Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ
τη Χούντα των Συνταγματαρχών ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ το 1967. 
Αξιωματικοί του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, και συμμετοχή του ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού και του συνταγματάρχη Νικολάου Μακαρέζου κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα.

Με την ονομασία Χούντα των Συνταγματαρχών ή Δικτατορία των Συνταγματαρχών, ή απλούστερα εκ του διεθνούς ισπανικού και λατινοαμερικάνικου όρου Χούντα καθιερώθηκε να χαρακτηρίζεται η περίοδος της δικτατορίας στην Ελλάδα που επικράτησε μετά το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών στις 21 Απριλίου 1967. Η περίοδος αυτή κράτησε μέχρι τις 23 Ιουλίου 1974, δηλαδή "επτά χρόνια" (οι οκτώ τελευταίοι μήνες της οποίας είναι γνωστοί και ως Χούντα του Ιωαννίδη) εξ ου και η περίοδος αυτή αποκαλείται "επταετία".

Όσον αφορά την ονομασία αυτή φέρεται να υιοθετήθηκε από τους Έλληνες δημοσιογράφους, ως ορολογία της διεθνούς ειδησεογραφίας στην οποία με την ονομασία "Χούντα των Συνταγματαρχών" είχε καθιερωθεί να ονομάζεται το πραξικόπημα και η Χούντα που είχε επιβάλει το 1952 ο Νάσερ στην Αίγυπτο. Σε εκείνη συμμετείχαν πράγματι μόνο συνταγματάρχες, οι αυτοκληθέντες "Ελεύθεροι Αξιωματικοί".

Στη διάρκεια της επταετίας σχηματίστηκαν τέσσερις δικτατορικές κυβερνήσεις: η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κόλλια 1967, η Κυβέρνηση Γεωργίου Παπαδόπουλου 1967, η Κυβέρνηση Σπύρου Μαρκεζίνη 1973, η Κυβέρνηση Αδαμαντίου Ανδρουτσόπουλου 1973.
Στις 24 Ιουλίου 1974, αδυνατώντας η τελευταία κυβέρνηση να χειριστεί τα εξ υπαιτιότητάς της γεγονότα της Κύπρου, (απόπειρα δολοφονίας Μακαρίου Γ΄, το πραξικόπημα της Κύπρου και τον Αττίλα Ι), ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, προσκάλεσε από το εξωτερικό και διόρισε πρωθυπουργό τον Κ. Καραμανλή ο οποίος και ανέλαβε την λεγόμενη Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.

Ιστορικό πλαίσιο
Η ελληνική δικτατορία 1967-1974 θεωρείται διεθνώς ένα ακόμα επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, στην μάχη μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να προσεταιριστεί έθνη στη πολιτική σφαίρα επιρροής της, ενισχύοντας φιλοσοβιετικές και φιλοκομμουνιστικές ομάδες, συχνά οδηγούσε σε αντίδραση από τη μεριά των Δυτικών και κυρίως των Αμερικανών που ήταν επικεφαλής του δυτικού συνασπισμού σε όμοιες αντίστοιχες ενέργειες.

Στο εσωτερικό των χωρών, στις πιο βίαιες περιπτώσεις, αυτή η μάχη κατέληγε είτε σε πλήρη επικράτηση των κομμουνιστών, όπως στο Βιετνάμ/Καμπότζη, ή σε στρατιωτική δικτατορία των πιο ακραίων δυτικόφιλων εθνικιστών (Χιλή, Αργεντινή). Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως και στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, οι στρατιωτικοί ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν αυτό που εκλάμβαναν ως κομμουνιστικό κίνδυνο με περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών και εγκαθίδρυση δικτατοριών. Σε αυτήν την δράση τους είχαν συχνά την σιωπηρή ανοχή έως και σε μερικές περιπτώσεις, την ανοιχτή συμπαράσταση της Δύσης και κυρίως των ΗΠΑ μέχρι ακόμα και την ωμή παρέμβαση της CIA και των παραγόντων της.

Κατά τον Σάμιουελ Χάντιγκτον η ελληνική δικτατορία δεν πρέπει να αναλύεται ως ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά ως μέρος ενός παγκόσμιου παιχνιδιού, μέρος ενός κύματος δικτατοριών. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας στο βιβλίο The Third Wave, με πολλές αναφορές στην ελληνική δικτατορία και μεταπολίτευση, ο κόσμος έχει περάσει τρία κύματα αποσταθεροποίησης και δημοκρατικοποίησης. Η Ελλάδα βρέθηκε στο τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού, την περίοδο του 70-80 μαζί με άλλες χώρες όπως οι προαναφερθείσες Ισπανία, Πορτογαλία αλλά και οι Βραζιλία, Παναμάς, Γρενάδα κ.ά..

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου
Στις 21 Απριλίου του 1967 και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, αξιωματικοί του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, και συμμετοχή του ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού και του συνταγματάρχη Νικολάου Μακαρέζου κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα.

Έχοντας εξασφαλίσει περίπου 100 τεθωρακισμένα στην περιοχή της πρωτεύουσας, οι πραξικοπηματίες κινήθηκαν τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου και κατέλαβαν αρχικά το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Στη συνέχεια έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο έκτακτης ανάγκης του ΝΑΤΟ με κωδικό Σχέδιο Προμηθεύς, με αποτέλεσμα να κινητοποιηθούν όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής. Το συγκεκριμένο σχέδιο προορίζονταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού. Ο έμπιστος του βασιλιά αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού στρατηγός Γρηγόριος Σπαντιδάκης αντικαταστάθηκε από τον Οδυσσέα Αγγελή. Ο Αγγελής κάνοντας χρήση του νέου του αξιώματος έδωσε εντολή στο Γ΄ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το Σχέδιο Προμηθεύς σε όλη τη χώρα.
Η μοναδική προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί εγκαίρως το πραξικόπημα ήταν από την πλευρά κυρίως του υπουργού Δημόσιας Τάξης Γεωργίου Ράλλη ο οποίος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη για να κινητοποιήσει το Γ' Σώμα Στρατού (Θεσσαλονίκη). Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο Προμηθεύς είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να αγνοήσει το σήμα του Ράλλη.

Σχέσεις Χούντας-ΗΠΑ
Οι Η.Π.Α. εφάρμοσαν την τακτική της realpolitik ως προς τις σχέσεις τους με το νέο καθεστώς. Έτειναν να αποδέχονται ως τετελεσμένο γεγονός τη δικτατορία επικαλούμενοι διάφορα εκλογικευτικά επιχειρήματα: ο απλός κόσμος της ελληνικής υπαίθρου και των αστικών κέντρων δεν έρχόταν σε ευθεία ρήξη με το καθεστώς. Γενικά η απουσία κάποιου ισχυρού αντιπολιτευτικού κινήματος στο εσωτερικό, η εκ μέρους της οικονομικής ολιγαρχίας του τόπου, υποστήριξης του καθεστώτος και οι διακηρύξεις της Χούντας για την πρόωθηση μέτρων εκδημοκρατισμού λειτουργούσαν αποτρεπτικά για την Αμερικανική πλευρά. Το κλειδί για την κατανόηση της αμερικανικής στάσης «βρίσκεται στο γεγονός της φιλοατλαντικής στάσης της ηγεσίας της χούντας». Απαιτούσε λεπτό χειρισμό η δημόσια στάση που θα εκδήλωναν οι Η.Π.Α. με δεδομένη την αντίδραση της φιλελεύθερης πτέρυγας των Δημοκρατικών. Αρχικά ο Ντιν Ράσκ απέτρεψε την έκφραση λύπης της Ουάσινγκτον για το πραξικόπημα. Στη συνέχεια άσκησε διακριτική πίεση για την ασφάλεια του Ανδρέα Παπανδρέου, δια μέσου του αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα ασκήθηκε πίεση για την προώθηση όχι άμεσα μα το ταχύτερο δυνατόν ελευθεριών και, τέλος υιoθέτησε την πρόταση του Τάλμποτ να ανασταλεί η αποστολή βαρέων όπλων στο πλαίσιο του Military Assistance Program. Τον Ιούλιο του 1967 η Αμερικανική πλευρά και συγκεκριμένα ο Ντιν Ράσκ,ο Υπουργός των Εξωτερικών των Η.Π.Α., εισηγήθηκε την μερική άρση του αποκλεισμού αποστολής βαρέων όπλων, χωρίς να αρθεί πλήρως. Είχε προηγηθεί η συνεργασία του καθεστώτος στον Πόλεμο των Έξι Ημερών με το να επιτρέψει τη χρήση των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Όταν εκδηλώθηκε το κίνημα του βασιλιά Κωνσταντίνου οι Αμερικανοί κράτησαν ουδέτερη στάση, αν και σε επίπεδο κορυφής προσδοκούσαν στην επικράτηση του βασιλιά, με τις δικές του όμως δυνάμεις, και χωρίς τη δική τους βοήθεια. Η αποχώρησή του στο εξωτερικό δημιουργούσε στις Η.Π.Α. ένα ζήτημα: στερούνταν ένα βασικό επιχείρημα, λόγω της παρουσίας του για μη αναγνώριση του καθεστώτος. Τελικά, στις 23 Ιανουαρίου 1968 ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον έστειλε επιστολή στο καθεστώς της Αθήνας αποκαθιστώντας πλήρως τις μεταξύ τους σχέσεις.



Η αποπομπή από την Ευρώπη
Η εσωστρέφεια της πολιτικής ζωής τα χρόνια που προηγήθηκαν της δικτατορίας είχε ωθήσει στο περιθώριο όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με τη Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδος-ΕΟΚ, η οποία προέβλεπε τη μεθοδευμένη και σταδιακή ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή και απαιτούσε δραστικές προσαρμογές σε διοικητικούς μηχανισμούς, οικονομικούς θεσμούς και δομές της χώρας. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας μόνο οι υποχρεώσεις που είχαν σχέση με το μέρος της Συμφωνίας που αφορούσε την τελωνειακή ένωση εφαρμόστηκαν. Η Ελλάδα και η Κοινότητα προσκολλήθηκαν στα συμφωνημένα χρονοδιαγράμματα για την εξάλειψη των δασμών. Όλοι οι άλλοι όροι, όπως αγροτική εναρμόνιση, και οικονομική βοήθεια, είχαν «παγώσει». Αυτή η επιλεκτική εφαρμογή της Συμφωνίας Σύνδεσης άλλαξε κατά έναν τρόπο την ισορροπία των μειονεκτημάτων και πλεονεκτημάτων υπέρ της Κοινότητας. Με τη δικτατορία, οι σχέσεις της Ελλάδος και της Ευρώπης περιήλθαν σε μια κατάσταση, όπως την αποκαλεί ο καθηγητής Πάνος Καζάκος, ελεγχόμενης κρίσης.

Υπό την πίεση κυρίως των σκανδιναβικών κυβερνήσεων -η πρωτοβουλία είχε δρομολογηθεί από τις αρχές του 1969 από τον Ολλανδό αντιπρόσωπο Μαξ Βαν Ντερ Στουλ - η Ελλάδα (μετά από προτροπή της Βρετανίας) αποχώρησε από το Συμβούλιο της Ευρώπης τον Δεκέμβριο του 1969 για να προλάβει καταδίκη της για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το τέλος της Χούντας
Η περίοδος της δικτατορίας δημοσιογραφικά φέρεται να τελείωσε όταν η Χούντα του Ιωαννίδη "κατέρρευσε" στις 24 Ιουλίου του 1974 κάτω από το βάρος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, παρόλο που η στρατιωτική ηγεσία παρέμεινε στη θέση της σχεδόν μέχρι το τέλος του έτους. Η εισβολή στην Κύπρο ξεκίνησε τέσσερις ημέρες νωρίτερα (στις 20 Ιουλίου 1974) και αποτέλεσε παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και της Συνθήκης Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι γνωστή με την ονομασία Αττίλας Ι που όμως είχε επέλθει κατάπαυση πυρός. Η Χούντα, που είχε την ευθύνη για την προάσπιση του νησιού, δεν αντέδρασε όπως θα έπρεπε, παραπλανημένη από τις διαβεβαιώσεις των Αμερικανών με αποτέλεσμα στην κατάληψη του 40% των εδαφών του νησιού.

Την 24η Ιουλίου έφθασε στην Αθήνα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με το προεδρικό αεροπλάνο της γαλλικής Προεδρίας, το οποίο έθεσε στη διάθεση του ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εσταίν. Το βόρειο τμήμα της Κύπρου (36,4% του εδάφους της) που μέχρι σήμερα βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή, καταλήφθηκε με τον Αττίλα ΙΙ ο οποίος ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου του 1974, δηλαδή 20 ημέρες μετά, αφότου είχε αναλάβει η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και που ολοκληρώθηκε πέντε ημέρες αργότερα. Οι πραξικοπηματίες αφού τιμήθηκαν προαχθέντες όπως π.χ. ο Δ. Ιωαννίδης που προήχθη σε υποστράτηγο, από τον υπουργό Ε. Αβέρωφ, αργότερα συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη για τη δράση τους στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Η ένοπλη κατάληψη της εξουσίας στις 21 Απριλίου και η περίοδος μέχρι και τις 24 Ιουλίου 1973 χαρακτηρίστηκε στιγμιαίο αδίκημα. Επίσης δεν ασκήθηκε δίωξη για την απόπειρα κατά της ζωής του Μακαρίου και το πραξικόπημα που ακολούθησε στην Κύπρο, με συμμετοχή Ελλήνων αξιωματικών που οδήγησαν τη χώρα σε κίνδυνο πολέμου, αλλά ούτε και ανοίχθηκε ο "Φάκελος της Κύπρου".

Σκάνδαλα και διαφθορά
Η επταετία της Χούντας σημαδεύτηκε από σκάνδαλα και πολλές περιπτώσεις χρηματισμού και ευνοιοκρατίας. Τα πιο γνωστά είναι το σκάνδαλο με τα λεγόμενα θαλασσοδάνεια του συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά που έμεινε κοροϊδευτικά στην ιστορία ως ο κύριος καθαρά χέρια, το σκάνδαλο με τα σάπια κρέατα του συνταγματάρχη Μπαλόπουλου και οι τεράστιες χρηματικές δαπάνες για τους κοσμικούς εορτασμούς και την πολυτελή ζωή του αντισυνταγματάρχη (ο Παπαδόπουλος τον έκανε υποστράτηγο) Μιχάλη Ρουφογάλη, που του είχε ανατεθεί η διεύθυνση της ΚΥΠ, δηλαδή του εθνικά κρίσιμου τομέα των μυστικών υπηρεσιών, ο οποίος επίσης εξασφάλιζε τη χορήγηση δανείων σε υποστηρικτές της χούντας, επιβαρύνοντας τις ελληνικές δημόσιες τράπεζες. Η ευνοιοκρατία και το ρουσφέτι επί χούντας γιγαντώθηκαν: ο Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του Αλέξανδρο Ματθαίου Υπουργό Γεωργίας, ο Λαδάς έκανε τον ένα ξάδερφό του στρατηγό και διοικητή της ΑΣΔΕΝ και έναν άλλο ξάδερφό του Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, και ο γαμπρός του Παττακού Ανδρέας Μεϊντάσης έγινε βαθύπλουτος παίρνοντας χαριστικά δουλειές από το Δήμο Αθηναίων. Ο στρατηγός Βασίλης Καρδαμάκης διορίστηκε διοικητής της ΔΕΗ και ο στρατηγός Αλέξανδρος Νάτσινας (πρώην αρχηγός ΚΥΠ με τεράστιες ευθύνες για το σχέδιο ΠΕΡΙΚΛΗΣ και το παρακράτος) διορίστηκε Πρόεδρος στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον