Ο Ιουλιανός απέτυχε να καταλάβει την πόλη-πρωτεύουσα των Σασσανιδών και σκοτώθηκε ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ το 363 μ.Χ. Η πολιτική που ακολούθησε, χαρακτηρίζεται ως μια προσπάθεια αναβίωσης της Εθνικής θρησκείας και εξουδετέρωσης της επιρροής που ασκούσε ο Χριστιανισμός στα κοινωνικά στρώματα της Αυτοκρατορίας.
Ο Ιουλιανός (Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός, Λατ. Flavius Claudius Julianus, 331 ή 332 — 26 Ιουνίου 363), γνωστός ως Ιουλιανός ο Παραβάτης ή Ιουλιανός ο Αποστάτης, αλλά και Ιουλιανός ο Μέγας, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο και αξιοσημείωτος φιλόσοφος και συγγραφέας στην ελληνική γλώσσα. Συμβασίλευσε, ως Καίσαρας, με τον Κωνστάντιο Β' από το 355 ως το 360 και μόνος του, ως Αύγουστος, από το 361 ως το 363. Ο Ιουλιανός ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κωνσταντίνειας δυναστείας και ο μοναδικός παγανιστής μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο. (βλ. Μέγας Κωνσταντίνος ΕΔΩ)
Νεανικά χρόνια
Ο Ιουλιανός ήταν μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας, εξάδελφος του Κωνστάντιου Β΄ και γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 331 ή, κατά άλλη εκδοχή, τον Μάιο ή Ιούνιο του 332. Η παιδική ηλικία του σημαδεύτηκε από εξαιρετικά βίαια γεγονότα που πιθανά σημάδεψαν ανεξίτηλα τον χαρακτήρα του. Αμέσως μετά τον θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου το 337, ο στρατός λυντσάρισε τους ετεροθαλείς αδελφούς του Ιούλιο (πατέρα του Ιουλιανού και του Γάλλου) και Δαλμάτιο, τον μεγαλύτερο αδελφό του Ιουλιανού και άλλους συγγενείς και υποστηρικτές τους. Κατά την επίσημη εκδοχή, ο στρατός έδρασε αυθόρμητα, δίνοντας βάση στη φήμη ότι τα αδέλφια του Μ. Κωνσταντίνου δηλητηρίασαν τον αυτοκράτορα.. Φαίνεται όμως πιθανότερο ότι ο ίδιος ο Κωνστάντιος Β' ενορχήστρωσε τη μαζική δολοφονία των συγγενών του και σ' αυτή την εκδοχή συνηγορεί η μετέπειτα, εκδικητική καθώς φαίνεται, εκτέλεση πολλών αυλικών του Κωνστάντιου από τον Ιουλιανό, με την ίδια πρόφαση ότι το είχε ζητήσει ο στρατός.
Μετά τη σφαγή του πατέρα τους, ο Κωνστάντιος παρέδωσε τα αδέλφια Ιουλιανό και Γάλλο στον επίσκοπο Ευσέβιο Νικομηδείας ο οποίος εμπιστεύτηκε τη μόρφωση του Ιουλιανού στον Μαρδόνιο, έναν μορφωμένο Γότθο ευνούχο, για 4 χρόνια. Η ανάγνωση του Ομήρου υπό τη διδαχή του Μαρδονίου ήταν, σύμφωνα με τα ίδια τα γραπτά του Ιουλιανού, η χρυσή εποχή της παιδικής του ηλικίας.
Σε ηλικία 11 ετών, ανέθεσαν τη μόρφωση του Ιουλιανού και του Γάλλου στον επίσκοπο Γεώργιο Καππαδοκίας, στο υποστατικό του τελευταίου στην Καισάρεια. Αργότερα ο Ιουλιανός θυμόταν με φρίκη τα χρόνια αυτά κοντά στον ραδιούργο επίσκοπο. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι υπερέβαλλε κάπως στην κρίση του αυτή καθώς, μαζί με τις δυσάρεστες χριστιανικές σπουδές, μπορούσε να διαβάσει ποικιλία μη χριστιανικών κειμένων από την πλούσια βιβλιοθήκη του Γεωργίου, τα οποία και θυμόταν αργότερα.
Ο Ιουλιανός είχε κλίση προς τη μόρφωση και έλαβε ευρύτατη κλασσική παιδεία. Έτσι, το 348 που του επιτράπηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, μαθήτευσε στον εθνικό δάσκαλο Νικοκλή και τον χριστιανό Εκηβόλιο με τους οποίους διατήρησε επαφή και στη συνέχεια. Επίσης παρακολούθησε μαθήματα του εθνικού Θεμιστίου. Το 350-51 πήγε στην Πέργαμο όπου μαθήτευσε κοντά στον φιλόσοφο Αιδέσιο, ο οποίος ήταν κάποτε μαθητής του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Ιάμβλιχου και ανήκε στον κύκλο των νεοπλατωνικών που πίστευαν στην άμεση επαφή με το θείο (θεουργία). Εκεί γνωρίστηκε με τον επίσης νεοπλατωνικό φιλόσοφο Μάξιμο, με τον οποίο θα διατηρήσει στενή φιλία στην υπόλοιπη ζωή του. Μέσω του Μάξιμου, ο Ιουλιανός μεταστράφηκε οριστικά από τον Χριστιανισμό στις νεοπλατωνικές παγανιστικές αντιλήψεις, αν και κράτησε για καιρό κρυφή αυτή τη μεταστροφή.
Εν τω μεταξύ, ο αδελφός του Γάλλος, ο οποίος δεν του έμοιαζε καθόλου στο χαρακτήρα γιατί ήταν βάναυσος και στενών αντιλήψεων, είχε αναγορευτεί, από τον Κωνστάντιο, Καίσαρας και είχε σταλεί στην Αντιόχεια, ως επικεφαλής των ανατολικών επαρχιών. Η κακοδιοίκησή του όμως ανάγκασε τον Κωνστάντιο να τον καθαιρέσει και να τον εκτελέσει το 354. Ο ίδιος ο Ιουλιανός τέθηκε σε απομόνωση στα Μεδιόλανα (Μιλάνο) για έξη μήνες, καθώς φοβόταν συνεχώς ότι θα τον εκτελέσουν. Τελικά, χάρη στην γυναίκα του Κωνστάντιου, αυτοκράτειρα Ευσεβία, σώθηκε από τα χειρότερα και στάλθηκε στην Αθήνα όπου παρακολούθησε τις διαλέξεις του χριστιανού ρήτορα Προαιρεσίου και του νεοπλατωνικού Πρίσκου. Επίσης μυήθηκε στα Ελευσίνια Μυστήρια. Στη συνέχεια ξαναέπεσε σε δυσμένεια αλλά, και πάλι χάρη στην Ευσεβία, απελευθερώθηκε και αναγορεύτηκε Καίσαρας από τον Κωνστάντιο σε ηλικία 24 ετών (6 Νοεμβρίου 355).
Καίσαρας (355-360)
Ο Κωνστάντιος έστειλε τον Ιουλιανό με μικρή στρατιωτική συνοδεία, με τη θεωρητική αποστολή να ηγηθεί του ρωμαϊκού στρατού στα δυτικά σύνορα και να αποκρούσει τις Γερμανικές φυλές που διέσχιζαν τον Ρήνο και λεηλατούσαν τις δυτικές επαρχίες. Επειδή όμως δεν εμπιστευόταν τις ικανότητες και την αφοσίωση του νεαρού εξαδέλφου του, ο Κωνστάντιος του έδωσε ως συνεργάτες δικούς του αφοσιωμένους πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους. Ο ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος γράφει ότι αυτοί έκαναν οτιδήποτε περνούσε από το χέρι τους για να δυσκολέψουν το έργο του Ιουλιανού καθώς ο Κωνστάντιος φοβόταν την άνοδο της αίγλης του εξαδέλφου του. Όμως το πιο πιθανό είναι ότι αυτοί οι αξιωματούχοι στάθηκαν πολύτιμοι συμβουλάτορες του άπειρου ως τότε Καίσαρα.
Παρά τη στρατιωτική και πολιτική απειρία του όμως, ο Ιουλιανός διεξήγαγε αποτελεσματικές επιχειρήσεις απόκρουσης και εκκαθάρισης των βαρβαρικών εισβολών και απέκτησε την εμπιστοσύνη των στρατιωτών του. Αν και στην αρχή δεν συνεργάστηκε καλά με τους εκεί Ρωμαίους στρατηγούς, πέτυχε μεγάλη νίκη εναντίον των Αλαμανών στη Μάχη του Στρασβούργου (357). Αυτή η νίκη έπεισε τον Κωνστάντιο για τις ικανότητες του Ιουλιανού. Το έργο του πάντως δεν ήταν μόνο στρατιωτικό, καθώς ενδιαφέρθηκε για την αποτροπή της αύξησης της ήδη υπέρμετρης φορολόγησης των υπηκόων του, με αποτέλεσμα την ακύρωση σχετικής απόφασης του επάρχου του Φλωρέντιου. Στη συνέχεια, ανέλαβε ο ίδιος την πλήρη διαχείριση των οικονομικών μιας επαρχίας (της Βελγικής Β'), με σκοπό να δείξει ότι η φορολογική ελάφρυνση των υπηκόων μπορούσε να οδηγήσει σε επιτυχέστερη συλλογή φόρων. Ταυτόχρονα όμως, η επιλογή του να διαμένει σε μια απομακρυσμένη επαρχία μακριά από το αυτοκρατορικό κέντρο στην πόλη Τρέβηροι (Τρίερ) και να ενισχύσει τους δεσμούς του με την τοπική αριστοκρατία, είναι ένδειξη ότι από τότε σχεδίαζε εξέγερση.
Τα επόμενα δύο χρόνια, η θέση του Ιουλιανού ισχυροποιήθηκε ακόμη περισσότερο, με νίκες εναντίον των Φράγκων και των Αλαμανών. Η ισχυροποίηση της εικόνας του στο στρατό άρχισε πια να ανησυχεί τον Αύγουστο Κωνστάντιο, ο οποίος έστειλε στον Ιουλιανό νέους συμβούλους, στην πραγματικότητα έμπιστους πράκτορές του, διαβόητους για τη σκληρότητα και τις ραδιουργίες τους, προκειμένου να διερευνήσουν τις προθέσεις του Ιουλιανού.
Αύγουστος (360-363)
Το 360 κλήθηκε από τον Κωνστάντιο να στείλει μέρος του στρατού του στην Ανατολή, για να συμμετάσχει σε εκστρατεία εναντίον των Περσών. Στο άκουσμα αυτής της είδησης ή, κατά τους περισσότερους ιστορικούς, έπειτα από προσεκτικά ενορχηστρωμένη υποκίνηση του ίδιου του Ιουλιανού, το στράτευμα επαναστάτησε εναντίον του Κωνσταντίου και ανακήρυξε τον Ιουλιανό Αύγουστο στο Παρίσι, τον Φεβρουάριο του 360. Αρχικά, ο Ιουλιανός έστειλε γράμματα στον Κωνστάντιο ζητώντας του αναγνώριση του νέου τίτλου του. Ο Κωνστάντιος δεν δέχτηκε αλλά δεν μπορούσε να κινηθεί εναντίον του, καθώς ο πόλεμος με τους Πέρσες συνεχιζόταν. Όλο το 360 πέρασε με τον Ιουλιανό να πραγματοποιεί επιχειρήσεις εναντίον των Φράγκων και των Αλαμανών και να προετοιμάζεται για εισβολή στην επικράτεια του Κωνστάντιου. Τέλος, την άνοιξη του 361 πέρασε αιφνιδιαστικά στην παραδουνάβια περιοχή και κατέλαβε το Σίρμιο, ήδη όμως ο Κωνστάντιος βάδιζε εναντίον του για την τελική σύγκρουση αλλά δεν πρόλαβε γιατί πέθανε στην Ταρσό της Κιλικίας στις 3 Νοεμβρίου 361. Μάλιστα, λίγο πριν πεθάνει, ονόμασε τον Ιουλιανό διάδοχό του και αποφεύχθηκε ο εμφύλιος πόλεμος.
Με σκοπό την προετοιμασία του στρατού για την επερχόμενη εκστρατεία εναντίον των Περσών, ο Ιουλιανός πέρασε τον χειμώνα του 361-362 στην Αντιόχεια, όπου και συνάντησε σοβαρά προβλήματα. Όταν προσπάθησε να αναβιώσει τη λατρεία τη σχετική με την αρχαία μαντική πηγή της Κασταλίας στο ναό του Απόλλωνα στο προάστιο Δάφνη, οι ιερείς γνωμοδότησαν ότι τα λείψανα του χριστιανού μάρτυρα Βαβύλα απέτρεπαν την εμφάνιση του θεού. Τότε ο Ιουλιανός διέπραξε το μεγάλο σφάλμα να διατάξει την απομάκρυνση των λειψάνων από το χώρο του ιερού, με αποτέλεσμα αυτή να συνοδευτεί από μεγάλη πομπή πιστών Χριστιανών. Λίγο αργότερα, ο ναός του Απόλλωνα καταστράφηκε από φωτιά και ο Ιουλιανός, ρίχνοντας βιαστικά την ευθύνη στους Χριστιανούς, διέταξε σοβαρές ανακρίσεις. Επίσης, έκλεισε τη μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης, πριν οι ανακρίσεις αποδείξουν ότι η πυρκαγιά ήταν προϊόν ατυχήματος.
Οι σχέσεις του με τους Αντιοχείς χειροτέρεψαν ακόμη περισσότερο μετά από μια σοβαρή έλλειψη τροφίμων. Ο Ιουλιανός προσπάθησε να σταθεροποιήσει την τιμή του σιταριού και να εισαγάγει από την Αύγυπτο. Τότε οι παραγωγοί αρνήθηκαν να πουλήσουν το δικό τους, υποστηρίζοντας ότι η συγκομιδή ήταν κακή και πως ήταν λοιπόν δίκαιο να αποζημιωθούν με υψηλότερες τιμές για το προϊόν τους. Ο Ιουλιανός τους κατηγόρησε για πρακτικές ανύψωσης τιμών και τους εξανάγκασε να πουλήσουν. Τμήματα των επιστολών του Λιβανίου υποδεικνύουν ότι και οι δύο πλευρές είχαν εν μέρει δίκιο ενώ ο Αμμιανός Μαρκελλίνος κατηγορεί τον Ιουλιανό για απλή δίψα για δημοσιότητα.
Το 363, ο Ιουλιανός εισέβαλε στο περσικό κράτος, στο οποίο βασίλευε ο Σαπώρης Β΄, επικεφαλής ισχυρότατου εκστρατευτικού σώματος, ενώ έστειλε τον συγγενή του Προκόπιο επικεφαλής στρατού για να εισβάλλει κυκλωτικά από τα βόρεια. Γενικά η εκστρατεία αυτή έχει δεχτεί πολύ έντονη κριτική από τους σύγχρονους ιστορικούς, όχι μόνο γιατί θα μπορούσε να αποφευχθεί ο πόλεμος (ο Ιουλιανός απέπεμψε δημόσια την ειρηνευτική πρεσβεία των Περσών) αλλά και γιατί από την αρχή φαινόταν υπερβολικά φιλόδοξη και επικίνδυνη. Πράγματι, παρά τις αρχικές επιτυχίες, το επιχείρημα αποδείχθηκε καταστροφικό για τον ρωμαϊκό στρατό που αντιμετώπισε μεγάλα επισιτιστικά προβλήματα και τη συνεχή παρενόχληση των περσικών δυνάμεων. Η στρατιά του Προκοπίου δεν εμφανίστηκε ποτέ στο εχθρικό έδαφος. Καθώς ο στρατός του Ιουλιανού εισχωρούσε όλο και περισσότερο στο εσωτερικό της περσικής Μεσοποταμίας, οι Πέρσες άνοιξαν τα αρδευτικά φράγματα πλημμυρίζοντας τη χώρα. Φτάνοντας εμπρός στην περσική πρωτεύουσα Κτησιφώντα, ο Ιουλιανός διαπίστωσε πως δεν διέθετε τον εξοπλισμό για την πολιορκία της πόλης. Τότε πήρε την απόφαση της επιστροφής και, καθώς η διαδρομή πίσω του ήταν πλημμυρισμένη, αναγκάστηκε να ακολούθησε πορεία προς βόρεια, κατά μήκος του ποταμού Τίγρη. Η πορεία αυτή, μέσα στην εχθρική χώρα, κάτω από ανυπόφορο καύσωνα και υπό τη συνεχή παρενόχληση ενός εχθρού που απέφευγε την κατά μέτωπο σύγκρουση, ήταν εξαιρετικά προβληματική και όλα έδειχναν ότι ο ρωμαϊκός στρατός είχε πιαστεί σε θανάσιμη παγίδα. Οι Πέρσες γνώριζαν πως όχι μόνο ήταν επικίνδυνο να ριψοκινδυνεύσουν μια κατά μέτωπο σύγκρουση αλλά και ότι αυτό δεν ήταν αναγκαίο, καθώς το μόνο που χρειαζόταν ήταν να επιβραδύνουν την υποχώρηση των Ρωμαίων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, στις 26 Ιουνίου 363, σε αψιμαχία με τους Πέρσες κοντά στη σημερινή Σαμάρρα (Ιράκ), ο Ιουλιανός χτυπήθηκε πισώπλατα από δόρυ και πέθανε μετά από λίγες ώρες, στη σκηνή του. Παρ' όλη τη μετέπειτα χριστιανική παράδοση ότι χτυπήθηκε από άγιο και τις κατηγορίες των Εθνικών, δεν φαίνεται να αληθεύει η εκδοχή της δολοφονίας από δικό του στρατιώτη. Ο Λιβάνιος, 14 χρόνια μετά το γεγονός, ανέφερε ότι το δόρυ εκτοξεύτηκε από Άραβα ενώ σε κείμενο του Φιλοστόργιου αναφέρεται η γνωμάτευση του γιατρού του Ιουλιανού Ορειβάσιου ο οποίος, εξετάζοντας τη θανάσιμη πληγή, είχε διαπιστώσει πως προήλθε από ακόντιο που χρησιμοποιούσαν οι Άραβες σύμμαχοι των Περσών.
Ο διάδοχός του Ιοβιανός, για να περισώσει το εκστρατευτικό σώμα από τη δεινή θέση στην οποία βρισκόταν, συνθηκολόγησε με τους Πέρσες παραχωρώντας τους πέντε εξαιρετικά σημαντικές, από στρατιωτικής άποψης, συνοριακές επαρχίες καθώς και ισχυρά φρούρια της Μεσοποταμίας όπως η Νίσιβις και τα Σίνγκαρα. Η συνθήκη δεν ήταν απλώς μια επαναφορά στην προ Διοκλητιανού (βλ. Διοκλητιανός ΕΔΩ) εποχή, αλλά δημιούργησε το εφαλτήριο για τις μετέπειτα εισβολές των Περσών στο ρωμαϊκό έδαφος.
Η πολιτική του Ιουλιανού
Γενική πολιτική
Η πρώτη πολιτική πράξη του Ιουλιανού, μετά την επίσημη ανάρρησή του στον αυτοκρατορικό θρόνο, ήταν η παρουσία του στην κηδεία του Κωνστάντιου. Χωρίς τα αυτοκρατορικά του διάσημα, συνόδευσε τον νεκρό θείο του από το λιμάνι στον Ναό των Αγίων Αποστόλων. Η πράξη του αυτή ήταν υπολογισμένη ώστε να τονίσει τη νομιμότητα της βασιλείας του αλλά και να καλλιεργήσει την υποστήριξη τις τάξεις των στρατιωτικών και πολιτών της Ανατολής: ο Ιουλιανός δεν ερχόταν στην πόλη, που τόσο πολύ συνδέθηκε με την Κωνσταντίνεια δυναστεία, ως κατακτητής-σφετεριστής.
Στη συνέχεια, ο Ιουλιανός απέλυσε μεγάλο αριθμό αυλικών και αξιωματούχων, με σκοπό να απλουστεύσει τον αυτοκρατορικό τρόπο ζωής και να τον κάνει πιο προσβάσιμο. Η κίνησή του αυτή ταίριαζε στις συμβάσεις των πανηγυρικών του Λιβανίου και του Κλαύδιου Μαμερτίνου, οι οποίοι έσπευσαν να χαιρετήσουν τον Ιουλιανό ως πρώτο μεταξύ ίσων. O Ιουλιανός ήθελε να δείξει πως στόχευε στην επιστροφή στις ημέρες των πρώτων αυτοκρατόρων, οι οποίοι είχαν καλλιεργήσει την εικόνα τους ως απλών πολιτών που σέβονταν τα προνόμια της Συγκλήτου και άκουγαν τις επιθυμίες των άλλων πολιτών.
Ωστόσο, η εκκαθάριση της αυτοκρατορικής αυλής είχε και άλλους σκοπούς. Συνδεόταν με τον ευρύτερο στόχο της αναίρεσης της πολιτικής του Μ. Κωνσταντίνου και την επιστροφή στην κατάσταση της παλαιότερης εποχής της αυτοκρατορίας, όπου ο ελληνικός κόσμος της ανατολικής Μεσογείου ήταν ένα σώμα ευημερουσών και ευνόμων πόλεων οι οποίες τιμούσαν τη μεγάλη τους πολιτιστική κληρονομιά και τους θεούς τους. Κάτω από αυτό το πνεύμα, η απόλυση των αυλικών ήταν συμπλήρωμα της προσπάθειας να απαλλαγούν οι πόλεις από τα οικονομικά βάρη και να αναζωογονηθούν οι θεσμοί τους, σε αντίθεση με την, μέχρι τον Ιουλιανό, τάση ενίσχυσης της κεντρικής εξουσίας η οποία συνδυαζόταν με όλο και πιο εκτεταμένες απαλλαγές των ισχυρών από τις βουλευτικές υποχρεώσεις.
Ωστόσο, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του 4ου αι. απαιτούσε διαφορετική συμπεριφορά από τους άρχοντές της και γι αυτό όχι μόνο ο χριστιανός ιστορικός Σωκράτηςαλλά και ο φιλικά διακείμενος Αμμιανός Μαρκελλίνος επέκριναν τους τρόπους του Ιουλιανού. Ο τελευταίος μάλιστα, αναφέρει πως κάποτε ο Ιουλιανός έτρεξε να προϋπαντήσει με θέρμη τον φιλόσοφο και δάσκαλό του Μάξιμο, που είχε έρθει από την Έφεσσο, με τρόπο που ήταν αναξιοπρεπής και επιδεικτικά συναισθηματικός. Σε μια άλλη περίπτωση, όπου ο Ιουλιανός συνόδευσε πεζός ανάμεσα στο πλήθος, τους νεο-αναγορευθέντες υπάτους του έτους 362, ο Αμμιανός αναφέρει πως οι αντιδράσεις ήταν μικτές: άλλοι επικρότησαν και άλλοι χαρακτήρισαν τη συμπεριφορά του ως «φτηνή επιτήδευση».
Γενικά, ο ασκητικός τρόπος ζωής του Ιουλιανού και η εμφάνισή του δεν ήταν αγαπητά στους υπηκόους του, οι οποίοι είχαν συνηθίσει στην ιδέα του παντοδύναμου αυταρχικού μονάρχη που έπρεπε να στέκεται πολύ ψηλότερα από τους κοινούς θνητούς. Ούτε βοήθησε τη δημοτικότητά του η προσωπική συμμετοχή σε αιματηρές θυσίες. Όπως παρατηρεί ο ιστορικός David S. Potter:
(Οι υπήκοοί του) αναζητούσαν έναν ηγέτη απομακρυσμένο από αυτούς μέσω της αυτοκρατορικής ισχύος του ο οποίος, από το ύψος του Ολύμπιου μεγαλείου του, θα έδειχνε ενδιαφέρον για τα προβλήματά τους και τις επιθυμίες τους (...) Έπρεπε να ενδιαφέρεται για ό,τι ενδιέφερε τους υπηκόους του και να του αποδίδεται ταυτόχρονα ο ανάλογος σεβασμός. Δεν θεωρούσαν σωστό ένας αυτοκράτορας να σηκώνεται από τη θέση του για να συγχαρεί προσωπικά έναν ρήτορα, όπως έκανε κάποια φορά με τον Λιβάνιο, ούτε να περιφρονεί τις αρματοδρομίες.
Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν τον Ιουλιανό ως ένα από τους ικανότερους αυτοκράτορες σε όλη την ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρόλο που ουσιαστικά την κυβέρνησε επί μόλις δύο χρόνια.
H θρησκευτική πολιτική του
Ο Ιουλιανός ήταν πολύ επηρεασμένος από την κλασική παιδεία, και τον ενοχλούσε η ραγδαία εξάπλωση του Χριστιανισμού, τον οποίο θεωρούσε ασύμβατο με την ελληνική φιλοσοφία και εν γένει τον ελληνικό πολιτισμό ("Ἡμῖν ἀνήκουσιν ἡ εὐγλωττία καί αἱ τέχναι τῆς Ἑλλάδος καί ἡ τῶν Θεῶν αὐτῆς λατρεία, ὑμέτερος δέ κλῆρος ἐστί ἡ ἀμάθεια καί ἡ ἀγροικία καί οὐδέν πλέον. Αὕτη ἐστίν ἡ σοφία ὑμῶν"). Από θρησκευτικής άποψης, επιθυμούσε την επιστροφή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Εθνική θρησκεία (την οποία οι Χριστιανοί θεωρούσαν ειδωλολατρία, γι αυτό και προσέδωσαν στον Ιουλιανό επίθετα όπως «Παραβάτης», «Ειδωλιανός», «Αδωναίος», «Καυσίταυρος», «Αποστάτης» και «Πισαίος»). Σύμφωνα με τον Βικτόρ Κουζέν (Cousin), ολόκληρος ο κόσμος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας τερματίσθηκε ουσιαστικά με τον θάνατο του Ιουλιανού.
Η πολιτική που ακολούθησε ο Ιουλιανός σήμερα χαρακτηρίζεται ως μια προσπάθεια αναβίωσης της Εθνικής θρησκείας και εξουδετέρωσης της επιρροής που ασκούσε ο Χριστιανισμός στα κοινωνικά στρώματα της Αυτοκρατορίας. Ο Αμμιανός, ο οποίος παρουσιάζει με αρκετές λεπτομέρειες τις βλέψεις του Ιουλιανού, αναφέρει πως τα σχέδια του Ιουλιανού δεν περιορίσθηκαν σε μια απλή νομοθετική ανανέωση των προνομίων της Εθνικής θρησκείας, αλλά στόχευαν σε μια βαθύτερη εσωτερική μεταρρύθμισή της. Η προσπάθεια αυτή της αναδιοργάνωσης έγινε στα πρότυπα της χριστιανικής οργάνωσης και λειτουργίας της Εκκλησίας, παράλληλα διενεργώντας και μια προσπάθεια εξοβελισμού της χριστιανικής πίστεως τόσο με έμμεσους, όσο και άμεσους τρόπους. Η επίσημη αποκατάσταση της Εθνικής θρησκείας συντελέστηκε το 362 και εκφράστηκε με μια σειρά από μέτρα όπως:
- Απαγόρευση των Χριστιανών να διδάσκουν την κλασσική παιδεία
- Ανάκληση αρειανοφρόνων, (βλ. Αρειανισμός ΕΔΩ) αλλά και άλλων εξορισμένων κληρικών με σκοπό την αύξηση των εσωτερικών ερίδων στην Εκκλησία.
Στην ίδια λογική θα πρέπει να ερμηνευτεί και η πολεμική πραγματεία του Ιουλιανού Κατά Γαλιλαίων, μέσω της οποίας διαφαινόταν, με την επιλεκτικά στοχευμένη κριτική που ασκούσε, η γνώση του επί της χριστιανικής διδασκαλίας και ιδίως των εσωτερικών προβλημάτων της Εκκλησίας.
Η προσπάθεια που κατέβαλε σε αυτή τη γενικότερη ανανέωση που επιχείρησε, αποτελούνταν από μια ιδιότυπη ενοθεϊστική σύνθεση χριστιανικής οργάνωσης, με Μιθραϊκό θεό, νεοπλατωνική θεολογία και παγανιστική λατρεία με θεουργικές τελετές.
Ο ενθουσιασμός που έδειξε ο Ιουλιανός για την επιτυχία του εγχειρήματος σήμερα κρίνεται μάλλον ανεδαφικός, καθότι η υπάρχουσα κατάσταση ήταν κατά τα φαινόμενα αδύνατον να αναστραφεί. Αυτό καταδείχθηκε με εμφατικό τρόπο στο επεισόδιο με τα λείψανα του μάρτυρα Βαβύλα. Η Αντιόχεια, εν τέλει, αντί να καταδειχθεί το εφαλτήριο της αναγέννησης της Εθνικής θρησκείας, αποτέλεσε την «ταφόπλακα» των σχεδίων του βασιλιά, ο οποίος πλέον αντιλαμβανόταν πως η πολιτική αυτή, με βάση τα δεδομένα της εποχής του, δεν προσέφερε τίποτα περισσότερο από κώλυμα στο δημόσιο βίο και την οργάνωση του κράτους, αν και μέχρι τέλους της ζωής του δεν έπαψε να την υπερασπίζεται με κάθε τρόπο. Χαρακτηριστικό δε, του γεγονότος της προσγείωσης αυτής ήταν η άρνηση του επιστήθιου φίλου του και στενού συνεργάτη, επάρχου Σαλλουστίου, δις, να αναλάβει το θρόνο της αυτοκρατορίας, μετά τον θάνατό του.
Τον 4ο αι. μ.Χ., ο αρειανός Χριστιανός ιστορικός Φιλοστόργιος παρέθεσε την εξής θρυλούμενη απάντηση της Πυθίας του Μαντείου των Δελφών, προς τον απεσταλμένο του Ιουλιανού, γιατρό του και κοιαίστορα (quaestor) Ορειβάσιο: «Εἴπατε τῷ βασιλεῖ, χαμαί πἐσε δαίδαλος αὐλά·/οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβην, οὐ μάντιδα δάφνην/οὐ παγάν λαλέουσαν, ἀπέσβετο καί λᾶλον ὕδωρ.» Αυτή η φράση έχει χαρακτηριστεί ως «ένα από τα λίγα κείμενα, που υπάρχουν στην παγκόσμια φιλολογία, που ηχούν τόσο σπαρακτικά και σαν πένθιμο σήμαντρο σημαίνουν το τέλος ενός κόσμου». Ωστόσο, η γνησιότητά της έχει αμφισβητηθεί έντονα από σύγχρονους ιστορικούς. Μερικοί από αυτούς τη θεωρούν εφεύρημα χριστιανού συγγραφέα με σκοπό να δείξει τη ματαιότητα της πίστης του Ιουλιανού στα μαντεία. Άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για παρεφθαρμένη μορφή μιας έκκλησης για βοήθεια, διατυπωμένης με δόση υπερβολής, από ιερείς του Μαντείου ή τον ίδιο τον Ορειβάσιο, σε μορφή επιγράμματος.
Μέτρα του Ιουλιανού σε σχέση με τους Χριστιανούς
Χαρακτηριστικό σημείο του νομοθετικού του έργου είναι η απαγόρευση στους χριστιανούς ρητοροδιδασκάλους και γραμματικούς να διδάσκουν τα έργα της κλασικής Παιδείας, καθώς γι' αυτόν αυτή η ίδια η έννοια «Παιδεία» ταυτίζεται με την Ελληνορωμαϊκή Παράδοση σε όλες της τις εκφάνσεις και η τελευταία αποτελεί ένα θεόθεν δώρο που ποτέ δεν έπαψε να εποπτεύεται στην ιστορική του εξέλιξη από τον «Ελλάδος κοινόν ηγεμόνα και νομοθέτη και βασιλέα» Θεό Απόλλωνα – Ήλιο.. Έτσι, στις 13 Μαρτίου του 362 μ.Χ., εξέδωσε, μεταξύ άλλων, διάταγμα με το οποίο απαγόρευε στους χριστιανούς ρητοροδιδασκάλους και γραμματικούς να διδάσκουν και να ερμηνεύουν τα έργα των Ελλήνων κλασικών. Το μέτρο αυτό, η ερμηνεία του και οι σκοπιμότητες που το υπαγόρευσαν αποτέλεσαν αντικείμενο διαμάχης ήδη από την εποχή του Ιουλιανού.
Σώζεται πάντως (στο μεγαλύτερο μέρος της) επιστολή του τελευταίου (επιστολή #42) με την οποία προσπαθεί να δικαιολογήσει το μέτρο που πήρε. Στην επιστολή αυτή, ο Ιουλιανός εξηγεί ότι θεωρεί ασύμβατη τη διδασκαλία και ερμηνεία των κλασικών με τις χριστιανικές αντιλήψεις περί της Εθνικής Ελληνικής Θρησκείας:
"Παιδείαν ὀρθὴν εἶναι νομίζομεν οὐ τὴν ἐν τοῖς ῥήμασιν καὶ τῇ γλώττῃ πολυτελῆ εὐρυθμίαν, ἀλλὰ διάθεσιν ὑγιῆ νοῦν ἐχούσης διανοίας, καὶ ἀληθεῖς δόξας ὑπέρ τε ἀγαθῶν καὶ κακῶν, καλῶν τε καὶ αἰσχρῶν· ὅστις οὖν ἕτερα μὲν φρονεῖ, διδάσκει δὲ ἕτερα τοὺς πλησιάζοντας, αὐτὸς ἀπολελεῖφθαι δοκεῖ τοσούτῳ παιδείας, ὅσῳ καὶ τοῦ χρηστὸς ἀνὴρ εἶναι." (Σωστή παιδεία, νομίζω, δεν σημαίνει το να χειρίζεσαι τις λέξεις με ευρυθμία, αλλά το να σε διακρίνει η υγιής νοητική διάθεση να σκέφτεσαι λογικά, να 'χεις σωστές απόψεις για το καλό και το κακό, το ωραίο και το αισχρό. Αυτός, λοιπόν, που άλλα πιστεύει και άλλα διδάσκει σ' όσους μαθητεύουν πλάι του, νομίζω έχει απομακρυνθεί τόσο από την παιδεία όσο και από την τιμιότητα.)
Ο Ιουλιανός θεωρεί πως η άρνηση των εθνικών θεών από τους Χριστιανούς αποτελεί ασέβεια προς τους κλασικούς που τους τίμησαν:
"Τὶ οὖν; Ὁμήρῳ μέντοι καὶ Ἡσιόδῳ καὶ Δημοσθένει καὶ Ἠροδότῳ καὶ Θουκυδίδῃ καὶ Ἰσοκράτει καὶ Λυσίᾳ θεοὶ πάσης ἡγοῦνται παιδείας· οὐχ οἱ μὲν Ἑρμοῦ σφᾶς ἱερούς, οἱ δὲ Μουσῶν ἐνόμιζον; Ἄτοπον μὲν οἶμαι τοὺς ἐξηγουμένους τὰ τούτων ἀτιμάζειν τοὺς ὑπ' αὐτῶν τιμηθέντας θεούς· οὐ μὴν ἐπειδὴ τοῦτο ἄτοπον οἶμαι, φημὶ δεῖν αὐτοὺς μεταθεμένους τοῖς νέοις συνεῖναι· δίδωμι δὲ αἵρεσιν μὴ διδάσκειν ἃ μὴ νομίζουσι σπουδαῖα, βουλομένους δέ, διδάσκειν ἔργῳ πρῶτον, καὶ πείθειν τοὺς μαθητὰς ὡς οὔτε Ὅμηρος οὔτε Ἡσίοδος οὔτε τούτων οὓς ἐξήγηνται [***] καὶ κατεγνωκότες ἀσέβειαν ἄνοιάν τε καὶ πλάνην εἰς τοὺς θεούς." (Τι λέτε, λοιπόν; Για τον Όμηρο, τον Ησίοδο, το Δημοσθένη, τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη, τον Ισοκράτη και το Λυσία, δεν ήσαν κεφαλές της παιδείας οι θεοί; Μήπως δεν θεωρούσαν προστάτες τους, άλλοι τον Ερμή και άλλοι τις Μούσες; Είναι λοιπόν παράλογο, έτσι νομίζω, κάποιοι που δουλειά τους είναι να ερμηνεύουν τα έργα όλων αυτών, συγχρόνως να καταφρονούν τους θεούς που εκείνοι τίμησαν. Και παρ' όλο που το θεωρώ παράδοξο αυτό, δεν ισχυρίζομαι ότι πρέπει να αλλάξουν ιδέες οι δάσκαλοι της νεολαίας. Τους αφήνω να επιλέξουν ανάμεσα στο να μη διδάσκουν αυτά που δεν θεωρούν αξιόλογα και σημαντικά ή, αν επιθυμούν να συνεχίσουν τη διδασκαλία, πρώτα απ' όλα να κηρύξουν στους μαθητές ότι ούτε ο Όμηρος ούτε ο Ησίοδος ούτε κανείς από όσους ερμηνεύουν, αφού μέχρι και για ασέβεια τους έχουν κατηγορήσει και για ανοησία και θεολογικές πλάνες.)
Με δεδομένες τις απόψεις του Ιουλιανού, πολλοί Χριστιανοί θεώρησαν ότι το μέτρο τους απαγόρευε και να σπουδάζουν τα κλασικά γράμματα, ότι αποτελούσε δηλαδή αποκλεισμό των νεαρών χριστιανών σπουδαστών από την Παιδεία. Ωστόσο, στο τέλος της επιστολής ο Ιουλιανός διευκρινίζει:
"Τους μὲν καθηγεμόσι καὶ διδασκάλοις οὐτωσὶ κοινὸς κεῖται νόμος· ὁ βουλόμενος δὲ τῶν νέων φοιτᾶν οὐκ ἀποκέκλεισται. Οὐδὲ γὰρ εἰκὸς οὐδὲ εὔλογον ἀγνοοῦντας ἔτι τοὺς παῖδας ἐφ' ὅ,τι τρέπωνται, τῆς βελτίστης ἀποκλείειν ὁδοῦ, φόβῳ τοῦ καὶ ἄκοντας ἄξειν ἐπὶ τὰ πάτρια·[...]" (Ιδού λοιπόν ο νέος νόμος που ισχύει για τους καθηγητές και διδασκάλους. Κανένας νέος που θέλει να φοιτήσει δεν αποκλείεται. Δεν θα ήταν ούτε λογικό ούτε δίκαιο, να κλείσω το δρόμο σε παιδιά που ακόμα δεν ξέρουν τι κατεύθυνση να ακολουθήσουν - από φόβο μήπως τα σπρώξω προς τα πατροπαράδοτα χωρίς να το θέλουν.)
Παρά την όποια ερμηνεία του διατάγματος, γεγονός είναι πως το μέτρο αυτό, μαζί με μια σειρά άλλων μέτρων που εξέδωσε ο Ιουλιανός προς το τέλος της βασιλείας του, σηματοδοτούν μια υποχώρηση της ανεκτικότητας και μια σκλήρυνση της στάσης του προς τους χριστιανούς υπηκόους του. Μολονότι ο Ιουλιανός πιθανότατα θεωρούσε ειλικρινά ως υποκριτική στάση την ερμηνεία των Ελλήνων κλασικών από τους Χριστιανούς, εντούτοις στο μέτρο αυτό διαφαίνεται η πρόθεσή του να ελαττώσει την επιρροή των χριστιανών δασκάλων στους νέους και να αφαιρέσει από τους πρώτους το κύρος και την αίγλη που τους προσέδιδε το επάγγελμα του ρητοροδιδασκάλου και κατ' επέκταση τα μέσα βιοπορισμού τους.
Δεν ήταν μόνο οι Χριστιανοί που αποδοκίμαζαν τη στάση αυτή του Ιουλιανού. Ο εθνικός ιστορικός συγγραφέας Αμμιανός Μαρκελλίνος, μολονότι γενικά ευνοϊκός απέναντί του, τον κατακρίνει για το μέτρο αυτό στην Ιστορία του, σχολιάζοντας ότι "ήταν σκληρός ο νόμος που απαγόρευε στους χριστιανούς ρητοροδιδασκάλους και γραμματικούς να διδάσκουν, εκτός αν συναινούσαν στη λατρεία των θεών."
Εργογραφία του Ιουλιανού
- Εγκώμιον εις τον αυτοκράτορα Κωνστάντιον
- Ευσεβίας της βασιλίδος το εγκώμιον
- Περί του αυτοκράτορος πράξεων ή περί βασιλεἰας
- Παραμυθητικός εις εαυτόν, επί τη εξόδω του αγαθωτάτου Σαλλουστίου
- Περί των τριών σχημάτων
- Τα Μηχανικά
- Λόγος εις τους απαιδεύτους κύνας
- Προς Ηράκλειον κυνικόν (Περί του πως κυνιστέον και ει πρέπει τω κυνί μύθους πλάττειν)
- Συμπόσιον ή Κρόνια
- Αντιοχικός ή Μισοπώγων (αυτοσάτιρα)
- Εις τον βασιλέα Ήλιον
- Εις την μητέρα των Θεών
- Κατά Γαλιλαίων, σε τρία βιβλία που γράφτηκαν κατά την διάρκεια της περσικής εκστρατείας. Καταστράφηκε με διαταγή του Θεοδοσίου Β΄ (Όσα γνωρίζουμε προέρχονται από τις απαντήσεις του Κυρίλλου επισκόπου Αλεξανδρείας).
- Επιστολαί
- δύο επιγράμματα του Ιουλιανού σώζονται στην Παλατινή Ανθολογία (ΙΧ 365 & 368).
Κριτική του Ιουλιανού από τη νεότερη ιστοριογραφία
Για μια τόσο σημαντική μορφή όπως ο Ιουλιανός, αναπόφευκτα υπάρχει ποικιλία απόψεων στους ιστορικούς της Βυζαντινής εποχής αλλά και στη νεότερη ιστοριογραφία.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος δίνει μεγάλη σημασία στα δύσκολα παιδικά χρόνια του Ιουλιανού. Με σπουδή και διάθεση κατανόησης, αποδίδει την εχθρική στάση του Ιουλιανού απέναντι στη νέα θρησκεία όχι μόνο σε ψυχολογικούς και προσωπικούς λόγους αλλά και στην επίδραση που άσκησε σ’ αυτόν το λαμπρό κάλλος των -έστω παρηκμασμένων- Αθηνών, η δεινότητα των εθνικών ρητόρων της εποχής του και μεγάλη επίδραση από τις νεοπλατωνικές ιδέες των ανθρώπων οι οποίοι τον είχαν περιστοιχίσει. Αναφερόμενος ο ιστορικός στον χαρακτήρα και τις ικανότητες του Ιουλιανού, γράφει εγκωμιαστικά λόγια αν και χαρακτηρίζει ως αδικαιολόγητες κάποιες ενέργειές του κατά των Χριστιανών. Βλέπει επίσης ως άδικο να αποδίδεται στον Ιουλιανό μόνο η κατάργηση των προνομίων του χριστιανικού κλήρου, αφού και οι μετέπειτα χριστιανοί αυτοκράτορες τα επανέφεραν εξ ολοκλήρου. Αναφέρει επίσης την καθοριστική στιγμή που ο Ιουλιανός απέβαλε επίσημα την πίστη του και, εξ αιτίας αυτής του της πράξης, Ιστορία και Εκκλησία δεν έπαψαν να τον χαρακτηρίζουν αποστάτη και παραβάτη, παρά το ότι η πολιτική του θα μπορούσε να παρομοιαστεί σχεδόν με την πολιτική ανεξιθρησκίας του Μ. Κωνσταντίνου. Πλέκει το εγκώμιο του ανθρώπου που θα μπορούσε να αναδειχθεί "ενάμιλλος ενός Ξενοφώντος ή Αγησιλάου" και ο οποίος, επειδή γεννήθηκε σε λάθος εποχή, έπραξε έτσι που σαφώς η ιστορία δεν θα τον χαρακτηρίσει μέγα -αφού δεν ωφέλησε το έθνος του η την ανθρωπότητα- ο οποίος όμως "μοχθηρός άνθρωπος, όπως παρεστάθη υπό των Χριστιανών, βεβαίως δεν ήτο".
Ο A. Vasiliev αναφέρει τον Ιουλιανό με το γνωστό χαρακτηρισμό "Παραβάτης" και τον παρουσιάζει ως μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Και ο Vasiliev επικεντρώνει στα γεγονότα της παιδικής ηλικίας του Ιουλιανού και μάλιστα στις ψυχολογικές τους επιπτώσεις, στο φόβο του θανάτου που τον κατέτρεχε ως νέο και στην ανάγκη που τον έκανε να κρατά κρυφή την πίστη του στην αρχαία θρησκεία. Ο ιστορικός δεν συνηθίζει τους προσωπικούς χαρακτηρισμούς και απόψεις για την πολιτική του Ιουλιανού αλλά, μέσω των διαφορετικών απόψεων των πρωταγωνιστών της τότε εποχής, προσπαθεί να μας βοηθήσει να συνάγουμε συμπεράσματα για την αλήθεια. Ωστόσο δεν αποφεύγει-στο ξεχωριστό τμήμα του έργου του που αναφέρεται στη Φιλολογία, την Επιστήμη, την Αγωγή και την Τέχνη- να ονομάσει τον Ιουλιανό "εξαιρετικά λαμπρή φυσιογνωμία του κόσμου των γραμμάτων του τετάρτου αιώνα".
Στο έργο του μεγάλου Ευρωπαίου ιστορικού G. Ostrogorsky οι αναφορές στον Ιουλιανό δεν είναι μεγάλες, ούτε φαίνεται να διακατέχεται από το θαυμασμό που δείχνουν σε αυτόν τον αυτοκράτορα οι Έλληνες συνάδελφοί του. Τον ξεχωρίζει αρχικά για τα έργα του στο χώρο της ρητορικής και περιορίζει το ενδιαφέρον του όχι σε όλα τα γεγονότα αλλά στη θρησκευτική του πολιτική και την προσπάθεια αναβίωσης του παγανισμού καθώς και στις αντιδράσεις των συγχρόνων του Χριστιανών.
Η καθηγήτρια Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, στη Βυζαντινή της Ιστορία, αναφέρεται πολλές φορές στον Αυτοκράτορα Ιουλιανό. Η Χριστοφιλοπούλου δεν παραλείπει να αναφερθεί και στα γεγονότα των παιδικών χρόνων του Αυτοκράτορα, στην αγάπη του για τα βιβλία, στη ευγνωμοσύνη του προς την Ευσεβία, στις σχέσεις του με τον Κωνστάντιο καθώς και στα γεγονότα που οδήγησαν τον Ιουλιανό στο θρόνο. Μεγάλη σημασία αποδίδει η ιστορικός στην ψυχολογική επίδραση των τόσων δολοφονιών σε ένα μικρό παιδί, καθώς και στην επίδραση των παιδαγωγών του. Η αντιφατική εσωτερική του πολιτική, και κυρίως αυτή γύρω από τα θρησκευτικά θέματα, κατανοείται πρώτα και κύρια ως προϊόν σκοπιμοτήτων και αυτού που η ιστορικός ονομάζει "ιδιόμορφον θεολογίαν". Το στρατιωτικό και πολιτικό έργο του, παρά τα όποια λαμπρά κατορθώματα, εκτιμάται ως έργο που του λείπει πολιτικό ένστικτο και διπλωματική προπαρασκευή και για το οποίο "δεν σχεδιάζει πεπειραμένος και νουνεχής στρατηγός". Ομολογεί ωστόσο, ότι ο Ιουλιανός δεν υστερεί σε ανδρεία και τόλμη και ότι συμμερίζεται τις κακουχίες των στρατιωτών.
Ο ιστορικός Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, στον πρώτο τόμο της Ιστορίας του Βυζαντινού κράτους, παρουσιάζει τον Ιουλιανό στο στρατιωτικό τομέα ως ταχύ, θαρραλέο και συνετό με μεγάλες επιτυχίες, ειδικά στα σύνορα του Ρήνου, οι οποίες τον κατέστησαν αγαπητό στα στρατεύματά του. Στον πολιτικό τομέα και ειδικά στη διαμάχη του με τον Κωνστάντιο ο Ιουλιανός παρουσιάζεται κατεχόμενος από ανησυχία και φόβο, έναν σχεδόν προληπτικό φόβο, προϊόντα όμως των συνθηκών. Ως άνθρωπος παρουσιάζεται ψυχικά υπερευαίσθητος και ασταθής, ευγενικός και προσηνής, αγαπητός στο περιβάλλον του και τον απλό κόσμο, φιλομαθής και με λαμπρή παιδεία. Η θρησκευτική του πολιτική χαρακτηρίζεται "ανεδαφική" και ο ίδιος "ρομαντικός" αυτοκράτωρ. Αναλύονται διεξοδικά και με έντονη διάθεση κατανόησης τα υποκειμενικά και αντικειμενικά αίτια της πολιτικής του υπέρ του παγανισμού και το περιεχόμενο της θρησκευτικής του πίστης. Ο Καραγιαννόπουλος αποδίδει τις περισσότερες από τις πράξεις βίας εναντίον των Χριστιανών στους φανατισμένους Εθνικούς αρχικά και αργότερα στο προσωπικό ολίσθημα του Ιουλιανού εξ αιτίας της αποτυχίας των προσπαθειών του να οργανώσει επί τη βάσει του Χριστιανισμού την αρχαία θρησκεία. Οι προσπάθειές του στην οικονομική πολιτική και τη βελτίωση της διοίκησης του κράτους, χαρακτηρίζονται "ειλικρινείς και σοβαρές".
Στο συλλογικό έργο της Εκδοτικής Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τα αφορώντα στον Ιουλιανό γράφει η Πολύμνια Αθανασιάδου, Διδάκτωρ ιστορικός. Η ιστορικός τον χαρακτηρίζει ως "ασυνήθιστα προικισμένο" παιδί και κάνει εκτενή αναφορά στις επιδράσεις -θετικές και αρνητικές- που άσκησαν πάνω του οι δάσκαλοί του καθώς και στο φόβο που επιβάρυνε τον ψυχισμό του και καθόρισε τη συμπεριφορά του. Πλάι στη θετική μορφή του Μαρδόνιου αναφέρεται αυτή του Γεωργίου Καππαδοκίας, στον οποίον οφείλει την εκπληκτική γνώση των Γραφών, και του οποίου η ποταπή φύση είχε αποφασιστική επίδραση στη θρησκευτική εκλογή του Ιουλιανού. Η δεκαεξάμηνη βασιλεία του Ιουλιανού, του οποίου το όνομα συνοδεύεται από το, εντός εισαγωγικών, επίθετο «Ο Μέγας», παρουσιάζεται θετική ως προς την πολιτική υπέρ της ανάπτυξης των πόλεων, ως προς το μεταρρυθμιστικό του έργο και τις αλλαγές που αφορούσαν στο στράτευμα και τη δικαιοσύνη. Ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός χαρακτηρίζεται ως μία από τις πιο προικισμένες, ευγενείς και αξιολάτρευτες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον