Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: Το 1916 δολοφονήθηκε ο Ρασπούτιν, Ρώσος μυστικιστής

Μυήθηκε στη διδασκαλία των «Μαστιγουμένων», μίας αίρεσης, που τα μέλη της μαστιγώνονταν για λόγους μετανοίας ή εξιλέωσης. Ο Ρασπούτιν διατύπωσε δικό του δόγμα, σύμφωνα με το οποίο η σεξουαλική εξάντληση ήταν το καλύτερο μέσο για να φθάσει ο πιστός στη  «θεία αταραξία», ώστε να βρεθεί πιο κοντά στον Θεό.

Ο Γκριγκόρι Γιεφίμοβιτς Ρασπούτιν (στα ρωσικά, Григорий Ефимович Распутин) ήταν Ρώσος μυστικιστής, ο οποίος άσκησε τεράστια επίδραση στο τελευταίο ρωσικό αυτοκρατορικό ζεύγος, του τσάρου Νικολάου Β' και της τσαρίνας Αλεξάνδρας.

Ο Ρασπούτιν γεννήθηκε στο Ποκρόφσκογε της επαρχίας Τομπόλσκ, και από τις επικρατέστερες ημερομηνίες γέννησής του είναι η 21η Ιανουαρίου 1869. Δολοφονήθηκε στο Πέτρογκραντ στις 30 Δεκεμβρίου 1916.

Τα χρόνια πριν την ανέλιξή του
Ήταν γιος χωρικών από τη Σιβηρία και παρόλο που πήγε σχολείο, παρέμεινε αμόρφωτος σε σημείο που δεν ήξερε ούτε να γράφει.

Οι πνευματικές του αναζητήσεις τον οδήγησαν σε ηλικία 18 ετών σε μοναστήρι, όπου μυήθηκε στη διδασκαλία των «Μαστιγουμένων», μίας αίρεσης, τα μέλη της οποίας ονομάζονταν επίσης και πειθαρχούμενοι, κουκουλοφόροι ή δερόμενοι και οι οποίοι μαστιγώνονταν για λόγους μετανοίας ή εξιλέωσης. Διαστρεβλώνοντας τα κηρύγματα της αίρεσης αυτής, ο Ρασπούτιν διατύπωσε δικό του δόγμα, σύμφωνα με το οποίο η σεξουαλική εξάντληση ήταν το καλύτερο μέσο για να φθάσει ο πιστός στην κατάσταση της «θείας αταραξίας», ώστε να βρεθεί πιο κοντά στον Θεό.

Έφυγε από το μοναστήρι πριν γίνει μοναχός και επέστρεψε στο χωριό του, όπου παντρεύτηκε το 1889 και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Τελικά, όμως, εγκατέλειψε το σπίτι και την οικογένειά του το 1901 για να γίνει προσκυνητής και πέρασε μεγάλο διάστημα περιπλανώμενος φτάνοντας μέχρι το Άγιο Όρος και τα Ιεροσόλυμα. Στο διάστημα αυτό, ανακήρυξε τον εαυτό του «άγιο» και ζούσε από τις δωρεές των χωρικών. Στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από τη στιγμή που έφυγε από το Ποκρόφσκογε, κατάφερε να γίνει γνωστός για τις υποτιθέμενες θεραπευτικές του δυνάμεις, αλλά και για τη σκανδαλώδη σεξουαλική του συμπεριφορά.

Η γνωριμία του με την άρχουσα τάξη
To 1903, ο Ρασπούτιν παρέα με τη φήμη για τις υποτιθέμενες υπερφυσικές ικανότητές του, έφτασε στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί, χάρη σε μια μανία που είχε καταλάβει την υψηλή κοινωνία για τον μυστικισμό και τον αποκρυφισμό, κατάφερε να αποκτήσει φανατικούς θαυμαστές σε αριστοκρατικούς κύκλους.

Ο Ρασπούτιν, δεύτερος από αριστερά, πίνει τσάι με την Τσαρίνα (κάθεται αριστερά του). 1914
Η πρώτη επαφή του Ρασπούτιν με το αυτοκρατορικό ζεύγος ήταν το φθινόπωρο του 1905, όταν στη Ρωσία διαδραματίζονταν τα γεγονότα της γνωστής εξέγερσης ενάντια στη μοναρχία. Εκτός όμως από τα γεγονότα αυτά, την αυτοκρατορική οικογένεια είχε κλονίσει και η ανακάλυψη ότι ο Αλεξέι Νικολάγεβιτς, ο διάδοχος του θρόνου, ήταν αιμοφιλικός. Ο Ρασπούτιν, κατόρθωσε με αποστάγματα και γιατροσόφια δικής του εφεύρεσης να απαλύνει το πρόβλημα των αιμορραγιών του αγοριού και με το περιστατικό αυτό άρχισε μια δεκαετία κυριαρχίας του στις υποθέσεις της τσαρικής οικογένειας και του κράτους, αφού είχε φροντίσει να πείσει το ανήσυχο ζεύγος ότι η ζωή του παιδιού εξαρτιόταν από τον ίδιο.

Ο έκλυτος βίος του
Ζώντας στην Πετρούπολη και κηρύσσοντας ότι η σωματική επαφή μαζί του είχε εξαγνιστικά και θεραπευτικά αποτελέσματα, κατάφερε να αποπλανήσει πολλές γυναίκες και, ενώ οι αναφορές για τη διαγωγή του έφταναν στον τσάρο Νικόλαο, εκείνος δεν τις πίστευε, ενώ τιμωρούσε με πολιτικούς διωγμούς εκείνους που τις μετέφεραν.

Μέχρι το 1911 η συμπεριφορά του Ρασπούτιν είχε πάρει διαστάσεις σκανδάλου και οι ερωτικές ιστορίες για τον ακόλαστο αυτό «καλόγερο» ήταν στα χείλη όλων. Τελικά, ύστερα από πιέσεις, ο τσάρος εξόρισε τον ευνοούμενό του, αλλά κάτω από την επιμονή της τσαρίνας Αλεξάνδρας αναγκάστηκε να ανακαλέσει την απόφασή του λίγους μήνες αργότερα, καθώς δεν ήταν διατεθειμένος να θέσει σε κίνδυνο την ζωή του γιου του ή να δυσαρεστήσει την σύζυγό του, που ήταν φανατικά πιστή του Ρασπούτιν, επειδή της έλεγε πως ήταν «αγία» και πως την βλέπει στα όνειρά του με φωτοστέφανο.

Η δύναμη του τυχοδιώκτη χωρικού έφτασε στο απόγειό της μετά το 1915, όταν ο Νικόλαος έφυγε για το μέτωπο κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τσάρος Νικόλαος ανέλαβε προσωπικά την ηγεσία του στρατού επειδή ο Ρασπούτιν ισχυρίστηκε ότι είδε σε όραμα, ότι σε αντίθετη περίπτωση θα χανόταν ο πόλεμος. Με την απουσία του Νικολάου, η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα διαδραμάτισε έναν πιο ενεργό ρόλο στη διακυβέρνηση και έτσι ο Ρασπούτιν κατάφερε να ασκεί σημαντική επιρροή διορίζοντας και παύοντας το προσωπικό του κράτους κατά τις επιθυμίες του. Η δύναμη αυτή τον έκανε να παραφέρεται και να αναγκάζει νομάρχες, υπουργούς και διευθυντές να εξευτελίζονται κολακεύοντας τον ευνοούμενο της τσαρίνας. Ο ίδιος ο Ρασπούτιν, αν άλλαζε γνώμη για την ικανότητα κάποιου στελέχους, έπειθε την Αλεξάνδρα να τον διώξει, λέγοντας απλά ότι «μπήκε ο διάβολος μέσα του» και κολακεύοντας ταυτόχρονα τη δική της αφέλεια λέγοντας ότι «βλέπει τονΧριστό να στέκει στο πλάι της».

Η πρώτη απόπειρα δολοφονίας του
Η αυξανόμενη υστερία του Ρασπούτιν είχε έλθει σε μια εποχή πολέμου, όπου οι ήττες του στρατού και οι στερήσεις βάραιναν πολύ στη συνείδηση όλων ώστε να μην ανέχονται πλέον τη δύναμη ενός ημιαναλφάβητου αγρότη στην εξουσία. Παράλληλα, οι άνθρωποι που γνώριζαν από κοντά τη συμπεριφορά του έκριναν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για τη χώρα. Ακολούθησαν έτσι κάποιες απόπειρες δολοφονίας του Ρασπούτιν, που όμως απέτυχαν. Σύμφωνα με το βιβλίο του Greg King «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Ρασπούτιν» (The Man Who Killed Rasputin), στις 29 Ιουνίου του 1914 όταν εκείνος είχε επισκεφτεί τη γυναίκα και τα παιδιά του στη γενέτειρά του, στη Σιβηρία, του επιτέθηκε με μαχαίρι μία πρώην πόρνη, η Χιονία Γκούσεβα, που είχε γίνει μαθήτρια του μοναχού Ηλιοδώρου. Ο Ηλιόδωρος ήταν κάποτε φίλος του Ρασπούτιν, αλλά τον είχε σιχαθεί λόγω της συμπεριφοράς του προς την βασιλική οικογένεια, την οποία χρησιμοποιούσε μεν, αλλά μιλούσε άσχημα γι' αυτήν. Ο Ηλιόδωρος είχε σχηματίσει μια ομάδα από γυναίκες, τις οποίες είχε βλάψει ο Ρασπούτιν, με σκοπό να τον δυσφημίσει ή και να τον σκοτώσει. Η Γκούσεβα μαχαίρωσε τον Ρασπούτιν στην κοιλιά, κι όταν είδε τα σπλάχνα του να ξεπροβάλλουν φώναξε «σκότωσα τον αντίχριστο!». Όμως ο Ρασπούτιν χειρουργήθηκε και επέζησε. Η κόρη του Μαρία σημειώνει ότι μετά από αυτή την επέμβαση δεν ήταν πια ο ίδιος. Συχνά κουραζόταν εύκολα και έπαιρνε όπιο κατά του πόνου. Επίσης, δεν μπορούσε πλέον να μετακινηθεί πουθενά χωρίς την προσωπική του φρουρά.

Το τέλος του Ρασπούτιν
Εναντίον του Ρασπούτιν οργανώθηκε συνωμοσία, στην οποία συμμετείχαν πρόσωπα του συγγενικού περιβάλλοντος του Τσάρου, με σκοπό να τερματιστούν τα απανωτά πλήγματα που δεχόταν η μοναρχία σε μια τόσο ταραγμένη εποχή, την οποία τελικά θα ακολουθούσε η περίφημη Ρωσική επανάσταση. Τη νύχτα της 29ης προς την 30η Δεκεμβρίου 1916, ο σύζυγος της ανιψιάς του Τσάρου, Γιουσούποφ, προσκάλεσε τον Ρασπούτιν στο σπίτι του και του προσέφερε δηλητηριασμένο κρασί και γλυκό.

Το τέλος του Ρασπούτιν όμως ήταν εξίσου επεισοδιακό με τη ζωή του. Ενώ ήπιε το δηλητηριασμένο κρασί, ζητά δεύτερο ποτήρι, τρώει και τα γλυκά, όμως δεν δείχνει κανένα ίχνος αδιαθεσίας. Έτσι, ο Γιουσούποφ τον πλησιάζει και του ρίχνει μια σφαίρα στην καρδιά. Ο Ρασπούτιν όμως καταφέρνει να συρθεί φωνάζοντας μέχρι την αυλή, όπου τον προφταίνουν και του αδειάζουν ολόκληρο γεμιστήρα επάνω του. Κατόπιν, πήραν το σώμα του, το τύλιξαν μέσα σ' ένα χοντρό ύφασμα, του έδεσαν ένα βαρίδι και το φόρτωσαν σε ένα αμάξι για να το ρίξουν στο παγωμένο ποτάμι. Καθώς το ξεφορτώνουν όμως, διαπιστώνουν ότι το σώμα του ακόμα κινείται και την επόμενη μέρα όλη η Ρωσία γνωρίζει ότι ο Ρασπούτιν δεν έπαψε ν' ανασαίνει παρά μόνο μετά το ρίξιμό του στον ποταμό. Αυτό ήταν αρκετό ώστε τα λαϊκά αναγνώσματα να δημιουργήσουν ένα θρύλο γύρω από τον Ρασπούτιν, κάνοντας τους χωρικούς να φοβούνται το στοιχειωμένο πνεύμα του.

Μετά τη νεκροψία, ο Ρασπούτιν βαλσαμώθηκε και θάφτηκε στο αυτοκρατορικό παρεκκλήσιο, αφού πρώτα τον ξενύχτησε η αυτοκράτειρα, παρέα με έμπιστά της πρόσωπα. Σε όλο το επόμενο διάστημα, οι φήμες για τον τρόπο με τον οποίο πέθανε ο Ρασπούτιν έκαναν τους αγρότες να τιμούν φοβισμένοι το λείψανο του «αγίου». Εξαγριωμένοι από την κατάσταση αυτή, οι μπολσεβίκοι ηγέτες που εντωμεταξύ είχαν επικρατήσει, αποφάσισαν μια τελευταία εκταφή.

Τελικά, το πτώμα μεταφέρθηκε κρυφά τη νύχτα σε ένα ξέφωτο, όπου μια μικρή ομάδα στρατιωτών της Ερυθράς φρουράς με επικεφαλής έναν αξιωματικό, ετοίμασε φωτιά και έκαψε το σώμα του Ρασπούτιν το χειμώνα του 1917-1918, δίνοντας οριστικά τέλος στη λατρεία του λειψάνου του.

Κινήσεις για την αποκατάστασή του
Για κάποιους Ρώσους, ο Ρασπούτιν παρέμεινε σύμβολο των αγροτικών τάξεων, και μέχρι σήμερα θέλουν να πιστεύουν ότι αυτά που λέγονταν εναντίον του ήταν απλώς φήμες. Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού το 1993, κάποιοι Ρώσοι εθνικιστές προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τη φήμη του, ενώ μερικοί πρότειναν έως και την αγιοποίησή του. Όμως, νέα στοιχεία, που προέρχονταν από τις σημειώσεις αυτών που παρακολουθούσαν επί πληρωμή το σπίτι του Ρασπούτιν, και κατέγραφαν πότε έφευγε, πότε επέστρεφε και ποιοι τον επισκέπτονταν, ανέτρεψαν τους ισχυρισμούς περί αγιότητας. Σχολιάζοντας το αίτημα αγιοποίησής του, ο Πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος είπε το 2003:«Αυτό είναι τρέλα! Ποιος θα ήθελε να παραμείνει σε μια εκκλησία που τιμά το ίδιο τους δολοφόνους με τους μάρτυρες, τους ακόλαστους με τους αγίους;»

Όμως, βιβλία που εκδόθηκαν το 1919 ισχυρίζονται ότι οι πηγές από ανθρώπους που παρακολουθούσαν τον Ρασπούτιν είναι αμφισβητήσιμες, καθώς εκείνοι μπορεί να έγραφαν αυτά που ζητούσαν εκείνοι που τους πλήρωναν. Πάντως, η ενασχόληση του κόσμου με τον Ρασπούτιν δεν έχει σταματήσει.

Παιδιά του Ρασπούτιν
Η θεωρούμενη και μοναδική του κόρη, Μαρία, πέθανε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1977 σε προάστιο του Λος Άντζελες.

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: Το 1865 γεννήθηκε ο Κίπλινγκ Βρετανός λογοτέχνης

Από τους κορυφαίους στυλίστες της Αγγλικής γλώσσας ... Το 1885 μυήθηκε στον ελευθεροτεκτονισμό στη Στοά Ελπίδας και Εγκαρτέρησης Νο 782 στη Λαχόρη ...Τα βιβλία του είχαν μία σβάστικα τυπωμένη στο εξώφυλλο, αλλά με την εξουσία των Ναζί ο Κίπλινγκ έδωσε την εντολή να μην κοσμεί πλέον τα βιβλία του


Ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (30 Δεκεμβρίου 1865 - 18 Ιανουαρίου 1936) ήταν Βρετανός διηγηματογράφος, ποιητής και μυθιστοριογράφος, κυρίως γνωστός για τις παιδικές του ιστορίες και τις ιστορίες και τα ποιήματα για τους Βρετανούς στρατιώτες στην Ινδία. Γεννήθηκε στη Βομβάη της βρετανικής Ινδίας και μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αγγλία όταν ήταν 6 ετών. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τα έργα μυθοπλασίας, όπως Το Βιβλίο της Ζούγκλας (μία συλλογή ιστοριών που περιλαμβάνει και το "Ρίκκι-Tίκκι-Tάβι") (1894) και Κιμ (μία ιστορία περιπέτειας) (1901), διηγήματα, όπως "Ο Άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς" (1888), και ποιήματα όπως το "Αν..." (1910). Θεωρείται σημαντικός "πρωτοπόρος στην τέχνη του διηγήματος". Τα δε παιδικά του βιβλία είναι κλασικά έργα της παιδικής λογοτεχνίας και τα καλύτερά του έργα παρουσιάζουν "ένα ευέλικτο και φωτεινό αφηγηματικό χάρισμα".

Ο Κίπλινγκ ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς στην Αγγλία, τόσο στην πεζογραφία όσο και στο στίχο, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Χένρι Τζέιμς είπε ότι ο Κίπλινγκ είναι ο πιο ολοκληρωμένος ιδιοφυής άνθρωπος που γνώρισε ποτέ. Το 1907, ο Κίπλινγκ τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και έγινε ο πρώτος αγγλόφωνος συγγραφέας που κέρδισε το βραβείο αυτό αλλά και ο νεαρότερος αποδέκτης του. Μεταξύ άλλων τιμητικών διακρίσεων, είχε βολιδοσκοπηθεί σε αρκετές περιπτώσεις για να λάβει τιμές ιππότη, τις οποίες αρνήθηκε.

Η μετέπειτα φήμη του Κίπλινγκ έχει αλλάξει σύμφωνα με το πολιτικό και το κοινωνικό κλίμα της εποχής και οι αντικρουόμενες απόψεις γι' αυτόν συνεχίστηκαν για μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα. Ο Τζορτζ Όργουελ τον αποκάλεσε "προφήτη του βρετανικού ιμπεριαλισμού". Ο λογοτεχνικός κριτικός Ντάγκλας Κερ έγραψε: "[Ο Κίπλινγκ] εξακολουθεί να είναι ένας συγγραφέας που μπορεί να εμπνεύσει παθιασμένες διαφωνίες και η θέση του στη λογοτεχνική και πολιτιστική ιστορία δεν θεωρείται ακόμη δεδομένη. Αλλά καθώς η εποχή των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών υποχωρεί, αναγνωρίζεται ως ένας ασύγκριτος, αν και αμφιλεγόμενος, διερμηνέας των εμπειριών από την αυτοκρατορία. Αυτό, καθώς και η αυξανόμενη αναγνώριση του εξαιρετικού αφηγηματικού του ταλέντου, τον καθιστούν μία υπολογίσιμη δύναμη".

Τα παιδικά χρόνια του Κίπλινγκ
Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ γεννήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου του 1865 στη Βομβάη της Βρετανικής Ινδίας. Γονείς του ήταν η Άλις ΜακΝτόναλντ και ο Τζον Λόκγουντ Κίπλινγκ. Η Άλις (μία από τις τέσσερις αξιόλογες βικτωριανές αδελφές) ήταν μία ζωηρή γυναίκα για την οποία ένας μελλοντικός αντιβασιλέας της Ινδίας θα έλεγε: "Η νωθρότητα και η κα Κίπλινγκ δεν μπορούν να υπάρξουν στο ίδιο δωμάτιο". Ο Τζον Λόκγουντ Κίπλινγκ ήταν γνωστός γλύπτης και αγγειοπλάστης, καθώς και διευθυντής και καθηγητής αρχιτεκτονικής γλυπτικής σε νεοσύστατη σχολή τέχνης στη Βομβάη.

Ο Τζον Λόκγουντ και η Άλις γνωρίστηκαν το 1863 και φλέρταραν στη λίμνη Ράντγιαρντ στο Στάφορντσερ της Αγγλίας. Παντρεύτηκαν και μετακόμισαν στην Ινδία το 1865. Ήταν τόσο συγκινημένοι από την ομορφιά της περιοχής της λίμνης Ράντγιαρντ ώστε όταν γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, έδωσαν σ' αυτό το όνομα της λίμνης. Η αδελφή της Άλις, Τζωρτζιάνα, παντρεύτηκε το ζωγράφο Έντουαρντ Μπερν - Τζόουνς και η άλλη της αδελφή, Άγκνες, παντρεύτηκε το ζωγράφο Έντουαρντ Πόυντερ. Ο πιο διάσημος συγγενής του Κίπλινγκ ήταν ο πρώτος του ξάδελφος, Στάνλεϊ Μπάλντουιν, ο οποίος εκλέχθηκε τρεις φορές πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου με το Συντηρητικό Κόμμα, τις δεκαετίες του 1920 και του 1930.

Οι γονείς του Κίπλινγκ θεωρούσαν τους εαυτούς τους "Αγγλοϊνδούς" (ένας όρος που χρησιμοποιούταν κατά το 19ο αιώνα για τους βρετανικής καταγωγής κατοίκους της Ινδίας) και το ίδιο έκανε και ο γιος τους, αν και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αλλού. Τα σύνθετα ζητήματα της ταυτότητας και της εθνικής αναφοράς θα αποτελούσαν ένα από τα εξέχοντα χαρακτηριστικά της μυθιστοριογραφίας του Κίπλινγκ.

Οι ημέρες του "δυνατού φωτός και του σκότους" στη Βομβάη τελείωσαν για τον Κίπλινγκ όταν ήταν 6 ετών. Όπως συνηθιζόταν στη Βρετανική Ινδία, ο Κίπλινγκ και η 3 ετών αδελφή του, Άλις (αποκαλούμενη και Τριξ), στάλθηκαν στην Αγγλία, και συγκεκριμένα στο Πόρτσμουθ, για να ζήσουν μ' ένα ζευγάρι που αναλάμβανε παιδιά Βρετανών υπηκόων που υπηρετούσαν στην Ινδία. Για τα επόμενα 6 χρόνια, από τον Οκτώβριο του 1871 έως τον Απρίλιο του 1877, τα δύο παιδιά ζούσαν στο σπίτι του αξιωματικού του εμπορικού ναυτικού Πριζ Άγκαρ Χόλογουεϊ και της σύζυγού του, Σάρα Χόλογουεϊ. H άσχημη μεταχείριση και παραμέληση του Κίπλινγκ μέχρι τα 12 του χρόνια θα πρέπει να επηρέασε τη γραφή του, και ιδιαίτερα τη συμπόνοια του για τα παιδιά. Στην αυτοβιογραφία του, που δημοσιεύτηκε 65 χρόνια αργότερα, ο Κίπλινγκ θυμάται τη διαμονή του εκεί με φρίκη και αναρωτιέται ειρωνικά μήπως ο συνδυασμός της σκληρότητας και της παραμέλησης που έζησε εκεί στα χέρια της κας Χόλογουεϊ επιτάχυνε την έναρξη της λογοτεχνικής του ζωής: «Αν ανακρίνεις ένα παιδί επτά οκτώ ετών για τις δραστηριότητές του της ημέρας - ιδίως όταν νυστάζει και θέλει να κοιμηθεί - θα πέσει σε αντιφάσεις. Αν κάθε αντίφαση εκληφθεί ως ψέμα και ανακοινωθεί την ώρα του πρωινού, η ζωή δεν είναι εύκολη [...] Αυτό με έκανε όμως να δίνω ιδιαίτερη προσοχή στα ψέματα, που πολύ σύντομα διαπίστωσα ότι ήταν αναγκαίο να λέω. Και αυτό, υποθέτω, ήταν το θεμέλιο της λογοτεχνικής προσπάθειας».

Η Άλις έτυχε καλύτερης μεταχείρισης καθώς η κα Χόλογουεϊ ήλπιζε ότι θα την πάντρευε με το γιο της. Τα δύο αδέλφια, ωστόσο, είχαν στην Αγγλία συγγενείς, τους οποίους μπορούσαν να επισκεφτούν. Κάθε Χριστούγεννα περνούσαν ένα μήνα με τη θεία τους Τζωρτζιάνα και το σύζυγό της στο σπίτι τους, στο Φούλαμ του Λονδίνου, το οποίο ο Κίπλινγκ θα αποκαλούσε αργότερα "έναν παράδεισο, ο οποίος πιστεύω πραγματικά ότι με έσωσε". Το 1877, η μητέρα τους επέστρεψε από την Ινδία και πήρε τα παιδιά από το σπίτι της Χόλογουεϊ. Ο Κίπλινγκ θυμάται: "Συχνά η αγαπημένη μου θεία με ρωτούσε γιατί δεν είπα ποτέ σε κανέναν για το πως μου συμπεριφέρθηκαν. Τα παιδιά μιλάνε λίγο περισσότερο από τα ζώα, για ό,τι συμβαίνει το αποδέχονται ως αιώνια προκαθορισμένο. Επίσης, τα κακομεταχειρισμένα παιδιά έχουν μία σαφή ιδέα για το τι μπορεί να πάθουνε αν προδώσουν τα μυστικά ενός σπιτιού-φυλακής πριν να είναι οριστικά μακριά απ' αυτό".

Τον Ιανουάριο του 1878 ο πατέρας του Κίπλινγκ τον έγραψε σ' ένα κολλέγιο του Ντέβον, το οποίο ιδρύθηκε λίγα χρόνια νωρίτερα με σκοπό την εκπαίδευση αγοριών για το βρετανικό στρατό. Στην αρχή το σχολείο αποδείχθηκε σκληρό για τον Κίπλινγκ, αλλά στη συνέχεια δημιούργησε φιλίες και αποτέλεσε και το σκηνικό για τις μαθητικές ιστορίες που αφηγήθηκε αργότερα στην Εταιρεία Στάλκι και Σία (1899). Την ίδια περίοδο γνώρισε κι ερωτεύτηκε τη Φλόρενς Γκάραρντ, η οποία ζούσε μαζί με την Άλις στο Πόρτσμουθ (στο οποίο είχε επιστρέψει η Άλις). Η Φλόρενς αποτέλεσε το πρότυπο για τη Μέιζι στο πρώτο μυθιστόρημα του Κίπλινγκ, Το Φως Που Έσβησε (1891).

Προς το τέλος της παραμονής του στο σχολείο, αποφασίστηκε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να μπει στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης με υποτροφία και οι γονείς του δεν είχαν τα μέσα για να τον χρηματοδοτήσουν. Έτσι, ο Τζον Λόκγουντ Κίπλινγκ βρήκε στον Ράντγιαρντ δουλειά στη Λαχόρη (σήμερα ανήκει στο Πακιστάν), όπου ο Τζον Λόκγουντ ήταν πλέον διευθυντής του Κολλεγίου Τέχνης και επιμελητής του Μουσείου Λαχόρης. Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ θα γινόταν βοηθός συντάκτη σε μία μικρή τοπική εφημερίδα, την Πολιτική και Στρατιωτική Εφημερίδα (Civil & Military Gazette), κι έτσι έφυγε από την Αγγλία στις 20 Σεπτεμβρίου του 1882.

Στην Πολιτική και Στρατιωτική Εφημερίδα, την οποία ο Κίπλινγκ θα αποκαλούσε "ερωμένη και την πιο αληθινή αγάπη", πήγαινε έξι μέρες την εβδομάδα όλο το χρόνο, εκτός από μία μονοήμερη άδεια που έπαιρνε κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Αν και εργαζόταν σκληρά, η ανάγκη του να γράψει ήταν ασταμάτητη. Το 1886 δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή ποιημάτων, με τίτλο Επαρχιακά Τραγούδια (Departmental Ditties). Την ίδια χρονιά έγιναν αλλαγές στο επιτελείο της εφημερίδας. Ο νέος συντάκτης έδωσε περισσότερη δημιουργική ελευθερία και ο Κίπλινγκ κλήθηκε να συμβάλει δημοσιεύοντας στην εφημερίδα διηγήματα. Στα 21 του χρόνια δημοσίευσε μικρές δωδεκασέλιδες ιστοριούλες προς ένα ρούπι το φυλλάδιο. Τ' όνομά του σαν συγγραφέα άρχισε ν' ακούγεται στην Ινδία και την Αγγλία. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Chums (No. 256, τ. 5, 4 Αυγούστου 1897, σελίδα 798), ένας πρώην συνάδελφος του Κίπλινγκ αποκάλυψε ότι ο Κίπλινγκ βύθιζε την πένα του στο μελάνι τόσο επιθετικά, ώστε το περιεχόμενό του εκσφεδονίζονταν σ' όλο το γραφείο κι ήταν σχεδόν επικίνδυνο να τον πλησιάσει κανείς. Και το άρθρο συνέχιζε λέγοντας ότι όταν έκανε ζέστη, ο Κίπλινγκ φορούσε λευκό παντελόνι κι ένα λεπτό γιλέκο κι έμοιαζε περισσότερο με σκυλί Δαλματίας παρά με ανθρώπινο ον επειδή ήταν γεμάτος από στίγματα μελανιού.

Τα πρώτα ταξίδια
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1883, ο Κίπλινγκ επισκέφθηκε την πόλη Σίμλα, καλοκαιρινή πρωτεύουσα της Βρετανικής Ινδίας. Εκείνη την εποχή, ήταν καθιερωμένη πρακτική για τον αντιβασιλιά της Ινδίας και την κυβέρνηση να μετακομίζει για 6 μήνες στη δροσερή πόλη Σίμλα κι έτσι η πόλη έγινε κέντρο εξουσίας αλλά και αναψυχής. Η οικογένεια Κίπλινγκ πήγαινε εκεί κάθε χρόνο και ο Λόκγουντ Κίπλινγκ κλήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην τοπική χριστιανική εκκλησία. Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ επέστρεψε εκεί κατά τις ετήσιες άδειες του από το 1885 έως το 1888 και η πόλη κατέλαβε περίοπτη θέση σε πολλές από τις ιστορίες που δημοσίευσε στην εφημερίδα. Από το Νοέμβριο του 1886 έως τον Ιούνιο του 1887 δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα περίπου 39 ιστορίες. Τις περισσότερες από αυτές ο Κίπλινγκ τις συμπεριέλαβε στις Απλές Ιστορίες από τους Λόφους (Plain Tales from the Hills), την πρώτη συλλογή πεζών του, που εκδόθηκε στην Καλκούτατον Ιανουάριο του 1888, ένα μήνα μετά τα 22α γενέθλιά του. Ωστόσο, το Νοέμβριο του 1887, ο Κίπλινγκ έφυγε από τη Λαχόρη καθώς μεταφέρθηκε σε πολύ μεγαλύτερη εφημερίδα, τη The Pioneer, στο Αλλαχαμπάντ.

Ο Κίπλινγκ συνέχισε να γράφει σε ξέφρενους ρυθμούς. Το 1888 εξέδωσε έξι συλλογές διηγημάτων: Τρεις Στρατιώτες (Soldiers Three), Η Ιστορία των Γκάτσμπι (The Story of the Gadsbys), Μαύρο και Άσπρο (In Black and White), Υπό τους Κέδρους (Under the Deodars), Το Φάντασμα Ρίκσοου (The Phantom Rickshaw) και Ουίλλι Ουίνκι (Wee Willie Winkie), περιλαμβάνοντας συνολικά 41 ιστορίες, μερικές εκ των οποίων αρκετά μεγάλες. Επιπλέον, ως ειδικός απεσταλμένος της Pioneer, έκανε ταξίδια και έγραψε πολλές ιστορίες που αργότερα εκδόθηκαν στο Από Θάλασσα σε Θάλασσα και Άλλες Ιστορίες, Ταξιδιωτικά Γράμματα (From Sea to Sea and Other Sketches, Letters of Travel).

Στις αρχές του 1889, ο Κίπλινγκ απολύθηκε από την Pioneer μετά από μία διαφωνία. Εκείνη την εποχή σκεφτόταν όλο και περισσότερο το μέλλον του. Πούλησε τα δικαιώματα των έξι συλλογών διηγημάτων για 200 λίρες κι ένα μικρό ποσοστό, και τις Απλές Ιστορίες από τους Λόφους για 50 λίρες. Επιπλέον, από την Pioneer, έλαβε αποδοχές έξι μηνών. Ο Κίπλινγκ αποφάσισε να χρησιμοποιήσει αυτά τα χρήματα για να πάει στο Λονδίνο, το λογοτεχνικό κέντρο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Στις 9 Μαρτίου του 1889, έφυγε από την Ινδία, ταξιδεύοντας πρώτα στο Σαν Φρανσίσκο μέσω Ρανγκούν, Σιγκαπούρης, Χονγκ Κονγκ και Ιαπωνίας. Στη συνέχεια ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες γράφοντας άρθρα που αργότερα δημοσιεύθηκαν στο Από Θάλασσα σε Θάλασσα και Άλλες Ιστορίες, Ταξιδιωτικά Γράμματα. Ξεκινώντας από το Σαν Φρανσίσκο, ο Κίπλινγκ κατευθύνθηκε βόρεια στο Πόρτλαντ και στο Σιάτλ, συνέχισε στον Καναδά, πηγαίνοντας στη Βικτωρία και στο Βανκούβερ, επέστρεψε στις Η.Π.Α. πηγαίνοντας στο Εθνικό Πάρκο Γιέλοουστοουν, μετά νότια προς το Σολτ Λέικ Σίτι, και στη συνέχεια ανατολικά, στην Ομάχα (Νεμπράσκα) και το Σικάγο. Μετά πήγε στο Μπίβερ (Πενσυλβάνια) για να επισκεφτεί την οικογένεια Χιλ και αργότερα στους Καταρράκτες του Νιαγάρα, στο Τορόντο, στην Ουάσινγκτον, τη Νέα Υόρκη και τη Βοστώνη. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, συνάντησε στην πόλη Ελμάιρα τον Μαρκ Τουαίην και ήταν πολύ εντυπωσιασμένος. Στη συνέχεια πέρασε τον Ατλαντικό και τον Οκτώβριο του 1889 έφτασε στο Λίβερπουλ. Σύντομα, έκανε το ντεμπούτο του στο λογοτεχνικό κόσμο του Λονδίνου, με μεγάλη επιτυχία.

Σταδιοδρομία ως συγγραφέας

Πορτραίτο του Κίπλινγκ από τονΤζων Κόλιερ (περ. 1891)
Λονδίνο
Στο Λονδίνο, ο Κίπλινγκ βρήκε ένα μέρος για να ζήσει, στην οδό Βίλιερς στο Στραντ του Λονδίνου, απέναντι από το Τσάρινγκ Κρος. Επίσης είδε αρκετές από τις ιστορίες του να γίνονται δεκτές από διάφορους εκδότες περιοδικών.

Κατά τα επόμενα δύο χρόνια, δημοσίευσε ένα μυθιστόρημα, Το Φως Που Έσβησε, είχε ένα νευρικό κλονισμό, και συνάντησε έναν Αμερικανό συγγραφέα και εκδοτικό παράγοντα, τον Μπαλεστιέρ, με τον οποίο συνεργάστηκε σ' ένα μυθιστόρημα, τοΝαουλάκα - Μια Ιστορία Ανατολής και Δύσης. Το 1891, μετά από συμβουλή των γιατρών του, πραγματοποίησε άλλο ένα θαλάσσιο ταξίδι επισκέπτοντας τη Νότια Αφρική, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και, για άλλη μια φορά, την Ινδία. Ωστόσο, ακύρωσε τα σχέδιά του να περάσει τα Χριστούγεννα με την οικογένειά του στην Ινδία και αποφάσισε να επιστρέψει αμέσως στο Λονδίνο, όταν έμαθε τον αιφνίδιο θάνατο, από τυφοειδή πυρετό, του Μπαλεστιέρ. Πριν την επιστροφή του, έκανε μέσω τηλεγραφήματος πρόταση γάμου στην αδελφή του Μπαλεστιέρ, την Κάρολιν Σταρ Μπαλεστιέρ (1862-1939), την οποία αποκαλούσε "Κάρι" και την οποία είχε γνωρίσει ένα χρόνο νωρίτερα. Εν τω μεταξύ, στα τέλη του 1891, η συλλογή διηγημάτων του για τους Βρετανούς στην Ινδία, Οι Αναποδιές της Ζωής (Life's Handicap), εκδόθηκε στο Λονδίνο.

Στις 18 Ιανουαρίου του 1892, η Κάρι Μπαλεστιέρ (ηλικίας 29 ετών) και ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (ηλικίας 26 ετών) παντρεύτηκαν στο Λονδίνο "εν μέσω μίας επιδημίας γρίπης, όταν οι νεκροθάφτες είχαν ξεμείνει από μαύρα άλογα και οι νεκροί έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι με τα καφέ". Ο γάμος πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία Ολ Σόουλς στο Λάνγκαμ Πλέις του Λονδίνου. Τη νύφη παρέδωσε ο Χένρι Τζέιμς.

Ο Κίπλινγκ στις Ηνωμένες Πολιτείες
Ηνωμένες Πολιτείες
Το ζευγάρι οργάνωσε το μήνα του μέλιτος έτσι ώστε να πάνε πρώτα στις Ηνωμένες Πολιτείες (συμπεριλαμβανομένης και μίας στάσης στο σπίτι της οικογένειας Μπαλεστιέρ στο Βερμόντ) και στη συνέχεια στην Ιαπωνία. Ωστόσο, όταν έφτασαν στη Γιοκοχάμα της Ιαπωνίας, ανακάλυψαν ότι η τράπεζά τους στην Ινδία χρεωκόπησε. Έτσι, επέστρεψαν στο Βερμόντ -τότε η Κάρι ήταν έγκυος στο πρώτο τους παιδί- και νοίκιασαν ένα μικρό εξοχικό σπίτι σ' ένα αγρόκτημα για 10 δολάρια το μήνα.

Σ' αυτό το σπίτι γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, η Τζόζεφιν, τη νύχτα της 29ης Δεκεμβρίου του 1892, "με τα γενέθλια της μητέρας της στις 31 και τα δικά μου στις 30, τη συγχαρήκαμε για την αίσθηση της καταλληλότητας των πραγμάτων...".

Στο ίδιο σπίτι ο Κίπλινγκ εμπνεύστηκε τα πρώτα σχέδια των Βιβλίων της Ζούγκλας. Με την άφιξη της Τζόζεφιν, το σπίτι θεωρήθηκε ανεπαρκές κι έτσι το ζευγάρι αγόρασε γη -σε μία βραχώδη πλαγιά με θέα στον ποταμό Κοννέκτικατ- από τον αδελφό της Κάρι, Μπίτι Μπαλεστιέρ, και έχτισαν το δικό τους σπίτι.

Ο Κίπλινγκ ονόμασε το σπίτι "Ναουλάκα". Από τα πρώτα του χρόνια στη Λαχόρη (1882-1887), ο Κίπλινγκ είχε ενθουσιαστεί με την τοπική αρχιτεκτονική και ιδιαίτερα με το περίπτερο Ναουλάκα, το οποίο έγινε τελικά η έμπνευση για τον τίτλο του ομώνυμου μυθιστορήματος αλλά και του σπιτιού. Η απομόνωσή του στο Βερμόντ, σε συνδυασμό με την υγιεινή και καθαρή ζωή, έκανε τον Κίπλινγκ τόσο εφευρετικό όσο και παραγωγικό.

Ο επιχρυσωμένος τίτλος της πρώτης αμερικάνικης έκδοσης 
του βιβλίου Επαρχιακά Τραγούδια και Μπαλάντες από το 
Δωμάτιο Ενός Στρατώνα, το οποίο περιελάμβανε 
τα ποιήματα "Μανταλέι" και "Γκάγκα Ντιν"
Στο σύντομο χρονικό διάστημα των τεσσάρων ετών, έγραψε, εκτός από τα Βιβλία της Ζούγκλας, μία συλλογή διηγημάτων (The Day's Work), ένα μυθιστόρημα (Δαίμονες των Κυμάτων ή αλλιώς Γενναίοι Καπετάνιοι) και πολλά ποιήματα, συμπεριλαμβανομένων και των Επτά Θαλασσών. Η συλλογή Μπαλάντες Από Το Δωμάτιο Ενός Στρατώνα, οι περισσότερες εκ των οποίων δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά ξεχωριστά το 1890, εκδόθηκε το Μάρτιο του 1892. Στη συλλογή αυτή περιλαμβάνονται τα ποιήματα "Μανταλέι" και "Γκάνγκα Ντιν". Ο Κίπλινγκ απόλαυσε ιδιαίτερα τη συγγραφή των Βιβλίων της Ζούγκλας -και τα δύο αποτελούν αριστουργήματα της φανταστικής λογοτεχνίας- και απόλαυσε, επίσης, την αλληλογραφία με πολλά παιδιά που του έγραψαν γι' αυτά τα βιβλία.

Η συγγραφική ζωή στο Ναουλάκα περιστασιακά διακοπτόταν από επισκέπτες, μεταξύ των οποίων ο πατέρας του συγγραφέα, ο οποίος τον επισκέφθηκε αμέσως μετά τη συνταξιοδότησή του το 1893, καθώς και ο Σκωτσέζος συγγραφέας Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, ο οποίος έμεινε δύο μέρες και παρέδωσε στον Κίπλινγκ ένα εκτεταμένο μάθημα γκολφ. Το γκολφ φαίνεται πως άρεσε στον Κίπλινγκ αφού έπαιζε ακόμα και με κόκκινες ζωγραφισμένες μπάλες όταν το έδαφος ήταν καλυμμένο με χιόνι. Πάντως, από κάθε άποψη, ο Κίπλινγκ αγαπούσε την ύπαιθρο.

Το Φεβρουάριο του 1896 γεννήθηκε η δεύτερη κόρη του, Έλσι Κίπλινγκ. Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με πολλούς βιογράφους του, η οικογενειακή σχέση του ζεύγους Κίπλινγκ δεν ήταν πλέον αμέριμνη και αυθόρμητη. Αν και θα παρέμεναν πάντα πιστοί ο ένας στον άλλο, φαίνεται πως καθένας αφοσιώθηκε στο δικό του ρόλο.

Το ζεύγος Κίπλινγκ αγαπούσε τη ζωή στο Βερμόντ και θα μπορούσε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του εκεί αν δεν συνέβαιναν δύο περιστατικά -το ένα από την παγκόσμια πολιτική και το άλλο από την οικογενειακή διχόνοια- που τερμάτισαν βιαστικά τη διαμονή τους εκεί. Στις αρχές της δεκαετίας του 1890, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Βενεζουέλα βρίσκονταν σε διαμάχη σχετικά με τη Βρετανική Γουιάνα. Οι Η.Π.Α. είχαν κάνει μερικές προτάσεις για να διευθετηθεί το πρόβλημα, αλλά το 1895 ο νέος υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α., Ρίτσαρντ Όλνεϊ, επιχειρηματολόγησε για το αμερικανικό "δικαίωμα" να διαιτητεύει σε θέματα κυριαρχίας στην ήπειρο (ως επέκταση του Δόγματος Μονρόε). Η κατάσταση εξελίχθηκε σε σημαντική αγγλο-αμερικανική κρίση, με τις δύο πλευρές να κάνουν λόγο ακόμα και για πόλεμο.

Παρά το γεγονός ότι η κρίση οδήγησε τελικά σε μεγαλύτερη συνεργασία των Η.Π.Α. και της Μεγάλης Βρετανίας, εκείνη την εποχή ο Κίπλινγκ αισθανόταν μπερδεμένος από το επίμονο αντιβρετανικό κλίμα στις Ηνωμένες Πολιτείες και ιδιαίτερα στον Τύπο. Τελικά, τον Ιανουάριο του 1896, αποφάσισε να τερματίσει την "καλή και υγιεινή ζωή" της οικογένειας στις Ηνωμένες Πολιτείες και να αναζητήσει την τύχη τους αλλού.

Μία οικογενειακή διαφορά αποτέλεσε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Για αρκετό καιρό, οι σχέσεις της Κάρι και του αδελφού της, Μπίτι Μπαλεστιέρ, ήταν τεταμένες λόγω του προβλήματός του με το αλκοόλ και της αφερεγγυότητάς του. Το Μάιο του 1896 ο Μπίτι μεθυσμένος συνάντησε στο δρόμο τον Κίπλινγκ και τον απείλησε. Το περιστατικό οδήγησε στη σύλληψη του Μπίτι αλλά στη δίκη, και την επακόλουθη δημοσιότητα, η προστασία της ιδιωτικής ζωής του Κίπλινγκ καταστράφηκε και ο συγγραφέας αισθανόταν δυστυχισμένος και εξαντλημένος. Τον Ιούλιο του 1896, μία εβδομάδα πριν την επανάληψη της ακροαματικής διαδικασίας, οι Κίπλινγκ πακετάρισαν τα πράγματά τους, άφησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες και επέστρεψαν στην Αγγλία.

Το σπίτι του Κίπλινγκ στο Τόρκι του Ντέβον
Ντέβον
Το Σεπτέμβριο του 1896 οι Κίπλινγκ έμεναν στο Τόρκι του Ντέβον, στη νοτιοδυτική ακτή της Αγγλίας, σε μία πλαγιά με θέα στη Μάγχη. Παρά το γεγονός ότι ο Κίπλινγκ δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το νέο του σπίτι, του οποίου η διακόσμηση, όπως ο ίδιος υποστήριζε, άφηνε στους ενοίκους ένα αίσθημα κατήφειας και μελαγχολίας, κατάφερε να παραμείνει παραγωγικός και κοινωνικά ενεργός. Ο Κίπλινγκ ήταν πλέον ένας διάσημος άνθρωπος και κατά τα προηγούμενα δύο με τρία χρόνια έκανε όλο και περισσότερες πολιτικές δηλώσεις στα γραπτά του. Τον Αύγουστο του 1897, οι Κίπλινγκ καλωσορίσανε τον πρώτο τους γιο, τον Τζον. Ο Κίπλινγκ είχε ήδη αρχίσει να δουλεύει πάνω σε δύο ποιήματα, το "Recessional" (1897) και το "The White Man's Burden" (1899), τα οποία προκάλεσαν διαμάχες όταν δημοσιεύτηκαν. Μερικοί τα θεωρήσανε ως ύμνους για την πεφωτισμένη αυτοκρατορία που συνέλαβαν την ατμόσφαιρα της βικτοριανής εποχής, ενώ άλλοι τα θεώρησαν ως προπαγάνδα υπέρ του ιμπεριαλισμού και των επακόλουθων ρατσιστικών συμπεριφορών. Ωστόσο, υπήρξαν κι αυτοί που διέκριναν ειρωνεία στα ποιήματά του και προειδοποιήσεις για τους κινδύνους της αυτοκρατορίας.

Όντας παραγωγικός κατά τη διάρκεια που έμενε στο Τόρκι, ο Κίπλινγκ έγραψε επίσης την Εταιρεία Στάλκι και Σία, μία συλλογή σχολικών ιστοριών, της οποίας οι νεαροί πρωταγωνιστές αντιμετωπίζουν κυνικά τον πατριωτισμό και την εξουσία. Σύμφωνα με την οικογένειά του, ο Κίπλινγκ απολάμβανε να διαβάζει μεγαλόφωνα ιστορίες από την Εταιρεία Στάλκι και Σία και συχνά γελούσε έντονα με τα δικά του αστεία.

Ο Κίπλινγκ στη Νότια Αφρική
Νότια Αφρική
Στις αρχές του 1898, η οικογένεια Κίπλινγκ ταξίδεψε στη Νότια Αφρική για τις χειμερινές της διακοπές, ξεκινώντας μία ετήσια παράδοση που -με εξαίρεση το επόμενο έτος- κράτησε μέχρι το 1908. Πάντα έμεναν σ' ένα σπίτι στο Χρούτε Σκιρ, ιδιοκτησίας του Σέσιλ Ρόουντς (σήμερα είναι φοιτητική εστία του Πανεπιστημίου του Κέιπ Τάουν), σε κοντινή απόσταση από το αρχοντικό του Ρόουντς. Με τη νέα του φήμη ως Ποιητής της Αυτοκρατορίας, ο Κίπλινγκ έτυχε θερμής αποδοχής από μερικούς από τους πιο σημαίνοντες πολιτικούς της αποικίας, όπως τον Σέσιλ Ρόουντς, τον Σερ Άλφρεντ Μίλνερ και τον Λιάντερ Σταρ Τζέιμσον. Ο Κίπλινγκ καλλιέργησε τη φιλία τους και έφτασε να θαυμάσει τους άντρες και τις πολιτικές τους. Η περίοδος 1898-1910 ήταν ζωτικής σημασίας για την ιστορία της Νότιας Αφρικής καθώς περιελάμβανε τον Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς (1899-1902), την επακόλουθη συνθήκη ειρήνης και τη δημιουργία της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης το 1910. Πίσω στην Αγγλία, ο Κίπλινγκ έγραψε ποιήματα για την υποστήριξη των Βρετανών στον πόλεμο των Μπόερς και στην επόμενη επίσκεψή του στη Νότια Αφρική, στις αρχές του 1900, βοήθησε να ξεκινήσει μία εφημερίδα, The Friend (Ο Φίλος), για τα βρετανικά στρατεύματα που κατέλαβαν το Μπλουμφοντέιν, την πρωτεύουσα του Ελεύθερου Κράτους της Οράγγης. Αν και η δημοσιογραφική του θητεία επρόκειτο να διαρκέσει μόλις δύο εβδομάδες, ήταν η πρώτη απασχόληση του Κίπλινγκ σε εφημερίδα από τότε που έφυγε από την Pioneer στο Αλλαχαμπάντ πριν από περισσότερα από 10 χρόνια. Στην εφημερίδαThe Friend δημιούργησε μακροχρόνιες φιλίες με άλλους συγγραφείς. Έγραψε επίσης άρθρα εκφράζοντας τις απόψεις του για τον πόλεμο. Ο Κίπλινγκ έγραψε επίσης μία επιγραφή για το Μνημείο Πεσόντων στο Κίμπερλι.

Σάσσεξ
Το 1897, ο Κίπλινγκ μετακόμισε από το Τόρκι στο Ρότινγκντιν, στο ανατολικό Σάσσεξ, πρώτα στο Νορθ Εντ Χάουζ και αργότερα στο Ελμς. Το 1898 ενεπλάκη στη συζήτηση για τη βρετανική απάντηση στην ολοένα αυξανόμενη ναυτική δύναμη της Γερμανίας, δημοσιεύοντας μία σειρά άρθρων που συγκεντρώθηκαν στο A Fleet in Being. Σε μία επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1899, ο Κίπλινγκ και η κόρη του, Τζόζεφιν, έπαθαν πνευμονία, από την οποία πέθανε η Τζόζεφιν. Το 1901εκδόθηκε το μυθιστόρημα του Κίπλινγκ, Κιμ. Το 1902, ο Κίπλινγκ αγόρασε το Μπέιτμανς, ένα σπίτι που χτίστηκε το 1634 και βρίσκεται στο ανατολικό Σάσσεξ της Αγγλίας. Το Μπέιτμανς ήταν το σπίτι του Κίπλινγκ από το 1902 έως το θάνατό του το 1936. Το σπίτι, μαζί με τα γύρω κτίρια, το μύλο και 130.000 τετραγωνικά μέτρα, αγοράστηκε για 9.300 λίρες.

"Μια μέρα, παρά τις στρατιωτικές διαταγές, ο Κιμ σκαρφάλωσε 
πάνω σε ένα μεγάλο κανόνι που βρισκόταν απέναντι από το 
Μουσείο της Λαχόρης" (Κιμ)
Το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του
Η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα βρήκε τον Κίπλινγκ στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς του. Ο Κίπλινγκ άρχισε να συλλέγει υλικό για άλλο ένα κλασικό παιδικό βιβλίο, τις Απλές Ιστορίες Μόνον (Just So Stories), που εκδόθηκε το 1902, ένα χρόνο μετά την έκδοση του Κιμ.

Επίσης, έγραψε δύο διηγήματα επιστημονικής φαντασίας, το With the Night Mail (1905) και το As Easy As A. B. C (1912), τα οποία αμφότερα διαδραματίζονται στον 21ο αιώνα και διαβάζονται ως σύγχρονη σκληρή επιστημονική φαντασία. Το 1906 έγραψε το τραγούδι "Land of our Birth, We Pledge to Thee".

Το 1907, απονεμήθηκε στον Κίπλινγκ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τα βραβεία Νόμπελ είχαν θεσμοθετηθεί το 1901 και ο Κίπλινγκ ήταν ο πρώτος αγγλόφωνος παραλήπτης του βραβείου. Κατά την τελετή της απονομής στη Στοκχόλμη, η Σουηδική Ακαδημία εξήρε τόσο τον Κίπλινγκ όσο και τους τρεις αιώνες Αγγλικής λογοτεχνίας:

[...] Ο Κίπλινγκ μάς έχει δώσει περιγραφές πολλών διαφορετικών χωρών σε έντονες αποχρώσεις. Αλλά το γλαφυρό επιφαινόμενο δεν υπήρξε το κύριο στοιχείο του. Είχε πάντα, σε όλους τους τόπους, ένα ανδροπρεπές ιδανικό μπροστά του: πάντα να είναι «έτοιμος, αενάως έτοιμος στην κλήση του καθήκοντος» και στη συνέχεια, εν ευθέτω χρόνω, να «πάει στο Θεό σαν στρατιώτης». Η Σουηδική Ακαδημία, με την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, για το τρέχον έτος, στον Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, επιθυμεί να αποτίσει φόρο τιμής στη λογοτεχνία της Αγγλίας, τόσο πλούσια σε πολύπλευρα κλέη, και στη σημαντικότερη ιδιοφυία στο χώρο της αφήγησης που γέννησε αυτή η χώρα στους καιρούς μας.

Ο Κίπλινγκ εξέδωσε επίσης δύο συλλογές ποιημάτων και διηγημάτων: Puck of Pook's Hill (Ο Πακ από το Λόφο Πουκ, 1906) και Rewards and Fairies (1910). Η τελευταία περιείχε το ποίημα "Αν...". Το 1995, σε μία δημοσκόπηση του BBC, ψηφίστηκε ως το αγαπημένο ποίημα του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτή η προτροπή αυτοελέγχου και στωικότητας είναι αναμφισβήτητα το πιο διάσημο ποίημα του Κίπλινγκ.

Ο Κίπλινγκ έβλεπε με συμπάθεια τη στάση των Ιρλανδών Ενωτικών. Ήταν φίλος με τον Έντουαρντ Κάρσον, τον γεννημένο στο Δουβλίνο ηγέτη των Ενωτικών, ο οποίος σχημάτισε τη Δύναμη Εθελοντών του Όλστερ που αντιδρούσε στην αυτονομία της Ιρλανδίας και ζητούσε να παραμείνουν βρετανικές οι έξι κομητείες του Όλστερ. Το 1912, ο Κίπλινγκ έγραψε το ποίημα "Όλστερ" (Ulster) αντικατοπτρίζοντας αυτό το γεγονός. Επίσης, ο Κίπλινγκ ήταν ένθερμος αντίπαλος του Μπολσεβικισμού, θέση την οποία μοιράστηκε με το φίλο του, Χένρυ Ράιντερ Χάγκαρντ. Οι δυο τους είχαν συνδεθεί με στενή φιλία, σε μεγάλο βαθμό χάρη στις κοινές τους απόψεις, από τον καιρό που ο Κίπλινγκ έφτασε στην Αγγλία το 1889 και παρέμειναν φίλοι μέχρι το τέλος.

Ελευθεροτεκτονισμός
Σύμφωνα με το αγγλικό περιοδικό Masonic Illustrated (Τεκτονικά Εικονογραφημένα), ο Κίπλινγκ έγινε μασόνος περίπου το 1885, πριν από τη συνήθη ελάχιστη ηλικία των 21. Μυήθηκε στη Στοά Ελπίδας και Εγκαρτέρησης Νο 782 στη Λαχόρη. Αργότερα έγραψε στους Times: "Για μερικά χρόνια ήμουν Γραμματέας της Στοάς..., που περιελάμβανε Αδελφούς τουλάχιστον τεσσέρων δογμάτων. Μπήκα [ως μαθητευόμενος] από έναν Βραχμάνο Ινδό, πέρασα [στο βαθμό του Εταίρου] από έναν Μωαμεθανό και ανέβηκα [στο βαθμό του Διδάσκαλου] από έναν Άγγλο. Ο Εξωτερικός Φρουρός ήταν Ινδός Εβραίος". Ο Κίπλινγκ δεν έλαβε μόνο τους τρεις βαθμούς της πρώτης τάξης της Μασονίας αλλά και τους παράπλευρους τίτλους του Διδάσκαλου Τέκτονος του Σήματος και του Ναυτίλου της Βασιλικής Κιβωτού. Ο Κίπλινγκ αγάπησε τόσο τη μασονική του εμπειρία, ώστε απαθανάτισε τα ιδανικά του στο διάσημο ποίημά του "Η Μητέρα Στοά" (The Mother Lodge).

Ο θάνατος του γιου του στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
Κατά την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κίπλινγκ, όπως και πολλοί άλλοι συγγραφείς, έγραψε φυλλάδια όπου υποστήριζε με ενθουσιασμό τους στόχους του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο Κίπλινγκ περιφρονούσε εκείνους που απέφευγαν το στρατιωτικό τους καθήκον στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στάση που αποτύπωσε και στο"The New Army in Training" ("Ο Νέος Στρατός", 1915).

Η αγαλλίαση και ο θρίαμβος ήταν αυτά που είχε στο μυαλό του ο Κίπλινγκ όταν ενθάρρυνε ενεργά το νεαρό γιο του να πάει στον πόλεμο. Ο γιος του Κίπλινγκ, Τζον, σκοτώθηκε το 1915 στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Γαλλία, σε ηλικία 18 ετών. Ο Τζον αρχικά ήθελε να καταταγεί στο Βασιλικό Ναυτικό αλλά καθώς η αίτησή του απορρίφθηκε μετά από μία αποτυχημένη ιατρική εξέταση, που οφειλόταν στην κακή του όραση, επέλεξε να κάνει αίτηση να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία ως αξιωματικός. Αλλά και πάλι, η όρασή του αποτέλεσε θέμα κατά τη διάρκεια της ιατρικής του εξέτασης. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, προσπάθησε δύο φορές να στρατολογηθεί αλλά απορρίφθηκε. Ο πατέρας του ήταν μακροχρόνιος φίλος με τον Λόρδο Ρόμπερτς, διοικητή του βρετανικού στρατού και συνταγματάρχη των Ιρλανδών Φρουρών, και, μετά από αίτημα του Ράντγιαρντ, ο Τζον έγινε δεκτός στους Ιρλανδρούς Φρουρούς. Στάλθηκε σε μία μάχη στη Γαλλία, όπου τον είδανε για τελευταία φορά να παραπατάει τυφλά μέσα στη λάσπη, ουρλιάζοντας με αγωνία μετά από έκρηξη ενός βλήματος που του έσκισε το πρόσωπο. Ένα σώμα που προσδιορίστηκε επίσημα ως δικό του βρέθηκε το 1992, παρόλο που η αναγνώριση αυτή έχει αμφισβητηθεί.

Μετά το θάνατο του γιου του, ο Κίπλινγκ έγραψε: "If any question why we died / Tell them, because our fathers lied." ("Αν ρωτάτε γιατί πεθάναμε / πείτε τους, επειδή οι πατέρες μας είπαν ψέματα"). Πιθανολογείται ότι αυτά τα λόγια μπορεί να αποκαλύπτουν τα αισθήματα ενοχής του Κίπλινγκ για το ρόλο που έπαιξε στη στρατολόγηση του Τζον στους Ιρλανδούς Φρουρούς. Ο θάνατος του Τζον συνδέθηκε με το ποίημα του Κίπλινγκ "My Boy Jack" (1916) και κυρίως με το ομώνυμο θεατρικό έργο (1997) και την επακόλουθη τηλεοπτική μεταφορά (2007), καθώς και το ντοκιμαντέρ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ: Μια Ιστορία Μνήμης (Rudyard Kipling: A Remembrance Tale, 2006). Ωστόσο, το ποίημα δημοσιεύθηκε αρχικά σε μία ιστορία για τη Ναυμαχία της Γιουτλάνδης και φαίνεται να αναφέρεται σε ένα θάνατο στη θάλασσα, ενώ το όνομα "Τζακ" πιθανόν να αποτελεί αναφορά στον "Τζακ Ταρ", που ήταν ένας κοινός αγγλικός όρος για τους ναυτικούς, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Λέγεται ότι ο Κίπλινγκ προσπάθησε να κατευνάσει τη θλίψη του για το θάνατο του γιου του, διαβάζοντας μυθιστορήματα της Τζέιν Όστεν στη γυναίκα του και την κόρη του. Επιπλέον, έγραψε το βιβλίο The Fringes of the Fleet, περιλαμβάνοντας δοκίμια και ποιήματα πάνω σε διάφορα ναυτικά θέματα του πολέμου. Μερικά από τα ποιήματα μελοποιήθηκαν από τον Άγγλο συνθέτη Έντουαρντ Έλγκαρ.

Εν μέρει ως απάντηση στο θάνατο του Τζον, ο Κίπλινγκ εντάχθηκε στην Επιτροπή Πολεμικών Ταφών που ίδρυσε ο Φάμπιαν Γουέαρ, που είναι υπεύθυνη για τους βρετανικούς πολεμικούς τάφους που μοιάζουν με κήπους και βρίσκονται διάσπαρτοι κατά μήκος του πρώην Δυτικού Μετώπου αλλά και σε άλλες τοποθεσίες σ' όλο τον κόσμο, όπου έχουν ταφεί Βρετανοί στρατιώτες. Η πιο σημαντική συμβολή του Κίπλινγκ είναι η επιλογή της φράσης "Their Name Liveth For Evermore" (πρόκειται για την αγγλική απόδοση της βιβλικής φράσης "Το όνομα αυτών ζη εις γενεάς" από τη "Σοφία Σειράχ", κεφάλαιο ΜΔ 14), που είναι χαραγμένη στους Λίθους της Μνήμης των μεγαλύτερων πολεμικών ταφών, και της φράσης "Known unto God" για τις ταφόπλακες των άγνωστων στρατιωτών. Επέλεξε, επίσης, τη φράση "The Glorious Dead" στο Κενοτάφιο, στο Γουάιτχολ του Λονδίνου. Το διήγημα του Κίπλινγκ "Ο Κηπουρός" ("The Gardener") αναφέρεται σε επισκέψεις στα πολεμικά νεκροταφεία, και το ποίημα "Το Προσκύνημα του Βασιλιά" (1922) αναφέρεται σ' ένα ταξίδι που έκανε ο βασιλιάς Γεώργιος Ε΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, περιοδεύοντας τα νεκροταφεία και τα μνημεία που ήταν υπό κατασκευή από την Επιτροπή Πολεμικών Ταφών. Ο Κίπλινγκ έγραψε και μία δίτομη ιστορία των Ιρλανδών Φρουρών, του συντάγματος όπου υπηρέτησε ο γιος του, που εκδόθηκε το 1923.

Ο Κίπλινγκ έγινε φίλος μ' ένα Γάλλο στρατιώτη, τον Μορίς Αμονό (Maurice Hammoneau), ο οποίος σώθηκε από βέβαιο θάνατο στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο όταν μία σφαίρα σταμάτησε πάνω στο βιβλίο Κιμ που είχε στην αριστερή τσέπη του στήθους του. Ο στρατιώτης παρουσιάστηκε στον Κίπλινγκ με το βιβλίο (και τη σφαίρα ακόμα ενσωματωμένη) και το Σταυρό του Πολέμου (γαλλικό στρατιωτικό παράσημο) ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Συνέχισαν να αλληλογραφούν, και όταν ο Αμονό απέκτησε γιο ο Κίπλινγκ επέμενε να του επιστρέψει το βιβλίο και το παράσημο.

Με την αυξανόμενη δημοτικότητα του αυτοκινήτου, ο Κίπλινγκ έγινε ανταποκριτής στο βρετανικό Τύπο, γράφοντας με ενθουσιασμό για τα ταξίδια του στην Αγγλία και το εξωτερικό, παρόλο που συνήθως δεν οδηγούσε ο ίδιος αλλά σοφέρ. Καθώς σε μερικά από τα ποιήματά του και τα γραπτά του έκανε αναφορά στο έργο των μηχανικών, το 1922 αποδέχθηκε ενθουσιασμένος μία πρόταση από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο και βοήθησε στην ανάπτυξη μίας αξιοπρεπούς τελετής και υποχρέωσης για την αποφοίτηση των φοιτητών εφαρμοσμένης μηχανικής. Η τελετή πήρε επίσημα τον τίτλο "The Ritual of the Calling of an Engineer" και σήμερα απόφοιτοι μηχανικοί σε όλο τον Καναδά παρουσιάζονται με ένα σιδερένιο δαχτυλίδι στην τελετή ως υπενθύμιση της υποχρέωσής τους στην κοινωνία. Το 1922, ο Κίπλινγκ έγινε επίσης πρύτανης του Πανεπιστημίου Σεντ Άντριους στη Σκωτία, θέση τριετούς θητείας, και το 1927 βραβεύτηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Βασιλικής Λογοτεχνικής Εταιρείας.

Το 1934 δημοσίευσε ένα διήγημα στο περιοδικό Στραντ (Strand), με τίτλο "Proofs of Holy Writ", όπου θεωρούσε ότι ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ είχε βοηθήσει στη συγγραφή της αναθεωρημένης Βίβλου που εκδόθηκε επί Ιακώβου Α'.

Πολλοί έχουν αναρωτηθεί γιατί δεν του προσφέρθηκε ποτέ η θέση του Τιμημένου Ποιητή. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η θέση αυτή του προσφέρθηκε κατά τη διάρκεια της μεσοβασιλείας 1892-1896 και την αρνήθηκε.

Θάνατος
Ο Κίπλινγκ συνέχισε να γράφει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930, αλλά με βραδύτερο ρυθμό και με πολύ λιγότερη επιτυχία απ' ό,τι πριν. Πέθανε σε ηλικία 71 ετών από διάτρητο πεπτικό έλκος στις 18 Ιανουαρίου του 1936. Πριν το θάνατό του, ένα περιοδικό είχε ανακοινώσει εσφαλμένα το θάνατο του Κίπλινγκ και ο συγγραφέας έγραψε στο περιοδικό: "Μόλις διάβασα ότι είμαι νεκρός. Μη ξεχάσετε να με διαγράψετε από τη λίστα των συνδρομητών".

Ανάμεσα στους ανθρώπους που σήκωσαν το φέρετρο του Κίπλινγκ ήταν ο ξάδελφός του και πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Στάνλεϊ Μπάλντουιν, ενώ το μαρμάρινο φέρετρο ήταν καλυμμένο με τη βρετανική σημαία. Ο Κίπλινγκ αποτεφρώθηκε στο κρεματόριο Γκόλντερς Γκριν, στο βορειοδυτικό Λονδίνο, και οι στάχτες του θάφτηκαν στη Γωνιά των Ποιητών, μέρος του νότιου εγκάρσιου κλίτους του Αββαείου του Ουέστμινστερ, δίπλα από τους τάφους του Κάρολου Ντίκενς και του Τόμας Χάρντι.

Το 2010 η Διεθνής Αστρονομική Ένωση ενέκρινε να δοθεί το όνομα του Κίπλινγκ σε έναν κρατήρα του πλανήτη Ερμή. Το 2012 ένα εξαφανισμένο είδος κροκόδειλου ονομάστηκε Goniopholis kiplingi, προς τιμήν του Κίπλινγκ "σε αναγνώριση για τον ενθουσιασμό του για τις φυσικές επιστήμες".

Η φήμη του μετά θάνατον
Διάφοροι συγγραφείς, και κυρίως ο Έντμουντ Κάντλερ, επηρεάστηκαν έντονα από τη γραφή του Κίπλινγκ. Ο Τόμας Στερνς Έλιοτ, ένας πολύ διαφορετικός ποιητής, επιμελήθηκε του A Choice of Kipling's Verse (1943), αν και σχολίασε ότι ο Κίπλινγκ "θα μπορούσε να γράψει σπουδαία ποίηση σε ορισμένες περιπτώσεις, έστω κι αν μόνο κατά λάθος". Οι ιστορίες του Κίπλινγκ τυπώνονται ακόμα και σήμερα και έχουν κερδίσει επαίνους από διαφορετικούς συγγραφείς, όπως ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Τζορτζ Όργουελ και ο Ράνταλ Τζάρελ, ο οποίος έγραψε ότι "Αφού έχεις διαβάσει τις 50 ή 75 καλύτερες ιστορίες του Κίπλινγκ, συνειδητοποιείς ότι λίγοι άνθρωποι έχουν γράψει τόσες πολλές ιστορίες μεγάλης αξίας και ότι πολύ λίγοι έχουν γράψει περισσότερες και καλύτερες ιστορίες".

Οι παιδικές του ιστορίες παραμένουν δημοφιλείς και τα Βιβλία της Ζούγκλας έχουν γυριστεί σε ταινίες. Η πρώτη γυρίστηκε με παραγωγό τον Σάντορ Κόρντα ενώ άλλες ταινίες γυρίστηκαν με παραγωγό την Walt Disney Company. Ένας αριθμός ποιημάτων του μελοποιήθηκαν από τον Πέρσι Γκρέιντζερ. Μία σειρά ταινιών μικρού μήκους βασίστηκε σε κάποιες από τις ιστορίες του και μεταδόθηκε από το BBC το 1964. Το έργο του Κίπλινγκ εξακολουθεί να είναι δημοφιλές σήμερα.

Το όνομά του αναφέρεται συχνά στις συζητήσεις των σύγχρονων πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει σημειωθεί ένα διαρκές ενδιαφέρον για τον Κίπλινγκ από τότε που η χώρα έχει εμπλακεί στο Αφγανιστάν και σε άλλες περιοχές για τις οποίες έγραψε.

Σχέσεις με τον προσκοπισμό
Οι συνδέσεις του Κίπλινγκ με τα κινήματα του Προσκοπισμού ήταν ισχυρές. Ο Ρόμπερτ Μπέηντεν-Πάουελ, ο ιδρυτής του Προσκοπισμού, χρησιμοποίησε πολλά θέματα από τα Βιβλία της Ζούγκλας και τον Κιμ για τη δημιουργία των Λυκόπουλων. Αυτές οι συνδέσεις εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα. Η κίνηση των Λυκόπουλων πήρε το όνομά της από την οικογένεια των λύκων που υιοθέτησε το Μόγλη και οι ενήλικοι βοηθοί των Λυκόπουλων υιοθετούν ονόματα παρμένα από Το Βιβλίο της Ζούγκλας, και ιδιαίτερα ο αρχηγός των ενήλικων που ονομάζεται Ακέλας, από τον αρχηγό της αγέλης των λύκων.

Το Μπέιτμανς, το σπίτι του Κίπλινγκ στο ανατολικό Σάσσεξ, 
σήμερα είναι δημόσιο μουσείο αφιερωμένο στο συγγραφέα.
Το σπίτι του Κίπλινγκ
Μετά το θάνατο της συζύγου του Κίπλινγκ το 1939, το σπίτι του, το "Μπέιτμανς" στο ανατολικό Σάσσεξ της Αγγλίας, όπου έζησε από το 1902 μέχρι το 1936, κληροδοτήθηκε στην Εθνική Πίστη για Μέρη Ιστορικού Ενδιαφέροντος ή Φυσικού Κάλλους (National Trust for Places of Historic Interest or Natural Beauty) και τώρα είναι δημόσιο μουσείο αφιερωμένο στο συγγραφέα. Η Έλσι, το μόνο παιδί του που έζησε μέχρι τα γεράματα, πέθανε άτεκνη το 1976 και κληροδότησε τα πνευματικά δικαιώματά της στη National Trust.

Ο μυθιστοριογράφος και ποιητής Κίνγκσλεϊ Έιμις έγραψε ένα ποίημα με τίτλο "Ο Κίπλινγκ στο Μπέιτμανς" μετά την επίσκεψή του στο σπίτι του Κίπλινγκ (ο πατέρας του Έιμις είχε ζήσει για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην ίδια περιοχή κατά τη δεκαετία του 1960). Ο Έιμις και ένα τηλεοπτικό συνεργείο του BBC πήγαν να κάνουν μία ταινία μικρού μήκους για μία σειρά ταινιών για συγγραφείς και τα σπίτια τους.

Το 2003, ο ηθοποιός Ρέιφ Φάινς διάβασε αποσπάσματα από έργα του Κίπλινγκ από το γραφείο του συγγραφέα στο Μπέιτμανς, συμπεριλαμβανομένων του "Βιβλίου της Ζούγκλας", "Κάτι Από τη Ζωή Μου", "Κιμ" και "Απλές Ιστορίες Μόνον", και ποιημάτων, συμπεριλαμβανομένου του "Αν..." και του "My Boy Jack", για ένα CD που εκδόθηκε από τη National Trust.

Η φήμη του στην Ινδία
Στη σύγχρονη Ινδία, απ' όπου ο Κίπλινγκ εμπνεύστηκε μεγάλο μέρος του υλικού του, η φήμη του παραμένει αμφιλεγόμενη, ιδίως μεταξύ των σύγχρονων εθνικιστών και μερικών μετα-αποικιακών κριτικών. Άλλοι σύγχρονοι Ινδοί διανοούμενοι έχουν μια πιο διαφοροποιημένη άποψη για το έργο του. Ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, ο πρώτος πρωθυπουργός της ανεξάρτητης Ινδίας, περιέγραφε πάντα το βιβλίο του Κίπλινγκ "Κιμ" ως το αγαπημένο του βιβλίο.

Εξώφυλλα δύο βιβλίων του Κίπλινγκ από το 1919 (αριστερά) και 1930 (δεξιά)
Αριστερόστροφος αγκυλωτός
σταυρός
Η σβάστικα σε παλιές εκδόσεις
Πολλές παλιότερες εκδόσεις βιβλίων του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ έχουν μία σβάστικα τυπωμένη στο εξώφυλλο, συνδυασμένη με την εικόνα ενός ελέφαντα που φέρει ένα λουλούδι. Η χρήση της σβάστικας από τον Κίπλινγκ βασίστηκε στο ινδικό σύμβολο του ήλιου που φέρνει καλή τύχη και στην αντίστοιχη σανσκριτική λέξη που σημαίνει "τυχερός" και "ευημερία". Ο Κίπλινγκ χρησιμοποιούσε το σύμβολο της σβάστικας και με τους δύο προσανατολισμούς (αριστερόστροφη και δεξιόστροφη). Όταν στη Γερμανία ήρθαν στην εξουσία οι Ναζί και σφετερίστηκαν τη σβάστικα, ο Κίπλινγκ έδωσε την εντολή να μην κοσμεί πλέον τα βιβλία του. Στις 6 Μαΐου του 1935, ο Κίπλινγκ έδωσε μία ομιλία (με τίτλο "Μία Ανυπεράσπιστη Νήσος") στη Βασιλική Εταιρεία του Αγίου Γεωργίου προειδοποιώντας για τον κίνδυνο που αποτελούσε για τη Μεγάλη Βρετανία η Ναζιστική Γερμανία.

Κριτική
Οι ιδέες του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ όχι μόνο έκαναν αίσθηση στο λογοτεχνικό κόσμο, αλλά παρώτρυναν και επηρέασαν το βρετανικό ιμπεριαλισμό. Ο Κίπλινγκ επιδόθηκε τόσο στον έμμετρο λόγο όσο και στον πεζό. Η επιτυχία του σαν μυθιστοριογράφου οφείλεται στις ζωντανές του περιγραφές και στο δημιουργικό μυαλό του. Περιβάλλει τις ιστορίες του με μια μυστηριώδη μαγική ατμόσφαιρα, είτε αυτές διαδραματίζονται στην Ινδία ή στην Αφρική, είτε στην Αγγλία ή στους ωκεανούς. Οι ήρωές του έχουν ποικίλους χαρακτήρες και αυτό είναι αποτέλεσμα της γνωριμίας του με πολλούς ανθρώπους απ' όλο τον κόσμο. Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ ταξίδεψε πολύ. Όμως δεν επισκέφτηκε απλώς αυτά τα μέρη, αλλά φεύγοντας πήρε μαζί του ένα κομμάτι από το καθένα μέσα στη ψυχή του. Ο κόσμος για τον Κίπλινγκ ήταν ένας αργαλειός, πάνω στον οποίο ύφαινε τα διηγήματά του γύρω από ανθρώπους, ζώα, πελάγη και τόπους.

Ο Κίπλινγκ θεωρείται από τους κορυφαίους στιλίστες της αγγλικής γλώσσας. Τα ποιήματά του είναι αριστοτεχνικός συνδυασμός λέξεων και ρυθμών, γεμάτα μελωδικούς τόνους και πατριωτικές δονήσεις. Η ποίησή του διαπνέεται από πνεύμα μυστικισμού, όμως αγγλοσαξωνικού μυστικισμού, που υπαγορεύει θετική ενέργεια προς επικράτηση των Βρετανών ως εκλεκτού λαού του Θεού. Στα δε μυθιστορήματά του συναντάται η αποικιοκρατική έπαρση βλέμματος με την τρυφερότητα λόγου και την ανάγκη καθημερινής δικαιοσύνης και ρυθμικής αντοχής που επιβάλλει στον άνθρωπο η ζωή έξω από τα τοπία των πόλεων.

Παρόλο που πολλοί καταλογίζουν στο έργο του, όχι παντελώς αναίτια, σοβινισμό και διάθεση εξωραϊσμού της αποικιοκρατίας, στην πραγματικότητα δεν λείπουν οι κριτικές βολές του Κίπλινγκ κατά του αποικιοκρατικού συστήματος.

ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Ο έλεγχος στο Norman Atlantic προειδοποιούσε για σοβαρές ελλείψεις ... (video)

Έλεγχος στο «Norman Atlantic» προειδοποιούσε για σοβαρές ελλείψεις στην ασφάλεια/Ανακοίνωση ναυτεργατικών σωματείων
Σοβαρές ελλείψεις στους τομείς της πυρασφάλειας αλλά και στη διαχείριση των επιβατών του πλοίου σε περίπτωση κινδύνου, εντόπισε -μεταξύ άλλων ελλείψεων- ο έλεγχος που έγινε στο «Norman Atlantic» στις 19 Δεκέμβρη 2014 από τις Λιμενικές Αρχές στην Πάτρα.

Ο 902.gr παρουσιάζει το έγγραφο, που έφεραν στη δημοσιότητα οι καταγγελίες ναυτεργατικών σωματείων, με τις πολύ σοβαρές παρατηρήσεις που αφορούν την αξιοπλοΐα του εν λόγω πλοίου και έχει αναρτηθεί στο σύστημα «EQUASIS» (www.equasis.org).

Ο έλεγχος έφερε στην επιφάνεια μία σειρά ελλείψεις ανά κατηγορία ασφαλείας. Συγκεκριμένα:

Στον τομέα «Πιστοποίηση/Έγγραφα» μία έλλειψη που αφορά το σχέδιο για την εκκένωση του πλοίου σε περίπτωση κινδύνου (SAR Co-operation plan for passenger ships).

Στον τομέα «Συστήματα εκτάκτου ανάγκης», την έλλειψη φωτισμού εκτάκτου ανάγκης.

Στην «Πυροπροστασία» σημειώνεται έλλειψη πυρίμαχων θυρών, δύο ελλείψεις σημειώνονται στον τομέα των «Σωστικών Μέσων», ενώ καταγράφεται και πρόβλημα στο κλείσιμο των υδατοστεγών θυρών.
VIDEO

Εγκληματική «αβάντα» στους εφοπλιστές
Όπως προκύπτει από το έγγραφο, όλες οι ελλείψεις που εντοπίστηκαν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε αυτό το ναυτικό ατύχημα που εξέθεσε σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή εκατοντάδων επιβατών και ναυτικών. Παρόλα αυτά ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας επιχείρησε να δικαιολογήσει την ιδιοκτήτρια εταιρεία, υποστηρίζοντας ότι δεν είχε εκπνεύσει η 15ημερη προθεσμία που είχε προκειμένου να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις. Ωστόσο η πραγματικότητα απέδειξε, ότι αυτή η «περίοδος χάριτος» προς τους εφοπλιστές για να συμμορφώνονται με τους κανόνες ασφάλειας, όχι μόνο δεν έχει καμία λογική, αλλά βάζει σε άμεσο κίνδυνο τις ζωές εκατοντάδων ανθρώπων, ανά πάσα στιγμή...
Ανακοίνωση των ναυτεργατικών σωματείων για το «Norman Atlantic»

Σε ανακοίνωσή τους τα ναυτεργατικά Σωματεία ΠΕΜΕΝ, ΣΤΕΦΕΝΣΩΝ, Μαγείρων και Πληρωμάτων Ναυαγωσωστικών - Ρυμουλκών για το πλοίο «Norman Atlantic» τονίζουν:

«Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι το κυνηγητό του κέρδους των εφοπλιστών δεν συμβιβάζεται με τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα.

Όπως έχει αποκαλυφθεί πίσω από τα τραγικά ναυάγια, πυρκαγιές κ.ά. βρίσκονται σοβαρές παραλήψεις της αξιοπλοΐας των πλοίων, με οδυνηρές συνέπειες για τους επιβάτες και τους ναυτεργάτες.

Με την πυρκαγιά που ξέσπασε το ξημέρωμα της Κυριακής 28 Δεκέμβρη 2014, στο γκαράζ του πλοίου «NORMAN ATLANTIC» με ιταλική σημαία, πλοιοκτησίας «VISEMAR DI NAVIGAZIONE SRL», έχει ναυλωθεί από την «ΑΝΕΚ», τέθηκε σε κίνδυνο η ζωή των 478 επιβαινόντων στο πλοίο.

Το γεγονός αυτό έχει γεννήσει πολύ σοβαρά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν με ακρίβεια και να ελεγχθεί αυστηρά η τήρηση των κανόνων ασφαλούς ναυσιπλοΐας και προστασίας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα.

Πρώτο, ποιες είναι οι πραγματικές αιτίες της πυρκαγιάς, αν λειτούργησαν τα μέσα πυρόσβεσης, αν υπήρχε η αναγκαία στεγανότητα του πλοίου και γιατί δεν έγινε δυνατόν να αντιμετωπιστεί η πυρκαγιά από την αρχή;

Δεύτερο, με δεδομένο ότι κάθε καθυστέρηση σε περίπτωση πυρκαγιάς εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για τη ζωή των επιβαινόντων, γιατί ενώ η πυρκαγιά εκδηλώθηκε στις 4 περίπου το ξημέρωμα της Κυριακής 28 Δεκέμβρη, απομακρύνθηκαν μόνο 150 επιβάτες με σωσίβιες λέμβους και παρέμεινε στο πλοίο μεγάλος αριθμός επιβαινόντων, σε μια περιοχή (ανοικτά της Κέρκυρας) που μπορούν, παρά τις συγκεκριμένες (χωρίς υπερβολές) άσχημες καιρικές συνθήκες, να συμβάλλουν έγκαιρα στην επιχείρηση διάσωσης παραπλέοντα πλοία, πολεμικά πλοία, ρυμουλκά ανοικτής θαλάσσης και ελικόπτερα παντός καιρού;

Τρίτο, Ποιο είναι το ιστορικό του πλοίου, αν είναι μετασκευασμένο οχηματαγωγό, αν δικαιολογείται η παρουσία τόσο μεγάλου αριθμού επιβατών και οχημάτων, αν η οργανική σύνθεση του πλοίου κάλυπτε τις ανάγκες, και αν ήταν επαρκή και λειτούργησαν τα μέσα διάσωσης;

Τέταρτο, Ποιο είναι το ιστορικό των ελέγχων του πλοίου, πως αντιμετωπίστηκαν οι παρατηρήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια του ελέγχου στις 19 Δεκεμβρίου 2014 από τις Λιμενικές Αρχές στην Πάτρα, που έχουν αναρτηθεί στο σύστημα "EQUASIS"(www.equasis.org), παρατηρήσεις πολύ σοβαρές που αφορούν την αξιοπλοΐα του «NORMAN ATLANTIC».

Σε κάθε περίπτωση η πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στο πλοίο «NORMAN ATLANTIC», ο κίνδυνος για τη ζωή των 478 επιβαινόντων και οι όποιες παραλήψεις στην τήρηση των κανόνων ασφαλείας, θέτουν με επιτακτικό τρόπο την άμεση πραγματοποίηση συστηματικού ελέγχου στα επιβατικά πλοία για την τήρηση των κανόνων προστασίας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα.

Το πρώτο ζήτημα που προέχει είναι η χρησιμοποίηση όλων των μέσων και τρόπων για τη διάσωση των επιβαινόντων στο επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο «NORMAN ATLANTIC», δεν χωρά άλλη καθυστέρηση, οι ευθύνες είναι μεγάλες».

ΠΗΓΗ: http://leninreloaded.blogspot.gr/

ΙΣΤΟΡΙΑ: Έτος 1 μ.Χ. τί συνέβαινε;


Ο Χρόνος, που μας φαίνεται με ποτάμι που κυλά, δεν είναι παρά ένα αχανές και στατικό τοπίο. Εκείνο που κινείται δεν είναι παρά το μάτι του θεατή». Thornton Wilder, «Η όγδοη μέρα της Δημιουργίας».

Τα χρόνια που διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο, όπως και οι αποφασιστικές μάχες, συνιστούσαν ανέκαθεν προσφιλές για τους ιστορικούς θέμα. Το γιατί, γίνεται φανερό για ορισμένα από αυτά τα έτη – 1453, 1789, 1914: οι καλά πληροφο­ρημένοι της εποχής ένιωθαν ότι κάτι σημαντικό συ­νέβαινε, παρ’ όλο που δεν μπορούσαν να προβλέ­ψουν όλες τις συνέπειές του. Συχνότερα, ωστόσο, οι μεγάλες ιστορικές διεργασίες ξεκινούν άδηλα και μόνον πολύ αργότερα, κοιτώντας πίσω, είναι εφικτό να εντοπιστεί η κρίσιμη ημερομηνία. Τέτοιο έτος είναι το Έτος 1. Μάλιστα, από όλα τα σημαντικά έ­τη της Ιστορίας είναι το πλέον περίεργο, διότι ου­δείς ζων την εποχή εκείνη αλλά και αιώνες αργό­τερα είχε την παραμικρή ιδέα ότι εκείνο το έτος ή­ταν το Έτος 1. Εάν ποτέ αναφέρονταν στο έτος αυτό, εννοούσαν το έτος κατά το οποίο δημιουργήθηκε ο κόσμος, και όχι ό,τι εμείς εννοούμε με το1 A. D. (Anno Domini: Έτος του Κυρίου μας ή μ.Χ.)


Ιησούς

Για παράδειγμα, τι έτος αναγραφόταν σε ένα πι­στοποιητικό γεννήσεως, σε μια συμβολαιογραφική πράξη γάμου, σε μια εμπορική συμφωνία που συ­ντάχθηκαν το Έτος 1; Στο ερώτημα αυτό δεν μπο­ρούμε να δώσουμε μία και μόνη απάντηση, καθώς για τις περισσότερες δραστηριότητες της καθημερι­νής ζωής γινόταν χρήση ημερομηνιών ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος και πλάτος του κόσμου. Στη Ρώμη ένα συμβόλαιο θα μπορούσε να έχει ημερο­μηνία «επί υπατείας του Ιουλίου Καίσαρα, γιου του Αυγούστου και του Αιμιλίου Παύλου, γιου του Παύ­λου». Σε άλλα σημεία του κόσμου τα έτη καθορίζο­νταν από τις βασιλείες ή από τη θητεία ντόπιων αρ­χόντων και ιερέων.
Σε μας όλα αυτά μπορεί να φαίνονται χαώδη, καθώς είμαστε συνηθισμένοι σε ένα συνεχές, σταθερό ημερολόγιο, το οποίο λίγο πολύ χρησιμοποιείται σε όλον τον κόσμο, αλλά τελικά (εκείνο το σύστημα) ήταν αρκετά λειτουργικό. Μόνον οι λόγιοι αντιμετώπιζαν σύγχυση, αυτοί που απαιτούσαν ακριβή απάντηση στην ερώτηση «πόσο χρόνο πριν» ή εκείνοι που επιθυμούσαν να συγχρονίσουν τα γεγονότα στην ελληνική και ρωμαϊκή Ιστορία. Προς ικανο­ποίησή τους εφευρέθηκαν αρκετά συστήματα.
Στη Ρώμη, οι λόγιοι μετρούσαν συχνά τα γεγονότα από τη θρυλούμενη ίδρυση της πόλης του Ρωμύλου, το έτος που έχουμε ονομάσει 753 π.Χ. Στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαν μονάδες χρονικών περιόδων ανά 4 χρόνια, τις Ολυμπιάδες, αρχίζοντας από τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες το 776 π.Χ. Στα δύο αυτά συστήματα, το Έτος 1 ήταν αντίστοιχα το 754 από κτήσεως Ρώμης (AB URBE CONDITA) και το πρώ­το έτος της 195ης Ολυμπιάδας.
Κανένα σύστημα δεν ήταν επίσημο: κάθε λόγιος και ιστορικός ήταν ελεύθερος να επιλέξει εκείνο που προτιμούσε, ένα μόνο ή συνδυασμό. Ως εκ τούτου δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι Χριστιανοί χρειάστηκαν πολύ χρόνο για να διαμορφώσουν και να εισαγάγουν δικό τους σύστημα. Η τιμή ανήκει σε έναν ανατολικό ελληνόφωνο μοναχό, τον Διονύσιο το Μικρό, που έζησε στη Ρώμη στο πρώτο μισό του έκτου αιώνα.
Αυτός υπολόγισε ότι ο Χρι­στός γεννήθηκε το 754 από κτίσεως Ρώμης, ονόμασε το έτος αυτό anno Domini (a.D.) «Έτος του Κυρίου μας» (μ.Χ) και μέτρησε τα έτη που προηγήθηκαν του συγκεκριμένου έτους ως τόσα ante Christum «προ Χριστού». Η μέτρησή του ήταν ελαφρώς ανακριβής. Οι μόνες πραγματικές ενδείξεις υπάρχουν σε δύο από τα τέσσερα Ευαγγέλια και δυστυχώς είναι συγκρουόμενες και ασυμβίβαστες. Αν ο Ματθαίος ορθώς ορίζει την ημερομηνία της εξόδου προς την Αίγυπτο, τότε ο Ιησούς γεννήθηκε λίγο πριν ή κατά το τελευταίο έτος της βασιλείας του Ηρώδη του Μεγάλου, ο οποίος πέθανε το 4 π.Χ. Εάν όμως ο Λουκάς έχει δίκιο, συνδέοντας τη Γέννηση με μια απογραφή – «Όλοι πήγαν να εγ­γραφούν, ο καθείς στην πόλη του»- τότε η ημερο­μηνία θα πρέπει να είναι το6 a.D. (μ.Χ.) ή ίσως και το7 a.D. Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις το1 a.D. δεν θεωρείται πιθανό.
Ωστόσο, το χρονολογικό σύστημα του Διονυσίου επεκτάθηκε σταδιακά, πρώτα στη Δύση και με πιο αργούς ρυθμούς στην Ανατολή, μέχρι που καθιερώθηκε σχεδόν ανά την υφήλιο. Το Έτος 1 – όποιο κι αν ήταν – κατέστη σημαντικό έτος, για πολλούς το σημαντικότερο της Ιστορίας. Εάν το 6 a.D. είναι το ορθό έτος, τότε ο Ιησούς γεννήθηκε στην νεοϊδρυθείσα ρωμαϊ­κή επαρχία της Ιουδαίας. Τη χρονιά αυτή, οι Ρωμαίοι καθαίρεσαν τον γιο του Ηρώδη Αρχέλαο, κατέλαβαν την Ιουδαία και έστειλαν εκεί τον κυβερνήτη της Συρίας Κυρήνιο, ο οποίος έλαβε διαταγή να οργανώσει την πρώτη απογραφή. Η Γαλιλαία, από την άλλη, αφέθηκε ελεύθερη να συνεχίσει υπό την εξουσία της οικογένειας του Ηρώδη για ακόμη μία γενεά.
Η αρκετά περίπλοκη αυτή πολιτική κατάσταση δεν ήταν πρωτόγνωρη για τις επαρχίες στο ανατολικό σύνορο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου η πολιτική της αυτοκρατορίας ταλαντευόταν ανάμεσα στη στήριξη των τοπικών πελατών – βασιλέων και την απευθείας διακυβέρνηση. Στο κάτω κάτω η Παλαιστίνη ήταν πολύ μακριά από τη Ρώμη και, πολύ πιο κοντά, στην πατρίδα, τα προβλήματα ήταν πιεστικά: εκείνη την εποχή μεγάλες δυνάμεις ήταν απασχολημένες με την επιχείρηση ενσωμάτωσης του γερμανικού εδάφους μεταξύ Ρήνου και Έλβα. Εξολοθρεύτηκαν τελικά το9 a.D. με μια προδοτική ενέδρα του Αρμινίου, ενός Γερμανού λήσταρχου που είχε υπηρετήσει στα ρωμαϊκά βοηθητικά στρατεύματα και του είχε δοθεί τιμητικά η ρωμαϊκή υπηκοότητα.
Η καταστροφή αυτή, στο Δάσος του Τόιτεμπουργκ, προκάλεσε τελικά τη μετατόπιση του βορείου συνόρου της αυτοκρατορίας στη γραμμή Ρήνου – Δούναβη, η οποία αργότερα μεταβλήθηκε αρκετές φορές για να περιλάβει και τη Βρετανία μετά την κατάληψή της. Δυτικό σύνορο ήταν ο Ατλαντικός Ωκεανός και νότιο τα Όρη του Άτλαντα, η Σαχάρα και οι καταρράκτες του Νείλου – παρ’ ότι πολλά από τα τμήματα της βόρειας Αφρικής είχαν πανομοιότυπη μεταβλητή πολιτική ιστορία όπως η Ιουδαία.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια αυτοκρατορία με τη στενότερη δυνατή έννοια του όρου. Ο «ρω­μαϊκός λαός» – δηλαδή οι Ρωμαίοι πολίτες, που ήταν κατά το μάλλον συγκεντρωμένοι στη Ρώμη και την κεντρική και βόρεια Ιταλία – εξουσίαζαν όλους τους υπολοίπους ως υποτελείς. Η αυτοκρατορία εκτός Ιταλίας ήταν χωρισμένη στις ούτω καλούμενες provinciae, που δεν ήταν επαρχίες κατά τον τρόπο που σήμερα το Οντάριο είναι επαρχία του Καναδά, αλλά μάλλον αποικίες, όπως η Ινδία ή η Νιγηρία ήταν βρετανικές αποικίες πριν κερδίσουν την ανεξαρτησία τους. Η συνολική επιφάνεια της αυτοκρατορίας το1 a.D. ήταν περίπου 1.250.000 τετραγωνικά μίλια με πληθυσμό ίσως 60.000.000.


Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 395 μ. Χ. (Historical Atlas by William R. Shepherd, 1911).

Είναι άκρως αμφίβολο εάν οποιοσδήποτε εντός ή εκτός της διοίκησης ήξερε τον πραγματικό αριθμό του πληθυσμού. Απογραφές γίνονταν, αλλά σε άτακτα διαστήματα, σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές επαρχίες. Αποκλειστικός δε στόχος των απογραφών ήταν να ενημερώσουν τους φορολογικούς καταλόγους: ο φοροσυλλέκτης μαζί με το στρατιώτη ήταν ο πλέον εμφανής και πανταχού παρών σύνδεσμος μεταξύ των επαρχιών και της Ρώμης.
Η Ρώμη είχε αρχίσει κιόλας από τον 3ο αιώνα π.Χ. την κατάκτηση επαρχιών και η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε παρά το δεύτερο αιώνα της χριστιανικής εποχής. Τα κίνητρα της επέκτασης της αυτοκρατορίας είναι συχνά παραπλανητικά, διότι η άμυνα και η στρατηγική μπορούν με εύσχημο τρόπο να προβληθούν ως δικαιολογία: όσο περισσότερο επεκτείνονται τα σύνορα τόσο μειώνονται και οι απειλές – πραγματικές ή φανταστικές. Αλλά στην αρχαιότητα γενικώς και μεταξύ των Ρωμαίων ειδικότερα, φαίνεται πως η προσπάθεια συγκάλυψης ή άρνησης της (ιμπεριαλιστικής) εκμετάλλευσης από πλευράς αυτοκρατορίας ήταν πολύ μικρότερη από ό,τι στους σύγχρονους καιρούς.
Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι που ευλαβώς προβάλλονταν για την κατάκτηση και την ενσωμάτωση (εδαφών) σε διάφορες χρονικές στιγμές, το δικαίωμα άμεσης αποκόμισης ωφελημάτων από τα κατακτημένα εδάφη ήταν αβίαστα αναγνωρισμένο. Αυτό σήμαινε όχι μόνον κρατικούς φόρους – σε αγαθά, υπηρεσίες και κεφάλαια – αλλά συχνά και σημαντικά ατομικά εισοδήματα, νόμιμα ή παράνομα, για τους ανώτατους αξιωματούχους και τα μέλη των συντεχνιών είσπραξης φόρων. Η Ρώμη είχε συμφέρον να διατηρεί την αυτοκρατορία της ειρηνική και πειθαρχημένη με όσο το δυνατόν αποτελεσματικές τοπικές διοικήσεις. Για την επιτυχία αυτού του τελευταίου, εξαρτιόταν κυρίως από τις τοπικές ηγετικές τάξεις – αφού δεν είχε ανθρώπους δικούς της – οι οποίες έπαιζαν συνήθως το φιλορωμαϊκό εξισορροπητικό ρόλο για την αποτροπή μιας εξέγερσης.
Από την αρχή της επέκτασης της Ρώμης, οι ταγοί της είχαν υιοθετήσει την πολιτική της μέγιστης δυνατής μη παρέμβασης σε κοινωνικούς και πολιτιστικούς θεσμούς, όχι τόσο ορμώμενοι από την ευρεία θεωρία ή την αρχή της ανοχής, αλλά από μια πολύ πιο απλή σκέψη. Ποιος ο λόγος να ασχοληθούμε; Η Ρώμη δεν είχε καμία «αποστολή» – ο μύθος αυτός καθιερώθηκε αναδρομικά, πολύ αργότερα. Η Ρώμη ήθελε να διοικεί αποτελεσματικά και επανειλημμένως διαπίστωνε ότι η ελάχιστη επέμβαση την αποζημίωνε. Παρ’ όλο που ο Ρωμαίος έπαρχος διατήρησε στην ουσία απόλυτη εξουσία και δεν δίσταζε να τη χρησιμοποιεί όποτε το έκρινε αναγκαίο, όπως όταν επέβαλε τη θανατική ποινή. Υπό κανονικές συνθήκες, οι καθημερινές ζωές πάρα πολλών ανθρώπων ελάχιστα επηρεάζονταν από τη ρωμαϊκή διακυβέρνηση. Αυτό ίσχυε σε μεγάλο βαθμό στα ανατολικά τμήματα της αυτοκρατορίας, που είχαν αναπτυγμένο πολιτισμό πολύ πριν έρθουν οι Ρωμαίοι. Οι περιοχές αυτές παρέμειναν διαφορετικές – μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τη Δύση- τόσο διαφορετικές όσο ήταν και την εποχή της ανεξαρτησίας τους.
Το ημερολόγιο είναι τελείως συμπτωματικό, το ίδιο και η γλώσσα. Φυσικά τα λατινικά ήταν η επίσημη γλώσσα του ρωμαϊκού κράτους. Δεν ήταν όμως η γλώσσα που μιλιόταν στην Ανατολή ή ακόμη και σε ορισμένες περιοχές της Δύσης όπως η Σικελία και η Λιβύη. Εκεί, οι ηγετικές τάξεις και οι διανοούμενοι μιλούσαν, έγραφαν και σκέπτονταν στα ελληνικά, οι δε υπόλοιποι στη μητρική γλώσσα τους – σε ορισμένα μέρη ελληνικά, σε άλλα αραμαϊκά ή αιγυπτικά κ.λπ. Οι μορφωμένοι Ρωμαίοι γνώριζαν σε κάποιο βαθμό τα ελληνικά, αλλά οι ισότιμοί τους στις ανατολικές επαρχίες σπανίως έμπαιναν στον κόπο να μάθουν λατινικά εξίσου καλά.
Όταν ο Ιώσηπος – γόνος μιας ιουδαϊκής ιερατικής οικογένειας, με υψηλή μόρφωση, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιουδαία – έγραψε το «Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου», φιλορωμαϊκή μαρτυρία από την πτώση της Ιερουσαλήμ στα χέρια των Ρωμαίων και την καταστροφή του Να­ού το70 a.D., η πρώτη εκδοχή του διατυπώθηκε στα αραμαϊκά και η δεύτερη στα ελληνικά.
Ο Ιώσηπος ήταν Φαρισαίος και γι’ αυτόν οι φαύλοι του λαού του ήταν οι ζηλωτές, οι οποίοι υποδαύλισαν και ηγήθηκαν της εξέγερσης κατά της Ρώμης. Η αγαπημένη του λέξη ήταν «ληστές», οπότε οι ληστές, οι ζηλωτές και οι χαμηλότερες τάξεις είναι ουσιαστικά συνώνυμα στα βιβλία του. Οι ισχυροί Ρωμαίοι χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να καταστείλουν την εβραϊκή εξέγερση – ακριβώς διότι η κοινωνική εξέγερση, η επιθυμία για ανεξαρτησία και η θρησκευτική διαμάχη αποτελούσαν ένα σύμπλεγμα. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που μια ομάδα λίγων, στη μια πλευρά της όχθης, ευημερούσαν, ενώ η συντριπτική πλειονότητα στην άλλη πλευρά επιβίωνε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας.
Το γαργαντούικο συ­μπόσιο που παραθέτει ο απελεύθερος Τριμαλχίων οτο «Σατυρικόν» του Πετρώνιου είναι αστείο χάρη στην υπερβολή του: η περιγραφή γελοιοποιεί, αλλά δεν είναι τελείως φανταστική. Η περιουσία του Η­ρώδη του Μεγάλου αποτελούσε ανεξάντλητο θέμα σχολιασμού για τον Ιώσηπο. Αλλά οι υφαντές λινών της Ταρσού – οι ειδικευμένοι ελεύθεροι δεξιοτέχνες, που τα προϊόντα τους είχαν ζήτηση σε ολόκληρη την αυτοκρατορία – δεν μπορούσαν ποτέ να πληρώσουν το μικρό ποσόν που απαιτείτο προκειμένου να λάβουν την ιθαγένεια στην πόλη τους. Εκτός Ιουδαίας σπανίως γίνονταν σοβαρές εξεγέρσεις. Υπήρχε δυστυχία και γκρίνια στους εκμεταλλευόμενους λαούς του ιμπέριουμ, που δεν επαρκούσε όμως στο να καταγραφεί στις επίσημες Δέλτους: πως η Ιστορία τείνει να είναι η ιστορία των νι­κητών με τους ηττημένους λαούς σε έναν παθητικό, σε μεγάλο βαθμό σιωπηρό και απρόσωπο ρόλο…
Το Έτος 1, οι Ρωμαίοι απολάμβαναν τη θέση τους με ικανοποίηση. Ήταν οι ηγέτες του πολιτισμένου – όπως ήθελαν να πιστεύουν – κόσμου αλλά είχαν καταφέρει επίσης να εξέλθουν με επιτυχία από μια μακρά, απελπιστικά βίαιη και επικίνδυνη περίοδο εμφυλίου πολέμου. Ο δημοκρατικός μηχανισμός της διοίκησης, του οποίου ηγείτο αποκλειστικά η ολιγαρχική Σύγκλητος – που έστελνε τις νικηφόρες ρωμαϊκές λεγεώνες στα ανατολικά, τα δυτικά, τα βόρεια και τα νότια και που διαμόρφωσε τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που υπήρξε ποτέ στον κόσμο – είχε αποδιοργανωθεί από το τέλος του 2ου αιώνα π.Χ. Ποικίλες προσπάθειες για την αναβίωσή της απέτυχαν, μέχρι που ο μικρανιψιός και υιοθετημένος γιος του Ιουλίου Καίσαρα, ο Οκτάβιος, αντικατέστησε τελικά το παλαιό σύστημα με τη μοναρχία – παρ’ ότι η επίσημη ορολογία του βασιλείου διατηρούνταν προσεκτικά, καθώς ανακατασκευάζονταν ένα δημοκρατικό προσωπείο, με Σύγκλητο, Δή­μους, Δημάρχους, λαϊκή συνέλευση, υπάτους, πραίτορες κ.ο.κ. Το προσωπείο αυτό, όμως, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ό,τι λέει η λέξη: «προσωπείο». Στόχος του ήταν να συγκαλύπτει την πραγματικότητα που υπήρχε πίσω από αυτό.

Αύγουστος
Τον Ιανουάριο του 27 π.Χ., η Σύγκλητος επικύρωσε επισήμως τη θέση που ο Οκτάβιος κέρδισε με τα όπλα και του έδωσε νέο όνομα, Αύγουστος, με το οποίο είναι έκτοτε γνωστός. Ταυτόχρονα, επελέγη ένας κατ’ ευφημισμόν τίτλος γι’ αυτόν, princeps (σ.μ.: ηγεμών) – μέχρι τότε, κοινή λατινική λέξη που το λεξικό ορίζει ως «ο πρώτος ηγέτης, κύριος, το πλέον διακεκριμένο πρόσωπο» – τίτλος που ήταν απαλλαγμένος από τις ανεπιθύμητες προεκτάσεις του REX (βασιλιάς). Ήταν επίσης Imperator (σ.μ.: αυτοκρά­τωρ στρατηγός), στρατιωτικός τίτλος που εχρησιμοποιείτο συχνά για να δηλώσει την ειδική σχέση με τη λαϊκή βάση και την εγγύηση της εξουσίας του: το στρατό, που αποτελούνταν κατά το ήμισυ από Ρω­μαίους πολίτες στις λεγεώνες και κατά το ήμισυ από βοηθητικά στρατεύματα που στρατολογούνταν στις λιγότερο «εκρωμαϊσμένες» επαρχίες.
Είκοσι επτά χρόνια αργότερα, ο Αύγουστος είχε το σταθερό έλεγχο μιας αυτοκρατορίας που ο ίδιος είχε σημαντικά επεκτείνει. Περιορισμένες εξεγέρσεις, υποκινούμενες από αντιμοναρχικά αισθήματα κατεστάλησαν και κάθε χρονίζουσα παρανόηση αναφορικά με την πραγματική φύση της εξουσίας του ήρθη. Το 2 π.Χ. του δόθηκε ο τίτλος pater patriae, Πατέρας της Πατρίδας, που θύμιζε στους Ρωμαίους πολίτες τη δεσποτική εξουσία του Ρωμαίου πάτερ φαμίλια τόσο όσο και την πατρική μεγαλοθυμία. Έζησε ως το 14 a.D., προσβλέποντας σε μία μόνο τιμή: την επίσημη θεοποίησή του μετά θάνατον (όπως είχε ήδη γίνει με τον Ιούλιο Καίσαρα). Εξίσου σημαντικοί με την απόκτηση τίτλων ήταν οι εμφανείς ελιγμοί του για την εγκατάσταση μιας βασιλικής δυναστείας: ο Αύγουστος και ουδείς άλλος θα επέλεγε το διάδο­χό του και στη διαδικασία αυτή ποδοπάτησε μερικές από τις βαθιά ριζωμένες ρωμαϊκές παραδόσεις.
Το 4 π.Χ. η Σύγκλητος απεφάνθη με διάταγμα ότι οι δύο εγγονοί του (και υιοθετημένοι γιοι του) ο Γάιος και ο Λεύκιος θα ονομαστούν ύπατοι σε ηλικία δεκαπέντε ετών και θα αναλάβουν μόλις γίνουν είκοσι. Και οι δύο πήραν τον τίτλο «ηγεμόνες της Νεολαίας». Αυτό το μωρολόγημα σήμαινε στην πραγματικότητα πρίγκιπας (σ.μ.: διάδοχος του θρόνου).
Το Έτος 1, ο Γάιος που είχε συμπληρώσει τα 20, εξελέγη ύπατος μαζί με τον άνδρα της αδελφής του, Αιμίλιο Παύλο. Τότε η τύχη του Αυγούστου τον εγκατέλειψε: ο Λεύκιος πέθανε τον επόμενο χρόνο και ο Γάιος το 4 a.D. Ο ασθενής και γηραιός αυτοκράτορας κίνησε διαδικασία για την υιοθεσία του Τιβέριου, καθιστώντας σαφές ότι δεν το έκανε με χαρά. Ο Τιβέριος τελικά τον διαδέχτηκε. Η ομαλή και ειρηνική ανάληψη της εξουσίας από τον Τιβέριο αποτυπώνει την πλήρη διάσταση της επιτυχίας του Αυγούστου. Οι ιστορικοί αποκαλούν ορθώς τον Αύγουστο «αρχιτέκτονα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Όταν ο  επεκτατισμός το αποδεκτό μοντέλο, η αναφορά στο όνομά του ήταν σαφώς κολακευτική.
Τώρα, όμως, η κοινή γνώμη μεταστράφηκε, αν και λιγότερο για ορισμένους ίσως από ό,τι για άλλους – ο Ε. Μ. Φόρστερ αποκαλεί τον Αύγουστο «έναν από τους πλέον μισητούς επιτυχημένους άνδρες του κόσμου». Δύσκολα διαβάζει κάποιος σήμερα ευχάριστα τους παρακάτω στίχους:
«Και ιδού, ιδού ο άν­δρας, ο υπεσχημένος πού γνωρίζετε / ο Καίσαρας Αύγουστος, γιος του θεού, προορισμένος να κυβερ­νήσει / Όπως ο Κρόνος κυ­βέρνησε στο Λάτιο, και ε­κεί / Να φέρει πίσω την επο­χή του χρυσού: η αυτοκρατο­ρία του θα επεκταθεί /Πέρα από τους Γαράμαντες[i] και τους Ινδιάνους, στη γη πέρα από το ζωδιακό / κύκλο».
Ο Βιργίλιος [ii] και ο Οράτιος ήταν οι δεσπόζουσες φυσιογνωμίες του φιλολογικού κύκλου, τους οποίους υποστήριζε ένας από τους στενότερους και πλουσιότερους φίλους του Αυγούστου, ο «διαπλεκόμενος» Μαικήνας. (Δεν είναι τυχαίο που το όνομα Μαικήνας έγινε κοινή λέξη στις ευρωπαϊκές γλώσσες).


Ο Αύγουστος της Πρίμα Πόρτα, μια από τις διασημότερες απεικονίσεις του πρώτου Αυτοκράτορα της Ρώμης. Μουσείο Βατικανού.

Ο Αύγουστος είχε σκεφθεί τα πάντα: τόσο η κοινή γνώμη όσο και τα οικονομικά, οι ρυθμίσεις για τη δυναστεία, η προμήθεια σε τρόφιμα και ο στρατός δεν μπορούσαν να αγνοηθούν. Επιστρατεύθηκε ακόμη και η κοπή νομισμάτων. Όταν του δόθηκε ο τίτλος pater patriae, για παράδειγμα, το κεντρικό νομισματοκοπείο στο Λούγκντουνουμ (Λιόν) άρχισε να κόβει ασημένια νομίσματα που έφεραν την κεφαλή του με την επιγραφή pater pa­triae στη μία όψη. Στην άλλη, εικονίζονταν οι δύο νεαροί εγγονοί του με τηβέννους, με τα εμβλήματα του ιερατείου και την επιγραφή «Γάιος και Λεύκιος Καίσαρ, γιοι (από υιοθεσία) του Αυγούστου, μελλοντικοί ύπατοι, ηγεμόνες της νεολαίας». Τα νομίσματα κυκλοφόρησαν ταχέως και η ανταπόκριση δεν ήταν αργή. Το θέμα το δανείστηκαν οι ποιητές, ενώ οι γλειψιματίες ιδιώτες και κοινότητες το χρησιμοποίησαν σε αφιερωματικές επιγραφές στα μνημεία των πόλεών τους. Θα ήταν όμως λάθος να μιλήσουμε κυνικά για εκπορνευμένη τέχνη.

Πόπλιος Βιργίλιος Μάρων
Ούτε ο Βιργί­λιος ούτε ο Οράτιος, που απεβίωσαν το 19 και το 8 π.Χ. αντίστοιχα, ούτε και ο ιστο­ρικός Λίβιος, που το Έτος 1 συνέγραφε ακόμη την τεράστια επική ιστορία της Ρώμης, αγοράστηκαν με την πραγματική έννοια του όρου. Ο Οράτιος ήταν γιος ενός πλούσιου πρώην σκλάβου, ενώ ο Βιργίλιος και ο Λίβιος προέρχονταν από τις ευκατάστατες μεσαίες τάξεις της βόρειας Ιταλίας. Οι τάξεις αυτές είχαν υποφέρει πολύ κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων, αλλά τώρα η ειρήνη – η pax Augusta – είχε επανέλθει, μαζί και η ζωηρή ελπίδα για το μέλλον, τόσο στη Ρώμη όσο και στην αυτοκρατορία. Με την αίσθηση του αναβιωμένου κύρους θα ερχόταν και η ηθική κάθαρση και αναγέννηση. Αυτή η τελευταία ήταν αγαπημένο θέμα του Αυγούστου. Εκφραζόταν σε πολλά νομοθετικά διατάγματα, που συντάχθηκαν με στόχο να καμφθεί η υπερβολικά φθοροποιός προσωπική ζωή, η ακολασία και η διαφθορά στις ανώτερες τάξεις.
 Στόχος ήταν να επιστρέψουν οι ανώτερες τάξεις – όχι στην ελευθερία και την ισχύ που είχαν στα χρόνια της Δημοκρατίας, αλλά στην υπεύθυνη συμμετοχή στο στρατό και τη δημόσια διοίκηση υπό τους πρίγκιπες. Ο ίδιος ο Αύγουστος, κατά το βιογράφο του Σουητώνιο,[iii] παρακολουθούσε απαγγελίες ποιημάτων και αναγνώσεις Ιστορίας και μάλιστα τις ευχαριστιόταν «αν ήταν σοβαρές και ο συγγραφέας πρώτης γραμμής». Δεν είναι εύκολο να κρίνει κανείς τις ηθικές σταυροφορίες: οι σταθερές, τα κίνητρα και η πραγματικότητα είναι σαν τα παγόβουνα. Ασφαλώς η ορατή πλευρά του κλίματος της εποχής έδειχνε τη διαφθορά, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι διαφορές μεταξύ των παλαιών και των σύγχρονων αξιών. Επαρκής απόδειξη είναι ο εξοστρακισμός – σε διαφορετικές περιόδους – της κόρης και της εγγονής του Αυγούστου για σεξουαλική διαφθορά.
Ένας αριθμός υψηλόβαθμων αξιωματούχων εξορίστηκαν μαζί με την κόρη του Αυγούστου ως συνεργοί της. Ο δε σύζυγος της εγγονής, Αιμίλιος Παύλος (που ήταν ο δεύτερος ύπατος το Έτος 1), εκτελέστηκε. Υπάρχει ωστόσο κάτι μυστηριώδες αναφορικά και με τις δύο υποθέσεις. Δεν υφίσταται ιδιαίτερος λόγος να απαλλάξουμε κάποια από τις δύο Ιουλίες, αλλά δεν μπορούμε να μην πούμε ότι μια συνωμοσία από το δυναστικό παλάτι διαδραμάτισε το σημαντικότερο ρόλο.

Οβίδιος
Η συνωμοσία ήταν ενδημική στην αυτοκρατορία και δεν είναι επουσιώδες ότι συνιστούσε την εσώτερη ψυχή του καθεστώτος από την εποχή της βασιλείας του ιδρυτή της. Ένα από τα θύματα της νεαρότερης Ιουλίας ήταν ο ποιητής Οβίδιος, ο οποίος εξορίστηκε στην Τόμι (Κωστάντζα) της Μαύρης θάλασ­σας και αναγκάστηκε να ζήσει εκεί τα υπόλοιπα δέκα χρόνια της ζωής του παραπονούμενος, μεμψιμοιρώντας και εκλιπαρώντας με τους πιο γλοιώδεις τρόπους να του δοθεί χάρις, πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Κατά μία έννοια, ο Οβίδιος συνοψίζει στην καριέρα του το μεγάλο παράδοξο της Ρώμης των ημερών του. Τι έκανε για να αξίζει τόσο σοβαρή τιμωρία; Απ’ ό,τι ξέρουμε τίποτα ή, στη χειρότερη περίπτωση, κάτι μηδαμινό.
Δέκα χρόνια νωρίτερα, όμως, είχε γράψει την «Τέχνη του έρωτος» και κατά τη διάρκεια της λαμπερής του καριέρας – ήταν τρομερά δημοφιλής – ανήκε σε έναν κύκλο ποιητών και διανοουμένων οι οποίοι είχαν προσφέρει μόνον με τα λόγια υπηρεσίες στις νίκες του νέου βασιλείου, ενώ στην προσωπική τους ζωή -ω, ποία ντροπή! – απολάμβαναν τις χαρές του έρωτα, ενώ ο αυτοκράτορας ζητούσε ηθική αναγέννηση.
 Η pax Augusta εφαρμόστηκε με στρατιωτική πυγμή, η φιλολογική αναγέννηση έπρεπε να ευθυγραμμιστεί, η έννομος τάξη μπορούσε να παραβιαστεί ανάλογα με την επιθυμία του ηγέτη. Οι κτηνωδίες δεν ενοχλούσαν κανέναν. Ο κατάλογος με τις μαζικές φιλανθρωπίες του Αυγούστου, που διαμορφώθηκε για να εκδοθεί μετά το θάνατό του, περιελάμβανε τη χορηγία οκτώ τερατωδών εκδηλώσεων στις οποίες έλαβαν μέρος δέκα χιλιάδες μονομάχοι, ο μεγαλύτερος αριθμός που έχει καταγραφεί ποτέ.
Ήταν ο δημοφιλέστερος τύπος δημοσίου θεάματος στην Αυτοκρατορία. Αν το θέατρο ήταν το χαρακτηριστικό κοσμικό οικοδόμημα του κλασικού ελληνικού πολιτισμού, το ρωμαϊκό αμφιθέατρο ήταν το αντίστοιχό του. Οι επικριτές του αυτοκρατορικού συστήματος (οι λίγες φωνές που ακούμε) δεν έβαλαν κατά της βαναυσότητάς του, αλλά κατά της αυθαιρεσίας και της δουλοπρέπειας που καλλιεργούσε. Αυτοί καλλιεργούσαν την αναπόφευκτη συνωμοτική ατμόσφαιρα. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε μια σημαντική πολιτιστική αναγέννηση την εποχή του Αυγούστου. Και επικρατούσε ειρήνη σε όλη την αυτοκρατορία για το μεγαλύτερο διάστημα, ειρήνη δίχως την πολιτική ελευθερία, όπως κάποτε την είχαν εννοήσει οι Έλληνες, ούτε ακόμη την ελευθερία με τη στενή έννοια του όρου και με βάση την εμπειρία της δημοκρατικής Ρώμης, αλλά ειρήνη με διάρκεια ίσως πολύ μεγαλύτερη από ό,τι ποτέ είχε γνωρίσει ο μεσογειακός κόσμος.
Η ρωμαϊκή και ιταλική αντίδραση τεκμηριώνεται από λογοτεχνικά και γλυπτά μνημεία και καθίσταται εύκολα κατανοητή. Τι γινόταν όμως με τους «επαρχιώτες», τους υποτελείς και ειδικότερα τι συνέβαινε με τη μεγάλη μάζα αυτών, οι οποίοι δεν ήταν τοπικοί μεγιστάνες που υποστήριζαν τη Ρώμη σε αντάλλαγμα για τα οφέλη που απεκόμιζαν; Η απάντηση, που αφορά κυρίως την Ανατολή, μπορεί σε έναν βαθμό να είναι η εξής: άρχισαν να λατρεύουν τον Αύγουστο Σεβαστό, Ευεργέτη και Αντιπρόσωπο του θεού, ακριβώς όπως είχαν θεοποιηθεί τους προηγούμενους αιώνες Πτο­λεμαίους, Σελευκίδες και άλλους ηγέτες.
Για τους Ρωμαίους, ο Αύγουστος έπρεπε να πεθάνει για να κερδίσει τη θεοποίηση και εν τω μεταξύ μόνον ο γενέθλιός του δαίμων (daemon), το αθάνατο πνεύμα που ζούσε μέσα του, δικαιούταν έναν βωμό. Στην Ανατολή όμως με τις διαφορετικές παραδόσεις, χτίζονταν ναοί προς τιμήν του θεού Αυγού­στου. Αυτή η θρησκευτική λατρεία της εξουσίας δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί ούτε να παρεξηγηθεί. Ήταν λατρεία με τη στενή έννοια, όσο κι αν είναι σήμερα δύσκολο να την αντιληφθούμε. Δεν σήμαινε ότι υπήρχε ευρέως λαϊκός ενθουσιασμός για τον ηγέτη ως πρόσωπο ούτε κάτι πιο θετικό από την απλή αποδοχή των γεγονότων της ζωής. Η ισχύς έπρεπε να είναι αντικείμενο λατρείας, τούτο ήταν αυτονόητο: η ισχύς των φυσικών δυνάμεων. Δηλαδή το Πεπρωμένο ή η Τύχη, οι τόσοι θεοί και οι θεές με τα διάφορα πρόσωπα τους και η μεγάλη εξουσία στη Γη. Διαφορετική συμπεριφορά θα ήταν ανόητη και θα επέφερε κάποια τιμωρία, αν και η ανταμοιβή για όποιον επιδείκνυε σεβασμό δεν ήταν δυστυχώς εγγυημένη, τουλάχιστον εν ζωή.
Σε μια τόσο μονόπλευρη σχέση, σε έναν κόσμο με ελάχιστες ελπίδες υλικής επιτυχίας για την πλειονότητα του ελεύθερου πληθυσμού (ας μη μιλήσουμε για τους δούλους) και όπου η γήινη εξουσία ήταν τόσο κοντά στο δεσποτισμό, ο φόβος και όχι η αγάπη ήταν συχνά το κυρίαρχο συναίσθημα πίσω από τη λατρεία, στην καλύτερη περίπτωση δε φόβος και αγάπη μαζί. Η θρησκεία στράφηκε στη σωτηρία στον άλλο κόσμο, ενώ άλλοτε ενδιαφερόταν κατά κύριο λόγο για τη ζωή σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Όσο περίπλοκη κι αν ήταν η ψυχολογία, η λατρεία του αυτοκράτορα συνιστούσε το συνεκτικό κρί­κο της αυτοκρατορίας.

Μ. I. Finley
Μετάφραση: Έρση Βατού
Το κείμενο είναι του Μ. I. Finley, από το Aspects of Antiquity-Discoveries and Controversies, σελίδες 185-199, (δεύτερη έκδοσηΕκδοτικός οίκοςPenguin Books in association with Chatto & Windus.)
Ο M. I. Finley ήταν Οικονομικός Ιστορικός. Γεννήθηκε το 1912 στις ΗΠΑ. Σπούδασε στο Κολούμπια και σταδιοδρόμησε στην Αγγλία, όπου κατέφυγε το 1954 ως πρόσφυγας των μακαρθικών διώξεων. Το 1970 έγινε καθηγητής της αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου και δίδαξε μέχρι το θάνατό του το 1986. Οι κύριοι τομείς των επιστημονικών του ενδιαφερόντων ήσαν η κοινωνική δομή του ελληνο-ρωμαϊκού κόσμου, η οικονομική του συγκρότηση – λειτουργία και ο θεσμός της δουλείας. Τα Βιβλία του: «Αρχαία Οικονομία» (1973) και «Αρχαία Δουλεία και Σύγχρονη Ιδεολογία» (1980) χαρακτηρίσθηκαν από την κριτική ως εξόχως σημαντικά.
Υποσημειώσεις

[i] Γαράμαντες: μεγάλη λιβυκή εθνότητα, που κατοικούσε στις οάσεις της ανατολικής Σαχάρας. Τις πρώτες πληροφορίες για το λαό μας δίνει ο Ηρόδοτος. Οι Γαράμαντες ήταν άγριος και αμιγής φυλετικά λαός και κατεδίωκαν με τέθριππα τους Αιθίοπες τρωγλοδύτες. Η περιοχή όπου ζούσαν, το σημερινό Φεζάν, περιήλθε στη ρωμαϊκή κυριαρχία το 21 π.Χ.

[ii] Ο Βιργίλιος αναφέρεται ως Βεργίλιος στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, η οποία αποτέλεσε την «πυξίδα» για την ορθή απόδοση όρων, τοπωνυμίων και ονομάτων στα ελληνικά.

[iii] Σουητώνιος: Ρωμαίος βιογράφος και αρχαιοδίφης, που έζησε πιθανότατα στη Ρώμη από το 69 μ.Χ. έως το 122 μ.Χ. Το πλήρες όνομά του ήταν Γάιος Σουητώνιος Τράγκιλλος. Στα έργα του περιλαμβάνεται το De viris Ulustribus «Περί επιφανών ανδρών» (συλλογή Βιογραφιών περίφημων πνευματικών μορφών της Ρώμης), από το οποίο αντλήσαμε όλη τη γνώση περί τη ζωή των διακεκριμένων συγγραφέων της Ρώμης. Το έργο του De vita Caesarum «Βίοι Καισάρων» (γύρω από τη ζωή των 11 πρώτων αυτοκρατόρων) ήταν γεμάτο σκανδαλολογίες και του χάρισε φήμη. Ήταν προστατευόμενος του Πλινίου του Νεώτερου, χάρις στον οποίο εξασφάλισε θέση χιλιάρχου στο στρατό, την οποία όμως εγκατέλειψε.