«ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει»
ΣΗΜΕΡΑ εορτάζει η Ορθοδοξία την αναστήλωση των ιερών εικόνων, μετά την μεγάλη εικονομαχική έριδα που συντάραξε την Εκκλησία για περισσότερα από 100 χρόνια
Γράφει η Ελένη Δραμπάλα
Η σημερινή αγία ημέρα είναι ξεχωριστή, διότι παρά το κατανυκτικό κλίμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, εορτάζει η Ορθοδοξία μας, η αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Αποτελεί δε, ανάμνηση του κορυφαίου γεγονότος της εκκλησιαστικής ιστορίας μας, της αναστήλωσης των ιερών εικόνων, γεγονός που συνέβη το 843 μ.Χ. στο Βυζάντιο, χάρις στην αποφασιστική συμβολή της βασίλισσας και μετέπειτα αγίας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεοφίλου (840 - 843 μ.Χ.).
Η αναφορά γίνεται στη μεγάλη Εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε κυριολεκτικά την Εκκλησία μας για περισσότερα από εκατό χρόνια.
ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ ΚΑΙ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
(α) Η παράδοση της Εκκλησίας για τις ιερές εικόνες
Ο Χριστιανισμός κάτω από την επίδραση του Ιουδαϊσμού και των διατάξεων της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες απαγορεύουν την εξεικόνιση του θείου, αρχικώς δεν θεώρησε αναγκαία την δημιουργία εικονικής ή γλυπτικής χριστιανικής τέχνης, αλλά περιορίσθηκε μόνο σε απλά σύμβολα και συμβολικές παραστάσεις, τα οποία συνεδέοντο αναγωγικά με θεμελιώδεις διδασκαλίες της χριστιανικής πίστης. Ακόμη και αυτές οι απλές παραστάσεις από την Παλαιά ή την Καινή Διαθήκη είχαν διδακτικό και συμβολικό χαρακτήρα. Οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν τις εικόνες του Χριστού ήταν οι Γνωστικοί και ειδικότερα οι Καρποκρατιανοί. Οι Γνωστικοί προέβαλλαν τις εικόνες ως αντικείμενο προσκυνήσεως μαζί με τις εικόνες των φιλοσόφων Πυθαγόρα, Πλάτωνα, Αριστοτέλη κ.ά. Παρ’ όλα αυτά και παρά την πολεμική, η οποία ασκήθηκε από τους Μοντανιστές εναντίον των γνωστικών εικόνων, η Εκκλησία ήδη είχε αρχίσει από τον Γ΄ αι. να υιοθετεί την ιδέα της εξεικονίσεως του προσώπου του Χριστού, ενώ η χριστιανική εικονογραφία συνδέθηκε αρχικώς μόνον με τις ακμάζουσες μεγάλες τοπικές εκκλησίες και δεν επεκτάθηκε στις επαρχίες. Κατά τον 4ο αι. διαδόθηκε ευρέως η διακόσμηση των ναών με εικόνες, παρά τις μεμονωμένες αντιδράσεις. Ο Ευσέβιος Καισαρείας υπήρξε πολέμιος της παραστάσεως του Ιησού Χριστού σε εικόνες, διότι θεωρούσε αφ’ ενός μεν αδύνατη την εξεικόνιση της θείας δόξας με νεκρά και άψυχα χρώματα, αφ’ ετέρου δε αξιολογούσε τις εικόνες του Ιησού Χριστού ως ξένες προς την εκκλησιαστική παράδοση. Η θέση του αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους εικονομάχους για την ιστορική θεμελίωση της εχθρικής τους διαθέσεως έναντι των εικόνων, γι’ αυτό και πολεμήθηκε με σφοδρότητα από τους εικονοφίλους. Τον 4ο αι. οι ι. Εικόνες εισήχθησαν όχι μόνο στους ναούς, αλλά και στις οικίες πολλών χριστιανών και επεβλήθησαν τελικώς στην εκκλησιαστική συνείδηση και τους αποδιδόταν ιδιαίτερη τιμή, ενώ ο διδακτικός χαρακτήρας των εικόνων τονίσθηκε κατά τον 5ο αι. από τον άγιο Νείλο «ὅπως ἄν οἱ μή εἰδότες γράμματα, μηδέ δυνάμενοι τάς θείας ἀναγιγνώσκειν γραφάς, τῇ θεωρίᾳ τῆς ζωγραφίας μνήμην τε λαμβάνωσι τῆς τῶν γνησίως τῷ ἀληθινῷ θεῷ δεδουλευκότων ἀνδραγαθίας καί πρός ἅμιλλαν διεγείρωνται τῶν εὐκλεῶν καί ἀοιδίμων ἀριστευμάτων, δι’ ὧν τῆς γῆς τόν οὐρανόν ἀντηλλάξαντο, τῶν βλεπομένων τά μή ὁρώμενα προτιμήσαντες». Με την επίλυση του δογματικού ζητήματος της ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων, θεμελιώθηκε σαφέστερα η θεολογία των ι. Εικόνων και η προβολή της δυνατότητας ακτινοβολίας του θείου επί των δημιουργημάτων. Τόσο η θεολογική, όσο και η παιδαγωγική ερμηνεία της ι. Εικόνας, ευνόησαν την πλήρη σύνδεσή τους με την χριστιανική ευσέβεια, παρά την εναντίον τους πολεμική των αιρετικών Παυλικιανών, των Ιουδαίων και των Αράβων, ενώ η ευσέβεια αυτή ενισχύετο συνήθως από τους μοναχούς. Εικονομάχοι υπήρξαν οι εκπρόσωποι των μεγάλων αιρέσεων (Αρειανισμού, Απολιναρισμού, Νεστοριανισμού και Μονοφυσιτισμού).
(β) Τα αίτια της Εικονομαχίας (1η και 2η περίοδος εικονομαχικών ερίδων 727-787 και 813-843).
Οι εικονομαχικές έριδες συντάραξαν την Εκκλησία και την αυτοκρατορία επί έναν και πλέον αιώνα (727-843), ενώ τα αίτιά τους δεν είναι σαφή. Διατυπώθηκαν διάφορες υποθέσεις, οι οποίες δημιουργούσαν πολλές φορές σύγχυση αιτίων και συνεπειών, που οφείλονταν στην πενιχρότητα των εικονομαχικών πηγών. Υποστήριζαν ότι η εικονομαχία αποτελούσε μία απλή αναζήτηση πνευματικότερης έκφρασης της λατρευτικής ζωής των χριστιανών με την καταπολέμηση οποιασδήποτε παγανιστικής τάσεως. Άλλοι υποστήριζαν ότι η εικονομαχία υποκρύπτει ταξικό αγώνα, λόγω των τάσεων των ισχυρών της εποχής να σφετερισθούν την εκκλησιαστική περιουσία. Άλλοι συνέδεσαν την εικονομαχία προς την τάση μιάς ριζικής αναθεωρήσεως των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, με κριτήριο τις θεοκρατικές αντιλήψεις του Λέοντα Γ΄ του Ισαύρου, οι οποίες διακηρύχθηκαν με την επίσημη δήλωσή του προς τον πάπα Γρηγόριο Β΄, ότι ήταν φορέας τόσο της βασιλικής, όσο και της ιερατικής εξουσίας («Βασιλεύς εἰμι καί ἱερεύς»). Άλλοι περιόριζαν τις τάσεις αυτές σε μία απλή αγροτική μεταρρύθμιση, η οποία έπληττε κυρίως την μοναστηριακή περιουσία, χαρακτηρίζοντας την εικονομαχία ως μία μορφή «Μοναχομαχίας». Άλλοι υποστήριξαν την άποψη ότι η σταθερή απόφαση του αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ για την αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού επεκτάθηκε απλώς και στην Εκκλησία, ενώ άλλοι διείδαν στην εικονομαχία μία προσπάθεια περιορισμού των θρησκειακών αντιθέσεων ή μία τάση συνδιαλλαγής μεταξύ των τριών μεγάλων βιβλικών θρησκειών, δηλ. του Χριστιανισμού, του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού. Άλλοι θεώρησαν την εικονομαχία ως μία προσπάθεια βιαίου εξανατολισμού του ελληνοχριστιανικού Βυζαντίου, με την υποβάθμιση της εκκλησιαστικής παράδοσης, η οποία είχε διαμορφωθεί κυρίως επί τη βάσει του ελληνικού πνεύματος. Τέλος, άλλοι τόνισαν τον ακραιφνή θεολογικό χαρακτήρα της εικονομαχικής έριδας. Όμως, όλες αυτές οι θέσεις δεν δύνανται να εξηγήσουν επαρκώς την αιφνίδια κήρυξη της εικονομαχίας από τον Λέοντα Γ΄. Οπωσδήποτε, όμως, τα πολιτικά και τα κοινωνικά κίνητρα ανεφάνησαν μετά την κήρυξη της εικονομαχίας, η οποία αρχικώς υπήρξε μία απλή θρησκευτική έριδα, καίτοι εξελίχθηκε αργότερα σε θεολογική διαμάχη και τελικώς συνδέθηκε με πολιτικές, κοινωνικές και γενικότερες εκκλησιαστικές τάσεις, ώστε να μεταβληθεί σε προσπάθεια ολοκληρωτικής κυριαρχίας του πνεύματος της Ανατολής στην ελληνοχριστιανική παράδοση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Υπέρμαχος της τιμής των ι. Εικόνων αναδείχθηκε ο μοναχός και πρεσβύτερος της Λαύρας του αγ. Σάββα στην Παλαιστίνη Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος, στο ζήτημα της εικονομαχίας, εκδήλωσε το ενδιαφέρον του με τους τρεις περίφημους αντιρρητικούς λόγους «Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας», όπου υποστηρίζει με έμφαση ότι οι εικόνες δεν τιμώνται οι ίδιες, όπως συμβαίνει με τα είδωλα, αλλά η τιμή προς αυτές ανάγεται στο πρωτότυπο («ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει», και ότι το εικονιζόμενο στην εικόνα πρόσωπο είναι υπαρκτό και όχι ανύπαρκτο, όπως στα είδωλα, παρά το γεγονός ότι η απόδοση του φυσικού προσώπου του εικονιζομένου αγίου δεν ήταν αυστηρός κανόνας στη σκέψη του αγιογράφου. Η εικονομαχική Σύνοδος της Ιέρειας (754) δεν είχε κανονικό συνοδικό χαρακτήρα, οπότε το κύρος της δεν έγινε δεκτό αφού δεν συμμετείχε κανείς από τους πέντε πατριάρχες, ενώ η περίφημη επιχειρηματολογία του Ιωάννη Δαμασκηνού αναιρούσε την θεολογική θεμελίωση των αποδοκιμασθέντων αποφάσεων της Συνόδου. Μετά τον θάνατο και του Λέοντα Δ΄, η εξουσία περιήλθε στην εικονόφιλλη Ειρήνη την Αθηναία (780), η οποία ήταν επίτροπος του ανηλίκου γιού της Κωνσταντίνου ΣΤ΄ του Πορφυρογέννητου. Προκάλεσε την αντίδραση των πανίσχυρων εικονομάχων αξιωματούχων της αυλής, οι οποίοι οργάνωσαν συνωμοσία εναντίον της, ενώ η ίδια πέτυχε την εξουδετέρωσή της, σπεύδοντας να θέσει αμέσως ζήτημα αναστηλώσεως των ι. Εικόνων και προετοιμάζοντας το έδαφος με την ενίσχυση των τάξεων των εικονοφίλων της Κωνσταντινουπόλεως. Συγκάλεσε Σύνοδο τον Σεπτέμβριο του 787 (Ζ΄ Οικουμενική) στην Νίκαια της Βιθυνίας, όπου ο Όρος της Συνόδου αποτελούσε πλέον την επίσημη απόφαση της Εκκλησίας για το ζήτημα των ι. Εικόνων, θεμελιώνοντας την θεολογία των σχετικών έργων του Ιωάννη Δαμασκηνού. Έγινε επίσημη τελετή γιά την αναστήλωση της εικόνας του Χριστού της Χαλκής από τη βασίλισσα Ειρήνη και τέθηκε η επιγραφή «Ἥν καθεῖλε πάλαι Λέων ὁ Δεσπόζων, ἐνταῦθα ἀνεστήλωσεν Εἰρήνη πάλιν».
Ο Λέων Ε΄ από πολιτική σκοπιμότητα ανανέωσε τις εικονομαχικές έριδες, ενώ εικονόφιλοι βασιλείς διώχθηκαν ή έπεσαν στον πόλεμο. Η έναρξη της 2ης περιόδου της εικονομαχίας έγινε με την καθαίρεση της εικόνας του Χριστού της Χαλκής από τον Λέοντα Ε΄, με το πρόσχημα της δήθεν διαφύλαξης από την εικονομαχική μανία των στρατιωτικών. Υπέρμαχοι των ι. εικόνων αναδείχθηκαν εκείνη την περίοδο ο εκθρονισθείς πατριάρχης Νικηφόρος και ο Θεόδωρος Στουδίτης, οι οποίοι υπήρξαν και οι ηγέτες των πανίσχυρων πλέον μοναχών και των εικονοφίλων. Οι μοναχοί αναμίχθηκαν ενεργά στα πνευματικά και θρησκευτικά ζητήματα της αυτοκρατορίας με επικεφαλής τον Θεόδωρο, ο οποίος εξορίσθηκε αλλά συνέχισε ακλόνητος τον αγώνα, ενώ πέθανε στην εξορία το 826 σε ηλικία 67 ετών και τάφηκε στη νήσο Πρίγκηπο. Διακρίθηκε για την αναδιοργάνωση της μονής Στουδίου, όπου υπήρξε ηγούμενος για πολλές δεκαετίες, αλλά και για τους αγώνες του υπέρ της τιμής των ι. εικόνων.
(γ) Οι συνέπειες των εικονομαχικών ερίδων
Ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα σε πολλούς τομείς του εκκλησιαστικού βίου, αφού η εικονομαχία δεν επέζησε μετά την θριαμβευτική αναστήλωση των ι. εικόνων (843). Συνεπώς:
(1) Διακανονίσθηκε το ζήτημα της σχέσεως των δύο εξουσιών, δηλ. της Ιερωσύνης και της Βασιλείας, απαγορεύθηκε στους εικονομάχους αυτοκράτορες να παρεμβαίνουν με διατάγματα για να καθορίζουν την πίστη της Εκκλησίας, διότι αναπότρεπτα θα οδηγούσε στην καθιέρωση ενός θεοκρατικού καθεστώτος. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος προσδιορίζει με σαφήνεια τα καθήκοντα του Βασιλέως και του Πατριάρχη στην «Επαναγωγή», βασιζόμενος στο προοίμιο της ΣΤ΄ Νεαράς του Ιουστινιανού περί της αρχής της «συμφωνίας» Βασιλείας και Ιερωσύνης, όμως προσαρμόζεται πλέον στις νέες συνθήκες.
(2) Ενίσχυση του Μοναχισμού: τα μοναστήρια κατέστησαν κατά την εικονομαχία και μετά από αυτήν τα κύρια πνευματικά κέντρα της πατερικής πνευματικότητας, η εκκλησιαστική γραμματεία, η υμνολογία, η λειτουργική παράδοση και η εκκλησιαστική ιεραρχία συνδέθηκαν στενότερα πλέον με την μοναστική αναγέννηση.
(3) Η χριστιανική ζωγραφική και αρχιτεκτονική συνδυάσθηκαν αρμονικότερα, θεμελιώθηκαν νέες θεολογικές προοπτικές για την ζωγραφική με σαφέστερο θεολογικό χαρακτήρα και κριτήριο τη σχέση της εικόνας προς την χριστολογία, σύμφωνα με την Ζ΄ Οικουμενική σύνοδο (δογματικός κύκλος, λειτουργικός κύκλος, ιστορικός κύκλος).
(4) Για την θεία Λατρεία συντάχθηκαν οι Κανόνες, ύμνοι κ.λπ., με έντονο δοξολογικό χαρακτήρα. Οι Στουδίτες ανεμόρφωσαν λειτουργικά βιβλία, όπως Οκτώηχος ή Παρακλητική, Τριώδιον, Πεντηκοστάριον, Μηναία και Θεοτοκάριον.
(5) Απομάκρυνση και διαφοροποίηση του παπικού θρόνου από το Βυζάντιο και την Ανατολή κατά την περίοδο της εικονομαχίας, κυρίως λόγω της ρήξης του παπικού θρόνου προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα για το ζήτημα των ι. εικόνων. Βέβαια, οι επιλογές αυτές εξασθένησαν την βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία.
(6) Ενισχύθηκε το «παπικό πρωτείο» με τις ψευδο-Ισιδώρειες διατάξεις, τα νοθευμένα συνοδικά κείμενα από την ήδη νοθευμένη συλλογή Hispana Gallica, τα παπικά δεκρετάλια εκ των οποίων τα 115 είναι εξ ολοκλήρου πλαστά και τα 125 έχουν υποστεί νοθείες, τροποποιήσεις και προσθαφαιρέσεις. Η προϋπάρχουσα, βεβαίως, διαφοροποίηση του παπικού θρόνου από την Ανατολή και η εξάρτησή του από το Φραγκικό κράτος κατέστησαν πλέον τη ρήξη Ανατολής και Δύσεως ζήτημα χρόνου. Το σχίσμα της εποχής του Φωτίου (863-867) και το Μέγα Σχίσμα (1054) συνδέονται άρρηκτα με τις μεταβολές, οι οποίες επήλθαν κατά την περίοδο της εικονομαχίας στις σχέσεις των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως.
Ἀπολυτίκιον
Τήν ἄχραντον εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρεσιν τῶν πταισμάτων ἡμῶν βουλήσει γάρ ηὐδόκησας ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ ἵνα ρύσῃ οὕς ἔπλασες ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ ὅθεν εὐχαρίστως βοῶμεν χαρᾶς ἐπλήρωσας τά πάντα ὁ σωτήρ ἡμῶν ὁ παραγενόμενος εἰς τό σῶσαι τόν κόσμον.
Ελένη Δραμπάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον