Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Μιρτσέα Ελιάντε, ο χρόνος της Ιστορίας

Γεννήθηκε ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ στο Βουκουρέστι το 1907.
Ο μεγαλύτερος θρησκειολόγος σε παγκόσμια κλίμακα κατά τη μεταπολεμική πεντηκονταετία του 20ού αιώνα.
«Ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία, ο χριστιανισμός είναι εκκλησία, ο χριστιανισμός δεν ζει πια εντός του κόσμου αλλά εντός της ιστορίας ... Η επιθυμία του ανθρώπου των παραδοσιακών κοινωνιών για απάρνηση της ιστορίας και συνταύτισή του με την αέναη επανάληψη των αρχετύπων πιστοποιεί τη δίψα του για το πραγματικό και τον τρόμο του μήπως τυχόν χάσει τον εαυτό του, αφήνοντάς τον να παρασυρθεί από την απουσία νοήματος, η οποία κυριαρχεί στην άθρησκη ύπαρξη».


Γράφει η Ελένη Δραμπάλα


Ο Ρουμάνος Μιρτσέα Ελιάντε (Mircea Eliade, 13 Μαρτίου 1907 - 22 Απριλίου 1986) είναι ο μεγαλύτερος θρησκειολόγος σε παγκόσμια κλίμακα κατά τη μεταπολεμική πεντηκονταετία του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1907, όπου σπούδασε ιστορία (1925-1928), ειδικεύθηκε στη θρησκειολογία μεταπτυχιακά στην Ινδία μαθαίνοντας σανσκριτικά (Καλκούτα 1928-1932) και εγκαινίασε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στη Ρουμανία (1933), την οποία αναγκάστηκε να αναστείλει εξαιτίας του πολέμου, που τον έζησε ως μορφωτικός ακόλουθος στο Λονδίνο (1940-1941) και στη Λισαβώνα (1941-1945). Μεταπολεμικά αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία, όπου σταδιοδρόμησε ως καθηγητής θρησκειολογίας στη Σορβόννη (1945-1956) και συνέγραψε τα πρώτα και σπουδαιότερα βιβλία του, όπως τα Κόσμος και Ιστορία (1949) και Το Ιερό και το Ανίερο (1956). Αργότερα μετοίκησε στις ΗΠΑ, όπου έζησε ως τον θάνατό του (1986). Στις ΗΠΑ, ο Ελιάντε διέπρεψε ως πανεπιστημιακός καθηγητής στο Σικάγο (1956-1976), επικεφαλής του Τμήματος Ιστορίας των Θρησκειών, διευθυντής τριών παγκοσμίου φήμης θρησκειολογικών περιοδικών (Zalmoxis, Antaios, History of Religions), εκδότης της καλύτερης θρησκειολογικής δεκαεξάτομης εγκυκλοπαίδειας Encyclopedia of Religion (New York 1987) και συγγραφέας πλειάδας βιβλίων επιστημονικού και λογοτεχνικού περιεχομένου. Ο Ελιάντε διακρίθηκε επίσης ως συγγραφέας φανταστικών διηγημάτων. Από τα θρησκειολογικά έργα του, μοναδικά στο είδος τους (εκτός από τα δύο παραπάνω μελετήματα: 1949, 1956) αναδεικνύονται η επίτομη Πραγματεία της Ιστορίας των Θρησκειών (1964), η τρίτομη Ιστορία των Δοξασιών και των Θρησκευτικών Ιδεών (1976-1984) και το επίτομο Λεξικό των Θρησκειών (1989 σε συνεργασία με τον ομοεθνή μαθητή του Ιοάν Κουλιάνο)[1].

Ι. Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Το «ἐν ἀρχῇ» (εβρ. בתחילת = Beresith) αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές διατυπώσεις του βιβλικού λόγου. Όχι μόνο στην Παλαιά Διαθήκη, που εγκαινιάζεται άλλωστε με αυτή την έκφραση, αλλά επιπλέον στην Καινή Διαθήκη και μάλιστα στα ευαγγελικά κείμενα όπου επαναλαμβάνεται εμφαντικά: «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος» (Ιωάν. 1,1). Με το «ἐν ἀρχῇ»  (Γεν. 1,1) δηλώνεται η προτεραιότητα στην ιστορικότητα, στη χρονικότητα και στη γραμμικότητα της εξέλιξης των γεγονότων.

Αφετηριακό γνώρισμα του ιουδαϊκού κοσμοειδώλου είναι η προτεραιότητα στον χρόνο, η προτίμηση της ιστορίας αντί για τη φύση και η γραμμική αντίληψη (όχι η κυκλική) στην πορεία των πραγμάτων. Κάτι τέτοιο χαρακτηρίζει και τις τρεις μονοθεϊστικές παραδόσεις –τον ιουδαϊσμό, τον χριστιανισμό και τον μουσουλμανισμό– που  αποκαλούνται με ένα κοινό όνομα –«αβρααμικές» αφού και οι τρεις αναγνωρίζουν τον Αβραάμ ως πατριάρχη της πίστης τους.

Ο ιουδαϊσμός διακρίνεται και υπερέχει έναντι των δύο άλλων αβρααμικών θρησκειών, διότι προηγείται ιστορικά και προεξάρχει θεωρητικά στην έκφραση μιας τέτοιας πίστης. Για πρώτη φορά στην Παλαιά Διαθήκη διατυπώνεται η ιστορικότητα της πίστης και διασυνδέεται ο μονοθεϊσμός με τη χρονικότητα. Έτσι, στον ιουδαϊσμό ανήκουν αδιαμφισβήτητα τα πρωτοτόκια του αβρααμικού μονοθεϊσμού, που θεμελιώνεται στην εσχατολογική οντολογία.

Με τον όρο «εσχατολογία»[2] εννοούμε την προτεραιότητα του χρόνου και της ιστορίας, που συνδηλώνεται άλλωστε με τη λέξη «έσχατα», τα τέλη του χρόνου, το τέρμα της ιστορίας. Κάθε λόγος που λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τον χρόνο και την ιστορία, τα τέλη και τα έσχατα, ονομάζεται «εσχατολογία». Μια οντολογία, δηλαδή θεωρία περί των όντων, των υπαρκτών πραγμάτων, έμψυχων και άψυχων, αποκαλείται «εσχατολογική» όταν προκρίνει τον χρόνο και την ιστορία, βλέποντας την αλήθεια μέσα στην εποχή της και κάθε πράγμα στον καιρό του.

Η εσχατολογική οντολογία αποτελεί τη φιλοσοφική περιτομή του ιουδαϊσμού. Όπως κάθε Εβραίος περιτέμνεται κι έτσι δηλώνει την ταυτότητά του διαμέσου των αιώνων απανταχού της γης, το ίδιο συμβαίνει κατ’αναλογία και μεταφορικά στην ιουδαϊκή βιοθεωρία: σφραγίζεται από την εσχατολογία. Η εβραϊκή οντολογία είναι εσχατολογική ή δεν είναι εβραϊκή[3]. Η οντολογική προτεραιότητα του χρόνου και της ιστορίας συνιστούν τη σφραγίδα του ιουδαϊσμού από την παλαιοδιαθηκική πρωταρχή μέχρις τις συγκαιρινές εκβολές του ανά την οικουμένη υφήλιο.

Εσχατολογική οντολογία μπορούμε να συναντήσουμε και έξω από τον ιουδαϊσμό, λ.χ. στη χριστιανική εκκλησία ή στο ισλαμικό τέμενος, αλλά πάντοτε μετά την εβραϊκή συναγωγή, ύστερα από αυτήν, στον περίγυρό της ή στο προαύλιό της. Για πρώτη φορά ο ιουδαϊσμός κήρυξε την ιστορικότητα των όντων που οικειοποιήθηκαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι μεταγενέστερα. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί ποτέ να βρεθεί αυθεντικός Ιουδαίος χωρίς εσχατολογική οντολογία. Κι αν τυχόν υπάρξει ποτέ τέτοιο ον υπό τον ήλιο, σίγουρα δεν πρόκειται για συνειδητοποιημένο Εβραίο άνθρωπο, αλλά για κάποιον επιπόλαιο προσήλυτο ή θρησκευτικώς αδιάφορο άτομο.

Το «ἐν ἀρχῇ» ως επικεφαλίδα του βιβλικού λόγου καταμαρτυρεί πως αρχίζουμε πάντα με τον χρόνο και έπειτα ακολουθεί καθετί άλλο. Για τον Ιουδαίο δεν υπάρχει λόγος χωρίς χρόνο, με απόλυτη μάλιστα προτεραιότητα. Προηγείται ο χρόνος και έπεται ο λόγος. Κάθε πράγμα ανήκει στον καιρό του, καθετί κατανοείται στην εποχή του, όλα έχουν τον χρόνο τους, η αλήθεια ανήκει στην ιστορία. Αυτό είναι το απλό και μεγαλειώδες δίδαγμα της εσχατολογικής οντολογίας που πρωτοδιδάσκεται στον ιουδαϊσμό.

Δεν υπάρχει άχρονος λόγος, δηλαδή ποτέ δεν εκφέρεται μια πρόταση χωρίς πρωτίστως να έχει συνδηλωθεί η χρονικότητά της. Ούτε υπάρχει άλογος χρόνος, που θα πει ότι ο χρόνος έχει τον λόγο του, η ιστορία έχει νόημα· ο καιρός εξελίσσεται με κάποιο σκοπό· στην πορεία των πραγμάτων υπάρχει αρχή, μέση και τέλος.

Ούτε άχρονος λόγος, ούτε άλογος χρόνος υπάρχουν για τον Εβραίο άνθρωπο. Μόνο έλλογος χρόνος και έγχρονος λόγος γίνεται για τα όντα. Αυτό λέγεται και είναι η εσχατολογική οντολογία, δηλαδή ο έγχρονος λόγος περί των όντων.

Αξίζει τον κόπο να δούμε την μαρτυρία, που επιβεβαιώνει τις παραπάνω επισημάνσεις, του πρωτοκορυφαίου θρησκειολόγου των μεταπολεμικών χρόνων, του Μιρτσέα Ελιάντε (1907-1986), ο οποίος επιμένει με κατηγορηματικότητα στην άποψή του ότι «οι προφήτες ήταν που για πρώτη φορά έδωσαν αξία στην ιστορία»[4]. Όπως δηλώνει, «οι Εβραίοι ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν το νόημα της ιστορίας ως της επιφανείας του Θεού»[5], γι’ αυτό άλλωστε «η κοσμογονία δικαιώνει τον μεσσιανισμό και την αποκάλυψη, κι έτσι θέτει τα θεμέλια για μια φιλοσοφία της ιστορίας»[6].

Κάτι τέτοιο αποκαλύπτεται σε όλο το εύρος της σημασίας του, μόνον αν συγκριθεί με την οντολογία του εξωβιβλικού κόσμου, σημιτικού ή ελληνιστικού, πρωτογονικού και αρχαϊκού, που κατά τον Ελιάντε αρνείται τον χρόνο και την ιστορία. «Αυτό που έχει πρωταρχική σημασία στις αρχαϊκές πίστεις, κατά τη γνώμη μας τουλάχιστον, είναι η κατάργηση του συγκεκριμένου χρόνου και ως εκ τούτου η αντιιστορική τους πρόθεση. Μια τέτοια άρνηση να διαφυλαχθεί η ανάμνηση του παρελθόντος, ακόμα κι αυτού του άμεσου παρελθόντος, φαίνεται να αποδίδει μιαν ορισμένου ανθρωπολογία. Εννοούμε την άρνηση του αρχαϊκού ανθρώπου να αποδεχθεί τον εαυτό του ως ιστορική ύπαρξη, την απροθυμία του να αποδώσει μεγάλη αξία στην ανάμνηση και στα ασυνήθη συμβάντα (δηλαδή γεγονότα χωρίς αρχετυπικό πρότυπο), τα οποία όμως συνιστούν τη συγκεκριμένη διάρκεια. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό που ανακαλύπτουμε σε όλες αυτές τις ιεροτελεστίες και στις συμπεριφορές τους είναι η επιθυμία να απαξιωθεί ο χρόνος [...] Παρότι η ζωή του αρχαϊκού ανθρώπου συμβαίνει μέσα στον χρόνο, δεν υποφέρει το βάρος του χρόνου και δεν μνημονεύει τη μη αντιστρεψιμότητα του χρόνου. Σαν τον μυστικιστή, τον θρησκευτικό άνθρωπο γενικά, ο αρχέγονος βιώνει μέσα σε ένα συνεχές παρόν»[7].
Μια τέτοια αντιιστορική οντολογία που διακρίνει τον εξωβιβλικό πολιτισμό σημαίνει, για τον Ελιάντε, τα ακόλουθα: «Καθετί αρχίζει πάλι κάθε στιγμή. Το παρελθόν προτυπώνει το μέλλον. Τίποτε δεν είναι μη αντιστρεπτό και καμιά μεταλλαγή δεν είναι οριστική. Κατά κάποιο τρόπο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ουδέν καινόν υπό τον ήλιον, αφού καθετί δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επανάληψη των ίδων πρωταρχικών αρχετύπων»[8]. Η ερμηνεία του γι’ αυτή τη βιοθεωρία έχει ως εξής: «Η επιθυμία του ανθρώπου των παραδοσιακών κοινωνιών για απάρνηση της ιστορίας και συνταύτισή του με την αέναη επανάληψη των αρχετύπων πιστοποιεί τη δίψα του για το πραγματικό και τον τρόμο του μήπως τυχόν χάσει τον εαυτό του, αφήνοντάς τον να παρασυρθεί από την απουσία νοήματος, η οποία κυριαρχεί στην άθρησκη ύπαρξη»[9].

Ακριβώς στον αντίποδα τέτοιων αντιλήψεων τοποθετείται ο ιουδαϊσμός χάρη στην εσχατολογική του οντολογία. Η έννοια της αποκάλυψης στον μονοθεϊσμό διαφοροποιείται ριζικά από τις θεοφάνειες του πολυθεϊσμού. «Κάτω από την ’’πίεση της ιστορίας’’ και με τη στήριξη της προφητικής και μεσσιανικής εμπειρίας ανατέλλει μια νέα ερμηνεία των ιστορικών συμβάντων μεταξύ των τέκνων του Ισραήλ. Χωρίς τελικά να αποποιηθούν την παραδοσιακή αντίληψη περί αρχετύπων και επαναλήψεων, το Ισραήλ επιχειρεί να ’’σώσει’’ τα ιστορικά συμβάντα θεωρώντας τα ως ενεργό παρουσία του Γιαχβέ»[10].

Παραπέρα συνέπεια μιας τέτοιας άποψης είναι η ακόλουθη: «Η ιστορία δεν εμφανίζεται πια σαν ένας κύκλος που επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον, όπως πιστευόταν από τους πρωτογονικούς [...] Επειδή κατευθύνεται άμεσα από το θέλημα του Γιαχβέ, η ιστορία εμφαίνεται ως μια σειρά από θεοφάνειες, αρνητικές ή θετικές, καθεμιά από τις οποίες έχεις εγγενή αξία»[11].

Ο Ελιάντε ανακεφαλαιώνει και συνοψίζει ως εξής:[12] «Αναφορικά προς τις αρχαϊκές και τις ανατολικές θρησκείες, καθώς και τις μυθικές-φιλοσοφικές αντιλήψεις για την αιώνια επιστροφή, που διαμορφώθηκαν στην Ινδία και στην Ελλάδα, ο ιουδαϊσμός αντιπροσωπεύει μια κεφαλαιώδη καινοτομία. Για τον ιουδαϊσμό ο χρόνος έχει αρχή και θα’ χει τέλος. Η ιδέα του κυκλικού χρόνου είναι πια ξεπερασμένη. Ο Γιαχβέ δεν αποκαλύπτεται πλέον εντός του κοσμικού χρόνου, όπως οι θεότητες των άλλων θρησκειών, αλλά εντός του ιστορικού χρόνου που είναι μη αντιστρεπτός [...] Το ιστορικό γεγονός κερδίζει μια νέα διάσταση εδώ: αποβαίνει θεοφάνεια»[13].

ΙΙ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
 Χριστιανοί θεολόγοι και θρησκειολόγοι, όπως ο Μ.Ελιάντε, εκπροσωπούν την άποψη ότι ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία, αλλά εκκλησία, που έχει στοιχεία θρησκευτικότητας, χωρίς όμως ποτέ να ταυτίζεται ολοκληρωτικά και δίχως να εξαντλείται αποκλειστικά στο θρησκευτικό φαινόμενο. Η οριοθετική γραμμή μεταξύ εκκλησίας και θρησκείας εντοπίζεται στον θεανθρωπισμό, δηλαδή στην ύπαρξη του Ιησού Χριστού, τέλειου Θεού και τέλειου ανθρώπου, κατά την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, που είναι Θεάνθρωπος, Υιός και Λόγος του Θεού Πατρός. Ενώ όλες οι θρησκείες είναι θεϊστικές και θεοκεντρικές, βασίζονται δηλαδή στην ύπαρξη του θείου, ο χριστιανισμός είναι θεανθρώπινος, αφού θεμελιώνεται στον Χριστό, δηλαδή στον Θεάνθρωπο, κι όχι απλώς στον Θεό, ούτε βεβαίως μόνο στον άνθρωπο.

Η ταυτότητα της χριστιανικής εκκλησίας είναι ο θεανθρωπισμός και όχι ο θεϊσμός, ούτε βέβαια ο ανθρωπισμός. Αν η θρησκεία ταυτίζεται με τον θεϊσμό και ο κόσμος εξισώνεται με τον ανθρωπισμό, τότε η εκκλησία εντοπίζεται στον θεανθρωπισμό κι έτσι αποτελεί τον τρίτο τρόπο συσχέτισης του ανθρώπου με το θείο: θρησκεία-θεϊσμός, κόσμος-ανθρωπισμός, εκκλησία-θεανθρωπισμός. Η θρησκεία είναι θεοκεντρική, ο κόσμος είναι ανθρωποκεντρικός και η εκκλησία είναι χριστοκεντρική. Άλλωστε, χριστιανισμός είναι η «θρησκεία» του Χριστού, δηλαδή η εκκλησία του θεανθρωπισμού που διακρίνεται καισαρικά από τον θεϊσμό κάθε θρησκείας και τον ανθρωπισμό του κόσμου.

Η σχέση εκκλησίας – θρησκείας οριοθετείται με πολλούς τρόπους, ωστόσο ο Μ.Ελιάντε τόνιζε: «Ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία [...] ο χριστιανισμός δεν ζει πια εντός του κόσμου αλλά εντός της ιστορίας» (Eliade, 1965, 11). Η εσχατολογία θεωρείται το πλέον ορατό σημείο της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ θρησκείας και εκκλησίας ή χριστιανισμού και όλων των άλλων θρησκειών. Ο χριστιανισμός διαθέτει μεσσιανισμό με δύο Παρουσίες του Μεσσία, μια στο παρελθόν (Ενσάρκωση, Ανάσταση, Εκκλησία του Χριστού) και μια στο μέλλον (Δευτέρα Παρουσία, Βασιλεία του Θεού, Κρίση των Εσχάτων). Οι πολυθεϊσμοί δεν γνωρίζουν την εσχατολογία του μεσσιανισμού, ενώ οι δύο άλλοι μονοθεϊσμοί (ιουδαϊσμός – ισλάμ) αποδέχονται την εσχατολογία χωρίς τη θεανθρώπινη ταυτότητα του Μεσσία, δίχως τη χριστολογική πεμπτουσία της εκκλησίας και με μια μόνο Παρουσία του ανθρώπινου Μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων[14].



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


[1]  Μάριος Μπέγζος, Εισαγωγή στη Θρησκειολογία, Εκδ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Αθήνα 2006, σ.σ. 50-51.

[2]  Για την εσχατολογία βλ. Μ.Μπέγζος, Διαλεκτική φυσική και εσχατολογική θεολογία, Αθήνα 1985, 187-198, Δοκίμια φιλοσοφίας της θρησκείας, Αθήνα 1988 (19912), 65-122, Φιλοσοφική ανθρωπολογία της θρησκείας, Αθήνα 1994, 55-81, 106-113.
[3] Σχετικά με την εβραϊκή σκέψη βλ. τα κατατοπιστικά έργα Π.Μπρατσιώτης, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Αθήναι 1937, και Δ.Δόικος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1980· τις θεολογικές επιτομές Ν.Μπρατσιώτης, Ανθρωπολογία της Παλαιάς Διαθήκης, Αθήναι 1967 και W.Zimmerli, Επίτομη Θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης (μτφρ. Β.Στογιάννος), Αθήνα 1981· τα ερμηνευτικά μελετήματα του Μ.Κωνσταντίνου, Ρήμα Κυρίου κραταιόν, Θεσσαλονίκη 1990· και το μεταφραστικό έργο του Κ.Φριλίγγου, Κοέλεθ – Εκλογή από τη Βιβλική Λογοτεχνία, 2 τόμοι, Αθήνα 1951. Πρβλ. Το μελέτημα του Σ.Ροζάνη, Η λύτρωση μέσω της απουσίας, Αθήνα 1994. Ειδικότερα για την εσχατολογία βλ. από την ελληνική βιβλιογραφία τα έργα των παλαιοδιαθηκολόγων: Β.Βέλλας, Θεός και ιστορία εν τη ισραηλιτική θρησκεία, Αθήνα 1966, Α.Χαστούπης, «Η παρ’ αρχαίοις Εβραίοις και Έλλησι διάφορος θεώρησις των εν τη θρησκεία και τη φιλοσοφία προβλημάτων»: Πόνημα Εύγνωμον (Τιμ. Τόμ. Β.Βέλλα), Αθήνα 1969, 772-797.  
[4]  M.Eliade, The Myth of the Eternal Return, or Cosmos and History, New York 19742, 104, Πρβλ. το συλλογικό έργο Man and Time, New York 19732 (1951), όπου αγγλική αναδημοσίευση των μελετών του Eranos-Jahrbuch τόμ. 20/1951.
[5]  Eliade, Eternal Return, 104. Πρβλ. M.Eliade, Le sacré et le profane, Paris 1965 (γερμ. Das Heilige und das Profane, Hamburg 1957).
[6]  Eliade, Eternal Return, 60. Σχόλια στο Μ.Μπέγζος, «Η εσχατολογία στο μεταίχμιο θρησκειολογίας και θεολογίας. Η θεολογική σημασία της θρησκειολογικής συμβολής του Ελιάντε»: Δοκίμια φιλοσοφίας της θρησκείας, Αθήνα 1988 (19912), 89-122.
[7]  Eliade, Eternal Return, 85-86. Βλ. Δ.Σταθόπουλος (επ.), Προσφορά στον Μ.Ελιάντε, Αθήνα 1988.
[8]  Eliade, Eternal Return, 89-90.
[9]  Eliade, Eternal Return, 91-92
[10]  Eliade, Eternal Return, 106. Πρβλ. τα συλλογικά έργα H.-D.Preuss (Hrsg.), Eschatologie im Alten Testament, Dearmstadt 1978 και K.Kosch – J.M.Schmidt (Hrsg.), Apokalyptik, Darmstadt 1982, όπως και τη μονογραφία του H. – D. Preuss, Jahweglaube und Zukunftserwartung, Stuttgart 1968.
[11]  Eliade, Eternal Return, 107. Βλ. τις χριστιανικές θεολογικές θεωρήσεις των O.Cullmann, Crhistus und die Zeit, Zürich 1946 (ελλ. Χριστός και Χρόνος, μτφρ. Α.Π.Κουμάντος, Αθήνα 1980), J.Hessen, Platonismus und Prophetismus, München 1939 (19552), Griechische oder biblische Theologie? München 1956 (19622), J.Moltmann, Theologie der Hoffnung, München 198911 (1964), 85-124, Ν.Νησιώτης, Η απολογία της ελπίδος, Αθήναι 1975, W.Pannenberg, Grundfragen Systematischer Theologie, I, Göttingen 1967, 79-90.
[12]  Μάριος Μπέγζος, Εισαγωγή στη Θρησκειολογία, Εκδ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Αθήνα 2006, σ.σ. 62-69.
[13] Eliade, Sacré et profane, 96.
[14]  Μάριος Μπέγζος, Εισαγωγή στη Θρησκειολογία, Εκδ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Αθήνα 2006, σ.σ. 117-119.

Ελένη Δραμπάλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον