Νικηφόρος Φωκάς ΜΕΡΟΣ Γ΄
Με την εν λόγω «νεαρά» ο Νικηφόρος, διατήρησε το υπάρχον νομικό κατεστημένο προσθέτοντας ρύθμιση, κατά την οποία για τα κτήματα των δυνατών δικαίωμα προτιμήσεως έχουν μόνο οι δυνατοί, ενώ για τα κτήματα των πενήτων οι πένητες. Πριν δούμε την αξία της παραπάνω «νεαράς», θ' ασχοληθούμε περιληπτικά με την σύνθεση της αγροτικής κοινωνίας του Ι' αιώνα και του νομοθετικού πλαισίου που καθόριζε το δίκαιο της «προτίμησης».
ΜΕΡΟΣ Α΄ ΕΔΩ
ΜΕΡΟΣ Β΄ ΕΔΩ
ΠΗΓΗ: http://www.impantokratoros.gr/
Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Β' ΦΩΚΑΣ
(Μέρος Γ')
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η άνοδος του Νικηφόρου στην εξουσία.
Η είδηση της μετάστασης του Ρωμανού Β'(15 Μαρτίου 963) πρόφθασε τον Νικηφόρο στο ενδιάμεσο της πορείας της επιστροφής του από τη Συρία στην Κωνσταντινούπολη. Ο στρατηγός είχε ολοκληρώσει με επιτυχία την εκστρατεία του 963 μ.Χ. αποκομίζοντας πλούσια λάφυρα, τα οποία μετέφερε για να καταθέσει στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Είχε απελευθερώσει πλήθος Ρωμαίων αιχμαλώτων και καταλάβει περί τα 60 φρούρια1. Η δημοτικότητά του βρισκόταν στα ύψη και στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας ανέμεναν την επιστροφή του για να τον ανταμείψουν με την τέλεση θριάμβου. Η άνοδος, όμως, της δημοτικότητάς του ήταν «πρόβλημα» για ανθρώπους με ισχυρές θέσεις, και είχε δημιουργηθεί κλίμα καχυποψίας και δυσαρέσκειας προς το πρόσωπό του. Ένας ισχυρός και επίφοβος αντίπαλος ήταν ο παρακοιμώμενος και με διευρυμένες εξουσίες, λόγω της νωθρότητας του Ρωμανού, Ιωσήφ Βριγγάς. Συνεπώς η θέση του στρατηγού ήταν επισφαλής, έτσι όπως είχαν διαμορφωθεί οι ισορροπίες μετά την τελευτή του αυτοκράτορα. Σημειωτέον, ότι ο Ρωμανός είχε αφήσει, εκτός από την νεαρή χήρα Θεοφανώ, τρία ανήλικα τέκνα, τον Βασίλειο, τον Κωνσταντίνο και την Άννα. Την αντιβασιλεία, λόγω ανηλικότητας, είχε αναλάβει σώμα επιτρόπων αποτελούμενο από την Θεοφανώ, τον Πατριάρχη Πολύευκτο και τη Σύγκλητο. Την πραγματική διακυβέρνηση, όμως κατείχε ο Βριγγάς με άμεσους συνεργάτες τον Μιχαήλ τον πρύτανη, μάγιστρο και λογοθέτη του δημόσιου δρόμου, και τον Συμεών, πατρίκιο και πρωτασηκρίτη.
Όλα αυτά προβλημάτιζαν τον Νικηφόρο, διότι λόγω θέσης, βαθμού αλλά και αυξημένης δημοτικότητας ήταν ο νούμερο ένα στόχος του κατεστημένου που είχε δημιουργήσει ο παρακοιμώμενος. Δεν τον ενδιέφερε στην παρούσα φάση ο θρόνος, εφόσον υπήρχαν νόμιμοι κληρονόμοι και το νομικό καθεστώς της αυτοκρατορίας καθόριζε την μετάβαση της εξουσίας. Δεν διέφευγε όμως των υπολογισμών του προγενέστερη «παράδοση», κατά την οποία ισχυρός αξιωματούχος καταλάμβανε και ασκούσε την εξουσία στο όνομα των νόμιμων κληρονόμων. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί μερικές δεκαετίες πριν, όταν ο Ρωμανός Α' Λεκαπηνός, Μέγας Δρουγγάριος (ναύαρχος) του στόλου, είχε ανέλθει στο ύπατο αξίωμα ως συμβασιλέας του ανήλικου τότε Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου2. Πρώτος σκοπός του Νικηφόρου ήταν η διατήρησή του στο αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Ανατολής, απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση του οράματός του, που ήταν η κατίσχυση επί του προαιώνιου εχθρού της αυτοκρατορίας και η επέκταση αυτής στα ανατολικά με την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Με αυτό το σκεπτικό συνέχισε την πορεία του προς την Κωνσταντινούπολη. Θα υπέβαλλε τα διαπιστευτήριά του καθώς και πίστη στη νέα κυβέρνηση. Θα προσπαθούσε πάση θυσία να κατασιγάσει τις υποψίες της και να διατηρήσει το αξίωμά του.
Στην Κωνσταντινούπολη αφίχθη ο Νικηφόρος το πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου μόνος, εις ένδειξη των πραγματικών του διαθέσεων. Είχε απολύσει μεγάλο μέρος του στρατού μετά το πέρας της εκστρατείας. Μικρό μόνο τμήμα επιφυλακής παρέμενε στο στρατόπεδο της Τζαμανδούς. Δεδομένης της αντιπάθειας του Ιωσήφ Βριγγά προς το πρόσωπό του, η κίνηση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απερίσκεπτη. Στη σκέψη, όμως του στρατηγού, ήταν ο μόνος τρόπος να καθησυχάσει όσους τον εχθρεύονταν και συνάμα τον φοβόταν. Επίσης κατεδείκνυε στα μάτια των πολιτών το ασύστατο της φημολογίας που τον ήθελε συνωμότη και σφετεριστή. Ο Σκυλίτζης αναφέρει πρόσκληση της αυτοκράτειρας και τέλεση θριάμβου με τα λάφυρα της Κρήτης και της Βέρροιας3. Επίσης μεταφέρει πληροφορία, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε προσωπική συνάντηση των δύο ανδρών, Νικηφόρου και Ιωσήφ, στην οικία του δευτέρου. Στη συνάντηση αυτή πήγε ο Νικηφόρος αιφνιδιαστικά, και αφού τον δέχθηκε ο Ιωσήφ, τον πήρε παράμερα και του έδειξε τον μάλλινο επενδύτη που φορούσε κατάσαρκα, σύμβολο μοναχικής ή για να πούμε καλύτερα, ασκητικής διαβίωσης. Επίσης τον επιβεβαίωσε με όρκο, ότι πραγματική του επιθυμία ήταν να γίνει μοναχός και όχι αυτοκράτορας, συνεπώς δεν είχε κανένα λόγο να τον υποπτεύεται. Τόσο ειλικρινής φάνηκε στον Ιωσήφ, ώστε ο παρακοιμώμενος έπεσε στα πόδια του και του ζήτησε συγγνώμη που τον επιβουλευόταν.
Στον Λέοντα δεν βρίσκουμε αυτή την πληροφορία. Κατ' αυτόν ο Ιωσήφ κάλεσε τον Νικηφόρο στο Ιερό Παλάτιον, έχοντας στήσει ενέδρα. Σκόπευε να τον συλλάβει και να τον τυφλώσει. Ο Νικηφόρος πληροφορήθηκε τις πραγματικές διαθέσεις του Αρχιευνούχου και πρόστρεξε στον Πατριάρχη Πολύευκτο, άνδρα δίκαιο, ζητώντας τη συνδρομή του. Κατά την αφήγηση έτσι μίλησε προς αυτόν: « καλάς γε παρά του των βασιλείων κατάρχοντος των τοσούτων αγώνων και πόνων καρπούμαι τας αμοιβάς. ος γε τον αλάθητον και μέγαν οφθαλμόν λήσειν οιόμενος, τα Ρωμαϊκά μοι πλατύνοντι όρια ταις του κρείττονος ευοδώσεσιν, ουκ ενάρκησε σκαιωρήσασθαι θάνατον, μηδέπω μηδέν εις το κοινόν πλημμελήσαντι, συνεισενεγκόντι δε μάλλον όσα μη τις των νυν τελούντων ανδρών, και τοσαύτην μεν χώραν των Αγαρηνών πυρί και μαχαίρα δηωσαμένω, τηλικαύτας δε πόλεις εκ βάθρων κατεριπώσαντι. εγώ δε ηξίουν, τον συγκλητικόν άνδρα επιεική τε είναι και μέτριον, και μη τινα δυσμεναίνειν, και ταύτα μάτην, απέραντα»4. Μόλις άκουσε αυτά ο Πατριάρχης παρέλαβε τον Νικηφόρο και μετέβησαν στα ανάκτορα. Συγκάλεσε άμεσα την σύγκλητο και ενώπιον της μίλησε με λόγια συνετά υπέρ του αδικημένου στρατηγού. Άριστος γνώστης των ρητορικών σχημάτων ο σοφός Πατριάρχης, εξέθεσε πρώτα τα ανδραγαθήματα του Νικηφόρου. Στη συνέχεια επικαλέστηκε την επιθυμία του εκλιπόντος αυτοκράτορα, όπως αυτή καθορίστηκε στη διαθήκη5 του «μη μετακινείν της τοιαύτης στρατηγίας ευγωμονούντα τον άνθρωπον». Τελειώνοντας πρότεινε στη Σύγκλητο την αναγόρευση του Νικηφόρου σε « αυτοκράτορα στρατηγόν» κατά το ρωμαϊκό τυπικό. Η πρότασή του υπερψηφίστηκε ακόμα και από τον ίδιο το Βριγγά, που δεν τόλμησε να πράξει διαφορετικά. Άκρως ενδιαφέρουσα η διατύπωση της απόφασης της Συγκλητου, όπως αυτή καταγράφηκε από τον Λέοντα: «επομοσάμενοι δε και αυτοί, μηδένα των εν τέλει απεναντίας της εκείνου γνώμης μετακινείν, ή προς μείζονα επαναβιβάζειν αρχήν, μετά δε και της αυτού διασκέψεως κοινή γνώμη διευθύνειν τα του κοινού, αυτοκράτορα στρατηγόν της Ασίας τούτον ανακηρύξαντες...»6. Ο Νικηφόρος από την πλευρά του ορκίστηκε να σεβασθεί την ζωή και την εξουσία των ανήλικων βασιλόπαιδων. Τις συνέπειες της παραπάνω συμφωνίας, υποχρεώσεις και δικαιώματα, θα δούμε παρακάτω, όταν θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε πτυχές της εσωτερικής πολιτικής του.
Στην πρωτεύουσα ο Νικηφόρος πέτυχε περισσότερα απ' όσα θα μπορούσε να ελπίζει. Κατ' αρχάς κράτησε τη θέση του, ως αρχηγός του στρατού, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Είχε αυξήσει το κύρος της θέσης του, με το να ανακηρυχτεί στρατηγός αυτοκράτωρ, κάτι που σήμαινε, ότι ουσιαστικά δεν χρειαζόταν την έγκριση κανενός για τις αποφάσεις του επί των στρατιωτικών θεμάτων, ούτε όφειλε να λογοδοτεί γι' αυτές. Είχε αποκτήσει δικαίωμα λόγου και ψήφου στους διορισμούς και τις μεταθέσεις των αξιωματούχων, συνεπώς μπορούσε να εξαλείψει κάθε ανταγωνιστή. Είχε αποκτήσει σοβαρά ερείσματα στην αντιβασιλεία, ως προστάτης αυτής. Είχε αντιμετωπίσει την εχθρότητα του μεγάλου αντίδικού του Βριγγά επιτυχώς, με τον ένα (Σκυλίτζης) ή τον άλλο (Λέων) τρόπο. Και όλα αυτά χωρίς να χυθεί σταγόνα αίμα εξαιτίας του, αλλά με διπλωματικό τρόπο. Στο σημείο αυτό αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να εκφράσουμε την αντίθεσή μας στην ερμηνευτική των γεγονότων, που θέλει τον Νικηφόρο να ορέγεται την βασιλεία και να τρέφει αισθήματα πάθους για την αυτοκράτειρα. Φτάνει μάλιστα στο σημείο, αυτή η φημολογία να χαρακτηρίζει τον ένδοξο στρατηγό, πανούργο και απατεώνα. Κανένα τέτοιο στοιχείο δεν προκύπτει από το έργο του Λέοντα του Διακόνου, που ήταν σύγχρονος των γεγονότων. Υπάρχει ως υποβόσκουσα φήμη στο Σκυλίτζη («υπάρχει , όμως και άλλη [άποψη] που φαίνεται και πιο αληθινή7) κατά πολύ μεταγενέστερο. Τέλος αναπαράγεται από τον Schlumberger και συμπληρώνεται με φανταστικές δολοπλοκίες, που θυμίζουν ρομαντικό μυθιστόρημα του ΙΘ' αιώνα, ίσως γιατί ταιριάζουν περισσότερο σε δυτικό ιστορικό. Ο ίδιος του πάντως ομολογεί « Σκοτεινότατον αναμφιβόλως είναι το μέρος, όπερ διεδραμάτισεν η Θεοφανώ καθ' άπασαν την προκειμένην δολοπλοκίαν. Διότι ουδεμίαν κατέχομεν λεπτομέρειαν. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι ουδέ λέξιν εκφέρουσιν»8. Αλλά για τη γένεση και την εξέλιξη αυτής της φημολογίας και της εξ αυτής ερμηνευτικής θ' ασχοληθούμε στον επίλογο, καθώς και με την σύνολη δυσφήμιση του έργου του Φωκά.
Επείγονταν ο στρατηγός να επιστρέψει στο στρατόπεδο της Τζαμαδούς στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπερ και έπραξε. Έστειλε επιστολές και συγκέντρωσε το στράτευμα. Ξεκίνησε εντατικές προετοιμασίες για την επόμενη εκστρατεία. Εκπαίδευε το στράτευμα και κατέστρωνε τα απαραίτητα επιτελικά σχέδια. Το ίδιο έπραττε και ο Ιωσήφ Βριγγάς στην αυτοκρατορική αυλή. Όπως φαίνεται δεν είχε συμμαχίες με αξιωματούχους στο στρατό. Επιδίδονταν σε ευκαιριακές κινήσεις μοιράζοντας υποσχέσεις για αξιώματα. Αρχικά στράφηκε στον πατρίκιο Μαριανό, επικεφαλή των ιταλικών στρατευμάτων. Του υποσχέθηκε το αξίωμα του Δομέστικου της Ανατολής και στη συνέχεια του θρόνου, αν αντιμετώπιζε επιτυχώς τον Νικηφόρο. Ο Μαριανός αναγνώρισε την αδυναμία του να εκτελέσει το επιχείρημα και αρνήθηκε διπλωματικά την πρόταση. Συνέστησε το Ιωάννη Τσιμισκή (ήταν στρατηγός του θέματος των Ανατολικών), ως τον μόνο ικανό να το πράξει. Συγκεκριμένα τον θεωρούσε ως τον μόνο ενδεδειγμένο ως «γνώμην αμηχανούντι και σκυθρωπάζοντι» (=φαίνεται δυσαρεστημένος και δυσανασχετών)9. Ο Βριγγάς έστειλε τότε δύο επιστολές, μία στον Ιωάννη Τσιμισκή και μία στον Ρωμανό Κούρκουα10. Με αυτές υπόσχονταν στον μεν πρώτο το αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Ανατολής, ενώ στον δεύτερο το αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Δύσης, αν κατάφερναν να βγάλουν από τη μέση το Νικηφόρο με οποιοδήποτε τρόπο. Κατόπιν απέλυσε τους συγγενείς του Φωκά από τα δημόσια αξιώματα και τους εξόρισε. Ο Τσιμισκής δεν έκανε το λάθος ν' αντιταχθεί στον θείο του. Του έδειξε αμέσως τις επιστολές και τον παρότρυνε ν' αναλάβει δράση. Καταφέρθηκε με σκληρά λόγια εναντίον του πρωθυπουργού (ανδράριον αμφίβολον και άνανδρον, και γύναιον τεχνητόν). Τα νέα κυκλοφόρησαν αμέσως ανάμεσα στους άνδρες του Στρατηγού. Δεν δίστασαν καθόλου σε αντίθεση με τον Νικηφόρο που δεν αποφάσιζε να εναντιωθεί στην καθεστηκυΐα τάξη της πρωτεύουσας. Τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα κατά το ρωμαϊκό τυπικό. Αυτός αρνιόταν επικαλούμενος το πένθος του. Είχε χάσει από ατύχημα τον γιο του Βάρδα και από τη σιωπή των πηγών συμπεραίνουμε πως ήταν ήδη χήρος. Αντιπρότεινε τον Τσιμισκή. Μια παρόμοια διαδικασία έχουμε παρακολουθήσει και στην αναγόρευση του Ηράκλειου σε αυτοκράτορα11. Ο Τσιμισκής δεν δέχθηκε την αντιπρόταση και οι αξιωματικοί μαζί με το στράτευμα συνέχισαν να επευφημούν τον Νικηφόρο «σεβάσμιόν τε και βασιλέα των Ρωμαίων προσαγορεύοντες». Υπό την πίεση των περιστάσεων ο Φωκάς αποδέχθηκε την εξουσία. Είναι σημαντικό να τονίσουμε, ότι φόρεσε από τα αυτοκρατορικά σύμβολα μόνο τα κόκκινα σανδάλια. Με αυτό τον τρόπο όριζε τον εαυτό του συμβασιλέα, χωρίς να αμφισβητεί την βασιλική ιδιότητα των νόμιμων διαδόχων (Βασίλειου και Κωνσταντίνου), χωρίς να παρακωλύει την νόμιμη διαδοχή η να σφετερίζεται την εξουσία τους12. Έτσι δεν καταπατούσε τον όρκο που είχε δώσει ενώπιον του Πατριάρχη και της Συγκλήτου, ότι θα σεβαστεί δηλ. την ζωή και την εξουσία των βασιλόπαιδων.
Στη συνέχεια απηύθυνε λόγο στους στρατιώτες του, μιλώντας τους με πατρική στοργή, για την οποία αργότερα θα κατακριθεί, όπως θα δούμε. Τους ευχαρίστησε και τους προετοίμασε για τα μέλλοντα να συμβούν υπενθυμίζοντάς τους ότι δεν θα αντιμετωπίσουν αλλόθρησκους, όπως γινόταν μέχρι τώρα, αλλά ομόπιστους Ρωμαίους, ομοεθνείς, που είχαν παρασπονδήσει. Συνεπώς δεν ήταν όλοι αντίπαλοι προς τους οποίους θα έστρεφαν το μένος τους, αλλά μόνο εκείνος (ο Βριγγάς) που «ωμώς και αφιλανθρώπως θάνατον εσκαιώρησε(=μηχανεύτηκε)» και οι συν αυτώ. Ακολούθως προσευχήθηκε στην εκκλησία της Καισάρειας και με την ευλογία του οικείου Επισκόπου ξεκίνησε την εκτέλεση του σχεδίου του, τοποθετώντας το στρατό του σε επίκαιρες θέσεις σε όλη την επικράτεια. Δεν διέφευγε της προσοχής του, ότι ο αντίπαλος ήταν οχυρωμένος στην Κωνσταντινούπολη, την ισχυρότερη πόλη της τότε οικουμένης, που παρέμενε απόρθητη ανά τους αιώνες. Γι' αυτό όταν ξεκίνησε την πορεία του προς αυτήν φρόντισε να έχει πράξει τις καλύτερες δυνατές κινήσεις.
Το αιματοκύλισμα της πόλης δεν ήταν ο αντικειμενικός του σκοπός. Γι' αυτό έστειλε τελεσίγραφο σε σκληρή γλώσσα στον πρωθυπουργό, το οποίο φρόντισε ν' ανακοινώσει και στους υπόλοιπους πολιτειακούς παράγοντες ( Πατριάρχη, Σύγκλητο), μέσω του Επισκόπου Ευχαϊτών Φιλοθέου. Σίγουρα δεν περίμενε θετική απάντηση από τον Βριγγά, αλλά είχε την κρυφή ελπίδα της υποστήριξης των υπολοίπων προς αποφυγή αιματοχυσίας. Σε μια κίνηση κακοπιστίας, ενδεικτική του κυκλοθυμικού ταμπεραμέντου του, ο Βριγγάς συνέλαβε και φυλάκισε τον Επίσκοπο Φιλόθεο. Προσεταιρίστηκε τον Μαριανό, τον Πασχάλιο (πρώην στρατηγό), και τους Τορνίκιους Λέοντα και Νικόλαο13, τους οποίους όρισε διοικητές του στρατού του θέματος της Μακεδονίας14. Προσπάθησε να οργανώσει την άμυνα της Πόλης, όσο καλύτερα μπορούσε. Στην πρωτεύουσα εγκαταβίωνε τις ημέρες αυτές και ο αδελφός του Νικηφόρου, Λέων Φωκάς. Είχε απογυμνωθεί του αξιώματός του, θύμα της πολιτικής του παρακοιμώμενου και ιδιώτευε με τον πατέρα του Βάρδα, ο οποίος βρίσκονταν επίσης εκεί. Ο πρεσβύτης (άνω των ογδόντα ετών) στρατηγός ήταν λαϊκός ήρωας και δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από τις απειλές του Βριγγά. Ο γιος του, όμως, αν και επιφανής στρατηγός, δεν ήταν ασφαλής και θα μπορούσε να γίνει όμηρος των αντιπάλων του και μοχλός άσκησης πίεσης στον Νικηφόρο. Γι' αυτό προτίμησε να διαφύγει λάθρα, μεταμφιεσμένος σε εργάτη. Συναντήθηκε με τον αδελφό του στο παλάτι του Ηρίου, στην απέναντι ακτή ου Βοσπόρου. Εκεί είχε αφιχθεί η προφυλακή του στρατού των στασιαστών την Κυριακή 9 Αυγούστου.
Ο πατέρας τους Βάρδας Φωκάς κατέφυγε ικέτης στην Μεγάλη Εκκλησία (Αγία Σοφία). Άμεσα ο Βριγγάς έστειλε στρατιώτες της αυτοκρατορικής φρουράς να τον αποσπάσουν βίαια από την Εκκλησία. Παρέστη μάλιστα αυτοπροσώπως και εκδίωξε με απειλές τους ιερείς που προσπάθησαν να υπερασπιστούν τον προστατευόμενό τους. Τα νέα της άφιξης του Νικηφόρου είχαν κυκλοφορήσει στην Κωνσταντινούπολη και είχαν προκαλέσει χαρά στο λαό της. Το πλήθος μόλις πληροφορήθηκε την επιβουλή της ζωής του Βάρδα και την παραβίαση του ασύλου της Αγίας Σοφίας εξεγέρθηκε και πρόστρεξε προς βοήθειά του. Ο Βριγγάς μιλώντας ωμά κατά την συνήθειά του, απείλησε τον κόσμο, ότι θ' ανέβαζε την τιμή του σίτου. Θα εμπόδιζε την μεταφορά τροφίμων στην πρωτεύουσα και θα προκαλούσε λιμό. Τα λόγια του εξόργισαν ακόμα περισσότερο τους οπαδούς του Φωκά. Για να καταστείλει την εξέγερση διέταξε την επέμβαση της μακεδονικής σπείρας και κατά τις ταραχές βρήκε τον θάνατο ο Μαριανός.
Αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη της στάσης έπαιξε ο τέως παρακοιμώμενος Βασίλειος. Αυτός ήταν νόθος γιος του Ρωμανού Α' Λεκαπηνού. Ικανότατος αξιωματούχος, κυριάρχησε στη ζωή της αυτοκρατορικής αυλής επί τεσσαρακονταετία. Είχε όμως απομακρυνθεί από τον Βριγγά, ο οποίος έλαβε την θέση του, οπότε ήταν επόμενο οι δύο άνδρες να βρίσκονται σε αντιπαράθεση. Ο Βασίλειος Λεκαπηνός διείδε την ευκαιρία να επανέλθει στο προσκήνιο της πολιτικής και αποφάσισε να υποστηρίξει τον Νικηφόρο. Εξόπλισε τους υπηρέτες του, ο αριθμός των οποίων ανέρχονταν σε 3.000 άνδρες, δύναμη υπολογίσιμη σε μια εξέγερση αστικής μορφής και κατευθύνθηκε στο μέγαρο του Βριγγά. Το κατέστρεψαν και συνέχισαν προς το λιμάνι, το οποίο είχε κλείσει ο πρωθυπουργός. Το κατέλαβαν επευφημούντες υπέρ του Νικηφόρου. Τα καταληφθέντα πλοία απέπλευσαν με προορισμό την απέναντι όχθη, όπου ενώθηκαν με το στρατό των στασιαστών. Βέβαια, με την εξέλιξη των γεγονότων δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για στάση αλλά για επανάσταση. Η νύχτα πέρασε με τις οδομαχίες να συνεχίζονται και την Κωνσταντινούπολη να φλέγεται. Την επομένη ο Νικηφόρος επιβιβάσθηκε σε μια τριήρη και ήλθε στην Μονή των Αβραμιτών, την επικαλουμένη Αχειροποίητο. Από κει έστειλε τον αδελφό του Λέοντα να καταλάβει το παλάτι.
Με το άκουσμα της άφιξης του στρατηγού στην πόλη και εφόσον οι άνδρες του δεν κατάφεραν να καταστείλουν την εξέγερση των κατοίκων της πρωτεύουσας, ο Ιωσήφ κατέφυγε στην Αγία Σοφία. Έτσι βρέθηκε ικέτης στη θέση του Βάρδα Φωκά, από την οποία τον είχε φυγαδεύσει το πλήθος. Το άσυλο, το οποίο είχε ο ίδιος καταστρατηγήσει, δεν ίσχυε γι' αυτόν. Συνελήφθη και εξορίστηκε στη Μονή των Ασηκρίτων. Εκεί απεβίωσε δύο χρόνια μετά. Ο Νικηφόρος είχε υπερισχύσει με την υποστήριξη των πολιτών της Κωνσταντινούπολης και τη βοήθεια του Βασίλειου Λεκαπηνού. Για άλλη μια φορά χωρίς άσκοπη αιματοχυσία. Στέφθηκε αυτοκράτορας την 16η Αυγούστου του 963 μ.Χ. από τον Πατριάρχη Πολύευκτο στην Αγία Σοφία. Στη συνέχεια εισήλθε διά της Χρυσής Πύλης, ενδεδυμένος την πορφύρα και επευφημούμενος από το λαό και τους αξιωματούχους του στρατού και της αυλής.
Όλα αυτά προβλημάτιζαν τον Νικηφόρο, διότι λόγω θέσης, βαθμού αλλά και αυξημένης δημοτικότητας ήταν ο νούμερο ένα στόχος του κατεστημένου που είχε δημιουργήσει ο παρακοιμώμενος. Δεν τον ενδιέφερε στην παρούσα φάση ο θρόνος, εφόσον υπήρχαν νόμιμοι κληρονόμοι και το νομικό καθεστώς της αυτοκρατορίας καθόριζε την μετάβαση της εξουσίας. Δεν διέφευγε όμως των υπολογισμών του προγενέστερη «παράδοση», κατά την οποία ισχυρός αξιωματούχος καταλάμβανε και ασκούσε την εξουσία στο όνομα των νόμιμων κληρονόμων. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί μερικές δεκαετίες πριν, όταν ο Ρωμανός Α' Λεκαπηνός, Μέγας Δρουγγάριος (ναύαρχος) του στόλου, είχε ανέλθει στο ύπατο αξίωμα ως συμβασιλέας του ανήλικου τότε Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου2. Πρώτος σκοπός του Νικηφόρου ήταν η διατήρησή του στο αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Ανατολής, απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση του οράματός του, που ήταν η κατίσχυση επί του προαιώνιου εχθρού της αυτοκρατορίας και η επέκταση αυτής στα ανατολικά με την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Με αυτό το σκεπτικό συνέχισε την πορεία του προς την Κωνσταντινούπολη. Θα υπέβαλλε τα διαπιστευτήριά του καθώς και πίστη στη νέα κυβέρνηση. Θα προσπαθούσε πάση θυσία να κατασιγάσει τις υποψίες της και να διατηρήσει το αξίωμά του.
Στην Κωνσταντινούπολη αφίχθη ο Νικηφόρος το πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου μόνος, εις ένδειξη των πραγματικών του διαθέσεων. Είχε απολύσει μεγάλο μέρος του στρατού μετά το πέρας της εκστρατείας. Μικρό μόνο τμήμα επιφυλακής παρέμενε στο στρατόπεδο της Τζαμανδούς. Δεδομένης της αντιπάθειας του Ιωσήφ Βριγγά προς το πρόσωπό του, η κίνηση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απερίσκεπτη. Στη σκέψη, όμως του στρατηγού, ήταν ο μόνος τρόπος να καθησυχάσει όσους τον εχθρεύονταν και συνάμα τον φοβόταν. Επίσης κατεδείκνυε στα μάτια των πολιτών το ασύστατο της φημολογίας που τον ήθελε συνωμότη και σφετεριστή. Ο Σκυλίτζης αναφέρει πρόσκληση της αυτοκράτειρας και τέλεση θριάμβου με τα λάφυρα της Κρήτης και της Βέρροιας3. Επίσης μεταφέρει πληροφορία, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε προσωπική συνάντηση των δύο ανδρών, Νικηφόρου και Ιωσήφ, στην οικία του δευτέρου. Στη συνάντηση αυτή πήγε ο Νικηφόρος αιφνιδιαστικά, και αφού τον δέχθηκε ο Ιωσήφ, τον πήρε παράμερα και του έδειξε τον μάλλινο επενδύτη που φορούσε κατάσαρκα, σύμβολο μοναχικής ή για να πούμε καλύτερα, ασκητικής διαβίωσης. Επίσης τον επιβεβαίωσε με όρκο, ότι πραγματική του επιθυμία ήταν να γίνει μοναχός και όχι αυτοκράτορας, συνεπώς δεν είχε κανένα λόγο να τον υποπτεύεται. Τόσο ειλικρινής φάνηκε στον Ιωσήφ, ώστε ο παρακοιμώμενος έπεσε στα πόδια του και του ζήτησε συγγνώμη που τον επιβουλευόταν.
Στον Λέοντα δεν βρίσκουμε αυτή την πληροφορία. Κατ' αυτόν ο Ιωσήφ κάλεσε τον Νικηφόρο στο Ιερό Παλάτιον, έχοντας στήσει ενέδρα. Σκόπευε να τον συλλάβει και να τον τυφλώσει. Ο Νικηφόρος πληροφορήθηκε τις πραγματικές διαθέσεις του Αρχιευνούχου και πρόστρεξε στον Πατριάρχη Πολύευκτο, άνδρα δίκαιο, ζητώντας τη συνδρομή του. Κατά την αφήγηση έτσι μίλησε προς αυτόν: « καλάς γε παρά του των βασιλείων κατάρχοντος των τοσούτων αγώνων και πόνων καρπούμαι τας αμοιβάς. ος γε τον αλάθητον και μέγαν οφθαλμόν λήσειν οιόμενος, τα Ρωμαϊκά μοι πλατύνοντι όρια ταις του κρείττονος ευοδώσεσιν, ουκ ενάρκησε σκαιωρήσασθαι θάνατον, μηδέπω μηδέν εις το κοινόν πλημμελήσαντι, συνεισενεγκόντι δε μάλλον όσα μη τις των νυν τελούντων ανδρών, και τοσαύτην μεν χώραν των Αγαρηνών πυρί και μαχαίρα δηωσαμένω, τηλικαύτας δε πόλεις εκ βάθρων κατεριπώσαντι. εγώ δε ηξίουν, τον συγκλητικόν άνδρα επιεική τε είναι και μέτριον, και μη τινα δυσμεναίνειν, και ταύτα μάτην, απέραντα»4. Μόλις άκουσε αυτά ο Πατριάρχης παρέλαβε τον Νικηφόρο και μετέβησαν στα ανάκτορα. Συγκάλεσε άμεσα την σύγκλητο και ενώπιον της μίλησε με λόγια συνετά υπέρ του αδικημένου στρατηγού. Άριστος γνώστης των ρητορικών σχημάτων ο σοφός Πατριάρχης, εξέθεσε πρώτα τα ανδραγαθήματα του Νικηφόρου. Στη συνέχεια επικαλέστηκε την επιθυμία του εκλιπόντος αυτοκράτορα, όπως αυτή καθορίστηκε στη διαθήκη5 του «μη μετακινείν της τοιαύτης στρατηγίας ευγωμονούντα τον άνθρωπον». Τελειώνοντας πρότεινε στη Σύγκλητο την αναγόρευση του Νικηφόρου σε « αυτοκράτορα στρατηγόν» κατά το ρωμαϊκό τυπικό. Η πρότασή του υπερψηφίστηκε ακόμα και από τον ίδιο το Βριγγά, που δεν τόλμησε να πράξει διαφορετικά. Άκρως ενδιαφέρουσα η διατύπωση της απόφασης της Συγκλητου, όπως αυτή καταγράφηκε από τον Λέοντα: «επομοσάμενοι δε και αυτοί, μηδένα των εν τέλει απεναντίας της εκείνου γνώμης μετακινείν, ή προς μείζονα επαναβιβάζειν αρχήν, μετά δε και της αυτού διασκέψεως κοινή γνώμη διευθύνειν τα του κοινού, αυτοκράτορα στρατηγόν της Ασίας τούτον ανακηρύξαντες...»6. Ο Νικηφόρος από την πλευρά του ορκίστηκε να σεβασθεί την ζωή και την εξουσία των ανήλικων βασιλόπαιδων. Τις συνέπειες της παραπάνω συμφωνίας, υποχρεώσεις και δικαιώματα, θα δούμε παρακάτω, όταν θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε πτυχές της εσωτερικής πολιτικής του.
Στην πρωτεύουσα ο Νικηφόρος πέτυχε περισσότερα απ' όσα θα μπορούσε να ελπίζει. Κατ' αρχάς κράτησε τη θέση του, ως αρχηγός του στρατού, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Είχε αυξήσει το κύρος της θέσης του, με το να ανακηρυχτεί στρατηγός αυτοκράτωρ, κάτι που σήμαινε, ότι ουσιαστικά δεν χρειαζόταν την έγκριση κανενός για τις αποφάσεις του επί των στρατιωτικών θεμάτων, ούτε όφειλε να λογοδοτεί γι' αυτές. Είχε αποκτήσει δικαίωμα λόγου και ψήφου στους διορισμούς και τις μεταθέσεις των αξιωματούχων, συνεπώς μπορούσε να εξαλείψει κάθε ανταγωνιστή. Είχε αποκτήσει σοβαρά ερείσματα στην αντιβασιλεία, ως προστάτης αυτής. Είχε αντιμετωπίσει την εχθρότητα του μεγάλου αντίδικού του Βριγγά επιτυχώς, με τον ένα (Σκυλίτζης) ή τον άλλο (Λέων) τρόπο. Και όλα αυτά χωρίς να χυθεί σταγόνα αίμα εξαιτίας του, αλλά με διπλωματικό τρόπο. Στο σημείο αυτό αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να εκφράσουμε την αντίθεσή μας στην ερμηνευτική των γεγονότων, που θέλει τον Νικηφόρο να ορέγεται την βασιλεία και να τρέφει αισθήματα πάθους για την αυτοκράτειρα. Φτάνει μάλιστα στο σημείο, αυτή η φημολογία να χαρακτηρίζει τον ένδοξο στρατηγό, πανούργο και απατεώνα. Κανένα τέτοιο στοιχείο δεν προκύπτει από το έργο του Λέοντα του Διακόνου, που ήταν σύγχρονος των γεγονότων. Υπάρχει ως υποβόσκουσα φήμη στο Σκυλίτζη («υπάρχει , όμως και άλλη [άποψη] που φαίνεται και πιο αληθινή7) κατά πολύ μεταγενέστερο. Τέλος αναπαράγεται από τον Schlumberger και συμπληρώνεται με φανταστικές δολοπλοκίες, που θυμίζουν ρομαντικό μυθιστόρημα του ΙΘ' αιώνα, ίσως γιατί ταιριάζουν περισσότερο σε δυτικό ιστορικό. Ο ίδιος του πάντως ομολογεί « Σκοτεινότατον αναμφιβόλως είναι το μέρος, όπερ διεδραμάτισεν η Θεοφανώ καθ' άπασαν την προκειμένην δολοπλοκίαν. Διότι ουδεμίαν κατέχομεν λεπτομέρειαν. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι ουδέ λέξιν εκφέρουσιν»8. Αλλά για τη γένεση και την εξέλιξη αυτής της φημολογίας και της εξ αυτής ερμηνευτικής θ' ασχοληθούμε στον επίλογο, καθώς και με την σύνολη δυσφήμιση του έργου του Φωκά.
Επείγονταν ο στρατηγός να επιστρέψει στο στρατόπεδο της Τζαμαδούς στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπερ και έπραξε. Έστειλε επιστολές και συγκέντρωσε το στράτευμα. Ξεκίνησε εντατικές προετοιμασίες για την επόμενη εκστρατεία. Εκπαίδευε το στράτευμα και κατέστρωνε τα απαραίτητα επιτελικά σχέδια. Το ίδιο έπραττε και ο Ιωσήφ Βριγγάς στην αυτοκρατορική αυλή. Όπως φαίνεται δεν είχε συμμαχίες με αξιωματούχους στο στρατό. Επιδίδονταν σε ευκαιριακές κινήσεις μοιράζοντας υποσχέσεις για αξιώματα. Αρχικά στράφηκε στον πατρίκιο Μαριανό, επικεφαλή των ιταλικών στρατευμάτων. Του υποσχέθηκε το αξίωμα του Δομέστικου της Ανατολής και στη συνέχεια του θρόνου, αν αντιμετώπιζε επιτυχώς τον Νικηφόρο. Ο Μαριανός αναγνώρισε την αδυναμία του να εκτελέσει το επιχείρημα και αρνήθηκε διπλωματικά την πρόταση. Συνέστησε το Ιωάννη Τσιμισκή (ήταν στρατηγός του θέματος των Ανατολικών), ως τον μόνο ικανό να το πράξει. Συγκεκριμένα τον θεωρούσε ως τον μόνο ενδεδειγμένο ως «γνώμην αμηχανούντι και σκυθρωπάζοντι» (=φαίνεται δυσαρεστημένος και δυσανασχετών)9. Ο Βριγγάς έστειλε τότε δύο επιστολές, μία στον Ιωάννη Τσιμισκή και μία στον Ρωμανό Κούρκουα10. Με αυτές υπόσχονταν στον μεν πρώτο το αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Ανατολής, ενώ στον δεύτερο το αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Δύσης, αν κατάφερναν να βγάλουν από τη μέση το Νικηφόρο με οποιοδήποτε τρόπο. Κατόπιν απέλυσε τους συγγενείς του Φωκά από τα δημόσια αξιώματα και τους εξόρισε. Ο Τσιμισκής δεν έκανε το λάθος ν' αντιταχθεί στον θείο του. Του έδειξε αμέσως τις επιστολές και τον παρότρυνε ν' αναλάβει δράση. Καταφέρθηκε με σκληρά λόγια εναντίον του πρωθυπουργού (ανδράριον αμφίβολον και άνανδρον, και γύναιον τεχνητόν). Τα νέα κυκλοφόρησαν αμέσως ανάμεσα στους άνδρες του Στρατηγού. Δεν δίστασαν καθόλου σε αντίθεση με τον Νικηφόρο που δεν αποφάσιζε να εναντιωθεί στην καθεστηκυΐα τάξη της πρωτεύουσας. Τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα κατά το ρωμαϊκό τυπικό. Αυτός αρνιόταν επικαλούμενος το πένθος του. Είχε χάσει από ατύχημα τον γιο του Βάρδα και από τη σιωπή των πηγών συμπεραίνουμε πως ήταν ήδη χήρος. Αντιπρότεινε τον Τσιμισκή. Μια παρόμοια διαδικασία έχουμε παρακολουθήσει και στην αναγόρευση του Ηράκλειου σε αυτοκράτορα11. Ο Τσιμισκής δεν δέχθηκε την αντιπρόταση και οι αξιωματικοί μαζί με το στράτευμα συνέχισαν να επευφημούν τον Νικηφόρο «σεβάσμιόν τε και βασιλέα των Ρωμαίων προσαγορεύοντες». Υπό την πίεση των περιστάσεων ο Φωκάς αποδέχθηκε την εξουσία. Είναι σημαντικό να τονίσουμε, ότι φόρεσε από τα αυτοκρατορικά σύμβολα μόνο τα κόκκινα σανδάλια. Με αυτό τον τρόπο όριζε τον εαυτό του συμβασιλέα, χωρίς να αμφισβητεί την βασιλική ιδιότητα των νόμιμων διαδόχων (Βασίλειου και Κωνσταντίνου), χωρίς να παρακωλύει την νόμιμη διαδοχή η να σφετερίζεται την εξουσία τους12. Έτσι δεν καταπατούσε τον όρκο που είχε δώσει ενώπιον του Πατριάρχη και της Συγκλήτου, ότι θα σεβαστεί δηλ. την ζωή και την εξουσία των βασιλόπαιδων.
Στη συνέχεια απηύθυνε λόγο στους στρατιώτες του, μιλώντας τους με πατρική στοργή, για την οποία αργότερα θα κατακριθεί, όπως θα δούμε. Τους ευχαρίστησε και τους προετοίμασε για τα μέλλοντα να συμβούν υπενθυμίζοντάς τους ότι δεν θα αντιμετωπίσουν αλλόθρησκους, όπως γινόταν μέχρι τώρα, αλλά ομόπιστους Ρωμαίους, ομοεθνείς, που είχαν παρασπονδήσει. Συνεπώς δεν ήταν όλοι αντίπαλοι προς τους οποίους θα έστρεφαν το μένος τους, αλλά μόνο εκείνος (ο Βριγγάς) που «ωμώς και αφιλανθρώπως θάνατον εσκαιώρησε(=μηχανεύτηκε)» και οι συν αυτώ. Ακολούθως προσευχήθηκε στην εκκλησία της Καισάρειας και με την ευλογία του οικείου Επισκόπου ξεκίνησε την εκτέλεση του σχεδίου του, τοποθετώντας το στρατό του σε επίκαιρες θέσεις σε όλη την επικράτεια. Δεν διέφευγε της προσοχής του, ότι ο αντίπαλος ήταν οχυρωμένος στην Κωνσταντινούπολη, την ισχυρότερη πόλη της τότε οικουμένης, που παρέμενε απόρθητη ανά τους αιώνες. Γι' αυτό όταν ξεκίνησε την πορεία του προς αυτήν φρόντισε να έχει πράξει τις καλύτερες δυνατές κινήσεις.
Το αιματοκύλισμα της πόλης δεν ήταν ο αντικειμενικός του σκοπός. Γι' αυτό έστειλε τελεσίγραφο σε σκληρή γλώσσα στον πρωθυπουργό, το οποίο φρόντισε ν' ανακοινώσει και στους υπόλοιπους πολιτειακούς παράγοντες ( Πατριάρχη, Σύγκλητο), μέσω του Επισκόπου Ευχαϊτών Φιλοθέου. Σίγουρα δεν περίμενε θετική απάντηση από τον Βριγγά, αλλά είχε την κρυφή ελπίδα της υποστήριξης των υπολοίπων προς αποφυγή αιματοχυσίας. Σε μια κίνηση κακοπιστίας, ενδεικτική του κυκλοθυμικού ταμπεραμέντου του, ο Βριγγάς συνέλαβε και φυλάκισε τον Επίσκοπο Φιλόθεο. Προσεταιρίστηκε τον Μαριανό, τον Πασχάλιο (πρώην στρατηγό), και τους Τορνίκιους Λέοντα και Νικόλαο13, τους οποίους όρισε διοικητές του στρατού του θέματος της Μακεδονίας14. Προσπάθησε να οργανώσει την άμυνα της Πόλης, όσο καλύτερα μπορούσε. Στην πρωτεύουσα εγκαταβίωνε τις ημέρες αυτές και ο αδελφός του Νικηφόρου, Λέων Φωκάς. Είχε απογυμνωθεί του αξιώματός του, θύμα της πολιτικής του παρακοιμώμενου και ιδιώτευε με τον πατέρα του Βάρδα, ο οποίος βρίσκονταν επίσης εκεί. Ο πρεσβύτης (άνω των ογδόντα ετών) στρατηγός ήταν λαϊκός ήρωας και δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από τις απειλές του Βριγγά. Ο γιος του, όμως, αν και επιφανής στρατηγός, δεν ήταν ασφαλής και θα μπορούσε να γίνει όμηρος των αντιπάλων του και μοχλός άσκησης πίεσης στον Νικηφόρο. Γι' αυτό προτίμησε να διαφύγει λάθρα, μεταμφιεσμένος σε εργάτη. Συναντήθηκε με τον αδελφό του στο παλάτι του Ηρίου, στην απέναντι ακτή ου Βοσπόρου. Εκεί είχε αφιχθεί η προφυλακή του στρατού των στασιαστών την Κυριακή 9 Αυγούστου.
Ο πατέρας τους Βάρδας Φωκάς κατέφυγε ικέτης στην Μεγάλη Εκκλησία (Αγία Σοφία). Άμεσα ο Βριγγάς έστειλε στρατιώτες της αυτοκρατορικής φρουράς να τον αποσπάσουν βίαια από την Εκκλησία. Παρέστη μάλιστα αυτοπροσώπως και εκδίωξε με απειλές τους ιερείς που προσπάθησαν να υπερασπιστούν τον προστατευόμενό τους. Τα νέα της άφιξης του Νικηφόρου είχαν κυκλοφορήσει στην Κωνσταντινούπολη και είχαν προκαλέσει χαρά στο λαό της. Το πλήθος μόλις πληροφορήθηκε την επιβουλή της ζωής του Βάρδα και την παραβίαση του ασύλου της Αγίας Σοφίας εξεγέρθηκε και πρόστρεξε προς βοήθειά του. Ο Βριγγάς μιλώντας ωμά κατά την συνήθειά του, απείλησε τον κόσμο, ότι θ' ανέβαζε την τιμή του σίτου. Θα εμπόδιζε την μεταφορά τροφίμων στην πρωτεύουσα και θα προκαλούσε λιμό. Τα λόγια του εξόργισαν ακόμα περισσότερο τους οπαδούς του Φωκά. Για να καταστείλει την εξέγερση διέταξε την επέμβαση της μακεδονικής σπείρας και κατά τις ταραχές βρήκε τον θάνατο ο Μαριανός.
Αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη της στάσης έπαιξε ο τέως παρακοιμώμενος Βασίλειος. Αυτός ήταν νόθος γιος του Ρωμανού Α' Λεκαπηνού. Ικανότατος αξιωματούχος, κυριάρχησε στη ζωή της αυτοκρατορικής αυλής επί τεσσαρακονταετία. Είχε όμως απομακρυνθεί από τον Βριγγά, ο οποίος έλαβε την θέση του, οπότε ήταν επόμενο οι δύο άνδρες να βρίσκονται σε αντιπαράθεση. Ο Βασίλειος Λεκαπηνός διείδε την ευκαιρία να επανέλθει στο προσκήνιο της πολιτικής και αποφάσισε να υποστηρίξει τον Νικηφόρο. Εξόπλισε τους υπηρέτες του, ο αριθμός των οποίων ανέρχονταν σε 3.000 άνδρες, δύναμη υπολογίσιμη σε μια εξέγερση αστικής μορφής και κατευθύνθηκε στο μέγαρο του Βριγγά. Το κατέστρεψαν και συνέχισαν προς το λιμάνι, το οποίο είχε κλείσει ο πρωθυπουργός. Το κατέλαβαν επευφημούντες υπέρ του Νικηφόρου. Τα καταληφθέντα πλοία απέπλευσαν με προορισμό την απέναντι όχθη, όπου ενώθηκαν με το στρατό των στασιαστών. Βέβαια, με την εξέλιξη των γεγονότων δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για στάση αλλά για επανάσταση. Η νύχτα πέρασε με τις οδομαχίες να συνεχίζονται και την Κωνσταντινούπολη να φλέγεται. Την επομένη ο Νικηφόρος επιβιβάσθηκε σε μια τριήρη και ήλθε στην Μονή των Αβραμιτών, την επικαλουμένη Αχειροποίητο. Από κει έστειλε τον αδελφό του Λέοντα να καταλάβει το παλάτι.
Με το άκουσμα της άφιξης του στρατηγού στην πόλη και εφόσον οι άνδρες του δεν κατάφεραν να καταστείλουν την εξέγερση των κατοίκων της πρωτεύουσας, ο Ιωσήφ κατέφυγε στην Αγία Σοφία. Έτσι βρέθηκε ικέτης στη θέση του Βάρδα Φωκά, από την οποία τον είχε φυγαδεύσει το πλήθος. Το άσυλο, το οποίο είχε ο ίδιος καταστρατηγήσει, δεν ίσχυε γι' αυτόν. Συνελήφθη και εξορίστηκε στη Μονή των Ασηκρίτων. Εκεί απεβίωσε δύο χρόνια μετά. Ο Νικηφόρος είχε υπερισχύσει με την υποστήριξη των πολιτών της Κωνσταντινούπολης και τη βοήθεια του Βασίλειου Λεκαπηνού. Για άλλη μια φορά χωρίς άσκοπη αιματοχυσία. Στέφθηκε αυτοκράτορας την 16η Αυγούστου του 963 μ.Χ. από τον Πατριάρχη Πολύευκτο στην Αγία Σοφία. Στη συνέχεια εισήλθε διά της Χρυσής Πύλης, ενδεδυμένος την πορφύρα και επευφημούμενος από το λαό και τους αξιωματούχους του στρατού και της αυλής.
Τα μετά την στέψη.
Ήδη από την αναγόρευση του Νικηφόρου σε αυτοκράτορα από τα στρατεύματά του στις 2 Ιουλίου της έκτης ινδικτίωνος (963), οι στενοί του συνεργάτες είχαν τιμηθεί με ανώτερα αξιώματα, απ' αυτόν. Ο Ιωάννης Τσιμισκής ανέλαβε το αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Ανατολής και του μαγίστρου. Συνακολούθως προβιβάσθηκαν οι Ρωμανός Κούρκουας και Νικηφόρος Εξακιονίτης. Μετά την στέψη του οι προβιβασμοί αυτοί επικυρώθηκαν. Επέστρεψαν από την εξορία οι συγγενείς του, οι οποίοι υπήρξαν θύματα της πολιτικής του Βριγγά και αποκαταστάθηκαν στις προηγούμενες θέσεις τους. Ο Λέων Φωκάς έγινε επίσης μάγιστρος και κουροπαλάτης15, δηλ. αρχηγός της ανακτορικής φρουράς, θέση ευαίσθητη, στην οποία ο νέος αυτοκράτωρ χρειαζόταν άνθρωπο έμπιστο. Ο πατέρας τους Βάρδας έγινε Καίσαρας, τίτλος που από καιρό είχε πέσει σε αχρηστία και τώρα αναβίωσε. Ο Βασίλειος Λεκαπηνός ανέλαβε το σημαντικότατο αξίωμα του προέδρου, ισότιμο με αυτό του προέδρου της Συγκλήτου. Διατηρήθηκε σε αυτήν την θέση καθ' όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Τσιμισκή και για αρκετή περίοδο της βασιλείας του Βασίλειου Β' του Βουλγαροκτόνου. Αυτή η μακρόβια θητεία δείχνει πόσο σημαντικός και ικανός άνθρωπος ήταν.
Είναι ενδεικτικό του χαρακτήρα του άνδρα το γεγονός, ότι δεν προέβη σε εκκαθαρίσεις. Αυτή ήταν μια συνηθισμένη πρακτική, αλλά δεν συνέβη με την αλλαγή της κυβέρνησης το 963. Δύο μόνο περιπτώσεις απομάκρυνσης έχουμε. Η πρώτη, όπως είπαμε αφορούσε τον Ιωσήφ Βριγγά και ήταν επόμενο να συμβεί. Η δεύτερη ήταν η απομάκρυνση της Βασιλομήτορος Θεοφανούς. Οι πηγές δεν μαρτυρούν το λόγο της απομάκρυνσης. Οι Ζωναράς και Γλύκας, ακολουθούν τον Σκυλίτζη που σε όλα βλέπει συμπαιγνία Νικηφόρου-Θεοφανούς. Δεν ασπαζόμαστε αυτήν την άποψη διότι δεν έχουμε λόγω ν' αμφισβητούμε τα γεγονότα και τις μαρτυρίες των συγχρόνων. Ας ακολουθήσουμε την εξέλιξη. Ο Νικηφόρος αμέσως μετά την ενθρόνισή του αποφάσισε να απομακρύνει την Θεοφανώ από το Ιερόν Παλάτιον, εφόσον σ' αυτό θα κατοικούσε ο ίδιος. Κατά την ασκητική του συνήθεια απέφευγε την γυναικεία συντροφιά (όπως και την κρεωφαγία16) και προτιμούσε την συντροφιά των μοναχών (ετίμα γαρ διαφερόντος τους μοναστάς). Ενδεχομένως να θεώρησε απρέπεια την συγκατοίκηση με την βασίλισσα, αλλά ακόμα και αν ήταν ήδη στα σχέδιά του να την παντρευτεί είναι τιμή γι' αυτόν που δεν θέλησε να βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη πριν το στεφάνωμα. Εξουσιοδότησε, λοιπόν, τον Σύγκελλο της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή Αντώνιο, και μετέπειτα Πατριάρχη (975), να την συνοδεύσει στον πύργο του Πετρίου. Έντονες πιέσεις ασκήθηκαν πάνω του, ιδίως από τους πνευματικούς του αδελφούς, και τον έπεισαν να την επαναφέρει στο παλάτι, αυτή την φορά ως σύζυγο. Η κίνηση αυτή ήταν πολιτικά ορθή. Η βασιλεία του Νικηφόρου υπήρξε σφήνα στην διαδοχή της Μακεδονικής δυναστείας. Με τον γάμο αυτό γινόταν και αυτός μέλος της. Η τελετή έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου.
Η κίνηση αυτή συμφωνούσε στο παραδοσιακό σχήμα ανάδειξης, ενθρόνισης και πολιτικής επικράτησης ενός νέου αυτοκράτορα. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα τρία ήταν τα βήματα ή τα στάδια, τα οποία έπρεπε ν' ακολουθήσει κάθε επίδοξος:
α) Ανακήρυξη από το στρατό. Έπρεπε να υπάρχει ομάδα αξιωματικών, αρχικά, που θα ανακήρυττε έναν αυτοκράτορα. Στη συνέχεια αυτός θα περιβάλλονταν βασιλικά σύμβολα, όπως η πορφύρα και τα κόκκινα σανδάλια και θα παρουσιάζονταν στους στρατιώτες των φίλα προσκείμενων σχηματισμών. Αυτοί θα τον επευφημούσαν και θα τον βοηθούσαν να καταλάβει την εξουσία.
β) Η ανακήρυξη ήταν η εύκολη υπόθεση για κάποιον που διέθετε ερείσματα στο στρατό. Η δύσκολη ήταν η επικράτηση επί του ήδη υπάρχοντος αυτοκράτορα. Σ' αυτήν ρόλο υψίστης σημασίας έπαιζαν οι συμμαχίες κυρίως με ανθρώπους μέσα στην Βασιλεύουσα, διότι αν ο διεκδικητής υπερτερούσε στους αριθμούς, η νόμιμη κυβέρνηση κατείχε την Πόλη. Οι σύμμαχοι του ανταπαιτητή έπαιζαν ρόλο Πέμπτης Φάλαγγας.
γ) Όταν η κυβέρνηση καταλαμβάνονταν ακολουθούσε η στέψη. Έτσι νομιμοποιούνταν τελετουργικά ο νέος αυτοκράτορας. Δύο εξελίξεις ήταν πιθανές. Είτε ο νέος αυτοκράτορας είχε παραγκωνίσει ή εκτελέσει τον προηγούμενο και προσπαθούσε να ιδρύσει νέα δυναστεία, είτε, όπως στην περίπτωση του Νικηφόρου, διοικούσε παράλληλα, ως αντιβασιλέας. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η ήδη εστεμμένη βασίλισσα είχε καταλυτική παρουσία. Μπορούσε να βοηθήσει στην κατοχύρωση της εξουσίας ή της νέας δυναστείας, όταν το ευνοούσαν οι συνθήκες.
Αυτό έγινε και στη υπό μελέτη περίπτωση. Η παρουσία της χήρας του Ρωμανού Β' και μητέρας των νόμιμων διαδόχων στο πλευρό του Νικηφόρου προσέδιδε κύρος στην εξουσία του. Επίσης έκανε εμφανείς τις προθέσεις του να κυβερνήσει στο όνομα των νόμιμων διαδόχων και όχι να αμφισβητήσει την κληρονομιά τους. Σταματούσε, λοιπόν κάθε πιθανή αντίδραση και μετέτρεπε σε συμμάχους του τους υποστηρικτές τις Μακεδονικής συμμαχίας. Ταυτόχρονα τηρούσε τον όρκο που έδωσε ενώπιον του Πατριάρχη και της Συγκλήτου. Λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας, λοιπόν, και όχι παράφορου πάθους, υποδείκνυαν αυτόν τον γάμο. Εκτός του εθιμοτυπικού μέρους, παρέμενε λευκός. Ακόμη και αυτοί που υποστηρίζουν το αντίθετο, παραδέχονται ότι η εγκράτεια του ασκητή Νικηφόρου έτρεψε την Θεοφανώ στην αγκαλιά του Τσιμισκή και όπλισε το χέρι του δολοφόνου17. Ακόμα και αυτός ο Ζωναράς, που επιδίδεται με περισσή ευχαρίστηση σε περιγραφές του φανταστικού αυτού έρωτα, δεν αρνείται, ότι ο Νικηφόρος την απέφευγε «ή κορεσθείς ταύτης ή και δι' εγκρατείαν μίξεως απεχόμενος˙ ουδέ γαρ πάνυ τι και νέος ων προς έρωτας ετύγχανεν ευκατάφορος». Τέτοιες αντιφάσεις στο έργο του Ζωναρά υπάρχουν αρκετές. Ενώ τείνει να παρουσιάζει τον Νικηφόρο σχεδόν αχαλίνωτο, στην συνέχεια ομολογεί την εγκράτειά του. Ας το δούμε λίγο καλύτερα. Το θέμα του έρωτα Θεοφανούς Νικηφόρου ξεκίνησε από τον Σκυλίτζη, ως δεύτερη εξήγηση για την κατάληψη της εξουσίας από τον στρατηγό: «Και αυτή είναι μια άποψη. Υπάρχει όμως και άλλη που φαίνεται και πιο αληθινή: ότι πολύν καιρό τον έτρωγε η επιθυμία της βασιλείας και δεν τον έφλεγε τόσο πολύ ο έρωτας γι' αυτήν, όσο για την βασίλισσα Θεοφανώ...»18. Ο Ζωναράς παίρνει αφορμή απ' όσα λέει ο Σκυλίτζης για να διανθήσει την ιστορία του με μια ρομαντική αφήγηση και να την κάνει πιο ελκυστική στο αναγνωστικό κοινό. Την εποχή που γράφει, τέτοια μυθιστορήματα διαβάζονται και το είδος προοδεύει. Δοσικλής και Ροδάνθη του Θεόδωρου Προδρόμου, Χαρικλής και Δροσίλλα του Νικήτα Ευγενιακού, Αρίστανδρος και Καλλιθέα του Κωνσταντίνου Μανασσή, Υσμίνη και Υσμινίας του Ευστάθιου Μακρεμβολίτη. Η ιδεα, όπως είπαμε δεν ήταν δική του, αλλά την δανείστηκε από τον Σκυλίτζη και την αναπαρήγαγε ευχαρίστως. Ας μην ξεχνάμε πως και οι δυο ιστορικοί ανήκουν στην ίδια «συντεχνία» της αυλικής intelligentsia19 και ακολουθούν τον Ψελλό, τον πρώτο διδάξαντα. Περισσότερα για αυτά παρακάτω.
Μετά τη στέψη παρουσιάστηκε κάποιο κώλυμα. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Νικηφόρος ήταν ανάδοχος των τέκνων του Ρωμανού και της Θεοφανώς, επομένως υπήρχε πνευματική συγγένεια και σύμφωνα με τον 53ο Κανόνα της Στ' Οικουμενικής Συνόδου ο γάμος δεν επιτρεπόταν να γίνει. Η είδηση έφτασε στ' αυτιά του σεπτού ιεράρχη Πολύευκτου. Αυτός κάλεσε αμέσως τον Νικηφόρο να του δώσει εξηγήσεις. Ο Νικηφόρος εξήγησε, ότι ανάδοχος ήταν ο πατέρας του Βάρδας και όχι ο ίδιος. Δέχθηκε, μάλιστα με ευχαρίστηση, να κανονίσει ο Πατριάρχης τα της συμβίωσης των νεόνυμφων, μαρτυρία που συνάδει με την εγκράτεια μέσα στον γάμο τους.
Θέμα δημιουργήθηκε και στις σχέση του Νικηφόρου με τον πνευματικό του πατέρα όσιο Αθανάσιο τον Αγιορείτη. Κατά την εκστρατεία της Κρήτης ο στρατηγός είχε καλέσει τον όσιο ασκητή για να συνδράμει στο έργο με τις ευλογίες του και τις προσευχές του στο Θεό. Το θαύμα έγινε και η Κρήτη απελευθερώθηκε από τη δουλεία των μουσουλμάνων. Τότε ο Νικηφόρος θέλησε να ευχαριστήσει έμπρακτα τον άγιο άνδρα και του πρόσφερε εκατό λίτρες χρυσού για την ανέγερση μοναστηριού στο Άγιο Όρος. Υπήρχε και ένα δεύτερο κίνητρο που τον παρακίνησε σ' αυτή την γενναιόδωρη χειρονομία. Από καιρό είχε εκφράσει την επιθυμία του να μονάσει. Η ανέγερση του μοναστηριού σηματοδοτούσε χρονικά την μελλοντική του αφιέρωση. Αρχικά ο όσιος Αθανάσιος είχε απορρίψει την προσφορά. Δεν σκόπευε να ιδρύσει κοινόβιο αλλά να ησυχάζει κατά μόνας. Στη συνέχεια έτσι νουθέτησε τον Νικηφόρο: «Αλλά συ μεν, ω τέκνον, τον του Θεού φόβον έχε διαπαντός και πρόσεχε αεί σεαυτώ, ως εν μέσω πολλών πορευόμενος παγίδων, των κοσμικών πραγμάτων˙ τον δε τοιούτον σοι σκοπόν, εάν και Θεός ευδοκή, το πράγμα δείξει πάντως και αποτελεσθήσεται»20. Στο απόσπασμα αυτό βλέπουμε τον άγιο συγκρατημένο ως προς το θέμα της μελλοντικής αφιέρωσης του Νικηφόρου. Μετά απ' αυτά ο όσιος Αθανάσιος επέστρεψε στο Άγιος Όρος με όσους αδελφούς, πρώην αιχμαλώτους των Αγαρηνών, απελευθέρωσαν οι Ρωμαίοι.
Όμως ο Φωκάς δεν πτοήθηκε και επανήλθε με τη συνδρομή του γέροντος Μεθοδίου, ενός μοναχού από το όρος Κυμινά. Αυτός είχε διαδεχθεί τον θείο του Νικηφόρου, οσίου Μιχαήλ Μαλεϊνού, στην ηγουμενία του μοναστηριού του στο όρος Κυμινά της Βιθυνίας. Σκοπός της αποστολής ήταν να μεταπείσει τον όσιο Αθανάσιο ώστε ν' αναλάβει την ανέγερση της Λαύρας. Μετέφερε γι' αυτό το σκοπό και έξι λίτρες χρυσού. Επί ένα εξάμηνο αρνιόταν ο όσιος την ανάθεση του έργου. Στο τέλος συγκατένευσε, μετά από θερμές παρακλήσεις του γέροντος Μεθοδίου και ανήγειρε το Κάθισμα (δηλ. ησυχαστήριο με παρεκκλήσι) του Τιμίου Προδρόμου για τον Νικηφόρο21. Τα υπόλοιπα της ανέγερσης της Λάυρας τα έχουμε, ήδη περιγράψει στην προηγούμενη μελέτη μας22. Αυτά συνέβησαν πριν την ανακήρυξη του Νικηφόρου.
Η είδηση της στέψης του αυτοκράτορα Νικηφόρου έφθασε στο Άγιο Όρος, όταν η ανέγερση της Λαύρας ήταν σε εξέλιξη. Τα νέα δεν χαροποίησαν τον άγιο Αθανάσιο. Είχε εγκαταλείψει την προσφιλή του ησυχία, και επιδόθηκε στους περισπασμούς και τις προσπάθειες, τις μέριμνες που απαιτούσε το δύσκολο αυτό έργο, ειδικά την εποχή εκείνη. Καταλάβαινε ότι η πιθανότητα να εκπληρώσει ο Νικηφόρος την υπόσχεσή του απομακρύνονταν. Τότε αποφάσισε ο άγιος να εγκαταλείψει το έργο. Προφασίσθηκε ότι μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον νέο αυτοκράτορα. Επιβιβάσθηκε σε ένα πλοίο, αλλά αντί της Κωνσταντινούπολης, αποβιβάσθηκε στην Άβυδο. Εκεί κράτησε μαζί του τρεις από τους αδελφούς. Έγραψε στο πνευματικό του τέκνο ελεγκτική επιστολή, και στο τέλος αποποιήθηκε το έργο της διαποίμανσης του κοινοβίου της Λαύρας. Πρότεινε ως αντικαταστάτη του τον πατέρα Ευθύμιο, μέλος της αδελφότητας. Εν συνεχεία κατέφυγε στην Κύπρο, όπου κρύφθηκε, μαζί με τον πατέρα Αντώνιο, στην Ι. Μ. των Ιερέων, στην περιοχή της Πάφου. Ο αυτοκράτορας έστειλε επιστολές σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας, ψάχνοντας πληροφορίες για τον Άγιο. Αυτός αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο και να πάει απέναντι στην Μικρά Ασία. Εκεί δέχθηκε Θεία αποκάλυψη που τον διέταξε να επιστρέψει στην Λαύρα. Επίσης στην Αττάλεια συναντήθηκε με τον μοναχό Θεόδοτο, που του περιέγραψε την κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η Λαύρα μετά την φυγή του. Τα δυσάρεστα νέα λύπησαν τον όσιο Αθανάσιο, που επέστρεψε γρήγορα και επανέφερε τη Λαύρα στην προηγούμενη κατάσταση καλής και εύρυθμης λειτουργίας. Κατόπιν πήγε στην Κωνσταντινούπολη να συναντήσει το Νικηφόρο. Η συνάντηση έγινε τον Μάιο του 964 και υπήρξε συγκινητική. Ο Νικηφόρος, ως άλλος Δαβίδ, όχι με βασιλικό αλλά με ταπεινό φρόνημα και με επίγνωση της αμαρτίας του (αθέτηση υπόσχεσης), ζητούσε τη συγγνώμη και την μακροθυμία του Θεού και του οσίου. Ζήτησε θα λέγαμε πίστωση χρόνου για να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Ο όσιος Αθανάσιος είχε λάβει το προορατικό χάρισμα από τον Θεό. Επίσης η σχέση του με τον Φωκά ήταν πνευματικής πατρότητας, με ό,τι αυτό σημαίνει και γνωρίζουν όσοι βρίσκονται στο πετραχήλι κάποιου πνευματικού. Μπορεί να γνώριζε τα μέλλοντα να συμβούν στον Νικηφόρο; Μπορεί να προείδε τον φρικτό θάνατο με τον οποίο θα τελείωνε; Πιθανόν. Ο βιογράφος παραδέχεται, ότι γνώριζε την μη εκπλήρωση της υπόσχεσης. Γνώριζε ότι ο Νικηφόρος δεν θα γινόταν μοναχός. Η αντίδρασή του, η φυγή του, η άρνηση να ποιμάνει το κοινόβιο, όλα δείχνουν ως προσπάθειες να αφυπνίσουν τον Νικηφόρο, όχι για να πραγματοποιήσει την επιθυμία του να μονάσει, αλλά για να ξεφύγει από τον επικίνδυνο δρόμο, για να ξεφύγει από τον δολοφόνο του. Δυνατή σκηνή. Ο βασιλιάς επέμενε ότι με την βοήθεια του Θεού θα λάμβανε κάποια στιγμή το μοναχικό σχήμα. Ο άγιος, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι γνώριζε, τουλάχιστον καταλάβαινε ότι οι μέριμνες του βίου, πολλή περισσότερο του βασιλικού αξιώματος είχαν τυλίξει το πνευματικοπαίδι του. Με πατρική στοργή έχαιρε για την μετάνοια του, και τον συμβούλευσε και του κανόνισε την διαγωγή. Συζήτησαν για την Λαύρα, στην οποία χορήγησε ο βασιλιάς 244 χρυσά νομίσματα και την Ι. Μ. Περιστερών στην Θεσσαλονίκη. Επίσης, μετά από αίτηση του οσίου αυξήθηκε η ετήσια χορηγία του Αγίου Όρους από τρεις σε επτά λίτρες χρυσού. Αυτή ήταν και η τελευταία συνάντησή τους. Αυτές ήταν οι πραγματικές διαστάσεις της.
Η κίνηση αυτή συμφωνούσε στο παραδοσιακό σχήμα ανάδειξης, ενθρόνισης και πολιτικής επικράτησης ενός νέου αυτοκράτορα. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα τρία ήταν τα βήματα ή τα στάδια, τα οποία έπρεπε ν' ακολουθήσει κάθε επίδοξος:
α) Ανακήρυξη από το στρατό. Έπρεπε να υπάρχει ομάδα αξιωματικών, αρχικά, που θα ανακήρυττε έναν αυτοκράτορα. Στη συνέχεια αυτός θα περιβάλλονταν βασιλικά σύμβολα, όπως η πορφύρα και τα κόκκινα σανδάλια και θα παρουσιάζονταν στους στρατιώτες των φίλα προσκείμενων σχηματισμών. Αυτοί θα τον επευφημούσαν και θα τον βοηθούσαν να καταλάβει την εξουσία.
β) Η ανακήρυξη ήταν η εύκολη υπόθεση για κάποιον που διέθετε ερείσματα στο στρατό. Η δύσκολη ήταν η επικράτηση επί του ήδη υπάρχοντος αυτοκράτορα. Σ' αυτήν ρόλο υψίστης σημασίας έπαιζαν οι συμμαχίες κυρίως με ανθρώπους μέσα στην Βασιλεύουσα, διότι αν ο διεκδικητής υπερτερούσε στους αριθμούς, η νόμιμη κυβέρνηση κατείχε την Πόλη. Οι σύμμαχοι του ανταπαιτητή έπαιζαν ρόλο Πέμπτης Φάλαγγας.
γ) Όταν η κυβέρνηση καταλαμβάνονταν ακολουθούσε η στέψη. Έτσι νομιμοποιούνταν τελετουργικά ο νέος αυτοκράτορας. Δύο εξελίξεις ήταν πιθανές. Είτε ο νέος αυτοκράτορας είχε παραγκωνίσει ή εκτελέσει τον προηγούμενο και προσπαθούσε να ιδρύσει νέα δυναστεία, είτε, όπως στην περίπτωση του Νικηφόρου, διοικούσε παράλληλα, ως αντιβασιλέας. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η ήδη εστεμμένη βασίλισσα είχε καταλυτική παρουσία. Μπορούσε να βοηθήσει στην κατοχύρωση της εξουσίας ή της νέας δυναστείας, όταν το ευνοούσαν οι συνθήκες.
Αυτό έγινε και στη υπό μελέτη περίπτωση. Η παρουσία της χήρας του Ρωμανού Β' και μητέρας των νόμιμων διαδόχων στο πλευρό του Νικηφόρου προσέδιδε κύρος στην εξουσία του. Επίσης έκανε εμφανείς τις προθέσεις του να κυβερνήσει στο όνομα των νόμιμων διαδόχων και όχι να αμφισβητήσει την κληρονομιά τους. Σταματούσε, λοιπόν κάθε πιθανή αντίδραση και μετέτρεπε σε συμμάχους του τους υποστηρικτές τις Μακεδονικής συμμαχίας. Ταυτόχρονα τηρούσε τον όρκο που έδωσε ενώπιον του Πατριάρχη και της Συγκλήτου. Λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας, λοιπόν, και όχι παράφορου πάθους, υποδείκνυαν αυτόν τον γάμο. Εκτός του εθιμοτυπικού μέρους, παρέμενε λευκός. Ακόμη και αυτοί που υποστηρίζουν το αντίθετο, παραδέχονται ότι η εγκράτεια του ασκητή Νικηφόρου έτρεψε την Θεοφανώ στην αγκαλιά του Τσιμισκή και όπλισε το χέρι του δολοφόνου17. Ακόμα και αυτός ο Ζωναράς, που επιδίδεται με περισσή ευχαρίστηση σε περιγραφές του φανταστικού αυτού έρωτα, δεν αρνείται, ότι ο Νικηφόρος την απέφευγε «ή κορεσθείς ταύτης ή και δι' εγκρατείαν μίξεως απεχόμενος˙ ουδέ γαρ πάνυ τι και νέος ων προς έρωτας ετύγχανεν ευκατάφορος». Τέτοιες αντιφάσεις στο έργο του Ζωναρά υπάρχουν αρκετές. Ενώ τείνει να παρουσιάζει τον Νικηφόρο σχεδόν αχαλίνωτο, στην συνέχεια ομολογεί την εγκράτειά του. Ας το δούμε λίγο καλύτερα. Το θέμα του έρωτα Θεοφανούς Νικηφόρου ξεκίνησε από τον Σκυλίτζη, ως δεύτερη εξήγηση για την κατάληψη της εξουσίας από τον στρατηγό: «Και αυτή είναι μια άποψη. Υπάρχει όμως και άλλη που φαίνεται και πιο αληθινή: ότι πολύν καιρό τον έτρωγε η επιθυμία της βασιλείας και δεν τον έφλεγε τόσο πολύ ο έρωτας γι' αυτήν, όσο για την βασίλισσα Θεοφανώ...»18. Ο Ζωναράς παίρνει αφορμή απ' όσα λέει ο Σκυλίτζης για να διανθήσει την ιστορία του με μια ρομαντική αφήγηση και να την κάνει πιο ελκυστική στο αναγνωστικό κοινό. Την εποχή που γράφει, τέτοια μυθιστορήματα διαβάζονται και το είδος προοδεύει. Δοσικλής και Ροδάνθη του Θεόδωρου Προδρόμου, Χαρικλής και Δροσίλλα του Νικήτα Ευγενιακού, Αρίστανδρος και Καλλιθέα του Κωνσταντίνου Μανασσή, Υσμίνη και Υσμινίας του Ευστάθιου Μακρεμβολίτη. Η ιδεα, όπως είπαμε δεν ήταν δική του, αλλά την δανείστηκε από τον Σκυλίτζη και την αναπαρήγαγε ευχαρίστως. Ας μην ξεχνάμε πως και οι δυο ιστορικοί ανήκουν στην ίδια «συντεχνία» της αυλικής intelligentsia19 και ακολουθούν τον Ψελλό, τον πρώτο διδάξαντα. Περισσότερα για αυτά παρακάτω.
Μετά τη στέψη παρουσιάστηκε κάποιο κώλυμα. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Νικηφόρος ήταν ανάδοχος των τέκνων του Ρωμανού και της Θεοφανώς, επομένως υπήρχε πνευματική συγγένεια και σύμφωνα με τον 53ο Κανόνα της Στ' Οικουμενικής Συνόδου ο γάμος δεν επιτρεπόταν να γίνει. Η είδηση έφτασε στ' αυτιά του σεπτού ιεράρχη Πολύευκτου. Αυτός κάλεσε αμέσως τον Νικηφόρο να του δώσει εξηγήσεις. Ο Νικηφόρος εξήγησε, ότι ανάδοχος ήταν ο πατέρας του Βάρδας και όχι ο ίδιος. Δέχθηκε, μάλιστα με ευχαρίστηση, να κανονίσει ο Πατριάρχης τα της συμβίωσης των νεόνυμφων, μαρτυρία που συνάδει με την εγκράτεια μέσα στον γάμο τους.
Θέμα δημιουργήθηκε και στις σχέση του Νικηφόρου με τον πνευματικό του πατέρα όσιο Αθανάσιο τον Αγιορείτη. Κατά την εκστρατεία της Κρήτης ο στρατηγός είχε καλέσει τον όσιο ασκητή για να συνδράμει στο έργο με τις ευλογίες του και τις προσευχές του στο Θεό. Το θαύμα έγινε και η Κρήτη απελευθερώθηκε από τη δουλεία των μουσουλμάνων. Τότε ο Νικηφόρος θέλησε να ευχαριστήσει έμπρακτα τον άγιο άνδρα και του πρόσφερε εκατό λίτρες χρυσού για την ανέγερση μοναστηριού στο Άγιο Όρος. Υπήρχε και ένα δεύτερο κίνητρο που τον παρακίνησε σ' αυτή την γενναιόδωρη χειρονομία. Από καιρό είχε εκφράσει την επιθυμία του να μονάσει. Η ανέγερση του μοναστηριού σηματοδοτούσε χρονικά την μελλοντική του αφιέρωση. Αρχικά ο όσιος Αθανάσιος είχε απορρίψει την προσφορά. Δεν σκόπευε να ιδρύσει κοινόβιο αλλά να ησυχάζει κατά μόνας. Στη συνέχεια έτσι νουθέτησε τον Νικηφόρο: «Αλλά συ μεν, ω τέκνον, τον του Θεού φόβον έχε διαπαντός και πρόσεχε αεί σεαυτώ, ως εν μέσω πολλών πορευόμενος παγίδων, των κοσμικών πραγμάτων˙ τον δε τοιούτον σοι σκοπόν, εάν και Θεός ευδοκή, το πράγμα δείξει πάντως και αποτελεσθήσεται»20. Στο απόσπασμα αυτό βλέπουμε τον άγιο συγκρατημένο ως προς το θέμα της μελλοντικής αφιέρωσης του Νικηφόρου. Μετά απ' αυτά ο όσιος Αθανάσιος επέστρεψε στο Άγιος Όρος με όσους αδελφούς, πρώην αιχμαλώτους των Αγαρηνών, απελευθέρωσαν οι Ρωμαίοι.
Όμως ο Φωκάς δεν πτοήθηκε και επανήλθε με τη συνδρομή του γέροντος Μεθοδίου, ενός μοναχού από το όρος Κυμινά. Αυτός είχε διαδεχθεί τον θείο του Νικηφόρου, οσίου Μιχαήλ Μαλεϊνού, στην ηγουμενία του μοναστηριού του στο όρος Κυμινά της Βιθυνίας. Σκοπός της αποστολής ήταν να μεταπείσει τον όσιο Αθανάσιο ώστε ν' αναλάβει την ανέγερση της Λαύρας. Μετέφερε γι' αυτό το σκοπό και έξι λίτρες χρυσού. Επί ένα εξάμηνο αρνιόταν ο όσιος την ανάθεση του έργου. Στο τέλος συγκατένευσε, μετά από θερμές παρακλήσεις του γέροντος Μεθοδίου και ανήγειρε το Κάθισμα (δηλ. ησυχαστήριο με παρεκκλήσι) του Τιμίου Προδρόμου για τον Νικηφόρο21. Τα υπόλοιπα της ανέγερσης της Λάυρας τα έχουμε, ήδη περιγράψει στην προηγούμενη μελέτη μας22. Αυτά συνέβησαν πριν την ανακήρυξη του Νικηφόρου.
Η είδηση της στέψης του αυτοκράτορα Νικηφόρου έφθασε στο Άγιο Όρος, όταν η ανέγερση της Λαύρας ήταν σε εξέλιξη. Τα νέα δεν χαροποίησαν τον άγιο Αθανάσιο. Είχε εγκαταλείψει την προσφιλή του ησυχία, και επιδόθηκε στους περισπασμούς και τις προσπάθειες, τις μέριμνες που απαιτούσε το δύσκολο αυτό έργο, ειδικά την εποχή εκείνη. Καταλάβαινε ότι η πιθανότητα να εκπληρώσει ο Νικηφόρος την υπόσχεσή του απομακρύνονταν. Τότε αποφάσισε ο άγιος να εγκαταλείψει το έργο. Προφασίσθηκε ότι μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον νέο αυτοκράτορα. Επιβιβάσθηκε σε ένα πλοίο, αλλά αντί της Κωνσταντινούπολης, αποβιβάσθηκε στην Άβυδο. Εκεί κράτησε μαζί του τρεις από τους αδελφούς. Έγραψε στο πνευματικό του τέκνο ελεγκτική επιστολή, και στο τέλος αποποιήθηκε το έργο της διαποίμανσης του κοινοβίου της Λαύρας. Πρότεινε ως αντικαταστάτη του τον πατέρα Ευθύμιο, μέλος της αδελφότητας. Εν συνεχεία κατέφυγε στην Κύπρο, όπου κρύφθηκε, μαζί με τον πατέρα Αντώνιο, στην Ι. Μ. των Ιερέων, στην περιοχή της Πάφου. Ο αυτοκράτορας έστειλε επιστολές σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας, ψάχνοντας πληροφορίες για τον Άγιο. Αυτός αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο και να πάει απέναντι στην Μικρά Ασία. Εκεί δέχθηκε Θεία αποκάλυψη που τον διέταξε να επιστρέψει στην Λαύρα. Επίσης στην Αττάλεια συναντήθηκε με τον μοναχό Θεόδοτο, που του περιέγραψε την κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η Λαύρα μετά την φυγή του. Τα δυσάρεστα νέα λύπησαν τον όσιο Αθανάσιο, που επέστρεψε γρήγορα και επανέφερε τη Λαύρα στην προηγούμενη κατάσταση καλής και εύρυθμης λειτουργίας. Κατόπιν πήγε στην Κωνσταντινούπολη να συναντήσει το Νικηφόρο. Η συνάντηση έγινε τον Μάιο του 964 και υπήρξε συγκινητική. Ο Νικηφόρος, ως άλλος Δαβίδ, όχι με βασιλικό αλλά με ταπεινό φρόνημα και με επίγνωση της αμαρτίας του (αθέτηση υπόσχεσης), ζητούσε τη συγγνώμη και την μακροθυμία του Θεού και του οσίου. Ζήτησε θα λέγαμε πίστωση χρόνου για να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Ο όσιος Αθανάσιος είχε λάβει το προορατικό χάρισμα από τον Θεό. Επίσης η σχέση του με τον Φωκά ήταν πνευματικής πατρότητας, με ό,τι αυτό σημαίνει και γνωρίζουν όσοι βρίσκονται στο πετραχήλι κάποιου πνευματικού. Μπορεί να γνώριζε τα μέλλοντα να συμβούν στον Νικηφόρο; Μπορεί να προείδε τον φρικτό θάνατο με τον οποίο θα τελείωνε; Πιθανόν. Ο βιογράφος παραδέχεται, ότι γνώριζε την μη εκπλήρωση της υπόσχεσης. Γνώριζε ότι ο Νικηφόρος δεν θα γινόταν μοναχός. Η αντίδρασή του, η φυγή του, η άρνηση να ποιμάνει το κοινόβιο, όλα δείχνουν ως προσπάθειες να αφυπνίσουν τον Νικηφόρο, όχι για να πραγματοποιήσει την επιθυμία του να μονάσει, αλλά για να ξεφύγει από τον επικίνδυνο δρόμο, για να ξεφύγει από τον δολοφόνο του. Δυνατή σκηνή. Ο βασιλιάς επέμενε ότι με την βοήθεια του Θεού θα λάμβανε κάποια στιγμή το μοναχικό σχήμα. Ο άγιος, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι γνώριζε, τουλάχιστον καταλάβαινε ότι οι μέριμνες του βίου, πολλή περισσότερο του βασιλικού αξιώματος είχαν τυλίξει το πνευματικοπαίδι του. Με πατρική στοργή έχαιρε για την μετάνοια του, και τον συμβούλευσε και του κανόνισε την διαγωγή. Συζήτησαν για την Λαύρα, στην οποία χορήγησε ο βασιλιάς 244 χρυσά νομίσματα και την Ι. Μ. Περιστερών στην Θεσσαλονίκη. Επίσης, μετά από αίτηση του οσίου αυξήθηκε η ετήσια χορηγία του Αγίου Όρους από τρεις σε επτά λίτρες χρυσού. Αυτή ήταν και η τελευταία συνάντησή τους. Αυτές ήταν οι πραγματικές διαστάσεις της.
Εσωτερική πολιτική - νομοθετικό έργο.
Το νομοθετικό έργο της Μακεδονικής δυναστείας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παραγωγικό. Οι εν λόγω αυτοκράτορες συνέβαλλαν ουσιαστικά στην διευκόλυνση του έργου της απονομής δικαιοσύνης, με πλήθος κωδικοποιήσεων των υφιστάμενων νόμων. Στις κωδικοποιήσεις αυτές περιλαμβάνεται πλειάδα εγχειριδίων και ανθολογήσεων, όπως «Εκλογή και σύνοψις των Βασιλικών» και η «Πείρα» Ευσταθίου του Ρωμαίου. Συνέβαλαν στην περαιτέρω εξέλιξη του νομικού συστήματος της αυτοκρατορίας με την έκδοση «Νεαρών», νέων νόμων. Η επιμέλεια του νομικού συστήματος, θεωρούνταν από τους αυτοκράτορες, ως καθήκον ιερό. Ως συνεχιστές των παλαιών Ρωμαίων αυτοκρατόρων, όφειλαν να ασχολούνται με την νομική επιστήμη, ειδικά οι σοφότεροι εξ αυτών, και να επεμβαίνουν με αλλαγές που, σε ευρύτερη κλίμακα, γίνονταν μεταρρυθμίσεις, στο μέτρο που τις απαιτούσαν, λόγοι κοινωνικοί ή και συγκυριακοί. Έτσι η αυτοκρατορία παρέμενε ευέλικτη και πρωτοστατούσα και στις εξελίξεις του δικαίου, εκτός από την διοίκηση, την οικονομία, την πολιτειακή θεωρία και την κοινωνική διαστρωμάτωση, τομείς στους οποίους πραγματικά υπερείχε τον Ι' αι. μ.Χ.
Οι Νεαρές, όπως έχουν καταγραφεί ανά αυτοκράτορα έχουν ως εξής:
1. Λέων Στ' 113 (ή κατ' άλλους 118)
2. Κωνσταντίνος Ζ' 14
3. Ρωμανός Β' 3
4. Νικηφόρος Β' 7
5. Ιωάννης Α' 1
6. Βασίλειος Β' 5
7. Κωνσταντίνος Η' 2
8. Κωνσταντίνος Θ' 2
Σαν πρώτη παρατήρηση, μπορούμε να πούμε, ότι το νομοθετικό έργο του Νικηφόρου Β', δεν υστερεί ποσοτικά των άλλων μελών της Μακεδονικής Δυναστείας, εξαιρουμένου, βέβαια, του Λέοντος Στ' του Σοφού, και τηρουμένων των αναλογιών. Δεδομένης της συνεχούς απουσίας του στα πολεμικά μέτωπα και της ενασχόλησής του με στρατιωτικές επιχειρήσεις, μας εκπλήσσει ο αριθμός των επτά Νεαρών που πρόλαβε να εκδώσει. Αν σ' αυτό προστεθεί και το σύντομο της βασιλείας του, τότε καταλαβαίνουμε, ότι ο Νικηφόρος δεν ήταν μόνο στρατιωτικός αυτοκράτορας. Αντίθετα διέθετε την πολιτική αντίληψη ν' ασχολείται με ακανθώδη ζητήματα, που απαιτούσαν άμεσες λύσεις, και την οξύνοια να βρίσκει τις λύσεις αυτές. Ας δούμε από κοντά τις νεαρές του Νικηφόρου, κατατάσσοντάς αυτές στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο, το οποίο ακολουθούσε.
Εκκλησιαστικά ζητήματα.
α) Η Νεαρά περί μοναστηριών
Δύο φλέγοντα ζητήματα απασχόλησαν την σκέψη του Νικηφόρου, σε ότι αφορούσε τις σχέσεις του κράτους, το οποίο κυβερνούσε με την Εκκλησία. Η αύξηση της εκκλησιαστικής και κυρίως της μοναστηριακής περιουσίας, και ο καθορισμός των πολιτικών και των πνευματικών αρμοδιοτήτων σε αυτοκράτορα και Πατριάρχη. Η εξεύρεση λύσης στα ζητήματα αυτά, από αυτοκράτορες χωρίς διάκριση, πνευματική συγκρότηση και εν τέλει κοινωνική ευαισθησία, όπως ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος, ή ο Θεόφιλος, με μόνη την βιτρίνα της κοινωνικής ή εκκλησιαστικής (από αναρμόδιους να την πράξουν) μεταρρύθμισης, δημιούργησε αναταραχές και έριδες που έκαναν τα θεμέλια της αυτοκρατορίας να τρίζουν για δεκαετίες. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του νέου αυτοκράτορα ήταν η πνευματική του κατάρτιση και συγκρότηση, οι καταβολές του που άπτονταν πνευματικών ανδρών, και η προσωπική του προσπάθεια να βιώσει την ορθόδοξη ασκητική παράδοση. Είχε, λοιπόν, τα καλύτερα διαπιστευτήρια, γα ν' ασχοληθεί, ως αυτοκράτωρ, με αυτά τα θέματα.
Η Νεαρά (ν19) την οποία εξέδωσε(ετ.964) και προσπαθούσε να λύσει μια σειρά θεμάτων που είχαν να κάνουν με την μοναστηριακή περιουσία, επιγραφόταν «Νεαρά περί των μοναστηρίων, των ξενοδοχείων και των γηροκομίων». Το κείμενό της, μέρος του οποίου μπορέσαμε να βρούμε, έχει ως εξής: «Τίσι γαρ πειθόμενοι των πατέρων ή πόθεν λαβόντες τας αφορμάς, προς τοσαύτην περιττότητα και μανίας ψευδείς (κατά τον θείον φάναι Δαβίδ) εξήχθησαν; Γης πλέθρα μυρία, φιλοτίμους οικοδομάς, ίππων αγέλας, βοών, καμήλων, άλλων κτηνών αριθμού κρειττόνων, όσαι ώραι κτάσθαι σπουδάζοντες, και την όλην μέριμναν της ψυχής περί αυτά κατατείνοντες, ώστε κατ' ουδέν του κοσμικού βίου και πολλαίς φλεγμαίνοντος ταις φροντίσι τα μοναχικά ταυτί διαφέρειν˙ καίτοιγε των θείων λογίων απεναντίας τούτοις ημίν φθεγγομένων, και φροντίδων τοιούτων απηλλάχθαι το σύνολον διακελευομένων (- μη μεριμνήσητε γαρ φησι, τι φάγητε ή τι πίητε-) και το των πετεινών απράγμον εις όνειδος ημίν προτιθέντων. Τι δε και ο θείος απόστολος; Αι χείρες αύται, φησίν, εμοί τε και τοις συν εμοί διηκόνησαν˙ και, έχοντες δε διατροφάς και σκεπάσματα τούτοις αρκεσθησόμεθα. Τον βίον όρα μοι των θείων πατέρων, των εν Αιγύπτω φημι, των εν Παλαιστίνη, των εν Αλεξανδρεία, των αλλαχού πολλαχού γης λαμψάντων, και τούτων ούτως λιτόν ευρήσεις, ούτως απέριττον, ως σχεδόν μόνη ψυχή ζώντας αυτούς αποφαίνειν και της των αγγέλων ώσπερ παραψαύοντας αϋλίας. Άλλως δε του Χριστού βιαστήν υπάρχειν την βασιλείαν των ουρανών λέγοντος, και βιαστάς αρπάζειν αυτήν, και δια πολλών θλίψεων δειν ημάς εις αυτήν ελθείν, όταν ορώ τους προς τοιούτον βίον χωρείν επαγγελλομένους και τη υπαλλαγή του σχήματος ώσπερ σημειουμένους τη πολιτεία, σφόδρα του επαγγέλματος καταψευδομένους και αντιφθεγγομένους τω σχήματι, ουκ οίδα πως ουχί σκηνήν καλέσω το πράγμα, και εις βλασφημίαν χωρούν άντικρυς του ονόματος είποιμι του Χριστού. Επεί ουν ούτε αποστολική τις ούτε πατρική νομοθεσία ή των πολυπλέθρων τούτων αγρών και των χωρίον κτήσις των ούτως υπερφυών και φροντίδων πλήθος υπέρ τους καρπούς γεννάν πεφυκότων (πως γαρ ου; Ει γε τούτων μεν η σπουδή το συνωδά πράξαι τε και διδάξαι ταις του Χριστού εντολαίς, εντολή δε Χριστού ου των υλικών κτήσις, αλλ' εκ διαμέτρου μάλλον η των τοιούτων απόκτησις˙ είπερ εκείνου το πωλείν τα υπάρχοντα και διδόναι τοις πτωχοίς), πρόδηλον εστιν, ως ου φιλαρέτου ταύτα πολιτείας ουδ' ακριβείας, αλλά χρείας σωματικής μάλλον, προς το βιωτικότερον (οίμοι) των πνευματικοτέρων αποκλινάντων˙ η χρεία δε τω χρόνω προήλθεν εις αμμετρίαν, ώσπερ φιλείν οίδε τα χείρω δια μικράς αφορμής και της τυχούσης εις μέγα χωρείν. Τι τοίνυν παθόντες οι άνθρωποι πράξαι τι των προς Θεόν θεραπείαν και λύσιν αμαρτημάτων κεκινημένοι, παρορώσι μεν εύκολον ούτως και φροντίδων ελευθέραν την του Χριστού εντολήν, το πωλούντας τα όντα διδόναι πένησιν; Ώσπερ δε δύσκολον ταύτην επίτηδες και πραγματωδεστρέραν ποιείν βουλόμενοι, και φροντίδων εγνωκότες πλήθος επισυνάγειν, προς τα μοναστήρια συνιστάν, ξενώνας τε και γηροκομεία εαυτούς κατατείνουσιν; Ων εν μεν τοις προτέροις χρόνοις η σύστασις, έως έτι σπάνις ην των τοιούτων, πολύ το εύλογον είχε και χρησιμώτατον˙ και πως γαρ ου μονιμώτερον είναι το καλόν των συνιστώντων ταύτα, προθυμουμένων των μεν εις ανθρωπίνων σωμάτων τροφήν τε και θεραπείαν, των δε εις ψυχής επιμέλειαν και υψηλοτέρου βίου διαγωγήν. Αφ' ου δε προς πλήθος επιδέδωκε ταύτα και υπέρ την χρείαν εστήκασι και το μέτρον, το έτι παροράν και αφίστασθαι του κατά πολλήν ευπέτειαν αγαθού γενομένου και προς την των ειρημένων σύστασιν ασχολείσθαι, πως αν τις αμιγές είναι κακίας το αγαθόν τούτο, λογίσαιτο και μη τω σίτω φαίη παραμεμίχθαι και τα ζιζάνια; Μάλλον δε πως ου κενοδοξίας είποι προκάλυμμα γίνεσθαι την φιλοθεΐαν, ίνα φανεροί πάσιν ώσιν το καλόν ποιούντες, ώσπερ ουκ αγαπώντες ει μόνους έχουσι μάρτυρας τους παρόντας ης μετίασιν αρετής, αλλά μηδέ τοις επιγινομένοις αγνοείσθαι ταύτην βουλόμενοι; Και ταύτα τίνες; Χριστιανοί, φευ, οι παντί τρόπω λανθάνειν εν τη των αγαθών πράξει κεκελευσμένοι»23.
Την μετάφραση του παραπάνω χωρίου βρίσκουμε στον Κ. Παπαρηγόπουλο. Παραθέτουμε ως έχει: «[Ο Θεός υπέδειξε πολυειδώς ότι ο πλούτος δεν είναι ο ασφαλέστερος τρόπος του να επιτύχωμεν την της ψυχής ημών σωτηρίαν˙ και όμως εις τα μοναστήρια και τους άλλους ευαγείς οίκους επικρατεί περιφανής η της απληστίας νόσος, την οποίαν βλέπων δεν ηξεύρω τη αληθεία τίνα του κακού να επινοήσω θεραπείαν ή πώς να κολάσω την αμμετρίαν.] Εις τίνας άραγε των πατέρων πειθόμενοι ή πόθεν άλλοθεν λαβόντες τας αφορμάς προήχθησαν εις τοσαύτην περιττότητα; Αδιακόπως σπουδάζοντες πώς να προσαποκτήσωσι της γης πλέθρα μύρια, και λαμπράς οικοδομάς, και αγέλας βοών, ίππων και καμήλων, άλλων δε κτηνών αναρίθμητα πλήθη, κατατείνουσιν περί ταύτα όλην της ψυχής την μέριμναν, ώστε κατ' ουδέν διαφέρει του κοσμικού βίου ο δια πολλών φροντίδων φλεγμαινόμενος τοιούτος μοναχικός βίος˙ ενώ και τα θεία λόγια ρητώς απαγορεύουσιν αυτοίς τας τοιαύτας φροντίδας, και ο βίος των θείων πατέρων των εν Αιγύπτω και εν Αντιοχεία και εν Αλεξανδρεία και πολλαχού γης διαλαμψάντων, υπήρξεν ούτω λιτός, ούτω απέριττος, ώστε ενόμιζες αυτούς σχεδόν μόνη ψυχή ζώντας και παραψαύοντας ούτως ειπείν της των αγγέλων αϋλίας. Πλην δε τούτου, όταν αφενός λέγω του Χριστού λέγοντος βιαστήν υπάρχειν την βασιλείαν των ουρανών, και βιαστάς αρπάζειν αυτήν και δια πολλών θλίψεων δεον ημάς εις αυτήν ελθείν, αφετέρου δε βλέπω τους τοιούτον βίον επαγγελλομένους και επί τούτω δι' ιδίου σχήματος διακρινομένους, έπειτα δε σφόδρα του επαγγέλματος καταψευδομένους και αντιφθεγγομένους τω σχήματι, δεν ηξεύρω πώς να μην καλέσω το πράγμα απλήν κωμωδίαν και βλασφημίαν άντικρυς του ονόματος του Χριστού. Πρόδηλος άρα κατάχρησίς εστιν η των πολυπλέθρων τούτων αγρών και των χωρίων κτήσις των ούτως υπερφυών φροντίδων πλήθος υπέρ τους καρπούς γεννάν πεφυκότων. Η δε κατάχρησις αύτη προήλθεν, ως συνήθως συμβαίνει, εις το έσχατον της υπερβολής. Ουδ' εννοώ τι παθόντες οι άνθρωποι όσοι προαιρούνται να πράξωσί τι επιτήδειον εις θεραπείαν του Θεού και λύσιν αμαρτημάτων, αντί να εκτελέσωσι την εύκολον και φροντίδων ελευθέραν εντολήν του Χριστού, την παραγγέλουσαν το πωλείν τα υπάρχοντα και διδόναι τοις πτωχοίς, επιχειρούσιν εξεπίτηδες, ούτως ειπείν, να καταστήσωσι δύσκολον και πραγματωδεστέραν την εντολήν ταύτην και να επισωρεύσωσιν εις εαυτούς πλήθος φροντίδων συνιστώντες μοναστήρια˙ ως αν δε μη ήρκουν τα μοναστήρια, ιδρύοντες προσέτι ξενώνες και γηροκομία. Τούτων εν τοις προτέροις χρόνοις η σύστασις, ενόσω ήτο σπάνις αυτών, είχε πολύ το εύλογον και το χρήσιμον, διότι δια τοιούτων καταστημάτων η ευποιία απέβαινε μονιμωτέρα και απεδίδετο εις πολλούς συνάμα ανθρώπους. Αφού όμως επλεόνασαν υπέρ την χρείαν και το μέτρον τα ιδρύματα ταύτα, οι ασχολούμενοι έτι εις σύστασιν νέων τοιούτων, και παραιτούντες την πρόχειρον κατ' ιδίαν αγαθοεργίαν, δεν αναμιγνύουσιν άρα γε την κακίαν μετά της ευποιίας και τα ζιζάνια μετά του σίτου; Μάλλον δε πώς να μην είπω ότι παρ' αυτοίς η φιλοθεΐα γίνεται προκάλυμμα κενοδοξίας, ίνα φανεροί πάσιν ώσι το καλόν ποιούντες, μη αρκούμενοι να έχουσι μάρτυρας της αρετής αυτών μόνο τους παρόντας, αλλά θέλοντες ώστε και οι επιγινώμενοι να μη αγνοώσι ταύτην. Και ταύτα χριστιανοί όντες, εις ους παραγγέλεται να αποφεύγωσι παντί τρόπω πάσαν περί τας αγαθάς πράξεις επίδειξιν. [Διότι δεν γίνεται άραγε τούτο κατάδηλον, ενώ μύρια έτερα υπάρχουσι τοιαύτα ιδρύματα δια του χρόνου παραμεληθέντα και πολλής δεόμενα συνδρομής και βοηθείας, ημείς αμελούντες αυτών επιχειρούμεν μετά πολλού ζήλου την ίδρυσιν νέων, μόνον και μόνον ίνα φέρωσι ταύτα το ίδιον ημών όνομα, και καθαρώς αναφαίνονται αι ημέτεραι προς αυτά προσφοραί; Δια τούτο και προς την εργασίαν των του Χριστού εντολών υμάς διεγείροντες, και της θεομισούς ταύτης φιλοδοξίας θέλοντες να εκκόψωμεν το κακόνι και σπουδάζοντες, εάν προαιρώμεθα να ποιήσωμεν αγαθόν, διά Θεόν μόνον να ποιώμεν τούτο, και να μη συνάπτωμεν αυτώ και την ανθρώπινην αρέσκειαν, ίνα μη στερρηθώμεν πάντως της του Θεού αντιμισθίας, κελεύομεν τους ευσεβείς τους βουλομένους να πράττωσιν έργα χρηστότητος και φιλανθρωπίας, να πωλώσι τα υπάρχοντα αυτών και να δίδωσιν εις τους πένητας, ακολουθούντες την του Χριστού εντολήν, όστις τοσούτο θέλει ημάς φιλοδαπάνους περί τον έλεον ώστε όχι μόνον όσα χρήματα έχομεν να προσφέρωμεν εις τους χρήζοντας αλλά και αφού δαπανήσωμεν ταύτα, να επιχειρώμεν προθύμως την πώλησιν των κτήσεων. Εάν δε τινες εισί τοσούτον φιλόκαλοι και μεγαλουργοί ώστε να θέλωσι και μοναστήρια να συνιστώσι και ξενώνας και γηροκομία, ο κωλύων ουδείς. Αλλά επειδή πολλά των εκ πολλού του χρόνου προυπαρχόντων περιέστησαν, καθ' α προείπομεν, εις παντελή απορίαν, εκείνα ούτοι ας επιμεληθώσιν, εις τα κείμενα ας δίδωσι χείρα βοηθείας και περί αυτά ας δείξωσι το φιλόθεον. Ενόσω δε παρορώντες τα προϋπάρχοντα ούτως έχοντα επιχειρούσι την οικοδομήν άλλων νέων, ούτε επαινέσω το πράγμα ούτε επιτρέψω παντάπασι, συνειδώς ότι ουδέν άλλο εστίν ή έρως δόξης κοινής και μανία περί αυτής ομολογουμένη. Κελεύομεν δε αυτούς να επιμεληθώσι των προλαβόντων και βοηθείας δεομένων ουχί παρέχοντες αγρούς ουδέ τόπους και οικοδομάς (διότι ικανά εισί όσα εξ αρχής έχουσιν) αλλά συντελούντες εις το να καταστήσωσι χρήσιμα ταύτα πάντα, ημελημένα όντα και ακαλλιέργητα δι' απορίαν χρημάτων, επί δε τούτω πωλούντες τους αγρούς και τους τόπους ους έχουσι προς τους θέλοντας των κοσμικών και εκ του τιμήματος αυτών παρέχοντας εις εκείνα οικέτας, βόας ποίμνια και άλλα χρήσιμα κτήνη. Διότι αν αντί τούτων παράσχωμεν εις τα περί ων ο λόγος αυτούς εκείνους τους αγρούς, και τους τόπους ους έχομεν, επειδή ο νόμος εμποδίζει την εκποίησιν των κτημάτων των ανηκόντων εις ευαγή καταστήματα και εκκλησίας, κατ' ουδέν θέλομεν ωφελήσει τα ιδρύματα εκείνα, αφήνοντες αθεράπευτα τα κακώς έχοντα δι' έλλειψιν χρημάτων και εργατών. Όθεν από του νυν ουδενί επιτρέπεται να αφιεροί αγρούς και τόπους εις μοναστήρια ή γηροκομεία ή ξενώνας ή μητροπόλεις ή επισκοπάς˙ διότι ουδέν εκ τούτων προκύπτει εις τα καταστήματα ταύτα όφελος. Εάν δε τινα εξ αυτών τοσούτο κακώς διωκήθησαν, ώστε καταλείφθησαν έρημα τόπων δεν κωλλύεται ως προς ταύτα η των αρκούντων κτήσις, αλλά απαιτείται προς τούτο η βασιλική γνώμη και δοκιμασία. Κελλία όμως και τας καλουμένας λαύρας, εφόσον εν ερήμοις οικοδομούμενα, περιορίζονται εις μόνην της ιδίαν περιοχήν και δεν περιλαμβάνουσιν αγρούς και ετέρας κτήσεις, όχι μόνον δεν εμποδίζωμεν να κατασκευάζωνται, αλλά επαινούμεν μάλλον το πράγμα. Ταύτα παραινών εγώ (ο Νικηφόρος) και νομοθετών, οίδ' ότι τοις πολλοίς μεν και φορτικά λέγειν δόξω, και προς την γνώμην αυτών απάδοντα˙ ων ουδέν εμοί μέλλει, είπερ αρέσκειν κατά τον Παύλον, ουκ ανθρώποις αλλά Θεώ βούλομαι. Τοις δε νουν έχουσι και φρένα και μη εξ επιπολής οράν ησκημένοις, ως το προσπεσών απλώς ταραχήν αυτών επάγειν τη διανοία, αλλά προσωτέρω χωρούσι και συνοράν βάθος πραγμάτων δυναμένοις, και λυσιτελή δόξομεν και ωφέλιμα τοις τε κατά Θεόν ζώσι και τω κοινώ παντί φθέγξασθαι]»24.
Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε κάποιος να νομίσει ότι πρόκειται για κείμενο αποσπασμένο από την ασκητική γραμματεία των πατέρων. Και πράγματι η εισαγωγή του, κυρίως, που μιλά για την ακτημοσύνη των μοναχών συμφωνεί με τις νουθεσίες των μεγάλων αρχαίων ασκητών της Αιγύπτου, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας, τους οποίους επικαλείται25. Εδώ, όμως βρίσκεται η μεγάλη παρανόηση, την οποία επιχειρεί ο νομοθέτης, ίσως όχι εν αγνοία του, εφόσον γνωρίζει τι θέλει να νομοθετήσει και προσπαθεί να το δικαιολογήσει. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μίλησαν για την αρετή της ακτημοσύνης των μοναχών, των ασκητών και των αναχωρητών, και προέτρεπαν τους εργαζομένους την αρετή να μην κτώνται υλικά, κινητά ή ακίνητα. Δεν μίλησαν ποτέ για ακτημοσύνη της Εκκλησίας, ή των μοναστηριών, πολύ δε περισσότερο των κοινοβίων. Αντίθετα τα κοινόβια χρειάζονται την ιδιοκτησία, για την συντήρησή τους, ιδίως όσα βρίσκονται μακριά από κατοικημένους τόπους. Συμπληρωματικά, η εργασία των πατέρων ενός κοινοβίου, μιας σκήτης, ενός κελίου, το διακόνημα, είναι απαραίτητο για την συντήρησή τους, αλλά και για την πνευματική τους τελείωση. Η εργασία αυτή γινόταν και γίνεται στην ιδιοκτησία της μονής, είτε πρόκειται για χωράφια, είτε για κοπάδια, ή άλλες μοναχικές ασχολίες, και η ειδοποιός διαφορά είναι, ότι δεν γίνεται για ν' αποφέρει υλικό όφελος σ' αυτόν που την εκτελεί. Αυτό ο συντάκτης του παραπάνω κειμένου το παραβλέπει. Βέβαια για την ιστορία του ζητήματος, αναφέρουμε, ότι ο Ορθόδοξος μοναχισμός υπέφερε από περιπτώσεις, όπου επιτρεπόταν στους πατέρες μιας μονής να έχουν προσωπική περιουσία για την συντήρησή τους(ιδιορυθμία). Τέτοιες περιπτώσεις είχαμε ακόμη και στο Άγιο Όρος. Χρειάστηκαν επίπονες προσπάθειες αγιασμένων πατέρων (όπως ο Γέρων Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης και οι μαθητές του ) για να επαναφέρουν τις μονές αυτές στην ορθόδοξη μοναχική παράδοση. Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν, ότι στην γραμματολογία των Πατέρων, η ακτημοσύνη αναφέρεται ως αρετή στους μοναχούς, και δεν αφορά την περιουσία της Εκκλησίας ή των Μονών.
Πριν προχωρήσουμε παρακάτω με το κείμενο, καλό θα ήταν να βλέπαμε, ποιο καθεστώς ίσχυε τον Ι' αιώνα και αφορούσε την θέση των μοναστηριών μέσα στην βυζαντινή κοινωνία. Ο πρώτος αυτοκράτορας που ρύθμισε νομοθετικά την ζωή των Μονών και των μοναχών ήταν ο Ιουστινιανός στα μέσα του Στ' αιώνα. Αυτός με τις Νεαρές 5 του 535 μ.Χ. και 133 του 539 μ.Χ έδωσε ισχύ νόμου στους εκκλησιαστικούς κανόνες και ρύθμισε τα του μοναχικού βίου με τρόπο βιώσιμο, ώστε λίγα στοιχεία των νόμων αυτών άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου. Καθ' όλη τη διάρκεια της εικονομαχίας, το βάρος του αγώνα ενάντια στους εικονομάχους βασιλείς σήκωσαν κυρίως οι μοναχοί, και στήριξαν με την ανυποχώρητη στάση τους την Εκκλησία και την κοινωνία της χριστιανικής αυτοκρατορίας. Οι μονές υπήρξαν γι' αυτό, στόχος σφοδρών επιθέσεων εκ μέρους της εικονομαχικής Πολιτείας. Με την λήξη της εικονομαχίας άρχισε περίοδος ακμής για τα μοναστήρια που υποστήριξαν την Ορθοδοξία, όπως η Ι.Μ. του Στουδίου. Νέες Μονές ιδρύονται και το καινούργιο στοιχείο είναι η ρύθμιση της ζωής της να γίνεται βάσει Τυπικού, δηλ. ιδρυτικού καταστατικού χάρτη, τον οποίο συντάσσει ο ιδρυτής του μοναστηριού. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι που φανερώνει τον ανεξάρτητο και αποκεντρωτικό χαρακτήρα του ανατολικού ορθόδοξου μοναχισμού, κατά το πρότυπο των Επισκοπών και των Ενοριών, που οδηγεί στην συνοδική διοίκηση, σε αντίθεση με τον δυτικό μοναχισμό που, όπως και η υπόλοιπη λατινική Εκκλησία υπάγεται στον ένα στη Ρώμη. Ο αποκεντρωτικός αυτός χαρακτήρας επέτρεψε την κτήση από τις Μονές περιουσίας διάφορης της υπόλοιπης εκκλησιαστικής, δηλ. ιδιοκτησίας. Η ιδιοκτησία αυτή αποτελούσε προϊόν δωρεών κατά το μεγαλύτερο μέρος σε ακίνητα. Καθιστούσε έτσι τα μεγαλύτερα εκ των μοναστηριακών συγκροτημάτων σε αυτόνομες παραγωγικές μονάδες. Στη συνέχεια σειρά ευεργετημάτων από αυτοκράτορες επέτρεπε φορολογική ατέλεια στις μονές, αυτές ειδικά που επιτελούσαν κοινωνικό έργο ταυτόχρονα με το πνευματικό. Αυτές στις οποίες ήταν προσκολλημένο κάποιο ευαγές οίκημα, ξενώνας, γηροκομείο, ορφανοτροφείο, απαλλασσόταν από τις περισσότερες οικονομικές υποχρεώσεις προς το κράτος. Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε οικονομικούς όρους του σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα μοναστήρια εξελίχθηκαν σε επενδύσεις υψηλής απόδοσης για κοσμικούς ιδρυτές-μεγαλογαιοκτήμονες που προσπαθούσαν να βρουν τρόπους φοροαπαλλαγής ή νόμιμης φοροδιαφυγής. Έτσι με την ίδρυση ενός μοναστηριού (αυτή η κατηγορία ονομαζόταν αυτοδέσποτες) και την ανέγερση ενός ευαγούς καταστήματος, ο οποιοσδήποτε κτήτορας μπορούσε να το προικοδοτήσει με την προσωπική του περιουσία, που στην περίπτωση των δυνατών αυτή περιελάμβανε εκτός από αγροτεμάχια, και χωριά ολόκληρα, με τις οικογένειες και τις οικοσκευές τους και τα κοπάδια τους. Έτσι μια τεράστια παραγωγική έκταση, υπό το ψευδές πνευματικό περίβλημα, καθίστατο ατελής και το κράτος έχανε από τους φόρους αλλά και τους στρατιώτες που μπορούσε αυτή δια της «στρατείας» να προσφέρει.
Αυτές ήταν κάποιες ειδικές περιπτώσεις και όχι ο κανόνας. Κατά κανόνα τα περισσότερα μοναστήρια προσεκτώντο έκταση γης ικανή για τις ανάγκες τους. Το περισσότερο έμενε συνήθως ακαλλιέργητο, λόγω λειψανδρείας. Τότε το μοναστήρι έρχονταν σε δυσχερή οικονομικά θέση. Για ν' αποτρέψουν την εκποίηση της μοναστηριακής περιουσίας, είτε λόγω ανάγκης, είτε λόγω κακοδιαχείρισης, οι αυτοκράτορες είχαν ορίσει τα κτήματα αυτά να μένουν αναπαλλοτρίωτα. Συνέχιζαν, λοιπόν, να υφίστανται μοναστήρια με την ιδιοκτησία τους, ακόμα και όταν δεν επανδρώνονταν από πατέρες (ως νομικά πρόσωπα θα λέγαμε σήμερα).
Αυτές τις δύο δύσκολες περιπτώσεις προσπάθησε να θεραπεύσει η παραπάνω Νεαρά 19 του Νικηφόρου. Και επανερχόμαστε στο κείμενο. Αφού προσπεράσουμε την ασθενή «θεολογία» της βλέπουμε ότι σαν πρώτη προσπάθεια επιχειρεί να κατευθύνει το ενδιαφέρων των δωρητών στα ήδη υπάρχοντα μοναστήρια και κελιά, κυρίως σε αυτά που βρίσκονται στην ύπαιθρο, μακριά από κάποια μεγάλη πόλη και χρήζουν άμεσης βοήθειας. Απαγορεύει την ανέγερση νέων μοναστηριών στις πόλεις ενώ επιτρέπει την ανέγερσή τους στην ύπαιθρο, στις παραμεθόριες περιοχές , δίνοντας οδηγία προτιμήσεως σε αυτά που ήδη υπάρχουν και μάλιστα τα άπορα. Επίσης απαγορεύει την δωρεά κτημάτων στα μοναστήρια, τα κοινωφελή ιδρύματα, και τις Επισκοπές, εφόσον έτσι καθίσταντο άχρηστα για το κράτος. Προτρέπει την πώληση αυτών και την δωρεά χρημάτων ή άλλων κινητών μέσων που θα επέτρεπε την αξιοποίηση των κεκτημένων. Και πάλι ο προνοητικός νομοθέτης εξαιρεί τις περιπτώσεις μοναστηριών που για οποιοδήποτε λόγο βρέθηκαν χωρίς ακίνητη περιουσία, κι έτσι δυσκολεύονται να συντηρηθούν. Στις περιπτώσεις αυτές επιτρέπεται η δωρεά κτημάτων, με προϋπόθεση τη βασιλική άδεια.
Αυτά νομοθέτησε σε γενικές γραμμές ο Νικηφόρος. Ο τίτλος της Νεαράς είναι παραπλανητικός. Ούτε με τα μοναστήρια ασχολείται, ούτε με τους ξενώνες, ούτε με τα γηροκομεία. Δεν βλέπουμε κάποια νεαρά που να ρυθμίζει τον τρόπο λειτουργίας τους, ούτε ασχολείται με την περιουσία τους. Η περιουσία των ιδρυμάτων παραμένει περιουσία των ιδρυμάτων, και η λειτουργία τους ως έχει. Το μόνο με το οποίο ασχολείται η νομοθετική αυτή ρύθμιση είναι η πρόθεση των δωρητών. Συγκεκριμένα αφορά εκείνους τους δωρητές, που με το δεξί έβγαζαν από την τσέπη και με το αριστερό έβαζαν περισσότερα. Οι υστερόβουλοι αυτοί δωρητές τώρα πια δεν θα μπορούσαν να δωρίσουν τα δικά τους κτήματα στα δικά τους μοναστήρια, και με την απαγόρευση ανέγερσης νέων μοναστηριών δεν θα έβρισκαν μιμητές οι ψευτοδωρεές τους. Αντίθετα σ' αυτούς που ήθελαν να ωφελήσουν, τώρα ο Νικηφόρος έδειχνε τον τρόπο, να ωφελήσουν δηλαδή, αυτούς που πραγματικά είχαν ανάγκη, δίδοντας τα μέσα, είτε χρήματα ήταν αυτά, είτε εργαλεία, είτε ζώα. Αυτούς στόχευε η νεαρά. Ούτε τα μοναστήρια, ούτε την Εκκλησία, εν γένει. Και πως θα μπορούσε ο Νικηφόρος να στραφεί ενάντια στο ίδιο του το έργο, εννοούμε την ανέγερση της Λαύρας στο Άγιον Όρος! Αλλά ούτε και πρωτότυπη ήταν. Πριν από αυτόν ο Ρωμανός Α' Λεκαπηνός είχε απαγορεύσει την αφιέρωση γης σε μονές, από προσερχόμενους στον μοναχικό βίο, ιδιοκτήτες. Αυτόν τον νόμο επέκτεινε ο Νικηφόρος.
Δυστυχώς το διάταγμα δεν εφαρμόστηκε. Η Δολοφονία του ακύρωσε το νομοθετικό του έργο. Η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης σε ένα θέμα που ενδιέφερε την πολιτεία έπεσε στο κενό. Στα τέλη του αιώνα μια καινούργια προσπάθεια έγινε με το θεσμό της «χαριστικής δωρεάς». Ούτε αυτή η προσπάθεια απέδωσε, εκτός του ότι ευεργέτησε συγκεκριμένα άτομα, όπως τον Μιχαήλ Ψελλό, ιδιοκτήτη δεκαπέντε μοναστηριών ως χαριστικίων, με την εκμετάλλευση φυσικά των κτημάτων τους26. Η αποτυχία και αυτών των μέτρων οδήγησε τον Ισαάκιο Α' Κομνηνό στην εφαρμογή του δικού του δημοσιονομικού προγράμματος, όχι αναγκαστικά αλλά επειδή το ήθελε. Με βάσει αυτό το πρόγραμμα ανακλήθηκαν προγενέστερες δωρεές σε μοναστήρια και προστέθηκαν στην περιουσία του στέμματος, ενώ σε αυτά άφησε αρκετά για να ζήσουν, όχι με πολυτέλεια27. Όλες αυτές οι αποτυχημένες προσπάθειες προσαρμογής της αυτοκρατορίας σε μια εξελικτική πορεία, από τους διαδόχους του Νικηφόρου, μας φέρνουν στο μυαλό την παρατήρηση του Ν. Σβορώνου, ότι ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν ο μόνος αυτοκράτορας με οικονομική σκέψη. Την παρατήρηση αυτή, αν και απόλυτη, θα την θυμηθούμε και παρακάτω.
Στο σημείο αυτό πρέπει να διερευνήσουμε τις συνθήκες και τα αίτια που οδήγησαν στην παρεξήγηση της παραπάνω Νεαράς. Για δεκαετίες η βυζαντινή ιστοριογραφία ήταν όμηρος της σοβιετικής θεώρησης, ειδικά στα θέματα αγροτικής οικονομίας. Οι σοβιετικοί ιστορικοί επέμενα να βλέπουν στις δομές του Βυζαντίου/Ρωμανίας αντίγραφα του δυτικού φεουδαρχικού συστήματος. Θεωρούσαν του «δυνατούς» ως ανατολικά αντίστοιχα των φράγκων αριστοκρατών και φυσικά γι' αυτούς στις δομές της κοινωνίας η ταξική πάλη συνέχιζε τον αγώνα της. Για τον Ostrogorsky και τον Vassiliev οι Ζ' και Η' αιώνες είναι οι χρυσοί αιώνες του ελεύθερου αγρότη και συγκεκριμένα του Σλάβου αγρότη28. Ακολουθώντας πιστά την αριστερή αντίληψη της ιστορίας αντιμετώπιζαν την Εκκλησία και τα Μοναστήρια ως ταξικό εχθρό εφόσον κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης. Με όλα τα παραπάνω, κάθε προσπάθεια κρατικού ελέγχου αντιμετωπίσθηκε, ως ταξικός αγώνας, μια πάλη ανάμεσα στο κράτος (που γι' αυτούς αντιστοιχούσε με το κόμμα) και τους καπιταλιστές του Ι' αι. δηλ. τους γαιοκτήμονες. Ως ένα επεισόδιο του αγώνα αυτού, χαιρέτησαν την παραπάνω Νεαρά οι Σοβιετικοί και βιάστηκαν να την συγκρίνουν με τις πρακτικές εικονομάχων αυτοκρατόρων29. Στη σκέψη τους ήταν μια ακόμη προσπάθεια προστασίας του μικρού ιδιοκτήτη γης από τις αρπακτικές διαθέσεις του τσιφλικά μεγαλογαιοκτήμονα. Αυτοί οι ιστορικοί θεώρησαν και τις ήττες του 1071 και 1204, ως αποτέλεσμα της αυξημένης επιρροής των «δυνατών». Η εικόνα αυτή, που είχαν δημιουργήσει για την αγροτική οικονομία του Βυζαντίου/Ρωμανίας έχει αρχίσει να μεταβάλλεται την τελευταία τριακονταετία με τις εργασίες των Paul Lemerle και A.P. Kazhdan30. Το έργο της απαλλαγής της Ιστορίας του Βυζαντίου από τις αριστερές επιρροές συνεχίζουν σήμερα και άλλοι αξιόλογοι επιστήμονες.
Την μετάφραση του παραπάνω χωρίου βρίσκουμε στον Κ. Παπαρηγόπουλο. Παραθέτουμε ως έχει: «[Ο Θεός υπέδειξε πολυειδώς ότι ο πλούτος δεν είναι ο ασφαλέστερος τρόπος του να επιτύχωμεν την της ψυχής ημών σωτηρίαν˙ και όμως εις τα μοναστήρια και τους άλλους ευαγείς οίκους επικρατεί περιφανής η της απληστίας νόσος, την οποίαν βλέπων δεν ηξεύρω τη αληθεία τίνα του κακού να επινοήσω θεραπείαν ή πώς να κολάσω την αμμετρίαν.] Εις τίνας άραγε των πατέρων πειθόμενοι ή πόθεν άλλοθεν λαβόντες τας αφορμάς προήχθησαν εις τοσαύτην περιττότητα; Αδιακόπως σπουδάζοντες πώς να προσαποκτήσωσι της γης πλέθρα μύρια, και λαμπράς οικοδομάς, και αγέλας βοών, ίππων και καμήλων, άλλων δε κτηνών αναρίθμητα πλήθη, κατατείνουσιν περί ταύτα όλην της ψυχής την μέριμναν, ώστε κατ' ουδέν διαφέρει του κοσμικού βίου ο δια πολλών φροντίδων φλεγμαινόμενος τοιούτος μοναχικός βίος˙ ενώ και τα θεία λόγια ρητώς απαγορεύουσιν αυτοίς τας τοιαύτας φροντίδας, και ο βίος των θείων πατέρων των εν Αιγύπτω και εν Αντιοχεία και εν Αλεξανδρεία και πολλαχού γης διαλαμψάντων, υπήρξεν ούτω λιτός, ούτω απέριττος, ώστε ενόμιζες αυτούς σχεδόν μόνη ψυχή ζώντας και παραψαύοντας ούτως ειπείν της των αγγέλων αϋλίας. Πλην δε τούτου, όταν αφενός λέγω του Χριστού λέγοντος βιαστήν υπάρχειν την βασιλείαν των ουρανών, και βιαστάς αρπάζειν αυτήν και δια πολλών θλίψεων δεον ημάς εις αυτήν ελθείν, αφετέρου δε βλέπω τους τοιούτον βίον επαγγελλομένους και επί τούτω δι' ιδίου σχήματος διακρινομένους, έπειτα δε σφόδρα του επαγγέλματος καταψευδομένους και αντιφθεγγομένους τω σχήματι, δεν ηξεύρω πώς να μην καλέσω το πράγμα απλήν κωμωδίαν και βλασφημίαν άντικρυς του ονόματος του Χριστού. Πρόδηλος άρα κατάχρησίς εστιν η των πολυπλέθρων τούτων αγρών και των χωρίων κτήσις των ούτως υπερφυών φροντίδων πλήθος υπέρ τους καρπούς γεννάν πεφυκότων. Η δε κατάχρησις αύτη προήλθεν, ως συνήθως συμβαίνει, εις το έσχατον της υπερβολής. Ουδ' εννοώ τι παθόντες οι άνθρωποι όσοι προαιρούνται να πράξωσί τι επιτήδειον εις θεραπείαν του Θεού και λύσιν αμαρτημάτων, αντί να εκτελέσωσι την εύκολον και φροντίδων ελευθέραν εντολήν του Χριστού, την παραγγέλουσαν το πωλείν τα υπάρχοντα και διδόναι τοις πτωχοίς, επιχειρούσιν εξεπίτηδες, ούτως ειπείν, να καταστήσωσι δύσκολον και πραγματωδεστέραν την εντολήν ταύτην και να επισωρεύσωσιν εις εαυτούς πλήθος φροντίδων συνιστώντες μοναστήρια˙ ως αν δε μη ήρκουν τα μοναστήρια, ιδρύοντες προσέτι ξενώνες και γηροκομία. Τούτων εν τοις προτέροις χρόνοις η σύστασις, ενόσω ήτο σπάνις αυτών, είχε πολύ το εύλογον και το χρήσιμον, διότι δια τοιούτων καταστημάτων η ευποιία απέβαινε μονιμωτέρα και απεδίδετο εις πολλούς συνάμα ανθρώπους. Αφού όμως επλεόνασαν υπέρ την χρείαν και το μέτρον τα ιδρύματα ταύτα, οι ασχολούμενοι έτι εις σύστασιν νέων τοιούτων, και παραιτούντες την πρόχειρον κατ' ιδίαν αγαθοεργίαν, δεν αναμιγνύουσιν άρα γε την κακίαν μετά της ευποιίας και τα ζιζάνια μετά του σίτου; Μάλλον δε πώς να μην είπω ότι παρ' αυτοίς η φιλοθεΐα γίνεται προκάλυμμα κενοδοξίας, ίνα φανεροί πάσιν ώσι το καλόν ποιούντες, μη αρκούμενοι να έχουσι μάρτυρας της αρετής αυτών μόνο τους παρόντας, αλλά θέλοντες ώστε και οι επιγινώμενοι να μη αγνοώσι ταύτην. Και ταύτα χριστιανοί όντες, εις ους παραγγέλεται να αποφεύγωσι παντί τρόπω πάσαν περί τας αγαθάς πράξεις επίδειξιν. [Διότι δεν γίνεται άραγε τούτο κατάδηλον, ενώ μύρια έτερα υπάρχουσι τοιαύτα ιδρύματα δια του χρόνου παραμεληθέντα και πολλής δεόμενα συνδρομής και βοηθείας, ημείς αμελούντες αυτών επιχειρούμεν μετά πολλού ζήλου την ίδρυσιν νέων, μόνον και μόνον ίνα φέρωσι ταύτα το ίδιον ημών όνομα, και καθαρώς αναφαίνονται αι ημέτεραι προς αυτά προσφοραί; Δια τούτο και προς την εργασίαν των του Χριστού εντολών υμάς διεγείροντες, και της θεομισούς ταύτης φιλοδοξίας θέλοντες να εκκόψωμεν το κακόνι και σπουδάζοντες, εάν προαιρώμεθα να ποιήσωμεν αγαθόν, διά Θεόν μόνον να ποιώμεν τούτο, και να μη συνάπτωμεν αυτώ και την ανθρώπινην αρέσκειαν, ίνα μη στερρηθώμεν πάντως της του Θεού αντιμισθίας, κελεύομεν τους ευσεβείς τους βουλομένους να πράττωσιν έργα χρηστότητος και φιλανθρωπίας, να πωλώσι τα υπάρχοντα αυτών και να δίδωσιν εις τους πένητας, ακολουθούντες την του Χριστού εντολήν, όστις τοσούτο θέλει ημάς φιλοδαπάνους περί τον έλεον ώστε όχι μόνον όσα χρήματα έχομεν να προσφέρωμεν εις τους χρήζοντας αλλά και αφού δαπανήσωμεν ταύτα, να επιχειρώμεν προθύμως την πώλησιν των κτήσεων. Εάν δε τινες εισί τοσούτον φιλόκαλοι και μεγαλουργοί ώστε να θέλωσι και μοναστήρια να συνιστώσι και ξενώνας και γηροκομία, ο κωλύων ουδείς. Αλλά επειδή πολλά των εκ πολλού του χρόνου προυπαρχόντων περιέστησαν, καθ' α προείπομεν, εις παντελή απορίαν, εκείνα ούτοι ας επιμεληθώσιν, εις τα κείμενα ας δίδωσι χείρα βοηθείας και περί αυτά ας δείξωσι το φιλόθεον. Ενόσω δε παρορώντες τα προϋπάρχοντα ούτως έχοντα επιχειρούσι την οικοδομήν άλλων νέων, ούτε επαινέσω το πράγμα ούτε επιτρέψω παντάπασι, συνειδώς ότι ουδέν άλλο εστίν ή έρως δόξης κοινής και μανία περί αυτής ομολογουμένη. Κελεύομεν δε αυτούς να επιμεληθώσι των προλαβόντων και βοηθείας δεομένων ουχί παρέχοντες αγρούς ουδέ τόπους και οικοδομάς (διότι ικανά εισί όσα εξ αρχής έχουσιν) αλλά συντελούντες εις το να καταστήσωσι χρήσιμα ταύτα πάντα, ημελημένα όντα και ακαλλιέργητα δι' απορίαν χρημάτων, επί δε τούτω πωλούντες τους αγρούς και τους τόπους ους έχουσι προς τους θέλοντας των κοσμικών και εκ του τιμήματος αυτών παρέχοντας εις εκείνα οικέτας, βόας ποίμνια και άλλα χρήσιμα κτήνη. Διότι αν αντί τούτων παράσχωμεν εις τα περί ων ο λόγος αυτούς εκείνους τους αγρούς, και τους τόπους ους έχομεν, επειδή ο νόμος εμποδίζει την εκποίησιν των κτημάτων των ανηκόντων εις ευαγή καταστήματα και εκκλησίας, κατ' ουδέν θέλομεν ωφελήσει τα ιδρύματα εκείνα, αφήνοντες αθεράπευτα τα κακώς έχοντα δι' έλλειψιν χρημάτων και εργατών. Όθεν από του νυν ουδενί επιτρέπεται να αφιεροί αγρούς και τόπους εις μοναστήρια ή γηροκομεία ή ξενώνας ή μητροπόλεις ή επισκοπάς˙ διότι ουδέν εκ τούτων προκύπτει εις τα καταστήματα ταύτα όφελος. Εάν δε τινα εξ αυτών τοσούτο κακώς διωκήθησαν, ώστε καταλείφθησαν έρημα τόπων δεν κωλλύεται ως προς ταύτα η των αρκούντων κτήσις, αλλά απαιτείται προς τούτο η βασιλική γνώμη και δοκιμασία. Κελλία όμως και τας καλουμένας λαύρας, εφόσον εν ερήμοις οικοδομούμενα, περιορίζονται εις μόνην της ιδίαν περιοχήν και δεν περιλαμβάνουσιν αγρούς και ετέρας κτήσεις, όχι μόνον δεν εμποδίζωμεν να κατασκευάζωνται, αλλά επαινούμεν μάλλον το πράγμα. Ταύτα παραινών εγώ (ο Νικηφόρος) και νομοθετών, οίδ' ότι τοις πολλοίς μεν και φορτικά λέγειν δόξω, και προς την γνώμην αυτών απάδοντα˙ ων ουδέν εμοί μέλλει, είπερ αρέσκειν κατά τον Παύλον, ουκ ανθρώποις αλλά Θεώ βούλομαι. Τοις δε νουν έχουσι και φρένα και μη εξ επιπολής οράν ησκημένοις, ως το προσπεσών απλώς ταραχήν αυτών επάγειν τη διανοία, αλλά προσωτέρω χωρούσι και συνοράν βάθος πραγμάτων δυναμένοις, και λυσιτελή δόξομεν και ωφέλιμα τοις τε κατά Θεόν ζώσι και τω κοινώ παντί φθέγξασθαι]»24.
Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε κάποιος να νομίσει ότι πρόκειται για κείμενο αποσπασμένο από την ασκητική γραμματεία των πατέρων. Και πράγματι η εισαγωγή του, κυρίως, που μιλά για την ακτημοσύνη των μοναχών συμφωνεί με τις νουθεσίες των μεγάλων αρχαίων ασκητών της Αιγύπτου, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας, τους οποίους επικαλείται25. Εδώ, όμως βρίσκεται η μεγάλη παρανόηση, την οποία επιχειρεί ο νομοθέτης, ίσως όχι εν αγνοία του, εφόσον γνωρίζει τι θέλει να νομοθετήσει και προσπαθεί να το δικαιολογήσει. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μίλησαν για την αρετή της ακτημοσύνης των μοναχών, των ασκητών και των αναχωρητών, και προέτρεπαν τους εργαζομένους την αρετή να μην κτώνται υλικά, κινητά ή ακίνητα. Δεν μίλησαν ποτέ για ακτημοσύνη της Εκκλησίας, ή των μοναστηριών, πολύ δε περισσότερο των κοινοβίων. Αντίθετα τα κοινόβια χρειάζονται την ιδιοκτησία, για την συντήρησή τους, ιδίως όσα βρίσκονται μακριά από κατοικημένους τόπους. Συμπληρωματικά, η εργασία των πατέρων ενός κοινοβίου, μιας σκήτης, ενός κελίου, το διακόνημα, είναι απαραίτητο για την συντήρησή τους, αλλά και για την πνευματική τους τελείωση. Η εργασία αυτή γινόταν και γίνεται στην ιδιοκτησία της μονής, είτε πρόκειται για χωράφια, είτε για κοπάδια, ή άλλες μοναχικές ασχολίες, και η ειδοποιός διαφορά είναι, ότι δεν γίνεται για ν' αποφέρει υλικό όφελος σ' αυτόν που την εκτελεί. Αυτό ο συντάκτης του παραπάνω κειμένου το παραβλέπει. Βέβαια για την ιστορία του ζητήματος, αναφέρουμε, ότι ο Ορθόδοξος μοναχισμός υπέφερε από περιπτώσεις, όπου επιτρεπόταν στους πατέρες μιας μονής να έχουν προσωπική περιουσία για την συντήρησή τους(ιδιορυθμία). Τέτοιες περιπτώσεις είχαμε ακόμη και στο Άγιο Όρος. Χρειάστηκαν επίπονες προσπάθειες αγιασμένων πατέρων (όπως ο Γέρων Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης και οι μαθητές του ) για να επαναφέρουν τις μονές αυτές στην ορθόδοξη μοναχική παράδοση. Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν, ότι στην γραμματολογία των Πατέρων, η ακτημοσύνη αναφέρεται ως αρετή στους μοναχούς, και δεν αφορά την περιουσία της Εκκλησίας ή των Μονών.
Πριν προχωρήσουμε παρακάτω με το κείμενο, καλό θα ήταν να βλέπαμε, ποιο καθεστώς ίσχυε τον Ι' αιώνα και αφορούσε την θέση των μοναστηριών μέσα στην βυζαντινή κοινωνία. Ο πρώτος αυτοκράτορας που ρύθμισε νομοθετικά την ζωή των Μονών και των μοναχών ήταν ο Ιουστινιανός στα μέσα του Στ' αιώνα. Αυτός με τις Νεαρές 5 του 535 μ.Χ. και 133 του 539 μ.Χ έδωσε ισχύ νόμου στους εκκλησιαστικούς κανόνες και ρύθμισε τα του μοναχικού βίου με τρόπο βιώσιμο, ώστε λίγα στοιχεία των νόμων αυτών άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου. Καθ' όλη τη διάρκεια της εικονομαχίας, το βάρος του αγώνα ενάντια στους εικονομάχους βασιλείς σήκωσαν κυρίως οι μοναχοί, και στήριξαν με την ανυποχώρητη στάση τους την Εκκλησία και την κοινωνία της χριστιανικής αυτοκρατορίας. Οι μονές υπήρξαν γι' αυτό, στόχος σφοδρών επιθέσεων εκ μέρους της εικονομαχικής Πολιτείας. Με την λήξη της εικονομαχίας άρχισε περίοδος ακμής για τα μοναστήρια που υποστήριξαν την Ορθοδοξία, όπως η Ι.Μ. του Στουδίου. Νέες Μονές ιδρύονται και το καινούργιο στοιχείο είναι η ρύθμιση της ζωής της να γίνεται βάσει Τυπικού, δηλ. ιδρυτικού καταστατικού χάρτη, τον οποίο συντάσσει ο ιδρυτής του μοναστηριού. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι που φανερώνει τον ανεξάρτητο και αποκεντρωτικό χαρακτήρα του ανατολικού ορθόδοξου μοναχισμού, κατά το πρότυπο των Επισκοπών και των Ενοριών, που οδηγεί στην συνοδική διοίκηση, σε αντίθεση με τον δυτικό μοναχισμό που, όπως και η υπόλοιπη λατινική Εκκλησία υπάγεται στον ένα στη Ρώμη. Ο αποκεντρωτικός αυτός χαρακτήρας επέτρεψε την κτήση από τις Μονές περιουσίας διάφορης της υπόλοιπης εκκλησιαστικής, δηλ. ιδιοκτησίας. Η ιδιοκτησία αυτή αποτελούσε προϊόν δωρεών κατά το μεγαλύτερο μέρος σε ακίνητα. Καθιστούσε έτσι τα μεγαλύτερα εκ των μοναστηριακών συγκροτημάτων σε αυτόνομες παραγωγικές μονάδες. Στη συνέχεια σειρά ευεργετημάτων από αυτοκράτορες επέτρεπε φορολογική ατέλεια στις μονές, αυτές ειδικά που επιτελούσαν κοινωνικό έργο ταυτόχρονα με το πνευματικό. Αυτές στις οποίες ήταν προσκολλημένο κάποιο ευαγές οίκημα, ξενώνας, γηροκομείο, ορφανοτροφείο, απαλλασσόταν από τις περισσότερες οικονομικές υποχρεώσεις προς το κράτος. Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε οικονομικούς όρους του σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα μοναστήρια εξελίχθηκαν σε επενδύσεις υψηλής απόδοσης για κοσμικούς ιδρυτές-μεγαλογαιοκτήμονες που προσπαθούσαν να βρουν τρόπους φοροαπαλλαγής ή νόμιμης φοροδιαφυγής. Έτσι με την ίδρυση ενός μοναστηριού (αυτή η κατηγορία ονομαζόταν αυτοδέσποτες) και την ανέγερση ενός ευαγούς καταστήματος, ο οποιοσδήποτε κτήτορας μπορούσε να το προικοδοτήσει με την προσωπική του περιουσία, που στην περίπτωση των δυνατών αυτή περιελάμβανε εκτός από αγροτεμάχια, και χωριά ολόκληρα, με τις οικογένειες και τις οικοσκευές τους και τα κοπάδια τους. Έτσι μια τεράστια παραγωγική έκταση, υπό το ψευδές πνευματικό περίβλημα, καθίστατο ατελής και το κράτος έχανε από τους φόρους αλλά και τους στρατιώτες που μπορούσε αυτή δια της «στρατείας» να προσφέρει.
Αυτές ήταν κάποιες ειδικές περιπτώσεις και όχι ο κανόνας. Κατά κανόνα τα περισσότερα μοναστήρια προσεκτώντο έκταση γης ικανή για τις ανάγκες τους. Το περισσότερο έμενε συνήθως ακαλλιέργητο, λόγω λειψανδρείας. Τότε το μοναστήρι έρχονταν σε δυσχερή οικονομικά θέση. Για ν' αποτρέψουν την εκποίηση της μοναστηριακής περιουσίας, είτε λόγω ανάγκης, είτε λόγω κακοδιαχείρισης, οι αυτοκράτορες είχαν ορίσει τα κτήματα αυτά να μένουν αναπαλλοτρίωτα. Συνέχιζαν, λοιπόν, να υφίστανται μοναστήρια με την ιδιοκτησία τους, ακόμα και όταν δεν επανδρώνονταν από πατέρες (ως νομικά πρόσωπα θα λέγαμε σήμερα).
Αυτές τις δύο δύσκολες περιπτώσεις προσπάθησε να θεραπεύσει η παραπάνω Νεαρά 19 του Νικηφόρου. Και επανερχόμαστε στο κείμενο. Αφού προσπεράσουμε την ασθενή «θεολογία» της βλέπουμε ότι σαν πρώτη προσπάθεια επιχειρεί να κατευθύνει το ενδιαφέρων των δωρητών στα ήδη υπάρχοντα μοναστήρια και κελιά, κυρίως σε αυτά που βρίσκονται στην ύπαιθρο, μακριά από κάποια μεγάλη πόλη και χρήζουν άμεσης βοήθειας. Απαγορεύει την ανέγερση νέων μοναστηριών στις πόλεις ενώ επιτρέπει την ανέγερσή τους στην ύπαιθρο, στις παραμεθόριες περιοχές , δίνοντας οδηγία προτιμήσεως σε αυτά που ήδη υπάρχουν και μάλιστα τα άπορα. Επίσης απαγορεύει την δωρεά κτημάτων στα μοναστήρια, τα κοινωφελή ιδρύματα, και τις Επισκοπές, εφόσον έτσι καθίσταντο άχρηστα για το κράτος. Προτρέπει την πώληση αυτών και την δωρεά χρημάτων ή άλλων κινητών μέσων που θα επέτρεπε την αξιοποίηση των κεκτημένων. Και πάλι ο προνοητικός νομοθέτης εξαιρεί τις περιπτώσεις μοναστηριών που για οποιοδήποτε λόγο βρέθηκαν χωρίς ακίνητη περιουσία, κι έτσι δυσκολεύονται να συντηρηθούν. Στις περιπτώσεις αυτές επιτρέπεται η δωρεά κτημάτων, με προϋπόθεση τη βασιλική άδεια.
Αυτά νομοθέτησε σε γενικές γραμμές ο Νικηφόρος. Ο τίτλος της Νεαράς είναι παραπλανητικός. Ούτε με τα μοναστήρια ασχολείται, ούτε με τους ξενώνες, ούτε με τα γηροκομεία. Δεν βλέπουμε κάποια νεαρά που να ρυθμίζει τον τρόπο λειτουργίας τους, ούτε ασχολείται με την περιουσία τους. Η περιουσία των ιδρυμάτων παραμένει περιουσία των ιδρυμάτων, και η λειτουργία τους ως έχει. Το μόνο με το οποίο ασχολείται η νομοθετική αυτή ρύθμιση είναι η πρόθεση των δωρητών. Συγκεκριμένα αφορά εκείνους τους δωρητές, που με το δεξί έβγαζαν από την τσέπη και με το αριστερό έβαζαν περισσότερα. Οι υστερόβουλοι αυτοί δωρητές τώρα πια δεν θα μπορούσαν να δωρίσουν τα δικά τους κτήματα στα δικά τους μοναστήρια, και με την απαγόρευση ανέγερσης νέων μοναστηριών δεν θα έβρισκαν μιμητές οι ψευτοδωρεές τους. Αντίθετα σ' αυτούς που ήθελαν να ωφελήσουν, τώρα ο Νικηφόρος έδειχνε τον τρόπο, να ωφελήσουν δηλαδή, αυτούς που πραγματικά είχαν ανάγκη, δίδοντας τα μέσα, είτε χρήματα ήταν αυτά, είτε εργαλεία, είτε ζώα. Αυτούς στόχευε η νεαρά. Ούτε τα μοναστήρια, ούτε την Εκκλησία, εν γένει. Και πως θα μπορούσε ο Νικηφόρος να στραφεί ενάντια στο ίδιο του το έργο, εννοούμε την ανέγερση της Λαύρας στο Άγιον Όρος! Αλλά ούτε και πρωτότυπη ήταν. Πριν από αυτόν ο Ρωμανός Α' Λεκαπηνός είχε απαγορεύσει την αφιέρωση γης σε μονές, από προσερχόμενους στον μοναχικό βίο, ιδιοκτήτες. Αυτόν τον νόμο επέκτεινε ο Νικηφόρος.
Δυστυχώς το διάταγμα δεν εφαρμόστηκε. Η Δολοφονία του ακύρωσε το νομοθετικό του έργο. Η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης σε ένα θέμα που ενδιέφερε την πολιτεία έπεσε στο κενό. Στα τέλη του αιώνα μια καινούργια προσπάθεια έγινε με το θεσμό της «χαριστικής δωρεάς». Ούτε αυτή η προσπάθεια απέδωσε, εκτός του ότι ευεργέτησε συγκεκριμένα άτομα, όπως τον Μιχαήλ Ψελλό, ιδιοκτήτη δεκαπέντε μοναστηριών ως χαριστικίων, με την εκμετάλλευση φυσικά των κτημάτων τους26. Η αποτυχία και αυτών των μέτρων οδήγησε τον Ισαάκιο Α' Κομνηνό στην εφαρμογή του δικού του δημοσιονομικού προγράμματος, όχι αναγκαστικά αλλά επειδή το ήθελε. Με βάσει αυτό το πρόγραμμα ανακλήθηκαν προγενέστερες δωρεές σε μοναστήρια και προστέθηκαν στην περιουσία του στέμματος, ενώ σε αυτά άφησε αρκετά για να ζήσουν, όχι με πολυτέλεια27. Όλες αυτές οι αποτυχημένες προσπάθειες προσαρμογής της αυτοκρατορίας σε μια εξελικτική πορεία, από τους διαδόχους του Νικηφόρου, μας φέρνουν στο μυαλό την παρατήρηση του Ν. Σβορώνου, ότι ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν ο μόνος αυτοκράτορας με οικονομική σκέψη. Την παρατήρηση αυτή, αν και απόλυτη, θα την θυμηθούμε και παρακάτω.
Στο σημείο αυτό πρέπει να διερευνήσουμε τις συνθήκες και τα αίτια που οδήγησαν στην παρεξήγηση της παραπάνω Νεαράς. Για δεκαετίες η βυζαντινή ιστοριογραφία ήταν όμηρος της σοβιετικής θεώρησης, ειδικά στα θέματα αγροτικής οικονομίας. Οι σοβιετικοί ιστορικοί επέμενα να βλέπουν στις δομές του Βυζαντίου/Ρωμανίας αντίγραφα του δυτικού φεουδαρχικού συστήματος. Θεωρούσαν του «δυνατούς» ως ανατολικά αντίστοιχα των φράγκων αριστοκρατών και φυσικά γι' αυτούς στις δομές της κοινωνίας η ταξική πάλη συνέχιζε τον αγώνα της. Για τον Ostrogorsky και τον Vassiliev οι Ζ' και Η' αιώνες είναι οι χρυσοί αιώνες του ελεύθερου αγρότη και συγκεκριμένα του Σλάβου αγρότη28. Ακολουθώντας πιστά την αριστερή αντίληψη της ιστορίας αντιμετώπιζαν την Εκκλησία και τα Μοναστήρια ως ταξικό εχθρό εφόσον κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης. Με όλα τα παραπάνω, κάθε προσπάθεια κρατικού ελέγχου αντιμετωπίσθηκε, ως ταξικός αγώνας, μια πάλη ανάμεσα στο κράτος (που γι' αυτούς αντιστοιχούσε με το κόμμα) και τους καπιταλιστές του Ι' αι. δηλ. τους γαιοκτήμονες. Ως ένα επεισόδιο του αγώνα αυτού, χαιρέτησαν την παραπάνω Νεαρά οι Σοβιετικοί και βιάστηκαν να την συγκρίνουν με τις πρακτικές εικονομάχων αυτοκρατόρων29. Στη σκέψη τους ήταν μια ακόμη προσπάθεια προστασίας του μικρού ιδιοκτήτη γης από τις αρπακτικές διαθέσεις του τσιφλικά μεγαλογαιοκτήμονα. Αυτοί οι ιστορικοί θεώρησαν και τις ήττες του 1071 και 1204, ως αποτέλεσμα της αυξημένης επιρροής των «δυνατών». Η εικόνα αυτή, που είχαν δημιουργήσει για την αγροτική οικονομία του Βυζαντίου/Ρωμανίας έχει αρχίσει να μεταβάλλεται την τελευταία τριακονταετία με τις εργασίες των Paul Lemerle και A.P. Kazhdan30. Το έργο της απαλλαγής της Ιστορίας του Βυζαντίου από τις αριστερές επιρροές συνεχίζουν σήμερα και άλλοι αξιόλογοι επιστήμονες.
Στην δυτική πλευρά των συνόρων της αυτοκρατορίας, η επεξήγηση πρακτικών και πολιτικών, δεν ακολουθούσε τελείως διαφορετικό δρόμο. Ιστορικοί, όπως ο χαριτωμένος οδοντίατρος Gustave Schlumberger, παρά την επιστημοσύνη τους, δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τις καθολικές επιρροές τους. Αυτοί δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τον ανατολικό ορθόδοξο μοναχισμό τον ΙΓ' αιώνα (ησυχαστικές έριδες), περίοδο στην οποία οι δυο εκκλησίες ήταν ακόμα κοντά, θα τον καταλάβαιναν τον ΙΘ'; Γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν σε ένα αριστοκρατικό περιβάλλον, απότοκο του φεουδαρχικού συστήματος, και στην δικιά τους βολανδιστική οπτική, η αιρετική Γραικία, ήταν η περίοδος παρακμής και πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αλλά και για τους φωτισμένους επιστήμονες της λογικής(raison) η βυζαντινή αυτοκρατορία είναι η περίοδος των «προκαταλήψεων και του Χριστιανισμού»(Γίββων). Για όλους αυτούς που η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία ήταν ένας αφορισμός, η παραπάνω Νεαρά τους έδωσε την ψευδαίσθηση, ότι στηρίζει τις απόψεις τους. Ευτυχώς αυτό πολύ απέχει από την αλήθεια. Δείξαμε το πραγματικό νόημα του νόμου και σε ποιους απευθύνεται. Συνεπώς δεν απομένει να μνημονεύσουμε για άλλη μια φορά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη που μας πρόσφερε στο έργο του την ορθή ερμηνευτική των ιστορικών γεγονότων31.
β) ο τόμος
Ένα δεύτερο ζήτημα της εκκλησιαστικής πολιτικής του Νικηφόρου αποτελεί ένας «μυστηριώδης» τόμος, για την ψήφιση του οποίου από την σύνοδο της Εκκλησίας, υποτίθεται ότι άσκησε όλη την αυτοκρατορική επιρροή του. Η ανάκλησή του ήταν ο απαραίτητος όρος του Πατριάρχη Πολύευκτου, για αποδοχή του Ιωάννη Τσιμισκή στην Εκκλησία, μετά την δολοφονία του νόμιμου αυτοκράτορα και την ανακήρυξή του. Ας δούμε, πρώτα τι γράφουν σχετικά οι πηγές.
Στον Λέοντα τον Διάκονο διαβάζουμε: «και προσέτι τον τόμον τη συνόδω προσαποτίση, ον ο Νικηφόρος παρά το εικός ενεώχμωσεν. Ο γαρ Νικηφόρος, είτε τα θεία προς τινων των ιερών κινούμενα βουλόμενος διορθούν, ως ώετο, είτε κατεξουσιάζειν και των ιερών, όπερ εκσπονδον ην, τόμον σχεδιάσαι τους ιεράρχας κατεβιάσατο, μήτι των εκκλησιαστικών πραγμάτων εκτός της εκείνου ροπής ενεργείν»32. Ο Σκυλίτζης λέει σε γενικές γραμμές τα ίδια με το δικό του ύφος: «Ο Νικηφόρος Φωκάς και το δει πάντων χαλεπώτερον, και νόμον εκθέμενος, εν ω και τινες επίσκοποι των ευριπίστων και κολάκων υπέγραψαν, διοριζόμενον, μη ανευ της αυτού γνώμης και προτροπής επίσκοπον ή ψηφίζεσθαι ή προχειρίζεσθαι»33. Ο Σκυλίτζης διασαφηνίζει ότι το «μήτι των εκκλησιαστικών πραγμάτων εκτός της εκείνου ροπής» είναι η ενθρόνιση των επισκόπων. Επίσης συμπληρώνει, ότι προσπαθούσε να επιβάλει έλεγχο στα έξοδα της κηδείας των επισκόπων, πράγμα δυσάρεστο για αυτόν (τον Σκυλίτζη). Ο λαλίστατος Ζωναράς δίνει την δική του εξήγηση στον τόμο αυτό. «είτα των τότε αρχιερέων και του αρχιποιμένος Πολυεύκτου διαφερομένων περί των ψήφων, και των μεν εις εαυτούς ελκόντων την άδειαν του ψηφίζεσθαι ους αν εγκρίνοιεν, του δε τας ψήφους αιτιουμένου ως ουκ απαθώς γινομένας ουδέ κατά γνώμης ευθύτητα και σπεύδοντας κοινούσθαι αυτώ τους αρχιερείς περί των μελλόντων ψηφίζεσθαι, ο βασιλεύς αφορμής εκ τούτου δραξάμενος εις οικείαν εξουσίαν το παν της των επισκόπων μετήνεγκε προχειρίσεως, μηδένα κελεύσας γνώμης άτερ αυτού εις εκκλησίαν οιανδήτινα στέλλεσθαι˙»34. O Zωναράς είναι πιο επεξηγηματικός ως προς την αιτιολόγηση της υπόθεσης.
Το πρώτο θέμα που ανακύπτει από την μελέτη των πηγών αφορά την προέλευση της νομοθετικής ρύθμισης. Το θέμα ξεκαθάρισε με επιτυχία η Αικ. Χριστοφιλοπούλου35, τονίζοντας, ότι εφόσον οι πηγές μιλάνε για «τόμο» εκτός του Σκυλίτζη, που αρχικά μιλά για «νόμο» και εκ των υστέρων διορθώνει σε «τόμο». «Τόμος» είναι εξειδικευμένος όρος για εκκλησιαστικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Συνεπώς η διάταξη εκδόθηκε από την Εκκλησία, δεν ήταν Νεαρά του Νικηφόρου. Βέβαια, υπάρχει πάντα η μαρτυρία των Σκυλίτζη και Ζωναρά, που πείθει ότι ο ανωτέρω τόμος ήταν προϊόν της άσκησης πίεσης από τον Νικηφόρο στους Αρχιερείς. Και κατά τον Ζωναρά, όσοι δεν υπέγραψαν, εξορίστηκαν, κατά τον Σκυλίτζη με την άνοδο του Τσιμισκή επέστρεψαν οι εξόριστοι επίσκοποι. Το ότι επρόκειτο για εκκλησιαστικό νομοθέτημα επιβεβαιώνει ο τρόπος κατάργησής του, όχι με αυτοκρατορική νεαρά ανακλητική της προηγούμενης, αλλά με παράδοση του εγγράφου στον Πατριάρχη.
Τα θέματα που αφορούν το επεισόδιο αυτό χρειάζονται περισσότερη προσοχή από τις λίγες γραμμές που αφιερώνουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Υπάρχουν πολλά ερωτήματα. Πως γινόταν η εκλογή πατριάρχη, μητροπολιτών και επισκόπων, μέχρι τότε; Γιατί έριζαν Πατριάρχης και σύνοδος; Γιατί επενέβη ο αυτοκράτωρ; Ποια ήταν η σύνοδος των επισκόπων και πως νομιμοποιούνταν; Τι είχε αλλάξει στις σχέσεις εκκλησίας πολιτείας και ποια η δυναμική αυτής της αλλαγής; Νομίζουμε ότι οι απαντήσεις θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα την περίοδο αυτή των σχέσεων Πολιτείας - Εκκλησίας.
Στον Καραγιαννόπουλο διαβάζουμε: «Οι επίσκοποι εξελέγοντο από τον μητροπολίτην εκ τριών ονομάτων προτεινομένων υπό της επαρχιακής συνόδου. Τους μητροπολίτες επέλεγε καταρχάς μόνος ο πατριάρχης, αργότερον η ενδημούσα σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, πάλιν εκ τριών υποψηφίων. Την εκλογή επεκύρωνε ο αυτοκράτωρ. Το δικαίωμα τούτο διετήρησεν ούτος μέχρι τέλους της αυτοκρατορίας, όπως επίσης και το δικαίωμα προαγωγής ή και υποβιβασμού των ανωτέρων κληρικών»36. Με τα παραπάνω συμφωνούν οι John Haldon και Steven Runciman. Αν στο διαδικαστκό αυτό προσθέσουμε την αναδειξη του Πατριάρχη τυπικά από την σύνοδο, ουσιαστικά από τον αυτοκράτορα, αντιλαμβανόμαστε ότι ο πολιτικός άρχοντας και στην προκειμένη περίπτωση ο Νικηφόρος, ούτως ή άλλως, άμεσα ή έμμεσα, εμπλέκονταν στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Αυτό, λοιπόν, που οι Ζωναράς, Σκυλίτζης περιγράφουν με έκπληξη και αποτροπιασμό, είναι η καθημερινότητα. Η επέμβαση του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά ζητήματα, πάλι σύμφωνα με τον Καραγιαννόπουλο, γινόταν με δύο τρόπους. Είτε μετά από πρόσκληση των εκκλησιαστικών κύκλων, των ενδιαφερομένων δια την ορθοτόμηση της αληθείας και την επικράτηση της ορθής πίστεως, είτε από την ανάγκη διατήρησης της ενότητας του κράτους38. Σε πρακτικό επίπεδο τα παραπάνω σήμαιναν , ότι ο αυτοκράτορας ήδη από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, καλούσε τοπικές ή Οικουμενικές Συνόδους, καθόριζε τα όρια των μητροπόλεων, αναμιγνύονταν στην εκλογή επισκόπων, μητροπολιτών και αυτού του πατριάρχη. Με την υπογραφή του επικύρωνε τα πρακτικά των συνόδων ή εξέδιδαν διατάγματα εκκλησιαστικού ακόμη και δογματικού ενδιαφέροντος. Η Εκκλησία αποδέχονταν ως διαμεσολαβητικό τον ρόλο του Βασιλέα.
Από πού πήγαζε, όμως αυτή η εξουσία του αυτοκράτορα; Με τον εκχριστιανισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το καινούργιο κράτος, το εκχριστιανισθέν imperium romanorum σύγκειται εκ δύο στοιχείων. Το Κράτος και την Εκκλησία. Τα δύο αυτά στοιχεία όφειλαν να συνεργάζονται αρμονικά και να αλληλοβοηθούνται για την εκτέλεση της αποστολής τους, που είναι διαφορετική. Έτσι εκκλησιαστικοί κανόνες γίνονται νόμοι του κράτους και σε πολλές περιπτώσεις επίσκοποι μετατρέπονται σε πολιτειακούς ή/και δικαστικούς παράγοντες. Αυτή η αρμονική συμβίωση είχε προσδώσει στην Εκκλησία πολιτικό κύρος και πολλά άλλα δικαιώματα, απαιτούσε, όμως την αποδοχή εκ μέρους της, της αυτοκρατορικής εικόνας, της εκχριστιανισμένης, είναι αλήθεια, αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Ο αυτοκράτορας ήταν ο ανώτατος πολιτειακός άρχοντας και πάντες, όσο μεγάλο κύρος και δύναμη και επιρροή στο λαό και αν είχαν όφειλαν να υποτάσσονται στην εξουσία του, και να τον βοηθούν στην άσκησή της. Εξάλλου, σύμφωνα πάντα με τα πιστεύω των Ρωμαίων της εποχής, είναι ο «Νικητής και Ειρηνικός», είναι ο αντιπρόσωπος και αξιωματούχος του Χριστού στη γη39. Από πλευράς άσκησης της νομοθετικής εξουσίας είναι ο «έμψυχος νόμος»40, κατά την ρήση του Θεμίστιου. Αυτή η πεποίθηση ήταν συνυφασμένη με την οικουμενικότητα της αυτοκρατορίας, την οποία αποδεχόταν η Εκκλησία και διετύπωνε στο προσωνύμιο «Οικουμενικός» του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Μέσα στους κόλπους τις Εκκλησίας υπήρχαν πάντα φωνές που αντιτίθονταν σ' αυτήν την σιωπηλή αποδοχή εκ μέρους της, π.Χ. ο Όσιος Κορδούης ή ο επίσκοπος Μεδιολάνων (Μιλάνου) Αμβρόσιος, της ανεξέλεγκτης πολλές φορές επέμβαση του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά. Αυτές οι φωνές έθεταν ως απαράβατο όριο, ως τελευταία γραμμή υποχώρησης, τις επεμβάσεις στα δογματικά θέματα. Σ' αυτά δεν δέχονταν η Εκκλησία καμιά παρέμβαση, καμιά διαλλαγή.
Τις κατά μεγάλο μέρος αρμονικές σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας διατάραξε η Εικονομαχία. Την περίοδο αυτή, ο αυτοκράτορας, επιβάλει με κάθε μέσο τις αποφάσεις του, χωρίς καμιά λεπτότητα, ή σεβασμό στον δεύτερο ιεραρχικά μεγαλύτερο θεσμό του κράτους του, τον πρώτο σε πνευματικό επίπεδο. Την περίοδο αυτή διατυπώνονται πρώτη φορά απόψεις για χωρισμό κράτους και εκκλησίας, δικαιολογημένα, αφού ο μόνος χαμένος στη σχέση αυτή είναι η Εκκλησία και οι πιστοί της. Με την νίκη, όμως τις Ορθοδοξίας και την επικράτηση των εικόνων οι σκέψεις αυτές παραμεθοριοποιούνται. Υπάρχει, τώρα, μια καινούργια δυναμική, διότι η Εκκλησία, ο Πατριάρχης έχουν αναβαθμισθεί στην ρωμαϊκή κοινωνία. Το ρόλο που δεν μπόρεσε να φέρει εις πέρας ο αυτοκράτορας, ως στυλοβάτης, ως υπερασπιστής της πίστης, αποδίδει τώρα η κοινωνία στα μοναστήρια και τους μοναχούς. Εκφραστικότερο σύγγραμμα της νέας τάσης η «Επαναγωγή»41 του Μεγάλου Φωτίου. Σαν σχέδιο νόμου προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει την ισορροπία στις σχέσεις αυτοκράτορα- Πατριάρχη. Φυσικά δεν ψηφίστηκε κι αποτέλεσε αιτία της δεύτερης απομάκρυνσής του από τον μαθητή του Λέοντα Στ', το 886 μ.Χ.
Με τις εξελίξεις αυτές δυο τάσεις δημιουργούνται μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν αποτελούν αντίπαλες ομάδες, δεν αγωνίζονται να ξεπεράσουν η μια την άλλη. Δεν υπάρχει ίχνος αντιπαράθεσης ανάμεσά τους. Συζητούν για τα όρια μέσα στα οποία επιτρέπεται να επεμβαίνει η Πολιτεία, συγκεκριμένα ο αυτοκράτορας, στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Η μία άποψη πρεσβεύει, ότι η Πολιτεία δεν πρέπει να αναμιγνύεται καθόλου με τα εκκλησιαστικά. Αυτοί η μερίδα είναι οι «ζηλωτές» και προέρχονται από την παράταξη εκείνη, που τον Θ' αιώνα, μετά την επικράτηση των εικόνων, συζητούσαν την απομάκρυνση των κληρικών (ιερέων, επισκόπων) που είχαν ενδώσει στις πιέσεις των εικονομάχων. Σ' αυτήν την παράταξη, βλέπει τις ρίζες του ζηλωτικού κινήματος του ΙΔ' αιώνα, ο π. Γεώργιος Μεταλληνός42. Στην απέναντι πλευρά βρίσκονται οι «Πολιτικοί», υποστηρικτές της συνέχισης της συνεργασίας πολιτείας και Εκκλησίας. Φυσικά και αυτοί θα επιθυμούσαν να μην επεμβαίνει τόσο έντονα στα της Εκκλησίας, αλλά δεν θα ήθελαν να δουν αναζωπύρωση της προηγούμενης διένεξης, ούτε να διχάσουν τον λαό. Γι' αυτό και είναι πιο διαλλακτικοί. Είναι αυτοί που ο Σκυλίτζης κακοχαρακτηρίζει ως «ευρίπιστους» και «κόλακας». Βέβαια ο Σκυλίτζης δεν ανήκει σε καμιά από τις παραπάνω παρατάξεις, εφόσον είναι μέλος της δημοσιοϋπαλληλικής «κάστας» συνεπώς μπορεί να εκφράζει άποψη αβασάνιστα και ανεύθυνα, με την αφέλεια της χρονικής απόστασης που τον χωρίζει από τα γεγονότα και την αδικαιολόγητη άγνοια της θουκιδίδειας υπευθυνότητας. Αυτές οι δύο παρατάξεις συνδιαλέγονταν στους κόλπους του Πατριαρχείου43. Τον Ι' αι. έδαφος κέρδιζε η Εκκλησιαστική Οικονομία χάριν της ειρήνης του Κράτους.
Με βάσει τα παραπάνω μπορούμε να ρίξουμε φως στην υπόθεση του τόμου και να δώσουμε μια λογική ερμηνεία. Βλέπουμε την διένεξη Πατριάρχη και συνόδου αρχικά, για την εκλογή των Μητροπολιτών, που μέχρι τώρα γινόταν από την Ενδημούσα Σύνοδο. Όπως τόνισε και ο Καραγιαννόπουλος παραπάνω, είμαστε σε φάση αλλαγής και τώρα ζητά δικαίωμα λόγου και ο Πατριάρχης, ο οποίος δεν θέλει να υστερεί από τον αυτοκράτορα, που ήδη επικυρώνει την εκλογή. Στην διένεξη εκλήθη ο Νικηφόρος να δώσει την λύση, όπως γινόταν ανέκαθεν σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ο αυτοκράτορας συγκάλεσε την Σύνοδο, όπως έπρατταν πάντα οι αυτοκράτορες σε παρόμοιες περιπτώσεις, και δεν είναι απίθανο να προήδρευσε κιόλας. Είχε, όμως, τις δικές του προτεραιότητες. Για να τις καταλάβουμε πρέπει να σκεφτούμε ότι επίκειτο η απελευθέρωση της Αντιόχειας και η ένταξη του εκεί Πατριαρχείου, που μέχρι τότε ήταν in partibus, στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Επίσης στα σχέδιά του ήταν και η απελευθέρωση των Ιεροσολύμων, οπότε και το εκεί Πατριαρχείο, σε κάποιο πιο μακρινό χρόνο θα εντάσσονταν ξανά στην χριστιανική αυτοκρατορία. Κάποια, λοιπόν, θέματα έπρεπε να λυθούν εκ των προτέρων. Η δυσκολία έγκειτο στο εθιμικό δίκαιο, που είχε δημιουργηθεί μετά την κατάληψη των Πατριαρχείων αυτών από τους Άραβες. Τότε, το μόνο ελεύθερο Πατριαρχείο ήταν αυτό της Κωνσταντινούπολης. Τα σύνορά του συνέπιπταν με τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Κάθε επαρχία που απελευθερωνόταν, υπαγόταν στην δικαιοδοσία του σε Ανατολή και Δύση. Με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων η επιρροή του ξεπέρασε τα όρια της αυτοκρατορίας. Τι θα γινόταν, λοιπόν, τώρα, που ένα ακόμη Πατριαρχείο θα εντασσόταν στην περιφέρεια του Βυζαντίου/Ρωμανίας; Τα πνευματικά και τυπικά ζητήματα στις σχέσεις των Πατριαρχείων, τα είχαν λύσει οι Οικουμενικές Σύνοδοι από καιρό. Ίσως να προέκυπταν προβλήματα αρμοδιότητας τοπικά, αλλά εκείνο που μάλλον ενδιέφερε περισσότερο τον Νικηφόρο, όπως και κάθε άλλο αυτοκράτορα, αν βρισκόταν την δεδομένη χρονική στιγμή στην θέση του, ήταν η αρμοδιότητα του πολιτειακού παράγοντα, επί της εκλογής του Πατριάρχη Αντιοχείας και των εκεί μητροπολιτών και επισκόπων (και αργότερα και των Ιεροσολύμων). Θυμήθηκε, λοιπόν, το έγγραφο που είχαν υπογράψει σύγκλητος και Πατριάρχης στην σύσκεψη πριν την στάση του, και είχαν συμφωνήσει «επομοσάμενοι δε και αυτοί, μηδένα των εν τέλει απεναντίας της εκείνου γνώμης μετακινείν, ή προς μείζονα επαναβιβάζειν αρχήν, μετά δε και της αυτού διασκέψεως κοινή γνώμη διευθύνειν τα του κοινού, αυτοκράτορα στρατηγόν της Ασίας τούτον ανακηρύξαντες...»44. Χρησιμοποίησε το έγγραφο με τις υπογραφές των επισήμων και του Πατριάρχη, που επικύρωνε την αρμοδιότητά του στους διορισμούς. Πιστεύω, πως ο Πολύεκτος, όταν υπέγραφε το κείμενο είχε κατά νου πολιτικούς και όχι εκκλησιαστικούς διορισμούς, αλλά η ασάφεια της διατύπωσης έδωσε την ευκαιρία στον αυτοκράτορα να διευρύνει τα δικαιώματά του, στην εκλογή των μητροπολιτών και έμμεσα των επισκόπων, από απλή επικύρωση, σε δικαίωμα λόγου, δηλαδή πρόταση υποψηφίου (ενδεχομένως να μπορούσε να μπλοκάρει και κάποια υποψηφιότητα που δεν θα ήταν της αρεσκείας του). Για να δώσει, όμως, ισχύ στο έγγραφο με την υπογραφή του Πατριάρχη, έπρεπε να το επικυρώσει η Σύνοδος, ώστε να γίνει «Τόμος». Οι Μητροπολίτες που αποτελούσαν την ενδημούσα Σύνοδο είχαν τις δικές τους απόψεις, στο ρόλο που μπορούσε να έχει ο αυτοκράτορας. Άλλοι ανήκαν στους ζηλωτές και άλλοι στους πολιτικούς. Και οι μεν αντιτάχθηκαν στην υπογραφή του «Τόμου», ενώ άλλοι τον υπέγραψαν. Εδώ, τώρα υπάρχει πάλι ένα λεπτό σημείο. Ποια είναι η Ενδημούσα Σύνοδος; Η Ενδημούσα είναι οι Σύνοδος των Μητροπολιτών και Επισκόπων που βρισκόταν μια δεδομένη χρονική στιγμή στην Κωνσταντινούπολη και βοηθούσε τον Πατριάρχη στη λήψη αποφάσεων. Βάσει νόμου ένας ιεράρχης απαγορευόταν ν' απουσιάζει από την έδρα του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Βάσει ενός άλλου νόμου, επιτρεπόταν με την άδεια του αυτοκράτορα να παραμένει ιεράρχης στην πρωτεύουσα και να μετέχει στην ενδημούσα σύνοδο. Συνεπώς ο Νικηφόρος μπορούσε να στείλει τους ιεράρχες που δεν υπέγραφαν στην έδρα τους και να κρατήσει μια Σύνοδο φίλα προσκείμενη στην πολιτική του. Όπερ και έπραξε. Αυτό οι Ζωναράς και Σκυλίτζης ονομάζουν εξορία των επισκόπων που διαφωνούσαν και τους οποίους μετεκάλεσε ο Τσιμισκής μετά την στέψη του. Για τον Ζωναρά και τον Σκυλίτζη η επιστροφή ενός επισκόπου στην επισκοπή του και ενός μητροπολίτη στην μητρόπολή του είναι εξορία. Βέβαια, για τον Ζωναρά που έγραψε την ιστορία του έγκλειστος σ' ένα μοναστήρι μακριά από την αγαπημένη του αυλή, υπάρχουν συνειρμοί που δικαιολογούν εν μέρει μια τέτοια τοποθέτηση.
Κατηγορήθηκε ο Νικηφόρος για αντιεκκλησιαστική πρακτική, λόγω του παραπάνω «Τόμου». Βλέπουμε, όμως, ότι επιζητά την έγκριση της Εκκλησίας, για τα όσα πράττει, σε αντίθεση με άλλους αυτοκράτορες που αποφάσιζαν και δρούσαν ανεξάρτητα από την Εκκλησία, για την Εκκλησία. Και θα φέρουμε δυο παραδείγματα ανάλογα και κοντινά στην περίοδο που εξετάζουμε. Το πρώτο έχει να κάνει με την στάση του Ιωάννη Τσιμισκή στο θέμα της εκλογής του νέου Πατριάρχη Αντιοχείας. Ενώ λοιπόν, είχε παραδώσει τον «Τόμο» με τις υπογραφές των επισκόπων στον Πατριάρχη Πολύευκτο, πρότεινε ο ίδιος ως διάδοχο του Χριστοφόρου (που είχε μαρτυρήσει από τους Αγαρηνούς) στον θρόνο της Αντιόχειας τον Κολωνείας Θεόδωρο, άνδρα που προέβλεψε την άνοδό του στην εξουσία. Τον παρουσίασε στον Πατριάρχη και την Σύνοδο που δέχθηκαν την εκλογή του με μόνο κριτήριο την εκκλησιαστική μόρφωσή του. Το αυτό συνέβη και μετά την κοίμηση του Πολύευκτου, με την πρόταση του Τσιμισκή και την χειροτονία του Βασίλειου Σκαμανδρηνού στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει με την υπαγωγή μια ολόκληρης Εκκλησίας στην Βυζαντινή σφαίρα επιρροής από τον Βασίλειο Β' Βουλγαροκτόνο. Αυτός μετά τους επιτυχημένους πολέμους του με τους Βουλγάρους, όρισε ότι οι επισκοπές αυτές καθώς και οι μητροπόλεις Θεσσαλονίκης, Λαρίσης, Ναυπάκτου, θα υπάγονταν στην αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Ο διορισμός του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος θα ήταν προνόμιο του αυτοκράτορα και όχι του Πατριάρχη.
Το πρώτο θέμα που ανακύπτει από την μελέτη των πηγών αφορά την προέλευση της νομοθετικής ρύθμισης. Το θέμα ξεκαθάρισε με επιτυχία η Αικ. Χριστοφιλοπούλου35, τονίζοντας, ότι εφόσον οι πηγές μιλάνε για «τόμο» εκτός του Σκυλίτζη, που αρχικά μιλά για «νόμο» και εκ των υστέρων διορθώνει σε «τόμο». «Τόμος» είναι εξειδικευμένος όρος για εκκλησιαστικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Συνεπώς η διάταξη εκδόθηκε από την Εκκλησία, δεν ήταν Νεαρά του Νικηφόρου. Βέβαια, υπάρχει πάντα η μαρτυρία των Σκυλίτζη και Ζωναρά, που πείθει ότι ο ανωτέρω τόμος ήταν προϊόν της άσκησης πίεσης από τον Νικηφόρο στους Αρχιερείς. Και κατά τον Ζωναρά, όσοι δεν υπέγραψαν, εξορίστηκαν, κατά τον Σκυλίτζη με την άνοδο του Τσιμισκή επέστρεψαν οι εξόριστοι επίσκοποι. Το ότι επρόκειτο για εκκλησιαστικό νομοθέτημα επιβεβαιώνει ο τρόπος κατάργησής του, όχι με αυτοκρατορική νεαρά ανακλητική της προηγούμενης, αλλά με παράδοση του εγγράφου στον Πατριάρχη.
Τα θέματα που αφορούν το επεισόδιο αυτό χρειάζονται περισσότερη προσοχή από τις λίγες γραμμές που αφιερώνουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Υπάρχουν πολλά ερωτήματα. Πως γινόταν η εκλογή πατριάρχη, μητροπολιτών και επισκόπων, μέχρι τότε; Γιατί έριζαν Πατριάρχης και σύνοδος; Γιατί επενέβη ο αυτοκράτωρ; Ποια ήταν η σύνοδος των επισκόπων και πως νομιμοποιούνταν; Τι είχε αλλάξει στις σχέσεις εκκλησίας πολιτείας και ποια η δυναμική αυτής της αλλαγής; Νομίζουμε ότι οι απαντήσεις θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα την περίοδο αυτή των σχέσεων Πολιτείας - Εκκλησίας.
Στον Καραγιαννόπουλο διαβάζουμε: «Οι επίσκοποι εξελέγοντο από τον μητροπολίτην εκ τριών ονομάτων προτεινομένων υπό της επαρχιακής συνόδου. Τους μητροπολίτες επέλεγε καταρχάς μόνος ο πατριάρχης, αργότερον η ενδημούσα σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, πάλιν εκ τριών υποψηφίων. Την εκλογή επεκύρωνε ο αυτοκράτωρ. Το δικαίωμα τούτο διετήρησεν ούτος μέχρι τέλους της αυτοκρατορίας, όπως επίσης και το δικαίωμα προαγωγής ή και υποβιβασμού των ανωτέρων κληρικών»36. Με τα παραπάνω συμφωνούν οι John Haldon και Steven Runciman. Αν στο διαδικαστκό αυτό προσθέσουμε την αναδειξη του Πατριάρχη τυπικά από την σύνοδο, ουσιαστικά από τον αυτοκράτορα, αντιλαμβανόμαστε ότι ο πολιτικός άρχοντας και στην προκειμένη περίπτωση ο Νικηφόρος, ούτως ή άλλως, άμεσα ή έμμεσα, εμπλέκονταν στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Αυτό, λοιπόν, που οι Ζωναράς, Σκυλίτζης περιγράφουν με έκπληξη και αποτροπιασμό, είναι η καθημερινότητα. Η επέμβαση του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά ζητήματα, πάλι σύμφωνα με τον Καραγιαννόπουλο, γινόταν με δύο τρόπους. Είτε μετά από πρόσκληση των εκκλησιαστικών κύκλων, των ενδιαφερομένων δια την ορθοτόμηση της αληθείας και την επικράτηση της ορθής πίστεως, είτε από την ανάγκη διατήρησης της ενότητας του κράτους38. Σε πρακτικό επίπεδο τα παραπάνω σήμαιναν , ότι ο αυτοκράτορας ήδη από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, καλούσε τοπικές ή Οικουμενικές Συνόδους, καθόριζε τα όρια των μητροπόλεων, αναμιγνύονταν στην εκλογή επισκόπων, μητροπολιτών και αυτού του πατριάρχη. Με την υπογραφή του επικύρωνε τα πρακτικά των συνόδων ή εξέδιδαν διατάγματα εκκλησιαστικού ακόμη και δογματικού ενδιαφέροντος. Η Εκκλησία αποδέχονταν ως διαμεσολαβητικό τον ρόλο του Βασιλέα.
Από πού πήγαζε, όμως αυτή η εξουσία του αυτοκράτορα; Με τον εκχριστιανισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το καινούργιο κράτος, το εκχριστιανισθέν imperium romanorum σύγκειται εκ δύο στοιχείων. Το Κράτος και την Εκκλησία. Τα δύο αυτά στοιχεία όφειλαν να συνεργάζονται αρμονικά και να αλληλοβοηθούνται για την εκτέλεση της αποστολής τους, που είναι διαφορετική. Έτσι εκκλησιαστικοί κανόνες γίνονται νόμοι του κράτους και σε πολλές περιπτώσεις επίσκοποι μετατρέπονται σε πολιτειακούς ή/και δικαστικούς παράγοντες. Αυτή η αρμονική συμβίωση είχε προσδώσει στην Εκκλησία πολιτικό κύρος και πολλά άλλα δικαιώματα, απαιτούσε, όμως την αποδοχή εκ μέρους της, της αυτοκρατορικής εικόνας, της εκχριστιανισμένης, είναι αλήθεια, αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Ο αυτοκράτορας ήταν ο ανώτατος πολιτειακός άρχοντας και πάντες, όσο μεγάλο κύρος και δύναμη και επιρροή στο λαό και αν είχαν όφειλαν να υποτάσσονται στην εξουσία του, και να τον βοηθούν στην άσκησή της. Εξάλλου, σύμφωνα πάντα με τα πιστεύω των Ρωμαίων της εποχής, είναι ο «Νικητής και Ειρηνικός», είναι ο αντιπρόσωπος και αξιωματούχος του Χριστού στη γη39. Από πλευράς άσκησης της νομοθετικής εξουσίας είναι ο «έμψυχος νόμος»40, κατά την ρήση του Θεμίστιου. Αυτή η πεποίθηση ήταν συνυφασμένη με την οικουμενικότητα της αυτοκρατορίας, την οποία αποδεχόταν η Εκκλησία και διετύπωνε στο προσωνύμιο «Οικουμενικός» του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Μέσα στους κόλπους τις Εκκλησίας υπήρχαν πάντα φωνές που αντιτίθονταν σ' αυτήν την σιωπηλή αποδοχή εκ μέρους της, π.Χ. ο Όσιος Κορδούης ή ο επίσκοπος Μεδιολάνων (Μιλάνου) Αμβρόσιος, της ανεξέλεγκτης πολλές φορές επέμβαση του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά. Αυτές οι φωνές έθεταν ως απαράβατο όριο, ως τελευταία γραμμή υποχώρησης, τις επεμβάσεις στα δογματικά θέματα. Σ' αυτά δεν δέχονταν η Εκκλησία καμιά παρέμβαση, καμιά διαλλαγή.
Τις κατά μεγάλο μέρος αρμονικές σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας διατάραξε η Εικονομαχία. Την περίοδο αυτή, ο αυτοκράτορας, επιβάλει με κάθε μέσο τις αποφάσεις του, χωρίς καμιά λεπτότητα, ή σεβασμό στον δεύτερο ιεραρχικά μεγαλύτερο θεσμό του κράτους του, τον πρώτο σε πνευματικό επίπεδο. Την περίοδο αυτή διατυπώνονται πρώτη φορά απόψεις για χωρισμό κράτους και εκκλησίας, δικαιολογημένα, αφού ο μόνος χαμένος στη σχέση αυτή είναι η Εκκλησία και οι πιστοί της. Με την νίκη, όμως τις Ορθοδοξίας και την επικράτηση των εικόνων οι σκέψεις αυτές παραμεθοριοποιούνται. Υπάρχει, τώρα, μια καινούργια δυναμική, διότι η Εκκλησία, ο Πατριάρχης έχουν αναβαθμισθεί στην ρωμαϊκή κοινωνία. Το ρόλο που δεν μπόρεσε να φέρει εις πέρας ο αυτοκράτορας, ως στυλοβάτης, ως υπερασπιστής της πίστης, αποδίδει τώρα η κοινωνία στα μοναστήρια και τους μοναχούς. Εκφραστικότερο σύγγραμμα της νέας τάσης η «Επαναγωγή»41 του Μεγάλου Φωτίου. Σαν σχέδιο νόμου προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει την ισορροπία στις σχέσεις αυτοκράτορα- Πατριάρχη. Φυσικά δεν ψηφίστηκε κι αποτέλεσε αιτία της δεύτερης απομάκρυνσής του από τον μαθητή του Λέοντα Στ', το 886 μ.Χ.
Με τις εξελίξεις αυτές δυο τάσεις δημιουργούνται μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν αποτελούν αντίπαλες ομάδες, δεν αγωνίζονται να ξεπεράσουν η μια την άλλη. Δεν υπάρχει ίχνος αντιπαράθεσης ανάμεσά τους. Συζητούν για τα όρια μέσα στα οποία επιτρέπεται να επεμβαίνει η Πολιτεία, συγκεκριμένα ο αυτοκράτορας, στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Η μία άποψη πρεσβεύει, ότι η Πολιτεία δεν πρέπει να αναμιγνύεται καθόλου με τα εκκλησιαστικά. Αυτοί η μερίδα είναι οι «ζηλωτές» και προέρχονται από την παράταξη εκείνη, που τον Θ' αιώνα, μετά την επικράτηση των εικόνων, συζητούσαν την απομάκρυνση των κληρικών (ιερέων, επισκόπων) που είχαν ενδώσει στις πιέσεις των εικονομάχων. Σ' αυτήν την παράταξη, βλέπει τις ρίζες του ζηλωτικού κινήματος του ΙΔ' αιώνα, ο π. Γεώργιος Μεταλληνός42. Στην απέναντι πλευρά βρίσκονται οι «Πολιτικοί», υποστηρικτές της συνέχισης της συνεργασίας πολιτείας και Εκκλησίας. Φυσικά και αυτοί θα επιθυμούσαν να μην επεμβαίνει τόσο έντονα στα της Εκκλησίας, αλλά δεν θα ήθελαν να δουν αναζωπύρωση της προηγούμενης διένεξης, ούτε να διχάσουν τον λαό. Γι' αυτό και είναι πιο διαλλακτικοί. Είναι αυτοί που ο Σκυλίτζης κακοχαρακτηρίζει ως «ευρίπιστους» και «κόλακας». Βέβαια ο Σκυλίτζης δεν ανήκει σε καμιά από τις παραπάνω παρατάξεις, εφόσον είναι μέλος της δημοσιοϋπαλληλικής «κάστας» συνεπώς μπορεί να εκφράζει άποψη αβασάνιστα και ανεύθυνα, με την αφέλεια της χρονικής απόστασης που τον χωρίζει από τα γεγονότα και την αδικαιολόγητη άγνοια της θουκιδίδειας υπευθυνότητας. Αυτές οι δύο παρατάξεις συνδιαλέγονταν στους κόλπους του Πατριαρχείου43. Τον Ι' αι. έδαφος κέρδιζε η Εκκλησιαστική Οικονομία χάριν της ειρήνης του Κράτους.
Με βάσει τα παραπάνω μπορούμε να ρίξουμε φως στην υπόθεση του τόμου και να δώσουμε μια λογική ερμηνεία. Βλέπουμε την διένεξη Πατριάρχη και συνόδου αρχικά, για την εκλογή των Μητροπολιτών, που μέχρι τώρα γινόταν από την Ενδημούσα Σύνοδο. Όπως τόνισε και ο Καραγιαννόπουλος παραπάνω, είμαστε σε φάση αλλαγής και τώρα ζητά δικαίωμα λόγου και ο Πατριάρχης, ο οποίος δεν θέλει να υστερεί από τον αυτοκράτορα, που ήδη επικυρώνει την εκλογή. Στην διένεξη εκλήθη ο Νικηφόρος να δώσει την λύση, όπως γινόταν ανέκαθεν σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ο αυτοκράτορας συγκάλεσε την Σύνοδο, όπως έπρατταν πάντα οι αυτοκράτορες σε παρόμοιες περιπτώσεις, και δεν είναι απίθανο να προήδρευσε κιόλας. Είχε, όμως, τις δικές του προτεραιότητες. Για να τις καταλάβουμε πρέπει να σκεφτούμε ότι επίκειτο η απελευθέρωση της Αντιόχειας και η ένταξη του εκεί Πατριαρχείου, που μέχρι τότε ήταν in partibus, στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Επίσης στα σχέδιά του ήταν και η απελευθέρωση των Ιεροσολύμων, οπότε και το εκεί Πατριαρχείο, σε κάποιο πιο μακρινό χρόνο θα εντάσσονταν ξανά στην χριστιανική αυτοκρατορία. Κάποια, λοιπόν, θέματα έπρεπε να λυθούν εκ των προτέρων. Η δυσκολία έγκειτο στο εθιμικό δίκαιο, που είχε δημιουργηθεί μετά την κατάληψη των Πατριαρχείων αυτών από τους Άραβες. Τότε, το μόνο ελεύθερο Πατριαρχείο ήταν αυτό της Κωνσταντινούπολης. Τα σύνορά του συνέπιπταν με τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Κάθε επαρχία που απελευθερωνόταν, υπαγόταν στην δικαιοδοσία του σε Ανατολή και Δύση. Με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων η επιρροή του ξεπέρασε τα όρια της αυτοκρατορίας. Τι θα γινόταν, λοιπόν, τώρα, που ένα ακόμη Πατριαρχείο θα εντασσόταν στην περιφέρεια του Βυζαντίου/Ρωμανίας; Τα πνευματικά και τυπικά ζητήματα στις σχέσεις των Πατριαρχείων, τα είχαν λύσει οι Οικουμενικές Σύνοδοι από καιρό. Ίσως να προέκυπταν προβλήματα αρμοδιότητας τοπικά, αλλά εκείνο που μάλλον ενδιέφερε περισσότερο τον Νικηφόρο, όπως και κάθε άλλο αυτοκράτορα, αν βρισκόταν την δεδομένη χρονική στιγμή στην θέση του, ήταν η αρμοδιότητα του πολιτειακού παράγοντα, επί της εκλογής του Πατριάρχη Αντιοχείας και των εκεί μητροπολιτών και επισκόπων (και αργότερα και των Ιεροσολύμων). Θυμήθηκε, λοιπόν, το έγγραφο που είχαν υπογράψει σύγκλητος και Πατριάρχης στην σύσκεψη πριν την στάση του, και είχαν συμφωνήσει «επομοσάμενοι δε και αυτοί, μηδένα των εν τέλει απεναντίας της εκείνου γνώμης μετακινείν, ή προς μείζονα επαναβιβάζειν αρχήν, μετά δε και της αυτού διασκέψεως κοινή γνώμη διευθύνειν τα του κοινού, αυτοκράτορα στρατηγόν της Ασίας τούτον ανακηρύξαντες...»44. Χρησιμοποίησε το έγγραφο με τις υπογραφές των επισήμων και του Πατριάρχη, που επικύρωνε την αρμοδιότητά του στους διορισμούς. Πιστεύω, πως ο Πολύεκτος, όταν υπέγραφε το κείμενο είχε κατά νου πολιτικούς και όχι εκκλησιαστικούς διορισμούς, αλλά η ασάφεια της διατύπωσης έδωσε την ευκαιρία στον αυτοκράτορα να διευρύνει τα δικαιώματά του, στην εκλογή των μητροπολιτών και έμμεσα των επισκόπων, από απλή επικύρωση, σε δικαίωμα λόγου, δηλαδή πρόταση υποψηφίου (ενδεχομένως να μπορούσε να μπλοκάρει και κάποια υποψηφιότητα που δεν θα ήταν της αρεσκείας του). Για να δώσει, όμως, ισχύ στο έγγραφο με την υπογραφή του Πατριάρχη, έπρεπε να το επικυρώσει η Σύνοδος, ώστε να γίνει «Τόμος». Οι Μητροπολίτες που αποτελούσαν την ενδημούσα Σύνοδο είχαν τις δικές τους απόψεις, στο ρόλο που μπορούσε να έχει ο αυτοκράτορας. Άλλοι ανήκαν στους ζηλωτές και άλλοι στους πολιτικούς. Και οι μεν αντιτάχθηκαν στην υπογραφή του «Τόμου», ενώ άλλοι τον υπέγραψαν. Εδώ, τώρα υπάρχει πάλι ένα λεπτό σημείο. Ποια είναι η Ενδημούσα Σύνοδος; Η Ενδημούσα είναι οι Σύνοδος των Μητροπολιτών και Επισκόπων που βρισκόταν μια δεδομένη χρονική στιγμή στην Κωνσταντινούπολη και βοηθούσε τον Πατριάρχη στη λήψη αποφάσεων. Βάσει νόμου ένας ιεράρχης απαγορευόταν ν' απουσιάζει από την έδρα του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Βάσει ενός άλλου νόμου, επιτρεπόταν με την άδεια του αυτοκράτορα να παραμένει ιεράρχης στην πρωτεύουσα και να μετέχει στην ενδημούσα σύνοδο. Συνεπώς ο Νικηφόρος μπορούσε να στείλει τους ιεράρχες που δεν υπέγραφαν στην έδρα τους και να κρατήσει μια Σύνοδο φίλα προσκείμενη στην πολιτική του. Όπερ και έπραξε. Αυτό οι Ζωναράς και Σκυλίτζης ονομάζουν εξορία των επισκόπων που διαφωνούσαν και τους οποίους μετεκάλεσε ο Τσιμισκής μετά την στέψη του. Για τον Ζωναρά και τον Σκυλίτζη η επιστροφή ενός επισκόπου στην επισκοπή του και ενός μητροπολίτη στην μητρόπολή του είναι εξορία. Βέβαια, για τον Ζωναρά που έγραψε την ιστορία του έγκλειστος σ' ένα μοναστήρι μακριά από την αγαπημένη του αυλή, υπάρχουν συνειρμοί που δικαιολογούν εν μέρει μια τέτοια τοποθέτηση.
Κατηγορήθηκε ο Νικηφόρος για αντιεκκλησιαστική πρακτική, λόγω του παραπάνω «Τόμου». Βλέπουμε, όμως, ότι επιζητά την έγκριση της Εκκλησίας, για τα όσα πράττει, σε αντίθεση με άλλους αυτοκράτορες που αποφάσιζαν και δρούσαν ανεξάρτητα από την Εκκλησία, για την Εκκλησία. Και θα φέρουμε δυο παραδείγματα ανάλογα και κοντινά στην περίοδο που εξετάζουμε. Το πρώτο έχει να κάνει με την στάση του Ιωάννη Τσιμισκή στο θέμα της εκλογής του νέου Πατριάρχη Αντιοχείας. Ενώ λοιπόν, είχε παραδώσει τον «Τόμο» με τις υπογραφές των επισκόπων στον Πατριάρχη Πολύευκτο, πρότεινε ο ίδιος ως διάδοχο του Χριστοφόρου (που είχε μαρτυρήσει από τους Αγαρηνούς) στον θρόνο της Αντιόχειας τον Κολωνείας Θεόδωρο, άνδρα που προέβλεψε την άνοδό του στην εξουσία. Τον παρουσίασε στον Πατριάρχη και την Σύνοδο που δέχθηκαν την εκλογή του με μόνο κριτήριο την εκκλησιαστική μόρφωσή του. Το αυτό συνέβη και μετά την κοίμηση του Πολύευκτου, με την πρόταση του Τσιμισκή και την χειροτονία του Βασίλειου Σκαμανδρηνού στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει με την υπαγωγή μια ολόκληρης Εκκλησίας στην Βυζαντινή σφαίρα επιρροής από τον Βασίλειο Β' Βουλγαροκτόνο. Αυτός μετά τους επιτυχημένους πολέμους του με τους Βουλγάρους, όρισε ότι οι επισκοπές αυτές καθώς και οι μητροπόλεις Θεσσαλονίκης, Λαρίσης, Ναυπάκτου, θα υπάγονταν στην αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Ο διορισμός του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος θα ήταν προνόμιο του αυτοκράτορα και όχι του Πατριάρχη.
γ) Άλλα ζητήματα εκκλησιαστικής φύσεως
Σε σύγκριση με τις πολιτικές που εφάρμοσαν οι διάδοχοί του, ο Νικηφόρος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί χαριτολογώντας «ζηλωτής». Και είναι αλήθεια ότι με τους δεσμούς που τον έδεναν με την Εκκλησία, δεν θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά. Και η φιλοσοφία του, και η ιδεολογία του είχαν διαμορφωθεί ανάλογα. Δεν ήταν ο ανάλγητος αυτοκράτορας που επιμένουν να τον παρουσιάζουν. Ήταν ο αυτοκράτορας που έθεσε πρώτος την άποψη, ότι η αυτοκρατορική αρχή δεν είναι ο «έμψυχος νόμος», όπως διατείνονταν τινές μέχρι τότε, αλλά η «έννομος επιστασία»: «τους βασιλεύειν λαχόντας... ως εννόμους επιστασίας παρά των παλαιών νομοθετών επονομασθέντας» (νεαρά 20 έτους 967)45. Και η διατύπωση αυτή που συνάδει με τα φιλοκαλλικά ιδεώδη του ασκητικού Νικηφόρου, υιοθετείται για πρώτη φορά από επίσημα χείλη. Θα την ξαναδούμε ένα αιώνα μετά στο προοίμιο της νεαράς, με την οποία ιδρύθηκε το Διδασκαλείο των νόμων από τον Κωνσταντίνο Θ' Μονομάχο. Είναι, λοιπόν, ο Νικηφόρος, ο αυτοκράτορας που δεν θεωρεί τον εαυτό του υπεράνω των νόμων και των θεσμών, αλλά σέβεται και συμβουλεύεται την Εκκλησία, και αυτό φαίνεται στο επόμενο ζήτημα.
Γνωρίζουμε ήδη, από την προηγούμενη εργασία μας την ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση που έτρεφε ο Νικηφόρος για τους στρατιώτες. Σκέφτηκε, λοιπον, όπως μας λέει ο Σκυλίτζης «και νόμο να ψηφίσει με τον οποίο όσοι στρατιώτες πεθαίνουν στους πολέμους να θεωρούνται μάρτυρες της πίστεως, αφού αυτός απέδιδε στον πόλεμο και πουθενά αλλού τη σωτηρία της ψυχής. Επίεζε δε τον Πατριάρχη και τους επισκόπους να συμφωνήσουν με την απόφαση αυτή. Κάποιοι, όμως απ' αυτούς του αντιστάθηκαν γενναία και τον εμπόδισαν να πραγματοποιήσει τον σκοπό του, προβάλλοντας ένα κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου, που λέει να μένουν για τρία χρόνια ακοινώτητοι όσοι στον πόλεμο εχθρό έχουν σκοτώσει»46. Τα ίδια παραδίδει και ο Ζωναράς: «όθεν και δόγμα όσον το κατ' εκείνον εθέσπισε τους εν πολέμοις ανηρημένους στρατιώτας επ' ίσης τιμάσθαι τοις μάρτυσι και ύμνων ομοίων τυγχάνειν και παραπλησίως γεραίσθαι. Και ει μη ο Πατριάρχης και τινες των αρχιερέων, αλλά μην και ένιοι των λογάδων της γερουσίας γενναίως αντέστησαν, λέγοντες "πως αν οι εν πολέμοις αναιρούντες και αναιρούμενοι λογίζιντό τισι μάρτυρες ή τοις μάρτυσι ισοστάσιοι, ους οι θείοι κανόνες υπό επιτίμιον άγουσιν, επί τριετίας της φρικώδους και ιεράς αυτούς απείργοντες μεταλήψεως", τάχ' αν το θεσπέσιον εκείνο κεκύρωτο θέσπισμα»47. H άστοχη αυτή κίνηση προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας. Στην ορθόδοξη θεολογία, ο μάρτυς είναι ο αθλητής του πνευματικού αγώνα. Δεν μπορούσε να αντικατασταθεί αυτή η έννοια από καμιά μορφή κοσμικού αγώνα και σίγουρα ούτε ο εθνομάρτυς μπορεί να εξισωθεί σε τιμές με τον καλλίνικο μάρτυρα, σε εκκλησιαστικό επίπεδο. Η πολιτεία μπορεί να έχει τους δικούς της ήρωες και να τιμά τους «άγνωστους στρατιώτες» της, αλλά η τιμή αυτή και ο σεβασμός της πολιτείας, της κοινωνίας, είναι εντελώς διαφορετικός από την τιμή, τον σεβασμό, τις ευχαριστίες και τις παρακλήσεις, που αναπέμπει ο πιστός λαός στους αγίους του. Και πάλι η ανάδειξη της αγιότητας ανήκει στον Θεό που δοξάζει τους αυτόν αντιδοξάζοντας, και η επικύρωση στην Εκκλησία που αφουγκράζεται τον παλμό της συνείδησης του εκκλησιαστικού πληρώματος. Για τους λόγους αυτούς η ανακήρυξη αγίων ανθρώπων δεν μπορεί να γίνει με βασιλικά διατάγματα, και δεν είναι υπόθεση ενός ανθρώπου ή ενός οργάνου να το πράξει. Όση συμπάθεια κι αν ένιωθε ο Νικηφόρος για τους συντρόφους του, όσο και αν εστεναχωρείτο για την απώλειά τους στο πεδίο της μάχης, δεν ήταν δικό του θέμα η κατάταξή τους στους αγίους.
Αυτή ήταν απόφαση του Πατριαρχείου και όπως βλέπουμε ο αυτοκράτορας έκανε υπακοή στην Εκκλησία. Όσο και αν τον ψέγουν οι ιστορικοί της περιόδου εκείνης για την άστοχη ενέργειά του, οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε, ότι υποχώρησε και δεν δημιούργησε παραπάνω προβλήματα, εμμένοντας στην αρχική του απόφαση. Αντίθετα, εμμέσως αναγνώρισε στην Εκκλησία το δικαίωμα να κανονίζει τα δικά της. Μπορούμε να εξάγουμε ένα ακόμη συμπέρασμα από την προσπάθειά του αυτή. Για τον Νικηφόρο ο πόλεμος ενάντια στο Ισλάμ είχε και θρησκευτική χροιά. Δεν ήταν ένας συνεχής μεν, αλλά εθνικός πόλεμος. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν εθνικές συνειδήσεις με την έννοια που τους δίνουμε σήμερα και η αυτοκρατορία ήταν ένα πολυεθνικό σύνολο με κοινό συνεκτικό την Ρωμαιοσύνη. Για τον Νικηφόρο ο πόλεμος αυτός ήταν ιερός, ήταν η διαμάχη του Χριστιανισμού με τον Ισλαμισμό και στόχος του ήταν η απελευθέρωση των Αγιότερων Τόπων της Χριστιανοσύνης. Σ' αυτήν την προσπάθεια έπρεπε να συμμετέχουν όλοι. Η αυτοκρατορία με όλες τις παραγωγικές και πνευματικές της δυνάμεις. Συνεπώς για τον Νικηφόρο ήταν πόλεμος ολοκληρωτικός. Δυστυχώς μόνο για τον Νικηφόρο. Δεν συμμερίζονταν όλη η κοινωνία τις δικές του απόψεις και πολύ περισσότερο η Κωνσταντινοπολίτικη αριστοκρατία. Γι' αυτούς τα σύνορα ήταν πολύ μακριά, ενώ η τοπική αγορά με τις ανεβασμένες τιμές των σιτηρών πολύ κοντά. Με αυτήν την σταυροφορική θεώρηση του αγώνα ο Νικηφόρος παρασύρθηκε στην απόφασή του να αγιοποιήσει τους πεσόντες. Το Πατριαρχείο του υπενθύμισε, ότι δεν είχε συναινέσει σε σταυροφορία, και η κοινωνία (οι ένιοι των λογάδων της γερουσίας) του έδειξε την αντίδρασή της στα πολεμικά του σχέδια. Το θέμα αυτό θα το ξαναδούμε παρακάτω, όταν θα ασχοληθούμε με την οικονομική πολιτική του. Για να κλείσουμε αυτό το ζήτημα, δύο σημεία θέλουμε να τονίσουμε. Στις δυτικές σταυροφορίες, παρόμοιες αγιοποιήσεις έγιναν από τον πάπα και πολλοί σφαγείς ανακηρύχθηκαν άγιοι, από την ιπποσύνη. Για τον απλό στρατιώτη τα συγχωροχάρτια ήταν το δέλεαρ για την συμμετοχή του σε αυτές, εφόσον η γη που κατακτήθηκε, δόθηκε σε ακτήμονες ιππότες, το κατώτερο σκαλί της φράγκικης ιεραρχίας. Εκεί βέβαια το προνόμιο της αγιοποίησης ανήκει στον «Αλάθητο» και μπορεί να το χρησιμοποιεί ανάλογα με τις πολιτικές του επιδιώξεις. Αλλά και ο μοναχισμός των δυτικών είναι οργανωμένος σε τάγματα με στρατιωτικά πρότυπα (π.χ. Ιησουΐτες) και πρακτικές που λίγο θυμίζουν άσκηση. Αυτά για την σημειολογία του θέματος, ώστε να ξέρουμε ποιοι μας κρίνουν.
Αυτά λένε για την εκκλησιαστική πολιτική του Νικηφόρου οι γραμματείς της περιόδου. Αξίζει να δούμε τι λένε και οι εκκλησιαστικοί άνδρες, αυτοί που υποτίθεται ότι δέχθηκαν τις συνέπειες τις πολιτικής του. Και πρώτα θα ζητήσουμε την γνώμη του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, άνδρα σοφού, με πείρα στους ασκητικούς αγώνες και βαθύ γνώστη της ανθρώπινης ψυχής, ιδίως εκείνης του Νικηφόρου Φωκά που ήταν και πνευματικό τέκνο του. «Τούτου δη του μονήρους βίου ζηλωτής διάπυρος και εραστής γεγονώς Νικηφόρος ο αοίδημος και μέγας εν βασιλεύσιν, ο πολύς την ανδρείαν και την αρετήν, ώ γέρας άξιον ο αριστοτέχνης Θεός τας βαρβαρικάς πόλεις των υπεναντίων χειρώσασθαι παρέσχετο... Τούτω ουν τω θείω ζήλω κινούμενος ασκητήρια συνεχή κατά το του Κυμινά όρος δειμάμενος μοναχούς εν αυτοίς εγκατώκισε και την των αναγκάιων χρείαν αφθόνως επεχορήγησε... συνεπίσχυσέ τε και συνεκρότησε ρόγας επετείους παρεχόμενος αυτοίς, σολεμνίων ορθώσεσί τε και δόσεσιν αυτούς προθυμότατα δεξιούμενος»48, «πόρρω γαρ ην της θείας εκείνης και αλήπτου ψυχής υποστολής ίχνος ή υποκρίσεως»49, «Ο δε μακάριος και φιλόχρηστος βασιλεύς, ο αξίως τη φερωνύμω κλήσει πολιτευσάμενος, έτι περιών την χρείαν τε και διοίκησιν των εν τη ανοικοδομηθείση Λαύρα προσεδρευόντων αδελφών δι' ευσεβούς χρυσοβουλλίου προεμηθεύσατο...»50.Αυτά είναι τρία ενδεικτικά αποσπάσματα από το «Τυπικόν» του Αγίου Αθανασίου, στα οποία βλέπουμε ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές την περιγραφή της ευγενούς ψυχής του Νικηφόρου, αλλά και έργα ωφέλιμα προς τους μοναχούς. Και ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει, όσα γράφει ένας όσιος του πνευματικού βεληνεκούς του Οσίου Αθανασίου. Ποιος θα μπορούσε να επιμείνει στην άποψη, ότι ο Νικηφόρος Φωκάς έλαβε μέτρα εναντίον της Εκκλησίας ή των Μοναστηριών. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν φείδονται λόγων σε παρόμοιες περιπτώσεις, ακολουθώντας το κοινό αίσθημα. Εδώ, αντίθετα βλέπουμε ότι είναι οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που ανέλαβαν την υπεράσπισή του, πάλι ακολουθώντας το κοινό αίσθημα, ενάντια στην γραμμή που εφάρμοζαν οι «ιστοριογράφοι».
Ας φέρουμε ένα ακόμα παράδειγμα. Διαβάζουμε στο «Βίος και πολιτεία και μερική θαυμάτων διήγησις του Αγίου και θαυματουργού Νίκωνος Μυροβλήτου του Μετανοείτε»: «... επί Νικηφόρου του αοιδίμου βασιλέως˙ ον ο λόγος φθάσας εδήλωσεν - ου και μέγα το κλέος επί τε βίου σεμνότητι και αρετής επιμελεία, δι ης και των παθών αυτοκράτωρ είπερ τις άλλος γεγένηται και της σωφροσύνης τα γέρα αξίως εκ Θεού εκομίσατο»51. Ποιος είναι ο συγγραφέας του «Βίου»; Ο Γέρων Νικόδημος, ηγούμενος της Ι.Μ. Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης εις Νεζερά-Πατρών, σημειώνει στην εισαγωγή του «Βίου»: «Ο βιογράφος του, κάποιος Ηγούμενος - του οποίου δεν διεσώθη δυστυχώς το όνομα- της εν Σπάρτη Ιεράς Μονής του οσίου Νίκωνος...». Άλλος ένας εκκλησιαστικός άνδρας, εκ των ασκητικών και θέσει «ζηλωτών» επαινεί την ανδρεία και τις αρετές του Νικηφόρου. Και είναι Ηγούμενος στην Λακωνία, περιοχή μακριά από το διοικητικό κέντρο και έξω από τις πολεμικές ή άλλες εξελίξεις, περιοχή που δεν ευνοήθηκε ιδιαίτερα από την πολιτική του. Η μνήμη, όμως της βασιλείας του διατηρήθηκε, και μετά την δολοφονία του, την οποία χαρακτηρίζει άδικη («αδίκως εξέχεεν ο Τζιμισκής», Βίος..., §2 στ.16) ο άγνωστος βιογράφος.
Προσπερνάμε τις επικλήσεις του «αγίου βασιλέως» που αναγράφονται στον «Βίον και Πολιτείαν του οσίου πατρός ημών Νείλου του Νέου52»(του Καλαβρού), ως μέρος της εθιμοτυπικής φρασεολογίας της εποχής. Θα σταθούμε σε μια απάντηση του Οσίου Νείλου προς κάποιον ευνούχο κοιτωνίτη. Αυτός ο επίσημος αξιωματούχος της αυλής, χωρίς να γνωρίζει την νεαρά του έτους 964 μ.Χ. (ν19) «περί μοναστηριών» που κυκλοφόρησε ο αυτοκράτορας, αν και σύγχρονος των γεγονότων, επιθυμούσε να συστήσει ανδρώο μοναστήρι στα προάστια της Κωνσταντινούπολης και να μεταβιβάσει σ' αυτό την τεράστια περιουσία του. Ζητούσε, λοιπόν από τον όσιο να μεταβεί μαζί του στην Πόλη και να τον κείρει μοναχό, αυτόν και την μητέρα του. Η απάντηση του οσίου Νείλου του Καλαβρού ήταν η εξής: «Εμοί δε ασύμφορον εστι καταλείψαντα την ερημίαν και τους συγκακοπαθούντας μοι πτωχούς, ανά τας πόλεις αλάσθαι και αναδέχεσθαι φροντίδα πραγμάτων. Μη γαρ εξέλιπεν από Κωνστατνινουπόλεως μοναχός και ηγούμενος, ίνα δι' εμού κουρευθώσιν οι εκείσε αποτασσόμενοι; Ει δε και όλως προτιμάς την εμήν ουθενότητα, κατάλαβε την εσχατιάν εν η καθεζόμεθα και μεθ' ημών την τεθλιμμένην οδόν διάνυε. Ουδέποτε γαρ δυνήση πτωχός γενέσθαι τω πνεύματι, πριν παντελώς πτωχεύσαι τω σώματι˙»53. Δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιο άλλο κείμενο που να εμφορείται από τις ίδιες αρχές με την νεαρά του Νικηφόρου. Η συλλογιστική του συμβάδιζε με των ασκητικών πατέρων, όπως μαρτυρούν όσοι τον γνώρισαν.
Γνωρίζουμε ήδη, από την προηγούμενη εργασία μας την ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση που έτρεφε ο Νικηφόρος για τους στρατιώτες. Σκέφτηκε, λοιπον, όπως μας λέει ο Σκυλίτζης «και νόμο να ψηφίσει με τον οποίο όσοι στρατιώτες πεθαίνουν στους πολέμους να θεωρούνται μάρτυρες της πίστεως, αφού αυτός απέδιδε στον πόλεμο και πουθενά αλλού τη σωτηρία της ψυχής. Επίεζε δε τον Πατριάρχη και τους επισκόπους να συμφωνήσουν με την απόφαση αυτή. Κάποιοι, όμως απ' αυτούς του αντιστάθηκαν γενναία και τον εμπόδισαν να πραγματοποιήσει τον σκοπό του, προβάλλοντας ένα κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου, που λέει να μένουν για τρία χρόνια ακοινώτητοι όσοι στον πόλεμο εχθρό έχουν σκοτώσει»46. Τα ίδια παραδίδει και ο Ζωναράς: «όθεν και δόγμα όσον το κατ' εκείνον εθέσπισε τους εν πολέμοις ανηρημένους στρατιώτας επ' ίσης τιμάσθαι τοις μάρτυσι και ύμνων ομοίων τυγχάνειν και παραπλησίως γεραίσθαι. Και ει μη ο Πατριάρχης και τινες των αρχιερέων, αλλά μην και ένιοι των λογάδων της γερουσίας γενναίως αντέστησαν, λέγοντες "πως αν οι εν πολέμοις αναιρούντες και αναιρούμενοι λογίζιντό τισι μάρτυρες ή τοις μάρτυσι ισοστάσιοι, ους οι θείοι κανόνες υπό επιτίμιον άγουσιν, επί τριετίας της φρικώδους και ιεράς αυτούς απείργοντες μεταλήψεως", τάχ' αν το θεσπέσιον εκείνο κεκύρωτο θέσπισμα»47. H άστοχη αυτή κίνηση προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας. Στην ορθόδοξη θεολογία, ο μάρτυς είναι ο αθλητής του πνευματικού αγώνα. Δεν μπορούσε να αντικατασταθεί αυτή η έννοια από καμιά μορφή κοσμικού αγώνα και σίγουρα ούτε ο εθνομάρτυς μπορεί να εξισωθεί σε τιμές με τον καλλίνικο μάρτυρα, σε εκκλησιαστικό επίπεδο. Η πολιτεία μπορεί να έχει τους δικούς της ήρωες και να τιμά τους «άγνωστους στρατιώτες» της, αλλά η τιμή αυτή και ο σεβασμός της πολιτείας, της κοινωνίας, είναι εντελώς διαφορετικός από την τιμή, τον σεβασμό, τις ευχαριστίες και τις παρακλήσεις, που αναπέμπει ο πιστός λαός στους αγίους του. Και πάλι η ανάδειξη της αγιότητας ανήκει στον Θεό που δοξάζει τους αυτόν αντιδοξάζοντας, και η επικύρωση στην Εκκλησία που αφουγκράζεται τον παλμό της συνείδησης του εκκλησιαστικού πληρώματος. Για τους λόγους αυτούς η ανακήρυξη αγίων ανθρώπων δεν μπορεί να γίνει με βασιλικά διατάγματα, και δεν είναι υπόθεση ενός ανθρώπου ή ενός οργάνου να το πράξει. Όση συμπάθεια κι αν ένιωθε ο Νικηφόρος για τους συντρόφους του, όσο και αν εστεναχωρείτο για την απώλειά τους στο πεδίο της μάχης, δεν ήταν δικό του θέμα η κατάταξή τους στους αγίους.
Αυτή ήταν απόφαση του Πατριαρχείου και όπως βλέπουμε ο αυτοκράτορας έκανε υπακοή στην Εκκλησία. Όσο και αν τον ψέγουν οι ιστορικοί της περιόδου εκείνης για την άστοχη ενέργειά του, οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε, ότι υποχώρησε και δεν δημιούργησε παραπάνω προβλήματα, εμμένοντας στην αρχική του απόφαση. Αντίθετα, εμμέσως αναγνώρισε στην Εκκλησία το δικαίωμα να κανονίζει τα δικά της. Μπορούμε να εξάγουμε ένα ακόμη συμπέρασμα από την προσπάθειά του αυτή. Για τον Νικηφόρο ο πόλεμος ενάντια στο Ισλάμ είχε και θρησκευτική χροιά. Δεν ήταν ένας συνεχής μεν, αλλά εθνικός πόλεμος. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν εθνικές συνειδήσεις με την έννοια που τους δίνουμε σήμερα και η αυτοκρατορία ήταν ένα πολυεθνικό σύνολο με κοινό συνεκτικό την Ρωμαιοσύνη. Για τον Νικηφόρο ο πόλεμος αυτός ήταν ιερός, ήταν η διαμάχη του Χριστιανισμού με τον Ισλαμισμό και στόχος του ήταν η απελευθέρωση των Αγιότερων Τόπων της Χριστιανοσύνης. Σ' αυτήν την προσπάθεια έπρεπε να συμμετέχουν όλοι. Η αυτοκρατορία με όλες τις παραγωγικές και πνευματικές της δυνάμεις. Συνεπώς για τον Νικηφόρο ήταν πόλεμος ολοκληρωτικός. Δυστυχώς μόνο για τον Νικηφόρο. Δεν συμμερίζονταν όλη η κοινωνία τις δικές του απόψεις και πολύ περισσότερο η Κωνσταντινοπολίτικη αριστοκρατία. Γι' αυτούς τα σύνορα ήταν πολύ μακριά, ενώ η τοπική αγορά με τις ανεβασμένες τιμές των σιτηρών πολύ κοντά. Με αυτήν την σταυροφορική θεώρηση του αγώνα ο Νικηφόρος παρασύρθηκε στην απόφασή του να αγιοποιήσει τους πεσόντες. Το Πατριαρχείο του υπενθύμισε, ότι δεν είχε συναινέσει σε σταυροφορία, και η κοινωνία (οι ένιοι των λογάδων της γερουσίας) του έδειξε την αντίδρασή της στα πολεμικά του σχέδια. Το θέμα αυτό θα το ξαναδούμε παρακάτω, όταν θα ασχοληθούμε με την οικονομική πολιτική του. Για να κλείσουμε αυτό το ζήτημα, δύο σημεία θέλουμε να τονίσουμε. Στις δυτικές σταυροφορίες, παρόμοιες αγιοποιήσεις έγιναν από τον πάπα και πολλοί σφαγείς ανακηρύχθηκαν άγιοι, από την ιπποσύνη. Για τον απλό στρατιώτη τα συγχωροχάρτια ήταν το δέλεαρ για την συμμετοχή του σε αυτές, εφόσον η γη που κατακτήθηκε, δόθηκε σε ακτήμονες ιππότες, το κατώτερο σκαλί της φράγκικης ιεραρχίας. Εκεί βέβαια το προνόμιο της αγιοποίησης ανήκει στον «Αλάθητο» και μπορεί να το χρησιμοποιεί ανάλογα με τις πολιτικές του επιδιώξεις. Αλλά και ο μοναχισμός των δυτικών είναι οργανωμένος σε τάγματα με στρατιωτικά πρότυπα (π.χ. Ιησουΐτες) και πρακτικές που λίγο θυμίζουν άσκηση. Αυτά για την σημειολογία του θέματος, ώστε να ξέρουμε ποιοι μας κρίνουν.
Αυτά λένε για την εκκλησιαστική πολιτική του Νικηφόρου οι γραμματείς της περιόδου. Αξίζει να δούμε τι λένε και οι εκκλησιαστικοί άνδρες, αυτοί που υποτίθεται ότι δέχθηκαν τις συνέπειες τις πολιτικής του. Και πρώτα θα ζητήσουμε την γνώμη του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, άνδρα σοφού, με πείρα στους ασκητικούς αγώνες και βαθύ γνώστη της ανθρώπινης ψυχής, ιδίως εκείνης του Νικηφόρου Φωκά που ήταν και πνευματικό τέκνο του. «Τούτου δη του μονήρους βίου ζηλωτής διάπυρος και εραστής γεγονώς Νικηφόρος ο αοίδημος και μέγας εν βασιλεύσιν, ο πολύς την ανδρείαν και την αρετήν, ώ γέρας άξιον ο αριστοτέχνης Θεός τας βαρβαρικάς πόλεις των υπεναντίων χειρώσασθαι παρέσχετο... Τούτω ουν τω θείω ζήλω κινούμενος ασκητήρια συνεχή κατά το του Κυμινά όρος δειμάμενος μοναχούς εν αυτοίς εγκατώκισε και την των αναγκάιων χρείαν αφθόνως επεχορήγησε... συνεπίσχυσέ τε και συνεκρότησε ρόγας επετείους παρεχόμενος αυτοίς, σολεμνίων ορθώσεσί τε και δόσεσιν αυτούς προθυμότατα δεξιούμενος»48, «πόρρω γαρ ην της θείας εκείνης και αλήπτου ψυχής υποστολής ίχνος ή υποκρίσεως»49, «Ο δε μακάριος και φιλόχρηστος βασιλεύς, ο αξίως τη φερωνύμω κλήσει πολιτευσάμενος, έτι περιών την χρείαν τε και διοίκησιν των εν τη ανοικοδομηθείση Λαύρα προσεδρευόντων αδελφών δι' ευσεβούς χρυσοβουλλίου προεμηθεύσατο...»50.Αυτά είναι τρία ενδεικτικά αποσπάσματα από το «Τυπικόν» του Αγίου Αθανασίου, στα οποία βλέπουμε ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές την περιγραφή της ευγενούς ψυχής του Νικηφόρου, αλλά και έργα ωφέλιμα προς τους μοναχούς. Και ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει, όσα γράφει ένας όσιος του πνευματικού βεληνεκούς του Οσίου Αθανασίου. Ποιος θα μπορούσε να επιμείνει στην άποψη, ότι ο Νικηφόρος Φωκάς έλαβε μέτρα εναντίον της Εκκλησίας ή των Μοναστηριών. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν φείδονται λόγων σε παρόμοιες περιπτώσεις, ακολουθώντας το κοινό αίσθημα. Εδώ, αντίθετα βλέπουμε ότι είναι οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που ανέλαβαν την υπεράσπισή του, πάλι ακολουθώντας το κοινό αίσθημα, ενάντια στην γραμμή που εφάρμοζαν οι «ιστοριογράφοι».
Ας φέρουμε ένα ακόμα παράδειγμα. Διαβάζουμε στο «Βίος και πολιτεία και μερική θαυμάτων διήγησις του Αγίου και θαυματουργού Νίκωνος Μυροβλήτου του Μετανοείτε»: «... επί Νικηφόρου του αοιδίμου βασιλέως˙ ον ο λόγος φθάσας εδήλωσεν - ου και μέγα το κλέος επί τε βίου σεμνότητι και αρετής επιμελεία, δι ης και των παθών αυτοκράτωρ είπερ τις άλλος γεγένηται και της σωφροσύνης τα γέρα αξίως εκ Θεού εκομίσατο»51. Ποιος είναι ο συγγραφέας του «Βίου»; Ο Γέρων Νικόδημος, ηγούμενος της Ι.Μ. Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης εις Νεζερά-Πατρών, σημειώνει στην εισαγωγή του «Βίου»: «Ο βιογράφος του, κάποιος Ηγούμενος - του οποίου δεν διεσώθη δυστυχώς το όνομα- της εν Σπάρτη Ιεράς Μονής του οσίου Νίκωνος...». Άλλος ένας εκκλησιαστικός άνδρας, εκ των ασκητικών και θέσει «ζηλωτών» επαινεί την ανδρεία και τις αρετές του Νικηφόρου. Και είναι Ηγούμενος στην Λακωνία, περιοχή μακριά από το διοικητικό κέντρο και έξω από τις πολεμικές ή άλλες εξελίξεις, περιοχή που δεν ευνοήθηκε ιδιαίτερα από την πολιτική του. Η μνήμη, όμως της βασιλείας του διατηρήθηκε, και μετά την δολοφονία του, την οποία χαρακτηρίζει άδικη («αδίκως εξέχεεν ο Τζιμισκής», Βίος..., §2 στ.16) ο άγνωστος βιογράφος.
Προσπερνάμε τις επικλήσεις του «αγίου βασιλέως» που αναγράφονται στον «Βίον και Πολιτείαν του οσίου πατρός ημών Νείλου του Νέου52»(του Καλαβρού), ως μέρος της εθιμοτυπικής φρασεολογίας της εποχής. Θα σταθούμε σε μια απάντηση του Οσίου Νείλου προς κάποιον ευνούχο κοιτωνίτη. Αυτός ο επίσημος αξιωματούχος της αυλής, χωρίς να γνωρίζει την νεαρά του έτους 964 μ.Χ. (ν19) «περί μοναστηριών» που κυκλοφόρησε ο αυτοκράτορας, αν και σύγχρονος των γεγονότων, επιθυμούσε να συστήσει ανδρώο μοναστήρι στα προάστια της Κωνσταντινούπολης και να μεταβιβάσει σ' αυτό την τεράστια περιουσία του. Ζητούσε, λοιπόν από τον όσιο να μεταβεί μαζί του στην Πόλη και να τον κείρει μοναχό, αυτόν και την μητέρα του. Η απάντηση του οσίου Νείλου του Καλαβρού ήταν η εξής: «Εμοί δε ασύμφορον εστι καταλείψαντα την ερημίαν και τους συγκακοπαθούντας μοι πτωχούς, ανά τας πόλεις αλάσθαι και αναδέχεσθαι φροντίδα πραγμάτων. Μη γαρ εξέλιπεν από Κωνστατνινουπόλεως μοναχός και ηγούμενος, ίνα δι' εμού κουρευθώσιν οι εκείσε αποτασσόμενοι; Ει δε και όλως προτιμάς την εμήν ουθενότητα, κατάλαβε την εσχατιάν εν η καθεζόμεθα και μεθ' ημών την τεθλιμμένην οδόν διάνυε. Ουδέποτε γαρ δυνήση πτωχός γενέσθαι τω πνεύματι, πριν παντελώς πτωχεύσαι τω σώματι˙»53. Δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιο άλλο κείμενο που να εμφορείται από τις ίδιες αρχές με την νεαρά του Νικηφόρου. Η συλλογιστική του συμβάδιζε με των ασκητικών πατέρων, όπως μαρτυρούν όσοι τον γνώρισαν.
Οικονομική πολιτική
Αν και κάποιες από τις οικονομικές επιλογές (έκδοση τεταρτηρού) του Νικηφόρου Φωκά έχουν αγγίξει πια τη σφαίρα του μυθικού, είμαστε υποχρεωμένοι να αναφερθούμε σε αυτές, διότι έχει χυθεί πολύ μελάνι και έχει ξοδευτεί πολύ χαρτί για να ξεκαθαρίσουν τα σκοτεινά σημεία της υπόθεσης. Θα ξεκινήσουμε, όπως πάντα, με τις αναφορές των πηγών.
«Ηλλάτωσε δε και το νόμισμα, το λεγόμενον τεταρτηρόν επινοήσας˙ διπλού δε του νομίσματος έκτοτε γεγονότος, η μεν είσπραξις των δημοσίων φόρων το βαρύτερον απήτει, εν δε τοις εξόδοις το μικρόν εσκορπίζετο. Νόμου δε και έθους όντων πάντα χαρακτήρα βασιλέως, ει μη τω σταθμώ ελαττοίτο, δύναμιν έχει ισότιμον, ο δε τον εαυτού προκεκρίσθαι ενομοθέτησεν, υποβιβάσας τους των άλλων. Εξ ης αιτίας ου μικρώς έθλιψε το υπήκοον εν τοις λεγομένοις αλλαγίοις» Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 317. «μέχρι γαρ εκείνου παντός νομίσματος εξαγίου σταθμόν έλκοντος εκείνος το τεταρτερόν επενόησε, κολοβώσας αυτό κατά τον σταθμόν, και τας μεν εισπράξεις δια του βαρυτέρου, τας δε δόσεις και πάντα τα αναλώματα δια του κεκολοβωμένου πεποίητο. Έθους δε επικρατήσαντος παλαιού στατήρα πάντα βασιλικόν εκτύπωμα φέροντα ισότιμον είναι τω άρτι κοπτωμένω παρά του βασιλεύοντος, εκείνος το ευατού προτιμάσθαι κεκέλευκε νόμισμα. Ίνα τι γένηται; Ίν' εκείνο μόνον τοις εμπόροις ζητούμενον κέρδος αυτώ πορίζη υπέρ εκάστου νομίσματος αδρά πραττομένω αλλάγια» Ζωναράς, «Επιτομή...», XVI,§25.
Αν οι δυο αυτοί χρονογράφοι καθόταν στο ίδιο θρανίο ο καθηγητής θα μηδένιζε τις κόλλες τους, ως αντεγραμμένες. Σκοτεινές, συγκεχυμένες και ατελέστατα γνωστές χαρακτηρίζει τις πληροφορίες αυτές ο Schlumberger, τον ΙΘ' αιώνα, αν και ποτέ δεν χάνει ευκαιρία να μαυρίσει την εικόνα του Νικηφόρου. Ο Κ. Παπαρηγόπουλος απορεί με την έλλειψη παρόμοιας μαρτυρίας από τον σύγχρονο των γεγονότων Λέοντα τον Διάκονο, και απορρίπτει την υπόθεση περί κίβδηλου νομίσματος (κεκολοβωμένου)54. Σε κάποιες περιπτώσεις η μη επιβεβαίωση της κυκλοφορίας του τεταρτηρού από αρχαιολογικά ευρήματα, οδήγησε επιστήμονες να αναρωτούνται αν πρόκειται για φανταστικό νόμισμα55. Σε μια προσπάθεια εξήγησης της αοριστίας αυτής ο Αναστ. Χριστοφιλόπουλος απέδωσε το μέτρο στον Νικηφόρο Α' ως μία από τις «κακώσεις» του56.
Πριν προσπαθήσουμε να δούμε σε βάθος τα θέματα αυτά, θα ήταν καλό να κρατούσαμε κάποιες σημειώσεις πάνω στην οικονομική ζωή του Βυζαντίου/Ρωμανίας. Είναι αλήθεια, ότι αυτός ο τομέας της βυζαντινής ζωής είναι από τους δυσκολότερους, τους οποίους εξετάζει η Βυζαντινολογία. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιεί ως εργαλεία, ευρήματα άλλων επιστημονικών κλάδων, όπως της Οικονομικής, της Αρχαιολογίας, της Ανθρωπολογίας. Το αν οι καινούργιες μέθοδοι φωτίζουν οι περιπλέκουν τα υπό εξέταση ζητήματα είναι άλλο θέμα. Οι Ρωμηοί ζούσαν μέσα σε μια κρατική οργάνωση, για την οικονομική πλευρά της οποίας λίγα έγραψαν, κυρίως διότι δεν την θεωρούσαν τόσο σημαντική όσο σήμερα. Οι δε αυτοκράτορες προτιμούσαν την ενασχόληση με νομικά ζητήματα, ακόμη και θεολογικά, παρά με οικονομικά. Όπως γράφει ο Michael Angold «Οι ηγεμόνες επικεντρώνονταν σε πέντε κύριους τομείς διακυβέρνησης: την εξωτερική πολιτική, τις στρατιωτικές υποθέσεις, τη δικαιοσύνη, το θεσμό του πάτρωνα και την εκκλησία57. Ως συνέπεια, η ενασχόληση με το εμπόριο ήταν υποτιμητική και αυτό φαίνεται στο γνωστό επεισόδιο με το πλοίο, ιδιοκτησίας της συζύγου του Θεοφίλου. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Κάτι ανάλογο γινόταν και στη Δύση, όπου αριστοκράτες, ακόμη και μετά την πτώχευσή τους αρνούνταν να εμπλακούν σε εμπορικές επιχειρήσεις ή έστω να συναναστραφούν με εμπόρους, διότι κατά τους δυτικούς θεολόγους το κέρδος ήταν βρώμικο χρήμα. Οι Ρωμηοί, βέβαια, θεωρούσαν το κέρδος θεμιτό, διακατέχονταν, όμως, από επιφυλάξεις για την αριστοτελική «χρηματιστική»58. Γι' αυτό στις πηγές της εποχής τα οικονομικά θέματα συχνά παραλείπονται ή περιγράφονται εν συντομία. Σημαντικό βοήθημα είναι τα νομίσματα που έφθασαν ως τις μέρες μας και καλύπτουν όλο το φάσμα της ζωής της αυτοκρατορίας, εκτός ίσως από τους σκοτεινούς χρόνους Ζ'-Η' αι.59
Η αυτάρκεια που αναφέρθηκε παραπάνω αποτελούσε παράγοντα που επηρέασε σημαντικά τις κάθε μορφής ανταλλαγές. Αυτό οφείλονταν κυρίως στο γεγονός της αγροτικής βάσης της ρωμαϊκής οικονομίας. Ακόμη και στις πόλεις τα προάστια (suburbium) ήταν εκτάσεις αγροτικής παραγωγής, ιδιαίτερα χρήσιμες σε περιόδους πολιορκίας. Η αστική οικονομία, που μας ενδιαφέρει κυρίως στο παρόν ζήτημα, έχει τρεις πτυχές: εμπόριο, βιοτεχνία, χρήμα. Για τον Καραγιαννόπουλο, ως εμπόριο νοείται αυτό των ειδών πολυτελείας και όχι πρώτης ανάγκης60. Δεδομένης, λοιπόν, της αυτάρκειας, το εμπόριο δεν ασκούνταν σε ευρεία κλίμακα, τουλάχιστον αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε από όσα γνωρίζουμε. Μόνο το διαμετακομιστικό έπαιζε σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της αυτοκρατορίας στην παρούσα φάση. Για την βιοτεχνία (αρχικά οικιακή και αργότερα εργαστηριακή) μπορούμε να πούμε με σιγουριά, ότι ποτέ δεν έφθασε να γίνει βιομηχανική. Χρησιμοποιούσε απλά έως σύνθετα εργαλεία, αλλά δεν έφθασε στο στάδιο της εκμηχάνισης. Βασική κινητήρια δύναμη ήταν ο άνθρωπος61. Παρουσιάζει εξαιρετικό όγκο παραγωγής και αξιοσημείωτη εξειδίκευση. Η ποιότητά τους καθιστά κάποια προϊόντα περιζήτητα στο εξωτερικό, οι εξαγωγές υπόκεινται σε αυστηρό κρατικό έλεγχο. Οι ρυθμιστικοί της λειτουργίας των συντεχνιών νόμοι υπαγόταν στην κοινωνική πολιτική των αυτοκρατόρων, με στόχο τον έλεγχο της δυναμικής αυτής κατηγορίας της κοινωνίας.
Το χρήμα και συγκεκριμένα το νόμισμα, ήταν βασικός παράγοντας άσκησης οικονομικής πολιτικής από το ρωμαϊκό κράτος. Αυτό οφείλεται στο ότι, κατά την πλειοψηφία των ιστορικών, η οικονομία του ήταν εκχρηματισμένη σε ποσοστό 46%, υψηλό για το μεσαιωνικό περιβάλλον62. Το ρωμαϊκό νόμισμα, που παρέμεινε σταθερό (με πολύ μικρές διακυμάνσεις) για 800 περίπου χρόνια, ήταν μια από τις αιτίες της μακροβιότητας της αυτοκρατορίας. Χαρακτηρίστηκε ως το «δολλάριο» του Μεσαίωνα.
Το νομισματικό σύστημα της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εισήγαγε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 312 μ.Χ. Νομισματική μονάδα του συστήματος αυτού ήταν ο solidus (νόμισμα) που ισοδυναμούσε με το 1/72 της λίτρας χρυσού δηλ. είχε βάρος 4,54 γρ. Υποδιαιρέσεις του ήταν τα semisses (= ½ solidus) και τα tremisses (1/3 solidus). Επίσης ο solidus ισοδυναμούσε σε 12 μιλιαρήσια, 24 κεράτια ή siliquae (τα γνωστά καράτια) και 288 φόλλεις (ρίζα της λέξης πορτοφόλι). Τα μιλιαρήσια και τα κεράτια ήταν αργυρά νομίσματα, ενώ οι φόλλεις χαλκά. Άλλα μικρότερα νομίσματα, αναγκαία στις καθημερινές μικροσυναλλαγές ήταν οι nummi και τα πολλαπλάσιά τους. Εκτός από το υλικό των νομισμάτων, παράγων καθοριστικός της αξίας τους ήταν το βάρος τους. Τα γνήσια νομίσματα όφειλαν να έχουν σταθερή καθαρότητα και σταθερό βάρος. Οι αυτοκράτορες μεριμνούσαν δια νόμων για την γνησιότητα αυτή. Τόσο στον Θεοδοσιανό, όσο και στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, το χρυσό νόμισμα όφειλε να ζυγίζεται. Η πρακτική αυτή διατηρήθηκε επί μακρόν και αναφέρεται στην «Σύνοψις των Νόμων» του Μιχαήλ Ψελλού63. Στην συνέχεια παραθέτουμε την μετρολογική κλίμακα των Ρωμαίων, με την οποία μετρούνταν το βάρος του χρυσού:
Αν οι δυο αυτοί χρονογράφοι καθόταν στο ίδιο θρανίο ο καθηγητής θα μηδένιζε τις κόλλες τους, ως αντεγραμμένες. Σκοτεινές, συγκεχυμένες και ατελέστατα γνωστές χαρακτηρίζει τις πληροφορίες αυτές ο Schlumberger, τον ΙΘ' αιώνα, αν και ποτέ δεν χάνει ευκαιρία να μαυρίσει την εικόνα του Νικηφόρου. Ο Κ. Παπαρηγόπουλος απορεί με την έλλειψη παρόμοιας μαρτυρίας από τον σύγχρονο των γεγονότων Λέοντα τον Διάκονο, και απορρίπτει την υπόθεση περί κίβδηλου νομίσματος (κεκολοβωμένου)54. Σε κάποιες περιπτώσεις η μη επιβεβαίωση της κυκλοφορίας του τεταρτηρού από αρχαιολογικά ευρήματα, οδήγησε επιστήμονες να αναρωτούνται αν πρόκειται για φανταστικό νόμισμα55. Σε μια προσπάθεια εξήγησης της αοριστίας αυτής ο Αναστ. Χριστοφιλόπουλος απέδωσε το μέτρο στον Νικηφόρο Α' ως μία από τις «κακώσεις» του56.
Πριν προσπαθήσουμε να δούμε σε βάθος τα θέματα αυτά, θα ήταν καλό να κρατούσαμε κάποιες σημειώσεις πάνω στην οικονομική ζωή του Βυζαντίου/Ρωμανίας. Είναι αλήθεια, ότι αυτός ο τομέας της βυζαντινής ζωής είναι από τους δυσκολότερους, τους οποίους εξετάζει η Βυζαντινολογία. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιεί ως εργαλεία, ευρήματα άλλων επιστημονικών κλάδων, όπως της Οικονομικής, της Αρχαιολογίας, της Ανθρωπολογίας. Το αν οι καινούργιες μέθοδοι φωτίζουν οι περιπλέκουν τα υπό εξέταση ζητήματα είναι άλλο θέμα. Οι Ρωμηοί ζούσαν μέσα σε μια κρατική οργάνωση, για την οικονομική πλευρά της οποίας λίγα έγραψαν, κυρίως διότι δεν την θεωρούσαν τόσο σημαντική όσο σήμερα. Οι δε αυτοκράτορες προτιμούσαν την ενασχόληση με νομικά ζητήματα, ακόμη και θεολογικά, παρά με οικονομικά. Όπως γράφει ο Michael Angold «Οι ηγεμόνες επικεντρώνονταν σε πέντε κύριους τομείς διακυβέρνησης: την εξωτερική πολιτική, τις στρατιωτικές υποθέσεις, τη δικαιοσύνη, το θεσμό του πάτρωνα και την εκκλησία57. Ως συνέπεια, η ενασχόληση με το εμπόριο ήταν υποτιμητική και αυτό φαίνεται στο γνωστό επεισόδιο με το πλοίο, ιδιοκτησίας της συζύγου του Θεοφίλου. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Κάτι ανάλογο γινόταν και στη Δύση, όπου αριστοκράτες, ακόμη και μετά την πτώχευσή τους αρνούνταν να εμπλακούν σε εμπορικές επιχειρήσεις ή έστω να συναναστραφούν με εμπόρους, διότι κατά τους δυτικούς θεολόγους το κέρδος ήταν βρώμικο χρήμα. Οι Ρωμηοί, βέβαια, θεωρούσαν το κέρδος θεμιτό, διακατέχονταν, όμως, από επιφυλάξεις για την αριστοτελική «χρηματιστική»58. Γι' αυτό στις πηγές της εποχής τα οικονομικά θέματα συχνά παραλείπονται ή περιγράφονται εν συντομία. Σημαντικό βοήθημα είναι τα νομίσματα που έφθασαν ως τις μέρες μας και καλύπτουν όλο το φάσμα της ζωής της αυτοκρατορίας, εκτός ίσως από τους σκοτεινούς χρόνους Ζ'-Η' αι.59
Η αυτάρκεια που αναφέρθηκε παραπάνω αποτελούσε παράγοντα που επηρέασε σημαντικά τις κάθε μορφής ανταλλαγές. Αυτό οφείλονταν κυρίως στο γεγονός της αγροτικής βάσης της ρωμαϊκής οικονομίας. Ακόμη και στις πόλεις τα προάστια (suburbium) ήταν εκτάσεις αγροτικής παραγωγής, ιδιαίτερα χρήσιμες σε περιόδους πολιορκίας. Η αστική οικονομία, που μας ενδιαφέρει κυρίως στο παρόν ζήτημα, έχει τρεις πτυχές: εμπόριο, βιοτεχνία, χρήμα. Για τον Καραγιαννόπουλο, ως εμπόριο νοείται αυτό των ειδών πολυτελείας και όχι πρώτης ανάγκης60. Δεδομένης, λοιπόν, της αυτάρκειας, το εμπόριο δεν ασκούνταν σε ευρεία κλίμακα, τουλάχιστον αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε από όσα γνωρίζουμε. Μόνο το διαμετακομιστικό έπαιζε σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της αυτοκρατορίας στην παρούσα φάση. Για την βιοτεχνία (αρχικά οικιακή και αργότερα εργαστηριακή) μπορούμε να πούμε με σιγουριά, ότι ποτέ δεν έφθασε να γίνει βιομηχανική. Χρησιμοποιούσε απλά έως σύνθετα εργαλεία, αλλά δεν έφθασε στο στάδιο της εκμηχάνισης. Βασική κινητήρια δύναμη ήταν ο άνθρωπος61. Παρουσιάζει εξαιρετικό όγκο παραγωγής και αξιοσημείωτη εξειδίκευση. Η ποιότητά τους καθιστά κάποια προϊόντα περιζήτητα στο εξωτερικό, οι εξαγωγές υπόκεινται σε αυστηρό κρατικό έλεγχο. Οι ρυθμιστικοί της λειτουργίας των συντεχνιών νόμοι υπαγόταν στην κοινωνική πολιτική των αυτοκρατόρων, με στόχο τον έλεγχο της δυναμικής αυτής κατηγορίας της κοινωνίας.
Το χρήμα και συγκεκριμένα το νόμισμα, ήταν βασικός παράγοντας άσκησης οικονομικής πολιτικής από το ρωμαϊκό κράτος. Αυτό οφείλεται στο ότι, κατά την πλειοψηφία των ιστορικών, η οικονομία του ήταν εκχρηματισμένη σε ποσοστό 46%, υψηλό για το μεσαιωνικό περιβάλλον62. Το ρωμαϊκό νόμισμα, που παρέμεινε σταθερό (με πολύ μικρές διακυμάνσεις) για 800 περίπου χρόνια, ήταν μια από τις αιτίες της μακροβιότητας της αυτοκρατορίας. Χαρακτηρίστηκε ως το «δολλάριο» του Μεσαίωνα.
Το νομισματικό σύστημα της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εισήγαγε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 312 μ.Χ. Νομισματική μονάδα του συστήματος αυτού ήταν ο solidus (νόμισμα) που ισοδυναμούσε με το 1/72 της λίτρας χρυσού δηλ. είχε βάρος 4,54 γρ. Υποδιαιρέσεις του ήταν τα semisses (= ½ solidus) και τα tremisses (1/3 solidus). Επίσης ο solidus ισοδυναμούσε σε 12 μιλιαρήσια, 24 κεράτια ή siliquae (τα γνωστά καράτια) και 288 φόλλεις (ρίζα της λέξης πορτοφόλι). Τα μιλιαρήσια και τα κεράτια ήταν αργυρά νομίσματα, ενώ οι φόλλεις χαλκά. Άλλα μικρότερα νομίσματα, αναγκαία στις καθημερινές μικροσυναλλαγές ήταν οι nummi και τα πολλαπλάσιά τους. Εκτός από το υλικό των νομισμάτων, παράγων καθοριστικός της αξίας τους ήταν το βάρος τους. Τα γνήσια νομίσματα όφειλαν να έχουν σταθερή καθαρότητα και σταθερό βάρος. Οι αυτοκράτορες μεριμνούσαν δια νόμων για την γνησιότητα αυτή. Τόσο στον Θεοδοσιανό, όσο και στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, το χρυσό νόμισμα όφειλε να ζυγίζεται. Η πρακτική αυτή διατηρήθηκε επί μακρόν και αναφέρεται στην «Σύνοψις των Νόμων» του Μιχαήλ Ψελλού63. Στην συνέχεια παραθέτουμε την μετρολογική κλίμακα των Ρωμαίων, με την οποία μετρούνταν το βάρος του χρυσού:
1 λίτρα= 12 ουγγιές= 72 σόλιδοι= 288 γράμματα= 1.728 κεράτια (περ. 325 γρ.)
1 ουγγιά = 6 σόλιδοι= 24 γράμματα= 144 κεράτια (περ. 27 γρ.)
1 σόλιδος= 4 γράμματα= 24 κεράτια (περ. 4,5γρ.)
1 γράμμα ή scrupulum= 6 κεράτια (περ.1,12 γρ.)
1 κεράτιο ή siliqua (περ. 0,18γρ.)
(πηγή Cecile Morisson)
Με βάση τα παραπάνω μετρολογικά χαρακτηριστικά (βάρος, βαθμός καθαρότητας) το νόμισμα την εποχή της δημιουργίας του είχε ονομαστική αξία ίση με την πραγματική. Συν τω χρόνω επήλθαν προσαρμογές του νομίσματος στις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες, όπως αυτές διαμορφώνονταν από τις πολιτικές ανάγκες. Η ευελιξία του συστήματος συνέβαλε στην διατήρησή του για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Την αξία του νομίσματος εγγυόταν η σφραγίδα (μορφή) του αυτοκράτορα επί του μετάλλου. Ο ανώτατος άρχων διατήρησε σε όλη της διάρκεια της αυτοκρατορίας το δικαίωμα κοπής νομισμάτων, σε αντίθεση με την Δύση, όπου το δικαίωμα αυτό παραχωρούνταν σε τοπικούς άρχοντες. Αρμόδιο ήταν το νομισματοκοπείο της Κωνσταντινουπόλεως, με διακριτικό Conob επί του νομίσματος, και προϊστάμενος ο κόμης των θείων θησαυρών (comes sacrarum largitionum). Η αρμοδιότητα αυτή μπορούσε να μεταβιβασθεί σε νομισματοκοπεία των υπαρχιών, όπως του Ιλλυρικού, της Ιταλίας και της Αφρικής μέχρι τον Ζ' αιώνα. Ύστερα από την απώλεια των υπαρχειών αυτών νέα νομισματοκοπεία δημιουργήθηκαν στην Μακεδονία και την Χερσώνα.
Οι δυσκολίες, τις οποίες αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία στην εξεύρεση πρώτης ύλης (χρυσού, αργύρου) περιστασιακά, μετακυλούσε στην καθαρότητα του νομίσματος. Συνεπώς η υποτίμησή του ήταν πρακτική που συμβάδιζε με τις εθνικές και διεθνείς πολιτικές συνθήκες. Ακόμη και σε ένα σταθερό διεθνές περιβάλλον εσωτερικές ανάγκες εξεύρεσης χρημάτων καθιστούσαν αναγκαία την μείωση της καθαρότητας για την αύξηση της παραγωγής. Έτσι, από πολύ νωρίς οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες διαχώρισαν την πραγματική από την ονομαστική αξία των νομισμάτων. Αυτό φαίνεται στα χάλκινα νομίσματα, τα οποία αναμιγνύονταν κάποιες φορές με μόλυβδο. Η νομισματική αναλογία χρυσού/χαλκού κυμαίνονταν από 1:630 έως 1:924 ενώ η μεταλλική αντιστοιχία 1:1.20064. Το ποσοστό της μείωσης αυξανόταν με πολύ αργούς ρυθμούς μέχρι το ΙΑ' αι. Ταυτόχρονα λαμβάνονταν μέτρα για την κυκλοφορία του χρήματος, ώστε να επιτυγχάνεται η απαραίτητη ροή. Η κίνηση του χρήματος σε γενικές γραμμές, ακολουθούσε τους εξής δρόμους. Το κράτος έκοβε νομίσματα και τα έθετε σε κυκλοφορία μέσω των μισθών και άλλων διεργασιών, όπως οι «ρόγες» και τα «σολέμνια». Αυτά διαχέονταν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα μέσω των «ανταλλαγών» όπως καθόριζε το ποσοστό εκχρηματισμού της οικονομίας. Στη συνέχεια αυτά συγκεντρώνονταν πάλι από το κράτος μέσω της εκχρηματισμένης φορολογίας. Αιτίες απώλειας απαραίτητου μετάλλου ήταν τα δώρα ή οι εισφορές προς ξένους ηγεμόνες (μέρος επέστρεφε με τα αντίδωρα, τις ανταλλαγές αιχμαλώτων, το εμπόριο), η καταστροφή ή απώλεια, η αποθησαύριση. Ειδικά για την τελευταία λαμβάνονταν έκτακτα και αυστηρά μέτρα. Επίσης η συγκέντρωση χρυσού από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια με την μορφή πολύτιμων εκκλησιαστικών σκευών, ήταν μια μορφή αποταμίευσης για το κράτος, εφόσον αυτά τέθηκαν στην διάθεση της αυτοκρατορίας σε κάποιες περιπτώσεις. Εις ένδειξη ευγνωμοσύνης, οι αυτοκράτορες παραχωρούσαν στην Εκκλησία αντισταθμιστικά οφέλη, προνόμια δηλαδή που αντιστάθμιζαν, ως ένα βαθμό, αυτή την προσφορά. Επομένως, οφείλει ο μελετητής των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, όταν ασχολείται με τα θέματα αυτά και να τα βλέπει στη σφαιρική τους διάσταση και όχι ως μεμονωμένα περιστατικά. Καταλαβαίνουμε πόσο σημαντική ήταν η ροή του χρήματος και πως κινούσε την οικονομία της αυτοκρατορίας. Νόμισμα έπρεπε να κόβεται ακόμη και σε περιόδους έλλειψης του απαραίτητου μετάλλου.
Το μεγαλύτερο ποσοστό καθαρότητας συναντούμαι σε νομίσματα του Στ' αι., στο 98%. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο επιτεύξιμο για τα μέσα και τους τρόπους παραγωγής της εποχής. Έκτοτε έχουμε αργή αλλά σταδιακή αλλοίωση. Τον Ι' η αλλοίωση ξεκινά με τον Κωνσταντίνο Ζ' με αύξηση του ποσοστού αργύρου της τάξης του 0,04% το χρόνο που επέτρεπε αύξηση του νομισματικού όγκου κατά 0,2% ετησίως. Η τακτική αυτή έφθασε μέχρι τους χρόνους του Μιχαήλ Δ' (1034-1041). Στη συνέχεια ξεκίνησε μια δεύτερη φάση (η οποία δεν μας αφορά άμεσα επί του παρόντος) και κράτησε μέχρι το 1071. Η Τρίτη και χειρότερη φάση ξεκίνησε μετά την ήττα του Μαντζικέρτ και αντιμετωπίστηκε από τον Αλέξιο Α' και τις μεταρρυθμίσεις του.
Στην πρώτη φάση εντάσσεται το παραπάνω μέτρο του Νικηφόρου Φωκά. Η καινοτομία του έγκειται στο ότι δεν «έπαιξε» με την καθαρότητα του χρυσού αλλά με το βάρος του. Όπως είπαμε παραπάνω, το ρωμαϊκό νόμισμα μετριόταν και ζυγιζόταν, όποτε το νέο νόμισμα το «τεταρτηρόν» προκάλεσε αναστάτωση στις ανταλλαγές («αλλαγίοις»), λόγω του μειωμένου βάρους του65 , ενώ η ονομαστική του αξία ισούταν με ¼ του solidus, κατά την διατύπωση του Ιωάννη Τζέτζη στις επιστολές του («τριτηρόν δωδεκατημορίω λειπόμενον», Επισολή αρ.94)66. Το ποια ήταν η αιτία αυτής της εμφανούς μείωσης του βάρους, μπορούμε να το καταλάβουμε αν λάβουμε υπόψη μας τα εξής. Κατ' αρχάς ξεκινάμε με την διατύπωση του Αναστ. Χριστοφιλόπουλου, ότι κανένα κράτος δεν εκδίδει νοθευμένα νομίσματα και ταυτόχρονα το διατυμπανίζει. Αν επρόκειτο περί νοθείας του νομίσματος (κιβδηλεία), το πιθανότερο είναι να μην το καταλάβαινε κανείς. Κάτι τέτοιο έγινε επί Κωνσταντίνου Μονομάχου, όπου την νοθεία αποκάλυψαν έρευνες σύγχρονων νομισματολόγων, γι' αυτό και δεν προκάλεσε αντίδραση την εποχή του67. Συγκεκριμενοποιώντας ο Αναστ. Χριστοφιλόπουλος προχωρά στην υπόθεση, ότι: «το κράτος δηλαδή δεν ηλλάτωσε λάθρα την εις χρυσόν περιεκτικότητα του βυζαντινού νομίσματος, ούτε απέφυγε να καταστήση εμφανή την μεταβολήν, αλλά προέβη εις την κοπήν ιδίων νομισμάτων με διάφορον εξωτερικήν εμφάνισιν της του ακεραίου solidus και με ονομαστικήν αξίαν το τέταρτον αυτού, ων όμως η εσωτερική αξία ήτο κατωτέρα»68. Πέτυχε, έτσι, την αύξηση του νομισματικού όγκου κατά 8%, με την ίδια ποσότητα μετάλλου, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ελένης Γλυκατζή-Αρβελέρ69.
Από μόνη της η κοπή ενός νέου νομίσματος, το οποίο, μάλιστα, βρισκόταν εκτός του νομισματικού συστήματος, δεν αρκούσε για να το θέσει στην κυκλοφορία. Αυτό το αντιλήφθηκε αμέσως ο Νικηφόρος Φωκάς και εξέδωσε διατάγματα, ώστε να μπορέσει αυτό να ενταχθεί στην μετρολογική κλίμακα και να αποκτήσει κάποιο «ρυθμό» η κυκλοφορία του. Όρισε απειλή ποινής κατά των επαγγελματιών, οι οποίοι «αποστρέφωσι τεταρτηρόν ή δύο τετάρτων νόμισμα το τον βασιλικόν χαρακτήρα ακίβδηλον έχον», οπότε εισήγαγε το νόμισμα στις ανταλλαγές. Με τι αξία; Είναι το αμέσως επόμενο ερώτημα. «Έθους δε επικρατήσαντος παλαιού στατήρα πάντα βασιλικόν εκτύπωμα φέροντα ισότιμον είναι τω άρτι κοπτωμένω παρά του βασιλεύοντος, εκείνος το ευατού προτιμάσθαι κεκέλευκε νόμισμα». Σύμφωνα με τον Ζωναρά το κατέστησε ισότιμο με τα νομίσματα των άλλων αυτοκρατόρων. Το ίδιο λέει και ο Σκυλίτζης: «Νόμου δε και έθους όντων πάντα χαρακτήρα βασιλέως, ει μη τω σταθμώ ελαττοίτο, δύναμιν έχει ισότιμον, ο δε τον εαυτού προκεκρίσθαι ενομοθέτησεν, υποβιβάσας τους των άλλων». Στη φράση του αυτή, παίζοντας με τις λέξεις, θεωρεί την υπερτίμηση του «τεταρτηρού», υποτίμηση των άλλων νομισμάτων. Η παρατήρηση αυτή, μόνο ειρωνικό σχόλιο μπορεί να εκληφθεί και όχι ως ρεαλιστική. Το επόμενο ερώτημα αφορά τον τρόπο διάθεσης των νέων νομισμάτων και συγκέντρωσης των παλαιών, ώστε να επιτευχθεί η μεταλλαγή των νομισμάτων και η επιθυμητή αύξηση του νομισματικού όγκου. Όπως σωστά αντιλήφθηκε ο Νικηφόρος, το σύστημα της «ρόγας», δηλ. των μισθών ήταν απρόσφορο για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον ήταν πυραμιδικό κατά το μεγαλύτερο μέρος του, το χρήμα έρεε από την κορυφή της ιεραρχίας των κοινωνικών στρωμάτων προς τα χαμηλότερα. Δεύτερον, οι μισθοί πληρώνονταν μια φορά το χρόνο, την Κυριακή των Βαΐων ή μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα. Πολύ αργά. Το μέτρο έπρεπε να τεθεί άμεσα σε κυκλοφορία. Προτιμήθηκε, λοιπόν, το φορολογικό σύστημα, ή κύρια οικονομική διαλογική σχέση κράτους/υπηκόου. «Η μεν είσπραξις των δημοσίων φόρων το βαρύτερον απήτει, εν δε τοις εξόδοις το μικρόν εσκορπίζετο». Το πώς ακριβώς μας το περιγράφει ο Νίκος Οικονομίδης: «Ο φόρος της γης, ο φόρος των προσώπων και οι προσαυξήσεις τους πληρώνονται πάντα σε χρυσό νόμισμα. Όταν η συνολική φορολογική υποχρέωση περιλαμβάνει και ένα κλάσμα του νομίσματος το κλάσμα μπορούσε να πληρωθεί μα αργυρά ή χάλκινα νομίσματα˙ αν το κλάσμα ξεπερνούσε τα δύο τρίτα, ο φορολογούμενος έπρεπε να πληρώσει ένα ολόκληρο χρυσό νόμισμα και να πάρει τα ρέστα του σε ψιλά. Η διαδικασία αυτή, που αφορά τον τρόπο πληρωμής του φόρου, ονομαζόταν «χαράγμα» και επέτρεπε στο κράτος να παίρνει πίσω τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό χρυσών νομισμάτων»70.
Η υπόθεση του «τεταρτηρού» του Νικηφόρου Φωκά είναι από τις σκοτεινές της ρωμαϊκής οικονομίας. Η αναφορές των πηγών είναι ως ένα βαθμό αόριστες και δεν έχουν επιβεβαιωθεί από αντίστοιχα αρχαιολογικά ευρήματα. Υπάρχει μεν πλούσια βιβλιογραφία, αλλά αποτελείται από προσπάθειες εξεύρεσης κοινά αποδεκτής ερμηνείας. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έχει επιτευχθεί. Σκοπός των παραπάνω δεν ήταν να προσθέσουν κάτι καινούργιο στο όλο ζήτημα. Παρουσιάστηκαν σε μια σύνθεση, απόψεις διακεκριμένων βυζαντινολόγων σε μια προσπάθεια να αιτιολογηθεί η άποψη του Ν. Σβωρόνου, ότι ο Νικηφόρος Φωκάς είναι ο μόνος αυτοκράτορας με οικονομική σκέψη, και να καταδειχθεί, ότι η αφήγηση των πηγών είναι μεροληπτική και άδικη. Σκοπός του αυτοκράτορα δεν ήταν η εξεύρεση χρημάτων για την πολυτέλεια της αυλής του. Είχε ξεκινήσει και βρισκόταν σε εξέλιξη η προσπάθεια της αυτοκρατορίας να τελειώνει με το αραβικό πρόβλημα στα ανατολικά της σύνορα. Τέθηκαν οι βάσεις για τις μετέπειτα επιτυχημένες εκστρατείες του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασίλειου Β' Βουλγαροκτόνου, για την ανόρθωση της αυτοκρατορίας που σήμερα καλούμε «Βυζαντινή Εποποΐα». Για τον Νικηφόρο αυτός ο πόλεμος ήταν ολοκληρωτικός και έπρεπε να συμμετέχουν και να συνεισφέρουν όλοι. Ήταν η απάντηση του Χριστιανισμού στις προκλήσεις του Ισλάμ. Ήταν μια σταυροφορία.
Μέσα σ' αυτό το οικονομικό πλαίσιο προχώρησε σε κατάργηση των «σολεμνίων», των έκτακτων αμοιβών της αυλικής αριστοκρατίας. Οι διοικητικές θέσεις και οι τιμητικοί τίτλοι ήταν στην ουσία τους ένα εσωτερικό δάνειο του κράτους. Αυτός που μπορούσε να προσφέρει το αντίτιμο του τίτλου σε χρυσό, επένδυε ουσιαστικά σ' αυτόν. Το κεφάλαιο, βέβαια, χάνονταν, αλλά εξασφάλιζε ετήσια απολαβή, ανάλογη του τίτλου που αποκτούσε. Το κέρδος δεν ήταν εξασφαλισμένο, καθώς τα «σολέμνια» ήταν ισόβια αλλά όχι μεταβιβάσιμα, δεν μπορούσαν να κληροδοτηθούν στους κληρονόμους. Συνεπώς, το χαμηλό προσδόκιμο ζωής έκανε την μεταβίβαση των τίτλων προσοδοφόρα για το κράτος. Για τους αγοραστές το ζητούμενο ήταν η τιμητική καταξίωση που προσέφεραν. Η παραλαβή των «σολεμνίων» από τα χέρια του ίδιου του αυτοκράτορα, η τελετή της απόδοσης αυτών, η θέση στην τιμητική κοινωνική ιεραρχία, ήταν που προσέλκυαν τα ιδιωτικά κεφάλαια, καθώς ήταν συμβολισμός της προσωπικής σχέσης που δημιουργούσαν με την εξουσία. Μέρος της «δόσης» δίνονταν σε είδος π.χ. πολύτιμα μεταξωτά, τα οποία θεωρητικά δεν μπορούσαν ν' αποκτηθούν μέσω του εμπορίου σε τέτοια ποιότητα. Μια τέτοια τελετή περιγράφεται από τον Λιουτπράνδο της Κρεμώνας, ο οποίος παραβρέθηκε την Κυριακή των Βαΐων του 950 μ.Χ. Η κατάργησή τους από τον Νικηφόρο τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, αποτελούσε με σημερινούς όρους αναστολή των πληρωμών των δόσεων των δανείων. Αυτό, βέβαια, δεν αποτελούσε οικονομικό πλήγμα για τους κατόχους των τίτλων. Η αντίστοιχη θέση στην γραφειοκρατική διοίκηση απέφερε ανάλογα οικονομικά οφέλη στον κάτοχό της και εξασφάλιζε τον πλουτισμό του. Ας μην ξεχνάμε, ότι οι πιο περιζήτητες από αυτές τις θέσεις, όπως «νοτάριοι» και «χαρτουλάριοι» δεν είχαν καν μισθό, αλλά «δοσίματα» από τους πολίτες. Η παραχώρηση (όχι πώληση, εφόσον έπρεπε να εγκριθεί από τον αυτοκράτορα) έναντι τιμήματος μιας τέτοιας θέσης, σήμαινε για το κράτος προείσπραξη έμμεσης φορολογίας.
Οι δυσκολίες, τις οποίες αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία στην εξεύρεση πρώτης ύλης (χρυσού, αργύρου) περιστασιακά, μετακυλούσε στην καθαρότητα του νομίσματος. Συνεπώς η υποτίμησή του ήταν πρακτική που συμβάδιζε με τις εθνικές και διεθνείς πολιτικές συνθήκες. Ακόμη και σε ένα σταθερό διεθνές περιβάλλον εσωτερικές ανάγκες εξεύρεσης χρημάτων καθιστούσαν αναγκαία την μείωση της καθαρότητας για την αύξηση της παραγωγής. Έτσι, από πολύ νωρίς οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες διαχώρισαν την πραγματική από την ονομαστική αξία των νομισμάτων. Αυτό φαίνεται στα χάλκινα νομίσματα, τα οποία αναμιγνύονταν κάποιες φορές με μόλυβδο. Η νομισματική αναλογία χρυσού/χαλκού κυμαίνονταν από 1:630 έως 1:924 ενώ η μεταλλική αντιστοιχία 1:1.20064. Το ποσοστό της μείωσης αυξανόταν με πολύ αργούς ρυθμούς μέχρι το ΙΑ' αι. Ταυτόχρονα λαμβάνονταν μέτρα για την κυκλοφορία του χρήματος, ώστε να επιτυγχάνεται η απαραίτητη ροή. Η κίνηση του χρήματος σε γενικές γραμμές, ακολουθούσε τους εξής δρόμους. Το κράτος έκοβε νομίσματα και τα έθετε σε κυκλοφορία μέσω των μισθών και άλλων διεργασιών, όπως οι «ρόγες» και τα «σολέμνια». Αυτά διαχέονταν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα μέσω των «ανταλλαγών» όπως καθόριζε το ποσοστό εκχρηματισμού της οικονομίας. Στη συνέχεια αυτά συγκεντρώνονταν πάλι από το κράτος μέσω της εκχρηματισμένης φορολογίας. Αιτίες απώλειας απαραίτητου μετάλλου ήταν τα δώρα ή οι εισφορές προς ξένους ηγεμόνες (μέρος επέστρεφε με τα αντίδωρα, τις ανταλλαγές αιχμαλώτων, το εμπόριο), η καταστροφή ή απώλεια, η αποθησαύριση. Ειδικά για την τελευταία λαμβάνονταν έκτακτα και αυστηρά μέτρα. Επίσης η συγκέντρωση χρυσού από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια με την μορφή πολύτιμων εκκλησιαστικών σκευών, ήταν μια μορφή αποταμίευσης για το κράτος, εφόσον αυτά τέθηκαν στην διάθεση της αυτοκρατορίας σε κάποιες περιπτώσεις. Εις ένδειξη ευγνωμοσύνης, οι αυτοκράτορες παραχωρούσαν στην Εκκλησία αντισταθμιστικά οφέλη, προνόμια δηλαδή που αντιστάθμιζαν, ως ένα βαθμό, αυτή την προσφορά. Επομένως, οφείλει ο μελετητής των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, όταν ασχολείται με τα θέματα αυτά και να τα βλέπει στη σφαιρική τους διάσταση και όχι ως μεμονωμένα περιστατικά. Καταλαβαίνουμε πόσο σημαντική ήταν η ροή του χρήματος και πως κινούσε την οικονομία της αυτοκρατορίας. Νόμισμα έπρεπε να κόβεται ακόμη και σε περιόδους έλλειψης του απαραίτητου μετάλλου.
Το μεγαλύτερο ποσοστό καθαρότητας συναντούμαι σε νομίσματα του Στ' αι., στο 98%. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο επιτεύξιμο για τα μέσα και τους τρόπους παραγωγής της εποχής. Έκτοτε έχουμε αργή αλλά σταδιακή αλλοίωση. Τον Ι' η αλλοίωση ξεκινά με τον Κωνσταντίνο Ζ' με αύξηση του ποσοστού αργύρου της τάξης του 0,04% το χρόνο που επέτρεπε αύξηση του νομισματικού όγκου κατά 0,2% ετησίως. Η τακτική αυτή έφθασε μέχρι τους χρόνους του Μιχαήλ Δ' (1034-1041). Στη συνέχεια ξεκίνησε μια δεύτερη φάση (η οποία δεν μας αφορά άμεσα επί του παρόντος) και κράτησε μέχρι το 1071. Η Τρίτη και χειρότερη φάση ξεκίνησε μετά την ήττα του Μαντζικέρτ και αντιμετωπίστηκε από τον Αλέξιο Α' και τις μεταρρυθμίσεις του.
Στην πρώτη φάση εντάσσεται το παραπάνω μέτρο του Νικηφόρου Φωκά. Η καινοτομία του έγκειται στο ότι δεν «έπαιξε» με την καθαρότητα του χρυσού αλλά με το βάρος του. Όπως είπαμε παραπάνω, το ρωμαϊκό νόμισμα μετριόταν και ζυγιζόταν, όποτε το νέο νόμισμα το «τεταρτηρόν» προκάλεσε αναστάτωση στις ανταλλαγές («αλλαγίοις»), λόγω του μειωμένου βάρους του65 , ενώ η ονομαστική του αξία ισούταν με ¼ του solidus, κατά την διατύπωση του Ιωάννη Τζέτζη στις επιστολές του («τριτηρόν δωδεκατημορίω λειπόμενον», Επισολή αρ.94)66. Το ποια ήταν η αιτία αυτής της εμφανούς μείωσης του βάρους, μπορούμε να το καταλάβουμε αν λάβουμε υπόψη μας τα εξής. Κατ' αρχάς ξεκινάμε με την διατύπωση του Αναστ. Χριστοφιλόπουλου, ότι κανένα κράτος δεν εκδίδει νοθευμένα νομίσματα και ταυτόχρονα το διατυμπανίζει. Αν επρόκειτο περί νοθείας του νομίσματος (κιβδηλεία), το πιθανότερο είναι να μην το καταλάβαινε κανείς. Κάτι τέτοιο έγινε επί Κωνσταντίνου Μονομάχου, όπου την νοθεία αποκάλυψαν έρευνες σύγχρονων νομισματολόγων, γι' αυτό και δεν προκάλεσε αντίδραση την εποχή του67. Συγκεκριμενοποιώντας ο Αναστ. Χριστοφιλόπουλος προχωρά στην υπόθεση, ότι: «το κράτος δηλαδή δεν ηλλάτωσε λάθρα την εις χρυσόν περιεκτικότητα του βυζαντινού νομίσματος, ούτε απέφυγε να καταστήση εμφανή την μεταβολήν, αλλά προέβη εις την κοπήν ιδίων νομισμάτων με διάφορον εξωτερικήν εμφάνισιν της του ακεραίου solidus και με ονομαστικήν αξίαν το τέταρτον αυτού, ων όμως η εσωτερική αξία ήτο κατωτέρα»68. Πέτυχε, έτσι, την αύξηση του νομισματικού όγκου κατά 8%, με την ίδια ποσότητα μετάλλου, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ελένης Γλυκατζή-Αρβελέρ69.
Από μόνη της η κοπή ενός νέου νομίσματος, το οποίο, μάλιστα, βρισκόταν εκτός του νομισματικού συστήματος, δεν αρκούσε για να το θέσει στην κυκλοφορία. Αυτό το αντιλήφθηκε αμέσως ο Νικηφόρος Φωκάς και εξέδωσε διατάγματα, ώστε να μπορέσει αυτό να ενταχθεί στην μετρολογική κλίμακα και να αποκτήσει κάποιο «ρυθμό» η κυκλοφορία του. Όρισε απειλή ποινής κατά των επαγγελματιών, οι οποίοι «αποστρέφωσι τεταρτηρόν ή δύο τετάρτων νόμισμα το τον βασιλικόν χαρακτήρα ακίβδηλον έχον», οπότε εισήγαγε το νόμισμα στις ανταλλαγές. Με τι αξία; Είναι το αμέσως επόμενο ερώτημα. «Έθους δε επικρατήσαντος παλαιού στατήρα πάντα βασιλικόν εκτύπωμα φέροντα ισότιμον είναι τω άρτι κοπτωμένω παρά του βασιλεύοντος, εκείνος το ευατού προτιμάσθαι κεκέλευκε νόμισμα». Σύμφωνα με τον Ζωναρά το κατέστησε ισότιμο με τα νομίσματα των άλλων αυτοκρατόρων. Το ίδιο λέει και ο Σκυλίτζης: «Νόμου δε και έθους όντων πάντα χαρακτήρα βασιλέως, ει μη τω σταθμώ ελαττοίτο, δύναμιν έχει ισότιμον, ο δε τον εαυτού προκεκρίσθαι ενομοθέτησεν, υποβιβάσας τους των άλλων». Στη φράση του αυτή, παίζοντας με τις λέξεις, θεωρεί την υπερτίμηση του «τεταρτηρού», υποτίμηση των άλλων νομισμάτων. Η παρατήρηση αυτή, μόνο ειρωνικό σχόλιο μπορεί να εκληφθεί και όχι ως ρεαλιστική. Το επόμενο ερώτημα αφορά τον τρόπο διάθεσης των νέων νομισμάτων και συγκέντρωσης των παλαιών, ώστε να επιτευχθεί η μεταλλαγή των νομισμάτων και η επιθυμητή αύξηση του νομισματικού όγκου. Όπως σωστά αντιλήφθηκε ο Νικηφόρος, το σύστημα της «ρόγας», δηλ. των μισθών ήταν απρόσφορο για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον ήταν πυραμιδικό κατά το μεγαλύτερο μέρος του, το χρήμα έρεε από την κορυφή της ιεραρχίας των κοινωνικών στρωμάτων προς τα χαμηλότερα. Δεύτερον, οι μισθοί πληρώνονταν μια φορά το χρόνο, την Κυριακή των Βαΐων ή μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα. Πολύ αργά. Το μέτρο έπρεπε να τεθεί άμεσα σε κυκλοφορία. Προτιμήθηκε, λοιπόν, το φορολογικό σύστημα, ή κύρια οικονομική διαλογική σχέση κράτους/υπηκόου. «Η μεν είσπραξις των δημοσίων φόρων το βαρύτερον απήτει, εν δε τοις εξόδοις το μικρόν εσκορπίζετο». Το πώς ακριβώς μας το περιγράφει ο Νίκος Οικονομίδης: «Ο φόρος της γης, ο φόρος των προσώπων και οι προσαυξήσεις τους πληρώνονται πάντα σε χρυσό νόμισμα. Όταν η συνολική φορολογική υποχρέωση περιλαμβάνει και ένα κλάσμα του νομίσματος το κλάσμα μπορούσε να πληρωθεί μα αργυρά ή χάλκινα νομίσματα˙ αν το κλάσμα ξεπερνούσε τα δύο τρίτα, ο φορολογούμενος έπρεπε να πληρώσει ένα ολόκληρο χρυσό νόμισμα και να πάρει τα ρέστα του σε ψιλά. Η διαδικασία αυτή, που αφορά τον τρόπο πληρωμής του φόρου, ονομαζόταν «χαράγμα» και επέτρεπε στο κράτος να παίρνει πίσω τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό χρυσών νομισμάτων»70.
Η υπόθεση του «τεταρτηρού» του Νικηφόρου Φωκά είναι από τις σκοτεινές της ρωμαϊκής οικονομίας. Η αναφορές των πηγών είναι ως ένα βαθμό αόριστες και δεν έχουν επιβεβαιωθεί από αντίστοιχα αρχαιολογικά ευρήματα. Υπάρχει μεν πλούσια βιβλιογραφία, αλλά αποτελείται από προσπάθειες εξεύρεσης κοινά αποδεκτής ερμηνείας. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έχει επιτευχθεί. Σκοπός των παραπάνω δεν ήταν να προσθέσουν κάτι καινούργιο στο όλο ζήτημα. Παρουσιάστηκαν σε μια σύνθεση, απόψεις διακεκριμένων βυζαντινολόγων σε μια προσπάθεια να αιτιολογηθεί η άποψη του Ν. Σβωρόνου, ότι ο Νικηφόρος Φωκάς είναι ο μόνος αυτοκράτορας με οικονομική σκέψη, και να καταδειχθεί, ότι η αφήγηση των πηγών είναι μεροληπτική και άδικη. Σκοπός του αυτοκράτορα δεν ήταν η εξεύρεση χρημάτων για την πολυτέλεια της αυλής του. Είχε ξεκινήσει και βρισκόταν σε εξέλιξη η προσπάθεια της αυτοκρατορίας να τελειώνει με το αραβικό πρόβλημα στα ανατολικά της σύνορα. Τέθηκαν οι βάσεις για τις μετέπειτα επιτυχημένες εκστρατείες του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασίλειου Β' Βουλγαροκτόνου, για την ανόρθωση της αυτοκρατορίας που σήμερα καλούμε «Βυζαντινή Εποποΐα». Για τον Νικηφόρο αυτός ο πόλεμος ήταν ολοκληρωτικός και έπρεπε να συμμετέχουν και να συνεισφέρουν όλοι. Ήταν η απάντηση του Χριστιανισμού στις προκλήσεις του Ισλάμ. Ήταν μια σταυροφορία.
Μέσα σ' αυτό το οικονομικό πλαίσιο προχώρησε σε κατάργηση των «σολεμνίων», των έκτακτων αμοιβών της αυλικής αριστοκρατίας. Οι διοικητικές θέσεις και οι τιμητικοί τίτλοι ήταν στην ουσία τους ένα εσωτερικό δάνειο του κράτους. Αυτός που μπορούσε να προσφέρει το αντίτιμο του τίτλου σε χρυσό, επένδυε ουσιαστικά σ' αυτόν. Το κεφάλαιο, βέβαια, χάνονταν, αλλά εξασφάλιζε ετήσια απολαβή, ανάλογη του τίτλου που αποκτούσε. Το κέρδος δεν ήταν εξασφαλισμένο, καθώς τα «σολέμνια» ήταν ισόβια αλλά όχι μεταβιβάσιμα, δεν μπορούσαν να κληροδοτηθούν στους κληρονόμους. Συνεπώς, το χαμηλό προσδόκιμο ζωής έκανε την μεταβίβαση των τίτλων προσοδοφόρα για το κράτος. Για τους αγοραστές το ζητούμενο ήταν η τιμητική καταξίωση που προσέφεραν. Η παραλαβή των «σολεμνίων» από τα χέρια του ίδιου του αυτοκράτορα, η τελετή της απόδοσης αυτών, η θέση στην τιμητική κοινωνική ιεραρχία, ήταν που προσέλκυαν τα ιδιωτικά κεφάλαια, καθώς ήταν συμβολισμός της προσωπικής σχέσης που δημιουργούσαν με την εξουσία. Μέρος της «δόσης» δίνονταν σε είδος π.χ. πολύτιμα μεταξωτά, τα οποία θεωρητικά δεν μπορούσαν ν' αποκτηθούν μέσω του εμπορίου σε τέτοια ποιότητα. Μια τέτοια τελετή περιγράφεται από τον Λιουτπράνδο της Κρεμώνας, ο οποίος παραβρέθηκε την Κυριακή των Βαΐων του 950 μ.Χ. Η κατάργησή τους από τον Νικηφόρο τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, αποτελούσε με σημερινούς όρους αναστολή των πληρωμών των δόσεων των δανείων. Αυτό, βέβαια, δεν αποτελούσε οικονομικό πλήγμα για τους κατόχους των τίτλων. Η αντίστοιχη θέση στην γραφειοκρατική διοίκηση απέφερε ανάλογα οικονομικά οφέλη στον κάτοχό της και εξασφάλιζε τον πλουτισμό του. Ας μην ξεχνάμε, ότι οι πιο περιζήτητες από αυτές τις θέσεις, όπως «νοτάριοι» και «χαρτουλάριοι» δεν είχαν καν μισθό, αλλά «δοσίματα» από τους πολίτες. Η παραχώρηση (όχι πώληση, εφόσον έπρεπε να εγκριθεί από τον αυτοκράτορα) έναντι τιμήματος μιας τέτοιας θέσης, σήμαινε για το κράτος προείσπραξη έμμεσης φορολογίας.
Κοινωνική πολιτική
Αγροτικού-οικονομικού ενδιαφέροντος η ν.20 «Περί του προτιμάσθαι των πενήτων τους δυνατούς εις εξώνησιν των παρά των δυνατών πιπρασκομένων» του Νικηφόρου Φωκά, είθισται να εντάσσεται στην κοινωνική πολιτική του, εφόσον επηρέαζε τις σχέσεις μικροκαλλιεργητών-δυνατών. Στην διαλεκτική αυτής της σχέσης η παλαιότερη βιβλιογραφία, ιδεολογικά καθοδηγούμενη από θεωρίες που λίγο εκτιμούσαν το δίκαιο της ιδιοκτησίας, έβλεπε τις ρίζες της παρακμής του Ρωμαίϊκου κράτους. Η νεώτερη βιβλιογραφία, όμως, σαφώς επηρεασμένη από τον νομικό διάλογο του εμπράγματου δικαιώματος ή του περιορισμού της κυριότητας, εξαιτίας της «προτίμησης», θέτει νέες διαστάσεις στο θέμα και επιτρέπει την έρευνα των πραγματικών αιτιών της μεταλλαγής του κράτους (και πώς να μιλήσουμε για «παρακμή», όταν υπολείπονται άλλοι πέντε αιώνες λαμπρής ιστορίας, με την συνετή διακυβέρνηση των Κομνηνών, και την συνακόλουθη ανασύνταξη της δύναμης των Ρωμαίων).
Με την εν λόγω «νεαρά» ο Νικηφόρος, διατήρησε το υπάρχον νομικό κατεστημένο προσθέτοντας ρύθμιση, κατά την οποία για τα κτήματα των δυνατών δικαίωμα προτιμήσεως έχουν μόνο οι δυνατοί, ενώ για τα κτήματα των πενήτων οι πένητες. Πριν δούμε την αξία της παραπάνω «νεαράς», θ' ασχοληθούμε περιληπτικά με την σύνθεση της αγροτικής κοινωνίας του Ι' αιώνα και του νομοθετικού πλαισίου που καθόριζε το δίκαιο της «προτίμησης».
Την αγροτική κοινωνία συνιστούσαν οι ακόλουθες κατηγορίες:
α) Οι δυνατοί. Περιλαμβάνονται μεγαλοϊδιοκτήτες με πλούτο, κοινωνική καταξίωση και δυνατότητα να επηρεάζουν την πολιτική κατάσταση της αυτοκρατορίας, αναδεικνύοντας ενίοτε και αυτοκράτορες. Χαρακτηρίστηκαν με το δηλωτικό της ισχύος «δυνατοί», διότι, όπως αναγιγνώσκουμε σε «νεαρά» του Ρωμανού Α' «εκείνοι δε νοείσθωσαν δυνατοί, οίτινες καν μη δι' εαυτών, αλλά διά της ετέρων δυναστείας προς ους πεπαρρησιασμένως ωεκίωνται, ικανοί εισιν εκφοαβίσαι τους εκποιούντας, ή προς ευεργεσίας υπόσχεσιν την πληοφορίαν αυτοίς παρασχείν» (ν.2 Ρωμανού Α', έτους 922). Οι δυνατοί δηλαδή ήταν αυτοί που μπορούσαν, είτε ευθέως, είτε με διαμεσολάβηση, να εκφοβίσουν τους ασθενέστερους (οικονομικά ή κοινωνικά), με τους οποίους είχαν συναλλαγές, ή να τους δελεάσουν με υποσχέσεις. Σε αυτούς συγκαταλέγονται ανώτεροι αυλικοί, συγκλητικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, εκκλησιαστικές αρχές και προϊστάμενοι ευαγών βασιλικών οίκων.
β) Οι χωροοικοδεσπόται. Είναι κάτοχοι μεσαίων περιουσιών που ασχολούνται προσωπικά με την παραγωγή και χρησιμοποιούν ως βοηθούς εργάτες της γης (μισθίους).
γ) Οι χωρίται ή γεωργοί. Ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες που καλλιεργούν μόνοι τους αγρούς τους.
δ) Οι μισθωτές. Αυτοί ήταν ελεύθεροι αγρότες, χωρίς ιδιοκτησία, που μίσθωναν γαίες προς καλλιέργεια. Μπορούσαν να τις εγκαταλείψουν και να ενοικιάσουν άλλες, αρχικά, στην συνέχεια, όμως, με νόμο του Αναστάσιου Α', μετά την παρέλευση τριακονταετίας, προσδένονταν στην γη τους, ως κολωνοί, αυτοί και οι απόγονοί τους και δεν μπορούσαν να την αφήσουν ή να εκδιωχθούν, παρά μόνο εάν γίνονταν κάτοχοι γης, τόσης ώστε να μπορούν να την καλλιεργούν μόνοι τους. Το ενοίκιο που πλήρωναν καλούνταν «πάκτον» ή «χωροπάκτον» και οι σχέσεις τους με τους γαιοκτήμονες καθορίζονταν από διάφορους νόμους που προσπαθούσαν να καθορίσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καθενός.
ε) οι πάροικοι. Πρόκειται για ιδιαίτερη κατηγορία εργατών της γης. Είναι αναπόσπαστα δεμένοι με τη γη την οποία καλλιεργούν, δούλοι της γης, όχι του ιδιοκτήτη. Αυτό τους έδινε κάποια ευελιξία, εφόσον μπορούσαν να ασχολούνται σε κτήματα δύο γαιοκτημόνων (διπλοπάροικοι), αλλά και σε αυτοκρατορικές γαίες (δημισιάριοι). Δεν πλήρωναν μισθίο αλλά απέδιδαν μέρος της παραγωγής και αγγαρεία που μπορούσε να εξαγορασθεί.
Η χρησιμοποίηση δούλων την εποχή αυτή είναι περιορισμένη και τείνει να εκλείψει. Στην εκμετάλλευση της γης δύο τρόποι κυριαρχούν. Ο άμεσος και ο έμμεσος. Ο άμεσος ενεργείται από μικρούς ιδιοκτήτες. Ο έμμεσος είναι ο τρόπος εκμετάλλευσης της ιδιοκτησίας των κατόχων μεγάλων εκτάσεων. Από τον πρώιμο μεσαίωνα, η γη είναι η πιο προσοδοφόρος επένδυση και οι κάτοχοι κεφαλαίων προτιμούν να επενδύουν σε αυτή, εφόσον η αποθησαύριση απαγορευόταν και το κέρδος από το εμπόριο ή τον τοκισμό, νομικά καθορισμένο, είχε πολύ μικρές αποδόσεις και δεν συνεισέφεραν στην κοινωνική καταξίωση. Η Εκκλησία ξεκίνησε ως ιδιοκτήτης γαιών μετά την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού με την αναγκαστική, από το κράτος δήμευση των ειδωλολατρικών γαιών. Συν τω χρόνω η ιδιοκτησία της αυξανόταν με τις δωρεές κυρίως, αλλά και ελαττωνόταν, από δημεύσεις αιρετικών αυτοκρατόρων ή καταχρήσεις ενοικιαστών. Τον Ι' αι. Μπορεί να θεωρηθεί κάτοχος μεγάλης γαιοκτησίας χωρίς να μπορεί να την εκμεταλλευθεί εξ ολοκλήρου (είδαμε την νομοθετική ρύθμιση του Νικηφόρου για θέματα μοναστηριακής περιουσίας). Δύο θεσμοί βοήθησαν στην καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της γης. Το εμπράγματο δίκαιο της «εμφύτευσης» και αργότερα του «χαριστικίου». Δεν απασχολούν την μελέτη μας γι' αυτό δεν θα επεκταθούμε σε αυτούς.
Οι ελεύθεροι καλλιεργητές θεωρήθηκαν η βάση του φορολογικού συστήματος της αυτοκρατορίας, καθώς επίσης και η βάση της οργάνωσης του θεματικού στρατού. Γι' αυτό και η διοίκηση του κράτους έδωσε μεγάλη προσοχή στην προστασία τους. Τρεις κύριοι παράγοντες καθιστούσαν δυσχερή τη θέση τους. Η φορολογική δομή, οι φορολογικές υπηρεσίες και καταστροφές, όπως θεομηνίες, λεηλασίες, αρρώστιες. Έτσι αυτοί κατέφευγαν στην βοήθεια των δυνατών, προσφέροντας τους τα κτήματά τους, με αντάλλαγμα την ανακούφισή τους από την δυσβάστακτη, πολλές φορές, φορολόγηση, ή την επιβίωση σε περιπτώσεις καταστροφής. Για την αντιμετώπιση του παραπάνω φαινομένου, και την διατήρηση της απαραίτητης κοινωνικής τάξης των ελεύθερων καλλιεργητών, η αυτοκρατορία κατέφυγε από νωρίς στην θέσπιση δύο μέτρων. Την «επιβολή» και την «προτίμηση». Η «επιβολή» ήταν στην ουσία της ο ακριβής καθορισμός της αλληλέγγυου φορολογικής ευθύνης των κοινοτήτων, ήδη από την εποχή του Αναστασίου του Α'. Όταν ένα μέλος της κοινότητας αδυνατούσε να εκπληρώσει τις φορολογικές του ευθύνες, τότε η κοινότητα επωμίζονταν την εξόφληση του χρέους. Το ίδιο συνέβαινε και για κτήματα εγκαταλειμμένα. Στην συνέχεια ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος, συμπεριέλαβε στο μέτρο και τους δυνατούς, ως υπόχρεους καταβολής του «αλληλέγγυου». Η συμμετοχή της κοινότητας στην αποπληρωμή των φόρων δημιούργησε τις προϋποθέσεις της «προτίμησης». Η Ελευθερία Παπαγιάννη, ακολουθώντας την άποψη του Platon, θεωρεί, ότι η αναμιγή των ακινήτων ήταν η βάση σε κάθε σχέση προτίμησης, αναφορικά, όμως, με τον τρόπο λειτουργίας της προτίμησης στις κοινότητες, σημαντικότερο ρόλο έπαιξε το φορολογικό σύστημα71. Άμεσα εξαρτημένος με το δίκαιο της «προτίμησης» είναι και ο όρος «ανακοίνωσις». Πρόκειται κατ' ουσίαν με την αναγνώριση του δικαιώματος της «προτίμησης», πριν την άσκησή της, σε πρόσωπα ή κοινότητες. Από την «ανακοίνωση» προέκυπτε η «προτίμηση», κατόπιν αξιολόγησης της σχέσης προσώπου ή κοινότητας με το ακίνητο και σύγκρισης με την ανακοίνωση άλλων προσώπων.
Με την ν.114 ο Λέων Στ' ο Σοφός κατήργησε το δικαίωμα της προτίμησης και επέτρεψε στους «δυνατούς» να αγοράζουν ανεπικωλύτως, όποιο ακίνητο ασθενέστερων κοινωνικών κατηγοριών διατίθονταν προς πώληση ή εκποίηση72. Το δίκαιο της «προτίμησης» επανέφερε ο Ρωμανός Α' Λεκαπηνός με την ν.2 του έτους 922 (ή 928 κατά Ν. Σβορώνο) που επονομάζεται «περί προτιμήσεως». Στην εν λόγω νεαρά ο αυτοκράτωρ ιεράρχησε την σειρά προτιμήσεως ως εξής: α) συγκύριοι που ήταν συγχρόνως και συγγενείς β) συγκύριοι από προϋπάρχουσα σχέση κοινωνίας (συνιδιοκτήτες) γ) οι κοινοί συγκύριοι π.χ. από αγορά αυτοτελών μεριδίων του ακινήτου δ) οι ομοτελείς, όσοι δηλ. μετείχαν στο αλληλέγγυον του ακινήτου ή κατέβαλαν τέλη στο ίδιο χωροδεσπότη ε) οι γείτονες. Στη συνέχεια η νεαρά προέβλεπε την διαδικασία για την άσκηση ενδιαφέροντος για την απόκτηση του ακινήτου, προθεσμίες, καθώς και τρόπο κατάρτισης της σύμβασης. Σε ειδική παράγραφο αναφέρονταν στα στρατιωτικά κτήματα και στην διαδικασία επιστροφής τους στην αρχική οικογένεια, αν η εκποίηση είχε γίνει τα προηγούμενα τριάντα έτη.
Ο λιμός του 927-8 εξαιτίας παγετού δημιούργησε τραγικές συνθήκες στην ύπαιθρο. Στα επόμενα έτη αυξήθηκαν οι εκποιήσεις ακινήτων και το δίκαιο της προτίμησης δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί επακριβώς λόγω ένδειας του μεγαλύτερου μέρους του αγροτικού πληθυσμού. Το 934 ο Ρωμανός ανέλαβε να ανακουφίσει την κατάσταση με την ν.5. Με αυτήν προέβλεπε την επιστροφή του ακινήτου στον αρχικό ιδιοκτήτη, εάν αυτός μπορούσε να καταβάλει το τίμημα στον αγοραστή εντός τριετίας. Λίγοι είχαν την δυνατότητα αυτή, συνεπώς η ρύθμιση έμεινε κενό γράμμα. Αλλά και η εφαρμογή του νόμου χώλαινε, όπως φανερώνει η ν.6 του έτους 947 του Κωνσταντίνου Ζ'. Διαβάζουμε: « Παρά πολλών ανέμαθεν η εκ Θεού βασιλεία ημών, ως οι εν τω θέματι των Θρακησίων δυνατοί και υπερέχοντες, καταφρονήσαντες και της βασιλικής νομοθεσίας και αυτού του φύσει δικαίου και της ημετέρας προστάξεως, ου παύονται επισερχόμενοι εν τοις χωρίοις ένεκεν αγορών και δωρεών και κληρονομιών και τη ταύτη προφάσει τους ελεεινούς τυραννούντες πτωχούς και των ιδίων ποιούντες μετανάστας». Και αυτό δεν συνέβαινε μόνο στο θέμα των Θρακησίων, αφού σε άλλες παραγράφους η νεαρά αναφέρεται και στο θέμα τω Ανατολικών. Συνεπώς ο Κωνσταντίνος Ζ' ανανέωσε την νεαρά του Ρωμανού του έτους 934 με μικρές τροποποιήσεις που επέτρεπαν την δικαιοπραξία ακινήτων σε άτομα ελάχιστα διαφοροποιημένων κοινωνικών ομάδων. Με την ν.8 μερίμνησε για την επιστροφή στρατιωτικών κλήρων στους ιδιοκτήτες τους, για τους οποίους κλήρους στρατηγοί χρηματισθέντες επέτρεψαν την απαλλαγή από τις υποχρεώσεις τους. Έτσι ιδιοκτήτης που με βίαιο τρόπο έγινε πάροικος στον κλήρο του, ξαναγίνονταν κύριος του κτήματος και λάμβανε ως αποζημίωση 18 νομίσματα από τον νέο ιδιοκτήτη. Άλλα 18 νομίσματα αποδίδονταν ως πρόστιμο στο δημόσιο. Όποιος αγόρασε με νόμιμο τρόπο στρατιωτικό κλήρο, τον επέστρεφε χωρίς αξίωση επιστροφής του τιμήματος και με πρόστιμο 24 νομίσματα υπέρ του δημοσίου. Εγκυκλοπαιδικά αναφέρουμε ως επικεφαλείς σύνταξης των παραπάνω νεαρών, τον πατρίκιο Θεόφιλο (ν.6) και τον πατρίκιο Θεόδωρο Δεκαπολίτη (ν.8)73.
Το 967 μ.Χ ο Νικηφόρος εξέδωσε την ν.20 «Περί του προτιμάσθαι των πενήτων τους δυνατούς εις εξώνησιν των παρά των δυνατών πιπρασκομένων». Στην νεαρά αυτή διατήρησε όλη την προγενέστερη νομοθεσία, με την μόνη διαφορά ότι κατήργησε την προτίμηση των πτωχών στην πώληση κτημάτων που άνηκαν σε δυνατούς. Την έκδοση της παραπάνω ρύθμισης αιτιολόγησε ως εξής: «Επεί ουν οι προ ημών βεβασιλευκότες διά την γενομένην κατά τον τότε καιρόν ένδειαν νομοθεσίαν εξέθεντο, κωλύοντες τους δυνατούς μη τα των πενήτων τε και στρατιωτών εξωνήσθαι και καλώς ποιούντες, προσέθεντο δε εν αυτή και την προτίμησιν τους πένητας δέχεσθαι εις τα των δυνατών κτήματα, μη μόνον εξ ανακοινώσεως, αλλά και εξ ομοτελείας, και πάντη τους καθεκάστην αυξανομένους απέκλεισαν, μη δόντες την οιανούν τούτοις παρεισδυσιν επικτήσεως, αλλά μάλλον και τους προγεγονότας ευπόρους, εκ του προτιμάσθαι τους πένητας εις την εξώνησιν, στενώσει και απορία συζήν πεποιηκότες...». Ένα πρώτο ερώτημα που προέκειψε στην επιστημονική κοινότητα ήταν η εύρεση του νόμου στον οποίο αναφέρονταν η νεαρά. Πρώτος ο Τσαχαρίε φον Λίνγκενταλ υπέθεσε ότι αναφέρεται στις δύο νεαρές του Ρωμανού Α', την «Περί προτιμήσεως» και αυτήν του 934. Στην συνέχεια ο Πωλ Λεμέρλ προσπάθησε να επιλέξει μία από της δύο αλλά η «Περί προτιμήσεως εκδόθηκε πριν το λιμό του 927-8, ενώ η μεταγενέστερη δεν αναφέρονταν στο δίκαιο της «προτίμησης», συνεπώς ούτε στην προτίμηση των πτωχών. Αλλά αν ήταν θέμα μόνο χρονολόγησης, ίσως η πρόταση του Ν. Σβορώνου για μεταχρονολόγηση της νεαράς «περί προτιμήσεως» από το 922 στο 928, να έλυνε το ζήτημα. Στην περίπτωση, όμως αυτή, ο νόμος δίνει το προβάδισμα των «πενήτων» έναντι των «δυνατών» σε περιπτώσεις εκποίησης ιδιωτικών ή δημόσιων κτημάτων που μετείχαν στην «ανακοίνωσιν Χω ρίου», όχι κτημάτων που ανήκαν σε «δυνατούς» έστω και εξ ανακοινώσεως ομοτελείας. Εμπόδιζε δηλ. τους μεγαλογαιοκτήμονες να εισδύσουν στις κοινότητες. Αν αποκλεισθούν οι δύο παραπάνω νεαρές απομένει μόνο η του 947 του Κωνσταντίνου Ζ'. Πράγματι σε κείνην υπήρχε η ρύθμιση που αφορούσε την προτίμηση των «χωριτών» σε περίπτωση που: «και δυνατού προσώπου πιπράσκοντος ή άλλου εκποιουμένου συνεωράθη προτιμάσθαι τους χωρίτας, εν οις εισί ανακεκοινωμένοι, ή χωρίς της εκείνου νομής ή των υδάτων ή των ορέων ου δύνανται διοικείσθαι». Το παραπάνω απόσπασμα έδινε το προβάδισμα, κατά την περίπτωση εκποίησης κτημάτων των «δυνατών», σε εκείνους τους γείτονες που είτε άνηκαν σε κοινότητα, είτε εξαρτιόνταν άμεσα από το προς εκποίηση ακίνητο, για την εκμετάλλευση του δικού τους. Ούτε αυτή η ρύθμιση, βέβαια, «φωτογραφίζεται» στην νεαρά του Νικηφόρου Φωκά ακριβώς. Σαν γενίκευση θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Νικηφόρος αναφέρεται στην γενική ατμόσφαιρα απαξίωσης των δυνατών, που προσπάθησαν να περάσουν στην νομοθεσία, ως ένα βαθμό αυτοκράτορες, που θεωρούσαν, ότι κινδυνεύουν από την αύξηση της περιουσίας των γαιοκτημόνων. Ο ίδιος ήταν γόνος μιας τέτοιας οικογένειας και τρόπον τινά εκφράζει μια πικρία για την άνιση αυτή μεταχείριση, την οποία θέλησε να εξισορροπήσει, ψυχολογικά τουλάχιστον, όπως πολύ πετυχημένα αναφέρει η Χριστοφιλοπούλου74. Έτσι όρισε στα κτήματα των «πενήτων» να προτιμούνται οι «πένητες», ενώ στων «δυνατών» η «δυνατή». Η ρύθμιση αυτή είχε πολύ μικρή πρακτική αξία, κατά κοινή ομολογία, συνεπώς, η άποψη Ostrogorsky, ότι αποτελεί την πρώτη ρωγμή στην νομοθεσία προστασίας των μικροϊδιοκτητων, είναι υπερβολική. Ακόμη και πιο ρηξικέλευθη να ήταν (η νεαρά του Νικηφόρου), οι νόμοι του Βασίλειου Β' του Βυλγαροκτόνου, θα είχαν κλείσει κάθε τέτοια ρωγμή. Συνάμα δεν επέτρεψε στους «δυνατούς» την απόκτηση στρατιωτικών κτημάτων. Είδαμε στην προηγούμενη εργασία μας, πως με την νεαρά 22 διατήρησε το αναπαλλοτρίωτο του στρατιωτικού κλήρου των 4 λίτρων χρυσού και με την δεύτερη παράγραφο το επεξέτεινε στις 12 λίτρες χρυσού, για την οργάνωση του σώματος των κλιβανοφόρων ιππέων. Τέτοια, όμως μεγάλα κτήματα, μπορούσαν να βρίσκονται στην κατοχή «δυνατών». Δεν είναι λοιπόν απίθανο η ν.20 να προσπαθούσε να διατηρήσει το υπάρχον status quo, για στρατιωτικούς κυρίως λόγους. Ταυτόχρονα διατηρούσε και την φορολογική βάση αλώβητη, τακτική που ακολούθησαν και οι προγενέστεροι αυτοκράτορες. Τεχνικοί λόγοι (τεχνοκρατικοί, κατά την σύγχρονη ορολογία) επέβαλλαν στην ρωμαϊκή διοίκηση την προστασία της μικρής ιδιοκτησίας (από τον καιρό των Γράκχων), όχι ρομαντικοί, όπως τους χαρακτηρίζει η Ελευθερία Παπαγιάννη75. Τεχνικοί, επίσης, λόγοι επέβαλαν κατά καιρούς τον περιορισμό της κρατικής παρεμβατικότητας, και την ελεύθερη εξέλιξη της οικονομίας.
Το επόμενο θέμα αν και είναι επίσης οικονομικής φύσεως, αφορά την κοινωνική πολιτική των αυτοκρατόρων, διότι αφορά τον επισιτισμό της Κωνσταντινούπολης, την μεγαλύτερης και πιο πολυάνθρωπης πόλης της αυτοκρατορίας, της Ευρώπης, της Εγγύς Ανατολής. Το θέμα της τροφοδοσίας της Πόλης, κυρίως σε σιτάρι, ήταν ζωτικής σημασίας, καθότι ο αυξημένος αριθμός κατοίκων απαιτούσε τεράστιες ποσότητες για να τραφεί, αφενός, και αφετέρου ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος και αντιδρούσε απρόβλεπτα σε περιπτώσεις αύξησης της τιμής του προϊόντος αυτού. Περιληπτικά, από την δωρεάν διανομή άρτου, μέχρι τον Ζ' αιώνα περνάμε σε ένα καθεστώς παρεμβατισμού, με την λειτουργία δημόσιων αποθηκών για την συγκέντρωση σιτηρών για περιπτώσεις ανάγκης. Διοχέτευση τμήματος των αποθηκευμένων ποσοτήτων στην αγορά διορθώνει την τιμή. Απομάκρυνση του πληθυσμού σε περιπτώσεις πολιορκίας είναι μια ακόμη τακτική, την οποία εφαρμόζει το κράτος για ν' αποφύγει την περίπτωση λιμού στην πόλη, επιτάξεις πλοίων είναι λύση έκτακτης ανάγκης. Σταδιακά η αγορά των σιτηρών εξελίσσεται, καθώς για δυο αιώνες δεν παρουσιάζεται λιμός στην αυτοκρατορία. Έτσι η Εκκλησία και τα ευαγή φιλανθρωπικά της ιδρύματα, αναλαμβάνουν, από οικονομικής πλευράς να ανακατανείμουν την πλεονάζουσα παραγωγή και τον πλεονάζοντα πλούτο που προσφέρεται για φιλανθρωπίες. Με μικρές αποθήκες μοναστικής, κυρίως, ιδιοκτησίας και άλλα δημόσια κοινωφελή οικοδομήματα (π.χ. στέρνες) αναλαμβάνουν τον κοινωνικό ρόλο του κράτους, που περιορίζεται στην εποπτία και την αρωγή. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Θεόφιλου που περιδιαβαίνει τις αγορές ζητώντας να πληροφορηθεί τις τιμές των προϊόντων76. Τον Ι' αι. το κράτος ελάχιστο έλεγχο μπορεί να ασκήσει στο εμπόριο των σιτηρών. Τα μόνα προϊόντα που είναι διαθέσιμα στις κρατικές αποθήκες, είναι αυτά που προέρχονται από τις αυτοκρατορικές γαίες. Ελέγχει, όμως, την συντεχνία των αρτοποιών, όπως μαρτυρεί το «Επαρχικό Βιβλίο» και το κέρδος που μπορούν ν' αποκομίσουν οι έμποροι. Στους αρτοποιούς ως δυνατότητα αντίδρασης παρέχεται η μετρίαση του βάρους του ψωμιού σε περιόδους αύξησης της τιμής. Παρατηρούνται επίσης φαινόμενα κερδοσκοπίας σε περιόδους έλλειψης, εξαιτίας φυσικών ή τεχνητών λόγων, καθώς οι σιτοκάπηλοι αποθήκευαν σιτάρι για ν' ανεβάσουν τις τιμές.
Την εποχή του Νικηφόρου, ισχυροί άνεμοι στην Ονωριάδα και την Παφλαγονία, προκαλούν ξηρασία στους αγρούς και τ' αμπέλια77. Ταυτόχρονα, πολεμικές προετοιμασίες δεν επιτρέπουν την διάθεση των δημόσιων σιτηρών στο κοινό, καθώς αυτά φυλάσσονται για την τροφοδοσία του στρατεύματος. Υπεύθυνος των δημόσιων σιταποθηκών ορίστηκε καθώς φαίνεται ο αδελφός του αυτοκράτορα, στρατηγός Λέων Φωκάς, ακριβώς γιατί ως έμπιστος δεν θα κερδοσκοπούσε εις βάρος του λαού. Συγκεντρώνει, όμως στο πρόσωπό του την μήνι του πλήθους και οι κατηγορίες εκτοξεύονται και κατά του αδελφού του, Νικηφόρου. Το πλήθος θυμάται αυτά που έπραξε ο Βασίλειος Α', ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας, όταν πληροφορήθηκε την αύξηση της τιμής στους 2 μόδιους ανά νόμισμα (τιμή ίδια με τιης εποχής του Νικηφόρου). Άνοιξε τις σιταποθήκες και έριξε στην αγορά ποσότητες ικανές να κατεβάσουν την τιμή στους 12 μόδιους ανά νόμισμα. Αυτά μας πληροφορούν ο Σκυλίτζης (σελ.320) και ο αντιγραφέας του Ζωναράς (XVI §28). Θέλουμε να σταθούμε σε κάποια σημεία της διήγησης των δύο αυτών. Κατ' αρχάς αυτήν την ιστορία με τον Βασίλειο Α' δεν μπορούμε να την βρούμε στην εξιστόρηση των πεπραγμένων τις βασιλείας του, από κανένα χρονογράφο, ούτε από τους Σκυλίτζη και Ζωναρά. Την βρίσκουμε μόνο ως ανάμνηση, ως υποθήκη της συλλογικής μνήμης του λαού της Κωνσταντινούπολης, όταν θέλει να συγκρίνει την επισιτιστική πολιτική του Νικηφόρου. Και δεν αποκλείεται να είναι αληθινή, αλλά από την βασιλεία του Βασίλειου του Α' είχε περάσει ένας αιώνας, δηλ. τρεις με τέσσερις γενεές, συνεπώς αμφιβάλουμε αν η συλλογική μνήμη μπόρεσε να συγκρατήσει το γεγονός αυτό. Και αν ναι γιατί δεν το θυμήθηκε στον μεγάλο λιμό του 927-8, όταν ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος δεν μπόρεσε να πράξει και πολλά για ν' ανακουφίσει τους υπηκόους του, παρά 6 χρόνια μετά, το 934 μ.Χ., εξέδωσε νόμο για να πει τι πρέπει να γίνει με αυτούς που είχαν χάσει τα κτήματά τους, κατ' ουσία να ρυθμίσει τα δημοσιονομικά του κράτους του; Επίσης στην ίδια τη διήγηση του Σκυλίτζη διαβάζουμε: «..., αυτός με δυσκολία διέθετε προς πώληση ποσότητες απ' το βασιλικό σιτάρι,...και εκαυχάτο για κατόρθωμα μεγάλο, ότι, ενώ το ένα μόδιο του σταριού είχε τιμή ενός νομίσματος, αυτός επέβαλε για δύο να πωλείται...», δηλ. ο Νικηφόρος έπραξε τα πρέποντα για την ανακούφιση των πολιτών, διέθεσε από τα στρατηγικά αποθέματα σίτου και έριξε την τιμή κατά 50%. Δεν μπορεί να τον κατηγορήσει, λοιπόν, κανείς για απραξία ή ολιγωρία. Δυστυχώς η τιμή που πέτυχε δεν ήταν ικανοποιητική για τον Σκυλίτζη, τον Ζωναρά και τους λοιπούς κατηγόρους του.
Τα παραπάνω, βέβαια, δεν τα θυμήθηκε ο λαός την εποχή που ο Λέων Διάκονος σπούδαζε στην Κωνσταντινούπολη, διότι σε αυτή την περίπτωση θα υπήρχαν και στην δική του αφήγηση. Έχει καταγράψει δυσαρέσκεια των πολιτών, αλλά όχι στον βαθμό που αυτή πέρασε στην χρονογραφία 2 αιώνες μετά. Επίσης δεν μας μεταφέρει την πολιτική του Βασίλειου Α'. Όπως διαβάζουμε στην Αικ. Χριστοφιλοπούλου: «Φαίνεται ότι τα χρόνια που μεσουρανούσε ο Βασίλειος Β' και η Θεοφανώ βασιλομήτωρ δέσποζε Αυγούστα στα ανάκτορα, πέρασαν στην ιστοριογραφία μικροεπεισόδια και παράπονα, ανθρώπινα και συγγνωστά, για να καλύψουν κάπως την ανόσια συμπεριφορά της συζύγου, προς την οποίαν ο σφαγιασθείς "εύνοιαν υπέρ το προσήκον παείχεν"»78. Εμείς να προσθέσουμε, ότι «παραλείψεις», όπως οι παραπάνω κράτησαν στάσιμο τον «συνεχιστή της αρχαίας ιστοριογραφικής παραδόσεως»79 Λέοντα στη θέση του Διακόνου, επί τριακονταετία. Θα χρειαστεί να συντάξει λόγο εγκωμιαστικό στον Βασίλειο Β' Βουλγαροκτόνο και να μιλήσει για «ταις των παρεγγράπτων... αντιθετικαίς επιθέσεσι»80 (υπονοώντας τον Φωκά, ίσως και τον Τσιμισκή) για να καταφέρει τελικά ν' ανέλθει στον μητροπολιτικό θρόνο της Καρίας. Με αυτό το σκεπτικό εξηγείται η μυστηριώδης δήλωση που υπάρχει στο κείμενο του Σκυλίτζη, τουλάχιστον στο κείμενο του I. Thurn, στο οποίο στηρίχθηκε η έκδοση που έχουμε στα χέρια μας: «Ο Νικηφόρος και ο Λέων, τα παιδιά του (σ.σ. του Βάρδα), ανώτεροι παντός είδους αισχρού κέρδους και τους πολίτες αγαπώντας σαν παιδιά τους πολύ ωφέλησαν το κράτος των Ρωμαίων»81. Αυτή η δήλωση είναι τοποθετημένη στο κείμενο που αναφέρεται στην βασιλεία του Κωνσταντίνου Ζ', προηγείται δηλαδή των συκοφαντιών που καταγράφηκαν στην βασιλεία του Νικηφόρου. Ήθελε να προκαταλάβει ο συγγραφέας την κρίση του αναγνωστικού κοινού, γνώριζε τι υποχρεούνταν να γράψει. Εισπήδησε στο κείμενο από το περιθώριο, από κάποιον αντιγραφέα μοναχό, που δεν δεχόταν αυτά που λέγονταν για τον Νικηφόρο, τον κτήτορα της Μεγίστης Λαύρας; Όπως και να χει, η εσωτερική αυτή αντίφαση μειώνει την αξία των κατηγοριών και με νομικούς όρους, δίνει στον Νικηφόρο το ελαφρυντικό της αμφιβολίας. Εμείς δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτα παραπάνω επί του θέματος.
β) Οι χωροοικοδεσπόται. Είναι κάτοχοι μεσαίων περιουσιών που ασχολούνται προσωπικά με την παραγωγή και χρησιμοποιούν ως βοηθούς εργάτες της γης (μισθίους).
γ) Οι χωρίται ή γεωργοί. Ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες που καλλιεργούν μόνοι τους αγρούς τους.
δ) Οι μισθωτές. Αυτοί ήταν ελεύθεροι αγρότες, χωρίς ιδιοκτησία, που μίσθωναν γαίες προς καλλιέργεια. Μπορούσαν να τις εγκαταλείψουν και να ενοικιάσουν άλλες, αρχικά, στην συνέχεια, όμως, με νόμο του Αναστάσιου Α', μετά την παρέλευση τριακονταετίας, προσδένονταν στην γη τους, ως κολωνοί, αυτοί και οι απόγονοί τους και δεν μπορούσαν να την αφήσουν ή να εκδιωχθούν, παρά μόνο εάν γίνονταν κάτοχοι γης, τόσης ώστε να μπορούν να την καλλιεργούν μόνοι τους. Το ενοίκιο που πλήρωναν καλούνταν «πάκτον» ή «χωροπάκτον» και οι σχέσεις τους με τους γαιοκτήμονες καθορίζονταν από διάφορους νόμους που προσπαθούσαν να καθορίσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καθενός.
ε) οι πάροικοι. Πρόκειται για ιδιαίτερη κατηγορία εργατών της γης. Είναι αναπόσπαστα δεμένοι με τη γη την οποία καλλιεργούν, δούλοι της γης, όχι του ιδιοκτήτη. Αυτό τους έδινε κάποια ευελιξία, εφόσον μπορούσαν να ασχολούνται σε κτήματα δύο γαιοκτημόνων (διπλοπάροικοι), αλλά και σε αυτοκρατορικές γαίες (δημισιάριοι). Δεν πλήρωναν μισθίο αλλά απέδιδαν μέρος της παραγωγής και αγγαρεία που μπορούσε να εξαγορασθεί.
Η χρησιμοποίηση δούλων την εποχή αυτή είναι περιορισμένη και τείνει να εκλείψει. Στην εκμετάλλευση της γης δύο τρόποι κυριαρχούν. Ο άμεσος και ο έμμεσος. Ο άμεσος ενεργείται από μικρούς ιδιοκτήτες. Ο έμμεσος είναι ο τρόπος εκμετάλλευσης της ιδιοκτησίας των κατόχων μεγάλων εκτάσεων. Από τον πρώιμο μεσαίωνα, η γη είναι η πιο προσοδοφόρος επένδυση και οι κάτοχοι κεφαλαίων προτιμούν να επενδύουν σε αυτή, εφόσον η αποθησαύριση απαγορευόταν και το κέρδος από το εμπόριο ή τον τοκισμό, νομικά καθορισμένο, είχε πολύ μικρές αποδόσεις και δεν συνεισέφεραν στην κοινωνική καταξίωση. Η Εκκλησία ξεκίνησε ως ιδιοκτήτης γαιών μετά την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού με την αναγκαστική, από το κράτος δήμευση των ειδωλολατρικών γαιών. Συν τω χρόνω η ιδιοκτησία της αυξανόταν με τις δωρεές κυρίως, αλλά και ελαττωνόταν, από δημεύσεις αιρετικών αυτοκρατόρων ή καταχρήσεις ενοικιαστών. Τον Ι' αι. Μπορεί να θεωρηθεί κάτοχος μεγάλης γαιοκτησίας χωρίς να μπορεί να την εκμεταλλευθεί εξ ολοκλήρου (είδαμε την νομοθετική ρύθμιση του Νικηφόρου για θέματα μοναστηριακής περιουσίας). Δύο θεσμοί βοήθησαν στην καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της γης. Το εμπράγματο δίκαιο της «εμφύτευσης» και αργότερα του «χαριστικίου». Δεν απασχολούν την μελέτη μας γι' αυτό δεν θα επεκταθούμε σε αυτούς.
Οι ελεύθεροι καλλιεργητές θεωρήθηκαν η βάση του φορολογικού συστήματος της αυτοκρατορίας, καθώς επίσης και η βάση της οργάνωσης του θεματικού στρατού. Γι' αυτό και η διοίκηση του κράτους έδωσε μεγάλη προσοχή στην προστασία τους. Τρεις κύριοι παράγοντες καθιστούσαν δυσχερή τη θέση τους. Η φορολογική δομή, οι φορολογικές υπηρεσίες και καταστροφές, όπως θεομηνίες, λεηλασίες, αρρώστιες. Έτσι αυτοί κατέφευγαν στην βοήθεια των δυνατών, προσφέροντας τους τα κτήματά τους, με αντάλλαγμα την ανακούφισή τους από την δυσβάστακτη, πολλές φορές, φορολόγηση, ή την επιβίωση σε περιπτώσεις καταστροφής. Για την αντιμετώπιση του παραπάνω φαινομένου, και την διατήρηση της απαραίτητης κοινωνικής τάξης των ελεύθερων καλλιεργητών, η αυτοκρατορία κατέφυγε από νωρίς στην θέσπιση δύο μέτρων. Την «επιβολή» και την «προτίμηση». Η «επιβολή» ήταν στην ουσία της ο ακριβής καθορισμός της αλληλέγγυου φορολογικής ευθύνης των κοινοτήτων, ήδη από την εποχή του Αναστασίου του Α'. Όταν ένα μέλος της κοινότητας αδυνατούσε να εκπληρώσει τις φορολογικές του ευθύνες, τότε η κοινότητα επωμίζονταν την εξόφληση του χρέους. Το ίδιο συνέβαινε και για κτήματα εγκαταλειμμένα. Στην συνέχεια ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος, συμπεριέλαβε στο μέτρο και τους δυνατούς, ως υπόχρεους καταβολής του «αλληλέγγυου». Η συμμετοχή της κοινότητας στην αποπληρωμή των φόρων δημιούργησε τις προϋποθέσεις της «προτίμησης». Η Ελευθερία Παπαγιάννη, ακολουθώντας την άποψη του Platon, θεωρεί, ότι η αναμιγή των ακινήτων ήταν η βάση σε κάθε σχέση προτίμησης, αναφορικά, όμως, με τον τρόπο λειτουργίας της προτίμησης στις κοινότητες, σημαντικότερο ρόλο έπαιξε το φορολογικό σύστημα71. Άμεσα εξαρτημένος με το δίκαιο της «προτίμησης» είναι και ο όρος «ανακοίνωσις». Πρόκειται κατ' ουσίαν με την αναγνώριση του δικαιώματος της «προτίμησης», πριν την άσκησή της, σε πρόσωπα ή κοινότητες. Από την «ανακοίνωση» προέκυπτε η «προτίμηση», κατόπιν αξιολόγησης της σχέσης προσώπου ή κοινότητας με το ακίνητο και σύγκρισης με την ανακοίνωση άλλων προσώπων.
Με την ν.114 ο Λέων Στ' ο Σοφός κατήργησε το δικαίωμα της προτίμησης και επέτρεψε στους «δυνατούς» να αγοράζουν ανεπικωλύτως, όποιο ακίνητο ασθενέστερων κοινωνικών κατηγοριών διατίθονταν προς πώληση ή εκποίηση72. Το δίκαιο της «προτίμησης» επανέφερε ο Ρωμανός Α' Λεκαπηνός με την ν.2 του έτους 922 (ή 928 κατά Ν. Σβορώνο) που επονομάζεται «περί προτιμήσεως». Στην εν λόγω νεαρά ο αυτοκράτωρ ιεράρχησε την σειρά προτιμήσεως ως εξής: α) συγκύριοι που ήταν συγχρόνως και συγγενείς β) συγκύριοι από προϋπάρχουσα σχέση κοινωνίας (συνιδιοκτήτες) γ) οι κοινοί συγκύριοι π.χ. από αγορά αυτοτελών μεριδίων του ακινήτου δ) οι ομοτελείς, όσοι δηλ. μετείχαν στο αλληλέγγυον του ακινήτου ή κατέβαλαν τέλη στο ίδιο χωροδεσπότη ε) οι γείτονες. Στη συνέχεια η νεαρά προέβλεπε την διαδικασία για την άσκηση ενδιαφέροντος για την απόκτηση του ακινήτου, προθεσμίες, καθώς και τρόπο κατάρτισης της σύμβασης. Σε ειδική παράγραφο αναφέρονταν στα στρατιωτικά κτήματα και στην διαδικασία επιστροφής τους στην αρχική οικογένεια, αν η εκποίηση είχε γίνει τα προηγούμενα τριάντα έτη.
Ο λιμός του 927-8 εξαιτίας παγετού δημιούργησε τραγικές συνθήκες στην ύπαιθρο. Στα επόμενα έτη αυξήθηκαν οι εκποιήσεις ακινήτων και το δίκαιο της προτίμησης δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί επακριβώς λόγω ένδειας του μεγαλύτερου μέρους του αγροτικού πληθυσμού. Το 934 ο Ρωμανός ανέλαβε να ανακουφίσει την κατάσταση με την ν.5. Με αυτήν προέβλεπε την επιστροφή του ακινήτου στον αρχικό ιδιοκτήτη, εάν αυτός μπορούσε να καταβάλει το τίμημα στον αγοραστή εντός τριετίας. Λίγοι είχαν την δυνατότητα αυτή, συνεπώς η ρύθμιση έμεινε κενό γράμμα. Αλλά και η εφαρμογή του νόμου χώλαινε, όπως φανερώνει η ν.6 του έτους 947 του Κωνσταντίνου Ζ'. Διαβάζουμε: « Παρά πολλών ανέμαθεν η εκ Θεού βασιλεία ημών, ως οι εν τω θέματι των Θρακησίων δυνατοί και υπερέχοντες, καταφρονήσαντες και της βασιλικής νομοθεσίας και αυτού του φύσει δικαίου και της ημετέρας προστάξεως, ου παύονται επισερχόμενοι εν τοις χωρίοις ένεκεν αγορών και δωρεών και κληρονομιών και τη ταύτη προφάσει τους ελεεινούς τυραννούντες πτωχούς και των ιδίων ποιούντες μετανάστας». Και αυτό δεν συνέβαινε μόνο στο θέμα των Θρακησίων, αφού σε άλλες παραγράφους η νεαρά αναφέρεται και στο θέμα τω Ανατολικών. Συνεπώς ο Κωνσταντίνος Ζ' ανανέωσε την νεαρά του Ρωμανού του έτους 934 με μικρές τροποποιήσεις που επέτρεπαν την δικαιοπραξία ακινήτων σε άτομα ελάχιστα διαφοροποιημένων κοινωνικών ομάδων. Με την ν.8 μερίμνησε για την επιστροφή στρατιωτικών κλήρων στους ιδιοκτήτες τους, για τους οποίους κλήρους στρατηγοί χρηματισθέντες επέτρεψαν την απαλλαγή από τις υποχρεώσεις τους. Έτσι ιδιοκτήτης που με βίαιο τρόπο έγινε πάροικος στον κλήρο του, ξαναγίνονταν κύριος του κτήματος και λάμβανε ως αποζημίωση 18 νομίσματα από τον νέο ιδιοκτήτη. Άλλα 18 νομίσματα αποδίδονταν ως πρόστιμο στο δημόσιο. Όποιος αγόρασε με νόμιμο τρόπο στρατιωτικό κλήρο, τον επέστρεφε χωρίς αξίωση επιστροφής του τιμήματος και με πρόστιμο 24 νομίσματα υπέρ του δημοσίου. Εγκυκλοπαιδικά αναφέρουμε ως επικεφαλείς σύνταξης των παραπάνω νεαρών, τον πατρίκιο Θεόφιλο (ν.6) και τον πατρίκιο Θεόδωρο Δεκαπολίτη (ν.8)73.
Το 967 μ.Χ ο Νικηφόρος εξέδωσε την ν.20 «Περί του προτιμάσθαι των πενήτων τους δυνατούς εις εξώνησιν των παρά των δυνατών πιπρασκομένων». Στην νεαρά αυτή διατήρησε όλη την προγενέστερη νομοθεσία, με την μόνη διαφορά ότι κατήργησε την προτίμηση των πτωχών στην πώληση κτημάτων που άνηκαν σε δυνατούς. Την έκδοση της παραπάνω ρύθμισης αιτιολόγησε ως εξής: «Επεί ουν οι προ ημών βεβασιλευκότες διά την γενομένην κατά τον τότε καιρόν ένδειαν νομοθεσίαν εξέθεντο, κωλύοντες τους δυνατούς μη τα των πενήτων τε και στρατιωτών εξωνήσθαι και καλώς ποιούντες, προσέθεντο δε εν αυτή και την προτίμησιν τους πένητας δέχεσθαι εις τα των δυνατών κτήματα, μη μόνον εξ ανακοινώσεως, αλλά και εξ ομοτελείας, και πάντη τους καθεκάστην αυξανομένους απέκλεισαν, μη δόντες την οιανούν τούτοις παρεισδυσιν επικτήσεως, αλλά μάλλον και τους προγεγονότας ευπόρους, εκ του προτιμάσθαι τους πένητας εις την εξώνησιν, στενώσει και απορία συζήν πεποιηκότες...». Ένα πρώτο ερώτημα που προέκειψε στην επιστημονική κοινότητα ήταν η εύρεση του νόμου στον οποίο αναφέρονταν η νεαρά. Πρώτος ο Τσαχαρίε φον Λίνγκενταλ υπέθεσε ότι αναφέρεται στις δύο νεαρές του Ρωμανού Α', την «Περί προτιμήσεως» και αυτήν του 934. Στην συνέχεια ο Πωλ Λεμέρλ προσπάθησε να επιλέξει μία από της δύο αλλά η «Περί προτιμήσεως εκδόθηκε πριν το λιμό του 927-8, ενώ η μεταγενέστερη δεν αναφέρονταν στο δίκαιο της «προτίμησης», συνεπώς ούτε στην προτίμηση των πτωχών. Αλλά αν ήταν θέμα μόνο χρονολόγησης, ίσως η πρόταση του Ν. Σβορώνου για μεταχρονολόγηση της νεαράς «περί προτιμήσεως» από το 922 στο 928, να έλυνε το ζήτημα. Στην περίπτωση, όμως αυτή, ο νόμος δίνει το προβάδισμα των «πενήτων» έναντι των «δυνατών» σε περιπτώσεις εκποίησης ιδιωτικών ή δημόσιων κτημάτων που μετείχαν στην «ανακοίνωσιν Χω ρίου», όχι κτημάτων που ανήκαν σε «δυνατούς» έστω και εξ ανακοινώσεως ομοτελείας. Εμπόδιζε δηλ. τους μεγαλογαιοκτήμονες να εισδύσουν στις κοινότητες. Αν αποκλεισθούν οι δύο παραπάνω νεαρές απομένει μόνο η του 947 του Κωνσταντίνου Ζ'. Πράγματι σε κείνην υπήρχε η ρύθμιση που αφορούσε την προτίμηση των «χωριτών» σε περίπτωση που: «και δυνατού προσώπου πιπράσκοντος ή άλλου εκποιουμένου συνεωράθη προτιμάσθαι τους χωρίτας, εν οις εισί ανακεκοινωμένοι, ή χωρίς της εκείνου νομής ή των υδάτων ή των ορέων ου δύνανται διοικείσθαι». Το παραπάνω απόσπασμα έδινε το προβάδισμα, κατά την περίπτωση εκποίησης κτημάτων των «δυνατών», σε εκείνους τους γείτονες που είτε άνηκαν σε κοινότητα, είτε εξαρτιόνταν άμεσα από το προς εκποίηση ακίνητο, για την εκμετάλλευση του δικού τους. Ούτε αυτή η ρύθμιση, βέβαια, «φωτογραφίζεται» στην νεαρά του Νικηφόρου Φωκά ακριβώς. Σαν γενίκευση θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Νικηφόρος αναφέρεται στην γενική ατμόσφαιρα απαξίωσης των δυνατών, που προσπάθησαν να περάσουν στην νομοθεσία, ως ένα βαθμό αυτοκράτορες, που θεωρούσαν, ότι κινδυνεύουν από την αύξηση της περιουσίας των γαιοκτημόνων. Ο ίδιος ήταν γόνος μιας τέτοιας οικογένειας και τρόπον τινά εκφράζει μια πικρία για την άνιση αυτή μεταχείριση, την οποία θέλησε να εξισορροπήσει, ψυχολογικά τουλάχιστον, όπως πολύ πετυχημένα αναφέρει η Χριστοφιλοπούλου74. Έτσι όρισε στα κτήματα των «πενήτων» να προτιμούνται οι «πένητες», ενώ στων «δυνατών» η «δυνατή». Η ρύθμιση αυτή είχε πολύ μικρή πρακτική αξία, κατά κοινή ομολογία, συνεπώς, η άποψη Ostrogorsky, ότι αποτελεί την πρώτη ρωγμή στην νομοθεσία προστασίας των μικροϊδιοκτητων, είναι υπερβολική. Ακόμη και πιο ρηξικέλευθη να ήταν (η νεαρά του Νικηφόρου), οι νόμοι του Βασίλειου Β' του Βυλγαροκτόνου, θα είχαν κλείσει κάθε τέτοια ρωγμή. Συνάμα δεν επέτρεψε στους «δυνατούς» την απόκτηση στρατιωτικών κτημάτων. Είδαμε στην προηγούμενη εργασία μας, πως με την νεαρά 22 διατήρησε το αναπαλλοτρίωτο του στρατιωτικού κλήρου των 4 λίτρων χρυσού και με την δεύτερη παράγραφο το επεξέτεινε στις 12 λίτρες χρυσού, για την οργάνωση του σώματος των κλιβανοφόρων ιππέων. Τέτοια, όμως μεγάλα κτήματα, μπορούσαν να βρίσκονται στην κατοχή «δυνατών». Δεν είναι λοιπόν απίθανο η ν.20 να προσπαθούσε να διατηρήσει το υπάρχον status quo, για στρατιωτικούς κυρίως λόγους. Ταυτόχρονα διατηρούσε και την φορολογική βάση αλώβητη, τακτική που ακολούθησαν και οι προγενέστεροι αυτοκράτορες. Τεχνικοί λόγοι (τεχνοκρατικοί, κατά την σύγχρονη ορολογία) επέβαλλαν στην ρωμαϊκή διοίκηση την προστασία της μικρής ιδιοκτησίας (από τον καιρό των Γράκχων), όχι ρομαντικοί, όπως τους χαρακτηρίζει η Ελευθερία Παπαγιάννη75. Τεχνικοί, επίσης, λόγοι επέβαλαν κατά καιρούς τον περιορισμό της κρατικής παρεμβατικότητας, και την ελεύθερη εξέλιξη της οικονομίας.
Το επόμενο θέμα αν και είναι επίσης οικονομικής φύσεως, αφορά την κοινωνική πολιτική των αυτοκρατόρων, διότι αφορά τον επισιτισμό της Κωνσταντινούπολης, την μεγαλύτερης και πιο πολυάνθρωπης πόλης της αυτοκρατορίας, της Ευρώπης, της Εγγύς Ανατολής. Το θέμα της τροφοδοσίας της Πόλης, κυρίως σε σιτάρι, ήταν ζωτικής σημασίας, καθότι ο αυξημένος αριθμός κατοίκων απαιτούσε τεράστιες ποσότητες για να τραφεί, αφενός, και αφετέρου ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος και αντιδρούσε απρόβλεπτα σε περιπτώσεις αύξησης της τιμής του προϊόντος αυτού. Περιληπτικά, από την δωρεάν διανομή άρτου, μέχρι τον Ζ' αιώνα περνάμε σε ένα καθεστώς παρεμβατισμού, με την λειτουργία δημόσιων αποθηκών για την συγκέντρωση σιτηρών για περιπτώσεις ανάγκης. Διοχέτευση τμήματος των αποθηκευμένων ποσοτήτων στην αγορά διορθώνει την τιμή. Απομάκρυνση του πληθυσμού σε περιπτώσεις πολιορκίας είναι μια ακόμη τακτική, την οποία εφαρμόζει το κράτος για ν' αποφύγει την περίπτωση λιμού στην πόλη, επιτάξεις πλοίων είναι λύση έκτακτης ανάγκης. Σταδιακά η αγορά των σιτηρών εξελίσσεται, καθώς για δυο αιώνες δεν παρουσιάζεται λιμός στην αυτοκρατορία. Έτσι η Εκκλησία και τα ευαγή φιλανθρωπικά της ιδρύματα, αναλαμβάνουν, από οικονομικής πλευράς να ανακατανείμουν την πλεονάζουσα παραγωγή και τον πλεονάζοντα πλούτο που προσφέρεται για φιλανθρωπίες. Με μικρές αποθήκες μοναστικής, κυρίως, ιδιοκτησίας και άλλα δημόσια κοινωφελή οικοδομήματα (π.χ. στέρνες) αναλαμβάνουν τον κοινωνικό ρόλο του κράτους, που περιορίζεται στην εποπτία και την αρωγή. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Θεόφιλου που περιδιαβαίνει τις αγορές ζητώντας να πληροφορηθεί τις τιμές των προϊόντων76. Τον Ι' αι. το κράτος ελάχιστο έλεγχο μπορεί να ασκήσει στο εμπόριο των σιτηρών. Τα μόνα προϊόντα που είναι διαθέσιμα στις κρατικές αποθήκες, είναι αυτά που προέρχονται από τις αυτοκρατορικές γαίες. Ελέγχει, όμως, την συντεχνία των αρτοποιών, όπως μαρτυρεί το «Επαρχικό Βιβλίο» και το κέρδος που μπορούν ν' αποκομίσουν οι έμποροι. Στους αρτοποιούς ως δυνατότητα αντίδρασης παρέχεται η μετρίαση του βάρους του ψωμιού σε περιόδους αύξησης της τιμής. Παρατηρούνται επίσης φαινόμενα κερδοσκοπίας σε περιόδους έλλειψης, εξαιτίας φυσικών ή τεχνητών λόγων, καθώς οι σιτοκάπηλοι αποθήκευαν σιτάρι για ν' ανεβάσουν τις τιμές.
Την εποχή του Νικηφόρου, ισχυροί άνεμοι στην Ονωριάδα και την Παφλαγονία, προκαλούν ξηρασία στους αγρούς και τ' αμπέλια77. Ταυτόχρονα, πολεμικές προετοιμασίες δεν επιτρέπουν την διάθεση των δημόσιων σιτηρών στο κοινό, καθώς αυτά φυλάσσονται για την τροφοδοσία του στρατεύματος. Υπεύθυνος των δημόσιων σιταποθηκών ορίστηκε καθώς φαίνεται ο αδελφός του αυτοκράτορα, στρατηγός Λέων Φωκάς, ακριβώς γιατί ως έμπιστος δεν θα κερδοσκοπούσε εις βάρος του λαού. Συγκεντρώνει, όμως στο πρόσωπό του την μήνι του πλήθους και οι κατηγορίες εκτοξεύονται και κατά του αδελφού του, Νικηφόρου. Το πλήθος θυμάται αυτά που έπραξε ο Βασίλειος Α', ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας, όταν πληροφορήθηκε την αύξηση της τιμής στους 2 μόδιους ανά νόμισμα (τιμή ίδια με τιης εποχής του Νικηφόρου). Άνοιξε τις σιταποθήκες και έριξε στην αγορά ποσότητες ικανές να κατεβάσουν την τιμή στους 12 μόδιους ανά νόμισμα. Αυτά μας πληροφορούν ο Σκυλίτζης (σελ.320) και ο αντιγραφέας του Ζωναράς (XVI §28). Θέλουμε να σταθούμε σε κάποια σημεία της διήγησης των δύο αυτών. Κατ' αρχάς αυτήν την ιστορία με τον Βασίλειο Α' δεν μπορούμε να την βρούμε στην εξιστόρηση των πεπραγμένων τις βασιλείας του, από κανένα χρονογράφο, ούτε από τους Σκυλίτζη και Ζωναρά. Την βρίσκουμε μόνο ως ανάμνηση, ως υποθήκη της συλλογικής μνήμης του λαού της Κωνσταντινούπολης, όταν θέλει να συγκρίνει την επισιτιστική πολιτική του Νικηφόρου. Και δεν αποκλείεται να είναι αληθινή, αλλά από την βασιλεία του Βασίλειου του Α' είχε περάσει ένας αιώνας, δηλ. τρεις με τέσσερις γενεές, συνεπώς αμφιβάλουμε αν η συλλογική μνήμη μπόρεσε να συγκρατήσει το γεγονός αυτό. Και αν ναι γιατί δεν το θυμήθηκε στον μεγάλο λιμό του 927-8, όταν ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος δεν μπόρεσε να πράξει και πολλά για ν' ανακουφίσει τους υπηκόους του, παρά 6 χρόνια μετά, το 934 μ.Χ., εξέδωσε νόμο για να πει τι πρέπει να γίνει με αυτούς που είχαν χάσει τα κτήματά τους, κατ' ουσία να ρυθμίσει τα δημοσιονομικά του κράτους του; Επίσης στην ίδια τη διήγηση του Σκυλίτζη διαβάζουμε: «..., αυτός με δυσκολία διέθετε προς πώληση ποσότητες απ' το βασιλικό σιτάρι,...και εκαυχάτο για κατόρθωμα μεγάλο, ότι, ενώ το ένα μόδιο του σταριού είχε τιμή ενός νομίσματος, αυτός επέβαλε για δύο να πωλείται...», δηλ. ο Νικηφόρος έπραξε τα πρέποντα για την ανακούφιση των πολιτών, διέθεσε από τα στρατηγικά αποθέματα σίτου και έριξε την τιμή κατά 50%. Δεν μπορεί να τον κατηγορήσει, λοιπόν, κανείς για απραξία ή ολιγωρία. Δυστυχώς η τιμή που πέτυχε δεν ήταν ικανοποιητική για τον Σκυλίτζη, τον Ζωναρά και τους λοιπούς κατηγόρους του.
Τα παραπάνω, βέβαια, δεν τα θυμήθηκε ο λαός την εποχή που ο Λέων Διάκονος σπούδαζε στην Κωνσταντινούπολη, διότι σε αυτή την περίπτωση θα υπήρχαν και στην δική του αφήγηση. Έχει καταγράψει δυσαρέσκεια των πολιτών, αλλά όχι στον βαθμό που αυτή πέρασε στην χρονογραφία 2 αιώνες μετά. Επίσης δεν μας μεταφέρει την πολιτική του Βασίλειου Α'. Όπως διαβάζουμε στην Αικ. Χριστοφιλοπούλου: «Φαίνεται ότι τα χρόνια που μεσουρανούσε ο Βασίλειος Β' και η Θεοφανώ βασιλομήτωρ δέσποζε Αυγούστα στα ανάκτορα, πέρασαν στην ιστοριογραφία μικροεπεισόδια και παράπονα, ανθρώπινα και συγγνωστά, για να καλύψουν κάπως την ανόσια συμπεριφορά της συζύγου, προς την οποίαν ο σφαγιασθείς "εύνοιαν υπέρ το προσήκον παείχεν"»78. Εμείς να προσθέσουμε, ότι «παραλείψεις», όπως οι παραπάνω κράτησαν στάσιμο τον «συνεχιστή της αρχαίας ιστοριογραφικής παραδόσεως»79 Λέοντα στη θέση του Διακόνου, επί τριακονταετία. Θα χρειαστεί να συντάξει λόγο εγκωμιαστικό στον Βασίλειο Β' Βουλγαροκτόνο και να μιλήσει για «ταις των παρεγγράπτων... αντιθετικαίς επιθέσεσι»80 (υπονοώντας τον Φωκά, ίσως και τον Τσιμισκή) για να καταφέρει τελικά ν' ανέλθει στον μητροπολιτικό θρόνο της Καρίας. Με αυτό το σκεπτικό εξηγείται η μυστηριώδης δήλωση που υπάρχει στο κείμενο του Σκυλίτζη, τουλάχιστον στο κείμενο του I. Thurn, στο οποίο στηρίχθηκε η έκδοση που έχουμε στα χέρια μας: «Ο Νικηφόρος και ο Λέων, τα παιδιά του (σ.σ. του Βάρδα), ανώτεροι παντός είδους αισχρού κέρδους και τους πολίτες αγαπώντας σαν παιδιά τους πολύ ωφέλησαν το κράτος των Ρωμαίων»81. Αυτή η δήλωση είναι τοποθετημένη στο κείμενο που αναφέρεται στην βασιλεία του Κωνσταντίνου Ζ', προηγείται δηλαδή των συκοφαντιών που καταγράφηκαν στην βασιλεία του Νικηφόρου. Ήθελε να προκαταλάβει ο συγγραφέας την κρίση του αναγνωστικού κοινού, γνώριζε τι υποχρεούνταν να γράψει. Εισπήδησε στο κείμενο από το περιθώριο, από κάποιον αντιγραφέα μοναχό, που δεν δεχόταν αυτά που λέγονταν για τον Νικηφόρο, τον κτήτορα της Μεγίστης Λαύρας; Όπως και να χει, η εσωτερική αυτή αντίφαση μειώνει την αξία των κατηγοριών και με νομικούς όρους, δίνει στον Νικηφόρο το ελαφρυντικό της αμφιβολίας. Εμείς δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτα παραπάνω επί του θέματος.
Επίλογος
Το να γράψει κάποιος τα θέματα της πολιτικής του Νικηφόρου, είναι περίεργη εμπειρία. Δεν περιορίζεται μόνο να αφηγηθεί τις πράξεις του, αλλά πρέπει να πει και τι δεν έκανε. Πρέπει να προσπαθήσει ν' αποκαθάρει τις αφηγήσεις των πηγών και να βρει μέσα από τα λεγόμενα την πιθανή αλήθεια. Αυτό δεν καθιστά τις πηγές άχρηστες, αλλά δυσκολόχρηστες. Έχει ειπωθεί, ότι η ιστορική συνέχεια, όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα από τη συνέχεια των λόγιων ρωμαίων χρονογράφων, βάζει σε πειρασμό τον ερευνητή να μην επεκτείνει την έρευνά του στην εύρεση εκείνων των στοιχείων που θα επιβεβαιώσουν ή θα απορρίψουν την εξιστόρηση αυτών των πηγών. Είναι αλήθεια, ότι έχουν γραφεί βυζαντινές ιστορίες βασισμένες μόνο στις πηγές. Φυσικό επακόλουθο είναι να μεταφέρεται αυτούσια σ' αυτές, η άποψη του χρονογράφου, για τα δρώμενα τις εποχής του, οι προκαταλήψεις του, ακόμη και η προπαγάνδα του. Δυστυχώς η αρχική επεξεργασία της Βυζαντινής ιστορίας από Δυτικούς ή Σοβιετικούς επιστήμονες, δεν βοήθησε στην απαλλαγή της από τέτοιες προοπτικές, αντίθετα θα λέγαμε την φόρτωσε με νέες προλήψεις, αποτέλεσμα της θεολογικής ή ιδεολογικής διαφοροποίησης, και των ερμηνευτικών τους εργαλείων. Η ανάγκη σύνθεσης ενός σύνθετου πολύπλευρου και πολυδιάστατου ερμηνευτικού εργαλείου, που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην μελέτη της βυζαντινής ιστορίας, κατ' αναλογία με αυτά που χρησιμοποιούν οι Δυτικοί για την μελέτη της δικιάς τους μεσαιωνικής ιστορίας (Marc Bloch, Erwin Panofsky και πρόσφατα ο Jaques Le Goff) έχει τεθεί και διατυπωθεί από πολλούς επιστήμονες. Το καλύτερο που διαθέτουμε μέχρι στιγμής είναι το έργο του πατρός Ι.Ρωμανίδη, το οποίο δυστυχώς, δεν περιλαμβάνει όλους τους τομείς της δραστηριότητας των Ρωμηών. Μέχρι στιγμής, όμως, προσφέρει την ικανοποιητική σημειολογία για την κατανόηση των θεμάτων, των οποίων άπτεται, και εφόσον δεν έχει γίνει κάποια προσπάθεια, αντικατάστασης ή απόρριψης, παραμένει πρωτότυπο και επίκαιρο.
Η «βυζαντινή» προπαγάνδα δεν στάθηκε ευνοϊκή με τον Νικηφόρο Φωκά. Παρότι ως στρατηγός, εκτός από λαμπρές νίκες, πρόσφερε την τακτική και τις υποδομές στην αυτοκρατορία, για να δημιουργήσουν οι επόμενοι την «Βυζαντινή Εποποιΐα» και ως οικονομικός νους, πρόσφερε λύσεις σε ακανθώδη ζητήματα, συκοφαντήθηκε ασύστολα και ανερυθρίαστα, όχι τόσο από τους συγχρόνους του, διότι αυτοί έζησαν τις μεγάλες στιγμές που αυτός πρόσφερε, αλλά από μεταγενέστερους λόγιους. Όχι από τα υποτιθέμενα «θύματά» του αλλά από κόλακες της αυλικής δημοσιοϋπαλληλίας, που έθεταν την «λογιοσύνη» τους στις ανάγκες εγκωμιασμού, οποιουδήποτε μπορούσε να τους προσφέρει μια προαγωγή, τον οποίο, στην συνέχεια θα «ξέσχιζαν» ευχαρίστως με την κάλαμό τους, αν οι συνθήκες το επέτρεπαν. Ήδη ειπώθηκε η άποψη που θέλει την Αυγούστα Θεοφανώ να μεριμνά για την υστεροφημία της, κατά την διάρκεια της βασιλείας του γιού της Βασίλειου Β' Βουλγαροκτόνου. Είναι σίγουρο, ότι πολλοί σύγχρονοι καλαμαράδες82, αλλά το θύμα δεν ήταν της κλάσης του Νικηφόρου. Οι προσπάθειες δεν σταμάτησαν με το τέλος της δυναστείας. Η άνοδος στο θρόνο του Μιχαήλ Στ' του Στρατιωτικού, μέλους της οικογένειας των Βριγγάδων83, έδωσε την ευκαιρία στην οικογένεια αυτή, έναν αιώνα μετά να προσπαθήσει να ξαναγράψει την ιστορία. Δεν συζητούμε, ότι σε επίπεδο πολιτικής, η στρατιωτική αριστοκρατία έγινε ο εχθρός του κατεστημένου. Αυτό οφειλόταν μεν στην άνοδο των γραφειοκρατών, αλλά και στην προσωπική συμβολή του Μιχαήλ Ψελλού, του ανθρωπάριου αυτού της πολιτικής, όπως τον χαρακτήρισε ο Καραγιαννόπουλος. Από δω και μπρος οι γραφιάδες της αυλής, όπως οι Ζωναράς και Σκυλίτζης, ακολουθούν το παράδειγμα του «ύπατου των φιλοσόφων». Αρέσκονται να παρουσιάζουν τους αυτοκράτορες ως ανίκανους, γι' αυτό και χρειάζονται την συνδρομή των μορφωμένων υπαλλήλων, που τους καθοδηγούν στους μαιάνδρους της πολιτικής. Με αφορισμούς και ευχολόγια, όμως, κρίσεις δεν ξεπερνιούνται εχθροί δεν αντιμετωπίζονται. Το Ματζικέρτ θα θέσει τέρμα στην ψευδαίσθησή τους, και όχι η δόξα αλλά η παραλίγο πτώση της αυτοκρατορίας, θα οφείλεται στους αρχαιοπρεπώς φιλοσοφούντας. θα προσφέρθηκαν να πλέξουν το εγκώμιό της, αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν αρκετό, διότι ο κόσμος γνώριζε ποιος ήταν ο Νικηφόρος, ποια ήταν η Θεοφανώ και πως πρωτοστάτησε στην δολοφονία του. Αυτό που χρειαζόταν ή βασιλομήτωρ, ήταν να παρουσιάζει η ιστορία τον Νικηφόρο άξιο της μοίρας του. Έπρεπε να προπαγανδίσει τέτοια πολιτική που θα τον καθιστούσε λαομίσητο. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν τόσο εύκολο, ειδικά τα πρώτα χρόνια που οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές. Είχε εφαρμοστεί με επιτυχία αυτή η μέθοδος, από τους Λέοντα Στ' και Κωνσταντίνο Ζ' για τον ιδρυτή της δυναστείας Βασίλειο Α', δολοφόνο του Μιχαήλ Γ'
Για να επανέλθουμε, οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι στον Νικηφόρο δεν δόθηκε ο φυσικός χρόνος να μεριμνήσει για την υστεροφημία του. Αλλά και αν του δίνονταν, δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά, ότι θα το έπραττε. Το πιο πιθανό είναι ότι θα ολοκλήρωνε την σταυροφορία του, θ' απελευθέρωνε τους Αγίου Τόπους και μετά θα πήγαινε στο Άγιο Όρος, στην Μονή που με τόση μέριμνα είχε ετοιμάσει, να εκπληρώσει το όνειρό του, την υπόσχεσή του να γίνει μοναχός. Γι' αυτό και δεν ενδιαφέρονταν να προπαγανδίσει το έργο του, να το στηρίξει επικοινωνιακά. Το έργο του μαρτυρούσε το ποιόν του άνδρα. Οι θρίαμβοι στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, μαζί με τα λάφυρα που κατατίθονταν στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο, πλήθος θρησκευτικών κειμηλίων επανέρχονταν στον φυσικό λατρευτικό τους χώρο, τον χριστιανικό ναό. Το πατριαρχείο της Αντιοχείας, ιδού, επανήλθε στην αγκαλιά της αυτοκρατορίας. Αλλά και επαρχίες από καιρό υπόδουλες, όπως η Κρήτη και η Κύπρος, απελευθερώθηκαν και η Ρωμηοσύνη σ' αυτές επέζησε, εξ αιτίας του. Οι αλλόπιστοι άκουγαν το όνομά του κι έτρεμαν. Ελ Νικφούρ. Δεν είχε ανάγκη προπαγάνδας το έργο του Νικηφόρου. Το όνομά του εντυπώθηκε στη συλλογική μνήμη των σλαβικών και αρμένικων λαών και πλήθος παραδόσεων που τον αφορούν, κυκλοφόρησαν εις πείσμα της γραφειοκρατίας της Πόλης. Αλλά και οι Άραβες παραδέχθηκαν τον μεγαλείο του ανδρός και, μάλιστα, προσπάθησαν να οικειοποιηθούν την καταγωγή του. Ο Άραβας ιστορικός Αβούλ Μαχάσαν εξισώνει τον Νικηφόρο με τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Έλληνα λαμπρό στρατηλάτη, και όπως αυτόν προσπαθούν να τον παρουσιάσουν ως δικό τους οι παρίες της ιστορίας, για να ωφεληθούν από τα εκείνου κατορθώματα, και μέσω αυτών να σηματοδοτήσουν την δική τους ανεξιχνίαστη πορεία στο χρόνο, έτσι και τον Νικηφόρο, οι Άραβες προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν ως γόνο μουσουλμάνου εκ Ταρσού, γνωστού ως Ιμπν ελ-Κασσάς. Έτσι την μεγαλύτερη αναγνώριση την έλαβε ο Νικηφόρος από τους εχθρούς του. Αλλά για να μην υπάρχει η εντύπωση ότι οι Ρωμηοί δεν τίμησαν την μνήμη του θα αναφέρουμε το επίγραμμα που συνέθεσε ο Μητροπολίτης Μελιτήνης Ιωάννης και χαράχθηκε επί της πέτρας του τάφου του Νικηφόρου:
Για να επανέλθουμε, οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι στον Νικηφόρο δεν δόθηκε ο φυσικός χρόνος να μεριμνήσει για την υστεροφημία του. Αλλά και αν του δίνονταν, δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά, ότι θα το έπραττε. Το πιο πιθανό είναι ότι θα ολοκλήρωνε την σταυροφορία του, θ' απελευθέρωνε τους Αγίου Τόπους και μετά θα πήγαινε στο Άγιο Όρος, στην Μονή που με τόση μέριμνα είχε ετοιμάσει, να εκπληρώσει το όνειρό του, την υπόσχεσή του να γίνει μοναχός. Γι' αυτό και δεν ενδιαφέρονταν να προπαγανδίσει το έργο του, να το στηρίξει επικοινωνιακά. Το έργο του μαρτυρούσε το ποιόν του άνδρα. Οι θρίαμβοι στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, μαζί με τα λάφυρα που κατατίθονταν στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο, πλήθος θρησκευτικών κειμηλίων επανέρχονταν στον φυσικό λατρευτικό τους χώρο, τον χριστιανικό ναό. Το πατριαρχείο της Αντιοχείας, ιδού, επανήλθε στην αγκαλιά της αυτοκρατορίας. Αλλά και επαρχίες από καιρό υπόδουλες, όπως η Κρήτη και η Κύπρος, απελευθερώθηκαν και η Ρωμηοσύνη σ' αυτές επέζησε, εξ αιτίας του. Οι αλλόπιστοι άκουγαν το όνομά του κι έτρεμαν. Ελ Νικφούρ. Δεν είχε ανάγκη προπαγάνδας το έργο του Νικηφόρου. Το όνομά του εντυπώθηκε στη συλλογική μνήμη των σλαβικών και αρμένικων λαών και πλήθος παραδόσεων που τον αφορούν, κυκλοφόρησαν εις πείσμα της γραφειοκρατίας της Πόλης. Αλλά και οι Άραβες παραδέχθηκαν τον μεγαλείο του ανδρός και, μάλιστα, προσπάθησαν να οικειοποιηθούν την καταγωγή του. Ο Άραβας ιστορικός Αβούλ Μαχάσαν εξισώνει τον Νικηφόρο με τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Έλληνα λαμπρό στρατηλάτη, και όπως αυτόν προσπαθούν να τον παρουσιάσουν ως δικό τους οι παρίες της ιστορίας, για να ωφεληθούν από τα εκείνου κατορθώματα, και μέσω αυτών να σηματοδοτήσουν την δική τους ανεξιχνίαστη πορεία στο χρόνο, έτσι και τον Νικηφόρο, οι Άραβες προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν ως γόνο μουσουλμάνου εκ Ταρσού, γνωστού ως Ιμπν ελ-Κασσάς. Έτσι την μεγαλύτερη αναγνώριση την έλαβε ο Νικηφόρος από τους εχθρούς του. Αλλά για να μην υπάρχει η εντύπωση ότι οι Ρωμηοί δεν τίμησαν την μνήμη του θα αναφέρουμε το επίγραμμα που συνέθεσε ο Μητροπολίτης Μελιτήνης Ιωάννης και χαράχθηκε επί της πέτρας του τάφου του Νικηφόρου:
Τον ανδράσι πριν και τομώτερον ξίφους
Πάρεργον ούτος και γυναικός και ξίφους.
Ος τω κράτει πριν γης είχεν όλον κράτος,
ώσπερ μικρός γης μικρόν ώκησε μέρος.
Το πριν σεβαστόν, ως δοκώ, και θηρίοις,
ανείλεν η σύγκοιτος έν δοκούν μέλος.
ο μηδέ νυξί μικρόν υπνώττειν θέλων
εν τω τάφω νυν μακρόν υπνώττει χρόνον.
θέαμα πικρόν! Αλλ' ανάστα νυν, άναξ,
και τύπτε πεζούς, ιππότας, τοξοκράτας,
το σον στράτευμα, τας φάλαγγας, τους λόχους.
Ορμά καθ' ημών ρωσική πανοπλία,
Σκυθών έθνη σφύζουσιν εις φονουργίας,
λεηλατούσι παν έθνος την σην πόλιν,
ους επτόει πριν και γεγραμένος τύπος
προ των πυλών σος εν πόλει Βυζαντίου.
Ναι, μη παρόψει ταύτα˙ ρίψον τον λίθον
τον σε κρατούντα, και λίθοις τα θηρία
τα των εθνών δίωκε˙ δως δε και πέτρας
στηριγμόν ημίν αρραγεστάτην βάσιν.
ει δε ου προκύψαι του τάφου μικρόν θέλεις,
καν ρήξον εκ γης έθνεσιν φωνήν μόνην˙
ίσως σκορπίσεις ταύτη και τρέψει μόνη.
Ειδ' ουδέ τούτο, τω τάφω τω σω δέχου
Σύμπαντας ημάς˙ ο νεκρός γαρ αρκέσει
Σώζειν τα πλήθη των όλων χριστονύμων,
Ώ πλην γυναικός τα δ' άλλα Νικηφόρος84.
Και αν δεν γράφονταν τόσες σελίδες που να ιστορούν τα κατορθώματα του Νικηφόρου, μόνος ο ίαμβος αυτός αρκούσε να υμνήσει τον άνδρα. Η επιγραφή αυτή δεν επέτρεψε στις προσπάθειες της Θεωφανούς και του λοιπού συρφετού να καρποφορήσουν. Έκραζε την αδικία. Αλλά και οι επικλήσεις του λαού της Κωνσταντινούπολης, εν ώρα κινδύνου, προς τον στρατηλάτη, κρύβουν κάτι από παράκληση σε άγιο. Βέβαια, δεν ξεχνάμε, ότι προστάτης της θεοφύλακτης Πόλης είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. Θυμόμαστε, όμως, ότι στο Άγιον Όρος και ειδικά στην Μεγίστη Λαύρα τιμούσαν αυτόν ως μάρτυρα μέχρι τα μέσα του ΙΣΤ' αιώνος. Μάλιστα στον βίο του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη αναφέρεται και θαύμα που έπραξε ο Νικηφόρος σε αδελφό της Μονής. Το μεταφέρουμε αυτούσιο από διήγηση του μοναχού Νικολάου στον μοναχό και μαθητή του οσίου Αθανασίου, Θεοδώρητο: «Τη γουν τρισκαιδεκάτη νυκτί λογισμός μοι επήλθε περί του Μάρτυρος Νικηφόρου, εάν ως Μάρτυρα οφείλωμεν έχειν αυτόν, είτε και μη˙ πολλοί γαρ τούτο κακείνο διϊσχυρίζοντο˙ εγώ δε τω λόγω του Πατρός (σ.σ. του οσίου Αθανασίου) πειθόμενος, επεκαλεσάμην αυτόν ως Μάρτυρα ποιήσαι μετ εμού σημείον εις αγαθόν˙ ήμην γαρ κατωφερής (σ.σ. δηλ είχε κήλη). Αρκούντως γαρ παρακαλέσας μετά γονυκλισιών επαυσάμην, και τηνικαύτα έγνων ότι μοι τα έγκατα άπαντα μέχρι και των γονάτων εχάλασεν˙ εβιαζόμην δε εμαυτόν ιδείν τι συνέβη μοι˙ αλλ' εγώ ουκ επείσθην τω λογισμώ αλλ' είχον αμετατρέπτως εν τω νοΐ μου ότι πάντως θεραπεύσει με ο Μάρτυς. Και μετά παραδρομήν πέντε νυχθημερών πάλιν ήμην επικαλούμενος τον Μάρτυρα, και έτι της ευχής ούσης εν τω στόματί μου έγνων ότι ανήλθε πάντα τα εντός μου και γέγονα υγιής. Και έως διήλθον αι τεσσαράκοντα πέντε ημέραι της στάσεώς μου, ουκ επείσθην τω λογισμώ ψηλαφήσαι και γνώναι τι μοι συνέβηκε»85.
Επίσης σε τοιχογραφία του Καθολικού της Λαύρας του Θεοφάνους (Ιστ' αι.) ιστορείται ο αυτοκράτωρ να προσφέρει τα χρυσόβουλα με φωτοστέφανο, ενώ ο Τσιμισκής σε τοιχογραφία του ιδίου αγιογράφου της ίδιας περιόδου στο Καθολικό, χωρίς φωτοστέφανο. Μαρτυρία του αγιορείτη μοναχού π.Νικοδήμου Μπιλάλη για την ύπαρξη Ακολουθίας του Μάρτυρα86 δείχνει ότι οι πατέρες στο Άγιο Όρος τον τίμησαν και τον μνημόνευσαν αρκούντως. Και πώς να αντιπαρέλθει κάποιος τις μαρτυρίες του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη περί του πνευματικού του τέκνου. Στις τρεις που παρεμβάλαμε ανωτέρω (στο τέλος του κεφ. για την εκκλησιαστική πολιτική) θα προσθέσουμε ακόμα μία, την οποία εκλάβαμε πάλι από το «Τυπικό» του οσίου, όπου ο λόγος του είναι πιο άμεσος: «Εντεύθεν, ει και το μοναδικόν σχήμα δι ήν είπομεν ουκ ημπέσχετο περιπέτειαν, αλλά τη των αρετών εργασία και φυλακή και τηρήσει του νοός, ταις τε μακροτάταις νηστείαις και ταις ευτόνεις αγρυπνίαις και διηνεκέσι χαμευνίαις τους εν όρεσι διαιτωμένους υπερηκόντιζε (σ.σ. ξεπερνούσε) μοναχούς αγωνιζόμενός τε και σωφρονών, όσον ο ημέτερος παραστήσαι λόγος ου δύναται». Η μαρτυρία του Γέροντα για την σωφροσύνη του Νικηφόρου είναι καταλυτική. Τα περί ερώτων και λοιπά είναι ύποπτες φλυαρίες, ενδεικτικές της ψυχικής κατάστασης των γραφόντων. Εμείς δεν μπορούμε να αποφανθούμε περί της αγιότητας ή μη του Νικηφόρου. Αυτό εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Εκκλησίας. Το μόνο που μπορούμε και προσπαθήσαμε να κάνουμε ήταν να προσκομίσουμε ό,τι στοιχεία βρήκαμε. Αυτά φανερώνουν το ασύστατο των κατηγοριών εναντίον του σεβαστού αυτοκράτορα, το ποιόν των κατηγόρων του, τα κίνητρά τους. Όλα τα παραπάνω δείχνουν, ότι ο Νικηφόρος ήταν ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες της Ρωμηοσύνης
Επίσης σε τοιχογραφία του Καθολικού της Λαύρας του Θεοφάνους (Ιστ' αι.) ιστορείται ο αυτοκράτωρ να προσφέρει τα χρυσόβουλα με φωτοστέφανο, ενώ ο Τσιμισκής σε τοιχογραφία του ιδίου αγιογράφου της ίδιας περιόδου στο Καθολικό, χωρίς φωτοστέφανο. Μαρτυρία του αγιορείτη μοναχού π.Νικοδήμου Μπιλάλη για την ύπαρξη Ακολουθίας του Μάρτυρα86 δείχνει ότι οι πατέρες στο Άγιο Όρος τον τίμησαν και τον μνημόνευσαν αρκούντως. Και πώς να αντιπαρέλθει κάποιος τις μαρτυρίες του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη περί του πνευματικού του τέκνου. Στις τρεις που παρεμβάλαμε ανωτέρω (στο τέλος του κεφ. για την εκκλησιαστική πολιτική) θα προσθέσουμε ακόμα μία, την οποία εκλάβαμε πάλι από το «Τυπικό» του οσίου, όπου ο λόγος του είναι πιο άμεσος: «Εντεύθεν, ει και το μοναδικόν σχήμα δι ήν είπομεν ουκ ημπέσχετο περιπέτειαν, αλλά τη των αρετών εργασία και φυλακή και τηρήσει του νοός, ταις τε μακροτάταις νηστείαις και ταις ευτόνεις αγρυπνίαις και διηνεκέσι χαμευνίαις τους εν όρεσι διαιτωμένους υπερηκόντιζε (σ.σ. ξεπερνούσε) μοναχούς αγωνιζόμενός τε και σωφρονών, όσον ο ημέτερος παραστήσαι λόγος ου δύναται». Η μαρτυρία του Γέροντα για την σωφροσύνη του Νικηφόρου είναι καταλυτική. Τα περί ερώτων και λοιπά είναι ύποπτες φλυαρίες, ενδεικτικές της ψυχικής κατάστασης των γραφόντων. Εμείς δεν μπορούμε να αποφανθούμε περί της αγιότητας ή μη του Νικηφόρου. Αυτό εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Εκκλησίας. Το μόνο που μπορούμε και προσπαθήσαμε να κάνουμε ήταν να προσκομίσουμε ό,τι στοιχεία βρήκαμε. Αυτά φανερώνουν το ασύστατο των κατηγοριών εναντίον του σεβαστού αυτοκράτορα, το ποιόν των κατηγόρων του, τα κίνητρά τους. Όλα τα παραπάνω δείχνουν, ότι ο Νικηφόρος ήταν ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες της Ρωμηοσύνης
1. Λεπτομέρειες για την εκστρατεία αυτή καθώς και για όλες τις άλλες επιτυχίες του στο ανατολικό μέτωπο μπορεί να πληροφορηθεί ο αναγνώστης στη διεύθυνση:http://www.impantokratoros.gr/2A615722.el.aspχ
2. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, σελ.240. Είχε ανταγωνιστεί μάλιστα τον παππού του Νικηφόρου, Λέοντα Φωκά, για τη θέση του Καίσαρα.
3. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, σελ. 292
4. «Αυτές, λοιπόν, είναι οι μεγάλες αμοιβές που μου προσφερουν τα ανάκτορα για τους τόσους αγώνες και κόπους μου˙ εκείνος που νομίζει θα ξεφύγει τον αλάθητο μεγάλο οφθαλμό, δεν σταμάτησε να μηχανεύεται για μένα τον θάνατο, για μένα που μεγάλωσα τα ρωμαϊκά σύνορα με την συναίνεση του Μεγαλοδύναμου, για μένα που ποτέ δεν έπραξα κάτι ακό εναντίον του δημοσίου, για μένα που βοήθησα περισσότερο απ' όλους τους άνδρες που σήμερα υπηρετούν, για μένα που κατέστρεψα με την φωτιά και το μαχαίρι την τεράστια χώρα των Αγαρηνών, για μένα που κατερείπωσα συθέμελα πόλεις πυκνοκατοικημένες. Εγώ λοιπόν θα αξίωνα από έναν συγκλητικό να είναι πιο επιεικής και μετριοπαθής και να μην μνησικακεί αδιάκοπα και τόσο μάται εναντίον οποιουδήποτε». Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ §11.Μετάφραση Βρασίδας Καραλής.
5. Αναφέρεται ρητά ο όρος « εν ταις διαθήκαις» στο κείμενο του Λέοντος, ΙΙ§12. Ενδεχομένως ο Ιωσήφ είχε εκθέσει τα σχέδιά του ή αυτοκράτορας Ρωμανός τα είχε πληροφορηθεί με άλλο τρόπο, επιτρέποντάς μας να συμπεράνουμε ότι δεν ήταν και τόσο αδιάφορος όσο γνωρίζουμε.
6. «Ορκίστηκαν και οι ίδιοι, να μην μεταθέσουν ή ακόμα, να μην προβιβάσουν σε κανένα αξίωμα, κανέναν αξιωματούχο χωρίς την συναίνεσή του, και να διοικούν τα δημόσια πράγματα με την δική του σύμφωνη γνώμη, κατόπιν κοινών διαβουλεύσεων. Στην συνέχεια τον ανακήρυξαν στρατηγό αυτοκράτορα της Ασίας...», Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ §12.Μετάφραση Βρασίδας Καραλής.
7. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, σελ. 295.
8. Schlumberger, Gustave, Ο Αυτοκράτωρ..., σελ.312.
9. Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙΙ §2.
10. Ο Ιωάννης Τσιμισκής (Τσεμσχκίκ) ήταν ανηψιός από αδελφή του Νικηφόρου Φωκά, γιος του Θεόφιλου Κούρκουα(Γκούργεν), αδελφού του Ιωάννη Κούρκουα, Δομέστικου των Σχολών επί Ρωμανού Λεκαπηνού. Ο Ρωμανός Κούρκουας ήταν εξάδελφος του Ιωάννη Τσιμισκή. Η οικογένεια αυτή ήταν αρμενιακής καταγωγής και στις παρενθέσεις αναγράφονται τα αρμενιακά ονόματα.
11. Στη διεύθυνση: http://www.impantokratoros.gr/E9F38534.el.aspx
12. Περισσότερα για τον θεσμό της αντιβασιλείας την εποχή των Μακεδόνων στην Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ.Β2', σελ. 273-4.
13. Οι Τορνίκιοι ήταν επίσης αρμενιακής καταγωγής, ανταγωνιστές του οίκου των Φωκάδων.
14. Ο Λέων Διάκονος χρησιμοποιεί τον όρο «μακεδονική φάλαγγα», κατά την προσφιλή τακτική των ιστορικών του τότε να χρησιμοποιούν ετεροχρονισμένη ορολογία.
15. Ο τίτλος αυτός στο πλήρες όνομά του ήταν κουροπαλάτης της Ιβηρίας και άνηκε σύμφωνα με το αυτοκρατορικό πρωτόκολλο στον βασιλικό οίκο της Ιβηρίας του Καυκάσου. Ο Λέων ήταν ο πρώτος Ρωμαίος που τον έλαβε. Βλ. Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ. Β2', σελ. 263.
16. Λέων Διάκονος, ΙΙΙ, §9.
17. Schlumberger, Gustave, Ο Αυτοκράτωρ..., σελ. 858-9, και επικαλείται Γλυκά και Μανασσή. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, σελ. 322. Ο Λέων Διάκονος σε μια σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Νικηφόρου, ξεκαθαρίζει ότι ήταν «σώματος αμείλικτος και ακολάκευτος ηδοναίς,... απαρεγχείρητον (=ανόθευτη) εβούλετο προς απάντων συντηρήσθαι την αρετήν», Ιστορία, V §8. Ακόμη και αυτός ο Ζωναράς, ο τόσο ειρωνικά διακείμενος έναντι του Νικηφόρου αναπαράγει την εγκράτεια του, ως παράγοντα δυσαρέσκειας της Θεοφανούς. Επιτομή Ιστοριών, XVI §28.
18. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, (μετ. Διον. Μούσουρας), σελ. 295.
19. Τον όρο δανειζόμαστε από την εισαγωγή του Ιορδάνη Γρηγοριάδη στο έργο του Ζωναρά (βλ. βιβλιογραφία).
20. Βίος Β' §22.
21. Το Ησυχαστήριο αυτό του Νικηφόρου Φωκά, όπως λέγεται ακόμη και σήμερα, ανακαινίσθηκε το 1669 και το 1856 και διατηρείται σε καλή κατάσταση.
22. http://www.impantokratoros.gr/55DEA248.el.aspx
23. Το κείμενο παραθέτει ο Λαμπρίδης στο Schlumberger, Gustave, Ο αυτοκράτωρ..., σελ. 448-449, σημ. 1.
24. Την μετάφραση λάβαμε από Κ. Παπαρηγόπουλο, ιστορία..., τ.Δ' σελ 109-110. Το κείμενο μέσα στις αγκύλες δεν αντιστοιχεί σε αρχαίο κείμενο παραπάνω, αλλά είναι πλεονάζων, αλλά απαραίτητο για την ολοκλήρωση της Νεαράς και την κατανόηση αυτής. Παρατίθεται με την ορθογραφία αυτούσια.
25. Ενδεικτικά προτρέπουμε τον αναγνώστη ν' ανατρέξει στο κεφάλαιο «Περί φυλαργυρίας» στην Κλίμακα του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός 20029, σελ.218-222. Επί του θέματος συλλογή κειμένων στον «Ευεργετινό» αποτελεί η υπόθεσις ΙΖ' «Περί του ότι δει τον αποτασσόμενον γυμνωθήναι πάντων, και πως δει διοικείν τα αυτώ επιβάλλοντα και ότι τοις εν τω Κοινοβίω το ιδιόκτητον προφανής όλεθρος» με σταχυολογήματα από Άγιο Βαρσανούφιο, Γεροντικόν. Ευεργετινός, Αθήνα 20017, τ.Α' σελ. 225-230.
26. Χριστοφιλοπούλου, Αικ., Βυζαντινή Ιστορία, σελ.434.
27. Χριστοφιλοπούλου, Αικ., Βυζαντινή Ιστορία, σελ.432.
28. Βλ. σχετικά Jacques Lefort, H Αγροτική Οικονομία, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, σελ. 377-380.
29. Vasiliev A.A., Ιστορία..., τ.Α' σελ.416-7.
30. Πολύ κατατοπιστική για τις τάσεις της σύγχρονης βιβλιογραφίας η Εισαγωγή του Michael Angold στο έργο του Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 ως το 1204,εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 20083, σελ. 41-54.
31. Την ερμηνευτική αυτή καθώς και παρουσίαση της φράγκικης και ρώσικης προπαγάνδας στο Ρωμανίδη, Ιωάννη, Ρωμηοσύνη, εκδ. Πουρνάρα, Θες/νίκη 20023, σελ . 63-82 &92-103.
32. «... και επίσης τον τόμο ν' αποδώσει στην σύνοδο, τον οποίο ο Νικηφόρος ενάντια στα συνηθισμένα εξέδωσε. Διότι ο Νικηφόρος, είτε γιατί ήθελε να διορθώσει τη συμπεριφορά προς τα θεία κάποιων ιερωμένων, όπως νόμιζε, είτε διότι ήθελε να ελέγχει τα εκκλησιαστικά, το οποίο ήταν αθέμιτο, πίεσε τους ιεράρχες να ετοιμάσουν τόμο, ώστε τίποτα από τα εκκλησιαστικά πράγματα να μην ενεργούν χωρίς τη δική του έγκριση» Λέων Διάκονος VI,§4.
33. «Αλλά το πιο δυσάρεστο ήταν ο νόμος που έβγαλε, που τον υπέγραψαν και μερικοί Επίσκοποι από τους ασταθείς και τους κόλακες, και όριζε να μην εκλέγεται ή να χειροθετείται επίσκοπος χωρίς την προτροπή του και την γνώμη του». Σκυλίτζη, Ιωάννη, Χρονογραφία, σελ. 316-7.
34. «Έπειτα, επειδή οι αρχιερείς και ο Πατριάρχης Πολύευκτος είχαν διαφορά στην ψήφιση των επισκόπων, και οι μεν στους εαυτούς τους θεωρούσαν επιτρεπτό να ψηφίζουν όποιον έκριναν (κατάλληλο), ενώ ο Πατριάρχης δικαιολογούνταν, ότι οι ψήφοι δεν ήταν αμερόληπτε ούτε ανεπηρέαστες και πίεζε να του ανακοινώνουν οι αρχιερείς τους υποψηφίους, ο Βασιλιάς αφού έλαβε αφορμή απ' αυτό (την διαφωνία), οικειοποιήθηκε την εξουσία της εγκρίσεως των υπό χειροτονία επισκόπων, ώστε κανείς να μην αποστέλλεται σε εκκλησία (επισκοπή) χωρίς την γνώμη του.» Ζωναρά, Ιωάννη, Επιτομή Ιστοριών, XVI,§25.
35. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Τόμος-νόμος του Νικηφόρου Φωκά για την εκλογή αρχιερέων, εν Βυζαντινά 13 (1985), σελ. 171-176.
36. Καραγιαννόπολου, Ιωάννη, Ιστορία..., τ.Α' σελ. 90-91.
37. Haldon, John, Βυζάντιο, σελ.230. Runciman, Steven, Βυζαντινός Πολιτισμός, σελ.126-7.
38. Καραγιαννόπολου, Ιωάννη, Ιστορία..., τ.Α' σελ. 57-59.
39. Γλυκατζή-Αρβελέρ, Η Ποιτική ιδεολογία..., σελ.15.
40. Θεμίστιου, Λόγος 5,64b : «νόμον έμψυχον είναι τον βασιλέα, νόμον θείον άνωθεν ήκοντα». Βλ. Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ.Α' σελ.116-7.
41. Επαναγωγή (ή Εισαγωγή) του νόμου αποτελεί νομικό εγχειρίδιο, στο οποίο κατά μέγα μέρος επαναλαμβάνεται «Πρόχειρος» νόμος, αλλά με διαφορετική διάρθρωση της ύλης, τροποποιήσεις και δάνεια που λαμβάνονται από την «Εκλογή». Ήταν σχέδιο εισαγωγικού νόμου σε 40 τίτλους, για την μεγάλη συλλογή των «Τεσσαράκοντα Βίβλων», όπως λέγεται το προοίμιο της «Ανανκαθάρσεως των παλαιών νόμων». Βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αικ., Βυζαντινή Ιστορία, τ. Β2' σελ.41.
42. Μεταλληνού, Γεωργίου (Πρωτοπρεσβύτερου), Ησυχαστές και Ζηλωτές, εν Ελληνισμός Μαχόμενος, εκδ. Τηνος, Αθήνα 1995, σελ. 26-27.
43. Περισσότερα Ι.τ.Ε.Ε., τ.Η', σελ.40, 87, 171-4.
44. Βλέπε εδώ σημείωση 6.
45. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία, τ.Α' σελ.117 σημ.1.
46. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία,σελ.317.
47. «θέσπισε μάλιστα και νόμο δικό του να αποδίδονται στους στρατιώτες που πέθαιναν στον πόλεμο τιμές μαρτύρων, να τιμώνται με ανάλογη υμνωδία και να δοξάζονται παρομοίως. Μάλιστα το θεσπέσιο εκίνο θέσπισμα θα αποκτούσε ισχύ, αν δεν αντιδρούσαν εντόνως ο Πατριάρχης, κάποιοι αρχιερείς, καθώς επίσης και ορισμένοι από τους έγκριτους συγκλητικούς, λέγοντας "πως είναι δυνατόν να λογίζονται ως μάρτυρες ή ισάξιοι μαρτύρων όσοι φονεύουν και φονεύονται στον πόλεμο, όταν οι ιεροί κανόνες τους επιβάλλουν το επιτίμιο να μην μεταλαμβάνουν επί τρία έτη;"» (μετ. Ιορ. Γρηγοριάδης). Ζωναρά, Ιωάννη, Επιτομή Ιστοριών, XVI,§25.
48. «Αυτής λοιπόν της μοναχικής ζωής ένθερμος ζηλωτής και εραστής υπήρξεν ο αείμνηστος και μέγας μεταξύ των βασιλέων Νικηφόρος, ο περίφημος δια την ανδρείαν και την αρετήν, εις τον οποίον οαριστοτέχνης Θεός παρεχώρησεν ως αντάξιον βραβείον την κατάληψιν των βαρβαρικών πόλεων των εχθρών...Υπό τούοτυ δε ακριβώς του θείου ζήλου κινούμενος ούτος, αφού έκτισε συνεχόμενα ασκητήρια στο όρος του Κυμινά, εγκατέστησεν εις αυτά μοναχούς και τους παρέσχεν άφθονα τα αναγκαία προς συντήρησιν μέσα... επεβοήθησε και ωργάνωσε διά της χορηγίας εις τους μοναχούς ετησίων επιδομάτων, δια της λίαν ευνοϊκής υπέρ αυτών εκδόσεως σολεμνίων και δι' επιδιορθώσεων και δωρεών»(Μετ. Αγιορείτου Μοναχού Νικοδήμου Μπιλάλη, διατηρείται η ορθογραφία) «Τυπικόν» §2 στ.1-5, 9-11, 14-19.
49. « Διότι ούτε ίχνος δειλίας ή υποκρίσεως δεν υπήρχεν εις την θείαν εκείνην και ανεπίληπτον (ή αδούλωτον) ψυχήν» (Μετ. Αγιορείτου Μοναχού Νικοδήμου Μπιλάλη, διατηρείται η ορθογραφία) «Τυπικόν» §3 στ.6-8.
50. «Εξ άλλου ο μακαριστός και φιλόχρηστος βασιλεύς, ο οποίος διήγαγε βίον και πολιτείαν ανταξίως προς την επωνυμίαν του, ενόσω ακόμη ευρίσκετο εις την ζωήν εφρόντισε και ερρύθμισε δι ευσεβούς χρυσοβουλλίου του τόσον περί των αναγκαίων μέσων συντηρήσεως, όσον και περί της διακυβερνήσεως των αδελφών οι οποίοι διαμένουν εις την ανεγερθείσαν Λάυρα» (Μετ. Αγιορείτου Μοναχού Νικοδήμου Μπιλάλη, διατηρείται η ορθογραφία) «Τυπικόν» §8 στ.1-5.
51. «... από τον Νικηφόρο, τον αοίδημο βασιλέα, τον οποίο ο λόγος προηγουμένως εδήλωσε. Αυτός υπήρξε ονομαστός και ένδοξος για την σεμνότητα του βίου και την επιμέλεια της αρετής, δια της οποίας περισσότερο από κάθε άλλον ανεδψείχθη και των παθών αυτοκράτορας, και τα βραβεία της σωφροσύνης αξίως από τον Θεό έλαβε» (Μετ. Γεωργίου Κατσούλα) «Βίος...», §20 στ.9-13.
52. «Βίος...», §62 στ. 102β, 104α. Έκδοση Ιερού Μετοχίου Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Ορμύλια 1991.
53. «Μου είναι ασύμφορο ν' αφήσω την ερημία και τους πτωχούς που συγκακοπαθούν μαζί μου και να περιπλανιέμαι στις πόλεις αναλαμβάνοντας μέριμνες και υποθέσεις. Μήπως, αλήθεια, έλειψαν στην Κωνσταντινούπολη οι μοναχοί και οι ηγούμενοι, ώστε να χρειάζεται εγώ να κάνω τις κουρές αυτών που εγκαταλείπουν εκεί τον κόσμο; Εάν ωστόσο προτιμάς οπωσδήποτε την ταπεινότητά μου, έλα στην άκρη του τόπου που ζούμε και ακολούθα μαζί μας την τεθλιμμένη οδό. Διότι ουδέποτε θα μπορέσεις να αποκτήσεις ταπεινό φρόνημα, εάν προηγουμένως δεν γίνεις πάμπτωχος υλικά», «Βίος...», §66 στ.109β-110α.
54. Schlumberger, O αυτοκράτορας..., σελ.619-622, Κ.Παπαρηγόπουλος, Ιστορία, τ.Δ' σελ.113-114.
55. L. L. Uzman, The Tetarteron of Nicephorus II. Phokas. Fact or fiction? Εν Numism. Circular 70 (1962) σελ. 4-5 (δεν το έχω δει).
56. Αναστ. Χριστοφιλόπουλου, Περί το Επαρχικόν Βιβλίον, Α΄Τεταρτηρόν, εν ΕΕΒΣ 23 (1953) σελ. 152-156.
57. Angold, Michael, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία..., εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 20083, σελ. 34.
58. Η Αγγελική Λαΐου αποδίδει αυτή την θεώρηση και στην χριστιανική ηθική της εποχής, σύμφωνη με την «αυτάρκεια» της αρχαιοελληνικής αντίληψης (Ξενοφώντας). Αγγελικής Λαΐου, Οικονιμική Σκέψη και Ιδεολογία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ', σελ. 329-360.
59. Χαρακτηρίζονται ως «σκοτεινοί» λόγω της έλλειψης πηγών που να μας «φωτίζουν» για τα δρώμενα της εποχής. Πρόκειται για όρο δανεικό από την ιστορία της μεσαιωνικής Δύσης, αν και στην ιστορία της αυτοκρατορίας η έλλειψη αυτή εντοπίζεται σε μικρότερο χρονικό διάστημα και δεν είναι στον ίδιο βαθμό.
60. Καραγιαννόπουλος Ι., Ιστορία..., τ.Α' σελ. 743.
61. Αγγελικής Λαΐου, Το Έμψυχο Δυναμικό, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Α' σελ.113-124.
62. Αγγελικής Λάϊου, Οικονομικές και μη οικονομικές ανταλλαγές, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Β΄σελ.462.
63. Cécile Morisson, To Βυζαντινό Νόμισμα: Παραγωγή και Κυκλοφορία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.54.
64. Cécile Morisson, To Βυζαντινό Νόμισμα: Παραγωγή και Κυκλοφορία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.56.
65. Κατά την θεωρία του F. Dworschak, η οποία συμπληρώθηκε από τον R. Lopez, το «τεταρτηρόν» είναι ο solidus μειωμένος κατά ¼ του scripulum σε χρυσό, ενώ το «δύο τετάρτων νόμισμα» είναι solidus μειωμένος κατά ½ scripulum σε χρυσό. Σύμφωνα με αυτή την θεωρία το τεταρτηρόν ζύγιζε 4,266. F. Dworschak, Studien zum byzantinischen Mynzwesen, εν Numismatische Zeitschrift, N. F., τ.29 (1936), σελ. 77-81. Τα παραπάνω καταρρίπτει ο Αναστ. Χριστοφιλόπουλος, και ισχυρίζεται, ότι πρόκειται για νομίσματα «με ονομαστικήν αξίαν ίσην προς το τέταρτον και το ήμισυ νομισματικής μονάδος αλλά με μεταλλική περιεκτικότητα σημαντικώς κατωτέραν. Πρόκειται εν άλλοις λόγοις περί κερμάτων». Αναστ. Χριστοφιλόπουλου, Περί το Επαρχικόν Βιβλίον, Α΄Τεταρτηρόν, εν ΕΕΒΣ 23 (1953) σελ. 153, όπου βρήκα και τη θεωρία του F. Dworscak.
66. Με την παραπάνω ονομαστική αξία συμφωνεί και Cécile Morisson, To Βυζαντινό Νόμισμα: Παραγωγή και Κυκλοφορία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.70.
67. Angold, Michael, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία..., εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 20083, σελ. 145.
68. Αναστ. Χριστοφιλόπουλου, Περί το Επαρχικόν Βιβλίον, Α΄Τεταρτηρόν, εν ΕΕΒΣ 23 (1953) σελ. 154.
69. Ahrweiler, Helene, Nouvelle hypothèse sur le tétartèron d' or et la politique monétaire de Nicéphore Phocas, ZRVI 8 (1963) 1-9 (ελήφθη από Cécile Morisson, To Βυζαντινό Νόμισμα: Παραγωγή και Κυκλοφορία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.70).
70. Οικονομίδης, Νίκος, Ο Ρόλος του Βυζαντινού Κράτους στην Οικονομία, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.169-170.
71. Παπαγιάνη, Ελευθερία, Η Βυζαντινή Προτίμησις, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.272.
72. Κατά τον Αντρέα Σμινκ η παραπάνω νεαρά του Λέοντος Στ' θεωρείται πλαστή. Παπαγιάνη, Ελευθερία, Η Βυζαντινή Προτίμησις, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.269 σημ.9.
73. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Ιστορία.., τ.Β2 σελ.385 σημ.5.
74. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Ιστορία.., τ.Β2 σελ.387.
75. Παπαγιάνη, Ελευθερία, Η Βυζαντινή Προτίμησις, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.275.
76. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία,σελ.66.
77. Dragon, Gilbert, Η αστική οικονομία από τον 7ο ως τον 12ο αιώνα, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Β' σελ.127.
78. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Ιστορία.., τ.Β2 σελ.132.
79. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Ιστορία.., τ.Β2 σελ.132.
80. Συκουτρής, Ιωάννης, Λέοντος του Διακόνου Ανέκδοτον Εγκώμιον εις Βασίλειον τον Β', εν ΕΕΒΣ, Αθήναι 1933, τ.Ι' σελ427.
81. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία,σελ.275.
82. Για τις απόψεις του Gregoire H. Που θέλουν τον Μιχαήλ Γ', όχι μόνο θύμα δολοφονίας, αλλά και θύμα της προπαγάνδας της Μακεδονικής Δυναστείας στον Καραγιαννόπουλο Ι, Ιστορία..., τ.Β' σελ.259.
83. Angold, Michael, Η Βυζαντινή..., σελ. 127.
84. Sclumberger, Gustave, Ο αυτοκράτωρ..., σελ.873-4.
85. Μπιλάλη, Νικοδήμου (αγιορείτου μοναχού), Όσιος Αθανάσιος..., τ.Α' σελ.230.
86. Μπιλάλη, Νικοδήμου (αγιορείτου μοναχού), Όσιος Αθανάσιος..., τ.Α' σελ.48.
2. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, σελ.240. Είχε ανταγωνιστεί μάλιστα τον παππού του Νικηφόρου, Λέοντα Φωκά, για τη θέση του Καίσαρα.
3. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, σελ. 292
4. «Αυτές, λοιπόν, είναι οι μεγάλες αμοιβές που μου προσφερουν τα ανάκτορα για τους τόσους αγώνες και κόπους μου˙ εκείνος που νομίζει θα ξεφύγει τον αλάθητο μεγάλο οφθαλμό, δεν σταμάτησε να μηχανεύεται για μένα τον θάνατο, για μένα που μεγάλωσα τα ρωμαϊκά σύνορα με την συναίνεση του Μεγαλοδύναμου, για μένα που ποτέ δεν έπραξα κάτι ακό εναντίον του δημοσίου, για μένα που βοήθησα περισσότερο απ' όλους τους άνδρες που σήμερα υπηρετούν, για μένα που κατέστρεψα με την φωτιά και το μαχαίρι την τεράστια χώρα των Αγαρηνών, για μένα που κατερείπωσα συθέμελα πόλεις πυκνοκατοικημένες. Εγώ λοιπόν θα αξίωνα από έναν συγκλητικό να είναι πιο επιεικής και μετριοπαθής και να μην μνησικακεί αδιάκοπα και τόσο μάται εναντίον οποιουδήποτε». Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ §11.Μετάφραση Βρασίδας Καραλής.
5. Αναφέρεται ρητά ο όρος « εν ταις διαθήκαις» στο κείμενο του Λέοντος, ΙΙ§12. Ενδεχομένως ο Ιωσήφ είχε εκθέσει τα σχέδιά του ή αυτοκράτορας Ρωμανός τα είχε πληροφορηθεί με άλλο τρόπο, επιτρέποντάς μας να συμπεράνουμε ότι δεν ήταν και τόσο αδιάφορος όσο γνωρίζουμε.
6. «Ορκίστηκαν και οι ίδιοι, να μην μεταθέσουν ή ακόμα, να μην προβιβάσουν σε κανένα αξίωμα, κανέναν αξιωματούχο χωρίς την συναίνεσή του, και να διοικούν τα δημόσια πράγματα με την δική του σύμφωνη γνώμη, κατόπιν κοινών διαβουλεύσεων. Στην συνέχεια τον ανακήρυξαν στρατηγό αυτοκράτορα της Ασίας...», Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ §12.Μετάφραση Βρασίδας Καραλής.
7. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, σελ. 295.
8. Schlumberger, Gustave, Ο Αυτοκράτωρ..., σελ.312.
9. Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙΙ §2.
10. Ο Ιωάννης Τσιμισκής (Τσεμσχκίκ) ήταν ανηψιός από αδελφή του Νικηφόρου Φωκά, γιος του Θεόφιλου Κούρκουα(Γκούργεν), αδελφού του Ιωάννη Κούρκουα, Δομέστικου των Σχολών επί Ρωμανού Λεκαπηνού. Ο Ρωμανός Κούρκουας ήταν εξάδελφος του Ιωάννη Τσιμισκή. Η οικογένεια αυτή ήταν αρμενιακής καταγωγής και στις παρενθέσεις αναγράφονται τα αρμενιακά ονόματα.
11. Στη διεύθυνση: http://www.impantokratoros.gr/E9F38534.el.aspx
12. Περισσότερα για τον θεσμό της αντιβασιλείας την εποχή των Μακεδόνων στην Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ.Β2', σελ. 273-4.
13. Οι Τορνίκιοι ήταν επίσης αρμενιακής καταγωγής, ανταγωνιστές του οίκου των Φωκάδων.
14. Ο Λέων Διάκονος χρησιμοποιεί τον όρο «μακεδονική φάλαγγα», κατά την προσφιλή τακτική των ιστορικών του τότε να χρησιμοποιούν ετεροχρονισμένη ορολογία.
15. Ο τίτλος αυτός στο πλήρες όνομά του ήταν κουροπαλάτης της Ιβηρίας και άνηκε σύμφωνα με το αυτοκρατορικό πρωτόκολλο στον βασιλικό οίκο της Ιβηρίας του Καυκάσου. Ο Λέων ήταν ο πρώτος Ρωμαίος που τον έλαβε. Βλ. Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ. Β2', σελ. 263.
16. Λέων Διάκονος, ΙΙΙ, §9.
17. Schlumberger, Gustave, Ο Αυτοκράτωρ..., σελ. 858-9, και επικαλείται Γλυκά και Μανασσή. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, σελ. 322. Ο Λέων Διάκονος σε μια σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Νικηφόρου, ξεκαθαρίζει ότι ήταν «σώματος αμείλικτος και ακολάκευτος ηδοναίς,... απαρεγχείρητον (=ανόθευτη) εβούλετο προς απάντων συντηρήσθαι την αρετήν», Ιστορία, V §8. Ακόμη και αυτός ο Ζωναράς, ο τόσο ειρωνικά διακείμενος έναντι του Νικηφόρου αναπαράγει την εγκράτεια του, ως παράγοντα δυσαρέσκειας της Θεοφανούς. Επιτομή Ιστοριών, XVI §28.
18. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, (μετ. Διον. Μούσουρας), σελ. 295.
19. Τον όρο δανειζόμαστε από την εισαγωγή του Ιορδάνη Γρηγοριάδη στο έργο του Ζωναρά (βλ. βιβλιογραφία).
20. Βίος Β' §22.
21. Το Ησυχαστήριο αυτό του Νικηφόρου Φωκά, όπως λέγεται ακόμη και σήμερα, ανακαινίσθηκε το 1669 και το 1856 και διατηρείται σε καλή κατάσταση.
22. http://www.impantokratoros.gr/55DEA248.el.aspx
23. Το κείμενο παραθέτει ο Λαμπρίδης στο Schlumberger, Gustave, Ο αυτοκράτωρ..., σελ. 448-449, σημ. 1.
24. Την μετάφραση λάβαμε από Κ. Παπαρηγόπουλο, ιστορία..., τ.Δ' σελ 109-110. Το κείμενο μέσα στις αγκύλες δεν αντιστοιχεί σε αρχαίο κείμενο παραπάνω, αλλά είναι πλεονάζων, αλλά απαραίτητο για την ολοκλήρωση της Νεαράς και την κατανόηση αυτής. Παρατίθεται με την ορθογραφία αυτούσια.
25. Ενδεικτικά προτρέπουμε τον αναγνώστη ν' ανατρέξει στο κεφάλαιο «Περί φυλαργυρίας» στην Κλίμακα του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός 20029, σελ.218-222. Επί του θέματος συλλογή κειμένων στον «Ευεργετινό» αποτελεί η υπόθεσις ΙΖ' «Περί του ότι δει τον αποτασσόμενον γυμνωθήναι πάντων, και πως δει διοικείν τα αυτώ επιβάλλοντα και ότι τοις εν τω Κοινοβίω το ιδιόκτητον προφανής όλεθρος» με σταχυολογήματα από Άγιο Βαρσανούφιο, Γεροντικόν. Ευεργετινός, Αθήνα 20017, τ.Α' σελ. 225-230.
26. Χριστοφιλοπούλου, Αικ., Βυζαντινή Ιστορία, σελ.434.
27. Χριστοφιλοπούλου, Αικ., Βυζαντινή Ιστορία, σελ.432.
28. Βλ. σχετικά Jacques Lefort, H Αγροτική Οικονομία, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, σελ. 377-380.
29. Vasiliev A.A., Ιστορία..., τ.Α' σελ.416-7.
30. Πολύ κατατοπιστική για τις τάσεις της σύγχρονης βιβλιογραφίας η Εισαγωγή του Michael Angold στο έργο του Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 ως το 1204,εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 20083, σελ. 41-54.
31. Την ερμηνευτική αυτή καθώς και παρουσίαση της φράγκικης και ρώσικης προπαγάνδας στο Ρωμανίδη, Ιωάννη, Ρωμηοσύνη, εκδ. Πουρνάρα, Θες/νίκη 20023, σελ . 63-82 &92-103.
32. «... και επίσης τον τόμο ν' αποδώσει στην σύνοδο, τον οποίο ο Νικηφόρος ενάντια στα συνηθισμένα εξέδωσε. Διότι ο Νικηφόρος, είτε γιατί ήθελε να διορθώσει τη συμπεριφορά προς τα θεία κάποιων ιερωμένων, όπως νόμιζε, είτε διότι ήθελε να ελέγχει τα εκκλησιαστικά, το οποίο ήταν αθέμιτο, πίεσε τους ιεράρχες να ετοιμάσουν τόμο, ώστε τίποτα από τα εκκλησιαστικά πράγματα να μην ενεργούν χωρίς τη δική του έγκριση» Λέων Διάκονος VI,§4.
33. «Αλλά το πιο δυσάρεστο ήταν ο νόμος που έβγαλε, που τον υπέγραψαν και μερικοί Επίσκοποι από τους ασταθείς και τους κόλακες, και όριζε να μην εκλέγεται ή να χειροθετείται επίσκοπος χωρίς την προτροπή του και την γνώμη του». Σκυλίτζη, Ιωάννη, Χρονογραφία, σελ. 316-7.
34. «Έπειτα, επειδή οι αρχιερείς και ο Πατριάρχης Πολύευκτος είχαν διαφορά στην ψήφιση των επισκόπων, και οι μεν στους εαυτούς τους θεωρούσαν επιτρεπτό να ψηφίζουν όποιον έκριναν (κατάλληλο), ενώ ο Πατριάρχης δικαιολογούνταν, ότι οι ψήφοι δεν ήταν αμερόληπτε ούτε ανεπηρέαστες και πίεζε να του ανακοινώνουν οι αρχιερείς τους υποψηφίους, ο Βασιλιάς αφού έλαβε αφορμή απ' αυτό (την διαφωνία), οικειοποιήθηκε την εξουσία της εγκρίσεως των υπό χειροτονία επισκόπων, ώστε κανείς να μην αποστέλλεται σε εκκλησία (επισκοπή) χωρίς την γνώμη του.» Ζωναρά, Ιωάννη, Επιτομή Ιστοριών, XVI,§25.
35. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Τόμος-νόμος του Νικηφόρου Φωκά για την εκλογή αρχιερέων, εν Βυζαντινά 13 (1985), σελ. 171-176.
36. Καραγιαννόπολου, Ιωάννη, Ιστορία..., τ.Α' σελ. 90-91.
37. Haldon, John, Βυζάντιο, σελ.230. Runciman, Steven, Βυζαντινός Πολιτισμός, σελ.126-7.
38. Καραγιαννόπολου, Ιωάννη, Ιστορία..., τ.Α' σελ. 57-59.
39. Γλυκατζή-Αρβελέρ, Η Ποιτική ιδεολογία..., σελ.15.
40. Θεμίστιου, Λόγος 5,64b : «νόμον έμψυχον είναι τον βασιλέα, νόμον θείον άνωθεν ήκοντα». Βλ. Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ.Α' σελ.116-7.
41. Επαναγωγή (ή Εισαγωγή) του νόμου αποτελεί νομικό εγχειρίδιο, στο οποίο κατά μέγα μέρος επαναλαμβάνεται «Πρόχειρος» νόμος, αλλά με διαφορετική διάρθρωση της ύλης, τροποποιήσεις και δάνεια που λαμβάνονται από την «Εκλογή». Ήταν σχέδιο εισαγωγικού νόμου σε 40 τίτλους, για την μεγάλη συλλογή των «Τεσσαράκοντα Βίβλων», όπως λέγεται το προοίμιο της «Ανανκαθάρσεως των παλαιών νόμων». Βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αικ., Βυζαντινή Ιστορία, τ. Β2' σελ.41.
42. Μεταλληνού, Γεωργίου (Πρωτοπρεσβύτερου), Ησυχαστές και Ζηλωτές, εν Ελληνισμός Μαχόμενος, εκδ. Τηνος, Αθήνα 1995, σελ. 26-27.
43. Περισσότερα Ι.τ.Ε.Ε., τ.Η', σελ.40, 87, 171-4.
44. Βλέπε εδώ σημείωση 6.
45. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία, τ.Α' σελ.117 σημ.1.
46. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία,σελ.317.
47. «θέσπισε μάλιστα και νόμο δικό του να αποδίδονται στους στρατιώτες που πέθαιναν στον πόλεμο τιμές μαρτύρων, να τιμώνται με ανάλογη υμνωδία και να δοξάζονται παρομοίως. Μάλιστα το θεσπέσιο εκίνο θέσπισμα θα αποκτούσε ισχύ, αν δεν αντιδρούσαν εντόνως ο Πατριάρχης, κάποιοι αρχιερείς, καθώς επίσης και ορισμένοι από τους έγκριτους συγκλητικούς, λέγοντας "πως είναι δυνατόν να λογίζονται ως μάρτυρες ή ισάξιοι μαρτύρων όσοι φονεύουν και φονεύονται στον πόλεμο, όταν οι ιεροί κανόνες τους επιβάλλουν το επιτίμιο να μην μεταλαμβάνουν επί τρία έτη;"» (μετ. Ιορ. Γρηγοριάδης). Ζωναρά, Ιωάννη, Επιτομή Ιστοριών, XVI,§25.
48. «Αυτής λοιπόν της μοναχικής ζωής ένθερμος ζηλωτής και εραστής υπήρξεν ο αείμνηστος και μέγας μεταξύ των βασιλέων Νικηφόρος, ο περίφημος δια την ανδρείαν και την αρετήν, εις τον οποίον οαριστοτέχνης Θεός παρεχώρησεν ως αντάξιον βραβείον την κατάληψιν των βαρβαρικών πόλεων των εχθρών...Υπό τούοτυ δε ακριβώς του θείου ζήλου κινούμενος ούτος, αφού έκτισε συνεχόμενα ασκητήρια στο όρος του Κυμινά, εγκατέστησεν εις αυτά μοναχούς και τους παρέσχεν άφθονα τα αναγκαία προς συντήρησιν μέσα... επεβοήθησε και ωργάνωσε διά της χορηγίας εις τους μοναχούς ετησίων επιδομάτων, δια της λίαν ευνοϊκής υπέρ αυτών εκδόσεως σολεμνίων και δι' επιδιορθώσεων και δωρεών»(Μετ. Αγιορείτου Μοναχού Νικοδήμου Μπιλάλη, διατηρείται η ορθογραφία) «Τυπικόν» §2 στ.1-5, 9-11, 14-19.
49. « Διότι ούτε ίχνος δειλίας ή υποκρίσεως δεν υπήρχεν εις την θείαν εκείνην και ανεπίληπτον (ή αδούλωτον) ψυχήν» (Μετ. Αγιορείτου Μοναχού Νικοδήμου Μπιλάλη, διατηρείται η ορθογραφία) «Τυπικόν» §3 στ.6-8.
50. «Εξ άλλου ο μακαριστός και φιλόχρηστος βασιλεύς, ο οποίος διήγαγε βίον και πολιτείαν ανταξίως προς την επωνυμίαν του, ενόσω ακόμη ευρίσκετο εις την ζωήν εφρόντισε και ερρύθμισε δι ευσεβούς χρυσοβουλλίου του τόσον περί των αναγκαίων μέσων συντηρήσεως, όσον και περί της διακυβερνήσεως των αδελφών οι οποίοι διαμένουν εις την ανεγερθείσαν Λάυρα» (Μετ. Αγιορείτου Μοναχού Νικοδήμου Μπιλάλη, διατηρείται η ορθογραφία) «Τυπικόν» §8 στ.1-5.
51. «... από τον Νικηφόρο, τον αοίδημο βασιλέα, τον οποίο ο λόγος προηγουμένως εδήλωσε. Αυτός υπήρξε ονομαστός και ένδοξος για την σεμνότητα του βίου και την επιμέλεια της αρετής, δια της οποίας περισσότερο από κάθε άλλον ανεδψείχθη και των παθών αυτοκράτορας, και τα βραβεία της σωφροσύνης αξίως από τον Θεό έλαβε» (Μετ. Γεωργίου Κατσούλα) «Βίος...», §20 στ.9-13.
52. «Βίος...», §62 στ. 102β, 104α. Έκδοση Ιερού Μετοχίου Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Ορμύλια 1991.
53. «Μου είναι ασύμφορο ν' αφήσω την ερημία και τους πτωχούς που συγκακοπαθούν μαζί μου και να περιπλανιέμαι στις πόλεις αναλαμβάνοντας μέριμνες και υποθέσεις. Μήπως, αλήθεια, έλειψαν στην Κωνσταντινούπολη οι μοναχοί και οι ηγούμενοι, ώστε να χρειάζεται εγώ να κάνω τις κουρές αυτών που εγκαταλείπουν εκεί τον κόσμο; Εάν ωστόσο προτιμάς οπωσδήποτε την ταπεινότητά μου, έλα στην άκρη του τόπου που ζούμε και ακολούθα μαζί μας την τεθλιμμένη οδό. Διότι ουδέποτε θα μπορέσεις να αποκτήσεις ταπεινό φρόνημα, εάν προηγουμένως δεν γίνεις πάμπτωχος υλικά», «Βίος...», §66 στ.109β-110α.
54. Schlumberger, O αυτοκράτορας..., σελ.619-622, Κ.Παπαρηγόπουλος, Ιστορία, τ.Δ' σελ.113-114.
55. L. L. Uzman, The Tetarteron of Nicephorus II. Phokas. Fact or fiction? Εν Numism. Circular 70 (1962) σελ. 4-5 (δεν το έχω δει).
56. Αναστ. Χριστοφιλόπουλου, Περί το Επαρχικόν Βιβλίον, Α΄Τεταρτηρόν, εν ΕΕΒΣ 23 (1953) σελ. 152-156.
57. Angold, Michael, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία..., εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 20083, σελ. 34.
58. Η Αγγελική Λαΐου αποδίδει αυτή την θεώρηση και στην χριστιανική ηθική της εποχής, σύμφωνη με την «αυτάρκεια» της αρχαιοελληνικής αντίληψης (Ξενοφώντας). Αγγελικής Λαΐου, Οικονιμική Σκέψη και Ιδεολογία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ', σελ. 329-360.
59. Χαρακτηρίζονται ως «σκοτεινοί» λόγω της έλλειψης πηγών που να μας «φωτίζουν» για τα δρώμενα της εποχής. Πρόκειται για όρο δανεικό από την ιστορία της μεσαιωνικής Δύσης, αν και στην ιστορία της αυτοκρατορίας η έλλειψη αυτή εντοπίζεται σε μικρότερο χρονικό διάστημα και δεν είναι στον ίδιο βαθμό.
60. Καραγιαννόπουλος Ι., Ιστορία..., τ.Α' σελ. 743.
61. Αγγελικής Λαΐου, Το Έμψυχο Δυναμικό, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Α' σελ.113-124.
62. Αγγελικής Λάϊου, Οικονομικές και μη οικονομικές ανταλλαγές, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Β΄σελ.462.
63. Cécile Morisson, To Βυζαντινό Νόμισμα: Παραγωγή και Κυκλοφορία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.54.
64. Cécile Morisson, To Βυζαντινό Νόμισμα: Παραγωγή και Κυκλοφορία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.56.
65. Κατά την θεωρία του F. Dworschak, η οποία συμπληρώθηκε από τον R. Lopez, το «τεταρτηρόν» είναι ο solidus μειωμένος κατά ¼ του scripulum σε χρυσό, ενώ το «δύο τετάρτων νόμισμα» είναι solidus μειωμένος κατά ½ scripulum σε χρυσό. Σύμφωνα με αυτή την θεωρία το τεταρτηρόν ζύγιζε 4,266. F. Dworschak, Studien zum byzantinischen Mynzwesen, εν Numismatische Zeitschrift, N. F., τ.29 (1936), σελ. 77-81. Τα παραπάνω καταρρίπτει ο Αναστ. Χριστοφιλόπουλος, και ισχυρίζεται, ότι πρόκειται για νομίσματα «με ονομαστικήν αξίαν ίσην προς το τέταρτον και το ήμισυ νομισματικής μονάδος αλλά με μεταλλική περιεκτικότητα σημαντικώς κατωτέραν. Πρόκειται εν άλλοις λόγοις περί κερμάτων». Αναστ. Χριστοφιλόπουλου, Περί το Επαρχικόν Βιβλίον, Α΄Τεταρτηρόν, εν ΕΕΒΣ 23 (1953) σελ. 153, όπου βρήκα και τη θεωρία του F. Dworscak.
66. Με την παραπάνω ονομαστική αξία συμφωνεί και Cécile Morisson, To Βυζαντινό Νόμισμα: Παραγωγή και Κυκλοφορία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.70.
67. Angold, Michael, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία..., εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 20083, σελ. 145.
68. Αναστ. Χριστοφιλόπουλου, Περί το Επαρχικόν Βιβλίον, Α΄Τεταρτηρόν, εν ΕΕΒΣ 23 (1953) σελ. 154.
69. Ahrweiler, Helene, Nouvelle hypothèse sur le tétartèron d' or et la politique monétaire de Nicéphore Phocas, ZRVI 8 (1963) 1-9 (ελήφθη από Cécile Morisson, To Βυζαντινό Νόμισμα: Παραγωγή και Κυκλοφορία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.70).
70. Οικονομίδης, Νίκος, Ο Ρόλος του Βυζαντινού Κράτους στην Οικονομία, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.169-170.
71. Παπαγιάνη, Ελευθερία, Η Βυζαντινή Προτίμησις, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.272.
72. Κατά τον Αντρέα Σμινκ η παραπάνω νεαρά του Λέοντος Στ' θεωρείται πλαστή. Παπαγιάνη, Ελευθερία, Η Βυζαντινή Προτίμησις, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.269 σημ.9.
73. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Ιστορία.., τ.Β2 σελ.385 σημ.5.
74. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Ιστορία.., τ.Β2 σελ.387.
75. Παπαγιάνη, Ελευθερία, Η Βυζαντινή Προτίμησις, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.275.
76. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία,σελ.66.
77. Dragon, Gilbert, Η αστική οικονομία από τον 7ο ως τον 12ο αιώνα, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Β' σελ.127.
78. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Ιστορία.., τ.Β2 σελ.132.
79. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Ιστορία.., τ.Β2 σελ.132.
80. Συκουτρής, Ιωάννης, Λέοντος του Διακόνου Ανέκδοτον Εγκώμιον εις Βασίλειον τον Β', εν ΕΕΒΣ, Αθήναι 1933, τ.Ι' σελ427.
81. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία,σελ.275.
82. Για τις απόψεις του Gregoire H. Που θέλουν τον Μιχαήλ Γ', όχι μόνο θύμα δολοφονίας, αλλά και θύμα της προπαγάνδας της Μακεδονικής Δυναστείας στον Καραγιαννόπουλο Ι, Ιστορία..., τ.Β' σελ.259.
83. Angold, Michael, Η Βυζαντινή..., σελ. 127.
84. Sclumberger, Gustave, Ο αυτοκράτωρ..., σελ.873-4.
85. Μπιλάλη, Νικοδήμου (αγιορείτου μοναχού), Όσιος Αθανάσιος..., τ.Α' σελ.230.
86. Μπιλάλη, Νικοδήμου (αγιορείτου μοναχού), Όσιος Αθανάσιος..., τ.Α' σελ.48.
ΜΕΡΟΣ Α΄ ΕΔΩ
ΜΕΡΟΣ Β΄ ΕΔΩ
ΠΗΓΗ: http://www.impantokratoros.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον