Γιός του Αντιγόνου Α΄ του Μονόφθαλμου, επιφανούς στρατηγού του Μ.Αλεξάνδρου. Σαρωτικός όταν πραγματοποιούσε επιθέσεις και εξαιρετικά ικανός στην κατασκευή πολιορκητικών μηχανών, έμεινε στην ιστορία για τις εντυπωσιακού μεγέθους και φιλοδοξίας εκστρατείες που διεξήγαγε, για την σκανδαλώδη προσωπική του ζωή και για τη μοναδική του ικανότητα να αναγεννάται από τις στάχτες του.
Νόμισμα με τη μορφή του Δημητρίου |
Ο Δημήτριος Α΄ ο Πολιορκητής (337 - 283 π.Χ.) ήταν ένας από τους Διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κεντρικό πρόσωπο κατά τους αιματηρούς πολέμους που ξέσπασαν γύρω από την επικράτηση στα εδάφη της ανατολικής Μεσογείου μετά το θάνατο του Μακεδόνα στρατηλάτη.
Υπήρξε γιος του επιφανούς στρατηγού του Αλεξάνδρου, Αντίγονου του Μονόφθαλμου, στρατεύματα του οποίου διοίκησε με μεγάλη ικανότητα και την ασιατική αυτοκρατορία του οποίου αποπειράθηκε να επανακτήσει. Αφού απέτυχε να νικήσει τον Πτολεμαίο, σατράπη της Αιγύπτου το 312 π.Χ., και τους Ναβαταίους Άραβες λίγο αργότερα, ο Δημήτριος απελευθέρωσε την Αθήνα από τον Κάσσανδρο το 307 π.Χ., ενώ το 306 π.Χ. υποχρέωσε σε ταπεινωτική ήττα τον Πτολεμαίο στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Οι θαυμαστές επιδόσεις του στην ανεπιτυχή Πολιορκία της Ρόδου το 305 π.Χ. του κέρδισαν την επωνυμία «ο Πολιορκητής». Κατόπιν πολέμησε στο πλευρό του Αντίγονου στην καθοριστική Μάχη της Ιψού το 301 π.Χ., όπου ο πατέρας του έχασε την ζωή του. Ο Δημήτριος διατήρησε εδάφη στον ελληνικό χώρο και αφού έθεσε και πάλι την Αθήνα υπό τη σφαίρα επιρροής του, έγινε τελικά κύριος της Μακεδονίας το 294 π.Χ. Κυβέρνησε συνολικά για έξι χρόνια, μέχρι που έχασε το θρόνο του από τους ανταγωνιστές του, Λυσίμαχο και Πύρρο. Παίζοντας το τελευταίο του χαρτί, ο Δημήτριος εξεστράτευσε στην Ασία, όπου και παραδόθηκε τελικά στον Σέλευκο το Νικάτορα το 285 π.Χ. Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σε τιμητική αιχμαλωσία στη Συρία, όπου και απεβίωσε το 283 π.Χ. στην ηλικία των 54 ετών.
Σαρωτικός όταν πραγματοποιούσε επιθέσεις και εξαιρετικά ικανός στην κατασκευή πολιορκητικών μηχανών, ο Δημήτριος έμεινε στην ιστορία για τις εντυπωσιακού μεγέθους και φιλοδοξίας εκστρατείες που διεξήγαγε, για την σκανδαλώδη προσωπική του ζωή και για τη μοναδική του ικανότητα να αναγεννάται από τις στάχτες του, γυρίζοντας την τύχη του σε κάθε καταστροφή που του επεφύλαξε ποτέ η Μοίρα, με εξαίρεση φυσικά την τελευταία.
Ι. Βιογραφικά στοιχεία
Οικογενειακό περιβάλλον
Ο Δημήτριος ήταν γιος του αξιωματικού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αντιγόνου Α' του Μονοφθάλμου και της (πολύ μικρότερής του) Στρατονίκης, κόρης του επιφανούς Μακεδόνα Κoρράγου. Ο νεότερος αδελφός του, Φίλιππος, γεννήθηκε στις Κελαινές, πρωτεύουσα της Μείζονος Φρυγίας, καθώς η Στρατονίκη ακολούθησε το σύζυγό της κατά τη μικρασιατική του εκστρατεία. Ο μεν Δημήτριος έλκει το όνομά του από τον αδερφό του πατέρα του, ενώ ο Φίλιππος από τον παππού τους και πατέρα του Αντίγονου.
Δημήτριος και Αντίγονος διατηρούσαν πάντοτε άριστες σχέσεις, κάτι το οποίο ο τελευταίος καμάρωνε πολύ, δεδομένου πως σε καιρούς αστάθειας και καχυποψίας οι δολοφονίες ανάμεσα σε στενούς συγγενείς ήταν σύνηθες φαινόμενο. Αντίθετα ο Αντίγονος επέτρεπε στο γιο του να διατηρεί κατά την παρουσία του τον οπλισμό του χωρίς φόβο. Η παράδοση αυτή καλών σχέσεων μεταδόθηκε σε όλους τους μετέπειτα βασιλείς της Δυναστείας και μόνον ο Φίλιππος Ε' διέταξε κάποτε την εκτέλεση ενός από τους γιους του.
O Δημήτριος πέρασε τα παιδικά του χρόνια στις Κελαινές και εικάζεται ότι έλαβε κυρίως στρατιωτική παιδεία, που έδινε ίσως έμφαση και στα ελληνικά γράμματα.
Ιστορικό πλαίσιο
Ο θάνατος του Αλεξάνδρου του Μεγάλου το 323 π.Χ. στη Βαβυλώνα σηματοδότησε την αρχή ενός λυσσαλέου αγώνα για επικράτηση ανάμεσα στους παλαιούς του συντρόφους και στρατηγούς, ο οποίος δεν καταλάγιασε πριν το 275 π.Χ. Ο πρώτος πόλεμος των Διαδόχων διεξήχθη την περίοδο 322 – 320 π.Χ. και έληξε με το θάνατο του Περδίκκα και του Κρατερού. Το 321 π.Χ.έλαβε χώρα η εκ νέου διανομή της αυτοκρατορίας στο Τριπαράδεισον της Άνω Συρίας. Εκεί ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος ορίστηκε στρατηγός αυτοκράτωρ της Ασίας και ανέλαβε τη διεξαγωγή πολέμου κατά του πιστού οπαδού του Περδίκκα, του Ευμένη του Καρδιανού. Πολύ σύντομα, ωστόσο, παραβιάζοντας το διακανονισμό του Τριπαραδείσου, στράφηκε εναντίον κι άλλων σατραπών της αυτοκρατορίας και απέκτησε τον αποκλειστικό έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της κεντρικής Μικράς Ασίας.
«Κανένας από τους Διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου δε θύμιζε τη γοητευτική προσωπικότητα και την αγωνιστικότητα εκείνου όσο ο Δημήτριος, αλλά συχνά παράτολμος και όχι τολμηρός, επίμονος και όχι προσεκτικός.» Cl.Wehrli, Antigone et Demetrios (Γενεύη 1968) |
Ωστόσο, ο θάνατος του Αντιπάτρου το 319 π.Χ. και ο διορισμός του Πολυπέρχοντος ως αντικαταστάτη του, πυροδότησε τον δεύτερο πόλεμο των Διαδόχων (319 –315 π.Χ.) Στα πλαίσια των εχθροπραξιών που έλαβαν χώρα την περίοδο αυτή, ο Αντίγονος έστειλε στρατεύματα για να συλλάβουν τον Ευμένη στην Καππαδοκία και αργότερα στην Κιλικία, αποτρέποντάς τον τελικά από τη συγκρότηση αξιόμαχου στόλου στις φοινικικές ακτές. Μετά την απόκρουση των στρατευμάτων του Αντιγόνου από τον Ευμένη στα Σούσα, κοντά στον ποταμό Κοπράτα, ο πρώτος στράφηκε στη Μηδία και την Περσία, για να νικήσει τα στρατεύματα του Ευμένους αρχικά στη Μάχη της Παραιτακηνής (317 π.Χ.) και στη συνέχεια στη Μάχη της Γαβιηνής (316 π.Χ.) Στα πλαίσια της εκστρατείας αυτής, ο γιος του Αντίγονου, Δημήτριος, έλαβε το βάπτισμα του πυρός ως διοικητής ιππικού, σε ηλικία όχι πολύ μεγαλύτερη των είκοσι ετών. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Δημήτριος, αντίθετα με την γνώμη των περισσότερων συμμάχων του Αντίγονου, συμβούλεψε τον πατέρα του να μην θανατώσει τον ηττημένο στρατηγό. Κυνηγημένος από τον Αντίγονο, ο Ευμένης τελικά παραδόθηκε στον αντίπαλό του από τα στρατεύματά του, δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε, ενώ ο Αντίγονος κατέστη πλέον κυρίαρχος των Άνω Σατραπειών, ικανός να αναλάβει την πρωτοβουλία ανασυγκρότησης του ενιαίου μακεδονικού κράτους. Σε αιφνιδιαστική επίθεση στη Βαβυλώνα, ο Μονόφθαλμος υποχρέωσε το Σέλευκο το Νικάτορα να εγκαταλείψει την περιοχή και να ζητήσει καταφύγιο στην πτολεμαϊκή επικράτεια την άνοιξη του 315 π.Χ. Η δραστηριότητά του αυτή προκάλεσε την ανησυχία των άλλων Διαδόχων, που συνασπίστηκαν εναντίον του.
Τρίτος πόλεμος των Διαδόχων (314 - 311 π.Χ.)
Ο Δημήτριος ανέλαβε την πρώτη του αυτόνομη στρατιωτική αποστολή κατά τη διάρκεια του τρίτου πολέμου των Διαδόχων (314 - 311 π.Χ.), όταν ο πατέρας του,Αντίγονος, συγκρούστηκε με τους επίσης πρώην συντρόφους του Αλεξάνδρου του Μεγάλου, Πτολεμαίο, Λυσίμαχο και Κάσσανδρο. Μαθαίνοντας πως ο Πτολεμαίος ήταν απασχολημένος στη Λιβύη με την κατάπνιξη επανάστασης στην πόλη της Κυρήνης, ο Αντίγονος εισέβαλε στη Συρία και τη Φοινίκη. Τη δύσκολη αποστολή της υπεράσπισής τους απέναντι στον Πτολεμαίο ανέλαβε ο Δημήτριος σε ηλικία μόλις 22 ετών, έχοντας στο πλευρό του τέσσερις πεπειραμένους συμβούλους. Προτού αναχωρήσει για το βορρά, ο πατέρας του τού άφησε σύμφωνα με τον ιστορικό Διόδωρο μια δύναμη που την αποτελούσαν 10.000 μισθοφόροι, 2.000 Μακεδόνες, 5.000 Λύκιοι και Πάμφυλοι, 4.000 Πέρσες τοξότες και σφενδονήτες, 5.000 ιππείς και 43 ελέφαντες. Όσο ο Αντίγονος απουσίαζε στη Φρυγία, Πτολεμαίος και Δημήτριος συγκρούστηκαν στη Μάχη της Γάζας (312 π.Χ.) Η διαφορά πείρας ανάμεσα στους δύο στρατιωτικούς αποδείχτηκε καταλυτικός παράγων, με αποτέλεσμα να γνωρίσει ο Δημήτριος ταπεινωτική ήττα. Πέντε χιλιάδες από τους άνδρες του έχασαν τη ζωή τους, ενώ οκτώ χιλιάδες συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και εστάλησαν στην Αίγυπτο.
Δορυφορική εικόνα της Κοίλης Συρίας.
Με τα σημερινά δεδομένα διακρίνονται τα εδάφη
του Ισραήλ με την ανατολική ακτή της Μεσογείου,
οι χώρες της Ιορδανίας στα νοτιοανατολικά και
της Συρίας στα βορειοανατολικά.
|
Κατόπιν ο Πτολεμαίος εξεστράτευσε εναντίον των πόλεων της Φοινίκης, προσαρτώντας τις στην επικράτειά του είτε με τα όπλα είτε με την πειθώ. Ο Δημήτριος από την πλευρά του, επειδή δεν διέθετε πλέον ισχυρό στρατό, έστειλε μήνυμα στον πατέρα του ζητώντας ενίσχυση το γρηγορότερο. Ο ίδιος μετέφερε την έδρα των επιχειρήσεών του στηνΤρίπολη της Φοινίκης (σημερινός Λίβανος), όπου συγκέντρωσε τους άνδρες που προηγουμένως φρουρούσαν την Κιλικία κι διάφορες πόλεις που είχε καταλάβει ο εχθρός. Ο Πτολεμαίος τότε επέλεξε τον Κίλλη, έναν από τους Μακεδόνες εταίρους του, να αποτελειώσει τις δυνάμεις του Δημητρίου διώχνοντάς τον εντελώς από την Κοίλη Συρία. Ο τελευταίος ωστόσο πληροφορήθηκε από τους κατασκόπους του ότι ο Κίλλης κάποια δεδομένη στιγμή στρατοπέδευσε σε ένα σημείο χωρίς να λάβει ιδιαίτερες προφυλάξεις. Έτσι λοιπόν, αφήνοντας πίσω την αποσκευή, κινήθηκε αστραπιαία με ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες και επιτέθηκε στο στρατόπεδο νωρίς το πρωί σπέρνοντας χάος. Έτσι κέρδισε χωρίς ουσιαστική μάχη, πιάνοντας δε τον Κίλλη αιχμάλωτο.
Όταν ο Αντίγονος πληροφορήθηκε τα νέα, ικανοποιήθηκε ιδιαίτερα που ο νεαρός γιος του ανέστρεψε την κατάσταση με τις προσωπικές του προσπάθειες και σύντομα οι δύο άνδρες ένωσαν δυνάμεις. Από την πλευρά του ο Πτολεμαίος αναγκάστηκε να λάβει τη δύσκολη απόφαση να αποσυρθεί πίσω στην Αίγυπτο την οποία και μπορούσε να υπερασπιστεί με περισσότερη άνεση. Προτού όμως εγκαταλείψει την Κοίλη Συρία στους εχθρούς του, λεηλάτησε τις κυριότερες από τις πόλεις που είχε καταλάβει: την Άκη στη Φοινίκη, την Ιόππη στη Σαμάρεια και τη Γάζα στη Συρία. Αξιοσημείωτο είναι ότι την ίδια περίοδο (311 π.Χ.) ο Σέλευκος ο Νικάτωρ εδραίωσε την κυριαρχία του στην ευρύτερη περιοχή της Βαβυλώνας.
Ακολούθως ο Δημήτριος ανέλαβε μια εκστρατεία εναντίον των Ναβαταίων Αράβων, η οποία ωστόσο έληξε με συμβιβασμό ανάμεσα στις δύο πλευρές. Κατά τη διάρκειά της, ο Δημήτριος διερεύνησε τον τρόπο με τον οποίον οι ντόπιοι εξήγαγαν άσφαλτο από τη Νεκρά Θάλασσα και επιστρέφοντας έπεισε τον πατέρα του να αποπειραθούν να εξάγουν και οι ίδιοι το προϊόν. Το σχέδιο βρήκε μεγάλη αντίσταση από τους γηγενείς πληθυσμούς και σύντομα εγκαταλείφθηκε λόγω πιεστικότερων περιστάσεων. Είχε καταφθάσει ένα μήνυμα του Νικάνορος, στρατηγού της Μηδίας, που πληροφορούσε για τις ανησυχητικές κινήσεις του Σέλευκου στην περιοχή. Ο Αντίγονος, λοιπόν, παρείχε στο Δημήτριο 5.000 Μακεδόνες και 10.000 μισθοφόρους πεζούς, καθώς και 4.000 ιππείς, προκειμένου να σταθεροποιήσει την κατάσταση στη Βαβυλώνα και κατόπιν να επιστρέψει ταχύτατα στη θάλασσα. Μαθαίνοντας την αναχώρηση του Δημητρίου από τη Δαμασκό της Συρίας, οι κάτοικοι και οι φρουρές της Βαβυλώνας εγκατέλειψαν την περιοχή αναμένοντας ενισχύσεις από το Σέλευκο. Ο Δημήτριος βρήκε την περιοχή έρημη, κι αφού ανεφοδίασε το στρατό του μέσω λεηλασιών, άφησε έναν έμπιστο φίλο του υπεύθυνο της κατάστασης και επέστρεψε πίσω.
Τελικά μέχρι το τέλος του 311 π.Χ. οι Κάσσανδρος, Πτολεμαίος και Λυσίμαχος υπέγραψαν συνθήκη ανακωχής με τον Αντίγονο θέτοντας τέρμα στον τρίτο πόλεμο των Διαδόχων. Ο Κάσσανδρος ορίστηκε ηγεμόνας των ευρωπαϊκών κτήσεων μέχρι την ενηλικίωση του Αλεξάνδρου, γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τη Ρωξάνη. Ο Λυσίμαχος ορίστηκε ηγεμόνας της Θράκης, ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου και των γειτονικών περιοχών της Λιβύης και της Αραβίας. Στον Αντίγονο και το Δημήτριο αποδόθηκαν όλες οι κτήσεις της Ασίας, ενώ οι ελληνικές πόλεις θα διατηρούσαν την αυτονομία τους. Ωστόσο, κανένας από τους ηγεμόνες δεν τήρησε το λόγο του, καθώς υπόγεια προσπαθούσαν να αυξήσουν τη δύναμή τους σε βάρος των άλλων.
Εκστρατεία στην Κιλικία (310 π.Χ.)
Κάποια χρονική στιγμή, μετά τη συμφωνία ανάμεσα στους στρατηγούς, ο Πτολεμαίος κινητοποιήθηκε και πάλι (περ. 310 π.Χ.), κατηγορώντας τον Αντίγονο πως παρενόχλησε ορισμένες ελληνικές πόλεις οι οποίες σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής θα έμεναν αυτόνομες. Σε πρώτη φάση κατέλαβε εδάφη και πόλεις της Τραχείας Κιλικίας οι οποίες ήταν υποτελείς του Αντίγονου και, κατόπιν, επικοινώνησε με τις πόλεις που ήλεγχαν ο Λυσίμαχος και ο Κάσσανδρος προτρέποντάς τες να σταθούν εμπόδιο σε τυχόν σχέδια επεκτατισμού του Μονόφθαλμου. Εντούτοις, ο τελευταίος δεν έμεινε άπρακτος μπροστά στην πρόκληση: αφενός κατέστειλε επανάσταση στον Ελλήσποντο με τη βοήθεια του μικρότερου γιου του, του Φιλίππου, αφετέρου έστειλε το Δημήτριο στην Κιλικία. Ο τελευταίος αντιμετωπίζοντας αποφασιστικά την κατάσταση ανέκτησε τα χαμένα εδάφη αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τους στρατηγούς του Πτολεμαίου.
«Είχε μια ανατολίτικη νότα και οι ιδέες του ήταν κάποτε μεγαλειώδεις και κάποτε μεγαλομανείς.» William Tarn Άγγλος ιστορικός (1869-1957). |
Την ίδια χρονιά ο Κάσσανδρος, διαβλέποντας πως ο νεαρός Αλέξανδρος Δ΄, γιος του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τη Ρωξάνη, σύντομα θα απελευθερωνόταν από τα χέρια του με απαίτηση των Μακεδόνων ώστε να αναλάβει την εξουσία, διέταξε τον επικεφαλής της φρουράς που φύλαγε το παιδί, το Γλαυκία, να θανατώσει το νεαρό βασιλιά και τη μητέρα του, διατηρώντας το γεγονός κρυφό. Ένα χρόνο αργότερα, το 309 π.Χ., την ίδια μοίρα είχαν ο έτερος γιος του Αλεξάνδρου, Ηρακλής, και η μητέρα του Βαρσίνη, οι οποίοι δολοφονήθηκαν από τον Πολυπέρχοντα με την παρότρυνση του Κάσσανδρου. Με τον τρόπο αυτό οι Διάδοχοι απαλλάχτηκαν από το φόβο της νόμιμης διαδοχής της Αυτοκρατορίας, ενώ η Δυναστεία των Αργεαδών έδυσε μετά από πέντε περίπου αιώνες στην εξουσία.
Εκστρατεία στην Αθήνα (307 π.Χ.)
Το 307 π.Χ. ο Δημήτριος έλαβε από τον πατέρα του ισχυρότατο στόλο και στρατεύματα - 250 πλοία και 5.000 ασημένια τάλαντα κατά τον Πλούταρχο - προκειμένου να αποσπάσει την ηπειρωτική Ελλάδα από την επιρροή του Κάσσανδρου και του Πτολεμαίου, άσχετα με το γεγονός ότι η συνθήκη του 311 π.Χ. όριζε ρητά την αυτονομία των ελληνικών πόλεων. Πρώτος στόχος τέθηκε η Αθήνα, στρατιωτικός διοικητής της οποίας ήταν επί μία δεκαετία ο φιλόσοφος και πολιτικός, Δημήτριος ο Φαληρεύς.
Ο Δημήτριος απέπλευσε από την Έφεσο διαθέτοντας στο οπλοστάσιό του ισχυρές και καινοτόμες πολιορκητικές μηχανές. Προσέγγισε την ακτή χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα καθώς αρχικά η φρουρά θεώρησε πως επρόκειτο για τον πτολεμαϊκό στόλο. Η πολιορκία των Αθηνών ξεκίνησε με σφοδρή επίθεση στον Πειραιά. Απέναντί του στάθηκε ο ίδιος ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, καθώς και ο Διονύσιος, διοικητής της φρουράς του λιμένος της Μουνιχίας. Σε διάστημα μίας ημέρας περίπου ο Πειραιάς κατελήφθη, με αποτέλεσμα ο Δημήτριος να στραφεί κατά της Μουνιχίας από στεριά και θάλασσα. Ο Διονύσιος είχε το πλεονέκτημα του εδάφους, ωστόσο ο Δημήτριος αφενός είχε ισχυρότατο εξοπλισμό, αφετέρου την πολυτέλεια να εναλλάσσει συνεχώς τους στρατιώτες του ώστε να μην εξαντλούνται. Μετά από δύο δύσκολες ημέρες, οπότε και τα τείχη είχαν σχεδόν πια καταστραφεί, οι αμυνόμενοι παραδόθηκαν και ο Διονύσιος συνελήφθη ζωντανός. Ο Δημήτριος ο Φαληρεύς είχε ήδη διασφαλίσει μέσω συμφωνίας τη διαφυγή του πρώτα στη Θήβα και κατόπιν στην αυλή του Πτολεμαίου στην Αίγυπτο.
Το φρούριο της Μουνιχίας ισοπεδώθηκε. Ομοίως, είτε λίγο πριν είτε λίγο μετά την οριστική κατάληψη του οχυρού αυτου, ο Δημήτριος απάλλαξε και τους Μεγαρείς από τη μακεδονική φρουρά που επιτηρούσε την πόλη τους, κερδίζοντας τιμές.
Με τον τρόπο αυτό η Αθήνα, η οποία είχε χάσει την αυτονομία της κατά τη διάρκεια του Λαμιακού Πολέμου δεκαπέντε χρόνια πριν, ανέκτησε το παλαιό της πατροπαράδοτο δημοκρατικό πολίτευμα. Οι πολίτες εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους με εξωφρενικές τιμές: ψήφισαν την ανέγερση χρυσών αγαλμάτων του Δημητρίου και του Αντίγονου στο πλευρό εκείνων που απεικόνιζαν τους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα, την απόδοση και στους δύο χρυσών στεμμάτων κόστους διακοσίων ταλάντων, την ανέγερση βωμού προς τιμήν των «Σωτήρων», την προσθήκη δύο φυλών στις ήδη υπάρχουσες δέκα οι οποίες θα ονομάζονταν«Δημητριάς» και «Αντιγονίς», την ετήσια διεξαγωγή αγώνων προς τιμήν τους με τελετές και θυσίες, καθώς και την ύφανση των πορτραίτων τους στον πέπλο του αγάλματος της θεάς Αθηνάς. Με τη σειρά του ο Αντίγονος τους παραχώρησε μεγάλη ποσότητα σίτου και ξυλείας για την κατασκευή εκατό πλοίων, καθώς και τη νήσο Ίμβρο.
Σύζυγοι και ερωμένες
Ο πρώτος γάμος του Δημητρίου έλαβε χώρα σε απροσδιόριστη στιγμή κατά την περίοδο 319 - 315 π.Χ. όταν βρισκόταν ακόμη στο τέλος της εφηβικής του ηλικίας. Ως νύφη επιλέχτηκε μια γυναίκα, γνωστή για τον ενάρετο χαρακτήρα και τη σωφροσύνη της: η Φίλα, κόρη του Αντιπάτρου. Εντούτοις το ζευγάρι πρέπει να το χώριζε μεγάλη διαφορά ηλικίας, καθώς η Φίλα είχε ήδη στο ενεργητικό της δύο γάμους. Ο Πλούταρχος μας πληροφορεί πως ο νεαρός αντιστάθηκε τότε στην ένωση αυτή, εντούτοις ενέδωσε τελικά στην επιμονή του πατέρα του. Κατά τη διάρκεια των μακρόχρονων εκστρατειών του Δημητρίου και των μεγάλων εναλλαγών της τύχης που υπέστη, η Φίλα έστελνε στο σύζυγό της γράμματα και ακριβά δώρα, ενώ μεσολάβησε στον Κάσσανδρο για να πάψει η διαμάχη ανάμεσα στον αδελφό και στον άντρα της. Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τη Στρατονίκη, μετέπειτα σύζυγο του Σέλευκου, και τον Αντίγονο Γονατά, η καταγωγή του οποίου από τη γενιά του Αντιπάτρου αποτέλεσε σημαντικό πλεονέκτημα κατά τη διεκδίκηση του θρόνου της Μακεδονίας.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης του αυτής παραμονής του στην Αθήνα, ο Δημήτριος νυμφεύτηκε επίσης την Ευρυδίκη, μια απόγονο του ένδοξου στρατηγού Μιλτιάδη. Η γυναίκα αυτή ήταν χήρα, καθώς είχε υπάρξει στο παρελθόν σύζυγος του Οφέλλα, ηγεμόνα της Κυρηναϊκής στη Βόρεια Αφρική. Οι Αθηναίοι θεώρησαν το γεγονός μεγάλη τιμή και κολακεία προς την πόλη τους. Το ζευγάρι μαθαίνουμε πως απέκτησε έναν γιο που ονομάστηκε Κόρραγος.
Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Δημήτριος απέκτησε τουλάχιστον τρεις ακόμη επίσημες συζύγους, χωρίς απαραιτήτως να παίρνει διαζύγιο από τις προηγούμενες. Χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος αναφέρει πως συνευρισκόταν ελεύθερα με πολλές εταίρες, αλλά και με πολλές γυναίκες ελεύθερης καταγωγής, και πως ως προς το θέμα αυτό κατείχε τη χειρότερη φήμη ανάμεσα στους συγχρόνους του βασιλείς.
Οι αρχαίες πηγές παραθέτουν πολλές «πικάντικες» λεπτομέρειες από την ερωτική ζωή του Δημητρίου, παραδίδοντάς μας πολλά ονόματα γυναικών που σύναψαν σχέσεις μαζί του: Μανία, Δημώ, Λέαινα, Χρυσηίδα, Αντικύρα και κυρίως τη Λάμια, με την οποία υπήρξε παράφορα ερωτευμένος, αποκτώντας μαζί της και μία κόρη, τη Φίλα. Η Λάμια εργαζόταν ως μουσικός και εταίρα, και βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία, όταν έπεσε στα χέρια του Δημητρίου ανάμεσα στα λάφυρα που ο τελευταίος απέσπασε από τον Πτολεμαίο. Η επιρροή που ασκούσε στο βασιλιά με τις καλλονές της ήταν τόσο διαβόητη, που δεν έμενε ασχολίαστη από τους εχθρούς του, ενώ ένας κωμικός ποιητής κάποτε την παρομοίασε με την «ἑλέπολιν», την ξακουστότερη πολιορκητική μηχανή που κατασκεύασε ποτέ ο Δημήτριος. Τόσο στην Αθήνα, όσο και στη Σικυώνα, μάλιστα, ανεγέρθη ιερό αφιερωμένο στη Λάμια Αφροδίτη (στην Αθήνα υπήρχε και δεύτερο αφιερωμένο στη Λέαινα Αφροδίτη).
Από την προσοχή του Δημητρίου δεν διέφευγαν ούτε τα νεαρά αγόρια. Από τον Πλούταρχο μαθαίνουμε πως κάποτε πολιόρκησε ασφυκτικά έναν ιδιαίτερα όμορφο Αθηναίο έφηβο, το Δημοκλή. Ο τελευταίος δεν ενέδωσε ούτε στα δώρα, ούτε στις απειλές, και άρχισε να αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις. Όταν όμως κάποια ημέρα ο Δημήτριος του έκλεισε το δρόμο τη στιγμή που βρισκόταν σε ένα ιδιωτικό λουτρό, προκειμένου να αποφύγει την ατίμωση, ο νέος σήκωσε το πώμα της χύτρας με το ζεματιστό νερό και αυτοκτόνησε πηδώντας μέσα.
Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η απερισκεψία του Δημητρίου στα ερωτικά ζητήματα απέβη μέχρι και επικίνδυνη. Για παράδειγμα, καθώς προετοιμαζόταν να χτυπήσει τα Μέγαρα, έλαβε ένα μήνυμα από την ξακουστή για την ομορφιά της Κρατεσίπολη, σύζυγο του γιου του Πολυπέρχοντα, η οποία επιθυμούσε να τον δει. Μαθαίνοντας πως ο Δημήτριος είχε στήσει τη σκηνή του μακριά από τους άνδρες του, ώστε να μην γίνει αντιληπτή η επίσκεψη της γυναίκας, ορισμένοι εχθροί του επιτέθηκαν μέσα στη νύχτα απροσδόκητα. Ο Δημήτριος διέφυγε την τελευταία στιγμή μεταμφιεσμένος, εντούτοις όλα του τα προσωπικά αντικείμενα έμειναν στα χέρια τους.
Από την πλευρά του ο Αντίγονος, που γνώριζε καλά την αγάπη του γιου του για τις απολαύσεις του ποτού και του ποδόγυρου, αντιμετώπιζε τα πάντα με συγκατάβαση, περισσότερο σαν παιδικές αταξίες, παρά σαν κάτι σοβαρό. Από τα διάφορα περιστατικά που αναφέρει ο Πλούταρχος, φαίνεται ότι ο Αντίγονος γνώριζε καλά πως όντας νηφάλιος και εν καιρώ καθήκοντος, ο γιος του έδειχνε μεγάλη ενεργητικότητα και άριστες επιδόσεις, γι' αυτό και δεν ανησυχούσε. Ωστόσο διασκέδαζε να τον πειράζει καλοπροαίρετα. Για παράδειγμα, κάποια φορά που αναζητούσε το Δημήτριο και τον ενημέρωσαν πως ήταν άρρωστος, συνάντησε στην πόρτα του γιου του κάποια από τις αγαπημένες του να βγαίνει. Μπήκε μέσα, κάθησε στο πλάι του γιου του και του έπιασε το χέρι. Όταν ο Δημήτριος είπε απολογητικά πως μόλις του έφυγε ο πυρετός, ο Αντίγονος απάντησε: «Το ξέρω, γιατί τον συνάντησα πριν από λίγο στην πόρτα».
Εκστρατεία στην Κύπρο (306 π.Χ.)
Η επόμενη αποστολή που ανέθεσε ο Αντίγονος στο Δημήτριο αφορούσε την κατάληψη της Κύπρου, η οποία βρισκόταν στην σφαίρα επιρροής του Πτολεμαίου. Κυβερνήτης της είχε οριστεί ο αδερφός του τελευταίου, Μενέλαος. Για να επιτύχει τους στόχους του, ο Δημήτριος έκανε σύντομη στάση στην Καρία προκειμένου να ζητήσει τη βοήθεια των Ροδίων στον επικείμενο πόλεμο. Η απόφαση των τελευταίων να παραμείνουν ουδέτεροι δημιούργησε αυτόματα ψυχρότητα στις σχέσεις του νησιού με το στρατόπεδο του Αντίγονου.
Μοντέλο αρχαίας ελληνικής τριήρους, Deutsches Museum,
Μόναχο, Γερμανία.
|
Σύμφωνα με τους αριθμούς που δίνει ο Διόδωρος, ο Δημήτριος έφτασε στην Κιλικία με δύναμη 15.000 πεζικαρίων και 400 ιππέων, περισσότερες από 110 ταχείς τριήρεις, 53 βαρύτερα μεταφορικά πλοία και διάφορα άλλα ναυλωμένα ώστε να μεταφέρουν επιτυχώς όλες του τις δυνάμεις. Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν με την άμεση κατάληψη των πόλεων Ουρανία και Καρπασία στη χερσόνησο της Καρπασίας, προτού η προσοχή του Δημητρίου στραφεί στη Σαλαμίνα όπου τον περίμενε ο Μενέλαος. Στη μάχη που ακολούθησε έξω από τα τείχη της πόλης, οι πτολεμαϊκές δυνάμεις παρέταξαν 12.000 πεζούς και 800 ιππείς. Ο Δημήτριος αναδείχθηκε νικητής μετά από σύντομη μάχη, καταδιώκοντας τον εχθρό μέχρι τις παρυφές της πόλης. Σύμφωνα πάντα με το Διόδωρο, έλαβε 3.000 αιχμαλώτους και θανάτωσε 1.000 στρατιώτες. Από την πλευρά του ο Μενέλαος προετοίμασε τις άμυνες της πόλης για πολιορκία, στέλνοντας παράλληλα μήνυμα στον Πτολεμαίο στην Αίγυπτο να του αποστείλει βοήθεια.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, ο Δημήτριος αξιοποίησε στο έπακρο την πολεμική τεχνολογία της εποχής του, παραγγέλνοντας πληθώρα πολιορκητικών μηχανών σε εξειδικευμένους τεχνίτες από την Ασία. Ανάμεσά τους απαντάται και η περίφημη «ἑλέπολις», ένα είδος πολιορκητικού πύργου με ρόδες, πανύψηλου και εξοπλισμένου με καταπέλτες και βαλλίστρες κάθε είδους. Οι άνδρες του Μενελάου κατόρθωσαν σε τουλάχιστον μια περίσταση να καταστρέψουν πολλές από τις μηχανές αυτές με φωτιά, ωστόσο ο Δημήτριος επέμεινε στην προσπάθεια κατάληψης της πόλης.
Μαθαίνοντας τη δυσχερή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο αδερφός του, ο Πτολεμαίος απέπλευσε από την Αίγυπτο με προορισμό την Πάφο. Αφού ενώθηκαν με το στόλο του και πλοία άλλων συμμαχικών του πόλεων, ανεχώρησε για το Κίτιο. Το στόλο του αποτελούσαν, σύμφωνα με το Διόδωρο, 140 πολεμικά πλοία, εκ των οποίων τα μεγαλύτερα ήταν πεντήρεις και τα μικρότερα τετρήρεις. Ακολουθούσαν περισσότερα από 200 μεταφορικά πλοία, με τα οποία ταξίδεψαν τουλάχιστον 10.000 πεζοί.
Το σχέδιό του ήταν να ενώσει το στόλο του με τα 60 πλοία που διέθετε ο αδερφός του στη Σαλαμίνα, πετυχαίνοντας συντριπτική αριθμητική υπεροχή. Εντούτοις, υπολογίζοντας ορθά τις προθέσεις του, ο Δημήτριος άφησε τμήμα των στρατιωτών του να συνεχίσουν να ασκούν πίεση στην πολιορκημένη πόλη και επάνδρωσε τα καράβια του με τους επίλεκτους και γενναιότερους των ανδρών του. Τα ίδια τα πλοία είχαν δε ενισχυθεί από πριν με βαλλιστικές μηχανές, πετροβόλους και καταπέλτες, ενώ στις πλώρες είχαν εγκατασταθεί ισχυροί καταπέλτες που εκτόξευαν μυτερά (οξυβελή) βλήματα μήκους τριών σπιθαμών. Αφού επιβιβάστηκε και ο ίδιος, διέταξε τους ναυάρχους του να αποκλείσουν το λιμάνι της Σαλαμίνας, εμποδίζοντας την έξοδο των πλοίων του Μεναλάου.
Συνεπώς ο Πτολεμαίος δεν είχε άλλη επιλογή από το να αναχωρήσει από το Κίτιο με προορισμό τη Σαλαμίνα. Ο Διόδωρος στέκεται ιδιαίτερα στην τρομερή όψη του στόλου αυτού, που πλήρως επανδρωμένος και σε σχηματισμό μάχης πρέπει να παρουσιάζε μαγευτικό θέαμα. Ο Δημήτριος, έχοντας τοποθετήσει προφανώς κατασκόπους σε στρατηγικά σημεία δεν αιφνιδιάστηκε. Διέταξε το στόλο του να βγει στα ανοιχτά, αφήνοντας 10 πεντήρεις με ναύαρχο τον Αντισθένη να παρεμποδίζουν την έξοδο των πλοίων του Μενελάου. Ο αριθμός αυτός θεωρήθηκε αρκετός γιατί το στόμιο του λιμένος ήταν πολύ στενό. Το ιππικό παράλληλα έλαβε τη διαταγή να περιπολεί την παραλία, προκειμένου να παράσχει άμεση βοήθεια σε τυχόν ναυαγούς. Ο Δημήτριος θα αγωνιζόταν ο ίδιος στην ισχυρότερη αριστερή πτέρυγα του στόλου του, τον οποίο απάρτιζαν τριήρεις, τετρήρεις, πεντήρεις, εξήρεις, ακόμα και επτήρεις. Οι αρχαίες πηγές δεν συμφωνούν απολύτως αναφορικά με τον αριθμό των δυνάμεων του Πολιορκητή: ο Διόδωρος αναφέρει 108 πλοία, ο Πλούταρχος και ο Πολύαινος 180. Τη γενική αρχηγία ολόκληρου του στόλου είχε ο Πλειστίας ο Κώος.
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας της Κύπρου (306 π.Χ.), όπως έμεινε γνωστή στη στρατιωτική ιστορία και την οποία περιγράφει λεπτομερώς ο Διόδωρος, υπήρξε σφοδρή, δεδομένων των τεράστιων στόλων που συγκρούστηκαν και των μεγάλων συμφερόντων που διακυβεύονταν. Όταν δόθηκαν τα σινιάλα της επίθεσης κι από τις δύο πλευρές, οι δύο στόλοι συγκρούστηκαν με τρομακτικό τρόπο, αρχικά με τόξα και βαλλίστρες και κατόπιν με βροχή από βέλη εναντίον των στρατιωτών που βρίσκονταν εντός πεδίου βολής. Τη στιγμή που δύο πλοία επρόκειτο πια να εμβολίσουν το ένα το άλλο, οι στρατιώτες έσκυβαν όσο χαμηλότερα μπορούσαν, και τη δράση αναλάμβαναν οι κωπηλάτες που έπρεπε να συγχρονιστούν απόλυτα και να αποδώσουν τα μέγιστα. Στόχος της σύγκρουσης ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις η καταστροφή των κουπιών του αντίπαλου πλοίου ώστε αυτό να μην διαθέτει πια αυτόνομη κίνηση και να μην μπορεί ούτε να εκτελέσει μανούβρες ούτε να καταδιώξει άλλα. Άλλη περίπτωση ήταν ο εμβολισμός πλώρης με πλώρη. Αν από τη σύγκρουση τα πλοία δεν εμπλέκονταν, οι κωπηλάτες οπισθοχωρούσαν με ταχύτητα, ενώ οι στρατιώτες τόξευαν με μεγάλη ταχύτητα τον αντίπαλο που βρισκόταν σε πολύ κοντινή θέση. Αν ωστόσο τα πλοία μπλέκονταν στέρεα μεταξύ τους, οι στρατιώτες μάχονταν σώμα με σώμα, φροντίζοντας να μην πέσουν στο νερό καθώς αυτό απέβαινε θανατηφόρο.
Σύμφωνα με το Διόδωρο, ο Δημήτριος πολέμησε με θαυμαστό τρόπο, ενώ κύματα ανδρών προσπαθούσαν να τον εξουδετερώσουν είτε με το σπαθί είτε με βέλη και ακόντια. Ένας υπασπιστής του έπεσε νεκρός και άλλοι δύο τραυματίστηκαν σοβαρά. Τελικά η αριστερή πτέρυγα, στην οποία πολεμούσε και ο ίδιος, κατανίκησε τη δεξιά πτέρυγα του Πτολεμαίου, αναγκάζοντας πολλά καράβια του δευτέρου να τραπούν σε φυγή. Από την πλευρά του ο Πτολεμαίος, είχε μεγάλη επιτυχία απέναντι στην εχθρική πτέρυγα που αντιμετώπισε κατά μέτωπο. Βλέποντας, ωστόσο, ότι η δεξιά πτέρυγά του είχε συντριβεί από το Δημήτριο, κι ότι πολλά από τα πλοία του εγκατέλειπαν τη μάχη, αναγνώρισε την ήττα του και διέταξε υποχώρηση με προορισμό το Κίτιο. Από την πλευρά του ο Μενέλαος, κινητοποίησε τα 60 πλοία που διέθετε, με ναύαρχο το Μενοίτιο. Ο τελευταίος κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό των 10 πλοίων που εμπόδιζαν την έξοδο από το λιμάνι της Σαλαμίνας, εντούτοις έφτασε στη μάχη πολύ αργά για να προσφέρει βοήθεια. Έτσι επέστρεψε άπρακτος στο λιμάνι. Ο Δημήτριος, φρόντισε να περισυλλεγούν οι επιζήσαντες ναυαγοί και κατόπιν, στολίζοντας όμορφα τα νικητήρια πλοία, έπλευσε προς το οικείο του στρατόπεδο.
Ο Πολύαινος δίνει στο έργο του μια εντελώς διαφορετική αλλά σύντομη μαρτυρία αναφορικά με τη σύγκρουση αυτή, αποδίδοντας τη νίκη του Δημητρίου σε ένα τέχνασμα.Αφηγείται λοιπόν πως ο Δημήτριος, έχοντας επίγνωση πως ο πτολεμαϊκός στόλος υπερτερούσε αριθμητικά, έκρυψε το στόλο του πίσω από ένα ακρωτήρι που σχημάτιζε δίπλα του ένα φυσικό λιμάνι. Ο Πτολεμαίος φτάνοντας στο φαινομενικά έρημο κόλπο της Σαλαμίνας αγκυροβόλησε στο αμμουδερό ακρογιάλι κι άρχισε να αποβιβάζει τα στρατεύματά του. Έτσι λοιπόν ο Δημήτριος τον αιφνιδίασε στη στεριά και τον νίκησε. Ο Πλούταρχος και ο Αππιανός στη δική τους αφήγηση αναφέρονται σε θαλάσσια μάχη, συμφωνώντας με το Διόδωρο.
Ο Διόδωρος αναφέρει ρητά πως τα μεταγωγικά πλοία που αιχμαλωτίστηκαν από τους νικητές ξεπερνούσαν τα εκατό, στα οποία επενέβαιναν περίπου 8.000 στρατιώτες. Από τα πολεμικά πλοία 40 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ 80 αχρηστεύτηκαν. Ο Πλούταρχος υποστηρίζει από την πλευρά του πως ο Πτολεμαίος διέσωσε μόλις 8 πλοία, πως 70 αιχμαλωτίστηκαν μαζί με τα πληρώματά τους και πως τα υπόλοιπα κατέληξαν στο βυθό. Το μέγεθος της επιτυχίας του Δημητρίου φαίνεται από το γεγονός πως έχασε μόλις 20 πλοία, τα οποία αργότερα επισκευάστηκαν και επέστρεψαν στην υπηρεσία τους. Ο Δημήτριος ακολούθως έθεσε υπό τον έλεγχό του όλες τις πόλεις του νησιού, στρατολογώντας σύμφωνα με το Διόδωρο για το στρατό του 16.000 πεζούς και 600 ιππείς. Ο Πλούταρχος κάνει αναφορά σε 1.200 ιππείς και 12.000 πεζικαρίους τους οποίους και παρέδωσε πριν αναχωρήσει ο Μενέλαος. Μετά τη νίκη του, ο Δημήτριος κήδεψε με μεγαλοπρέπεια τους πεσόντες της μάχης, ανεξαρτήτως του στρατοπέδου που άνηκαν, και άφησε τους αιχμαλώτους να φύγουν. Δώρησε δε στους Αθηναίους, που τον είχαν ενισχύσει στρατιωτικά, 1.200 πανοπλίες από τα λάφυρα.
Ως αποτέλεσμα της περίφημης αυτής ναυμαχίας ο Πτολεμαίος εγκατέλειψε οριστικά την Κύπρο και επέστρεψε στην Αίγυπτο. Με τον τρόπο αυτό οι Αντιγονίδες κέρδισαν τον έλεγχο και στο νότιο Αιγαίο, σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή. Όταν ο Αντίγονος πληροφορήθηκε για την έκταση της νίκης, τόσο πολύ ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα, που από τη στιγμή εκείνη αυτοανακηρύχθηκε «βασιλιάς», τίτλος που υιοθετήθηκε επίσημα τόσο από τον ίδιο, όσο κι από το γιο του. Οι υπόλοιποι Διάδοχοι τους μιμήθηκαν κι αναγορεύτηκαν κι αυτοί βασιλείς : ο Πτολεμαίος, ο Σέλευκος, ο Λυσίμαχος και ο Κάσσανδρος.
Την ίδια χρονιά (306 π.Χ.) πέθανε ο μικρότερος αδερφός του Δημητρίου, Φίλιππος και ο Αντίγονος τον κήδεψε με βασιλικές τιμές.
Εκστρατεία στην Αίγυπτο (306 π.Χ.)
Ενισχυμένος υλικά και ψυχολογικά από τις επιτυχίες του Δημητρίου στην Κύπρο, ο Αντίγονος θεώρησε πως πλέον είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να χτυπήσει τον Πτολεμαίο στην καρδιά της δύναμής του, την Αίγυπτο. Την αρχιστρατηγία την ανέλαβε αυτή τη φορά ο ίδιος, οδηγώντας δια μέσου της Κοίλης Συρίας περισσότερους από 80.000 πεζούς, 8.000 ιππείς και 83 ελέφαντες. Στον Δημήτριο ανατέθηκε η αρχηγία του στόλου, μιας δύναμης 150 πολεμικών πλοίων και 100 μεταγωγών, ο οποίος θα ακολουθούσε παράλληλη με το στρατό πορεία μέσω της θαλάσσιας οδού. Η διαδρομή αποδείχτηκε ιδιαίτερα επίπονη. Ο μεν στρατός είχε να αντιμετωπίσει δύσκολο έδαφος γεμάτο έλη, ο δε στόλος σφοδρή κακοκαιρία, που λίγο έλειψε να οδηγήσει στον αφανισμό των πληρωμάτων από δίψα μιας και η προσέγγιση της ξηράς αποδείχτηκε επεισοδιακή. Τελικά οι άνδρες και των δύο σωμάτων ενώθηκαν σε μια περιοχή που απείχε δύο στάδια από τον ποταμό Νείλο.
Ο Πτολεμαίος είχε προνοήσει και τοποθετήσει ισχυρές φρουρές σε όλα τα σημεία που δεν προστατεύονταν από κάποιο φυσικό εμπόδιο. Φρόντισε δε να δημιουργήσει ένα ισχυρό κύμα αποστασίας από το στρατόπεδο του Αντίγονου, δελεάζοντας τους μισθοφόρους του τελευταίου με χρηματικά ποσά. Από την πλευρά του ο Αντίγονος φρόντισε τη θανάτωση πολλών από τους λιποτάκτες, καθώς και τον ανελέητο βασανισμό ορισμένων από αυτούς για παραδειγματισμό. Ωστόσο η κακή επιλογή εποχής του χρόνου για την επίθεση, η οποία και προξένησε πολλές φθορές και καθυστερήσεις στην ανάπτυξη του πολεμικού του σχεδίου, ανάγκασε τον Αντίγονο και τους συμβούλους του να κρίνουν την κατάσταση αποθαρρυντική και να διατάξουν την υποχώρηση στη Συρία, προκειμένου να επιστρέψουν κάποια ευνοϊκότερη περίοδο. Τα νέα χαροποίησαν ιδιαίτερα τον Πτολεμαίο, ο οποίος φρόντισε να καταστήσει γνωστές τις λεπτομέρειες στους άλλους Διαδόχους προτού επιστρέψει ήσυχος στην Αλεξάνδρεια.
Πολιορκία της Ρόδου (305 - 304 π.Χ.)
Κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή η πόλη-κράτος της Ρόδου βρισκόταν στο απόγειο της ακμής της, αποτελώντας υπολογίσιμη δύναμη στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου, καθώς διέθετε ισχυρότατο πολεμικό και εμπορικό στόλο. Οι δε ορθοί διπλωματικοί ελιγμοί των κυβερνώντων της πόλης εξασφάλισαν μακροχρόνια ειρήνη στο νησί, χαρίζοντας στους κατοίκους πλούτο και ευημερία. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε προσφέρει τιμές στην πόλη, ενώ οι Διάδοχοί του της προσέφεραν βασιλικά δώρα επιζητώντας την φιλία της. Οι Ρόδιοι, αν και σε γενικές γραμμές διατήρησαν αυστηρή στάση ουδετερότητας, έδειξαν διακριτική εύνοια προς τον Πτολεμαίο, με τον οποίο τους συνέδεαν σημαντικά εμπορικά συμφέροντα. Η διατάραξη των σχέσεων ανάμεσα στη Ρόδο και το στρατόπεδο του Αντίγονου εκδηλώθηκε κατά την προετοιμασία της εκστρατείας του Δημητρίου στην Κύπρο, οπότε και οι κάτοικοι του νησιού αρνήθηκαν ευγενικά να διαλύσουν τη συμμαχία τους με την Αίγυπτο. Οι διπλωματικές επαφές ανάμεσά τους τους αμέσως επόμενους μήνες χαρακτηρίστηκαν από έλλειψη εμπιστοσύνης και ακαμψία, με αποτέλεσμα οι δύο πλευρές να ετοιμαστούν για σύγκρουση το 305 π.Χ.
Αρχαίες ρωμαϊκές πολιορκητικές μηχανές, εξέλιξη των
παλαιότερων της ελληνιστικής περιόδου.
|
Προκειμένου να παρεμποδίσει την αποστολή οποιασδήποτε βοήθειας προς το νησί, ο Αντίγονος διακήρυξε σε όλους τους εμπόρους της Συρίας, της Φοινίκης, της Κιλικίας, της Παμφυλίας, ακόμη και της ίδιας της Ρόδου, πως θα διαφύλασσε τις δραστηριότητές τους στη θάλασσα, με την προϋπόθεση να παραμείνουν μακρυά από το νησί για όσο κρατήσει η σύγκρουση.
Τη διεξαγωγή πολιορκίας στη Ρόδο ανέλαβε ο έμπειρος πια Δημήτριος, που είχε πλέον κλείσει τα τριάντα του χρόνια. Ο Διόδωρος μας πληροφορεί πως το στόλο του αποτελούσαν 200 πολεμικά πλοία όλων των μεγεθών και περισσότερα από 170 βοηθητικά πλεούμενα. Με αυτά ταξίδεψαν περίπου 40.000 στρατιώτες, χωρίς να προσμετρώνται οι ιππείς. Με τις δυνάμεις αυτές ενώθηκε και μια αξιόλογη δύναμη πειρατών, καθώς και 1.000 ιδιωτικά εμπορικά πλοιάρια, οι ιδιοκτήτες των οποίων εποφθαλμιούσαν τα πλούτη της θαλασσοκράτειρας Ρόδου. Τέτοιο ήταν το μέγεθος του στόλου αυτού που φαινόταν σε πλήρη ανάπτυξη να καλύπτει ολόκληρη την απόσταση ανάμεσα στο νησί και την απέναντι μικρασιατική ξηρά, δημιουργώντας μια τρομακτική εικόνα για τους κατοίκους της πόλης. Αφού αποβίβασε τους άνδρες του στην ξηρά, ο Δημήτριος διέταξε την ολοκληρωτική καταστροφή των χωραφιών, των αγροικιών και των δασών της περιοχής, προκειμένου να αντληθούν πολεμοφόδια και υλικά για οχυρωματικά έργα στο στρατόπεδό του. Κατασκεύασε δε μια βαθειά τάφρο ανάμεσα στην πόλη και τη θαλάσσια έξοδο του νησιού, καθώς κι ένα λιμάνι αρκετά μεγάλο για να φιλοξενηθούν τα πλοία του. Εντούτοις, το κομμάτι στην αφήγηση του ιστορικού Διόδωρου που εξάπτει περισσότερο τη φαντασία των σύγχρονων μελετητών είναι η περιγραφή των επιβλητικών πολιορκητικών μηχανών που είχε στη διάθεσή του ο Μακεδόνας στρατιωτικός (βαλλίστρες, καταπέλτες και πολιορκητικοί πύργοι που ξεπερνούσαν σε ύψος τα τείχη της πόλης), οι οποίες μεταφέρονταν από πλοία που έπλεαν παράλληλα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην χάνουν την επαφή και αλληλοκάλυψή τους κατά τη διάρκεια της μάχης.
Όταν οι Ρόδιοι συνειδητοποίησαν πως τυχόν συμβιβασμός με το Δημήτριο ήταν ανέφικτος, έστειλαν πρέσβεις στον Πτολεμαίο, το Λυσίμαχο και τον Κάσσανδρο, ζητώντας τους να μην αφήσουν τη Ρόδο να διεξάγει μοναχή της το δικό τους πόλεμο για χάρη τους. Για να απομακρύνουν τον κίνδυνο της προδοσίας και να οικονομήσουν τα εφόδια, έδιωξαν τους ξένους από την πόλη, εκτός από εκείνους που δήλωσαν πως ήθελαν να πολεμήσουν. Η καταμέτρηση των αξιόμαχων ανδρών κατέδειξε 6.000 περίπου πολίτες και 1.000 μετοίκους και ξένους. Όσοι δούλοι έδειχναν γενναιότητα στην πολιορκία, θ’ αγοράζονταν από την πολιτεία, θ’ απελευθερώνονταν και θα πολιτογραφούνταν. Οι νεκροί του πολέμου θα κηδεύονταν δημοσία δαπάνη, οι γονείς και τα παιδιά τους θα τρέφονταν από το κοινό ταμείο, οι κόρες τους θα προικίζονταν από το κράτος, και οι γιοι τους στην ενηλικίωσή τους θα στεφανώνονταν κατά τα Διονύσια στο θέατροφορώντας πανοπλία χαρισμένη από την πόλη. Οι πλούσιοι έδωσαν χρήματα, οι τεχνίτες την επιτηδειότητά τους, οι άλλοι πολίτες την προσωπική τους εργασία, κι άρχισαν αμέσως να κατασκευάζουν πολεμικές μηχανές, να επισκευάζουν και να δυναμώνουν τα τείχη. Παρά την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου, σε πρώτο στάδιο κατάφεραν καίρια πλήγματα στο αντίπαλο στρατόπεδο και κυρίως απέναντι στα πλοία των καιροσκόπων που επιθυμούσαν να καπηλευτούν την εκστρατεία του Δημητρίου για να πλουτίσουν. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε από τους πολιορκούμενους στην οχύρωση του λιμένος, ο οποίος θα αποτελούσε και τον κυριότερο στόχο της επίθεσης του Δημητρίου, με τη μεταφορά εκεί πολιορκητικών μηχανών και την ενίσχυση των τειχών. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως σε κάποια συνέλευση κατά τη διάρκεια της πολιορκίας τέθηκε το ζήτημα καταστροφής των αγαλμάτων με τη μορφή του Αντίγονου και του Δημητρίου που κοσμούσαν την πόλη, καθώς ήταν οξύμωρο να τιμούν τους εχθρούς τους ως ευεργέτες. Οι πολίτες οργίστηκαν μ' εκείνους που έκαναν την πρόταση, θεωρώντας φρόνιμο να έχουν διατηρήσει σε περίπτωση κατάληψης του νησιού, ζωντανή την ανάμνηση μιας παλαιάς φιλίας.
Οι πρώτες μέρες χαρακτηρίστηκαν από αποφασιστικές επιθέσεις του Δημητρίου εναντίον του λιμανιού, με ιδιαίτερο βάρος να έχει δοθεί στη χρήση των πολιορκητικών μηχανών. Εναντίον του, εκτός από τη λυσσαλέα αντίσταση των Ροδίων στάθηκε τόσο η κακοκαιρία όσο και η γεωμορφολογία του εδάφους, καθώς τα νερά ήταν αφιλόξενα για ναυτικούς που δεν τα γνώριζαν καλά. Ο Δημήτριος βασιζόταν στις πολιορκητικές του μηχανές που δημιούργησαν βροχή βλημάτων, ενώ με φωνές και σαλπίσματα επιχειρούσε να προκαλέσει τρόμο και σύγχυση στον αντίπαλο. Από την πλευρά τους οι Ρόδιοι, παρά την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου, αντεπιτέθηκαν δίνοντας έμφαση στην υπεράσπιση του λιμένος, βασιζόμενοι κατά μεγάλο μέρος σε βλήματα φωτιάς και φλεγόμενα πλεούμενα τα οποία εστάλησαν εναντίον των ευαίσθητων ξύλινων μηχανών και πολεμικών πλοίων. Σφοδρές συγκρούσεις έγιναν πάνω στα τείχη στα σημεία όπου κατάφεραν να αναρριχηθούν με σκάλες οι επιτιθέμενοι. Πεισματώδης ήταν επίσης και ο κατά θάλασσαν αγών. Οι συγκρούσεις υπήρξαν αμφίρροπες με επιτυχίες και αποτυχίες κι από τις δύο πλευρές, ενώ αναφέρονται και ονόματα επιφανών στρατιωτικών που αιχμαλωτίστηκαν ή βρήκαν το θάνατο. Κατά τη διάρκεια των περιόδων ανάπαυλας και οι δύο πλευρές ασχολούνταν με την ταφή των νεκρών, την ανασύνταξη δυνάμεων, την επισκευή των πολιορκητικών μηχανών και των οχυρώσεων. Στην ανακούφιση των Ροδίων συνέβαλε, τελικά, η άφιξη 150 στρατιωτών από την Κνωσσό της Κρήτης, και περισσότερων από 500 άνδρών του Πτολεμαίου, ορισμένοι από τους οποίους ήταν Ρόδιοι μισθοφόροι του αιγυπτιακού στρατού. Παράλληλα ορισμένοι ικανοί κυβερνήτες πλοίων, όπως οι Δαμόφιλος και Μενέδημος, προξένησαν καίρια πλήγματα σε πλοία ανεφοδιασμού του μακεδονικού στόλου, κατάσχοντας τρόφιμα, πλοία, υλικά χρήσιμα για την κατασκευή πολιορκητικών μηχανών, καθώς και 11 ξακουστούς για την ικανότητά τους μηχανικούς. Ανάμεσα στα λάφυρα βρέθηκε και μια συλλογή βασιλικών ενδυμάτων τα οποία η Φίλα έστελνε στο σύζυγό της, Δημήτριο. Καθώς τα τελευταία ήταν πορφυρού χρώματος, το οποίο φορούσαν μόνο οι βασιλείς, ο Δαμόφιλος τα έστειλε δώρο στον Πτολεμαίο στην Αίγυπτο. Ο Πλούταρχος λέει ότι βρέθηκαν και γράμματα της Φίλας προς τον Δημήτριο, κι ότι αυτός θύμωσε με την αδιακρισία των Ροδίων, που τα ΄στειλαν στον Πτολεμαίο.
Μετά από προσπάθειες μηνών, το 304 π.Χ., ο Δημήτριος αποφάσισε να μεταφέρει τις εχθροπραξίες από τη θάλασσα στην ξηρά. Για το λόγω αυτό επιστράτευσε το θαύμα της μηχανικής για την εποχή εκείνη, την ίδια μηχανή που είχε χρησιμοποιήσει και παλαιότερα και που ονομαζόταν «ελέπολις», η οποία όταν 9όροφη ξεπερνούσε σε μέγεθος ο,τιδήποτε είχε κατασκευαστεί για ανάλογο σκοπό μέχρι τις μέρες εκείνες. Για τη μετακίνησή της επιλέχθηκαν ειδικά άνδρες από όλο το στράτευμα, 3.400 άνδρες που ξεχώριζαν για τη σωματική τους ρώμη. Τα δε πληρώματα των πλοίων επιφορτίστηκαν με τον καθαρισμό ενός διαδρόμου πλάτους 4 σταδίων ώστε να μπορέσουν να κινηθούν με άνεση οι μηχανές. Οι εργάτες υπολογίζονται από το Διόδωρο σε όχι πολύ λιγότερους από 30.000. Από την πλευρά τους οι Ρόδιοι ενίσχυσαν την άμυνα της πόλης με την κατασκευή ενός δεύτερου τείχους εσωτερικού του πρώτου, λαμβάνοντας υλικά από τον εξωτερικό τείχου του θεάτρου της πόλης, από παρακείμενα σπίτια και ναούς, παίρνοντας τον όρκο να χτίσουν μεγαλοπρεπέστερους σε περίπτωση σωτηρίας. Επιπλέον, μαθαίνοντας πως ο Δημήτριος είχε διατάξει την κατασκευή υπονόμων που θα έβγαιναν πίσω από τα τείχη, άρχισαν να σκάβουν και οι ίδιοι ανθυπόνομο παράλληλα προς το τείχος, συνάντησαν την υπόνομο του Δυμητρίου και το εγχείρημα ματαιώθηκε.
Μόλις οι εργασίες κατασκευής και προετοιμασίας των νέων πολιορκητικών μηχανών ολοκληρώθηκαν, μάλιστα νωρίτερα από το αναμενόμενο, ο Δημήτριος διέταξε κατά μέτωπο επίθεση, με τη δράση να επικεντρώνεται γύρω από την ελέπολη. Οι εχθροπραξίες διακόπηκαν για μικρό χρονικό διάστημα όταν κατεύθασαν απεσταλμένοι από την Κνίδο, οι οποίοι υποσχέθηκαν να μεσολαβήσουν ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Όταν οι συνομιλίες αποδείχθηκαν άκαρπες ο πόλεμος συνεχίστηκε με την ίδια σφοδρότητα. Περίπου την ίδια περίοδο κατέφθασαν στην πόλη μεγάλες ποσότητες τροφίμων από τους Πτολεμαίο, Κάσσανδρο και Λυσίμαχο, κάτι που αναπτέρωσε κατά πολύ το ηθικό των αμυνομένων. Κατά τη διάρκεια νυχτερινού αιφνιδιασμού, με τη χρήση φλεγόμενων βλημάτων λίγο έλειψε να καταστραφεί ολοκληρωτικά η ελέπολις, ενώ μετρώντας τα βλήματα από το πεδίο της μάχης, ο Δημήτριος μπόρεσε να υπολογίσει πως ο εξοπλισμός των Ροδίων ακόμη ήταν άφθονος. Κατά τη διάρκεια της ανάπαυλας που χρησιμοποίησε ο Δημήτριος για να κηδέψει τους νεκρούς και να επισκευάσει τις μηχανές του, οι Ρόδιοι βρήκαν χρόνο να κατασκευάσουν και τρίτο εσωτερικό τείχος, καθώς και μία βαθειά τάφρο. Κατόπιν οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν για άλλη μια φορά με την ίδια ορμή.
Ο Κολοσσός της Ρόδου, ένα από τα επτά θαύματα
του αρχαίου κόσμου, κατασκευάστηκε σε ανάμνηση
της σωτηρίας του νησίου από τα στρατεύματα
του Πολιορκητή.
|
Στο μεταξύ ο Πτολεμαίος έστειλε πρόσθετες προμήθειες, καθώς και 1.500 στρατιώτες, ενώ από την πλευρά του ο Δημήτριος υποδέχτηκε πρεσβείες διάφορων ελληνικών πόλεων που του ζήτησαν να λύσει την πολιορκία. Ο βασιλιάς, ωστόσο, αποφασισμένος να κυριεύσει την πόλη από ένα ρήγμα στα τείχη εξαπέλυσε μια ισχυρότατη ταυτόχρονη επίθεση από στεριά και θάλασσα, κατά τη διάρκεια της οποίας τμήμα του στρατού του πράγματι κατόρθωσε να εισέλθει στο χώρου του θεάτρου της πόλης. Οι πολίτες άρχισαν να πανικοβάλονται, ωστόσο οι άρχοντες διέταξαν τους στρατιώτες να παραμείνουν ήρεμοι στις θέσεις τους, οι μισοί να υπερασπιστούν το λιμάνι και οι υπόλοιποι να πολεμήσουν ενάντια στους άνδρες που είχαν εισέλθει στην πόλη. Τελικά οι Ρόδιοι, οι οποίοι κατά τα φαινόμενα μάχονταν με περισσότερη γενναιότητα εφόσον υπερασπίζονταν την πατρίδα και τα αγαπημένα τους πρόσωπα, κατάφεραν σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αποκρούσουν για άλλη μια φορά τον εχθρό, ενώ ο Δημήτριος έχασε ορισμένους από τους σημαντικότερους συνεργάτες του, ανάμεσα στους οποίους και τον Άλκιμο από την Ήπειρο, τον οποίο είχε τιμήσει στο παρελθόν για την ανδρεία του. Από την πλευρά των Ροδίων χάθηκε ο Δαμοτέλης, ένας άνδρας που είχε διακριθεί για την αξία του.
Στο σημείο αυτό της πολιορκίας έφτασαν δύο επιστολές: στη μία ο Πτολεμαίος υποσχόταν νέες ενισχύσεις στους πολίτες της Ρόδου, παροτρύνοντάς τους ωστόσο να καθίσουν στο τραπέζι τον διαπραγματεύσεων. Με την άλλη επιστολή ο Αντίγονος παρότρυνε το γιο του να συνθηκολογήσει με όσο ευνοϊκότερους όρους ήταν δυνατό. Έτσι οι δύο πλευρές συναντήθηκαν κλίνοντας κ' οι δυο προς την ειρήνη. Τελικά συμφωνήθηκε να παραμείνει η Ρόδος αυτόνομη, χωρίς φρουρά του Αντίγονου και να διαχειρίζεται κατά βούλησιν τις προσόδους της. Επιπλέον ώφειλε να συντάσσεται με τον Αντίγονο σε όλους τους πολέμους που θα διεξήγε στο μέλλον εκτός από εκείνους εναντίον του Πτολεμαίου. Τέλος, θα έστελνε ως ομήρους εκατό πολίτες τους οποίους θα επέλεγε ο Δημήτριος, με εξαίρεση αυτών που είχαν εκλεγεί εκείνη την περίοδο σε κάποιο αξίωμα.
Με τον τρόπο αυτό, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο πολιορκίας, ο πόλεμος έλαβε τέλος. Οι Ρόδιοι τίμησαν τους πολίτες και ξένους που διακρίθηκαν στον πόλεμο, απελευθέρωσαν τους δούλους που πολέμησαν με ανδρεία και ανοικοδόμησαν στερεότερα και λαμπρότερα τα τείχη και τα κτίσματα που καταστράφηκαν. Ανήγειραν δε αγάλματα των βασιλέων Κασσάνδρου και Λυσιμάχου, ενώ απέδωσαν θεϊκές τιμές στον Πτολεμαίο κατασκευάζοντας ένα σύμπλεγμα που ονομάστηκε προς τιμήν του «Πτολεμαίον».
Παρά τον τρόμο που έριξε πάνω στην πόλη τους, οι Ρόδιοι δεν μπόρεσαν παρά να θαυμάσουν και να δείξουν σεβασμό απέναντι στην ευστροφία και την ενεργητικότητα που επέδειξε ο Δημήτριος όλους αυτούς τους μήνες. Ο Μακεδόνας στρατηγός έκτοτε έμεινε στην ιστορία με την επωνυμία «ο Πολιορκητής», για την μεγάλη του εφευρετικότητα και τις επινοήσεις του κατά τις πολιορκίες. Σε ανάμνηση δε των απίθανων τεχνολογικών επιτευγμάτων του ιδίου και των μηχανικών του, οι Ρόδιοι παρακάλεσαν να αφήσει στο νησί τους ορισμένες από τις περίφημες μηχανές του, ως ενθύμιο τόσο της δύναμής του όσο και της δικής τους αξίας. Σύμφωνα με μια εκδοχή ήταν τα υλικά των ίδιων αυτών μηχανών που αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για την κατασκευή του περίφημου «Κολοσσού της Ρόδου», ενός γιγαντιαίου αγάλματος προς τιμήν του Θεού Ήλιου, ως ευχαριστήρια δέηση για τη σωτηρία της πόλης.
Εκστρατεία στη Νότια Ελλάδα (304 - 303 π.Χ.)
Η επόμενη αποστολή που ανέλαβε ο Δημήτριος ήταν η απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων-κρατών από τις φρουρές που είχαν εγκαταστήσει σε αυτές οι Κάσσανδρος και Πολυπέρχων. Σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη στην απόφαση αυτή τον οδήγησε από τη μία η αναζήτηση δόξας ανάμεσα στους Έλληνες κι από την άλλη η προοπτική να κατακτήσει τελικά τα εδάφη της Μακεδονίας τα οποία και ήλεγχε ο Κάσσανδρος.
Πάντα μέσα στο 304 π.Χ. ο Δημήτριος αναχώρησε με 330 πλοία για την Αθήνα, την οποία πολιορκούσε ο Κάσσανδρος. Όχι μόνο κατόρθωσε να εκδιώξει το Μακεδόνα βασιλιά από την Αττική, αλλά τον υποχρέωσε και σε ήττα στις Θερμοπύλες. Στα χέρια του Δημητρίου έπεσαν οι Κεχρεές, καθώς και τα προπύργια της Αττικής, Φυλή και Πάνακτος, τα οποία αποδόθηκαν στους Αθηναίους. Έπειτα ο Δημήτριος στράφηκε κατά των Βοιωτών εξαναγκάζοντάς τους αφενός να απελευθερώσουν την πόλη της Χαλκίδας κι αφετέρου να διαλύσουν τη συμμαχία τους με τον Κάσσανδρο. Ακολούθως συνήψε συμμαχία με την Αιτωλική Συμπολιτεία κατά των Μακεδόνων ανταγωνιστών του. Οι Αθηναίοι ενθουσιασμένοι απέδωσαν εκ νέου εξωφρενικές τιμές στο Δημήτριο.
Από την πλευρά του ο Δημήτριος εκμεταλλευόταν στο έπακρο την ανοχή και το θαυμασμό των Αθηναίων για να ικανοποιεί την ματαιοδοξία του και τις ακολασίες του. Του παραχωρήθηκε μάλιστα δωμάτιο στον Παρθενώνα για να διαμένει, όπου δε δίσταζε να διοργανώνει συμπόσια με πόρνες. Σε μια άλλη περίσταση διέταξε τους πολίτες να συγκεντρώσουν σε μικρό χρονικό διάστημα 250 τάλαντα, κάτι που έσπευσαν να πράξουν. Ωστόσο όταν τα χρήματα συγκεντρώθηκαν, τελικά δόθηκαν στη Λάμια και στις άλλες γυναίκες του περιγύρου του για να αγοράσουν καλλυντικά. Όπως ήταν λογικό, το περιστατικό ενόχλησε έντονα τους Αθηναίους.
Κατά τους πρώτους μήνες του 303 π.Χ. ο Δημήτριος απέπεμψε την πτολεμαϊκή φρουρά που ήλεγχε την πόλη της Σικυώνας στον Κορινθιακό Κόλπο, αποκαθιστώντας το πολίτευμα και την αυτονομία της. Παράλληλα φρόντισε για την εκ νέου ανοικοδόμηση της πόλης σε καταλληλότερο και ασφαλέστερο σημείο, λαμβάνοντας θεϊκές τιμές από τους κατοίκους, ανάμεσα στις οποίες και την (προσωρινή όπως αποδείχθηκε) μετονομασία της Σικυώνας σε «Δημητριάδα». Ακολούθως απέκτησε τον έλεγχο της Κορίνθου αποσπώντας την από τον Πρεπέλαο, στρατηγό του Κάσσανδρου. Κατόπιν αιτήσεως των κατοίκων τοποθέτησε φρουρά στην Ακροκόρινθο, προκειμένου να διαθέτουν προστασία μέχρι τη λήξη του πολέμου. Ακολούθησαν οι πόλεις Βούρα στην Αχαΐα, η Σκύρος και ο Ορχομενόςστην Αρκαδία, ο διοικητής της οποίας, Στρόμβιχος, σταυρώθηκε ανάμεσα σε άλλους μπροστά στα τείχη της πόλης. Μπροστά στην πειστικότητα της δύναμης του Δημητρίου παραδόθηκαν γειτονικά φρούρια και πόλεις, χωρίς να αφήσουν περιθώρια αντίδρασης στον Κάσσανδρο και στον Πολυπέρχοντα.
Κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης αντιπροσώπων των πόλεων-κρατών στον Ισθμό της Κορίνθου, ο Δημήτριος αναγορεύθηκε «ηγεμών της Ελλάδος», όπως ακριβώς ο Φίλιππος Β' και ο Αλέξανδρος στο παρελθόν, ενώ στο περιβάλλον του είχε συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός από κόλακες που που μόνο αυτόν και τον πατέρα αποκαλούσαν βασιλείς. Κατά την περίοδο αυτή, οπότε και έλαβαν χώρα εορτασμοί προς τιμήν της θεάς Ήρας στο Άργος, ο Δημήτριος ορίστηκε αγωνοθέτης των διάφορων εκδηλώσεων. Κατά τη διάρκεια των ιεροτελεστιών νυμφεύθηκε τη Δηιδάμεια, κόρη του βασιλιά των Μολοσσών, Αιακίδη, και αδερφή του περίφημου μελλοντικού βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρου Α'. Από την ένωση αυτή ήρθε στον κόσμο ένας γιος, ο Αλέξανδρος, ο οποίος και έζησε στην Αίγυπτο.
Πριν την Ιψό (302 π.Χ.)
Η στρατιωτικές και διπλωματικές επιτυχίες των Αντιγονιδών δημιούργησαν όπως ήταν φυσικό ανησυχία ανάμεσα στους υπόλοιπους Διαδόχους, οι οποίοι έκριναν σκόπιμο να παραμερίσουν για λίγο τις όποιες διαφορές τους και να αντιμετωπίσουν την απειλή ενωμένοι. Ενώ ο Δημήτριος περνούσε το χειμώνα του βυθισμένος στις απολαύσεις που του προσέφερε η Αθήνα, ο Κάσσανδρος έστειλε στο γείτονά του, Λυσίμαχο, μια στρατιωτική δύναμη υπό τον Πρεπέλαο, ενώ ο ίδιος προήλασε εναντίον της Θεσσαλίας. Τα στρατεύματα του Λυσίμαχου δραστηριοποιήθηκαν αρχικά στις βόρειες ακτές της Μικράς Ασίας και κατόπιν επιτέθηκαν εναντίον των πόλεων της Αιολίδος και της Ιωνίας (ανάμεσα τους συναντούμε την Έφεσο, το Σίγειο και την Κολοφώνα) τις οποίες φρουρούσαν έμπιστοι του Αντίγονου. Ο ιστορικός Διόδωρος μας πληροφορεί πως άντρες σταλμένοι από το Δημήτριο απέτρεψαν με επιτυχία την κατάληψη της Αβύδου.
Ο Αντίγονος, ο οποίος εκείνη την περίοδο διέμενε στην Αντιγονεία, τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής ενός εκστρατευτικού σώματος που επιφορτίστηκε με το καθήκον της αναχαίτησης του Λυσίμαχου και της εκ νέου προσάρτησης των χαμένων εδαφών. Μετά από μια σειρά επιτυχιών συνάντησε τα στρατεύματα του Λυσιμάχου αποκόπτοντας τον ανεφοδιασμό του. Ο τελευταίος, φοβούμενος την έλλειψη προμηθειών, έκρινε σωστότερο να περιμένει την άφιξη του Σέλευκου πρωτού εμπλακεί σε μάχη. Συνεπώς στρατοπέδευσε κοντά στο Δορύλαιον (κοντά στη σύγχρονη πόλη Εσκισεχίρ), περιοχή της οποίας η γεωμορφολογία διευκόλυνε την άμυνα. Ωστόσο ο Αντίγονος τον πολιόρκησε και τον έφερε σε δεινή θέση, αναγκάζοντάς τον να αναχωρήσει. Καθώς όμως ο καιρός χειροτέρευε, ο Αντίγονος δεν μπόρεσε να καταδιώξει το Λυσίμαχο, αφήνοντάς τον να διαφύγει και να δημιουργήσει χειμερινό στρατόπεδο. Το ίδιο φρόντισε να κάνει κι ο ίδιος στέλνοντας παράλληλα αγγελιοφόρους στην Ελλάδα να καλέσουν το Δημήτριο κοντά του, καθώς ήταν πια εμφανές πως πλησίαζε καθοριστική μάχη ανάμεσα στους Διαδόχους.
Ο Δημήτριος προτού αναχωρήσει από την Αθήνα εξέφρασε την επιθυμία να συμμετάσχει στα Ελευσίνια Μυστήρια. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι υπέκυπταν στις διάφορες παρορμήσεις του και εξακολουθούσαν να του παρέχουν ανήκουστα μέχρι εκείνη την εποχή προνόμια, μετέφεραν την ιερή ημερομηνία μήνες πίσω προκειμένου να ικανοποιήσουν το αίτημά του. Κατόπιν, ο Πολιορκητής συγκέντρωσε στρατό και στόλο στη Χαλκίδα και αναχώρησε μέσω θαλάσσης για τη Θεσσαλία (302 π.Χ.). Σημαντικά του επιτεύγματα ήταν η κατάκτηση και παροχή αυτονομίας στη Λάρισα, τους Αντρώνες, στις Φερές και το Πτελεόν, καθώς και άλλες ανάλογες επιχειρήσεις στη γύρω περιοχή. Ο Κάσσανδρος βρισκόταν στην περιοχή με αξιόμαχες δυνάμεις, αλλά οι δύο αντίπαλοι δεν ήρθαν σε σύγκρουση. Όταν έφτασε το μήνυμα του πατέρα του για άμεση αναχώρηση, ο Δημήτριος, που δεν ήθελε να φύγει με ατιμωτικό τρόπο, συνάντησε τον Κάσσανδρο για να συζητήσουν όρους και αποχώρησε λέγοντας πως θα τους μετέφερε στον πατέρα του, αν και ο ίδιος γνώριζε καλά πως ο Αντίγονος είχε πλέον λάβει την απόφαση να λύσει οριστικά το ζήτημα με τη δύναμη των όπλων. Έτσι οι άνδρες του Δημητρίου αποβιβάστηκαν στην Έφεσο από την οποία εκδίωξαν τη φρουρά που είχε τοποθετήσει λίγο πριν ο Πρεπέλαος και κατόπιν ανέκτησαν χαμένες πόλεις στην ευρύτερη περιοχή του Ελλησπόντου. Φτάνοντας στον Πόντο, τοποθέτησε μια φρουρά 3.000 πεζικαρίων και 30 πλοίων, και κατόπιν μοίρασε τους στρατιώτες του στις διάφορες πόλεις για το χειμώνα.
Ελάχιστα μετά την αναχώρηση του Δημητρίου, ο Κάσσανδρος ανέκτησε τον έλεγχο στο σύνολο της Θεσσαλίας και κατόπιν έστειλε στο Λυσίμαχο στρατιωτική βοήθεια υπό τις διαταγές του αδερφού του, Πλείσταρχου. Καθώς όμως είχε ήδη τοποθετηθεί αμυντική φρουρά στον Πόντο, μόλις το ένα τρίτο της δύναμης αυτής έφτασε με ασφάλεια. Την ίδια περίοδο ο Πτολεμαίος, εκστρατεύοντας από την Αίγυπτο, έθεσε υπό την κυριαρχία του ολόκληρη την Κοίλη Συρία. Αλλά ψευδείς ειδήσεις αναφορικά με την έκβαση του πολέμου, τον αποθάρρυναν με αποτέλεσμα να γυρίσει στην Αίγυπτο αφού οχύρωσε τις κατακτήσεις του. Με τη σειρά του ο Σέλευκος αφίχθη με ισχυρό στρατό στην Καππαδοκία, κατασκευάζοντας καταλύματα για τους άνδρες του. Με τον τρόπο αυτό συγκεντρώθηκαν οι Διάδοχοι σε κοινό πεδίο μάχης, αποφασισμένοι να θέσουν τέλος στις διαφορές τους με τη δύναμη των όπλων το επόμενο καλοκαίρι.
Μάχη της Ιψού (301 π.Χ.)
Παραδόξως ελάχιστες είναι οι αφηγήσεις από αρχαίες πηγές αναφορικά με την εξέλιξη της καθοριστικής Μάχης της Ιψού στη Φρυγία, η οποία έλαβε χώρα το 301 π.Χ. Κύρια πηγή αποτελεί το έργο του Πλουτάρχου «Βίοι Παράλληλοι», ενώ το όνομα του πεδίου της μάχης αναφέρει και ο Αππιανός από την Αλεξάνδρεια στο έργο του «Συριακά». Ορισμένες λεπτομέρειες εντοπίζονται στην «Ιστορική Βιβλιοθήκη» του Διόδωρου. Και οι τρεις πηγές δείχνουν να αντλούν τις πληροφορίες τους από το έργο του Ιερώνυμου του Καρδιανού.
Ο Ελληνιστικός Κόσμος το 300 π.Χ., μετά τη Μάχη της Ιψού.
|
Από τους Διαδόχους παρόντες στο πεδίο της μάχης ήταν: ο Σέλευκος, βασιλιάς της Βαβυλώνας, ο Λυσίμαχος, βασιλιάς της Θράκης και στρατιώτες του Κάσσανδρου, βασιλιά της Μακεδονίας, υπό τις διαταγές του αδερφού του, Πλείσταρχου. Επικεφαλής του ιππικού ήταν ο γιος του Σέλευκου, Αντίοχος. Ο σύμμαχός τους Πτολεμαίοςαπουσίαζε. Επικεφαλής του στρατού των Αντιγονιδών ήταν ο Αντίγονος σε ηλικία 81 ετών, και επικεφαλής του ιππικού ήταν ο Δημήτριος. Αξιοσημείωτο είναι ότι μαζί τους βρισκόταν ο δεκαεπτάχρονος Πύρρος, μετέπειτα βασιλιάς της Ηπείρου, ο οποίος είχε καταφύγει εξόριστος στην αυλή του γαμπρού του.
Κατά τα φαινόμενα η μάχη ξεκίνησε όταν ο Δημήτριος, ο οποίος διοικούσε το ιππικό του Αντίγονου, επιτέθηκε στο γιο του Σέλευκου, τον Αντίγονο, καταδιώκοντάς τον μακρυά από τη μάχη. Κατά τον Πλούταρχο η καταδίωξη του Αντίοχου υπήρξε μια εντελώς ασύνετη ενέργεια του Δημήτριου που παρασύρθηκε από πολεμικό μένος Γιατί ο Αντίγονος, που διοικούσε την φάλαγγα, έμεινε χωρίς την κάλυψη του ιππικού, καθώς ο Δημήτριος βρισκόταν μακρυά. Ο Σέλευκος την περικύκλωσε χωρίς να της επιτίθεται, με αποτέλεσμα πολλοί να παραδοθούν. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ο Αντίγονος πίστευε μέχρι την τελευταία στιγμή στην επιστροφή του γιου του. Πράγματι ο Δημήτριος προσπάθησε να επιστρέψει για να βοηθήσει, ωστόσο βρήκε το δρόμο κλεισμένο από τους ελέφαντες του Σέλευκου. Έτσι ο Αντίγονος βρήκε το θάνατο κάτω από ένα καταιγισμό βλημάτων. Πλάι στο σώμα του παρέμεινε μόνο ο Θώρακας από τη Λάρισα. Ο Δημήτριος κατόρθωσε να διαφύγει στην Έφεσο με πέντε χιλιάδες πεζούς και τέσσερις χιλιάδες ιππείς.
Η Μάχη της Ιψού έδωσε το τελικό πλήγμα στις όποιες προσπάθειες ανασύστασης της Αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Μετά από αυτήν σταθεροποιήθηκαν τα βασίλεια: η Πτολεμαϊκή Αίγυπτος, η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών και το Μακεδονικό Βασίλειο. Οι κτήσεις του Αντίγονου (Συρία και Μικρά Ασία) μοιράστηκαν ανάμεσα στο Λυσίμαχο (που έλαβε το δυτικό τμήμα της Ανατολίας), στον Κάσσανδρο (που παραχώρησε την Κιλικία και τη Λυκία στον αδερφό του Πλείσταρχο) και στο Σέλευκο (που επρόκειτο να αναλάβει την ενδοχώρα της Φρυγίας και τη Συρία, μόνο για να ανακαλύψει πως το νότιο τμήμα της, η Κοίλη Συρία, είχε κατακτηθεί βιαστικά από τον Πτολεμαίο). Την ίδια εποχή τέθηκαν και οι βάσεις για την ίδρυση ανεξάρτητων βασιλείων στην Καππαδοκία υπό τον Αριαράθη Β' και στον Πόντο υπό το Μιθριδάτη Α'.
Το σώμα του Αντίγονου τάφηκε με βασιλικές τιμές.
Ανασύνταξη δυνάμεων (301 - 298 π.Χ.)
Ο Δημήτριος στην εξαιρετικά δύσκολη αυτή στιγμή απέπλευσε για την Αττική, προσβλέποντας στη φιλία των Αθηναίων. Απεσταλμένοι, ωστόσο, των τελευταίων συναντήθηκαν μαζί του στις Κυκλάδες ανακοινώνοντάς του πως βάσει ενός νέου ψηφίσματος δεν θα επέτρεπαν σε κανέναν από τους βασιλείς να εισέλθει στην πόλη της. Εντούτοις του έστειλαν πίσω με προθυμία τα πολεμικά πλοία του που είχαν στη φύλαξή τους, ενώ οδήγησαν με κάθε σεβασμό τη σύζυγό του, Δηιδάμεια, στα Μέγαρα. Ο Δημήτριος εξοργίστηκε και πληγώθηκε βαθύτατα από τη συμπεριφορά αυτή, που ήταν σε πλήρη αντιδιαστολή με τις πομπώδεις τιμές που του απέδιδαν μόλις ένα χρόνο πριν, ωστόσο δεν είχε τη δύναμη να εκδικηθεί ή να διεκδικήσει το ο,τιδήποτε. Πρόσθετο πλήγμα ήταν η αποστασία των πόλεων της βόρειας Πελοποννήσου, οι οποίες απέπεμψαν τις φρουρές που τους είχε τοποθετήσει, συμμαχώντας με τους εχθρούς του.
Αποφασισμένος να ανατρέψει την κακοδαιμονία του, και αφήνοντας τον Πύρρο στην Ελλάδα, ο Δημήτριος έπλευσε το 300 π.Χ. στη Θρακική Χερσόνησο, όπου λεηλάτησε την ύπαιθρο, ξεκινώντας λίγο λίγο να αναλαμβάνει την δύναμή του. Προκάλεσε έτσι καίριο πλήγμα στο Λυσίμαχο, οι σύμμαχοι του οποίου αδιαφόρησαν να βοηθήσουν. Μετά από λίγο καιρό έφτασε στο στρατόπεδο του Δημητρίου μήνυμα από το Σέλευκο με πρόταση γάμου ανάμεσα στον ίδιο και την κόρη του Δημητρίου και της Φίλας, τη Στρατονίκη. Η νέα αυτή συμμαχία ήταν προφανώς συμφέρουσα για το Δημήτριο, αλλά και για τον ίδιο το Σέλευκο που είδε το Λυσίμαχο να επισυνάπτει επιγαμίες με τον οίκο του Πτολεμαίου. Σταθμός στο ταξίδι του προς τη Συρία ήταν τα εδάφη της Κιλικίας, όπου παρέλαβε τη μητέρα του, Στρατονίκη, για να τη μεταφέρει στη Σαλαμίνα της Κύπρου την οποία και ήλεγχε ακόμη. Ενοχλημένος από την απόβαση του Δημητρίου στα εδάφη του, ο Πλείσταρχος ταξίδεψε προς τον αδερφό του Κάσσανδρο, παραπονούμενος για τη νέα πολιτική του Σέλευκου.
Ο Δημήτριος επωφελήθηκε της απουσίας του Πλείσταρχου για να μεταβεί στην πόλη Κύινδα, όπου και ανέκτησε 1.200 τάλαντα, υπολείμματα των θησαυρών του πατέρα του. Η συνάντηση του Δημητρίου με το Σέλευκο πραγματοποιήθηκε σε πολύ εγκάρδιο κλίμα, με τους δύο άνδρες να περνούν χρόνο μαζί οπότε και συζητούσαν χωρίς την παρουσία σωματοφυλάκων. Κατόπιν ο Σέλευκος οδήγησε τη Στρατονίκη με μεγαλόπρεπες εκδηλώσεις στη νεοιδρυθείσα πόλη της Αντιόχειας. ο Δημήτριος πήρε το χρόνο του να προσαρτήσει την Κιλικία στα εδάφη του και έστειλε τη σύζυγό του, Φίλα - η οποία βρισκόταν στο πλάι του για τους εορτασμούς -, στον αδερφό της, Κάσσανδρο, ώστε να καταπραϋνει την οργή του. Λίγο αργότερα κατέφθασε στο πλάι του η Δηιδάμεια, η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα ασθένησε και απεβίωσε. Την ίδια εποχή, ο αδερφός της, Πύρρος, μετέβη στην Αίγυπτο ως όμηρος χάριν του Δημήτριου.
Τότε ο Σέλευκος, συνεχίζοντας την προσέγγιση του, διαμεσολάβησε στον Πτολεμαίο ώστε να παντρευτεί το 298 π.Χ. ο Δημήτριος την κόρη του από την Ευρυδίκη, την Πτολεμαΐδα, αν και για άγνωστους λόγους ο γάμος δεν τελέστηκε εκεί και τότε. Οι σχέσεις των δύο ανδρών κλονίστηκαν όταν ο Σέλευκος αξίωσε να αγοράσει την Κιλικία, κάτι που ο Δημήτριος αρνήθηκε. Τότε ο πρώτος με θυμό απαίτησε να παραλάβει την Τύρο και τη Σιδώνα, τις οποίες ο Δημήτριος όχι μόνο δεν παρέδωσε αλλά και φρόντισε να οχυρώσει καλύτερα.
Εκστρατεία στη Νότια Ελλάδα (297 - 294 π.Χ.)
Μετά την παλινόρθωση της αθηναϊκής δημοκρατίας από το Δημήτριο το 304 π.Χ. νέοι κίνδυνοι ανατροπής του πολιτεύματος εμφανίστηκαν την επόμενη πενταετία. Κύριος υποκινητής των αναταραχών αυτών ήταν ο Λαχάρης, δημαγωγός με μεγάλη επιρροή στα πολιτικά πράγματα. Ο τελευταίος κατέληξε τελικά σε συμφωνία με τον Κάσσανδρο, ο οποίος σκόπευε να βοηθήσει το Λαχάρη να γίνει τύραννος, καθιστώντας τον δορυφόρο της πολιτικής του.
Μαθαίνοντας για την πολιτική αστάθεια στην πόλη των Αθηνών, ο Δημήτριος θεώρησε τη στιγμή κατάλληλη να αναμειχθεί. Η πρώτη του προσπάθεια να φτάσει στην Αττική απέτυχε καθώς ο στόλος του επλήγη από σφοδρή καταιγίδα που του κόστισε πολλούς άνδρες και πλοία. Μέχρι να κατασκευαστούν νέα πλοία και να συγκεντρωθούν πρόσθετοι στρατιώτες, ο Δημήτριος εξεστράτευσε στην Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ενώ πολιορκούσε την πόλη της Μεσσήνης, τραυματίστηκε πολύ σοβαρά, ωστόσο επιβίωσε. Μετά την ανάρρωσή του εξασφάλισε τη συμμαχία αρκετών πόλεων που στο παρελθόν είχαν επαναστατήσει εναντίον του και εισήλθε στην Αττική. Αφού κατέλαβε την Ελευσίνα και το Ραμνούντα, λεηλάτησε την ήπαιθρο. Υπό αυτές τις συνθήκες ο Λαχάρης κατάφερε να εκδιώξει τον πολιτικό του αντίπαλο, Δημοχάρη, κι έτσι έγινε ο αδιαφιλονίκητος κύριος της πόλης. Σύμφωνα με τον Παυσανία, διακρινόταν για την απανθρωπιά και την έλλειψη σεβασμού του προς τους θεούς, καθώς γύμνωσε τους ναούς και τα ιερά, ανάμεσα στα οποία και τον Παρθενώνα. Κατά την αρχή της εξουσίας του πέρασε ψήφισμα βάσει του οποίου θα τιμωρούνταν με θάνατο αυτός που τολμούσε να αναφέρει δημόσια το όνομα του Δημητρίου. Ο Πολιορκητής φρόντισε για την αποκοπή του ανεφοδιασμού της πόλης με τρόφιμα από οποιαδήποτε πηγή. Μικρή ανακούφιση πρόσφεραν στους Αθηναίους πλοία του Πτολεμαίου, αλλά ο Δημήτριος κατόρθωσε τελικά να τα απομακρύνει. Ο Λαχάρης, αφού άφησε την πόλη να λιμοκτονήσει στο ύστατο σημείο, το έσκασε κρυφά μεταμφιεσμένος στη Βοιωτία.
Οι Αθηναίοι είχαν φτάσει στο ύστατο σημείο εξαθλίωσης από την πείνα και παρόλο που φοβούνταν το χειρότερο έστειλαν πρέσβεις στο Δημήτριο. Ο τελευταίος συγκέντρωσε το λαό, ο οποίος περίμενε σκληρή τιμωρία αλλά ο Δημήτριος αρκέστηκε να τους επιπλήξει ελαφρά, τους προσέφερε τρόφιμα και εγκατέστησε τους άρχοντες που ήθελε ο δήμος. Οι Αθηναίοι παρέδωσαν τελικά τον έλεγχο του Πειραιά και της Μουνιχίας στα στρατεύματα του Πολιορκητή, ενώ ο ίδιος τοποθέτησε φρουρά στο Μουσείο, η οποία θα διαφύλασσε την τάξη.
Μόλις έγινε κύριος της Αθήνας, ο Δημήτριος έστρεψε την προσοχή του στη Σπάρτη, η οποία μέχρι τότε δεν είχε ποτέ καταληφθεί από εχθρό. Αφού υποχρέωσε σε ήττα το βασιλιά Αρχίδαμο Δ' κοντά στη Μαντίνεια, στην περιοχή του Λύκαιου όρους, εισέβαλε στη λακωνική γη. Μια δεύτερη καθοριστική νίκη του έδωσε βάσιμες ελπίδες πως γρήγορα η πόλη θα γινόταν δική του. Εντούτοις τότε ακριβώς πληροφορήθηκε πως ο Λυσίμαχος του είχε στερήσει τις πόλεις που ήλεγχε στη Μικρά Ασία, ενώ ο Πτολεμαίος είχε καταλάβει την Κύπρο με εξαίρεση την πόλη της Σαλαμίνας, όπου βρίσκονταν υπό πολιορκία η μητέρα και τα παιδιά του. Συνεπώς, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του και να αναχωρήσει από την Πελοπόννησο.
Βασιλιάς της Μακεδονίας (294 π.Χ.)
Μετά το θάνατο του Κάσσανδρου το 297 π.Χ., στο θρόνο της Μακεδονίας τον διαδέχτηκε ο γιος του Φίλιππος, ο οποίος πέθανε λίγους μήνες αργότερα. Συνεπώς ο θρόνος πέρασε στα χέρια των δύο μικρότερων αδερφών του, Αλεξάνδρου και Αντίπατρου, υπό την επίβλεψη της μητέρας τους, Θεσσαλονίκης, της ετεροθαλούς αδελφής του Αλέξανδρου. Η τελευταία δολοφονήθηκε τελικά από τον Αντίπατρο με την αιτιολογία πως έδειχνε εύνοια στον αδερφό του. Ο Αλέξανδρος ζήτησε τότε τη βοήθεια του βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρου, καθώς και του Δημητρίου. Ο πρώτος ανταποκρίθηκε πρώτος στο κάλεσμα ζητώντας ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του τις περιοχές Τυμφαία και Παραυαία στη Μακεδονία, καθώς και τις γειτονικές του χώρες Αμβρακία, Ακαρνανία και Αμφιλοχία. Αφού εγκατέστησε φρουρές στα νέα του εδάφη, ο Πύρρος κινήθηκε ενάντια στον Αντίπατρο, αποσπώντας του τα υπόλοιπα εδάφη που είχε στην κατοχή του και παραδίδοντάς τα στον Αλέξανδρο. (Σύμφωνα με το γεωγράφο Παυσανία ο Δημήτριος ήταν εκείνος που «τιμώρησε» τον Αντίπατρο).
Τα γεγονότα αυτά ακολούθησε η άφιξη του Δημητρίου στη Μακεδονία. Όμως, εφόσον οι υπηρεσίες του δεν ήταν πλέον απαραίτητες του ζητήθηκε από τον Αλέξανδρο, έστω και με διπλωματικό τρόπο, να φύγει. Οι σχέσεις των δύο μερών ήταν φαινομενικά μόνο εγκάρδιες, ενώ στην πραγματικότητα ο ένας συνωμοτούσε να εξολοθρεύσει τον άλλο. Ο Δημήτριος προσποιήθηκε ότι αναχωρεί χωρίς δυσαρέσκεια και ο Αλέξανδρος προσποιήθηκε ότι μετά χαράς τον συνοδεύει. Κατά τη διάρκεια δείπνου στη Λάρισα, ο Δημήτριος σηκώθηκε νωρίς από το τραπέζι. Ο Αλέξανδρος, γεμάτος ανησυχία τον ακολούθησε με μερικούς άνδρες του. Φτάνοντας στην πόρτα της αίθουσας, όπου τον περίμεναν οι σωματοφύλακές του, ο Δημήτριος στάθηκε για μια στιγμή και έδωσε τη διαταγή να θανατώσουν όποιον βγει αμέσως μετά ακολουθώντας τον. Κι έτσι ο Αλέξανδρος βρήκε το θάνατο. Ο Διόδωρος, από την πλευρά του, υποστηρίζει πως την ίδια τύχη επεφύλαξε αργότερα και στον Αντίπατρο.
Την επόμενη ημέρα φόβος απλώθηκε πάνω από τους Μακεδόνες, οι οποίοι περίμεναν πως ο Δημήτριος θα πραγματοποιούσε επίθεση εναντίον τους. Εκείνος όμως πήγε στο συμβούλιό τους για ν' απολογηθεί, πριν προλάβει να τελειώσει, οι Μακεδόνες τον ανακήρυξαν βασιλιά τους. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι λόγοι που ώθησαν τους Μακεδόνες να τον ανακηρύξουν βασιλιά τους ήταν: πρώτον, το μίσος τους για τον Αντίπατρο που είχε διατάξει μητροκτονία, δεύτερον, οι νωπές μνήμες από τη σκληρή διακυβέρνηση του Κάσσανδρου, τρίτον, η έλλειψη σοβαρού ανταγωνισμού για το θρόνο και τέταρτον, ο σεβασμός που έτρεφαν ακόμη για τον οίκο του παλαιού αντιβασιλέα Αντίπατρου, την ενάρετη κόρη του οποίου είχε παντρευτεί ο Δημήτριος, έχοντας μάλιστα αποκτήσει μαζί της το μεγαλύτερο γιο του, ο οποίος ήδη υπηρετούσε στο στρατό του πατέρα του.
Έτσι, μετά από πολλές εναλλαγές της τύχης, ο Δημήτριος απέκτησε και πάλι ένα ισχυρότατο βασίλειο το οποίο περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, της Πελοποννήσου και την Αττική, στο οποίο σύντομα προσάρτησε και τη Θεσσαλία. Παράλληλα πληροφορήθηκε τα ευχάριστα νέα πως ο Πτολεμαίος είχε απελευθερώσει τη μητέρα και τα παιδιά του που βρίσκονταν στην αιχμαλωσία, ενώ η κόρη του, Στρατονίκη, σύζυγος μέχρι πρό τινος του Σέλευκου, είχε γίνει σύζυγος του γιου του Αντίοχου, γιατί κυριολεκτικά έλειωνε αυτός βουβά από έρωτα για την μητρυιά του. Τον έρωτα διέγνωσε κι αποκάλυψε στον Σέλευκο ο γιατρός Ερασίστρατος και φοβούμενος αυτός πως θα πεθάνει ο γιος του, του έδωσε την Στρατονίκη και τους έστειλε βασιλείς στις Άνω Σατραπείες.
Για να εγκαταστήσει τη βασιλική κατοικία, ο Δημήτριος κατασκεύασε μία νέα πόλη και επίνειο στη Μαγνησία, ανάμεσα στη Νηλεία και τις Παγασές, την οποία και ονόμασε «Δημητριάδα». Σε αυτή προσκάλεσε να κατοικήσουν οι οικογένειες που προέρχονταν από τις πόλεις: Νηλεία, Παγασές, Ορμίνιο, Σηπιάδα, Ριζούς, Ολιζών, Βοίβη και Ιωλκός.
Κατάκτηση της Βοιωτίας (293 - 291 π.Χ.)
Επόμενος στόχος του Δημητρίου ήταν η υποταγή των Βοιωτών, οι οποίοι κατά τη διάρκεια των μεταξύ τους συγκρούσεων από το 293 έως το 291 π.Χ. συνήψαν συνθήκες φιλίας μαζί του, για να τις παραβιάσουν μόλις ο βασιλιάς έστρεφε την προσοχή του αλλού. Στην εκστρατεία αυτή μαθαίνουμε για πρώτη φορά κάποιο στρατιωτικό επίτευγμα του γιου του Δημητρίου, Αντίγονου, από κοινού με τον οποίο πολιόρκησε και κατέλαβε δύο φορές την πόλη των Θηβών. Το πόσο αποφασισμένος ήταν ο Δημήτριος να υποτάξει την πόλη φαίνεται από το γεγονός πως επιστράτευσε τις περίφημες μηχανές του, ανάμεσα στις οποίες και την ελέπολη. Κατά τη διάρκεια δε των μαχών του 291 π.Χ. τραυματίστηκε σοβαρά στο λαιμό, κάτι που δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να πολεμά. Όταν πια απέκτησε τον ολικό έλεγχο της πόλης, θανάτωσε και εξόρισε ορισμένους από τους Θηβαίους. Προκειμένου να κρατά τους στρατιώτες του απασχολημένους, ο βασιλιάς στράφηκε κατόπιν κατά των Αιτωλών, τα εδάφητων οποίων λεηλάτησε.
Σύγκρουση με τον Πύρρο (290 - 288 π.Χ.)
Στο μεσοδιάστημα των δύο πολιορκιών της Θήβας, ο βασιλιάς της Ηπείρου, Πύρρος, εισέβαλε στη Θεσσαλία για να αποσυρθεί τελικά προτού καταφθάσει ο Δημήτριος με τα στρατεύματά του. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος κατείχαν μέρος της Μακεδονίας και η επιθυμία τους για νέα εδάφη και κατακτήσεις στάθηκε πάνω από την παλαιά τους φιλία, ενώ ο συνεκτικός δεσμός της Δηιδάμειας χάθηκε μετά το θάνατό της.
Προτομή του ηγεμόνα της Ηπείρου,Πύρρου Α',
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, Ιταλία.
|
Αφού προσάρτησε την Αιτωλία ο Δημήτριος άφησε εκεί τον επιφανέστερο στρατηγό του, τον Πάνταυχο, να την φυλάει, ενώ ο ίδιος κινήθηκε εναντίον του Πύρρου που είχε με τη σειρά του και πάλι εκστρατεύσει. Εξαιτίας κακών υπολογισμών οι δύο στρατοί δεν συναντήθηκαν στο δρόμο, με αποτέλεσμα να φτάσουν οι Ηπειρώτες στην Αιτωλία και να συγκρουστούν με τους άνδρες που στρατοπέδευαν εκεί το 189 π.Χ.. Ο Πύρρος ενεπλάκη σε μάχη σώμα με σώμα με το γνωστό για τη σωματική του ρώμη Πάνταυχο, τον οποίο και νίκησε. Μαθαίνοντας τα νέα οι Ηπειρώτες πήραν μεγάλο θάρρος, απέκρουσαν τους άνδρες του Δημητρίου που είχαν ήδη αρχίσει να προκαλούν καταστροφές στην αφύλακτη από το βασιλιά της Ήπειρο, και μάλιστα 5.000 Μακεδόνες πιάστηκαν αιχμάλωτοι στα δύο αυτά μέτωπα. Παραδόξως, ο Πύρρος μετά το περιστατικό αυτό κέρδισε μεγάλη δημοφιλία και ανάμεσα στους Μακεδόνες, οι οποίοι διέδιδαν ιστορίες για το χαρακτήρα και την πολεμική του αρετή, παρομοιάζοντάς τον συχνά με τον συγγενή του, Αλέξανδρο το Μέγα. Ο Πολιορκητής, αντίθετα, μέρα με τη μέρα έχανε την εκτίμηση του λαού και των συμμάχων του, καθώς γινόταν ολοένα και πιο δυσπρόσιτος, ολοένα και πιο αλαζόνας και επιδεικτικός με τα πλούτη που είχε αποκομίσει.
Όταν λίγο αργότερα μαθεύτηκε στο βασίλειο πως ο Δημήτριος είχε πέσει σοβαρά άρρωστος στην Πέλλα, ο Πύρρος πήρε το θάρρος να εισβάλλει στην ίδια τη Μακεδονία για να λεηλατήσει και να προσαρτήσει ό,τι μπορούσε. Εντούτοις, παραλίγο να κατακτήσει το σύνολο του Μακεδονικού Βασιλείου χωρίς μάχη, φτάνοντας μέχρι την Έδεσσα χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Αντίθετα, πολλοί πρώην υποστηρικτές του Δημητρίου συντάχθηκαν μαζί του παρέχοντάς του βοήθεια.
Τελικά, αφού ανάρρωσε, ο Δημήτριος απέσπασε με ευκολία από τον Πύρρο τις κατακτήσεις του αναγκάζοντάς τον να αποτραβηχτεί και πάλι στο βασίλειό του. Και καθώς δεν επιθυμούσε να ανησυχεί πια για τις κινήσεις του γείτονά του, εφόσον ήθελε να καταπιαστεί με μεγαλεπήβολα έργα, έφτασε σε κάποιο είδος συμφωνίας μαζί του.
Πτώση (288 π.Χ.)
Από τη στιγμή που απέκτησε σταθερή βάση επιχειρήσεων στη Μακεδονία ο Δημήτριος ξεκίνησε να κάνει σχέδια για να πετύχει το μεγαλύτερο και πιο φιλόδοξο όνειρό του: την ανάκτηση του συνόλου των εδαφών που κάποτε κυβέρνησε ο πατέρας του. Για το σκοπό αυτό δρομολόγησε την συγκρότηση ενός από τους ισχυρότερους στρατούς που είχε δει ποτέ η Ελλάδα, συγκεντρώνοντας 98.000 πεζούς και 12.000 ιππείς. Παράλληλα παρήγγειλε πρωτοποριακής τεχνολογίας πλοία σε διάφορους ναύσταθμους τους οποίους επισκεπτόταν ο ίδιος με μεγάλη ενεργητικότητα για να επιβλέψει την πρόοδο των εργασιών.
Αποφασισμένοι να βάλουν τέλος στις φιλοδοξίες του Δημητρίου, οι τρεις ανταγωνιστές του Σέλευκος, Πτολεμαίος και Λυσίμαχος, συμμάχησαν για ακόμη μια φορά εναντίον του, προσεταιριζόμενοι και τον Πύρρο. Ο Πτολεμαίος έπλευσε στα ελληνικά ύδατα με δυνατό στόλο και υποκίνησε επανάσταση των πόλεων κατά του Μακεδόνα βασιλιά, ενώ ταυτόχρονα οι Λυσίμαχος και Πύρρος εισέβαλαν στη Μακεδονία, ο ένας από την Ανατολή κι ο άλλος από τη Δύση καταστρέφοντας και λεηλατώντας. Μέσα στη γενικότερη σύγχυση οι Μακεδόνες, κουρασμένοι από τους συνεχείς πολέμους και αγανακτισμένοι από τον εκκεντρικό και αλλαζονικό τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν ο Δημήτριος, άρχισαν να εγκαταλείπουν το στρατόπεδό του, αρχικά λίγοι λίγοι και κατόπιν ομαδικά, προσχωρώντας στις γραμμές των εχθρών του και κυρίως στου Πύρρου τον οποίο και είχαν σε μεγάλη εκτίμηση. Αντιλαμβανόμενος πως το παιχνίδι ήταν πια χαμένο, ο Δημήτριος εγκατέλειψε κρυφά το στρατόπεδό του μεταμφιεσμένος με σκούρα ρούχα με κατεύθυνση την Κασσάνδρεια. Το στρατόπεδο έπεσε αμαχητί στα χέρια του Πύρρου κι έτσι η Μακεδονία διαιρέθηκε ανάμεσα στο βασιλιά της Ηπείρου και στο Λυσίμαχο, μετά από επτά χρόνια διακυβέρνησης από το Δημήτριο.
Κοντά σε αυτές τις συμφορές το Δημήτριο περίμενε και μια οικογενειακή τραγωδία: η σύζυγός του, Φίλα, μην αντέχοντας τον πόνο του να βλέπει τον άνδρα της για άλλη μια φορά έκπτωτο και εξόριστο, αυτοκτόνησε με δηλητήριο το 287 π.Χ. Από την πλευρά του ο Δημήτριος, αποφασισμένος να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα, δηλαδή να αλλάζει την κακοδαιμονία του, μετέβη στη νότια Ελλάδα όπου τον περίμενε ο γιος του, Αντίγονος, σε αναζήτηση συμμάχων από πόλη σε πόλη, αφήνοντας στο παρελθόν τα μεγαλόπρεπα ενδύματα ενός βασιλιά.
Εκστρατεία στη Μικρά Ασία (287 - 285 π.Χ.)
Η κατάσταση αποδείχθηκε ευνοϊκότερη από ό,τι ίσως περίμενε κι ο ίδιος και μια νέα ελπίδα φάνηκε όταν κατόρθωσε για άλλη μια φορά να συγκεντρώσει στρατιώτες και προμήθειες. Από τον Πλούταρχο μαθαίνουμε πως κατά την περίοδο αυτή αποκατέστησε στη Θήβα το πατροπαράδοτό της πολίτευμα, ενώ για πολλοστή φορά πολιόρκησε την πόλη των Αθηνών που δεν στάθηκε στο πλευρό του, αλλά συντάχθηκε με τον Πύρρο. Η πολιορκία λύθηκε, εντούτοις, μετά από τη διαμεσολάβηση του φιλοσόφου Κράτη, άνδρα με μεγάλη υπόληψη.
Έχοντας συγκεντρώσει όλα του τα πλοία στα οποία επιβίβασε 11.000 στρατιώτες και ιππείς, έπλευσε στην Ασία για να διεκδικήσει την Καρία και τη Λυδία από το Λυσίμαχο.
Στη Μίλητο συναντήθηκε με την Ευρυδίκη, αδερφή της Φίλας και πρώην βασίλισσα της Αιγύπτου. Η Ευρυδίκη είχε εγκαταλείψει το σύζυγό της, Πτολεμαίο, όταν αυτός έδειξε εύνοια στην άσπονδη φίλη της Βερενίκη Α'. Εκεί κανονίστηκε να παντρευτεί ο Δημήτριος την κόρη της Ευρυδίκης και του Πτολεμαίου, Πτολεμαΐδα, την οποία είχε αρραβωνιαστεί με τη διαμεσολάβηση του Σέλευκου το 298 π.Χ., χωρίς να ολοκληρωθεί τότε ο γάμος. Το ζεύγος απέκτησε μαζί ένα γιο, που ονομάστηκε επίσης Δημήτριος, κι ο οποίος βασίλεψε όταν ενηλικιώθηκε στην Κυρήνη.
Μετά τις τελετές ο Δημήτριος καταπιάστηκε με την κατάληψη των μικρασιατικών πόλεων. Προσάρτησε πολλές από αυτές, ανάμεσα στις οποίες και τις Σάρδεις, άλλες με τη δύναμη των όπλων και άλλες μετά την παράδοση των στρατιωτικών που τις κυβερνούσαν. Όταν, ωστόσο, εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Αγαθοκλής, γιος του Λυσίμαχου και ικανός στρατιωτικός, ο Δημήτριος αποσύρθηκε στη Φρυγία υπολογίζοντας να φτάσει στην Αρμενία και να υποκινήσει επανάσταση στη Μηδία. Ο Αγαθοκλής τον ακολούθησε στενά φέρνοντας σε δύσκολη θέση τον ίδιο και τους άνδρες του, που βασανίζονταν από την πείνα, τις ασθένειες και τις κακουχίες. Ο τελικός απολογισμός της κατάστασης αυτής ήταν η απώλεια 8.000 ανδρών.
Προσωπογραφία του Σέλευκου Α' του Νικάτορος,
Μακεδόνα αξιωματικού του Αλεξάνδρου του Μεγάλου
και ιδρυτή της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών.
Μάρμαρο, συριακό εργαστήριο του 1ου ή 2ου μ.Χ. αιώνα,
Μουσείο του Λούβρου.
|
Με τους άνδρες που του απέμειναν, και με δεδομένο ότι ο Αγαθοκλής απέκλεισε τα περάσματα της οροσειράς του Ταύρου, ο Πολιορκητής κατέφυγε στην Ταρσό της Κιλικίας από όπου έγραψε ένα απελπισμένο γράμμα στο Σέλευκο, περιγράφοντας τη δυσμενή του κατάσταση και επικαλούμενος τους συγγενικούς δεσμούς των δύο Οίκων. Αρχικά ο Σέλευκος αντιμετώπισε συναισθηματικά την κατάσταση, αλλά σύντομα πείστηκε από τους συμβούλους του να διδαχθεί από την ιστορία και να μην αφήσει το Δημήτριο ανενόχλητο στην περιοχή αυτή. Αφενός του επέτρεψε να ξεχειμωνιάσει στην Καταονία, αφετέρου απαίτησε για την εξυπηρέτηση ομήρους, οχυρώνοντας παράλληλα τα περάσματα προς τη Συρία.
Ο Δημήτριος τότε, παίρνοντας δύναμη από την απελπιστική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, αντιμετώπισε με επιτυχία σε διάφορες τοποθεσίες τους στρατιώτες του Σέλευκου, λεηλατώντας την ύπαιθρο και καταλαμβάνοντας τελικά τα περάσματα. Αυτό ανέβασε το ηθικό τόσο του ιδίου όσο και των ανδρών του. Από την πλευρά του ο Σέλευκος δίσταζε πάρα πολύ να αντιμετωπίσει το Δημήτριο, που κινούνταν από την απελπισία ενός πληγωμένου θηρίου, και δυστυχώς για εκείνον είχε ήδη αρνηθεί τη βοήθεια που του πρότεινε ο Λυσίμαχος, τον οποίο δεν εμπιστευόταν καθόλου. Από τη δύσκολη κατάσταση τον έβγαλε η ατυχία του Δημητρίου να ασθενήσει βαρειά για σαράντα ολόκληρες ημέρες, με αποτέλεσμα ο στρατός του, ακέφαλος, να αποδυναμωθεί σημαντικά. Όταν ανάρρωσε, ο Δημήτριος κατευθύνθηκε αρχικά κατά της Κιλικίας, τελικά όμως πέρασε ξαφνικά το όρος Αμανός, και λεηλάτησε τις πεδιάδες μέχρι και την Κυρρηστική.
Όταν εμφανίστηκε ο Σέλευκος και στρατοπέδευσε στην περιοχή, ο Δημήτριος αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον του κινούμενος κατά τη διάρκεια της νύχτας. Δυστυχώς για αυτόν, κάποιοι λιποτάκτες προειδοποίησαν τον εχθρό του. Παρά την προσπάθειά του να διαφύγει, ξέσπασε τελικά μάχη ανάμεσα στους δύο στρατούς στην οποία συμμετείχαν οι δύο βασιλείς προσωπικά. Κατά τη διάρκειά της παρατηρήθηκε μεγάλο κύμα λιποταξίας προς το στρατόπεδο του Σέλευκου, κάτι που έκανε το Δημήτριο να αντιληφθεί πως όλα είχαν τελειώσει. Κατέφυγε με ελάχιστους ακολούθους σε ένα δάσος, από όπου σκόπευε να μεταβεί κρυφά στη θάλασσα όπου περίμενε ο στόλος του. Όταν αυτό στάθηκε αδύνατο και χάθηκαν κι άλλοι άνδρες, ο Δημήτριος έμεινε με μία και μοναδική επιλογή: να παραδοθεί.
Στο μεταξύ, στη Μακεδονία, ο Λυσίμαχος είχε θανατώσει το 286 π.Χ. το γιο του Κάσσανδρου, Αντίπατρο Α΄ (τον αδερφό του οποίου, Αλέξανδρο Ε΄, είχε σκοτώσει παλαιότερα ο Δημήτριος), ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 285 π.Χ. αφαίρεσε από τον Πύρρο τις κτήσεις του στη Μακεδονία για να γίνει ο μόνος κυρίαρχός της.
Αιχμαλωσία (285 - 283 π.Χ.)
Όταν έφτασαν οι αγγελιοφόροι του Δημητρίου στο Σέλευκο, ο τελευταίος, σε μια επίδειξη μεγαλοσύνης, διέταξε προετοιμασίες για μεγαλόπρεπη υποδοχή και έστειλε μήνυμα παρηγοριάς στο Δημήτριο, υπενθυμίζοντάς του πως ήταν σύμμαχοι και συγγενείς. Επειδή όμως παρατήρησε πως οι αυλικοί του άρχισαν να κάνουν αγώνα δρόμου για το ποιος θα δείξει πρώτος την φιλία του στον Δημήτριο, ο οποίος φαινόταν πως θα αποτελέσει πρόσωπο με μεγάλη επιρροή στα πράγματα της χώρας, κυριεύθηκε αμέσως από φθόνο και ανησυχία. Κι εκεί που ο Δημήτριος άρχισε να σκέφτεται πως η καταστασή του δεν ήταν τόσο τρομακτική όσο την περίμενε, έφθασε ο στρατηγός Παυσανίας με 1.000 πεζούς και ιππείς κι αφού έδιωξε τους πάντες, οδήγησε το Δημήτριο όχι στο Σέλευκο, αλλά στη Χερρόνησο της Συρίας.
Εκεί, για το υπόλοιπο των ημερών του, τον φύλασσε ισχυρή φρουρά. Ωστόσο ο Σέλευκος εξασφάλισε στο συγγενή του άνετη και πολυτελή διαμονή, με υπηρέτες, βασιλικούς περιπάτους και κυνήγια, ελεύθερη πρόσβαση από τους φίλους του που τυχόν ήθελαν να τον επισκεφθούν και αισιόδοξα μηνύματα από το Σέλευκο για μελλοντική απελευθέρωσή του από τα παιδιά τους, Αντίοχο και Στρατονίκη.
Ο Δημήτριος, μολαταύτα, έστειλε μήνυμα στο γιο του, τον Αντίγονο, και στους συμμάχους και διοικητές του στην Αθήνα και την Κόρινθο, να μην εμπιστεύονται κανένα γράμμα με τη σφραγίδα του και να τον θεωρήσουν πλέον νεκρό, παραδίδοντας ό,τι εξουσία του είχε απομείνει στο γιο του. Ο Αντίγονος, μαθαίνοντας την τύχη του πατέρα του στενοχωρέθηκε βαθύτατα και ντυμένος πάντα πένθιμα, άρχισε να γράφει γράμματα όπου μπορούσε και κυρίως στο Σέλευκο, παρακαλώντας την απελευθέρωση του πατέρα του, προσφέροντας μάλιστα τον εαυτό του σε αντάλλαγμα ως όμηρο. Πολλές πόλεις και διοικητές επαίνεσαν την πρόταση, και μόνο ο Λυσίμαχος προσέφερε στο Σέλευκο ένα μεγάλο χρηματικό ποσό με αντάλλαγμα τη ζωή του Δημητρίου. Εντούτοις ο Σέλευκος, που πάντα αντιπαθούσε το Λυσίμαχο, βρήκε την πρόταση αυτή βάρβαρη και απάνθρωπη.
Θάνατος (283 π.Χ.)
Ο Δημήτριος τελικά προσαρμόστηκε στη νέα του ζωή και αρχικά φρόντιζε να αθλείται και να κρατά τον εαυτό του σε καλή φυσική κατάσταση. Καθώς όμως ο καιρός περνούσε και περνούσε, άρχισε να αντιμετωπίζει διάφορα πράγματα με αδιαφορία και παραδόθηκε στο ποτό και στα τυχερά παιχνίδια με τα οποία άφηνε το χρόνο να κυλά. Ο Πλούταρχος εικάζει πως είτε με το μεθύσι ξεχνούσε τον πόνο της αιχμαλωσίας, είτε ανακάλυψε τελικά τη χαρά της ειρηνικής ζωής την οποία στέρησε στον εαυτό του με τη φιλοδοξία του και τη δίψα του για νέες κατακτήσεις.
Κι έτσι, ο Δημήτριος, μετά από τριετή αιχμαλωσία στη Χερρόνησο, ασθένησε τελικά, πιθανώς εξαιτίας της καθιστικής και πολυτελούς διαβίωσής του και απεβίωσε στο 54ο έτος της ζωής του.
Σύμφωνα πάντα με τον Πλούταρχο, ο Σέλευκος στενοχωρήθηκε πολύ για το γεγονός και μετάνιωσε για τις υποψίες που έτρεφε κατά του Δημητρίου. Ο Αντίγονος κινητοποίησε ολόκληρο στόλο για να υποδεχθεί στη μέση του πελάγους την τεφροδόχο με τις στάχτες του πατέρα του. Η υδρία στολίστηκε με βασιλικά εμβλήματα και η υποδοχή του πλοίου στην Κόρινθο έγινε με κάθε μεγαλοπρέπεια. Μετά την απόδοση βασιλικών τιμών, ο Αντίγονος μετέφερε τα λείψανα του πατέρα του για να κηδευτούν στη Δημητριάδα, την πόλη που ο πατέρας του είχε ιδρύσει στη Μαγνησία.
ΙΙ. Προσωπικότητα
Οι αρχαίες πηγές επισημαίνουν ότι καμία φιλολογική ή εικαστική του αναπαράσταση δεν αποδίδει ικανοποιητικά την ξεχωριστή φυσική ομορφιά του Δημητρίου, που αποτελούσε κράμα ηρωικής επιφάνειας σπάνιας για τη νεαρή ηλικία του και βασιλικής σεμνότητας και που συνδύαζε «χάρη και βαρύτητα, επιβλητικότητα και ομορφιά».
Νόμισμα που στη μία όψη αναπαριστά τη μορφή του Δημητρίου με κέρατα, ενώ στην άλλη τον Ποσειδώνα με το πόδι σε βράχο, ενώ κρατά τρίαινα. Επιγραφή: «ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ». |
Ο Δημήτριος κατά τα νεανικά του χρόνια ήταν προσηνής και προσιτός· η πρωτεϊκή του ικανότητα του επέτρεπε να ελίσσεται σε δύσκολες καταστάσεις, συχνά ωστόσο με κίνδυνο να τις αντιμετωπίζει με παρορμητισμό, καιροσκοπισμό, αστάθεια και απερισκεψία. Ο τρόπος του ενέπνεε ταυτόχρονα φόβο και επιδοκιμασία. Υπήρξε πολύ ευχάριστος ως σύντροφος στις απολαύσεις της ειρηνικής ζωής, αλλά και τρομερά ενεργητικός και δραστήριος όταν τον καλούσε το καθήκον.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, υπήρξε πολύ καλύτερος στο να προετοιμάζει εκστρατείες παρά να τις διεξάγει, καθώς φρόντιζε στο μέγιστο βαθμό για την επάρκεια των προμηθειών, και ποτέ δεν ένιωθε απόλυτα ικανοποιημένος από το μέγεθος και τη φιλοδοξία των σχεδίων του. Αφιέρωνε το χρόνο και τη μεγάλη του εφευρετικότητα, όχι σε άχρηστες απολαύσεις, αλλά σε έργα «βασιλικής αξίας», που μαρτυρούσαν μεγαλοπρέπεια, κομψότητα και ευφυΐα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως ακόμη και οι φίλοι του καταπλήσσονταν από τα μεγέθη των μηχανών και των πλοίων του, τα οποία θαύμαζαν και οι εχθροί. Όσο για τα πλοία του, φρόντιζε ώστε το μέγεθος και η ομορφιά τους να μην μειώνει στο παραμικρό τη μαχητική τους ικανότητα, αλλά να διατηρούν αξιοσημείωτη αποτελεσματικότητα αν αναλογιστεί κανείς το μεγάλο τους μέγεθος.
Όλα αυτά βέβαια είναι η εικόνα του όπως θα τον ήθελε πάντα ο Πλούταρχος. Ο ίδιος περιγράφει διά μακρών τις ακολασίες του Δημήτριου και την εκκεντρικότητά του στην Αθήνα και αλλού, και την μεγάλη του επιπολαιότητα που θα του στοίχιζε παρά λίγο την ζωή για μια εξωφρενική ερωτική συνάντηση και που στοίχισε τελικά την ήττα στην Ιψό.
Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του Δημητρίου, ωστόσο, έχοντας απολαύσει δόξα, χρήματα, αγαθά και δύναμη, βγήκαν στην επιφάνεια οι αυταρχικές του τάσεις και η μεγαλομανία του, οι οποίες ενθάρρυναν εκκεντρικές εκδηλώσεις προς το πρόσωπό του από τους γύρω. Η τάση του αυτή εκδηλωνόταν πολύ και διαμέσου του τρόπου που επέλεγε να ντύνεται, με χρυσοποίκιλτα ρούχα και υποδήματα, από πανάκριβα και εκλεπτυσμένα υφάσματα. Η υπερβολή αυτή προκαλούσε μεγάλη δυσφορία στους υπηκόους του που δεν την είχαν συνηθίσει, ωστόσο τίποτε δεν υπήρξε απωθητικότερο για αυτούς από την απροθυμία του να παρέχει ακροάσεις σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη να συναντηθούν μαζί του. Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, μια πρεσβεία των Αθηναίων, τους οποίους θεωρούσε πολύτιμους συμμάχους, χρειάστηκε κάποτε να περιμένει δύο χρόνια για ακρόαση. Σε μια άλλη περίσταση, συγκέντρωσε με φαινομενική προθυμία γραπτά αιτήματα υπηκόοων του τα οποία δίπλωσε στο μανδύα του, μόνο για να τα σκορπίσει λίγο αργότερα στα νερά του ποταμού Αξιού.
ΙΙΙ. Αποτίμηση
Κατά τον Ντρόυζεν "Κανείς από τους Διαδόχους ή τους Επιγόνους δεν είναι η εικόνα της εποχής του τόσο πιστή όσο ο Δημήτριος ο Πολιορκητής ... κανείς δεν ξέρει τί να πρωτοθαυμάση: την ενεργητικότητα, την μεγαλοφυΐα ή την ελαφρότητά του ;" Είναι δύσκολο να δώσει κανείς συνοπτικά το στίγμα της ζωής του Δημητρίου του Πολιορκητή, που αναντίρρητα παρουσίασε πολλές διακυμάνσεις. Οι στρατηγικές του ικανότητες αναδείχθηκαν και αξιοποιήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο υπό την στιβαρή καθοδήγηση του πατέρα του, Αντιγόνου του Μονοφθάλμου. Καινοτομίες όπως η χρήση νέων πολιορκητικών μηχανών ή η κατασκευή πεντηκοντόρων πλοίων τού επέτρεψαν να πετύχει ικανοποιητικά αποτελέσματα στις πολεμικές αναμετρήσεις με τους εκάστοτε αντιπάλους του.
Σε πολιτικό επίπεδο, το μεγαλύτερο επίτευγμα του Δημητρίου είναι ότι κατόρθωσε να μετατρέψει τη ναυτική του δύναμη σε ηπειρωτική. Υπήρξε επίσης ιδρυτής σημαντικών πόλεων, όπως η θεσσαλική Δημητριάδα (293 π.Χ.).
Γεγονός όμως είναι ότι ουδέποτε ανέπτυξε συγκροτημένη πολιτική ανάλογη με αυτή του πατέρα του. Δε συνειδητοποίησε εξάλλου έγκαιρα ότι η εποχή των μεγάλων εκστρατειών ήταν πια παρελθόν, με αποτέλεσμα να αποβεί σε βάρος του η προσπάθεια να επαναπροσαρτήσει τις ασιατικές κτήσεις που στο παρελθόν ανήκαν στον πατέρα του. Ο ιστορικός Πολύβιος από την πλευρά του επικρίνει τόσο τον ίδιο όσο και το γιο του, τον Αντίγονο, επειδή τοποθετώντας φρουρές ή τυράννους, δεν άφησαν σχεδόν καμία ελληνική πόλη ουσιαστικά ελεύθερη και αυτόνομη.
Σε γενικές γραμμές, οι δραματικές μεταπτώσεις της πολυτάραχης ζωής του Πολιορκητή αντικατοπτρίζουν τη ρευστότητα της εποχής των Διαδόχων.
ΙV. Ιστορικά ανέκδοτα
- Μετά την ήττα του Ευμένη στη Μάχη της Γαβιηνής (316 π.Χ.), ένας από τους παλαιούς του συμμάχους, ο Μιθριδάτης, συντάχθηκε με τον Αντίγονο το Μονόφθαλμο. Κατά τα φαινόμενα απολάμβανε μεγάλη εκτίμηση, ενώ ανέπτυξε προσωπική φιλία με το γιο τού Αντίγονου, Δημήτριο. Ωστόσο κάποια στιγμή η κατάσταση αυτή άλλαξε και ο Αντίγονος αποφάσισε την εξόντωση του Μιθριδάτη, ορκίζοντας το Δημήτριο να σιωπήσει. Μην τολμώντας να παραβεί τον όρκο του, ο νεαρός πήρε παράμερα το φίλο του και σχεδίασε με ένα ραβδί στο έδαφος: «Φύγε, Μιθριδάτη». Ο Μιθριδάτης κατάλαβε και απέδρασε τη νύχτα.Λίγα χρόνια αργότερα, ο άνθρωπος αυτός έθεσε τα θεμέλια του Βασιλείου του Πόντου, μένοντας στην ιστορία ως «Μιθριδάτης Α' ο Κτίστης».
- Όταν ο στρατός του Δημητρίου κατέλαβε και λεηλάτησε τα Μέγαρα το 307 π.Χ., ο Δημήτριος συνάντησε το φιλόσοφο Στίλπωνα, ο οποίος απολάμβανε μεγάλο σεβασμό ανάμεσα στους συγχρόνους του για την πολιτική του οξυδέρκεια, την ευθύτητα του λόγου του και την υπομονή του απέναντι στις ατυχίες της ζωής. Ο Δημήτριος, λοιπόν, διέταξε τους άνδρες του να σεβαστούν τα υπάρχοντα του ανθρώπου αυτού και προσφέρθηκε να τον αποζημιώσει για τυχόν καταστροφές στην περιουσία του. Τον ρώτησε, λοιπόν, εάν κανείς του είχε κλέψει κάτι πολύτιμο. «Κανείς», απάντησε ο Στίλπων, «γιατί δεν είδα κανένα να μεταφέρει μαζί του την γνώση».
- Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ρόδου, έπεσε στα χέρια του Δημητρίου ένα έργο ζωγραφικής που είχε φιλοτεχνήσει ο Πρωτογένης, ζωγράφος από την Καρία που διέμενε πλέον στο νησί. Όταν οι Ρόδιοι έστειλαν σε εκείνον αγγελιοφόρους με την παράκληση να μην καταστρέψει τον πίνακα, ο ίδιος απάντησε: «Προτιμώ να καταστρέψω τα αγάλματα με τη μορφή του πατέρα μου, παρά ένα τέτοιο έργο τέχνης».
- Όταν έφταναν οι ημέρες να γιορταστούν τα Πύθια του 290 π.Χ., καθώς η Αιτωλική Συμπολιτεία είχε αποκλείσει τα περάσματα προς τους Δελφούς, ο Δημήτριος διέταξε τη διεξαγωγή των διάφορων τελετών και αγωνισμάτων παρουσία του στην Αθήνα, ένα γεγονός χωρίς προηγούμενο.
- Κάποια φορά που ο Δημήτριος έστειλε πρέσβεις στο Λυσίμαχο, ο οποίος διασκεδάζοντας τους έδειξε μια μέρα τις βαθιές πληγές που έφερε στο σώμα του από τα νύχια ενός λιονταριού με το οποίο είχε παλέψει την εποχή της παντοδυναμίας του Αλεξάνδρου. Τότε οι απεσταλμένοι γέλασαν πονηρά, και κάνοντας λογοπαίγνιο ανάμεσα στη γυναίκα και το μυθικό τέρας, ομολόγησαν πως και ο κύριός τους έφερε βαθιά κοψίματα στο λαιμό από ένα άλλο τρομακτικό πλάσμα, που λεγόταν Λάμια.
- Ανάμεσα στα μεγαλεπήβολα μηχανικά σχέδια που απασχόλησαν το μυαλό του Δημητρίου υπήρξε και το σκάψιμο διώρυγας στον Ισθμό της Κορίνθου ώστε να παρέχει πέρασμα στα πλοία του. Τελικά τον απέτρεψαν οι μηχανικοί του, οι οποίοι, αφού έκαναν μετρήσεις, αποφάνθηκαν πως η στάθμη του νερού ήταν άνιση ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ισθμού, κι αν ανοιγόταν κανάλι, το στενό, η Αίγινα και τα κοντινά νησιά θα βυθίζονταν κάτω από το νερό.
- Όταν κάποτε έφτασε στην αυλή του Δημητρίου ένας απεσταλμένος της Σπάρτης, ο βασιλιάς αγανάκτησε και άρχισε να ξεφωνίζει: «Τι είναι αυτά που λες; Οι Λακεδεμόνιοι έπεμψαν μόλις έναν πρεσβευτή»; Ωστόσο ο άνδρας απάντησε με τη χαρακτηριστική λακωνική λιτότητα: «Ναι, βασιλιά, ένας προς έναν άνδρα». («Ναί ὦ βασιλεῦ, πρὸς ἕνα.»)
- Κάποτε μια ηλικιωμένη γυναίκα πλησίασε το Δημήτριο και παρακάλεσε πολλές φορές να της δοθεί ακρόαση. «Δεν προλαβαίνω», είπε ο Δημήτριος, για να εισπράξει την απάντηση «Τότε μη βασιλεύεις» («καὶ μὴ βασίλευε»). Τόση εντύπωση έκανε η φράση αυτή στο Δημήτριο, που επέστρεψε σπίτι του, ανέβαλε ο,τιδήποτε είχε προγραμματίσει και αφιέρωσε πολλές ημέρες στο να ακούει αιτήματα υπηκόων του, ξεκινώντας από εκείνη τη γυναίκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον