Μολονότι οι αρχαίοι συγγραφείς μνημονεύουν μόνο το ναό του Απόλλωνα, επιγραφικές μαρτυρίες και έργα τέχνης της Ελληνιστικής περιόδου και των Αυτοκρατορικών χρόνων υποδεικνύουν την ύπαρξη και άλλων λατρειών, μεταξύ των οποίων της Αρτέμιδος, του Διός, της Λητούς, της Εκάτης, της Αφροδίτης και της Τύχης.
Λεπτομέρεια από τον ανάγλυφο διάκοσμο του ναού του Απόλλωνος στα Δίδυμα |
Τα Δίδυμα/Βραγχίδαι βρίσκονται στα δυτικά παράλια της σύγχρονης Τουρκίας, στη θέση της νεότερης πόλης Didim, περίπου 20 χλμ. νότια από την αρχαία Μίλητο. Εκεί υπήρχε ιερό και μαντείο του Απόλλωνα, το οποίο συνδεόταν με τη Μίλητο μέσω ενός λιθόστρωτου δρόμου. Η Ιερά Οδός διερχόταν από ένα μικρό λιμάνι, τον Πάνορμο, απ’ όπου συνήθως κατέφθαναν οι ξένοι προσκυνητές του μαντείου. Το τελευταίο αυτό τμήμα της πομπικής οδού το στόλιζαν αγάλματα που χρονολογούνται στην Αρχαϊκή εποχή.
Τα Δίδυμα αποτελούσαν ένα από τα μεγαλύτερα ιερά της Μικράς Ασίας. Περιλάμβανε ένα από τα πιο φημισμένα μαντεία του αρχαίου κόσμου,ανάλογης σημασίας με το μαντείο των Δελφών στην κυρίως Ελλάδα, ενώ ο ναός, που ήταν ευρύτερα γνωστός ως Διδυμαίο, ήταν από τα σημαντικότερα μνημεία της Αρχαιότητας. Μολονότι οι αρχαίοι συγγραφείς μνημονεύουν μόνο το ναό του Απόλλωνα, επιγραφικές μαρτυρίες και έργα τέχνης της Ελληνιστικής περιόδου και των Αυτοκρατορικών χρόνων υποδεικνύουν την ύπαρξη και άλλων λατρειών, μεταξύ των οποίων της Άρτεμης, του Δία, της Λητώς, της Εκάτης, της Αφροδίτης και της Τύχης.
Ο ναός του Απόλλωνος στα Δίδυμα |
Στους Ίωνες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή δόθηκαν στα Δίδυμα ένας ιερός χώρος λατρείας, ο οποίος περιελάμβανε άλσος και πηγή. Οι ανασκαφές έδειξαν ότι το πρώτο κτήριο του ιερού, ο λεγόμενος σηκός Ι, χρονολογείται περίπου το 700 π.Χ. Τον ύστερο 7ο και τον 6ο αι. π.Χ. τα Δίδυμα έφτασαν αναμφίβολα στο απόγειο του κύρους και της επιρροής τους στις πολιτικές εξελίξεις του αιγαιακού χώρου. Την περίοδο εκείνη ο Αιγύπτιος Φαραώ Νεχώ και ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος έστειλαν αφιερώματα στο θεό Απόλλωνα.
Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. άρχισε η ανοικοδόμηση του μνημειώδους ναού, που αποτέλεσε μαζί με το Αρτεμίσιο της Εφέσου και το Ηραίο της Σάμου, από τους σημαντικότερους και μεγαλύτερους ιωνικούς ναούς των Αρχαϊκών χρόνων. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσίαζε η ανάγλυφη διακόσμηση των αρχιτεκτονικών μελών του ναού. Οι κατώτεροι σφόνδυλοι των κιόνων του προνάου κοσμούνταν με ανάγλυφες μορφές που παρίσταναν χορό κοριτσιών, ενώ μυθικά όντα και η αποτρόπαια μορφή της Γοργούς κοσμούσαν το επιστύλιο του ναού.
Ο ναός ήταν δίπτερος και περιελάμβανε βαθύ πρόναο και «υπαίθριο σηκό». Στο βάθος του σηκού υπήρχε ναΐσκος, όπου στεγαζόταν το λατρευτικό χάλκινο άγαλμα του θεού Απόλλωνα, έργο του γλύπτη Κανάχου από τη Σικυώνα. Στα ανατολικά μπροστά από ναό υπήρχε κυκλικός βωμός, μια κρήνη, καθώς και δύο στοές. Όλα τα οικοδομήματα χρονολογούνται τον 6ο αι. π.Χ. και εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του ιερού. Τα Δίδυμα λεηλατήθηκαν από τους Πέρσες το 494 ή το 479 π.Χ., ο ναός του Απόλλωνα καταστράφηκε, ενώ και το λατρευτικό άγαλμα του θεού μεταφέρθηκε στην Ανατολή.
Κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ. το ιερό παρήκμασε, ενώ μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή αρχίζει μια νέα εποχή οικοδομικής δραστηριότητας στα Δίδυμα. Μετά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. ξεκινά η κατασκευή του ναού του Απόλλωνα, που αυτή τη φορά προοριζόταν όχι μόνο να γίνει ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα κτήρια της εποχής του, αλλά και να καταστεί γνωστός σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Αρχιτέκτονες του μνημείου ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, ο Παιώνιος από την Έφεσο, που είχε εργαστεί και στο Αρτεμίσιο της Εφέσου, και ο Δάφνις από τη Μίλητο. Η οικοδόμηση του ναού συνεχίστηκε μέχρι τον 2ο αι. π.Χ. Η εξωτερική μάλιστα διακόσμησή του ολοκληρώθηκε στους Ρωμαϊκούς Αυτοκρατορικούς χρόνους, ενώ πολλά σημεία του έμειναν ανολοκλήρωτα. Το νέο Διδυμαίο ακολούθησε σε γενικές γραμμές το σχέδιο του παλαιότερου αρχαϊκού ναού.
Ήταν ιωνικός δίπτερος ναός, χτισμένος πάνω σε ψηλή κρηπίδα, και συντίθεται από χώρους διαφορετικής λατρευτικής λειτουργίας. Στην πρόσοψη είχε μεγαλοπρεπή κλίμακα, που οδηγούσε σε βαθύ πρόναο με τέσσερις σειρές κιόνων. Στη μικρή αίθουσα, που διαμορφωνόταν ανάμεσα στον πρόναο και το σηκό, υπήρχαν δύο κορινθιακοί κίονες. Ο χώρος αυτός αποτελούσε το χρηστήριο και είχε σχεδιαστεί σαν ένα είδος σκηνής από όπου οι μάντεις του Απόλλωνα ανακοίνωναν τους χρησμούς. Ο ανατολικός τοίχος της δίστυλης αίθουσας διακοπτόταν από τρεις θύρες, ανάμεσα στις οποίες διαμορφωνόταν ένα ζεύγος ημικιόνων κορινθιακού ρυθμού και από εκεί μια μεγάλη κλίμακα οδηγούσε στο σηκό. Στις πλευρές του χρηστηρίου κλίμακες με οροφή διακοσμημένη με μαιάνδρους, που ονομάζονται λαβύρινθοι, επέτρεπαν την άνοδο στη στέγη και προφανώς χρησίμευαν στις λατρευτικές τελετουργίες. Κάτω από αυτές βρίσκονταν υπόγειοι θολωτοί διάδρομοι-σήραγγες, που διαμόρφωναν ένα μυστηριακό περιβάλλον. Από τους διαδρόμους αυτούς μπορούσε να εισέλθει κανείς από τον πρόναο στον τεράστιο σηκό. Ο σηκός βρισκόταν σε κατώτερο επίπεδο από τον πρόναο και το χρηστήριο και ήταν υπαίθριος. Ουσιαστικά διαμορφωνόταν ως μια μεγάλη ανοιχτή αυλή όπου υπήρχαν ιεροί θάμνοι δάφνης και πηγή νερού. Οι τοίχοι του σηκού ήταν εξαιρετικά ψηλοί (ύψος 20 μ.) και ενισχύονταν με παραστάδες, οι οποίοι εδράζονταν σε ψηλά βάθρα και έφεραν ανάγλυφη ζωφόρο. Στο βάθος του σηκού βρισκόταν ο τετράστυλος ιωνικός ναΐσκος με το λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα, το οποίο στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. το επέστρεψε στο ιερό ο βασιλιάς Σέλευκος Α΄. Μεγάλη ποικιλία παρουσίαζε ο αρχιτεκτονικός διάκοσμος του ναού, που συνδύαζε ελληνικά θέματα με στοιχεία εμπνευσμένα από την Ανατολή.
Στη δυτική πλευρά του ναού εντοπίστηκαν τα ερείπια Σταδίου της Ύστερης Ελληνιστικής περιόδου, όπου λάμβαναν χώρα αθλητικοί αγώνες στη διάρκεια των Διδυμείων, εορτών προς τιμήν του Διδυμαίου Απόλλωνα. Οι γιορτές αυτές θεσμοθετήθηκαν γύρω στο 200 π.Χ. και έκτοτε διοργανώνονταν κάθε τέσσερα χρόνια.
Πολλά και ποικίλα κτήρια, μεγάλα και μικρά συμπλήρωναν τις εγκαταστάσεις του συγκροτήματος. Κατασκευάστηκαν για τις διοικητικές λειτουργίες, την αποθήκευση, τη λατρεία ή απλώς τον εξωραϊσμό του ιερού. Ορισμένα από αυτά είχαν κατασκευαστεί ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. και παρέμειναν σε χρήση έως τον 4ο αι. μ.Χ.
Στα Ελληνιστικά χρόνια το ιερό γνώρισε μεγάλη ακμή και ανέπτυξε σχέσεις με τους Ελληνιστικούς ηγεμόνες, τους Σελευκίδες και αργότερα τους Πτολεμαίους. Στους Χριστιανικούς χρόνους μια βασιλική χτίστηκε στο άδυτο του ναού, ενώ τον 7ο αιώνα ο ογκώδης πρόδρομος μετατράπηκε σε οχυρό. Το 1493 ένας σεισμός κατέστρεψε τόσο τους τοίχους όσο και τις κιονοστοιχίες.
Οι ανασκαφικές έρευνες στο χώρο πραγματοποιήθηκαν από Γάλλους και Γερμανούς αρχαιολόγους, ενώ οι εργασίες αναστήλωσης του ιερού άρχισαν το 1906 με την ανοικοδόμηση των τοίχων του αδύτου σε ύψος 5 μ. Από το 1992 το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο έχει καταρτίσει πρόγραμμα για την ασφαλή και άρτια τεχνικά αποκατάσταση του ναού, ενώ οι ανασκαφικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή των Διδύμων συνεχίζονται έως σήμερα.
Προϊστορική περίοδος
Μινωική - Μυκηναϊκή περίοδος
Η κατοίκηση κατά τη Νεολιθική περίοδο (7000-3100 π.Χ.) ήταν σποραδική, περιορισμένη στην περιοχή του ιερού της Αθηνάς, στα δυτικά του λόφου του Σταδίου. Κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού η Μίλητος αποτελεί σημαντικό κέντρο του πολιτισμού της Δυτικής Ανατολίας, που φανερώνει δεσμούς με τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και την Τροία. H μεγάλη ακμή της προϊστορικής πόλης ξεκινά γύρω στο 2000 π.Χ. Οι ανασκαφές κατέδειξαν ότι η Μίλητος υπήρξε ιδιαίτερα ακμάζον εμπορικό κέντρο των Μινωιτών κατά τη Μέση Μινωική ΙΑ περίοδο. Η μινωική εγκατάσταση, η μεγαλύτερη εκτός Κρήτης, άνθησε κυρίως μεταξύ 1650 και 1450 π.Χ., κατά τα τέλη της Μέσης Μινωικής ΙΙΒ περιόδου.
Υπάρχουν αρκετές αντιφατικές μυθολογικές παραδόσεις σχετικά με την ίδρυση της πόλης. Σύμφωνα με την εκδοχή του Παυσανία, οι πρώτοι κάτοικοι ήταν αυτόχθονες Κάρες, υπό τον Άνακτα και τον Αστέριο, τους οποίους πλαισίωσαν Κρήτες άποικοι υπό το Μίλητο, σταλμένοι από το Μίνωα. Οι Μινωίτες συνυπήρξαν με τους Κάρες και συνοίκισαν την πόλη, που έκτοτε άλλαξε όνομα και από Ανακτορία καλούνταν Μίλητος. Αντίθετα, ο Στράβωνας θεωρεί ότι οι Κρήτες είχαν οικιστή το Σαρπηδόνα και προέρχονταν από την κρητική πόλη Μίλητο. Ο Αριστόκριτος της Μιλήτου παραθέτει τις παλαιότατες παραδόσεις των ίδιων των Μιλησίων, σύμφωνα με τους οποίους ο Μίλητος ήταν γιος του Απόλλωνα και κατέφυγε στην Καρία για να γλιτώσει από το φθόνο του βασιλιά Μίνωα, ιδρύοντας εκεί μια πόλη που πήρε το όνομά του.
Τα ευρήματα των ανασκαφών της Μιλήτου ενισχύουν την παράδοση της κρητικής παρουσίας στην περιοχή (περίπου 16ος αι. π.Χ.) και απηχούν τη μινωική θαλασσοκρατορία στο Αιγαίο και τη διάνοιξη εμπορικών δρόμων στη Μεσόγειο. Δεν επαρκούν ωστόσο για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης εικόνας της δραστηριότητας των Μινωιτών και των συνθηκών που τους οδήγησαν στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Δε γνωρίζουμε επομένως αν η μινωική εγκατάσταση στην περιοχή αποτελούσε πραγματικό εμπορικό σταθμό ή σταθμό επικοινωνίας μεταξύ Μινωιτών και Καρών. Ούτε μπορούμε να συμπεράνουμε αν η άφιξη μιας ομάδας «αποίκων» αποτελούσε ένδειξη ανάπτυξης της μινωικής δύναμης ή ήταν το αποτέλεσμα μιας σειράς καταστροφών και μεταβολών που συνέβησαν στην Κρήτη.
Τη μινωική εγκατάσταση τη διαδέχτηκε σχεδόν χωρίς διακοπή ο μυκηναϊκός οικισμός, ο οποίος περιορίζεται κατά κύριο λόγο στη ζώνη του ιερού της Αθηνάς και του Λιμανιού του Θεάτρου. Έχουν ανασκαφεί αρκετά οικοδομήματα, ενώ υπάρχουν υλικές ενδείξεις μιας ακμάζουσας παραγωγής κεραμικών μυκηναϊκού τύπου. Δε λείπουν μάλιστα και οι εισαγωγές αγγείων και ειδωλίων από την Αργολίδα.
Κατά την περίοδο ακμής των μυκηναϊκών βασιλείων της ηπειρωτικής Ελλάδας (15ος-13ος αι. π.Χ.) η Μίλητος είναι γνωστή στις χρονογραφίες των Χετταίων βασιλέων ως σύμμαχος των Αχαιών (Ahhiyawa) με το όνομα Milawanda. Στην τελευταία φάση της εποχής του Χαλκού η πόλη περνά στη ζώνη επιρροής των Χετταίων. Στον Όμηρο αναφέρεται ως καρική πόλη που πολέμησε στο πλευρό των Τρώων. Καταστράφηκε ολοσχερώς γύρω στο 1185-1180 π.Χ. και εγκαταλείφθηκε.
Οι Αχαιοί άποικοι της Μιλήτου ήταν ίσως έμποροι και τεχνίτες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή διαδεχόμενοι τους Μινωίτες στους θαλάσσιους δρόμους της Μεσογείου. Ένα παράδειγμα των σχέσεων της μυκηναϊκής εγκατάστασης στη Μίλητο με τα ισχυρά μυκηναϊκά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας μάς προσφέρει η καταγραφή ομάδας υφαντριών σε πινακίδες της Πύλου. Πρόκειται για Μιλήσιες οι οποίες κατατάσσονται στους καταλόγους των ανακτόρων με το τοπωνύμιο της προέλευσής τους (Μιλάτιαι [mi-ra-ti-ja]) και βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης με τα μυκηναϊκά ανάκτορα. Στα αρχεία καταγράφονται λεπτομερειακά οι αμοιβές τους (σε ποσότητα τροφής), το οφειλόμενο έργο, τα παιδιά τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόνοια του «γραφειοκρατικού» μηχανισμού των ανακτόρων να μην απομακρύνονται τα παιδιά, κυρίως τα κορίτσια, από τις μητέρες τους. Επιδιωκόμενος στόχος ήταν ίσως η εξασφάλιση ειδικευμένων δούλων και από την επόμενη γενιά, καθώς επίσης και η ευκολότερη συμφιλίωση των ξενιτεμένων γυναικών με τη νέα τους θέση. Η Μίλητος επομένως –όπως η Κνίδος και η Λήμνος– χρησίμευε στους Μυκηναίους ως εμπορικός σταθμός, μέσα από τον οποίο ανταλλάσσονταν με δούλους και άλλα αγαθά τα προϊόντα από τα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα.
Αρχαϊκή περίοδος
Με βάση τις λιγοστές γραπτές μαρτυρίες, η Μίλητος αποτέλεσε, ήδη από τα τέλη του 8ου αι. π.Χ., σημαίνοντα παράγοντα στις διαμάχες μεταξύ των ελληνικών πόλεων. Σταθερή ήταν η εχθρότητα και ο ανταγωνισμός με τη γειτονική Σάμο. Έτσι, στον περίφημο πόλεμο μεταξύ Ερέτριας και Χαλκίδας για τον έλεγχο του Ληλάντιου πεδίου (8ος αι. π.Χ.), οι Μιλήσιοι συντάχθηκαν με τους Ερετριείς, επειδή οι Σάμιοι ήταν σύμμαχοι των Χαλκιδέων. Στο α΄ μισό του 7ου αι. π.Χ. οι Μιλήσιοι συμμάχησαν με τους Ερυθραίους ενάντια στους Ναξίους, ενώ, στα τέλη του ίδιου αιώνα, οι Ερυθραίοι ήταν αυτή τη φορά εχθροί της Μιλήτου, που είχε συμμαχήσει με τη Χίο.
Αργότερα, όταν ο βασιλιάς της Λυδίας Αλυάττης επιτέθηκε στη χώρα της Μιλήτου, οι Χίοι ανταπέδωσαν τη βοήθεια. Ήδη επί των προκατόχων του Αλυάττη – Γύγη, Άρδυος και Σαδυάττη–, η Μίλητος γνώρισε την εχθρική στάση του λυδικού βασιλείου, η οποία όμως κορυφώθηκε όταν ο Αλυάττης προσπάθησε ανεπιτυχώς επί 12 συναπτά έτη να κάμψει την αντίσταση των Μιλησίων και του τυράννου τους Θρασυβούλου. Τελικά υπογράφηκε συνθήκη ξενίας και συμμαχίας, με όρους ευνοϊκούς για τη Μίλητο (608 ή 598 ή 594 π.Χ.).
Την ίδια εποχή, ή λίγο αργότερα, η Μίλητος συμμάχησε με τη Σάμο ενάντια στην Πριήνη. Πάντως, γύρω στο 530 π.Χ., οι Μιλήσιοι βρίσκονται εκ νέου σε διαμάχη με τη Σάμο και τον τύραννό της Πολυκράτη, κατά τη διάρκεια της οποίας δέχθηκαν τη βοήθεια των συμμάχων τους Μυτιληναίων, ενδεχομένως και άλλων πόλεων της Λέσβου.
Η συνθήκη που σύναψε ο Θρασύβουλος με τον Αλυάττη προφανώς παρέμεινε σε ισχύ και επί Κροίσου, όπως συνάγεται από το κείμενο του Ηροδότου, όπου αναφέρεται ότι όταν ο Κύρος κατέλυσε το λυδικό βασίλειο φρόντισε να αποδώσει με συνθήκη στους Μιλησίους τα προνόμια που ήδη κατείχαν. Το αποτέλεσμα ήταν η Μίλητος να απέχει από την προσπάθεια των Ιώνων να αντισταθούν στο Μήδο Άρπαγο, το στρατηγό του Κύρου στη Μικρά Ασία.
Η πολιτειακή ιστορία της Μιλήτου κατά την περίοδο του 7ου και του 6ου αι. π.Χ. είναι πιο δύσκολο να ανασυσταθεί: η αριστοκρατία καταλύθηκε από τον τύραννο Θρασύβουλο γύρω στο 615 π.Χ. Τον διαδέχτηκαν δύο τύραννοι, ο Θόας και ο Δαμασήνωρ, οι οποίοι ακολούθησαν πολιτική εξόντωσης των επιφανέστερων αριστοκρατικών οικογενειών. Ακολούθησε μια περίοδος γενικευμένης στάσης, που διήρκεσε δύο γενιές, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, φέρνοντας αντιμέτωπες δύο τάξεις του πληθυσμού, τους Αειναύτας και τους Χειρομάχας, και μάλλον διευθετήθηκε με τη διαιτησία Πάριων δικαστών, οι οποίοι εισηγήθηκαν ολιγαρχικό πολίτευμα. Η περίοδος της στάσης τοποθετείται γενικά στην εποχή της παρακμής του μιλησιακού εξαγωγικού εμπορίου, στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., ενώ ο τερματισμός της ανάγεται στο 525 π.Χ. ή, με βάση πρόσφατη πρόταση, περίπου στο 540 π.Χ., όταν ξεκινά ο κατάλογος των επωνύμων αξιωματούχων που είναι γνωστοί με το όνομα «αισυμνήται».
Μια εναλλακτική ανασύσταση των γεγονότων προβάλλεται από τον Ηρακλείδη τον Ποντικό, σύμφωνα με τον οποίο η στάση έφερε αντιμέτωπους τους ευπόρους με τους Γέργιθες, οι οποίοι μάλλον αποτελούσαν ένα είδος εξαρτημένου αυτόχθονος (πιθανόν λελεγικής καταγωγής) πληθυσμού. Οι Γέργιθες συγκρούστηκαν βίαια με τους πλουσίους και ακολούθησε περίοδος σφαγών εκατέρωθεν.
Το 513 π.Χ. οι Μιλήσιοι υπό τον τύραννό τους Ιστιαίο συμμετέχουν στη σκυθική εκστρατεία του Δαρείου. Ο Ιστιαίος έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην επιτυχή υποχώρηση του Δαρείου Α΄ πείθοντας τους Ίωνες να μην εγκαταλείψουν τη θέση τους στο Δούναβη, αλλά να παραμείνουν και να στηρίξουν το Μεγάλο Βασιλέα. Ως ανταπόδοση, ο Ιστιαίος έλαβε από το Δαρείο εκτάσεις στη Θράκη, όπου και εγκαταστάθηκε αφήνοντας στη θέση του στη Μίλητο τον συγγενή του, Αρισταγόρα. Ο τελευταίος, αποτυγχάνοντας να καταλάβει τη Νάξο για λογαριασμό των Περσών και φοβούμενος ότι θα υποστεί τη δυσμένειά τους, επαναστατεί, σύροντας και τους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, της Θράκης και της Κύπρου στην Ιωνική Επανάσταση. Η ήττα των Μιλησίων στη ναυμαχία της Λάδης οδήγησε στη συντριβή της επανάστασης. Οι Πέρσες αποφάσισαν να τιμωρήσουν την πρωταίτιο πόλη. Η καταστροφή της Μιλήτου υπήρξε ολοκληρωτική: οι περισσότεροι άρρενες κάτοικοι φονεύθηκαν, τα γυναικόπαιδα εξανδραποδίστηκαν, ενώ ένα τμήμα του πληθυσμού μεταφέρθηκε στην Άμπη της Ερυθράς θάλασσας. Η γη της πόλης κατελήφθη από Πέρσες, ενώ τα παρακείμενα υψίπεδα αποδόθηκαν στους Κάρες.
Πολιτισμός
Η Μίλητος υπήρξε κατά την Αρχαϊκή περίοδο το θέατρο των σημαντικότερων επιστημονικών ανακαλύψεων:από την πόλη προέρχονται οι πρωιμότεροι και σημαντικότεροι φυσικοί φιλόσοφοι της Ιωνίας.
Αναλυτικότερα, η επικοινωνία με τους μεγάλους πολιτισμούς της Ανατολής (βαβυλωνιακό) και της Αιγύπτου, η άνθηση της ναυτιλίας, η ίδρυση αποικιών σε περιοχές που μέχρι τα τέλη του 8ου αι. π.X. ήταν ξένες για τους Έλληνες, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες για τη διαμόρφωση ενός νέου τρόπου θεώρησης («θεωρία») της εικόνας του κόσμου και της φύσης.
Στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. οι Μιλήσιοι Θαλής, Αναξίμανδρος και Αναξιμένης, αναζητώντας τα πρωταρχικά στοιχεία του κόσμου, έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη μιας επιστημονικής, αιτιοκρατικής ερμηνείας, απαλλαγμένης από τις μυθικές γενεαλογίες. Η ερμηνεία τους βασιζόταν στην εμπειρία και την παρατήρηση, γι’ αυτό και είναι προτιμότερος ο χαρακτηρισμός τους «φυσικοί φιλόσοφοι». Διαδεδομένος είναι και ο όρος «προσωκρατικοί».
Ψηφιδωτό με παράσταση του Μηλίσιου φιλοσόφου Αναξίμανδρου να κρατά ηλιακό ρολόι. |
Ο Θαλής (περ. 624-547 π.Χ.) ασχολήθηκε με τα μαθηματικά, την αστρονομία και τη γεωγραφία. Προέβλεψε την έκλειψη του Ηλίου το 585 π.Χ., δίνοντας πρώτη φορά «φυσική» ερμηνεία του φαινομένου. Σχετικά με την ερμηνεία του κόσμου υποστήριζε ότι το νερό είναι η αρχή του κόσμου, το βασικό στοιχείο. Οι ιστορικές πηγές τον θέλουν όμως αναμεμειγμένο και στην πολιτική: προσπάθησε να ενώσει σε συμμαχία τις ιωνικές πόλεις για να αντισταθούν στην περσική κατάκτηση. Mπορεί να απέτυχε, αλλά, εάν η πληροφορία ευσταθεί, η σκέψη του ήταν ορθή, όπως έδειξαν οι εξελίξεις.
Αναξίμανδρος |
Ο Αναξίμανδρος (περ. 610-546 π.Χ.) ασχολήθηκε και αυτός με τη γεωμετρία και τη γεωγραφία. Απ’ ό,τι γνωρίζουμε είναι ο πρώτος που εξέφρασε τις απόψεις του σε βιβλίο. Επίσης είναι αυτός που χρησιμοποιεί πρώτη φορά τον όρο «Αρχή», που σημαίνει τόσο αρχή, όσο και βασικό στοιχείο, βασική ουσία. Aρχή των όντων, δηλαδή του κόσμου, είναι για τον Aναξίμανδρο το άπειρον. Η εικόνα του σύμπαντος οργανώθηκε σύμφωνα με ένα γεωμετρικό υπόδειγμα, στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν έννοιες ηθικής και πολιτικής σκέψης, όπως της τάξης και του νόμου.
Ο Αναξιμένης (περ. 585-525 π.Χ.) θεώρησε βασικό στοιχείο του κόσμου και της ζωής τον αέρα. Ο αέρας περιβάλλει τα πάντα και από τη διαστολή και συστολή του γεννιούνται τα πάντα. Το μεγάλο ρόλο που έπαιξε η ναυτική εμπειρία των Μιλησίων στη διαμόρφωση των αντιλήψεών τους τον διακρίνουμε και στο γεγονός ότι ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με θέματα γεωγραφίας και αστρονομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι από τη Μίλητο καταγόταν και ένας από τους πρώτους χαρτογράφους, ο Εκαταίος.
Η Ελληνιστική περίοδος
Η γνώση μας για την ιστορία της Μιλήτου κατά τον 3ο και το 2ο αι. π.Χ. είναι αρκετά καλή, χάρη σε μια σειρά επιγραφών που ανακαλύφθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα στο Δελφίνιο, το επίσημο αρχείο της πόλης.
Ο Αντίγονος Α΄ Μονόφθαλμος ελευθέρωσε τη Μίλητο από το σατράπη της Καρίας |
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η Μίλητος πέρασε υπό τον έλεγχο του σατράπη της Καρίας Ασάνδρου, ο οποίος είχε αυτονομηθεί. Ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος έστειλε το 312 π.Χ. το Δόκιμο και το Μήδειο να ελευθερώσουν την πόλη και να της αποδώσουν την αυτονομία της. Επανήλθε επίσης η πάτριος πολιτεία, δηλαδή το δημοκρατικό πατρογονικό πολίτευμα. Η Μίλητος παρέμεινε υπό την εξουσία του Αντιγόνου έως το θάνατό του στη μάχη της Ιψού (301 π.Χ.). Αμέσως μετά η πόλη φαίνεται πως διατηρεί καλές σχέσεις με όλους τους Διαδόχους: ο Σέλευκος Νικάτωρ κάνει σημαντικές προσφορές στο ιερό των Διδύμων και επιστρέφει το άγαλμα του θεού Απόλλωνα που το είχαν αρπάξει οι Πέρσες το 494 π.Χ.
Το 295 π.Χ. όμως ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, γιος του Αντιγόνου, είναι επώνυμος άρχων (στεφανηφόρος) στην πόλη. Στη συνέχεια, η πόλη συνάπτει συμμαχία με τον Πτολεμαίο Α΄. Στο μεταξύ, την εξουσία πρέπει να κατείχε στην περιοχή εκείνη ο Λυσίμαχος, ο οποίος σε γενικές γραμμές ακολουθεί σκληρή πολιτική απέναντι στις ελληνικές πόλεις, επιβάλλοντας τεράστιους φόρους. Η Μίλητος, προκειμένου να αντεπεξέλθει, αναγκάζεται να καταφύγει σε δανεισμό. Γύρω στο 287/286 π.Χ. ο Δημήτριος επιστρέφει, αλλά αποτυγχάνει να επιβληθεί πάλι στη Μικρά Ασία και φυλακίζεται στη Συρία. Έπεται μια περίοδος κυριαρχίας του Λυσιμάχου, έως το 281 π.Χ., όταν ο τελευταίος ηττάται από το Σέλευκο. Το 280/279 π.Χ., την εποχή των Σελευκιδών, οι Μιλήσιοι υιοθετούν ένα νέο χρονολογικό σύστημα. Πρώτος επώνυμος άρχων της περιόδου είναι ο Αντίοχος Α΄, ο διάδοχος του Σελεύκου. Την επόμενη χρονιά, ο Πτολεμαίος Β΄ κάνει μια μεγάλη προσφορά γης στην πόλη, ενώ λίγα χρόνια αργότερα τιμάται με ψήφισμα στο οποίο αναφέρονται η φιλία και η συμμαχία του με την πόλη. Η Μίλητος παραμένει στη συμμαχία των Πτολεμαίων μέχρι τα τέλη του αιώνα. Το 262 π.Χ., ο Αντίγονος Γονατάς, βασιλιάς της Μακεδονίας με βλέψεις στην Καρία, ίσως επιχείρησε να αποσπάσει την πόλη από τους Πτολεμαίους, αλλά απέτυχε.
Την επόμενη χρονιά (261/260 π.Χ.) ο αντιβασιλέας του Πτολεμαίου Β΄ στη Μικρά Ασία, ίσως ο γιος και μετέπειτα διάδοχός του Πτολεμαίος Γ΄, που ήταν εγκατεστημένος στην Έφεσο και τη Μίλητο, επαναστατεί με τη βοήθεια του Τιμάρχου, Aιτωλού πολέμαρχου ο οποίος κατόρθωσε να επιβάλει τυραννίδα στη Μίλητο. Οι Σελευκίδες στη συνέχεια ελέγχουν εκ νέου τη Μίλητο και μάλιστα ο Αντίοχος Β΄ απολαμβάνει θεϊκές τιμές, καθώς θεωρείται ότι αποκατέστησε την ελευθερία και τη δημοκρατία εκδιώκοντας τον τύραννο Τίμαρχο.
Η Μίλητος, στη διαμάχη των διαδόχων του Αντιόχου Β΄, ο οποίος πέθανε μυστηριωδώς το 246 π.Χ., πήρε το μέρος του Σελεύκου Β΄. Σύντομα όμως η πόλη πέρασε και πάλι υπό πτολεμαϊκή επιρροή, χάρη στην εκστρατεία του Πτολεμαίου Γ΄ στην Ασία (246-245 π.Χ.). Την ίδια περίοδο η πόλη συνάπτει συνθήκη ασυλίας με το Κοινό των Αιτωλών, με στόχο την αποφυγή επίθεσης Αιτωλών πειρατών.
Η Μίλητος, κατά τη διάρκεια του β΄ μισού του 3ου αι. π.Χ., ακολουθεί μια πολιτική στρατιωτικού αποικισμού της ευρύτερης επικράτειάς της, χάρη στην εγκατάσταση Κρητών μισθοφόρων σε μια σειρά φρουρίων. Παράλληλα, ακολουθεί και μια πολιτική σύσφιγξης των σχέσεων με άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας, όχι άμεσα γειτονικές: συνάπτονται συνθήκες ισοπολιτείας με τις Τράλλεις/Σελεύκεια (218/217 π.Χ.), με τα Μύλασα (215/214 π.Χ.) και με την Αντιόχεια του Μαιάνδρου.
Τo 201 π.Χ. ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας κατόρθωσε να θέσει υπό την επικυριαρχία του τη Μίλητο, καθώς οι κάτοικοί της εντυπωσιάστηκαν από τη νίκη του στη ναυμαχία της Λάδης. Ο Μακεδόνας βασιλιάς αφαίρεσε τα εδάφη του Μυούντα από τη Μίλητο και τα απέδωσε στη γειτονική Μαγνησία του Μαιάνδρου. Η τύχη της Μιλήτου δε μας είναι γνωστή κατά τη διάρκεια της μεγάλης επιχείρησης του Αντιόχου Γ΄ στη Μικρά Ασία το 197/196 π.Χ. Στη διάρκεια του πολέμου του με τους Ρωμαίους (190 π.Χ.) οι Μιλήσιοι είναι σύμμαχοι των δεύτερων, προσφέροντας μάλιστα και εφόδια για το ρωμαϊκό στόλο. Η νίκη των Ρωμαίων σηματοδοτεί για τη Μίλητο την απαρχή ενός νέου καταλόγου επώνυμων στεφανηφόρων αρχόντων. Με τη συνθήκη της Απάμειας (188 π.Χ.) η πόλη ξανακερδίζει τα εδάφη του Απόλλωνος Τερβινθέως του Μυούντα που της τα είχε αφαιρέσει ο Φίλιππος. Στο αμέσως επόμενο διάστημα πάντως η εξωτερική πολιτική της ελέγχεται ουσιαστικά από τη Ρόδο.
Η πόλη συνάπτει μια σειρά από συνθήκες στη δεκαετία του 180 π.Χ.: α) συνθήκη συμπολιτείας με τα Πήδασα (188/187 π.Χ.) –στην πραγματικότητα συγκαλυμμένη προσάρτηση των Πηδασέων στο κράτος της Μιλήτου–, β) συνθήκη συμμαχίας με την Ηράκλεια στο Λάτμο (185/184 π.Χ.) και γ) συνθήκη ειρήνης με τη Μαγνησία του Μαιάνδρου (μεταξύ 185 και 180 π.Χ.), σε συνέχεια ενός πολέμου που έφερε αντιμέτωπες τη Μίλητο και την Ηράκλεια με τη Μαγνησία και την Πριήνη. Οι εχθρικές σχέσεις με την τελευταία αποτέλεσαν μόνιμη κατάσταση στην ελληνιστική ιστορία της Μιλήτου: επιγραφές της Πριήνης αναφέρονται σε συγκρούσεις, εκεχειρίες και διαιτησίες που ανάγονται περίπου από το 200 π.Χ. έως τον 1ο αι. π.Χ.
Μετά την τιμωρία της Ρόδου από τη Ρώμη για την επαμφοτερίζουσα στάση της κατά τη διάρκεια του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου, η Μίλητος περνά υπό την επιρροή των Ατταλιδών. Ο Ειρηνίας, Μιλήσιος πρέσβης στην αυλή των Ατταλιδών, εργάστηκε προκειμένου και οι δύο πλευρές να ωφεληθούν από τη σχέση αυτή: ο Ευμένης Β΄ έδρασε ως ευεργέτης της πόλης, η οποία με τη σειρά της του απέδωσε τιμές ακόμα και μετά θάνατον. Πάντως, την ίδια περίοδο η πόλη δέχεται τις ευεργεσίες και του Σελευκίδη ηγεμόνα, του Αντιόχου Δ΄, ο οποίος μάλιστα θεωρείται ότι χορήγησε, μέσω των αυλικών του, την κατασκευή του βουλευτηρίου της πόλης. Μετά το 129 π.Χ. και τη δημιουργία της επαρχίας της Ασίας, η Μίλητος διατηρεί κατά πάσα πιθανότητα την ελευθερία της, αν και οι ιστορικοί θεωρούν ότι οι Ρωμαίοι έλεγχαν ακόμα και το πολίτευμα, διορίζοντας ένα σώμα 50 αρχόντων. Μεγάλες οικογένειες εμπόρων (negotiatores), όπως οι Gessii και οι Clodii, μεταφέρουν τις επιχειρήσεις τους στην πόλη. Ταυτόχρονα, η Μίλητος διατήρησε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2ου αι. π.Χ. προνομιακές σχέσεις με την Αθήνα, τη θεωρούμενη μητρόπολή της, συμμετέχοντας στα Παναθήναια και σε άλλες αθηναϊκές εορτές.
Τη δεκαετία του 90 π.Χ. η ρωμαϊκή σύγκλητος επιλήφθηκε συνοριακών διαφορών μεταξύ της Μιλήτου, της Μαγνησίας και της Πριήνης, οι οποίες διεκδικούσαν εδάφη στην κοιλάδα του Μαιάνδρου. Αντίστοιχα, η Μίλητος μαζί με άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως τα Μύλασα και οι Ερυθρές, εκλήθησαν συχνά να παίξουν το ρόλο διαιτητή για διαφορές μεταξύ πόλεων της Κρήτης ή της Πελοποννήσου. Το γεγονός αυτό θεωρείται ένδειξη ότι η Μίλητος ήταν ελεύθερη πόλη ακόμα και κατά τον 1ο αι. π.Χ.
Στη διάρκεια του Μιθριδατικού πολέμου η πόλη συνάντησε σοβαρές δυσκολίες μεταξύ 89 και 81 π.Χ. – αυτό τουλάχιστον φαίνεται από το γεγονός ότι ο θεός Απόλλωνας επιλέχθηκε επώνυμος στεφανηφόρος τέσσερις φορές. Μετά το 81 π.Χ. πάντως η πόλη δε συναντά ανάλογες δυσκολίες, αν και η αρχική σύμπραξή της με το βασιλιά του Πόντου την οδήγησε στη στέρηση της ελευθερίας της. Το 83 π.Χ. η πόλη εξαναγκάζεται από το Λεύκιο Λικίνιο Μουρήνα (Lucius Licinius Murena) να στείλει ναυτικό απόσπασμα 10 πλοίων για τη συνέχιση του πολέμου ενάντια στο Μιθριδάτη. Τελικά, το ένα από τα πλοία το ιδιοποιήθηκε ο Verres, σε μια πράξη που θεωρήθηκε από τους Μιλησίους καθαρά πειρατική.
Η προσπάθεια αυτή φαίνεται πως έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στην άλλοτε κραταιή ναυτική δύναμη: όταν ο Ιούλιος Καίσαρας μετέβαινε στη Ρόδο (75-74 π.Χ.), συνελήφθη από πειρατές στη Φαρμακούσσα, στα ανοικτά της Μιλήτου. Η πόλη αναγκάστηκε να καταβάλει η ίδια το ποσό των λύτρων που ζήτησαν οι πειρατές. Την ίδια περίοδο πάντως, ορισμένοι Μιλήσιοι, με προεξάρχοντα τον Αλέξανδρο Πολυΐστορα, κατόρθωσαν να αποκτήσουν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Τελικά, η πόλη κερδίζει την αυτονομία της το 38 π.Χ., επί Μάρκου Αντωνίου, χάρη στην αντίστασή της κατά των Πάρθων.
ΠΗΓΗ: http://www.ime.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον