«Γιατί … Ίσως γιατί δεν αγαπούν όσο χρειάζεται τη ζωή. Ξέρεις, αυτοί εκεί κάτω ζούνε συνέχεια με αναβολές. Περιμένουν πάντα ένα αύριο, για να χαρούν. Δεν καταλαβαίνουν πως σε λίγο το ξέφωτο θα το ‘χει καταπιεί η νύχτα, ότι σε λίγο το μαγιάτικο τριαντάφυλλο θα ‘χει πέσει στο χώμα..» (Αλκυόνη Παπαδάκη)
Της Αγγελικής Μπολουδάκη
Είναι φορές που αναβάλλουμε, διπλώνουμε τα όνειρά μας σε ένα σεντούκι και τα κρύβουμε με τόση επιμέλεια, που ξεχνάμε την ύπαρξή τους. Αναλωνόμαστε σε τόσα άλλα ανούσια θέματα και εκείνο που μας περιμένει, για να το κρατήσουμε και να μας αποζημιώσει για όλα τα δύσκολα συναισθήματα που ξοδέψαμε περιμένοντας, το λησμονούμε καταφεύγοντας στη λήθη, ώστε να μην μπορούμε να ψάξουμε στο χάρτη της ψυχής μας, για να το αναζητήσουμε και να το βρούμε. Αναβάλλουμε, διστάζουμε για αυτό που υποθετικά θα συμβεί, αναρωτιόμαστε και χανόμαστε στους λαβυρίνθους των σκέψεών μας, αδύναμοι να πάρουμε αποφάσεις.
Τι είναι αυτό που ακινητοποιεί την σκέψη μας και μπερδεύει τους λογισμούς μας; Αναβάλλουμε, γιατί φοβόμαστε τις παρορμήσεις μας, το βιαστικό τρόπο που θα μας οδηγήσει σε λάθος διαδρομές, σε μονοπάτια που θα πληγώσουν τα όνειρά μας και φανταζόμαστε πως η βιασύνη θα ακυρώσει μια προσπάθεια που προσπαθεί να ανθίσει. Ένα μπουμπούκι θέλει το χρόνο του να μείνει στη μήτρα τόσο, ώστε να ωριμάσει και να δώσει όλες του τις μυρωδιές, όταν θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου, ισχυριζόμαστε. Λέμε ότι το μπουμπούκι θέλει το χρόνο του να ανθίσει, ακόμα κι όταν ετοιμάζεται να πέσει στο χώμα από σήψη. Χαμένοι στις αμφιβολίες μας, δεν το προετοιμάσαμε να ανθίσει.
Έτσι, εκείνο αφημένο ετοιμάζεται να εμποτιστεί σε έναν αργό θάνατο, χωρίς την ικανοποίηση που δίνει η μνήμη από τις στιγμές που εναγκαλιστήκαμε με αυτές και απολαύσαμε όλους τους χυμούς των. Νομίζουμε πως με αυτόν τον τρόπο διατηρούμε τον έλεγχο του εαυτού μας, αποτρέποντας όλες εκείνες τις εκπλήξεις που θα μπορούσαν να μας κάνουν να περιδιαβούμε σε μονοπάτια, διαφορετικά από αυτά που έχουμε συνηθίζει να φαντασιωνόμαστε στους μονόδρομους του μυαλού μας.
Ξετυλίγουμε λοιπόν το κουβάρι με αργούς ρυθμούς, ώστε να μην κάνουμε βιαστικές κινήσεις και μπερδέψουμε το νήμα της ζωής μας. Φοβόμαστε να αναλάβουμε την ευθύνη των αποφάσεων μας και γινόμαστε η Πηνελόπη του Οδυσσέα, που ύφαινε και ξεΰφαινε για να ξεγελάει τον εαυτό της και τους μνηστήρες. Έτσι και εμείς έναν Οδυσσέα περιμένουμε, να ιππεύει το άσπρο του άτι και να έρθει αρματωμένος στα όνειρά μας, για να μας βοηθήσει στις δύσκολες αποφάσεις, να πάρει την ευθύνη και να μας απαλλάξει από το βάρος. Καθόμαστε λοιπόν στον αργαλειό και σα γιαγιάδες στην ψυχή κάνουμε αργόσυρτες κινήσεις, για να ξεγελάσουμε τον χρόνο.
Φοβόμαστε την αίσθηση της αποτυχίας, της ήττας που ελλοχεύει στις αποφάσεις μας, αλλά και την επιτυχία που θα δώσει ώθηση στη δυναμική μας. Η λιλιπούτεια μας αξία μάς κάνει να εξαρτόμαστε από το αποτέλεσμα των προσπαθειών μας. Αν είναι θετικό, η ικανοποίηση που αισθανόμαστε για μας εκτοξεύεται, αν είναι αρνητικό επηρεάζει δραματικά την ιδέα που έχουμε για μας. Και λησμονούμε το εξής: κάθε γεγονός ανεξάρτητα από την έκβασή του δεν μπορεί να προσδιορίσει την αξία μας. Μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά στην ικανοποίηση που αισθανόμαστε για τη δημιουργικότητά μας, μπορεί να μας χαρίσει τα μαθήματά του, αλλά δεν μπορεί να επηρεάσει την εικόνα του εαυτού μας, παρά μόνο αν εμείς το επιτρέψουμε.
Αν δεχτούμε τόσο την αποτυχία όσο και την επιτυχία ως αναπόφευκτα κεφάλαια της ζωής μας, θα μας είναι πολύ πιο εύκολο να αναλάβουμε την ευθύνη των ονείρων μας και της υλοποίησης τους. Αυτό που μας ζητούν τα όνειρά μας είναι να είμαστε δίπλα τους, για να μπορούν και εκείνα να ταξιδεύσουν μαζί μας. Είναι σαν τα παιδιά μας που ζητούν συντροφικότητα από μας, η οποία αποδεικνύεται από την αποδοχή μας προς αυτά. Δεν τα αγαπάμε γιατί επιζητάμε να τελειοποιηθούμε μέσα από αυτά, δεν τα αγαπάμε έχοντας προσδοκίες από αυτά, αλλά τα αγαπάμε έτσι ή αλλιώς γιατί είναι αναπόσπαστα κομμάτια δικά μας, τα οποία χρειάζονται τη φροντίδα μας, την κατανόηση μας προς αυτά, την αποδοχή μας για να μπορούν να πετάξουν ελεύθερα έχοντας την αίσθηση πως έχουν μια θέση στην καρδιά μας ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα.
Όσο ακινητοποιούμαστε λοιπόν κρυμμένοι στις φαντασιώσεις μας, καθόμαστε στις γρίλιες του παραθύρου της ζωής με την δικαιολογία πως ξαποσταίνουμε, ενώ στην πραγματικότητα βυθιζόμαστε σε μια ακινησία, όπου τα όνειρά μας σταδιακά αρχίζουν να βαλτώνουν. Και όταν η μυρωδιά της σήψης φτάσει στην ψυχή μας, τότε απορούμε πώς αφήσαμε τα χρόνια να κυλήσουν, χωρίς να πάρουμε τον πρώτο ρόλο στην ζωή μας. Αφήνουμε τα πράγματα έξω από μας, τα αφήνουμε σε χέρια άλλων, καμιά φορά και την ζωή μας ολάκερη, έχοντας πάντα ένα άλλοθι. Και παραμένουμε επισκέπτες της ζωής, της δικής μας ζωής, και όταν εκείνη μας ζητάει τον λόγο, αρνούμαστε να λογοδοτήσουμε σε αυτήν.
Παραμένουμε βαρκούλες στο λιμάνι, ανήμποροι να τα βάλουμε με φανταστικά κύματα που μας έχουν βουλιάξει, προτού ξεκινήσουμε το ταξίδι μας. Και όταν ένα ελπιδοφόρο βλέμμα στραφεί σε εμάς και μας πει πως είμαστε ιστιοφόρο, που μας καλεί ο άνεμος να ανοίξουμε πανιά, τότε θρυμματίζουμε τον εσωτερικό μας καθρέφτη, για να μην δούμε αυτό που κάποιος μας αποκαλύπτει. Συντηρούμε μια ψεύτικη ασφάλεια γιατί φοβόμαστε να αναλάβουμε την πρόκληση του καινούργιου, του διαφορετικού που θα μας ταξιδεύσει σε πρωτόγνωρα μέρη, όπου για να τα γνωρίσουμε, χρειάζεται να μετακινήσουμε τον τρόπο σκέψης μας.
Έχουμε μάθει να ορίζουμε τον εαυτό μας σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο τρόπο και καθετί διαφορετικό, ακόμα κι αν είναι καλύτερο, μας κάνει να τρέμουμε στην ιδέα της αλλαγής που σημαίνει απώλεια ενός φθαρμένου ρούχου που παρότι δεν μας ταιριάζει, έχουμε συνηθίσει να το φοράμε, έχουμε συνηθίζει να ζούμε μπαλώνοντας και όχι δημιουργώντας. Φοβόμαστε να πάρουμε την ευθύνη, να απλώσουμε την ματιά μας σε ουρανούς πιο καθαρούς από αυτούς που έχουμε συνηθίσει να κοιτάμε, φοβόμαστε να απαλλαγούμε από μια ζωή χωρίς νόημα, είμαστε εθισμένοι σε έναν τρόπο ζωής που μπορεί να είμαστε το θύμα, αλλά τουλάχιστον έχουμε ένα γνώριμο ρόλο.
Αναβάλλουμε να ξεδιπλώσουμε τα φύλλα της ζωής και έρχεται το φθινόπωρο που τα κάνει αδύναμα και ο χειμώνας που τα παίρνει μαζί του σε μια παγωνιά που αγκυλώνει και εμάς, κι ενώ μπορούμε να τρέξουμε πίσω από τα όνειρά μας, παραμένουμε παρατηρητές τους. Ενώ μπορούμε να τα αγκαλιάσουμε με τη θέρμη της ψυχής μας, για να μην νιώθουν μόνα τους, φοβόμαστε να φύγουμε από ένα δρόμο που πλέον έχει γίνει μονόδρομος. Και ενώ γνωρίζουμε τον τρόπο, τον αποφεύγουμε ακόμα κι όταν όσοι μας αγαπούν μας αγκαλιάζουν με μια φωνή εμπιστοσύνης, πως μπορούμε και εμείς να τα βάλουμε με τα φανταστικά μας τέρατα.
Παραπονιόμαστε πως σε άλλες συγκυρίες δώσαμε τόσα πολλά και εισπράξαμε τα ψίχουλα, πως η αλλαγή θα μας απομακρύνει από ανθρώπους που αγαπάμε, πως η συνήθεια έχει γίνει δέρμα μας και εμείς δεν έχουμε τις ιδιότητες των ερπετών να το αποβάλλουμε κάθε φορά που οι συνθήκες το επιτρέπουν. Επικαλούμαστε δικαιολογίες, για να χωθούμε στις φοβίες μας και να αρνηθούμε να αποδείξουμε στον εαυτό μας πως μπορούμε και εμείς, ο καθένας με τις δικές του δυνάμεις, να αναζητήσουμε το δρόμο τον οποίο χαράζουμε αφήνοντας τα ίχνη μας. Επιλέγουμε ανθρώπους ή καταστάσεις που καθρεφτίζουν τα αόρατα δεσμά μας, τους οποίους υπηρετούμε πιστά, ενώ στην ιδέα της απόκλισης από τα στερεότυπά μας, τρέμουμε μήπως χάσουμε όλους εκείνους που συντηρούν τη σκλαβιά μας.
Έχουμε μάθει να ορίζουμε τη δέσμευση ως δεσμά που μας αποξενώνουν από τον εαυτό μας και σέρνουμε αργόσυρτα τα βήματά μας σε αυτήν. Κάθε διαφοροποίηση από όλους εκείνους που εκφράζουν την εσωτερική μας φυλακή μας φέρνει σε επαφή με μια αβάσταχτη μοναξιά, ακριβώς γιατί ενώ εκπαιδευόμαστε επιμελώς να είμαστε πίσω από τους άλλους προσφέροντας την παρουσία μας σε εκείνους, ελπίζοντας να μας βοηθήσουν στη δική μας απελευθέρωση, δεν μαθαίνουμε να είμαστε δίπλα στον εαυτό μας, να μας ενθαρρύνουμε, να κάνουμε για μας ότι τόσο επιτηδευμένα κάνουμε στους άλλους προκειμένου να δώσουμε πνοή στον αέρα ελευθερίας τους.
Με το δικό του στίγμα μπορεί να αισθανθεί κάποιος καλεσμένος της ζωής και να χορτάσει με ένα λουκούλλειο γεύμα που θα το έχει επιτρέψει στον εαυτό του. «Και αν χάσω το όριο» ισχυρίζονται κάποιοι και «αυτό γίνει ολέθριο για εμένα και τους άλλους που αγαπώ;». Πίσω από αυτό κρύβεται ο φόβος της διαφοροποίησης, ο φόβος της αυτονομίας, ο φόβος της ελευθερίας. Προσπαθούμε σαν το μικρό παιδί που πεισματικά κρατάμε τα παιδικά μας παιγνίδια να μην αποχωριστούμε την παιδική μας ηλικία. Η ενηλικίωση έχει ευθύνη, την ευθύνη της αλλαγής, της δράσης, της αποκάλυψης του εαυτού μας.
Ζωή σημαίνει κίνηση, σημαίνει αλλαγή, σημαίνει απώλειες και όταν τολμάμε να ζήσουμε, σίγουρα κάτι θα αφήσουμε πίσω μας για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε χώρο στη ζωή μας για καθετί καινούργιο που διψά να αναπτυχθεί. Όσο πιο γεμάτα είναι τα χέρια μας από όλα εκείνα που κάποιοι μας φόρτωσαν και δεν μας ανήκουν πλέον, τόσο θα εμποδίζουμε αυτό που είναι δικό μας να πάρει χώρο στην καρδιά μας, τόσο θα αποτρέπουμε ανθρώπους και καταστάσεις που μοσχοβολάν αλήθεια να μας παρασύρουν στον αέρα της ελευθερίας τους. Για να γευτούμε το λουκούλλειο γεύμα της ζωής, θα πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να το δημιουργήσουμε παρέα με εκείνους που έχουν μάθει να αναλαμβάνουν την ευθύνη της δημιουργίας των ονείρων τους, αντάμα με εκείνους που επιτρέπουν στον εαυτό τους να ζήσουν. Ο ψυχικός θάνατος είναι μια μορφή ακινησίας, είναι φόβος ζωής.
Κάθε αναβολή μας φέρνει σε επαφή με την αδράνεια, με την έλλειψη επιθυμίας. Αν αναβάλλουμε, αν δεν αναλάβουμε τις επιθυμίες μας, οι οποίες μας περιμένουν καρτερικά, ψάχνουμε αφορμές για να ροκανίσουμε σαν τρωκτικό τους νεοσσούς που έχουν αρχίσει να εκκολάπτονται μέσα μας και μας ζητούν απεγνωσμένα να τους βοηθήσουμε στα πετάγματά τους.
Στο χέρι μας είναι να συμμαχήσουμε με τον εαυτό μας, να βρούμε τα όρια μας, να αποδεχτούμε τις δυνατότητες και τις αδυναμίες μας, να αφουγκραστούμε τα συναισθήματα μας, να γαληνέψουμε τους φόβους μας και να ανοιχτούμε στο πέλαγος, χωρίς να φοβόμαστε πως θα βγούμε ζημιωμένοι στο ταξίδι της ζωής. Για να καλοδεχτούμε το ταξίδι στη ζωή μας, χρειάζεται να πειστούμε πως έχουμε το δικαίωμα στα λάθη και στα σωστά της καρδιάς μας, πως το κάθε υφάδι που αποτελεί τμήμα του εαυτού μας είναι πολύτιμο για τη χρησιμότητά του και το μοναδικό του χρώμα συμβάλλει στο δικό μας ξεχωριστό πίνακα.
Σαλπάρουμε λοιπόν, μαθαίνοντας να τιθασεύουμε τις φουρτούνες, μόνο αν συμφιλιωθούμε με τη γαλήνη και την αντάρα μέσα μας, ως αναπόσπαστα κομμάτια του εαυτού μας και γυρεύουμε το αραξοβόλι μας, μετά που απλωνόμαστε σε λιμάνια, κάποια καλόδεχτα και κάποια ακατάδεχτα, όπου όμως το αγκυροβόλι μας σε αυτά, για λίγο ή για πολύ, μας βοηθά να εκτιμήσουμε το ταξίδι αλλά και τις ακτές στη ζωή μας.
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον