Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ: Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων - ΜΕΡΟΣ Γ΄

Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων


Πως οι Αρχαίοι Έλληνες Έφτασαν στα »Γρανάζια»

Είναι εξαιρετική η περιγραφή την οποίαν δίνει ο Αριστοτέλης (270 π.Χ.) στα Μηχανικά (§848α), για τη μετάδοση κινήσεως μέσω χάλκινων ή σιδηρών μικρών δίσκων που εφάπτονται μεταξύ τους. Ουσιαστικώς, το σχετικό χωρίον εξηγεί λεπτομερώς πώς, όταν κινήσουμε έναν κύκλο, τότε διάφοροι άλλοι εφαπτόμενοι κύκλοι περιστρέφονται κατ’αντίστροφη φορά ο καθένας. Ως μηχανισμός, αυτοί οι δίσκοι δεν μπορούν να ανήκουν σε πολύσπαστον:
Πρώτον διότι οι τροχαλίες της εποχής εκείνης ήσαν μεγάλες και ξύλινες – και πάντως δεν «εφάπτονταν» η μια στην άλλη και ούτε στρέφονταν αντιστρόφως.
Δεύτερον επειδή ο συγγραφέας αναφέρεται σε ένα μικρό όργανο που περιείχε πολλούς «τροχίσκους», του οποίου η αρχική αιτία της κίνησης ήταν κρυφή.

Παρατηρούμε τώρα ότι, έστω και η βασική σύλληψη του οργάνου αυτού ως «τροχού τριβής» είναι μια θεμελιώδης Ελληνική γνώση για το πρώτο ήμισυ του 3ου π.Χ. αιώνα. Διότι είναι ευχερέστατο να προσπαθήσει κανείς να αυξήσει τη μεταξύ τροχίων τριβή κάνοντάς τους πιο «αδρούς» μέσω πολύ μικρών οδοντώσεων – δηλαδή εφευρίσκοντας την αρχή των οδοντωτών τροχών (τα «γρανάζια»).

Οι Επίκυκλοι
O Εύδοξος ήταν ο πρώτος αστρονόμος ο οποίος έλυσε το πρόβλημα που έθεσε ο Πλάτων: να εξηγηθούν οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων με ομαλές κυκλικές κινήσεις. Σύμφωνα με τη λύση του Εύδοξου, το κέντρο κάθε πλανήτη είναι ένα σημείο ενός κύκλου, ο οποίος ονομάζεται επίκυκλος. Το κέντρο του επίκυκλου είναι ένα σημείο ενός άλλου κύκλου, του φέροντα, ο οποίος έχει ως κέντρο το κέντρο του σύμπαντος, δηλαδή της Γης. O Ίππαρχος προσδιόρισε το μέγεθος αυτών των κύκλων καθώς και τις κινήσεις τους.

Έτσι έγινε δυνατή η κατασκευή ενός μηχανικού μοντέλου του σύμπαντος, καθώς φέροντες και επίκυκλοι μπορούσαν να απεικονιστούν σε μικρογραφία με γρανάζια. Ο Πτολεμαίος, βασισμένος στη γνώση των προγενεστέρων Ελλήνων αστρονόμων, κατασκεύασε ένα σύστημα το οποίο προέβλεπε με καταπληκτική ακρίβεια τις κινήσεις όλων των γνωστών τότε ουρανίων σωμάτων. Για να το καταφέρει αυτό χωρίς να προδώσει την αρχή του Πλάτωνα, εισήγαγε και άλλους κύκλους στην κίνηση των πλανητών.

Το σύστημα του Πτολεμαίου το οποίο αναπτύσσει στη Μεγάλη μαθηματική σύνταξη της αστρονομίας (Αλμαγέστη), επέζησε, με διάφορες προσθήκες και διορθώσεις, ως τον 17ο αιώνα. Ένα άλλο βιβλίο του Πτολεμαίου, οι Υποθέσεις των πλανωμένων, είναι μια μηχανική αναπαράσταση του σύμπαντος, η οποία μπορούσε να αποτελέσει μοντέλο μηχανικών πλανηταρίων, πιο πολύπλοκων και προηγμένων από τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων.

Ο Μοναδικός ο Μηχανισμός (χωρίς Προγόνους και Επιγόνους)
Αναφορές σε μηχανισμούς παρόμοιους με τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων βρίσκουμε σε πολλά αρχαία κείμενα. Καμία όμως περιγραφή δεν ταιριάζει απολύτως με τις γνώσεις μας για το συγκεκριμένο όργανο. Είναι πολύ πιθανό να είχαν κατασκευαστεί αρκετοί ανάλογοι μηχανισμοί στην αρχαιότητα, οι οποίοι όμως δεν σώθηκαν επειδή το υλικό τους ανακυκλωνόταν για την κατασκευή άλλων αντικειμένων.

Η τεχνολογία για την κατασκευή γραναζιών και η χρήση τους για τη μεταβολή των λόγων περιστροφής ήταν γνωστές τουλάχιστον έναν αιώνα πριν από το χρονικό διάστημα στο οποίο εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε ο Μηχανισμός, δηλαδή το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. Ο μηχανολογικός σχεδιασμός και η κατασκευή παρόμοιων μηχανισμών ήταν εφικτά κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους: ο Ευκλείδης (περί το 300 π.Χ.) είχε θέσει τις βάσεις της θεωρητικής Γεωμετρίας και ο σύγχρονός του Αυτόλυκος είχε θεμελιώσει τη σφαιρική αστρονομία.

Στα δε Ελάσσονα Μηχανικά του Αριστοτελικού corpus (περί το 270 π.Χ.) βρίσκουμε πλήθος μηχανικών λύσεων που σχετίζονται με έναν τέτοιον μηχανισμό. Μετά την κατασκευή του Μηχανισμού των Αντικυθήρων, ο Κικέρων (τέλη 2ου – αρχές 1ου αιώνα π.Χ.), ο Βιτρούβιος (1ος αιώνας π.Χ.) και ο Ήρων (1ος αιώνας π.Χ. – 1ος μ.Χ.) αναφέρονται λεπτομερώς σε μηχανισμούς με γρανάζια, αλλά και σε πλανητάρια. Μάλιστα, η τεχνική ορολογία του Ήρωνος συμπίπτει αρκετά με τους όρους που αναγνωρίστηκαν στο «εγχειρίδιο χρήσης» του Μηχανισμού.


Η συνεισφορά των Αράβων στη μεταφορά της αρχαίας Ελληνικής γνώσης έχει συζητηθεί εκτενέστατα. Λιγότερο γνωστή είναι η συμβολή τους στην τεχνολογία, ενώ ακόμα λιγότερο γνωστή (ειδικά σε ό,τι αφορά τους μηχανισμούς με γρανάζια) είναι η συμβολή του Βυζαντίου, παρ’ όλη την ύπαρξη του Βυζαντινού ηλιακού ωρολογίου / ημερολογίου. Μετά τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων, ο επόμενος γνωστός περίπλοκος αστρονομικός μηχανισμός με γρανάζια είναι το πλανητάριο (astrarium) του Τζοβάννι Ντόντι (γύρω στο 1365).

Αργότερα κατασκευάστηκαν στη δυτική Ευρώπη όλο και πιο ακριβή πλανητάρια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από αστρονόμους, αλλά και αποτέλεσαν πολύτιμα αντικείμενα που προσέδιδαν αίγλη στους ιδιοκτήτες τους. Παρά την απουσία ευρημάτων, ευλόγως εικάζεται ότι η παράδοση διασώθηκε από γενιά σε γενιά χάρις στους ανώνυμους τεχνίτες, όπως γίνεται και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις.

Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ – ΟΙ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ

Η Λεηλασία του Ελληνικού χώρου και η αποψίλωση του από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς δεν είναι προνόμιο σημερινών ασυνείδητων αρχαιοκαπήλων ή κακή συνήθεια κάποιων Άγγλων λόρδων του πρόσφατου παρελθόντος· προδιδάξαντες υπήρξαν οι Φράγκοι που κυριολεκτικά κατέκλεψαν τη Βασιλεύουσα στα 1201 και πριν από αυτούς οι πνευματικοί τους πατέρες οι Ρωμαίοι. Οι τελευταίοι, με την ιδιότητα του κατακτητή, κατάφεραν εύκολα ν” αποσπάσουν έναν τεράστιο αριθμό αριστουργημάτων τέχνης, επίπλωσης, γενικά ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί, για να στολίσουν τις πόλεις, πλατείες, ανάκτορα, επαύλεις και ό,τι άλλο τους ενδιέφερε.

Γενικά αυτό το «πάθος», η «αγάπη» για την κλασική Ελλάδα χαρακτήριζε σχεδόν όλους τους »φιλέλληνες» που γνώρισαν αυτήν τη γη. Αλλά και τα θαλάσσια ύδατα που περιβάλλουν την Ελλάδα και τις γειτονικές χώρες, όταν κάποτε αποτελούσαν τμήματα της πρώτης θαλασσοκρατορίας των Ελλήνων, κρατούν στα σπλάχνα τους, στα σκοτεινά τους βάθη, μυστικά που έρχονται σιγά σιγά στο φως με πολύ κόπο. Το υποβρύχιο περιβάλλον ήταν πολύ δύσκολο για εξερεύνηση και μόνο τα τελευταία είκοσι χρόνια έγινε προσιτό και μας αποκάλυψε πολλά από τα μυστικά που κρύβει.

Η υποβρύχια αρχαιολογία είναι μια εντελώς σύγχρονη επιστήμη αφού οι τεχνολογικές ανακαλύψεις εφοδίασαν πρόσφατα με τ” απαραίτητα μέσα τους ειδικούς για την εξερεύνηση του βυθού. Η εξερεύνηση αυτή γίνεται κάτω από αυστηρούς όρους, οι οποίοι πρέπει να τηρούνται απόλυτα, και ήπιες καιρικές συνθήκες, κυρίως ήρεμη θάλασσα και προσοχή των δυτών ως προς τον ορισμένο χρόνο παραμονής στο βυθό, οι δυσκολίες επιτείνονται και από τη μεγάλη οικονομική επιβάρυνση, τις χρονοβόρες διαδικασίες αποκατάστασης των ευρημάτων και πολλά άλλα.

Δεν είναι όμως αυτής της μορφής τα προβλήματα που απασχολούν το μεγάλο φορτηγό πλοίο, που, φορτωμένο με Ελληνικούς θησαυρούς, παλεύει με τα κύματα του Αιγαίου, σε μια χρονική στιγμή που εντοπίζεται στα μέσα του 1ου π.Χ. αιώνα. Το πλοίο μεταφέρει χάλκινα και μαρμάρινα αγάλματα, αμφορείς, έπιπλα και άλλα προϊόντα «ιδιόρρυθμων πολιτισμικών ανταλλαγών», που στην εποχή μας ονομάζονται «αρχαιοκαπηλείες». Όλα αυτά τα αριστουργήματα μεταφέρονταν στη Ρώμη επειδή οι προγονοί μας και κατασκευαστές τους δεν μπορούσαν να τα φυλάξουν.

Γι” αυτόν το λόγο άλλωστε αυτού του είδους οι »πολιτισμικές ανταλλαγές» είχαν, ανέκαθεν, μία και μόνο κατεύθυνση: από την Ελλάδα προς τις άλλες χώρες! Η παρούσα »πολιτισμική ανταλλαγή» συναντά φοβερές δυσκολίες. Ο αγριωπός κάβο-Μαλέας έχει αφρίσει, τα κύματα είναι τεράστια, και το πλοίο αναγκάζεται να πάει προς τα νοτιανατολικά, επιχειρώντας να προσπεράσει την Πελοπόννησο από το δίαυλο μεταξύ Κυθήρων και Αντικυθήρων. Όμως ούτε και τώρα το βοηθά η τύχη· τα στοιχεία της φύσης λυσσομανούν, η τρικυμία είναι τρομερή, ο αέρας φυσά με μεγάλη ορμή και ετοιμάζεται να ξηλώσει ακόμη και το υποτυπώδες κατάστρωμα του φορτηγού.

Τέλος, το πλοίο με σχισμένα πανιά, καταπτοημένο πλήρωμα και μπάζοντας νερά από παντού παραδίνεται. Το ξεκοιλιασμένο σκαρί βυθίζεται στη θέση Ποταμάκια, κοντά στο ακρωτήριο Γλυφάδα, σε βάθος 60 περίπου μέτρων και σ” απόσταση 30 περίπου μέτρων από την ακτή, στο μικρό νησί των Αντικυθήρων. Βρίσκει λιμάνι στο βυθό, όπου θα παραμείνει ανενόχλητο για 2.000 χρόνια, διασώζοντας μερικά εξαιρετικά έργα τέχνης και ένα τεχνούργημα, ένα αστρονομικό όργανο μοναδικής αξίας, τον περίφημο υπολογιστή των Αντικυθήρων.

Η Ελληνική θάλασσα »υφάρπαξε» και διέσωσε ένα σπανιότατο μηχανισμό, η αξία του οποίου είναι μεγαλύτερη από αυτήν όλων μαζί των υπολοίπων ευρημάτων του ναυαγίου. Και τούτο επειδή έργα τέχνης από την αρχαία Ελλάδα υπάρχουν πολλά, παρόμοιοι μηχανισμοί όμως ούτε ένας. Η Ελληνική θάλασσα φύλαξε στα σπλάχνα της μια μοναδική μαρτυρία που αφορά την ικανότητα των προγόνων μας να κατασκευάζουν εκλεπτυσμένους αστρονομικούς μηχανισμούς με γρανάζια, των οποίων μοναδικό δείγμα -έως το 1983- ήταν ο υπολογιστής των Αντικυθήρων.

Όπως σημειώνει ο Ντέρεκ ντε Σόλα Πράις, καθηγητής της Ιστορίας των Επιστημών στο πανεπιστήμιο του Γέιλ, που τον μελέτησε εξονυχιστικά »…το πιο αινιγματικό, το πιο περίπλοκο κομμάτι επιστημονικού μηχανισμού που έχουμε από την αρχαιότητα είναι τούτο εδώ». Το παράξενο αυτό τεχνούργημα αναγνωρίζεται τώρα σαν αστρονομικό ή ημερολογιακό υπολογιστικό μηχάνημα, που έχει σε μια πολύ περίπλοκη διάταξη πάνω από τριάντα διαφορετικά γρανάζια – τροχούς.


Είναι μια χειροπιαστή μαρτυρία όλων όσων γνωρίζαμε ως τώρα μόνο από διάφορα κείμενα ή άλλες λογοτεχνικές πηγές, και δεν αποκλείεται να προκαλέσει μια πλήρη αναθεώρηση των δοξασιών μας για την εκλείπουσα τεχνολογία της αρχαιότητας. Θα περάσουν περίπου δυο χιλιάδες χρόνια για να δουν ξανά το φως της ημέρας, εντελώς τυχαία, τα πολύτιμα αντικείμενα του ναυαγίου. Το 1900 είναι το έτος που σηματοδοτεί για τη χώρα μας τη χρονική αφετηρία της επιστημονικής έρευνας που ονομάζεται «υποβρύχια αρχαιολογία».

Ήταν η πρώτη και κατά ευτυχή συγκυρία μια πολύ σημαντική ανακάλυψη, που πρωταγωνιστές της είχε σφουγγαράδες από τη Σύμη, οι οποίοι είχαν προσορμιστεί στο σημείο εκείνο του ναυαγίου λίγο πριν από το Πάσχα του 1900. Είχαν καταφύγει εκεί για ν” αποφύγουν την έντονη θαλασσοταραχή που είχε ξεσπάσει. Όταν η θάλασσα ηρέμησε, αποφάσισαν να βουτήξουν για σφουγγάρια. Ο δύτης Ηλίας Σταδιάτης έπεσε πρώτος· κατεβαίνοντας σε βάθος 42 μ. αντίκρισε ένα αρχαίο ναυάγιο μήκους περίπου 50 μέτρων, να κείτεται στο βυθό γεμάτο με μπρούντζινα και μαρμάρινα αγάλματα.

Αμέσως μετά κατέβηκαν άλλοι δύο δύτες για να επιβεβαιώσουν το εύρημα και κατόπιν οι σφουγγαράδες επέστρεψαν στο νησί τους. Πέρασαν έξι μήνες συζητήσεων και το Νοέμβριο του 1900 συναντήθηκαν με τον Α. Οικονόμου, καθηγητή της Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών και αυτός τους έφερε σ” επαφή με το Σπυρίδωνα Στάη, υπουργό Παιδείας και γνωστό αρχαιολόγο. Αφού έγιναν οι σχετικές συμφωνίες για την αμοιβή των σφουγγαράδων, ξεκίνησε η επιχείρηση διάσωσης με επικεφαλής επιβλέποντα τον καθηγητή Α. Οικονόμου, και με την προστασία του οπλιταγωγού «Μυκάλη», ενός σκάφους του πολεμικού ναυτικού.

Έτσι άρχισαν να έρχονται στο φως τα θαυμάσια ευρήματα και οι πρώτες ανακαλύψεις έγιναν γνωστές από τις εφημερίδες της 27ης και 28ης Νοεμβρίου. Αργότερα στους αρχικούς έξι δύτες προστέθηκαν άλλοι τέσσερις και άλλος ένας αρχαιολόγος, όλο το συνεργείο εργάστηκε κάτω από δύσκολες συνθήκες μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1901, οπότε τελείωσε η αποστολή με βαριές απώλειες: ένας δύτης νεκρός και δύο ανάπηροι για πάντα.

Τα ευρήματα των ανελκύσεων, που σήμερα κατέχουν μια σημαντική θέση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, αποτελούνταν από τον περίφημο «Έφηβο των Αντικυθήρων», ένα υπέροχο χάλκινο άγαλμα ενός γυμνού θεού ή ήρωα του 4ου π.Χ. αιώνα, ένα αξιόλογο κεφάλι κάποιου «φιλόσοφου», δυο αγαλματίδια από χαλκό του 5ου π.Χ. αιώνα και τα υπολείμματα πέντε ή έξι ντυμένων αγαλμάτων, που η θάλασσα τα είχε διαβρώσει.

Η χρονολόγηση των ευρημάτων προσδιόρισε το ναυάγιο ανάμεσα στο 80 – 50 π.Χ., χρονολόγηση με την οποία συμφωνούν όλοι οι ειδικοί, ενώ το πλοίο χαρακτηρίστηκε ως εμπορικό σκάφος που εκτελούσε δρομολόγιο από τη Ρόδο προς την Ιταλία με ενδιάμεσο σταθμό το λιμάνι του Πειραιά. Τμήμα μαδεριού από το πέτσωμα του πλοίου διασώθηκε επίσης δίνοντας πολύτιμες πληροφορίες για τις ναυπηγική δομή του.

ΤΑ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΑ TOΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ

Μέσα στο σάλο που δημιουργήθηκε από την ανακάλυψη κανείς δεν έδωσε σημασία στα υπολείμματα ενός παράξενου ξύλινου κιβωτίου που περιείχε κάποια υποτυπώδη ίχνη μηχανισμού σε κακή φυσικά κατάσταση. Μόνο οκτώ μήνες αργότερα έγιναν αντιληπτά τα κομμάτια του μηχανισμού και κίνησαν αμέσως την προσοχή των ειδικών, «…με τα ξεκάθαρα ίχνη γραναζιών πάνω τους και τη μοναδική αλλά και πολύ δυσανάγνωστη επιγραφή που βρέθηκε σ” ολόκληρο το ναυάγιο». Μια πρώτη αναφορά έγινε στις 23 Μάιου 1902.

Είχε αρχίσει εν τω μεταξύ ο καθαρισμός και η συγκόλληση των υπόλοιπων ευρημάτων. Από κακή χρήση όμως φαίνεται ότι ο μηχανισμός έσπασε σε διάφορα τμήματα. Από την πρώτη στιγμή που ασχολήθηκαν με τον μηχανισμό οι ειδικοί, άρχισαν οι επιστημονικές αντεγκλήσεις και διαξιφισμοί. Σε μια δημοσίευση του ο νομισματολόγος Σβορώνος δήλωσε ότι το αντικείμενο ήταν ένας αστρολάβος με σφαιρικές προβολές πάνω σε μια σειρά δακτυλίων, ο Κων/νος Ράδος υποστήριξε ότι δεν ήταν αστρολάβος, επιβεβαίωνε όμως τις επιγραφές, τονίζοντας πόσο δύσκολη ήταν η ανάγνωση τους.

Είχε ήδη συσταθεί πάντως μια επιτροπή για το θέμα και όλη η μελέτη είχε ανατεθεί στον υπολοχαγό Ρεδιάδη, ο οποίος υποστήριξε ότι το αντικείμενο ταυτιζόταν περίφημα με τον αστρολάβο που είχε περιγράψει ο Φιλόπονος (Αλεξάνδρεια, 625 μ.Χ.). Όμως ο Κ. Ράδος επέμενε ότι το αντικείμενο ήταν πολύ περίπλοκο για να είναι ένας απλός παραδοσιακός αστρολάβος. Οι ενθουσιώδεις διαξιφισμοί έδωσαν σιγά σιγά τη θέση τους σε λεπτομερέστερες αναλύσεις και μια πρώτη γενική περιγραφή του θησαυρού των Αντικυθήρων παρουσιάστηκε στην εφημερίδα Εφημερίς, όπου από τις επτά πλάκες του μηχανισμού μόνο η μία παρουσιαζόταν με λεπτομέρειες.

Παράλληλα, ο Κων/νος Ράδος, στο Διεθνές Αρχαιολογικό Συνέδριο που έγινε στην Αθήνα, το 1905, παρουσίασε τις δικές του απόψεις για το μηχάνημα και ο Δημ. Στάης δημοσίευσε ένα σχετικό πόνημα, στο οποίο χρονολογούσε το μηχάνημα στον 1ο π.Χ. αιώνα. Λίγο αργότερα, στη διαμάχη για το μηχανισμό αναμείχθηκε ο κλασικός φιλόλογος από το Μόναχο Άλμπερτ Ρεμ, που σε άρθρο του επέκρινε τους Έλληνες συναδέλφους του για την έλλειψη λεπτομερειών και τις κακές φωτογραφήσεις των τμημάτων του μηχανισμού.


Συμφωνώντας με τον Κων/νο Ράδο, ο Ρεμ υποστήριξε ότι ο μηχανισμός δεν ήταν αστρολάβος αλλά ένα πλανητάριο σαν τη «Σφαίρα του Αρχιμήδη». Γι” αυτό δέχθηκε σφοδρή επίθεση από το Ρεδιάδη, που σε άρθρο του στην »Εφημερίς» αντέκρουε τους ισχυρισμούς του Γερμανού επιστήμονα χωρίς συγκεκριμένη άποψη. Αναιρούσε απλώς τα στοιχεία του ξένου φιλόλογου και κατέληγε στο ότι εφόσον όλος ο μηχανισμός βρέθηκε μέσα σε ξύλινη θήκη, θα μπρούσε κάλλιστα να είναι κάποιο ναυτιλιακό όργανο, άποψη που απέρριψε αργότερα ο Πράις.

Μετά από αυτά ο Ρεμ συνέχισε για πολλά χρόνια να εξετάζει τα τμήματα του μηχανισμού, πήρε πολλές φωτογραφίες του, αλλά δυστυχώς πέθανε χωρίς να προλάβει να δημοσιεύσει κάποια σχετική εργασία. Όλα τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει ο Άλμπερτ Ρεμ παραχωρήθηκαν αργότερα από τη χήρα του στον Πράις, που την ολοκλήρωσε κατά αξιοθαύμαστο τρόπο.

Η πιο αξιόλογη προσπάθεια για την κατανόηση του μηχανισμού εκ μέρους των Ελλήνων επιστημόνων, πριν ασχοληθεί μαζί του ο Πράις, ήταν αυτή που έκανε ο υποναύαρχος Ι. Θεοφανίδης το 1928, την οποία ενέταξε σε μια μεγαλύτερη εργασία του για τα ταξίδια του Αγίου Παύλου, όπου αναφερόταν στην αρχαία Ελληνική πελαγοδρομία (δυνατότητα πλεύσης στην ανοικτή θάλασσα). Στην εργασία του αυτή ο Ι. Θεοφανίδης ταύτιζε το μηχανισμό με έναν αστρολάβο άγνωστης μορφής έως τότε. Η προηγούμενη εργασία μαζί με ένα εισαγωγικό άρθρο του Κ. Μαλτέζου δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών για το οποίο σημειώνει ο Πράις:

«Ο Μαλτέζος δίνει μόνο μια γενική περίληψη όσων είχαν δημοσιευτεί ως τότε, αλλά ο Θεοφανίδης προσθέτει πολλές καινούριες πληροφορίες για τα γρανάζια που φαίνονταν στα κομμάτια και προτείνει να γίνουν αναστυλώσεις που όχι μόνο απαιτούν στερεογραφική προβολή αλλά ξαναφέρνουν στο προσκήνιο το θέμα της ταύτισης του οργάνου με αστρολάβο. Δυστυχώς, στον περιορισμένο εκείνο χώρο του άρθρου δεν μπορούσαν να γίνουν πλήρεις και συστηματικές αναπαραστάσεις των κομματιών και ολόκληρου του μηχανισμού ώστε να υποστηριχτούν εκείνες οι υποθέσεις και θεωρίες και να συνδυαστούν με την πραγματικότητα».

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΝΤΕΡΕΚ ΝΤΕ ΣΟΛΑ ΠΡΑΙΣ

Μέχρι να εμφανιστεί στο προσκήνιο ο Πράις, πολλά άλλα δημοσιεύματα είχαν δει το φως, προερχόμενα τόσο από Έλληνες όσο και από ξέ­νους ερευνητές. Ανάμεσα στους Έλληνες επιστήμονες διακρίνεται η εργασία του Κων/νου Ράδου, ενώ από τους ξένους διακρίνονται οι Her­man Diels, A. Schlachter, Ernst Zinner, Robert Τ.Gunther, Willy Hartner, George Karo και άλλοι. Η πρώτη επαφή του Πράις με το μηχανισμό έγινε το 1951, όταν ερευνούσε για διάφορα ιστο­ρικά στοιχεία σχετικά με επιστημονικά όργανα και ιδιαίτερα για αρχαίους αστρολάβους και πλανητάρια.

Το 1953 ο Dr. Χρήστος Καρούζος, διευ­θυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών, του έδωσε μια νέα σειρά φωτογραφιών του μηχανισμού. Το καλοκαίρι του 1958 ο Πράις με επιχορήγηση της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας έφτασε στην Αθήνα και με τη βοήθεια του Dr. Γεώργιου Σταμίρη, ειδικού επιγραφολόγου στο Ινστιτούτο Προχωρημένων Μελετών του Πρίνσετον (Institute of Advanced Studies), στο Νιου Τζέρσεϊ, εξέτασε και πάλι το μηχανισμό. Ο Dr. Γ. Σταμίρης είχε διαβάσει στις επιγραφές κάπου 793 γράμματα, ενώ ο Θεοφανίδης 350 και ο Σβορώνος αρχικά 220 γράμματα.

Με τον τρόπο αυτό έγινε μια πιο διεξοδική έρευνα και τα συμπεράσματα της δημοσιεύθηκαν από τον Πράις στο επιστημονικό περιοδικό Scientific American, ενώ τα νέα στοιχεία προστέθηκαν σε μια μονογραφία γενικότερης μορφής. Οι ανακοινώσεις αυτές δημιούργησαν αίσθηση στο κοινό, ειδικευμένο ή μή, αποσπώντας πολλές αντιδράσεις, θετικές ή αρνητικές. Ανάμεσα στις τελευταίες ήταν και το άρθρο ενός αμερικανού καθηγητή, που υποστήριζε ότι ο μηχανισμός ήταν σύγχρονης εποχής και είχε γίνει παρεμβολή του στο ναυάγιο για εντυπω­σιασμό.

Οι προβληματισμοί και οι αμφιβολίες του Πράις ήσαν έντονες. Μιλώντας για την περίοδο εκείνη σημειώνει τα εξής:

«Πρέπει να ομολογήσω πως πολλές φορές στη διάρκεια των ερευνών αυτών ξυπνούσα τη νύχτα και αναρωτιόμουν μήπως κάτι δεν ταίριαζε με τα κείμενα, τις επιγραφές, την τεχνοτροπία και το αστρονομικό περιεχόμενο, που όλα υποδηλώνουν καθαρά πως ανάγονται στον 1ο π.Χ. αιώνα. Υπήρχε ακόμα το γεγονός ότι το μηχάνημα είχε φτιαχτεί ολόκληρο από ένα κράμα χαλκού – κασίτερου και όχι χαλκού – ψευδάργυρου, που χρησιμοποιήθηκε για τα περισσότερα όργανα από τα τέλη του Μεσαίωνα. 

Μετά υπάρχουν κι άλλοι που πολύ πρόθυμα θέλουν να πιστεύουν ότι ο εξαιρετικά περίπλοκος μηχανισμός του οργάνου αυτού βρίσκεται τόσο έξω από τα πλαίσια των δυνατοτήτων της Ελληνιστικής τεχνολογίας, ώστε μόνο ξένοι αστροναύτες που επισκέφθηκαν τον.πολιτισμό μας από το διάστημα θα μπορούσαν να σχεδιάσουν και να κατασκευάσουν. 

Μολονότι δεν αποκλείεται να πάθει κανείς σοκ αν αναθεωρήσει εκ βάθρων την Ελληνιστική τεχνολογία, δε χρειάζεται να υπογραμμίσω -ή μάλλον ίσως χρειάζεται- ότι δεν μπορώ να συμφωνήσω με μια τόσο ριζοσπαστική ερμηνεία. Πιστεύω μάλλον πως η όλη ιστορία της αρχαίας Ελληνικής επιστήμης μοιάζει πολύ πιο λογική αν υποθέσουμε πως η παλιά άποψη, ότι δηλαδή ποτέ τους δεν ξεπέρασαν τις απλές μηχανές του Ήρωνα, ήταν απόλυτα υποτιμητική και απαιτεί πλέον κάποια διόρθωση».


ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΑΙΣ – ΚΑΡΑΚΑΛΟΥ

Ο καθηγητής Πράις συνέχισε τις προσπάθειες του για αρκετά χρόνια δίχως να λύσει το πρόβλημα, μέχρι το 1971, όταν σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις ακτίνες Γ για να ραδιογραφήσει το εσωτερικό των διαβρωμένων τμημάτων του μηχανισμού. Στην προσπάθεια του αυτή βοηθήθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Πυρηνικής Ενέργειας «Δημόκριτος» και τον Χαράλαμπο Καράκαλο, πυρηνικό φυσικό που συνέβαλε αποφασιστικά στην έρευνα του Σόλα Πράις.

Η βοήθεια και συμμετοχή του Καράκαλου αφορούσε στην προετοιμασία των ραδιογραφιών Γ και κατόπιν μιας σειράς ραδιογραφιών Χ, μια δουλειά που απαιτούσε μακροχρόνιες εκθέσεις στις ακτινοβολίες, δύσκολη τοποθέτηση των κομματιών και πολλές προκαταρκτικές αναλύσεις των πλακών με τρόπο που να ταίριαζαν οι ραδιογραφίες ώστε ν” αποκαλύψουν τις σημαντικές τους λεπτομέρειες, μολονότι τα δείγματα κάθε άλλο παρά ομοιόμορφα ήσαν στις ραδιογραφικές διαφάνειες.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι αρκετό χρόνο πριν ο Πράις αποφασίσει να ραδιογραφήσει το μηχανισμό, ο Χαρ. Καράκαλος είχε ξεκινήσει αυτήν ακριβώς την εργασία μέσα σε ειδική αίθουσα του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών, με δική του πρωτοβουλία, σκοπεύοντας να παρουσιάσει κάποια προσωπική εργασία του με τα αποτελέσματα των ραδιογραφήσεων του μηχανισμού. Έτσι, όταν ο Πράις αποτάνθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο ζητώντας να του επιτραπεί η ραδιογράφηση του υπολογιστή, πληροφορήθηκε ότι αυτήν ακριβώς την έρευνα είχε ήδη ξεκινήσει ο Χαρ. Καράκαλος.

Έτσι έσπευσε να τον συναντήσει και να του ζητήσει να συνεργαστούν. Στα χρόνια που ακολούθησαν αναπτύχθηκε μια στενή συνεργασία ανάμεσα στον Αμερικανό και τον Έλληνα επιστήμονα, που οδήγησε την έρευνα σε εξαιρετικά καλό σημείο, αφού η από κοινού εξέταση του μηχανισμού έδωσε λύσεις σε πολλά προβλήματα.

«Κομματάκι κομματάκι ο Καράκαλος κι εγώ καταφέραμε να αναλύσουμε τις δύσκολες περιπτώσεις όπου η σύνδεση μεταξύ ορισμένων τροχών παρουσίαζε ακόμη δυσκολίες. Εξετάσαμε πολ,ύ προσεκτικά τη δομή της διαφορικής περιστροφικής πλάκας και τα δοντάκια της πίσω κάτω πλάκας και προσδιορίσαμε τα σημεία σύνδεσης τους με τόσο λίγη αμφιβολία και τόσο μεγάλη ακρίβεια, που για πρώτη φορά οι αναλογίες των οδοντωτών τροχών μπορούσαν να ταυτιστούν με γνωστές αστρονομικές και ημερολογιακές παραμέτρους».

Και ο Πράις συμπληρώνει:

«Υπήρχε κι ένας ορισμένος ρομαντισμός στη συνεργασία ανάμεσα στο Ελληνικό Κέντρο Πυρηνικής Ενέργειας με τον εξαιρετικά σύγχρονο εξοπλισμό και τις διευκολύνσεις του, τους διευθυντές και τους παράγοντες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών και εμάς τους δύο σ” εκείνη την προσπάθεια, να ρίξουμε περισσότερο φως στο μυστηριώδες αντικείμενο που άρχιζε να γίνεται γνωστό σαν ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία για την καλύτερη κατανόηση της αρχαίας Ελληνικής επιστήμης και τεχνολογίας».

Θα προσθέταμε πως δεν είναι μόνο το σημαντικότερο στοιχείο της αρχαίας Ελληνικής εξέλιξης στη μηχανική αλλά ένα μοναδικό τεκμήριο για την ιστορία της επιστήμης, αφού η ύπαρξη του προϋποθέτει μια μηχανική παράδοση το λιγότερο τριακοσίων ή και περισσότερων χρόνων. Η μοναδικότητα του ευρήματος είχε τονιστεί από τον Σόλα Πράις από την πρώτη στιγμή, όταν είχε δηλώσει ότι:

«Τίποτα σαν κι αυτό δεν φυλάσσεται πουθενά αλλού στον κόσμο», για να συμπληρώσει: «Τίποτα που να συγκρίνεται μ” αυτό δεν αναφέρεται σε οποιοδήποτε αρχαίο επιστημονικό κείμενο ή λογοτεχνικό υπαινιγμό. Αντίθετα, απ” όλα όσα ξέρουμε για τις επιστήμες και την τεχνολογία της ελληνιστικής περιόδου, θα “πρεπε να συναγάγουμε το συμπέρασμα πως τέτοια συσκευή ήταν αδύνατο να υπήρχε τότε».

Ενώ η συνεργασία Πράις-Καράκαλου είχε προχωρήσει πολύ στην ανασύσταση του συστήματος των γραναζιών, η τύχη βοήθησε ώστε να βρεθεί ένα τμήμα του μηχανισμού στην αποθήκη του Αρχαιολογικού Μουσείου. Το τεμάχιο αυτό (τεμάχιο D, όπως το αναφέρει ο Πράις) είχε χαθεί και ήταν γνωστό σ” αυτόν μόνο από φωτογραφίες. Όταν το ραδιογράφησε ο Καράκαλος, τον Ιούνιο του 1973, συμπληρώθηκαν αρκετά κενά και η συναρμολόγηση του μηχανισμού ήταν σχεδόν πλήρης.

Ο καθηγητής Πράις μπόρεσε ν” ολοκληρώσει τη μελέτη του και τελικά, το 1974, δημοσίευσε το περίφημο σύγγραμμα του για το όργανο αυτό, στο οποίο εξιστορείται όλη η προσπάθεια που καταβλήθηκε για την κατανόηση της χρήσης του και την αποκατάσταση των τμημάτων του.


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

Τι είναι τελικά αυτός ο πολύπλοκος μηχανισμός το διευκρινίζει ο ίδιος ο επιστήμονας που τον ανέλυσε:

«Όπως θ” αποδειχθεί στην τεχνική ανάλυση που ακολουθεί, ο μηχανισμός μπορεί πια να θεωρηθεί ως ημερολογιακό υπολογιστικό μηχάνημα του Ήλιου και της Σελήνης, που μπορεί να κατασκευάστηκε γύρω στο 87 π.Χ. και να χρησιμοποιήθηκε ένα δυο χρόνια, στη διάρκεια των οποίων του έγιναν αρκετές επισκευές. Ίσως να κατασκευάστηκε από μηχανικό που να είχε κάποια σχέση με τη σχολή του Ποσειδωνίου στη νήσο Ρόδο, και να βρέθηκε στο ναυάγιο του πλοίου που κατευθυνόταν για τη Ρώμη, περίπου την εποχή που ο Κικέρωνας επισκέφθηκε τη σχολή εκείνη, γύρω στα 78 π.Χ.

Το σχέδιο του μηχανισμού μοιάζει ν” ακολουθεί ακριβώς την παράδοση που είχε ξεκινήσει ο Αρχιμήδης στην κατασκευή των πλανηταρίων. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε στη σχολή της Ρόδου, μεταδόθηκε στο Ισλάμ, όπου κατασκευάστηκαν παρόμοια μηχανήματα με οδοντωτούς τροχούς και τελικά άνθησε στον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα με την παράδοση των μεγάλων αστρονομικών ρολογιών και συναφών μηχανικών οργάνων, που υπήρξαν ζωτικά για τη μεταγενέστερη επιστημονική και βιομηχανική επανάσταση.

Η πιο εντυπωσιακή ίσως πλευρά του μηχανισμού είναι το ότι περιέχει το πολύ περίπλοκο σύστημα ενός διαφορικού γραναζιού που δέχεται δυο διαφορετικές περιστροφές και θα πρέπει να υποθέσουμε πως ένα τέτοιο περίπλοκο σύστημα οδοντωτών τροχών είναι πολύ πιο χαρακτηριστικό του υψηλού επιπέδου της ελληνορωμαϊκής μηχανικής απ” όσο νομιζόταν μέχρι τώρα με βάση μόνο τα κείμενα που υπάρχουν.

Έτσι, το περίεργο αυτό τεχνούργημα, το αρχαιότερο δείγμα επιστημονικής τεχνολογίας που διαθέτουμε, μοναδικό περίπλοκο μηχανικό όργανο που διασώθηκε από την αρχαιότητα, αλλάζει ριζικά τις απόψεις μας σχετικά με τους Έλληνες και φανερώνει μια πολύ μεγαλύτερη συνοχή στην ιστορική εξέλιξη ενός από τους σημαντικότερους επιστημονικούς κλάδους που οδήγησαν στη δημιουργία του σύγχρονου πο­λιτισμού μας».

Στο σημείο αυτό ίσως θα “ταν σκόπιμο να αναφερθεί η άποψη του Άρθουρ Κλαρκ, ενός άλλου επιστήμονα σκεπτικιστή και πασίγνωστου συγγραφέα επιστημονικών και λογοτεχνικών έργων, που ως μηχανικός παρατηρεί τα εξής:

«Ο θρύλος του μηχανισμού των Αντικυθήρων είναι από εκείνους για τους οποίους νιώθω πως έχω κι εγώ τη δική μου ανάμειξη, για πολλούς και διάφορους λόγους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έφερα τον Πράις σ” επαφή με τον Ντένις Φλάναγκαν, εκδότη του περιοδικού Scientific Ame­rican, ο οποίος τον έπεισε να γράψει το άρθρο που για πρώτη φορά παρουσίαζε στον πολύ κόσμο αυτή την καταπληκτική συσκευή.

Αλλά και στα επόμενα χρόνια δεν έπαψα να πιέζω τον Πράις να ολοκληρώσει την έρευνα του, που τελικά είδε το φως της δημοσιότητας το 1974 με την εργασία του: «Μηχανισμοί από τους Αρχαίους Έλληνες». Το1965 επίσης έκλεψα λίγο χρόνο από τις σκοτούρες του Συνεδρίου της Διεθνούς Αστροναυτικής Ομοσπονδίας για να επισκεφθώ το Εθνικό Αρχαιολο­γικό Μουσείο της Αθήνας και να περιεργαστώ με τα ίδια μου τα μάτια τα διαβρωμένα από την αρμύρα κομμάτια που βρίσκονταν στον πάτο ενός άδειου κουτιού πούρων και αργότερα έγραφα:

«Συγκλονιστική είναι η εμπειρία από το κοίταγμα αυτού του κειμηλίου. Όσο κι αν είναι συνήθως μάταιοι και άκαρποι οι συλλογισμοί του τύπου »τι κι αν»… ο μηχανισμός των Αντικυθήρων σπρώχνει ωστόσο τον άνθρωπο σε τέτοιου είδους εικασίες» Αν και πέρασαν πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια, ο μηχανισμός αυτός εκπρο­σωπεί ένα επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης, που η δική μας τεχνολογία δεν κατόρθωσε να φτάσει παρά μόνον το 18ο αιώνα. Δυστυχώς, αυτός ο περί­φημος μηχανισμός περιέγραφε απλώς τις προφανείς κινήσεις των πλανητών. Δε βοηθούσε στην ερμηνεία τους».

Και καταλήγει ο Άρθουρ Κλαρκ με μια παρατήρηση που έχει μεγάλη σημασία:

«Με τα πολύ πιο απλά όργανα των επικλινών επιπέδων των εκκρεμών και των βαρών που πέφτουν ο Γαλιλαίος έδειξε το δρόμο για την κατανόηση τους και στο σύγχρονο κόσμο. Αν η διορατικότητα των Ελλήνων συμβάδιζε με την ιδιοφυΐα τους, τότε ίσως και η βιομηχανική επανάσταση να άρχιζε χίλια χρόνια πριν από τον Κολόμβο. Και στην εποχή μας τότε δε θα προσπαθούσαμε να περιφερόμαστε απλώς γύρω από τη Σελήνη, αλλά θα είχαμε φτάσει και σε άλλους κοντινούς πλανήτες».

Η δήλωση αυτή από τον σκεπτικιστή Άρθουρ Κλαρκ είναι για μας συγκλο­νιστική, δίνει μια νέα διάσταση στο θέμα της τεχνολογικής εξέλιξης, έτσι όπως τη γνωρίζουμε μέσα από διάφορα κείμενα που έχουν διασωθεί και τονίζει το γεγονός ότι η πτώση του Ελληνικού κόσμου υπήρξε ένα θανατηφόρο χτύπημα στην εξέλιξη αυτή.


ΑΠΟ ΤΙ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ

Από το σπανιότατο αυτό επιστημονικό όργανο, μετά από πολλές απροσεξίες, περιπέτειες και παραλείψεις, διασώθηκαν τελικά τέσσερα τμήματα, τα οποία μπορεί να δει σήμερα ο επισκέπτης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας τοποθετημένα σε διαφανές πλεξιγκλάς. Ο Πράις για διευκόλυνση της έρευνας χαρακτήρισε τα τμήματα αυτά με τα γράμματα a, b, c, d, στην εξαντλητική μελέτη και έρευνα των οποίων αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας του (37 σελίδες σε σύνολο 70 σελίδων).

Στο τμήμα της εργασίας του που έχει υπότιτλο, »Πλαίσιο, γενική κατασκευή και ωρολογιακός μηχανισμός», μελετά κατά σειρά τους δίσκους της πίσω επιφάνειας (δίσκους του Ζωδιακού), τον μπροστινό δίσκο (του Ηλιακού μηχανισμού), τη διάταξη των πλακών και των εξαρτημάτων του μηχανισμού σε βάθος, τις πλάκες των θυρίδων, το γενικό προσανατολισμό και τη χρήση του μηχανισμού, την ακρίβεια στον υπολογισμό των δοντιών των γραναζιών, κάνει περιγραφή των γραναζιών και των συνδέσεων μεταξύ τους.

Και, τέλος, περιγράφει και αναλύει τις επιγραφές που υπήρχαν σ” όλες τις επιφάνειες του ξύλινου πλαισίου του μηχανισμού. Σε όλα αυτά, ή περίπου σ” όλα, θα αναφερθούμε εδώ με γενικές περιγραφές, αφού η εξειδικευμένη παρουσίαση όλων των τμημάτων του οργάνου προϋποθέτει γνώσεις μαθηματικών και αστρονομίας, άρα αποτελεί προνόμιο ειδικών επιστημόνων.

Α. Συναρμολόγηση των Τεσσάρων Τεμαχίων — Γενική περιγραφή

Είδαμε ότι κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο κιβώτιο που περιέβαλλε το μηχανισμό όταν αυτό έφτασε στην επιφάνεια μετά από 2.000 χρόνια πίστευαν ότι δεν αποτελούσε τίποτα παραπάνω από τα απομεινάρια ενός παράξενου χάλκινου αντικειμένου, το οποίο, έτσι όπως ήταν διαβρωμένο από την αλμύρα της θάλασσας και κομματιασμένο, δεν μπορούσε κανείς να καταλάβει για τι ακριβώς επρόκειτο.

Πολύ περισσότερο δεν μπορούσε κάποιος να φανταστεί ότι τα ασήμαντα αυτά υπολείμματα θα συγκροτούσαν στο μέλλον αυτό το περίεργο όργανο που ξαφνιάζει με την πολυπλοκότητα της χρήσης των 30 περίπου γραναζιών που διαθέτει, έτσι όπως διακρίνεται πλήρως αποκαταστημένο από τον Πράις. Όταν ανασύρθηκε το εύρημα και μεταφέρθηκε στο μουσείο μαζί με τα άλλα αποκτήματα της έρευνας, τα τέσσερα τμήματα ήσαν στη θέση τους, αφού διετηρείτο και ένα τμήμα του ξύλινου πλαισίου που το περιέβαλλε και το συγκρατούσε.

Αυτό το ξύλινο πλαίσιο, το οποίο περιείχε και κάποιες επιγραφές, λόγω άγνοιας -ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η πρώτη φορά που γινόταν παρόμοια αρχαιολογική έρευνα υποβρυχίως- συρρικνώθηκε και καταστράφηκε. Όταν άρχισαν οι ειδικοί να ασχολούνται με αυτό το εύρημα, έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι τα τέσσερα τμήματα που είχαν διασωθεί ταίριαζαν απολύτως μεταξύ τους, γεγονός που αποδεικνύει ότι αποτελούσαν ένα και το αυτό σύνολο.

Όπως σημειώνει ο Πράις, »Η πετυχημένη συναρμολόγηση των τεσσάρων τμημάτων επιβεβαιώνεται γιατί ταιριάζουν τόσο τα χρώματα και τα ίδια τα κομμάτια μεταξύ τους, όσο και η δομή του ωρολογιακού μηχανισμού». Σε μια ωραία γραμμική αναπαράσταση φαίνεται καθαρά αυτή η ταύτιση των τμημάτων, στην οποία διακρίνεται επίσης και τμήμα του ξύλινου πλαισίου που είχε διασωθεί. Από την αναδιάταξη των τεσσάρων υπολειμμάτων μπορούμε να σχηματίσουμε μια ιδέα για το πρωτότυπο σε γενικές λεπτομέρειες.

Αποτελείται από ένα κιβώτιο με διαβαθμισμένες πλάκες στο εξωτερικό του και έναν εξαιρετικά πολύπλοκο μηχανισμό στο εσωτερικό. Ο μηχανισμός αυτός αποτελείται από 30 οδοντωτούς τροχούς, που η διάμετρος τους ποικίλλει από τα 132 μέχρι τα 9 χιλιοστά. Οι οδοντωτοί αυτοί τροχοί εκινούντο με διαφορετική ταχύτητα ο καθένας και έμπαιναν σε κίνηση με τη βοήθεια ενός χειροκίνητου άξονα, που διαπερνούσε τις πλευρές του κιβωτίου και εν συνεχεία κινούσε τους δείκτες πάνω στις διαβαθμισμένες πλάκες στην εξωτερική επιφάνεια.

Τόσο οι διαβαθμισμένες πλάκες όσο και οι θυρίδες του κιβωτίου καλύπτονταν από επιγραφές στα Ελληνικά, που πρέπει να χρησίμευαν σαν οδηγίες για τη χρήση του μηχανισμού. Οι επιγραφές αυτές σώθηκαν μόνο εν μέρει και ανάμεσα τους μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά λέξεις όπως ΠΛΕΙΑΣ, ΛΤΡΑ, ΑΕΤΟΣ, ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ, ΤΑΥΡΟΣ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ΗΛΙΟΣ, ΔΙΔΥΜΟΙ, καθώς και ΠΑΧΩΝ, ΟΥΡΑΝΟΣ, ΕΣΠΕΡΙΑ, ΔΥΟΝΤΑΙ κ.α. Γύρω από το μεγάλο δίσκο υπάρχει δακτύλιος, επάνω σε μαθηματικές υποδιαιρέσεις του οποίου είναι γραμμένοι οι μήνες του έτους.

Σε άλλο δίσκο σημειώνεται η ετήσια κίνηση του Ήλιου μέσα στο ζωδιακό κύκλο, ενώ αλλού σημειώνεται η ετήσια κίνηση λαμπρών αστέρων και αστερισμών. Παραμένει όμως άγνωστο το νόημα πολλών άλλων υποδιαιρέσεων, αλλά και ο σκοπός πολλών συμπλεγμάτων των δίσκων. Υπήρχαν επιγραφές τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική πλευρά του ξύλινου πλαισίου, της θήκης δηλαδή που περιείχε το μηχανισμό. Η θήκη αυτή είχε ένα άνοιγμα στην μπροστινή πλευρά και δύο πίσω. Χρησίμευαν σαν πίνακες ενδείξεων και έφεραν και αυτές γράμματα.


Ο μπροστινός πίνακας έδειχνε τα σημεία του ζωδιακού κύκλου, και μια κινητή κλίμακα μετρήσεως σε δακτύλιο γύρω του έδειχνε τους μήνες. Άλλα σημεία έδειχναν τις ώρες ανατολής και δύσης των κυριότερων αστέρων. Το κατασκεύασμα και οι υποδιαιρέσεις του έδειχναν ότι είχε γίνει με βάση την αριθμητική θεωρία της Βαβυλωνιακής αστρονομίας, της εποχής που η Βαβυλώνα βρισκόταν υπό Ελληνική κυριαρχία, δηλαδή υπό την εξουσία των Σελευκιδών.

Άλλη μια ενδιαφέρουσα ένδειξη ήταν ότι το μηχάνημα δεν αποτελούσε ένα μουσειακό έκθεμα αλλά βρισκόταν σε χρήση, όπως διαπιστώνεται από εμφανή ίχνη δύο επισκευών, για εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικών με τις κινήσεις των αστέ­ρων, των αστερισμών, για την ανατολή και τη δύση τους, για τη σύμπτωση τους κ.λπ.

Β. Οι Δίσκοι της πίσω Επιφάνειας

Και στις δύο πλευρές του οργάνου υπάρχουν ομόκεντροι δίσκοι που αποτελούν τμήματα του μηχανισμού οι δίσκοι αυτοί έχουν σχέση μεταξύ τους και φέρουν ίχνη από επιγραφές. Δυστυχώς, εκτός από ελάχιστες, οι επιγραφές αυτές δεν μπορούν να διαβαστούν. Ο Πράις έκανε εξονυχιστική έρευνα στους δίσκους και στους δακτυλίους που φέρουν, στηριζόμενος σε ραδιοφωτογραφίες. Από όλους τους δίσκους ξεχωρίζουν οι δυο ομόκεντροι της μπροστινής επιφάνειας, που αποτελούν τμήμα του ηλιακού ρολογιού, και τα δυο ομόκεντρα ζεύγη της πίσω επιφάνειας που παρείχαν πληροφορίες για τις θέσεις του Ήλιου και της Σελήνης στο Ζωδιακό.

Γ. Ο Μπροστινός Δίσκος

Από τα τέσσερα τμήματα του μηχανισμού μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει αυτό που χαρακτηρίζεται ως τμήμα C και που έφερε τον μπροστινό ωρολογιακό δίσκο και το παράπηγμα. Μετά από διάφορους συσχετισμούς, ο Πράις υποθέτει ότι αυτή η πλευρά είχε στο κέντρο της το μεγάλο ωρολογιακό δίσκο και δυο τμήματα πάνω και κάτω από αυτόν. Από την ύπαρξη του παραπήγματος στο κάτω τμήμα υποθέτει ότι τούτο αποτελούσε τμήμα μιας μεγάλης επιγραφής, της οποίας το πάνω τμήμα περιείχε πιθανότατα την κύρια επιγραφή – ονομασία του μηχανισμού.

Με αυτό τον τρόπο η πλευρά αυτή διαμορφωνόταν ως εξής: κύρια επιγραφή (πάνω), ωρολογιακός δίσκος (κέντρο) και παράπηγμα (κάτω). Ο ωρολογιακός δίσκος αποτελείται από δυο δακτυλίους, τον εσωτερικό, που μάλλον ήταν σταθερός και ακίνητος και περιείχε το Ζωδιακό, και τον εξωτερικό, που ήταν περιστρεφόμενος. Και οι δυο έχουν υποδιαιρέσεις κατά διαστήματα μιας μοίρας και μεγαλύτερα ανά 30 μοίρες. Στον εσωτερικό δακτύλιο διακρίνεται καθαρά το όνομα ΧΥΛΑΙ (χηλαί, τα νύχια του Σκορπιού, δηλ. το ζώδιο του Ζυγού), ενώ στον εξωτερικό μπορούμε να δούμε καθαρά μόνο δυο γράμματα (ΠΑΡΘΕ)ΝΟ, (Υ).

Αναφερόμενος στα σημάδια των γραμμάτων που μόλις διακρίνονται, όπως ένα Ε στο ζώδιο του Σκορπιού και ένα (ύ στο αντίστοιχο της Παρθένου ο Πράις σημειώνει:

«Αυτά τα γράμματα του αλφαβήτου γραμμένα με τη σειρά γύρω στο Ζωδιακό Κύκλο, που φαίνεται πως ξεκινούν και τελειώνουν με τη Φθινοπωρινή Ισημερία, πρέπει ν” αποτελούν σχεδόν σίγουρα παραπομπές στις αντίστοιχες αράδες του κειμένου του παραπήγματος. Καθώς ο Ήλιος μπαίνει σε καθεμιά απ” τις χαραγμένες μοίρες του Ζωδιακού, το ημερολογιακό παράπηγμα αναφέρει τις ανατολές και τις δύσεις των σημαντικότερων φωτεινών αστεριών. 

Αυτή ακριβώς είναι η παράδοση των Ελληνικών αστρονομικών ημερολογίων της εποχής, αλλά δεν μπορούμε να προχωρήσουμε παραπέρα γιατί, δυστυχώς, δεν έχουμε την επιγραφή του παραπήγματος και τ” αντίστοιχα γράμματα του Ζωδιακού Κύκλου. Αυτά που υπάρχουν ήδη, αναφέρονται όλα σε γεγονότα λίγο πριν το θερινό ηλιοστάσιο, μόλις τρία τέταρτα του κύκλου και του ημερολογίου μακριά απ” τα διατηρημένα τμήματα των κύκλων με τις υποδιαιρέσεις».

Στον εξωτερικό δακτύλιο μπορεί να διαβάσει κανείς καθαρά τη λέξη ΠΑΧΩΝ, και λίγο πιο πέρα δυο γράμματα της λέξης ΠΑ(ΥΝΐ). Τόσο η λέξη ΠΑΧΩΝ όσο και η λέξη ΠΑΥΝΙ είναι ονόματα δύο συνεχιζόμενων μηνών του Ελληνοαιγυπτιακού έτους που εδιαιρείτο σε περιόδους 30 ημερών η καθεμιά και μια επαγόμενη περίοδο πέντε ημερών, χωρίς διορθώσεις για δίσεκτα έτη και άλλες ανωμαλίες. Ο Πράις τονίζει ότι αυτό το ημερολόγιο χάρη στην ευκρίνεια του χρησιμοποιόταν από όλους τους αστρονόμους.

Ανάμεσα στις ονομασίες ΠΑΧΩΝ και ΠΑΥΝΙ υπήρχε μια μικρή χαραγμένη γραμμή που μάλλον ήταν στην πραγματικότητα ένα καθοδηγητικό σημάδι που χαράχτηκε την ημερομηνία κατασκευής του μηχανισμού. Ο Πράις, βασιζόμενος στην παραπάνω ένδειξη και χρησιμοποιώντας έναν εκπληκτικό συλλογισμό, υπολόγισε ότι η χρονολογία κατασκευής του μηχανισμού ήταν το 87 π.Χ. Οι υποδιαιρεμένοι κύκλοι της μπροστινής ωρολογιακής πλάκας που αποτελούν τη μοναδική επιστημονικά υποδιαιρεμένη πλάκα που διασώθηκε από την αρχαιότητα έγιναν αντικείμενο ιδιαίτερων μετρήσεων για να διαπιστωθεί η ακρίβεια των υποδιαιρέσεων τους.

Εντύπωση προκάλεσε και ένα τυμπανοειδές αντικείμενο, που πιθανότατα ήταν τμήμα του ωρολογιακού μηχανισμού, ευρισκόμενο στο κέντρο του μπροστινού δίσκου, ίσως μια ωρολογιακή πλάκα που έδειχνε τη θέση της Σελήνης και γυρνούσε με το εσωτερικό ακραξόνιο στον άξονα Β. Μια άλλη πιθανότητα, με βάση την κατασκευή του, είναι να πρόκειται για ένα χειροστρόφαλο, δηλαδή μια μανιβέλα που ταίριαζε στον τετράγωνο άξονα που λείπει και έδινε κίνηση στο διαφορικό τροχό Α.


Αν συμβαίνει αυτό, το γωνιώδες υποστήριγμα και η τρύπα μπορεί να είναι τα κατάλοιπα ενός χερουλιού που διπλωνόταν. Ένας τέτοιος μηχανισμός μανιβέλας, συναρμολογημένος πάνω σ” ένα δίσκο, θα ήταν κάτι το καταπληκτικό για την εποχή εκείνη, αλλά μέσα σ” ένα τόσο εξαιρετικά περίπλοκο σύνολο γιατί να μην υπάρχει και μια τέτοια πιθανότητα.

Δ. Διάταξη των Πλακών και των Εξαρτημάτων του Μηχανισμού σε Βάθος

Αναφορικά με τη διάταξη των πλακών και των εξαρτημάτων του μηχανισμού σε βάθος, ο Πράις, αντλώντας στοιχεία από το πάχος των μπρούντζινων πλακών και κάποια ανάγλυφα γράμματα -τα οποία χρησίμευαν σαν γράμματα «κλειδιά»-, υποστηρίζει ότι αρχικά υπήρχαν δυο εντελώς ξεχωριστοί μηχανισμοί, ένας στην εμπρός πλάκα και ένας στην πίσω. Ο καθένας απ” αυτούς τους δυο μηχανισμούς θα πρέπει να ήταν ανεξάρτητος, χωρίς να χρειάζεται την υποστήριξη του ωρολογιακού δίσκου, που φαίνεται πως κι αυτός ήταν κινητός.

Οι δυο μηχανισμοί θα μπορούσαν έτσι να ενώνονται πλάτη με πλάτη και οι τροχοί και οι άξονες που διαπερνούσαν και τις δυο πλάκες θα μπορούσαν να ενώνονται με σφήνες και σύρτες και τετραγωνισμένα ακραξόνια. Τέλος, κάνοντας μια γενική αναθεώρηση των πλακών και των διαφόρων εξαρτημάτων ολόκληρου του μηχανισμού κατά βάθος ο Πράις καταλήγει ότι έχουμε τα εξής:

α) Πλάκα (ή πλάκες) μπροστινής θυρίδας

β) Μπροστινός ωρολογιακός δίσκος και πλάκες παραπήγματος

γ) Πλάκες – δείκτες Ήλιου και Σελήνης, ίσως επίσης σύστημα οδοντωτών τροχών πλανηταρίου, εφόσον μπορέσει ν” ανασυναρμολογηθεί συμπερασματικά.

δ) Διαφορικός τροχός Α και κινητήριο ακραξόνιο

ε) Κύριος κινητήριος τροχός στον άξονα Β

στ) Κύρια εμπρόσθια πλάκα

ζ) Κύρια οπίσθια πλάκα

η) Διαφορικός περιστροφικός μηχανισμός στον άξονα Ε

θ) Πίσω ωρολογιακός δίσκος

ι) Πλάκα (ή πλάκες) οπίσθιας θυρίδας

Ε. Γενικός Προσανατολισμός και Χρήση του Μηχανισμού

Στο τμήμα αυτό κύριο θέμα αποτελούν δυο τρία ιδιαίτερα στοιχεία» το πρώτο είναι η μελέτη και ανάλυση ενός τμήματος από τα υπολείμματα του μηχανισμού, το οποίο, σύμφωνα με τον Πράις, είναι η πόρτα που κάλυπτε μια από τις θυρίδες της πίσω επιφάνειας. Το ίδιο τμήμα στην εσωτερική του πλευρά φέρει επιγραφές κατατοπιστικές για τους κύκλους όπου βασίζεται ο μηχανισμός. Εξετάζεται επίσης μια πλάκα που φαίνεται ότι ήταν η πόρτα που σκέπαζε το δίσκο της μπροστινής επιφάνειας. Τελικά, για τη χρήση του μηχανισμού σημειώνει τα εξής:

»Ολόκληρο, λοιπόν, το όργανο πρέπει να κοιτάζεται με τον κάθετο αυτό προσανατολισμό. Θα πρέπει, δηλαδή, να το τοποθετούσαν οριζόντια πάνω σ” ένα τραπέζι και να κοίταζαν μια μια τις πλευρές του, ή να το κρατούσαν κάθετα σε τρόπο που να μπορούσαν ν” ανοίγουν ταυτόχρονα τις μπροστινές πόρτες και την πίσω πόρτα ή πόρτες. Πιστεύω πως η τελευταία περίπτωση είναι πιο κομψή και πιο πιθανή, αλλά δεν μπορούμε ν” αποκλείσουμε την πιθανότητα πως ολόκληρο το όργανο ήταν φορητό και μπορούσε να τοποθετείται πάνω σ” ένα τραπέζι και να περιστρέφεται ανάλογα.

Οι πόρτες είναι πολύ λεπτές και θα πρέπει να πρόσφεραν ελάχιστη προστασία στους εύθραυστους ωρολογιακούς δίσκους και δείκτες, εκτός αν ήταν ντυμένες με φύλλα ξύλου που όχι μόνο περιστρέφονται πιο εύκολα σε μεντεσέδες από μέταλλο, αλλά και προσφέρουν μεγαλύτερη προστασία. Αν το όργανο ήταν φορητό και χρησιμοποιόταν οριζόντια, θα μπορούσαμε σχεδόν σίγουρα να πούμε πως ολόκληρος ο μηχανισμός είχε σχεδιαστεί για να ρυθμίζεται μ” ένα χερούλι και τότε θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε σαφώς πως λειτουργούσε σαν αποδεικτικός υπολογιστής των ημερολογιακών κύκλων που βρίσκονται ενσωματωμένοι στους ωρολογιακούς δίσκους και τους οδοντωτούς τροχούς.

Αν, απεναντίας, πράγμα που μοιάζει πολύ πιο πιθανό, ολόκληρο το κουτί βρισκόταν μονταρισμένο πάνω σε κάποιο βάθρο σε κάθετη θέση, οι μπρος και πίσω πόρτες του θα μπορούσαν ν” ανοίγουν ταυτόχρονα και όλοι οι δίσκοι θα φαίνονταν μαζί με πολύ πιο εντυπωσιακό τρόπο. Επίσης, σ” αυτή την περίπτωση, μολονότι το μηχάνημα πάλι θα μπορούσε να έχει χερούλι και να λειτουργεί με τον τρόπο που περιγράψαμε πιο πάνω, θα μπορούσε να κινείται αυτόματα συνδέοντας τον άξονα του από τον κεντρικό τροχό μ” ένα υδραυλικό ρολόι, ίσως μ” έναν κοχλία που θα μετακινούσε ένα ένα τα γρανάζια κάθε μέρα».


Ίσως ακόμα ο άξονας, βγαίνοντας απ” τα πλευρά του κουτιού μπορούσε να κρύβεται σε κάποιο υποστήριγμα ολόκληρου του μηχανήματος. Ακολουθώντας περισσότερο το στιλ της εποχής, είναι πολύ πιθανό το μηχάνημα να ήταν μονταρισμένο πάνω στα χέρια κάποιου κατάλληλου αγάλματος, λόγου χάρη της Ουρανίας, ή και σε συνδυασμό δύο αγαλμάτων λόγου χάρη της Ουρανίας και του Άτλαντα. Ο κινητήριος άξονας θα μπορούσε να είναι κρυμμένος μέσα σ” ένα χέρι ή κάτω από τις πτυχές του χιτώνα του αγάλματος και να συνδέεται με την κλεψύδρα και το ανυψωτικό ρολόι, ίσως μαζί μ” ένα σύστημα γρύλου για να το ανεβοκατεβάζει.

Σ” αυτή την τελευταία περίπτωση, το μηχάνημα των Αντικυθήρων δε θα πρέπει να λειτουργούσε σαν υπολογιστής, αλλά ν” αποτελούσε μέρος των παραδοσιακών κομματιών που σχεδιάζονταν για να τοποθετούνται και να επιδεικνύονται σε κάποιο ναό ή σε ειδικά κτίρια, όπως τον Πύργο των Ανέμων. Έτσι, θα ταίριαζε απόλυτα με τη μεταγενέστερη ιστορία των περίπλοκων αστρονομικών ωρολογιακών μηχανισμών. Ίσως υπάρχει μια ελάχιστη πιθανότητα, ένα απ” τα αγάλματα του ναυαγίου των Αντικυθήρων να προοριζόταν για υποστήριγμα του μηχανήματος.

Ίσως αξίζει τον κόπο να σημειώσουμε πως, ακόμα κι αν ερμηνεύσουμε τα διάφορα διαθέσιμα στοιχεία με τρόπο που να παρουσιάσουμε το μηχάνημα των Αντικυθήρων σαν ένα μικρό φορητό υπολογιστή χειρός ημερολογιακών κύκλων, δεν πρέπει να έχει καμιά σχέση με τη ναυσιπλοΐα. Αποκλείεται να ήταν ναυτιλιακό όργανο, όπως ειπώθηκε συχνά, αλλά μάλλον κάποιο πολύτιμο καλλιτέχνημα που αποτελούσε μέρος του υπόλοιπου φορτίου.

ΣΤ. Τα Γρανάζια

Ένα αρκετά μεγάλο μέρος της εργασίας του Πράις αφορά, όπως ήταν φυσικό άλλωστε, την εξονυχιστική μελέτη των γραναζιών του μηχανισμού. Δυστυχώς αυτά τα τμήματα του οργάνου ήσαν και τα περισσότερο ευαίσθητα στη διάβρωση με αποτέλεσμα να έχουν γίνει ένα σώμα μεταξύ τους. Ήταν το δυσκολότερο τμήμα όλης της προσπάθειας του Πράις, αφού βασικό στοιχείο αποτελούσε τόσο η αρίθμηση των γραναζιών, όσο και η αρίθμηση των δοντιών κάθε οδοντωτού τροχού, πράγμα πολύ δύσκολο ακόμα και με τις ραδιογραφίες που έκανε ο Χαρ. Καράκαλος. Μοιραία, λοιπόν, οι σχετικές μετρήσεις έχουν κάποια πιθανότητα λάθους.

Όπως σημειώνει, »Από όπου υπάρχει κάποιο σχετικά μεγάλο τμήμα οδοντωτού τροχού που να μπορούν να μετρηθούν σωστά τα δόντια του είτε με γυμνό μάτι είτε με τις ραδιογραφίες, μπορεί κανείς να υπολογίσει και το συνολικό αριθμό δοντιών σ” όλο τον τροχό. Ακόμη όμως, και σ” αυτή την περίπτωση, υπάρχουν δυο πιθανές πηγές λάθους: δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ολόκληρος ο αρχικός οδοντωτός τροχός ήταν ομοιόμορφα υποδιαιρεμένος σε δοντάκια και σε μερικές περιπτώσεις δεν μπορούμε να εντοπίσουμε ακριβώς το κέντρο και κατά συνέπεια δεν ξέρουμε ποια είναι η συνολική περιφέρεια κύκλου που πρέπει να υπολογίσουμε».

Ένας οδοντωτός τροχός είναι πιθανό να έχει υποδιαιρεθεί ανόμοια, είτε από λάθος είτε σκοπίμως, και αν έχει συμβεί το δεύτερο, μπορεί αυτό το γεγονός να είναι ακόμη πιο παραπλανητικό. Μπορεί επίσης να υπάρχει λάθος στον εντοπισμό του κέντρου των γραναζιών, επειδή τα ακραξόνια, πάνω στα οποία ήσαν μονταρισμένα, έχουν υποστεί διάβρωση. Τέλος, μπορεί να υπάρχει λάθος στον προσδιορισμό της ακτίνας ενός γραναζιού εξαιτίας της φθοράς που έχουν υποστεί τα δόντια.

Φυσικά, μπορεί να συμβαίνει και κάτι άλλο που δεν είμαστε σε θέση να το προσδιορίσουμε, παρά το γεγονός ότι οι ραδιογραφίες του Χαρ. Καράκαλου υπήρξαν οι καλύτερες έως τότε. Εξετάζοντας λεπτομερειακά τα γρανάζια, που χαρακτήρισε με τα γράμματα Α, Β1-Β2-Β3-Β4, C1-C2, D1-D2, Ε1-Ε2-Ε3-Ε4-Ε5, F1-F2, G1-G2, Η1-Η2,1, J, K1-K2, L1-L2, Μ1-Μ2, Ν, 01-02, ο Πράις, δίνει πολλές πληροφορίες από τις οποίες παραθέτω τις πιο σημαντικές. Το γρανάζι Β1 είναι ο βασικός κινητήριος τροχός και διατηρείται σχεδόν ανέπαφο. Σύμφωνα με τις μετρήσεις του Καράκαλου, ο αριθμός των δοντιών του κυμαίνεται από 223 έως 226.

Όπως σημειώνει: Αυτός ο κύριος οδοντωτός τροχός παρουσιάζει σαφή αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη κάποιας υπερκατασκευής συναρμολογημένης από πάνω του Β. Το γρανάζι Β2 έχει 65 δόντια, ενώ τα γρανάζια Β3 και Β4 δεν είναι ορατά παρά μόνο στις ραδιογραφίες και ο Καράκαλος μέτρησε σ” αυτά 32 δόντια. Τα γρανάζια C1 και C2 έχουν αντίστοιχα 38 και 48 δόντια βάσει των μετρήσεων του Καράκαλου, το D1 είναι ένας μικρός οδοντωτός τροχός των 22 δοντιών, και το D2 έχει 127 δόντια, που είναι η ιδανική παράμετρος που χρειάζεται για να δώσει 254 αστρικές περιστροφές της Σελήνης σε 19 Ηλιακά χρόνια».

Τα γρανάζια Ε1-Ε2, Ε3-Ε4, F1-F2, GI-G2, Η1-Η2 αποτελούν ζεύγη γραναζιών που εκτελούν ειδικές εργασίες, είναι μικρού μεγέθους και έχουν μικρό αριθμό δοντιών. Το γρανάζι Ε5 είναι κατά κάποιον τρόπο συνδετικό άλλων, το γρανάζι Ι έχει χαραγμένο επάνω του έναν κύκλο χωρίς υποδιαιρέσεις, που πάνω του διακρίνεται το γράμμα Η, και το γρανάζι J χαρακτηρίζεται από τον Πράις ως γρανάζι «φάντασμα» αφού δεν υπάρχει, αλλά η παρουσία του προκύπτει κατόπιν συμπερασμάτων.

Ζεύγη αποτελούν και τα γρανάζια Κ1-Κ2, L1-L2, Μ1-Μ2, Ο1-Ο2, ενώ το γρανάζι Ν εμφανίζεται ως μια συμπαγής μάζα, που από τις ραδιογραφίες προκύπτει ότι πιθανότατα είναι δυο γρανάζια κολλημένα μαζί. Είναι ενδιαφέρον να τονιστεί το γεγονός ότι στο τμήμα που ο Πράις τιτλοφορεί «Περιγραφή της σύνδεσης των γραναζιών», και όπου αναλύει τις σχέσεις όλων των γραναζιών του μηχανισμού μεταξύ τους και αναφορικά προς το τελικό αποτέλεσμα, κάνει αναφορά σε δυο άλλους μηχανισμούς.


Γράφει: »Νομίζω πως αξίζει τον κόπο να συγκρίνουμε τις αναλογίες των γραναζιών που χρησιμοποιούνται εδώ με τις αναλογίες των μοναδικών άλλων δειγμάτων που αναφέρονται στο κείμενο του Αλ-Μπιρουνί (1000 μ.Χ.) και ενός οδοντωτού ημερολογίου ενσωματωμένου στον αστρολάβο που τώρα βρίσκεται στο Μουσείο Ιστορίας των Επιστημών της Οξφόρδης και που κατασκεύασε ο Muhammad b. Abl Bakr στα 1221 / 1222 μ.Χ.»

Και τους δυο αυτούς Μουσουλμάνους επιστήμονες θα συναντήσουμε στη συνέχεια και θα μιλήσουμε εκτεταμένα για το έργο τους εδώ σημασία έχει η αναφορά του Πράις στις εργασίες τους, που δημιουργούν την εντύπωση ότι η παράδοση της κατασκευής μηχανισμών με γρανάζια συνεχίστηκε, 1000 χρόνια μετά την παρουσία του υπολογιστή των Αντικυθήρων, από τους Άραβες. Μοιραία τίθεται ένα ουσιαστικό ερώτημα: ανάμεσα στο μηχανισμό των Αντικυθήρων και το κείμενο του Αλ-Μπιρουνί, που περιγράφει ένα μηχανισμό με γρανάζια επίσης, δεν υπήρξε άλλος μηχανισμός; Ο Πράις σημειώνει πολύ ουσιαστικά:

«Και στις δυο περιπτώσεις πάντως, υπάρχουν συστήματα οδοντωτών τροχών που παράγουν ημερολογιακές αναλογίες μηνών και ετών που μπορούν να συγκριθούν με εκείνες του μηχανισμού των Αντικυθήρων και σε μια περίπτωση μάλιστα χρησιμοποιείται και ο Μετονικός κύκλος, μολονότι με πολύ πιο απλό τρόπο. Είναι σχεδόν ολοφάνερο πως η παράδοση των οδοντωτών ωρολογιακών μηχανισμών συνεχίστηκε από την ελληνορωμαϊκή εποχή μέχρι το Ισλάμ, μολονότι δεν υπάρχουν άλλα γνωστά κείμενα σήμερα σχετικά με αυτό. Πάντως τα σχετικά αραβικά κείμενα δεν έχουν τύχη μεγάλης δημοσιότητας και δεν αποκλείεται στο μέλλον ν” ανακαλυφθούν μεγαλύτερες σχέσεις με τον υπολογιστή των Αντικυθήρων».

Σ το σημείο αυτό ο λαμπρός επιστήμονας είναι προφητικός: όλα όσα γράφει και υποστηρίζει θα έρθουν στην επιφάνεια οκτώ χρόνια αργότερα, το 1983, όταν στο Μουσείο Επιστημών του Λονδίνου θα εμφανιστεί κάποιος που θα πουλήσει τέσσερα υπολείμματα ενός μηχανισμού που είχε αγοράσει στο Λίβανο. Το όλο θέμα της μελέτης, έρευνας και ανακατασκευής αυτού του οργάνου, που ονομάστηκε «Βυζαντινό όργανο», ανέλαβαν οι Βρετανοί επιστήμονες Τζ. Φιλντ και Μ. Ράιτ, που απέδειξαν ότι ήταν ο απευθείας απόγονος του υπολογιστή των Αντικυθήρων.

Έτσι ανακαλύφθηκε ο »χαμένος κρίκος» ανάμεσα στο μηχανισμό των Αντικυθήρων και το κείμενο του Αλ-Μπιρουνί. Στη διάρκεια αυτής της έρευνας ήρθαν στο φως τα έργα των Αράβων επιστημόνων και φιλολόγων και έγιναν αντικείμενο εκτενέστερης μελέτης. Τελευταίες σημαντικές πληροφορίες στο θέμα των γραναζιών είναι όσα γράφει ο Πράις για το πολύ σημαντικό διαφορικό γρανάζι, το οποίο είτε προσθέτει τις περιστροφές του Ήλιου σ” εκείνες των συνοδικών φαινομένων και δίνει τις περιστροφές της Σελήνης, είτε αφαιρεί τις περιστροφές του Ήλιου από εκείνες της Σελήνης και δίνει τους κύκλους των συνοδικών μηνών. Πιο αναλυτικά σημειώνει:

«Η διαφορική περιστροφική πλάκα είναι σίγουρα το πιο θεαματικό μηχανικό στοιχείο του μηχανήματος των Αντικυθήρων, γιατί είναι εξαιρετικά περίπλοκη και γιατί δεν υπάρχει παρόμοιο προηγούμενο. Αφού βρίσκεται στη μια πλευρά της κεντρικής γραμμής της πίσω πλευράς της κύριας πλάκας και έχει από πάνω της δυο ωρολογιακούς δίσκους -επιβεβαιωμένους από τα κομμάτια που έχουν διασωθεί- χωρίς κανένα κενό ανάμεσα τους, είναι αδύνατον αυτή η περιστροφική πλάκα να είναι απλώς ένας μηχανισμός επίδειξης με επικυκλικούς ίσως οδοντωτούς τροχούς που να δείχνουν τις κινήσεις των πλανητών. 

Δεν υπάρχει καθόλου χώρος για μια τέτοια διάταξη, και η περιστροφική πλάκα καθώς και οι ωρολογιακοί δίσκοι έχουν διατηρηθεί αρκετά καλά πολύ κοντά στις αρχικές τους θέσεις. Επί πλέον, φαίνεται να υπάρχουν αρκετά γρανάζια για να δίνουν στην περιστροφική πλάκα δυο (αντίστροφες) εισόδους για την ηλιακή και τη σεληνιακή αστρική περιστροφή αντίστοιχα, και μια έξοδο που εύκολα μπορεί να ερμηνευτεί σαν την έξοδο που έπρεπε να τροφοδοτείται από μια τέτοια διάταξη των διαφορικών γραναζιών. 

Έτσι, μολονότι πρέπει κανείς να υποθέσει την ύπαρξη του γραναζιού J -που τώρα δεν υπάρχει- φαίνεται πως είναι αρκετά σίγουρο να ερμηνεύσουμε τη δομή του συστήματος μ” αυτό τον τρόπο. Από τη γραμμική αναπαράσταση είναι φανερό πως η περιστροφική διαφορική πλάκα πρέπει να γυρνά μ” ένα ρυθμό που να ισοδυναμεί με το μισό της διαφοράς (δηλαδή, το μισό του αλγεβρικού αθροίσματος) των δύο εισόδων της. Σ” αυτή την περίπτωση, η έξοδος θα είναι το μισό των 254-19 = 235 συνοδικών περιστροφών της Σελήνης που πραγματοποιούνται στη διάρκεια του Μετονικού κύκλου των 19 ετών».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον