά ευαίσθητο, φρέσκο και όμορφο στίχο του, με τον οποίο, με μεγάλη ικανότητα, έχει καταστήσει την ποιητική του σκέψη, εκφρασμένη στις δικές του Αγγλικές λέξεις, μέρος της λογοτεχνίας της Δύσης".
http://www.enet.gr/
http://el.wikipedia.org/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον