Ἐλωΐ, Ἐλωΐ, λιμᾶ σαβαχθανί;
(Μάρκ. ιε' 34)
Η Ακολουθία των Αγίων και Αχράντων Παθών ή 12 Ευαγγελίων
Τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ῥαπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαίναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην, καὶ πρὸ πάντων, τὸν σταυρόν, καὶ τὸν θάνατον, ἃ δι’ ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο, ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος Λῃστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῷ ὁμολογίαν.
______________________________________
Γράφει η Ελένη Δραμπάλα
Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης τελείται η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και στο τέλος οι πιστοί μεταλαμβάνουν της Αγίας Κοινωνίας, το απόγευμα προς βράδυ γίνεται η Ακολουθία των Αγίων και Αχράντων Παθών ή Δώδεκα Ευαγγελίων στην οποία αναγιγνώσκονται 12 περικοπές από τα 4 Ευαγγέλια, του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη σχετικά με τα Άγια Πάθη του Χριστού από το Μυστικό Δείπνο μέχρι την Ταφή, παράλληλα γίνεται και η έξοδος του Τιμίου Σταυρού με τον Εσταυρωμένο από την Αγία Τράπεζα και η περιφορά του σε όλο το χώρο του ναού ενώ ψάλλεται το κατανυκτικό ΙΕ΄ αντίφωνο "Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας".
Στο χωριό Γεθσημανί, ο Ιησούς ευρίσκεται σε πολύ δυσχερή θέση, όμως μάταια αναζητεί την συμπαράσταση των μαθητών του, οι οποίοι δεν μπορούν ακόμη να συνειδητοποιήσουν την κρισιμότητα της κατάστασης. Η μόνη ενίσχυσή Του είναι «ὁ ἄγγελος ἀπ’ οὐρανοῦ», διότι όλοι τον έχουν εγκαταλείψει. Το χωριό Γεθσημανί ο Ιησούς επισκεπτόταν συχνά, ιδιαίτερα τις νύκτες μετά την ημερήσια διδασκαλία, είναι το ονομαζόμενο «όρος των Ελαιών», όπου πολλές φορές συγκεντρώνονταν με τους μαθητές του. Η Γεθσημανί ήταν «χωρίον» μέσα στον τότε ελαιώνα του Όρους των Ελαιών, όπου εκεί υπήρχε ελαιοτριβείο.
Στην περιοχή αυτή έγινε η Προδοσία (Βλ. Συμφωνία της Προδοσίας ΕΔΩ) και η Σύλληψή του. Οι μαθητές ήταν οπλισμένοι, όμως μόνον ο Πέτρος τράβηξε το ξίφος του και τραυμάτισε τον δούλο του αρχιερέα. Στην ουσία τον Ιησού συνέλαβαν οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, το ΙΕΡΑΤΕΙΟ του ναού, οι οποίοι ασκούσαν συγκεντρωτική εξουσία, ήταν Νομοδιδάσκαλοι και είχαν δικαίωμα εφαρμογής του Νόμου, οι λεγόμενοι Σανχεντρίν, (Βλ. απόφαση Μεγάλου Συνεδρίου ΕΔΩ) αυτοί δίκαζαν, οι Ρωμαίοι περισσότερο εκτελούσαν τις αποφάσεις, ο Ιωάννης όμως στο Ευαγγέλιό του εμπλέκει και τους Ρωμαίους.
Το φίλημα του Ιούδα: Αποτελεί την υπέρτατη ειρωνία, καθώς είναι ο παραδοσιακός χαιρετισμός μαθητού προς διδάσκαλο ("Ἑταῖρε, ἐφ' ὅ πάρει" = σύντροφε, κάνε αυτό που ήλθες να κάνεις). Ο Ιησούς γνωρίζει ακριβώς τί πρόκειται να συμβεί.
_____________________________________________________
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΤΑΥΡΩΣΗ: «Τετέλεσται», δηλ. όλα συντελέστηκαν σύμφωνα με το Σχέδιο του Θεού, εν είδει θριάμβου.
[Ο Ματθαίος τονίζει πάντοτε ότι όλα γίνονται με βάση το προβλεπόμενο Σχέδιο του Θεού ("οὕτως δεῖ γενέσθαι"). "Αἱ γραφαί" είναι η προηγούμενη προφητεία του Ζαχ. 13,7. Και στα χειρόγραφα της Νεκράς Θαλάσσης, οι άγγελοι (Μτ. 53) γίνονται συμπολεμιστές των "υιών του φωτός", των δικαίων (IQM 7,6)].
______________________________________
______________________________________
1) Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Ο Ματθαίος και ο Μάρκος περιγράφουν δύο δίκες, μία κατά την ίδια νύχτα της συλλήψεως και μία δεύτερη πρωινή. Ο Λουκάς και ο Ιωάννης περιγράφουν μία δίκη, πρωινή και νυχτερινή αντίστοιχα. Η λύση του P.Benoit, είναι ότι οι Μάρκος και Ματθαίος μετέφεραν στιγμιότυπα της πρωινής δίκης ενώπιον του αρχιερέως ("Jesus devant le Sanhedrin" Angelicum 20 (1943) 143-65, Exegese 1, 265-359). Η εκδοχή του Λουκά, μολονότι συνηθίζει να ομαδοποιεί διάφορες σκηνές, φαίνεται ως η περισσότερο ορθή, υποστηριζόμενη και από στοιχεία του Ιωάννη. Δύσκολα μπορεί κανείς να φαντασθεί "ὅλον τὸ συνέδριο" (Μτ. 59, Μκ. 55) να συνεδριάζει τη νύχτα του Πάσχα στο σπίτι του Καϊάφα.
Η συνήθης ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Συνεδρίου περιγράφεται αναλυτικά στην πραγματεία Sanhedrin της Mishna. Οι θανατικές ποινές έπρεπε να εκδίδονται μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας και μάλιστα όχι αυθημερόν, αλλά την επομένη της δίκης (Sanhedrin 4,1). Επιπλέον, σε ημέρα εορτής "καμμιά δικαστική απόφαση δεν πρέπει να εκδίδεται" (Tosefta, Yom iv. 4,207). Το ερώτημα είναι, ίσχυαν οι κανονισμοί αυτοί ήδη από την εποχή του Χριστού; Ή μήπως επρόκειτο απλώς για μία παρωδία δίκης; Ένα δεύτερο ερώτημα είναι κατά πόσον το Συνέδριο είχε το δικαίωμα εκτελέσεως θανατικής ποινής, το ius gladii. Σύμφωνα με το Λευ. 24,10-24 η θανατική ποινή του Ιησού έπρεπε κανονικά να είναι ο λιθοβολισμός, εν τούτοις, όπως λέγει ο Ιωάννης (18,31), οι Ιουδαίοι είπαν στον Πιλάτο "ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα". (Βλ. J. Blinzler, The Trial of Jesus, Westminster, 1949, P.Winter, On the Trial of Jesus, Berlin, 1961).
Κατά τον Ιωάννη (18,13) ο Ιησούς οδηγήθηκε αρχικά, όχι στον Καϊάφα (Μτ. 57), αλλά στον πρώην αρχιερέα και πεθερό του, Άννα. Ο Άννας ή Άνανος Α΄, μολονότι πρώην αρχιερέας (6-15 μ.Χ.), ασκούσε πάντοτε μεγάλλη επιρροή και ήταν αυτός που ουσιαστικά κινούσε τα νήματα μέχρι τον θάνατό του το 35 μ.Χ. Ανηκε στο Κόμμα των Σαδδουκαίων και είχε διορισθεί από τον Λεγάτο (Legatus) της Συρίας Κυρίνιο (Quirinius, 6-11 μ.Χ.) ακριβώς για τα φιλορωμαϊκά του αισθήματα (Ιωσ. Ιουδ. Αρχαιολογία, 18,26). Το Συνέδριο, όσο ζούσε, υπήρξε οικογενειακή του υπόθεση, "πέντε γὰρ ἔσχε παῖδας καὶ τούτους πάντας συνέβη ἀρχιερατεῦσαι τῷ Θεῷ, αὐτὸς πρότερος τῆς τιμῆς ἐπὶ πλεῖστον ἀπολαύσας, ὅπερ οὐδενὶ συνέβη τῶν παρ' ἡμῖν ἀρχιερέων" (Ιωσ. Ιουδ. Αρχ. 20,198).
Η φράση "ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐκ ἀπεκρίνατο οὐδέν" (Μκ), συνδέει τον Ιησού στα μάτια της εκκλησίας με τον Πάσχοντα Δούλο του Θεού του Ησαία "κακοποιήθηκε, αλλά υπέκυπτε και δεν άνοιγε το στόμα του" (Ο΄) "καὶ αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα" (Ησ. 53,7). Το ίδιο ισχύει και για τα ραπίσματα (Ησ. 50,6, 53,3-5).
"Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ;" (Μκ.) ή "τοῦ Θεοῦ" (Μτ.) ή "ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ" (Λκ.) στο ιουδαϊκό λεξιλόγιο του αρχιερέως σημαίνουν μόνον ότι ο Ιησούς αξιώνει τον τίτλο του "χριστοῦ", του "κεχρισμένου" βασιλέως του Ισραήλ, του φορέα των εθνικών προσδοκιών του ιουδαϊσμού (Β΄ Βασ. 7,14, Ψ.2,7). Δεν σημαίνουν βεβαίως το ίδιο για τους αναγνώστες των ευαγγελιστών. Το "εὐλογητοῦ", όπως και η γενική "τῆς δυνάμεως", είναι αποφυγή του θείου Ονόματος. Αντίθετα, απ' ότι στους Ματθαίο και Λουκά, η απάντηση του Ιησού στον Μάρκο είναι ευθεία. Η αναφορά στον Δαν. 7,13 και τον Ψ.109,1 ("εἶπεν ὁ κύριος τῷ κυρίῳ μου, Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἄν θῶ τοὺς ἐχθροὺς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου") είναι προφανής. Ο Ιησούς είναι ήδη ο ο εσχατολογικός Μεσσίας, και ακριβώς αυτό συνιστά την "βλασφημία" ενώπιον του αρχιερέως. Ο T.F.Glasson [NTS 7 (1960-61) σ. 88-93] θεωρεί ότι οι μετοχές "καθήμενον" και "ἐρχόμενον" δεν έχουν κυριολεκτική σημασία, αλλά αναφέρονται και οι δύο στην ενθρόνιση του Ιησού.
Η φράση του Μάρκου (14,68β) "καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησεν" ενδέχεται να είναι μεταγενέστερη προσθήκη. Παρά την υποστήριξή της από μεγάλο αριθμό χειρογράφων, παραλείπεται από πολύ σημαντικά χειρόγραφα. Εάν είναι προσθήκη, έχει τεθεί για να επιβεβαιώσει το "δὶς ἀλέκτορα φωνῆσαι" του 14,30 και του 14,72 ("ἐκ δευτέρου", "δίς"). Εάν είναι γνήσια, η παράλειψή της μπορεί να οφείλεται στην εναρμόνιση της περικοπής προς τα άλλα τρία ευαγγέλια, στα οποία έχουμε μόνον ένα λάλημα πετεινού, και στην απορία των αντιγραφέων γιατί ο Πέτρος δεν συνειδητοποίησε την πρόρρηση του Ιησού ήδη από το πρώτο εκείνο λάλημα. Παρόμοια εναρμόνιση επιχειρείται και με την παράλειψη του "δίς" στο 14,30 από κώδικες, όχι αποκλειστικά ταυτόσημου προς όσους παραλείπουν το 14,68β (B.M.Metzger, A Textual Commentary on the New Testament, Stuttgart 2002(2), σ. 96-97).
Η κοινή στους Λουκά και Μάρκο φράση "καὶ γὰρ Γαλιλαῖός ἐστιν" (ή "εἶ" - Μκ.) παραπέμπει στη διευκρίνιση του Ματθαίου για την γαλιλαιϊκη "λαλιά", δηλ. προφορά του Πέτρου.
2) Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ
(Α) Ο βίος και το πολιτικό τέλος Πιλάτου - Ιστορικά στοιχεία
Ο Πιλάτος (26-36 μ.Χ.) [pileus = σκούφος, που φορούσαν οι απελεύθεροι στα Σατουρνάλια] υπήρξε ο πέμπτος ρωμαίος επίτροπος ή έπαρχος της Ιουδαίας. Ιταλική ανασκαφή από τον Antonio Frova απεκάλυψε το 1961 στην Καισάρεια, λατινική επιγραφή (ευρίσκεται στο Μουσείο του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ) σε ναό προς τιμή του Τιβερίου, στην οποία ο Πιλάτος υπογράφει ως praefectus Iudaeae [J.Vardaman, JBL 81 (1962) σ. 70-71. A.Calderini, BTS 57 (1963) σ. 8-19)]. Ο Τάκιτος (Annales 15,44) αναφέρει ότι "Christus Tiberio imperitante per procuratorem Pontium Pilatum supplicio adfectus est" (= ο Χριστός, εξουσιάζοντος του Τιβερίου, υπό του επιτρόπου Ποντίου Πιλάτου υπέστη μαρτυρικό θάνατο). Ο Τάκιτος χρησιμοποιεί τον όρο procurator, επειδή ο όρος praefectus είχε αντικατασταθεί από την εποχή του Κλαυδίου (41-54 μ.Χ.) (J.Finegan, The Archeology of the New Testament, Princeton NJ, 1992, σ. 138). Τόσο ο Ιώσηπος, όσο και ο αλεξανδρινός φιλόσοφος Φίλων ο Ιουδαίος, περιγράφουν τον Πιλάτο με μελανά χρώματα. Όταν ανέλαβε την εξουσία, εισήγαγε στην Ιερουσαλήμ, κατά τρόπο άκρως προκλητικό για τα ανεικονικά ήθη των Ιουδαίων, σημαίες με την εικόνα του Τιβερίου. Επί πέντε ημέρες πλήθος Ιουδαίων ικέτευε τον Πιλάτο έξω από το ανάκτορό του στην Καισάρεια να αποσύρει τις σημαίες. Εκείνος ανένδοτος ανεβαίνει στο βήμα του μεγάλου σταδίου, δήθεν για να απαντήσει στους Ιουδαίους. Μόλις συγκεντρώθηκε το πλήθος των διαδηλωτών, διέταξε τον στρατό να τους περικυκλώσει και αντί άλλης απαντήσεως, απείλησε να τους κατακρεουργήσει, αν δεν δεχθούν τις σημαίες του Καίσαρος. Προς μεγάλη έκπληξη, όμως, εκείνοι γονάτισαν και γύμνωσαν τους αυχένες. Καλύτερα να σκοτωθούμε, φώναξαν, παρά να παραβούμε τους νόμους μας. Αυτή την αντίδραση δεν την περίμενε ο Πιλάτος. Υποχώρησε και διέταξε να αποσυρθούν οι σημαίες και να τοποθετηθούν στην Καισάρεια (Ιωσ. Πόλ. 2,169-174, Αρχ. 18,55-59. Βλ. και Φίλωνος Πρεσβεία προς Γάϊον 299).
Ένα άλλο σοβαρό επεισόδιο προκλήθηκε, όταν ο Πιλάτος επεχείρησε να κατασκευάσει υδραγωγείο στην Ιερουσαλήμ, χρησιμοποιώντας χρήματα, που απέσπασε από το θησαυροφυλάκειο του Ναού. Δεκάδες χιλιάδων διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν, απαιτώντας να σταματήσει το έργο. Ο Πιλάτος περικύκλωσε το πλήθος με στρατιώτες με πολιτική περιβολή, οι οποίοι έφεραν όπλα κάτω από τα ρούχα τους. Με το σύνθημά του, εκείνοι εφόρμησαν κατά των διαδηλωτών και η στάση κατεστάλη με πολλούς νεκρούς και τραυματίες (Πόλ. 2,175-177, Αρχ. 18,60-62).
Το πολιτικό τέλος του Πιλάτου επήλθε εξαιτίας υπερβολικών βιαιοτήτων κατά των Σαμαρειτών. Κάποιος ευφάνταστος Σαμαρείτης κάλεσε τους συμπατριώτες του στο όρος Γαριζείν, όπου ισχυρίσθηκε ότι θα βρουν ιερά σκεύη, που υποτίθεται ότι είχε θαμμένα εκεί ο Μωϋσής. Πλήθος οπλισμένων Σαμαρειτών άρχισε να ανεβαίνει στο βουνό, αλλά ο Πιλάτος διέταξε μαζική σφαγή, καταπνίγοντας στο αίμα το συγκεντρωμένο πλήθος και φονεύοντας μεγάλο μέρος της ηγεσίας των Σαμαρειτών. Τότε η σαμαρειτική Βουλή προσέφυγε κατά του Πιλάτου στον Βιτέλλιο, επίτροπο της Συρίας, ο οποίος είχε διατελέσει ύπατος και ήταν ανώτερος του Πιλάτου, λέγοντας ότι κατέφυγαν στο βουνό, όχι για να επαναστατήσουν κατά της Ρώμης, αλλά για να γλυτώσουν από τις βιαιότητες του Πιλάτου. Ο Βιτέλλιος προέβη στην αντικατάσταση του Πιλάτου με τον Μάρκελλο και τον υποχρέωσε να απολογηθεί ενώπιον του Τιβερείου στη Ρώμη. Πριν φθάσει όμως στη Ρώμη ο Πιλάτος, ο Τιβέριος είχε ήδη πεθάνει (Αρχ. 18,85-89). Έκτοτε, τα ίχνη του Πιλάτου χάνονται. Ο Ευσέβιος αναφέρει ότι αυτοκτόνησε (Εκκλ. Ιστ. 2,7,1).
(Β) Το Πραιτώριο - Ιστορικά στοιχεία.
Οι μεγάλες συγκεντρώσεις πλήθους Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ κατά τις μεγάλες προσκυνηματικές εορτές, προσφέρονταν ιδιαίτερα για εθνικιστικές εξεγέρσεις. Ο ρωμαίος επίτροπος θεωρούσε καθήκον του, προκειμένου να έχει τον έλεγχο της κατάστασης, να μεταφέρει προσωρινά την έδρα του από την Καισάρεια στην Ιερουσαλήμ καθόλη τη διάρκεια των εορτών, ενισχύοντας παράλληλα και την μόνιμη φρουρά της πόλης. Στην Ιερουσαλήμ, ο επίτροπος διέμενε στο διοικητήριο, στο "πραιτώριον" (praetorium). Η ακριβής θέση του πραιτωρίου είναι αμφιλεγόμενη. Η κλασσική άποψη ταυτίζει το πραιτώριο με τον πύργο ή φρούριο Αντωνία, την οποία είχε κτίσει ο Ηρώδης ο Μέγας στο ΒΔ άκρο του Ναού, προς τιμήν του Μάρκου Αντωνίου. Με την θέση αυτή συνδέεται η λεγόμενη Via dolorosa (οδός της θλίψεως), η υποτιθέμενη οδός του Μαρτυρίου του Ιησού Χριστού, από το πραιτώριο μέχρι τον Γολγοθά, την οποία ακολουθούν κάθε χρόνο την Μ.Παρασκευή οι προσκυνητές από την εποχή των σταυροφόρων. Είναι βέβαιο ότι εκεί ήταν τουλάχιστον ο χώρος στρατωνισμού της ρωμαϊκής φρουράς της πόλης, της "σπείρας" του Ιω. 18,3 (Ιωσ. Πόλ. 5,244).
[Η «σπείρα» που αναφέρει το Κατά Μάρκον, ήταν το ένα δέκατο της λεγεώνας (απόδοση από το λατινικό cohors = Κόορτις), το οποίο εδιοικείτο από τον χιλίαρχο, ενώ σε πλήρη σύνθεση αποτελούνταν από 600 άνδρες].
"Αὐλή" είναι ανάκτορο και όχι φρούριο. Τέτοια ανάκτορα υπήρχαν δύο στην Ιερουσαλήμ, το παλαιό ανάκτορο των Ασμωναίων και το ανάκτορο του Ηρώδη του Μεγάλου. Όσοι προτιμούν το ανάκτορο των Ασμωναίων, συσχετίζουν τον χώρο με την αρχαιότερη, βυζαντινή, προ της εποχής της εισβολής των Αράβων, Via dolorosa, η οποία ξεκινούσε από το Όρος των Ελαιών, περνούσε νοτίως της περιοχής του Ναού και, πριν καταλήξει στον Γολγοθά, στάθμευε στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, η οποία είχε κτισθεί το 450 μ.Χ. στον τόπο, όπου επιστεύετο τότε ότι ήταν το πραιτώριο. Η εκκλησία αυτή, η οποία δεν σώζεται, σύμφωνα με τον χάρτη του μωσαϊκού της Μαδαβά, ήταν κοντά στην μεγάλη Νέα εκκλησία της Παναγίας του Ιουστινιανού (483-565 μ.Χ.). Η ανασκαφή εντόπισε τα ερείπια της ιουστινιάνειας εκκλησίας νοτίως της εβραϊκής συνοικίας της παλαιάς πόλης, έτσι γνωρίζουμε πού περίπου ήταν και η Αγία Σοφία. Ήταν στην "ἄνω πόλη" του Ιωσήπου (Πόλ. 2,530), εκεί όπου υπήρχε το ανάκτορο των Ασμωναίων, το οποίο ο Ηρώδης είχε ανακαινίσει πριν κατασκευάσει το δικό του. Ίσως το πραιτώριο να ήταν αυτό. Εν τούτοις, το νέο ανάκτορο, που έκτισε ο Ηρώδης ο Μέγας το 23 π.Χ. στο δυτικό τμήμα της πόλης, στον χώρο του σημερινού Citadel δίπλα στην σημερινή πύλη της Γιάφας, έχει περισσότερες πιθανότητες. Ήταν πολύ μεγαλύτερο, πολυτελέστερο και ιδιαίτερα ενισχυμένο, με τρεις οχυρούς πύργους (Ιωσ. Πόλ. 5,161 εξ.). Αν συνδυασθούν μάλιστα δύο χωρία του Φίλωνος (Πρεσβεία πρός Γάϊον 38,299 και 39,306), τότε προκύπτει ότι ακριβώς αυτό ήταν η "οἰκία τῶν ἐπιτρόπων". Άλλωστε και στην Καισάρεια, ο Πιλάτος διέμενε όπου και ο Φήλιξ, δηλ. "στό πραιτώριον τοῦ Ἡρώδου" (Πρ. 23,35) [P.Benoit, "Pretoire, Lithostroton et Gabbatha" RB 59 (1952) σ. 531-50, "Le Pretoire de Pilate a l' ere byzantine" RB91 (1984) σ. 161-77. J.Murphy O΄Connor, The Holy Land: An Arcaeological Guide, Oxfort, 1986 σ.25-26. J.Finegan, The Archaeology of the New Testament, Princeton NJ, 1992, σ.246-253].
(Γ) "Η ανάκριση" του Ιησού και ο Βαραββάς
"Σὺ λέγεις": Η απάντηση του Ιησού δεν είναι ούτε καταφατική ούτε αρνητική, είναι προπάντων επιφυλακτική, ως προς το περιεχόμενο της εννοίας "βασιλεύς".
Το συμπέρασμα του Πιλάτου "οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ" (Λκ. 4 και Ιω. 38), αποτελεί επίσημη έκδοση αθωωτικής αποφάσεως και κανονικά η υπόθεση θα έπρεπε να είχε κλείσει στο σημείο αυτό λόγω ελλείψεως επιβαρυντικών στοιχείων.
Ο Ηρώδης ο Αντίπας (Λκ. 4-16), ως Ιουδαίος (αν και ιδουμαϊκής καταγωγής εκ πατρός) είχε έλθει κι αυτός στην Ιερουσαλήμ, προφανώς για τον εορτασμό του Πάσχα και των Αζύμων. Εάν ο Πιλάτος χρησιμοποιούσε το ανάκτορο του Ηρώδη, τότε ο Αντίπας πρέπει να κατέλυε στο παλάτι των Ασμωναίων (ή αντιστρόφως). Πληροφορούμενος ο Πιλάτος ότι ο Ιησούς είναι Γαλιλαίος και θέλοντας μάλλον να αποσύσει τις ευθύνες του, παρά επειδή το θεωρούσε ως νομική ή ηθική υποχρέωση, έστειλε τον Ιησού στον Αντίπα, στην δικαιοδοσία του οποίου ανήκε ούτως ή άλλως η Γαλιλαία. Ο Λουκάς περιέχει πολλές αναφορές στον Ηρώδη τον Αντίπα. Ανέκαθεν ο Ηρώδης ήθελε να γνωρίσει τον Ιησού, τον οποίο πολλοί περιέγραφαν ως τον νέο Ιωάννη τον Βαπτιστή (Λκ. 9,7-9). Κάποια άλλη στιγμή "προσῆλθάν τινες Φαρισαῖοι λέγοντες αὐτῷ, Ἔξελθε καὶ πορεύου ἐντεῦθεν, ὅτι Ἡρώδης θέλει σε ἀποκτεῖναι. καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Πορευθέντες εἴπατε τῇ ἀλώπεκι ταύτῃ, Ἰδοὺ ἐκβάλλω δαιμόνια καὶ ἰάσεις ἀποτελῶ σήμερον καὶ αὔριον, καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι" (Λκ. 13,31-32).
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η ιστορία αυτή με τον Αντίπα δεν είναι ιστορικό γεγονός, αλλά κατασκευή του Λουκά ή της πηγής του Λουκά, με κέντρο τον Ψ.2,1, "ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά; παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ" (βλ. Πρ. 4,27). Εν τούτοις, οι επανειλημμένες αναφορές του Λουκά στον Ηρώδη τον Αντίπα και σε ανθρώπους του περιβάλλοντός του φανερώνουν ότι ο ίδιος ή οι πηγές του είχαν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο πρόσωπο (βλ. Λκ. 8,3, 13,31. Πρ. 4,27, 12,20-23, 13,1).
Ο φόβος του Πιλάτου προέρχεται από την διάχυτη στον ελληνορωμαϊκό κόσμο της εποχής δυσειδαιμονία. Προς στιγμήν τού περνάει από τον νου μήπως ο Ιησούς είναι όντως κάποιος θεόσταλτος "θεῖος ἀνήρ" ή "υἱὸς θεοῦ", με εμφάνιση ανθρώπου, όπως τόσα και τόσα πρόσωπα της αρχαίας μυθολογίας, γι' αυτό και η επόμενη ερώτησή του είναι "πόθεν εἶ σύ;". Και στην περίπτωση του εκατοντάρχου παρακάτω, έχουμε μιά αναγνώριση του Ιησού ως "υἰοῦ θεοῦ" σε παρόμοια βάση.
Για το έθιμο της απελευθέρωσης κρατουμένου το Πάσχα, δεν έχουμε άλλη μαρτυρία εκτός αυτής των Ευαγγελίων.
Βαραββάς στα αραμαϊκά σημαίνει "υιός του Αββά" ή "υιός του πατρός". Η γραφή "Βαρραββᾶς" [υἱὸς ῥαββὰ(ν) (= διδασκάλου)] είναι άλλη μία προσπάθεια αναδείξεως της διαφοράς Ιησού και "Βὰρ Ῥαββᾶ", ως διαφοράς μεταξύ ενός κατ' εξοχήν "Διδασκάλου" προς ένα "διδάσκαλο" μόνο κατ' όνομα. Σημειωτέον, ότι το όνομα Ιησούς ήταν πολύ κοινό εβραϊκό όνομα, το δε Βαραββάς είναι γνωστό επίθετο ραββίνου στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ. Η "στάσις", για την οποία κάνει λόγο ο Μάρκος, ενδεχομένως να σχετίζεται με την υπόθεση του υδραγωγείου, που επεχείρησε να κατασκευάσει ο Πιλάτος με τα χρήματα του Ναού. Ο Ιωάννης χρησιμοποιεί τον όρο "ληστής" εκεί, όπου ο Μάρκος έχει "στασιαστής". Την ίδια ορολογία, ληστής, χρησιμοποιεί και ο Ιώσηπος, για να περιγράψει αργότερα τους Ιουδαίους επαναστάτες κατά των Ρωμαίων. Φαίνεται ότι ο Βαραββάς ανήκε σε κάποια εθνικιστική ομάδα με αντιρωμαϊκό προσανατολισμό.
Η μεταστροφή του όχλου, από θαυμαστού του Ιησού μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, σε κατήγορο, οφείλεται στην απογοήτευσή του για το οικτρό θέαμα του υποτιθέμενου Μεσσία στα χέρια των διωκτών του. Προφανώς αισθάνθηκαν ότι είχαν εξαπατηθεί. Οι αρχιερείς τελικώς δικαιώνονται.
Ο Πιλάτος, μολονότι "νίπτει τὰς χείρας του" (Μτ.) και ομολογεί ότι δεν συμμερίζεται τις απόψεις του Συνεδρίου για την επικινδυνότητα του Ιησού, δεν παύει να είναι συνένοχος. Υποχωρεί μπροστά στις αξιώσεις ενός πλήθους, που όχι μόνο δεν τον σέβεται, αλλά και τον απειλεί (Ιω. 19,12).
Όλα έχουν ήδη τελειώσει, σύμφωνα με το Σχέδιο του Θεού. "Φραγελλώσας", προέρχεται από το "φραγέλλιον" (Ιω. 2,15), εξελληνισμένη παραφθορά του λατινικού flagellum, μαστίγιο ενισχυμένο με μεταλλικές αιχμές. Η γραφή "φραγγέλιον" με δύο γγ είναι μεταγενέστερη. Η μαστίγωση αποτελούσε αναπόσπαστο προκαταρκτικό τμήμα της ποινής του θανάτου δούλων και μη Ρωμαίων πολιτών (βλ. Ιωσ. Πόλ. 2,306, 5,449).
Η αραμαϊκή ονομασία Γαββαθά, κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει "υπερυψωμένη τοποθεσία", "ύψωμα" (πρβλ. Ιωσ., Ιουδ. Πόλ. 5, 51, όπου το "Γαβάθ Σαούλ" αποδίδεται ως "λόφος Σαούλου"), ακόμη κι αν προέρχεται από την λατινική λέξη gabata = γαβάθα. Στην αρμενική συνοικία της παλαιάς πόλης της Ιερουσαλήμ, η ανασκαφή απεκάλυψε μιά τεράστια πέτρινη εξέδρα, εκτεινόμενη από το Citadel (τοποθεσία του ανακτόρου του Ηρώδη του Μεγάλου), μέχρι το νότιο τείχος της πόλης. Εκεί προφανώς ήταν το επίσημο βήμα (rostrum), από το οποίο απευθύνοντο οι ρωμαίοι επίτροποι προς τον λαό.
Η πορφύρα (murex) είναι θαλάσσιο οστρακόδερμο, από το οποίο εξάγεται χρωστική ουσία για τη βαφή των λεγομένων πορφυρών ενδυμάτων. Τέτοιο χρώμα δεν είχαν μόνο οι βασιλικοί μανδύες, αλλά και οι χλαμύδες των ρωμαίων στρατιωτικών, το sagum purpulatum των στρατιωτών και το paludamentum των στρατηγών. Μιά τέτοια στρατιωτική πορφυρή χλαμύδα φόρεσαν οι στρατιώτες στον Ιησού μαζί με τον ακάνθινο στέφανο κι ένα καλαμένιο σκήπτρο, περιπαίζοντάς τον, προφανώς με την συνήθη επευφημία του αυτοκράτορος, "Ave, Caesar, victor, imperator".
Ο ακάνθινος στέφανος (βλ. και Ιω. 19,2), ενδεχομένως να αποσκοπούσε να διακωμωδήσει τον Ιησού, παριστάνοντάς τον ως Sol invictus (ήλιος ο ανίκητος), με το βασιλικό στέμμα του ήλιου, της πλέον διαδεδομένης μεταξύ των ρωμαίων στρατιωτικών ηλιακής θεότητας, της ρωμαϊκής εκδοχής του θεού Μίθρα.
Για το έθιμο της απελευθέρωσης κρατουμένου το Πάσχα, δεν έχουμε άλλη μαρτυρία εκτός αυτής των Ευαγγελίων.
Βαραββάς στα αραμαϊκά σημαίνει "υιός του Αββά" ή "υιός του πατρός". Η γραφή "Βαρραββᾶς" [υἱὸς ῥαββὰ(ν) (= διδασκάλου)] είναι άλλη μία προσπάθεια αναδείξεως της διαφοράς Ιησού και "Βὰρ Ῥαββᾶ", ως διαφοράς μεταξύ ενός κατ' εξοχήν "Διδασκάλου" προς ένα "διδάσκαλο" μόνο κατ' όνομα. Σημειωτέον, ότι το όνομα Ιησούς ήταν πολύ κοινό εβραϊκό όνομα, το δε Βαραββάς είναι γνωστό επίθετο ραββίνου στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ. Η "στάσις", για την οποία κάνει λόγο ο Μάρκος, ενδεχομένως να σχετίζεται με την υπόθεση του υδραγωγείου, που επεχείρησε να κατασκευάσει ο Πιλάτος με τα χρήματα του Ναού. Ο Ιωάννης χρησιμοποιεί τον όρο "ληστής" εκεί, όπου ο Μάρκος έχει "στασιαστής". Την ίδια ορολογία, ληστής, χρησιμοποιεί και ο Ιώσηπος, για να περιγράψει αργότερα τους Ιουδαίους επαναστάτες κατά των Ρωμαίων. Φαίνεται ότι ο Βαραββάς ανήκε σε κάποια εθνικιστική ομάδα με αντιρωμαϊκό προσανατολισμό.
Η μεταστροφή του όχλου, από θαυμαστού του Ιησού μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, σε κατήγορο, οφείλεται στην απογοήτευσή του για το οικτρό θέαμα του υποτιθέμενου Μεσσία στα χέρια των διωκτών του. Προφανώς αισθάνθηκαν ότι είχαν εξαπατηθεί. Οι αρχιερείς τελικώς δικαιώνονται.
Ο Πιλάτος, μολονότι "νίπτει τὰς χείρας του" (Μτ.) και ομολογεί ότι δεν συμμερίζεται τις απόψεις του Συνεδρίου για την επικινδυνότητα του Ιησού, δεν παύει να είναι συνένοχος. Υποχωρεί μπροστά στις αξιώσεις ενός πλήθους, που όχι μόνο δεν τον σέβεται, αλλά και τον απειλεί (Ιω. 19,12).
Όλα έχουν ήδη τελειώσει, σύμφωνα με το Σχέδιο του Θεού. "Φραγελλώσας", προέρχεται από το "φραγέλλιον" (Ιω. 2,15), εξελληνισμένη παραφθορά του λατινικού flagellum, μαστίγιο ενισχυμένο με μεταλλικές αιχμές. Η γραφή "φραγγέλιον" με δύο γγ είναι μεταγενέστερη. Η μαστίγωση αποτελούσε αναπόσπαστο προκαταρκτικό τμήμα της ποινής του θανάτου δούλων και μη Ρωμαίων πολιτών (βλ. Ιωσ. Πόλ. 2,306, 5,449).
Η αραμαϊκή ονομασία Γαββαθά, κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει "υπερυψωμένη τοποθεσία", "ύψωμα" (πρβλ. Ιωσ., Ιουδ. Πόλ. 5, 51, όπου το "Γαβάθ Σαούλ" αποδίδεται ως "λόφος Σαούλου"), ακόμη κι αν προέρχεται από την λατινική λέξη gabata = γαβάθα. Στην αρμενική συνοικία της παλαιάς πόλης της Ιερουσαλήμ, η ανασκαφή απεκάλυψε μιά τεράστια πέτρινη εξέδρα, εκτεινόμενη από το Citadel (τοποθεσία του ανακτόρου του Ηρώδη του Μεγάλου), μέχρι το νότιο τείχος της πόλης. Εκεί προφανώς ήταν το επίσημο βήμα (rostrum), από το οποίο απευθύνοντο οι ρωμαίοι επίτροποι προς τον λαό.
Η πορφύρα (murex) είναι θαλάσσιο οστρακόδερμο, από το οποίο εξάγεται χρωστική ουσία για τη βαφή των λεγομένων πορφυρών ενδυμάτων. Τέτοιο χρώμα δεν είχαν μόνο οι βασιλικοί μανδύες, αλλά και οι χλαμύδες των ρωμαίων στρατιωτικών, το sagum purpulatum των στρατιωτών και το paludamentum των στρατηγών. Μιά τέτοια στρατιωτική πορφυρή χλαμύδα φόρεσαν οι στρατιώτες στον Ιησού μαζί με τον ακάνθινο στέφανο κι ένα καλαμένιο σκήπτρο, περιπαίζοντάς τον, προφανώς με την συνήθη επευφημία του αυτοκράτορος, "Ave, Caesar, victor, imperator".
Ο ακάνθινος στέφανος (βλ. και Ιω. 19,2), ενδεχομένως να αποσκοπούσε να διακωμωδήσει τον Ιησού, παριστάνοντάς τον ως Sol invictus (ήλιος ο ανίκητος), με το βασιλικό στέμμα του ήλιου, της πλέον διαδεδομένης μεταξύ των ρωμαίων στρατιωτικών ηλιακής θεότητας, της ρωμαϊκής εκδοχής του θεού Μίθρα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Σταμ. Ν. Χατζησταματίου, «ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ», Αθήνα 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον