Παρασκευή 31η Μαΐου 1957, ο στρατηγός Σαράφης αφήνει την τελευταία του πνοή. ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ ή ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ;
Το νήμα της ζωής του κόπηκε στην παραλιακή λεωφόρο Ποσειδώνος στο ύψος του Αλίμου, από την Μπουίκ που οδηγούσε ο Ιταλοαμερικανός υποσμηνίας Μάριο Μουζάλι, ο οποίος υπηρετούσε στην 22η Μοίρα Διαβιβάσεων στην αμερικανική βάση του Ελληνικού.
του Γιάννη Ράγκου
Στον κύκλο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, βαρύνοντα ρόλο διαδραμάτισαν κατά καιρούς οι πολιτικές δολοφονίες, που διαμόρφωσαν σε σημαντικό βαθμό τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις της εποχής τους. Σε άμεσο ή απώτερο χρόνο, οι περισσότερες από αυτές διαλευκάνθηκαν τόσο ως προς το «στενό» ποινικό τους μέρος όσο και ως προς την ευρύτερη πολιτική τους στόχευση. Σε λίγες, μόνο, περιπτώσεις, οι δράστες ή τα ακριβή κίνητρά τους παρέμειναν στην αχλή του μυστηρίου, τροφοδοτώντας έκτοτε ποικίλες θεωρίες και συνακόλουθες ιστορικές και ιδεολογικές προσεγγίσεις. Μια τέτοια περίπτωση, αποτελεί αναμφισβήτητα ο θάνατος κάτω από περίεργες συνθήκες του στρατηγού του Ε.Λ.Α.Σ. και βουλευτή της Ε.Δ.Α. Στέφανου Σαράφη, τον Μάιο του 1957…
Στέφανος Σαράφης |
Δύο παρά είκοσι το μεσημέρι της Παρασκευής 31η Μαΐου 1957. Ο 67χρονος (γεννημένος στα Τρίκαλα το 1890) στρατηγός Στέφανος Σαράφης, αρχηγός του Ε.Λ.Α.Σ., βουλευτής του κόμματος της Ε.Δ.Α. και γενικός γραμματέας του Γενικού Συμβουλίου της μαζί με την 44χρονη σύζυγό του Αγγλοαυστριακή Μάριον Πάσκο (1913-1999), διαπρεπή αρχαιολόγο, διέσχιζαν την άσφαλτο της παραλιακής λεωφόρου Ποσειδώνος στο ύψος του Αλίμου όπου διέμεναν (κοντά στην αμερικανική βάση του Ελληνικού), προς το παραλιακό μέτωπο. Μια ανοικτή Μπουίκ Κονβέρτιμπλ, με αριθμό κυκλοφορίας ΞΑ 1941 και οδηγό τον Ιταλοαμερικανό υποσμηνία Μάριο Μουζάλι, ο οποίος υπηρετούσε στην 22η Μοίρα Διαβιβάσεων στην αμερικανική βάση του Ελληνικού, έτρεχε σε μια ξέφρενη κούρσα με κατεύθυνση την Αθήνα. Αυτόπτες μάρτυρες -μεταξύ των οποίων, ο τροχονόμος Μικράκης που βρισκόταν στη διασταύρωση της Ποσειδώνος με την οδό Γερουλάνου, καθώς και η Καλλιόπη Κυριακοπούλου, υπάλληλος περιπτέρου στην παραλιακή λεωφόρο- θα δηλώσουν αργότερα πως η ταχύτητα του αυτοκινήτου ήταν «ιλιγγιώδης» (κάποιοι είπαν πως υπερέβαινε τα 140 χλμ.). Το ζεύγος Σαράφη δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Η Μπουίκ τους κτύπησε με σφοδρότητα και τους έριξε αιμόφυρτους στην άσφαλτο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου κατάφερε να σταματήσει το αυτοκίνητο αρκετά μέτρα πιο κάτω, με το καπό εντελώς παραμορφωμένο από τη σύγκρουση.
Αμέσως, γύρω από τους δύο σοβαρά τραυματισμένους συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος και διερχόμενοι οδηγοί μετέφεραν τον Σαράφη και τη γυναίκα του στην Κλινική «Κυανούς Σταυρός», ενώ ο Μουζάλι παραλήφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Άλεν και τον λοχαγό Ο’ Χάρα και μεταφέρθηκε στη βάση του Ελληνικού. Στις 2.45’, μία ώρα μετά το τροχαίο, ο Σαράφης υπέκυψε στα βαρύτατα τραύματά του. Η σύζυγός του, λόγω της κρίσιμης κατάστασης μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο. Το ίδιο βράδυ, όταν συνήλθε, ρώτησε για την τύχη του άντρα της και οι γιατροί την καθησύχασαν λέγοντάς της ότι είναι καλά και νοσηλεύεται σε άλλο θάλαμο. Έμαθε την αλήθεια από τη μητέρα της που είχε έρθει από την Αγγλία, όταν πια ο Σαράφης είχε ήδη κηδευτεί. Αργότερα, θα περιγράψει το γεγονός στο βιβλίο της «Ο στρατηγός Σαράφης όπως τον γνώρισα»: «Το πρωί εκείνης της μέρας είχαμε ανέβει μαζί στην Αθήνα. Εγώ τελείωσα γρήγορα τις δουλειές μου και κατέβηκα νωρίτερα στον Άλιμο, ενώ ο Στέφανος πήγε, όπως συνήθως, στα γραφεία της ΕΔΑ. Κατά τη 1, γύρισε στο σπίτι. Ήμουν απασχολημένη με κάποια δουλειά του σπιτιού και τον ρώτησα: «Να την τελειώσω ή θέλεις να πάμε αμέσως στη θάλασσα για μπάνιο;». Όπως πάντα, ήθελε να πάμε αμέσως. Έτσι φορέσαμε τα μαγιό, πήραμε την τσάντα με τις πετσέτες και ξεκινήσαμε. Λίγο παραπάνω απ’ την αγορά Αλίμου, προς την κατεύθυνση της Αθήνας πήγαμε να διασχίσουμε την παραλιακή λεωφόρο, όταν, φτάνοντας στα όρια της νησίδας ασφαλείας, έγινε το κακό. Φάνηκαν ξαφνικά δύο αυτοκίνητα: Ένα μικρό, μάλλον μαύρο, που προχωρούσε κανονικά κοντά στο πεζοδρόμιο, κι έπειτα μια κούρσα χρώματος μπλε-πράσινου, που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να το προσπεράσει. Αυτή η δεύτερη κούρσα μας χτύπησε. Με το χτύπημα έχασα τις αισθήσεις μου και δε θυμάμαι τίποτε άλλο. Ο Στέφανος, χτυπημένος βαριά, ξεψύχησε στο νοσοκομείο του Κυανού Σταυρού, στη Λεωφόρο Συγγρού. Εμένα με μετέφεραν στην Αθήνα με σπασμένο το ένα πόδι» (σελ. 136).
Λίγη ώρα μετά τον θάνατο του Σαράφη και ύστερα από πρόσκληση της Ε.Δ.Α., ο γλύπτης Κλέαρχος Λουκόπουλος (1906-1995) πήγε στην κλινική «Κυανούς Σταυρός» με σκοπό να φιλοτεχνήσει το εκμαγείο του νεκρού. Τον Φεβρουάριο 2011, ο γιος του γλύπτη Δημήτρης παρέδωσε το εκμαγείο αυτό στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (Α.Σ.Κ.Ι.) ως ένα σημαντικό ιστορικό τεκμήριο.
Το ίδιο βράδυ, στην κλινική έφτασε και ο προϊστάμενος της ιατροδικαστικής υπηρεσίας Δημήτρης Καψάσκης προκειμένου να εξετάσει το πτώμα του Σαράφη. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση που υπέβαλλε την επομένη στην εισαγγελία Πλημμελειοδικών, το θύμα έφερε «εν κάταγμα ρωγμώδες του αριστερού κροταφικού οστού με αιμοραγίαν […] του εγκεφάλου και πολτοποίησιν της εγκεφαλικής ουσίας, δεξιά και εξ αντιτυπίας κατάγματα των πλευρών από της 5ης μέχρι της 11ης πλευράς, […] ρήξιν του δεξιού πνεύμονος και διπλούν περιπεπλεγμένον κάταγμα της αριστεράς κνήμης κατά την μεσότητα».
Και μια ειρωνική λεπτομέρεια: στο σημειωματάριο συναντήσεων του Σαράφη (μια κοινή ατζέντα περιπτέρου), που βρέθηκε πάνω του μετά το δυστύχημα και στην οποία ο στρατηγός σημείωνε τα ραντεβού και τις εκκρεμότητές του καθώς και ορισμένους τηλεφωνικούς αριθμούς (τελευταία ιδιόχειρη καταχώρηση, την Τετάρτη 29 Μαΐου), υπήρχε ειδική ενότητα που περιλάμβανε τα βασικά «Σήματα Τροχαίας Κινήσεως»… Το σημειωματάριο αυτό, βρίσκεται, επίσης, στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (αρχείο Στέφανου Σαράφη, κουτί 1, φάκελος 43).
Το ζήτημα της ετεροδικίας
Η είδηση του θανάτου του Σαράφη κυκλοφόρησε αμέσως, ενώ η εφημερίδα «Η Αυγή» της Ε.Δ.Α., σε έκτακτο παράρτημά της ανήγγειλε την είδηση και έδινε τις πρώτες πληροφορίες σχετικά. Στα γραφεία του κόμματος, στην οδό Ομήρου, άρχισε να συρρέει κόσμος για να πληροφορηθεί τις λεπτομέρειες του συμβάντος και να εκφράσει τη θλίψη του για το θάνατο του ιστορικού στελέχους της Αριστεράς. Παράλληλα, από τις αστυνομικές αρχές εκφράζονταν φόβοι για δημιουργία επεισοδίων και για το λόγο αυτό λήφθηκαν προληπτικώς έκτακτα μέτρα ασφαλείας σε επίκαιρα σημεία της Αθήνας (αμερικανική πρεσβεία, Μητρόπολη κ.ά.).
Εντούτοις, μετά τη σύλληψη του Μουζάλι, ανέκυψε σοβαρό πρόβλημα με το ζήτημα της ετεροδικίας. Με βάση την αρχική σύμβαση (που αποτελούσε μέρος της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας του 1953 για την εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στον ελληνικό χώρο), οι Αμερικανοί στρατιωτικοί που υπηρετούσαν στην Ελλάδα και τελούσαν ποινικά ή άλλα αδικήματα, είχαν τη δυνατότητα να δικαστούν γι αυτά στις Η.Π.Α. Το καθεστώς αυτό είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από την πλευρά των κομμάτων της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα της Αριστεράς και είχε οδηγήσει την κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. υπό τον Κων. Καραμανλή στον καταρτισμό μιας νέας σύμβασης (στις 7 Σεπτεμβρίου 1956) που συμπλήρωνε και τροποποιούσε εν μέρει την προηγούμενη, η οποία όμως δεν είχε κυρωθεί ακόμα από την ελληνική Βουλή. Στην σύμβαση αυτή, που «προσήρμοζε το νομικόν καθεστώς των εν Ελλάδι δυνάμεων των ΗΠΑ προς το ισχύον και έναντι των άλλων κρατών-μελών του ΝΑΤΟ», προβλεπόταν μεταξύ άλλων ότι «αι ελληνικαί αρχαί δύνανται να ασκήσουν την ποινικήν των διακαιοδοσίαν εναντίον μέλους των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων εις τας περιπτώσεις καθ’ ας κρίνουν ότι ενέχει ιδιαιτέραν σημασίαν όπως η διακιοδοσία αύτη ασκηθή υπό των ελληνικών αρχών. Αναγνωρίζεται όμως […] ότι αποτελεί πρωταρχικήν ευθύνην των αμερικανικών αρχών, όπως ασκούν κατά προτεραιότηταν την ποινικήν δικαιοδοσία των δια λόγους τάξεως και πειθαρχίας» (εφημερίδα «Ελευθερία» – 1 Ιουνίου 1957).
Νωρίς το απόγευμα της 31ης Μαΐου, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ συναντήθηκε με τον Αμερικανό πρεσβευτή Τζωρτζ Άλεν και ζήτησε να αναγνωριστεί, σύμφωνα με τη σύμβαση, η δικαιοδοσία της ελληνικής δικαιοσύνης στην ποινική δίωξη του Μουζάλι, ώστε να τεθεί αυτός στη διάθεση των ελληνικών αρχών. Καθώς η αμερικανική πλευρά εμφανιζόταν διατεθειμένη να συνεργαστεί με την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να μην διεγείρει αισθήματα «αντιαμερικανισμού» (είναι χαρακτηριστικό ότι το περιοδικό «Time», σε σύντομο ρεπορτάζ του για το θάνατο του Σαράφη στο φύλλο της 10ης Ιουνίου 1957, τόνιζε πως «χάρη στις άμεσες ενέργειες του πρεσβευτή Άλεν, δεν υπήρξαν αντιαμερικανικές εκδηλώσεις ή διαδηλώσεις»), ο Αμερικανός πρέσβης έκανε δεκτό το αίτημα του Έλληνα υπουργού. Έτσι, λίγες ώρες αργότερα, ο αστυνομικός διευθυντής Γεωργίου και ο διοικητής της Γενικής Ασφάλειας Ρακιντζής μετέβησαν στην αμερικανική βάση του Ελληνικού για να μεταφέρουν τον Μουζάλι στη Γενική Ασφάλεια, όπου τέθηκε όμως υπό κράτηση αμερικανών στρατονόμων, καθώς στη σύμβαση προβλεπόταν πως «η φρούρησις του κατηγορουμένου θα τελήται εν Ελλάδι», αλλά «αι αρχαί των Ηνωμένων Πολιτειών θα αναλαμβάνουν την φρούρησιν του κατηγορουμένου μέχρι της περατώσεως της διαδικασίας της δίκης». Επιπλέον, στις 10 το πρωί της επόμενης μέρας, Αμερικανοί αξιωματικοί επισκέφθηκαν το κτήριο της Γενικής Ασφάλειας (στην οδό Τοσίτσα) προκειμένου να πάρουν αντίγραφο της δικογραφίας και να εξετάσουν τον Μουζάλι.
Στη Βουλή, τον θάνατο του Σαράφη ανακοίνωσε εκ μέρους της Ε.Δ.Α. ο Ηλίας Ηλιού σημειώνοντας πως «έχομεν επίγνωσιν των συνθηκών του θανάτου του αειμνήστου στρατηγού. Αλλά δεν πρόκειται να κάμωμεν καπηλείαν. Ευχόμεθα το τραγικόν αυτό συμβάν, να δώση την ευκαιρίαν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν και την εθνικήν αντιπροσωπείαν να ρυθμίση επιτέλους και να αποσεισθή από τη χώρα μας το αίσχος της ετεροδικίας». Εξάλλου, τη λύπη τους για το θάνατο του Σαράφη εξέφρασαν και οι εκπρόσωποι όλων των πολιτικών κομμάτων, ορισμένοι από τους οποίους σημείωσαν και την ανάγκη οριστικής ρύθμισης του θέματος της ετεροδικίας.
Την ίδια μέρα, με ανακοίνωσή της η Διοικούσα Επιτροπή της Ε.Δ.Α. καλούσε την κυβέρνηση να καταργήσει το «ατιμωτικό καθεστώς της ετεροδικίας», ενώ και η εξόριστη ηγεσία του Κ.Κ.Ε. σε δική της ανακοίνωση σημείωνε πως «η απώλεια του στρατηγού Σαράφη προκάλεσε την οργή και αγανάκτηση του λαού, των πατριωτικών κομμάτων και οργανώσεων, κάθε Έλληνα πατριώτη, ενάντια στο καθεστώς της εθνικής υποδούλωσης, της ετεροδικίας, των εθνικών εξευτελισμών, ενάντια στην εγκατάσταση ατομικών βάσεων στη χώρα μας» (Επίσημα Κείμενα Κ.Κ.Ε., 8ος τόμος, σελ. 237-238).
Η σορός του Στ. Σαράφη εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι του Αγίου Ελευθερίου, δίπλα στον Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας και στις 3 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε η κηδεία του με τη συμμετοχή αρχηγών κομμάτων (Σοφ. Βενιζέλου, Γ. Παπανδρέου, Ευάγ. Μπακλατζή), βουλευτών απ’ όλα τα κόμματα, εκπρόσωπων οργανώσεων της Εθνικής Αντίστασης (Ε.Α.Μ., Ε.Δ.Ε.Σ. κ.ά.) και κοινωνικών οργανώσεων, καλλιτεχνών και πλήθους κόσμου. Η κυβέρνηση απαγόρευσε να αποδοθούν στρατιωτικές τιμές στον νεκρό, ενώ δεν παρέστη και κανένας εκπρόσωπός της, γεγονός που δεν άφησε ασχολίαστο η εφημερίδα «Η Αυγή» στο φύλλο της επόμενης μέρας: «Από το ξόδι το εθνικό, έλειψαν μόνο η υποτέλεια και η κυβέρνησίς της» έγραφε χαρακτηριστικά.
Τρεις μέρες μετά (6 Ιουνίου 1957) άρχισε στη Νομοθετική Επιτροπή της Βουλής η (εσπευσμένη λόγω του θανάτου του Σαράφη) συζήτηση για την κύρωση της σύμβασης περί ετεροδικίας. Το νομοσχέδιο δέχτηκε εκ νέου τα πυρά της αντιπολίτευσης, που υποστήριξε πως δημιουργείται δυσμενέστερο δίκαιο από αυτό που ισχύει για τα άλλα κράτη-μέλη του Ν.Α.Τ.Ο. (Γ. Παπανδρέου – Κόμμα Φιλελευθέρων) και πως η ετεροδικία είναι το σύμπτωμα αλλά η αρρώστια είναι η έλλειψη ανεξαρτησίας της χώρας από τις Η.Π.Α. (Ηλ. Ηλιού – Ε.Δ.Α.). Τελικά, την επομένη το νομοσχέδιο υπερψηφίσθηκε από την Επιτροπή με 33 ψήφους υπέρ και 26 κατά.
Όπως σημειώνει ο νομικός Αντώνης Μπρεδήμας στο βιβλίο του «Η ετεροδικία των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα», κατά «τα πρώτα μετά τη συμφωνία αυτή χρόνια (1956-1960), η ελληνική πλευρά εφάρμοσε τη συμφωνία, προσαρμοζόμενη τόσο στο γράμμα της […] όσο και στο γενικό πολιτικό κλίμα την εποχής εκείνης. Συγκεκριμένα, από τις 122 υποθέσεις όπου υπήρχε συντρέχουσα δικαιοδοσία, η Ελλάδα παραιτήθηκε στις 116, ήτοι σε ποσοστό 95% περίπου, που ήταν κατώτερο την εποχή εκείνη, μόνο από το ποσοστό της Ιαπωνίας (97%) και αρκετά ανώτερο της Γαλλίας (88%). Η στάση αυτή φαίνεται ότι ακολουθήθηκε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρις ότου επήλθε μια αλλαγή στη στάση της Ελλάδας» (σελ. 178).
Δυστύχημα ή δολοφονία;
Από τις πρώτες ώρες μετά το δυστύχημα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έκαναν λόγο για εγκληματική ενέργεια -ανάμεσά τους και ορισμένοι αστυνομικοί οι οποίοι ενεπλάκησαν στην προανάκριση και χαρακτήριζαν το γεγονός «ανεξήγητο» (εφημερίδα «Η Αυγή» – 1η Ιουνίου 1957)- εκδοχή που ενισχυόταν και από τις περίεργες συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτό συνέβη. Τα βασικότερα στοιχεία που συνέβαλαν προς αυτή την κατεύθυνση είναι τα εξής:
1) Η πορεία της Μπουίκ: Είναι απολύτως εξακριβωμένο πως ο Σαράφης και η σύζυγός του δεν χτυπήθηκαν στη μέση του δρόμου, αλλά κοντά στη διαχωριστική νησίδα που χωρίζει τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας. Η Μπουίκ, με οδηγό τον Μουζάλι, βρισκόταν στην αριστερή λωρίδα του δρόμου και στο σημείο του δυστυχήματος δεν υπήρχε πρόβλημα ορατότητας. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, ο Μουζάλι δεν έκανε καμιά προσπάθεια να αποφύγει το ζεύγος Σαράφη κινούμενος δεξιότερα στην άσφαλτο, αλλά αντιθέτως παρέκκλινε ακόμα αριστερότερα, με αποτέλεσμα ο αριστερός τροχός του να «ξύσει» το κράσπεδο της νησίδας. Επιπλέον, η Μάριον Σαράφη θα υποστηρίξει αργότερα ότι και ο ιατροδικαστής Καψάσκης, μετά την αυτοψία στο σημείο του συμβάντος, ακούστηκε να λέει πως το δυστύχημα «έμοιαζε σαν εκ προμελέτης» και πως «φαίνεται σαν [το αυτοκίνητο] να έβαλε στόχο τον στρατηγό» (Μ. Σαράφη, στο ίδιο, σελ. 137). Πάντως, ο Ιταλοαμερικανός υποσμηνίας απέδωσε το γεγονός στην ύπαρξη του δεύτερου (μαύρου) αυτοκινήτου, που βρισκόταν κοντά στο δικό του: «Ευρισκόμην εις την Γλυφάδα και ανέβαινα εις τας Αθήνας» θα πει αργότερα. «Αφού πέρασα το αεροδρόμιον έπαιρνα την στροφήν του Αλίμου. Μπροστά μου υπήρχε ένα αυτοκίνητο. Άρχισα να το προσπερνώ. Το είδα να κάνη αριστερά. Κτύπησα το κλάξον και έστριψα προς τη νησίδα ασφαλείας. Εκείνη τη στιγμή, το άλλο αυτοκίνητο άρχισε να κάνη δεξιά και την ίδια ακριβώς στιγμή τα δύο πρόσωπα που δεν τα έβλεπα προηγουμένως πήδηξαν πίσω από το άλλο αυτοκίνητο και βρέθηκαν στον δρόμο μου. Κατά τη γνώμη μου, ήταν αδύνατο να αποφύγω το δυστύχημα. Θα έπρεπε να ήσαν περισσότερο προσεκτικοί. Λυπούμαι πολύ δια τον θάνατον του στρατηγού Σαράφη […]» (από την απολογία του ενώπιον του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου). Όμως, πληροφορίες που είχαν διαρρεύσει μετά το γεγονός έκαναν λόγο για «κούρσα θανάτου» μεταξύ των δύο αυτοκινήτων, ενώ ανέφεραν επίσης (χωρίς ωστόσο να επιβεβαιωθεί αργότερα) πως και το μαύρο αυτοκίνητο οδηγούσε κάποιος Αμερικανός στρατιώτης. Εντούτοις, μετά το δυστύχημα το μαύρο αυτοκίνητο έσπευσε να εξαφανιστεί, χωρίς κατόπιν να επιχειρηθεί ο εντοπισμός του οδηγού του.
2) Η συμπεριφορά του Μουζάλι: Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν πως λίγη ώρα πριν από το συμβάν ο Μουζάλι είχε θεαθεί να τρέχει στη λεωφόρο Ποσειδώνος «λες και έκανε πρόβα». Επίσης, από την αυτοψία που διενεργήθηκε στον τόπο του δυστυχήματος διαπιστώθηκε πως ο Μουζάλι προσπάθησε να φρενάρει ελαφρά σε απόσταση 45 μέτρων από το σημείο που βρίσκονταν ο στρατηγός και η σύζυγός του, αλλά στη συνέχεια ανέπτυξε ξανά ταχύτητα και επιχείρησε δεύτερο -ισχυρότερο- φρενάρισμα όταν βρέθηκε πολύ κοντά στα θύματα, χωρίς ωστόσο να αποσοβηθεί η σύγκρουση. Επιπλέον, μέσα στο αυτοκίνητο του δράστη, που ερευνήθηκε τόσο από όργανα της Τροχαίας Καλαμακίου όσο και της αμερικανικής στρατονομίας, βρέθηκαν δύο μπουκάλια μπύρας -το ένα ήταν γεμάτο-, γεγονός που άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο να οδηγούσε μεθυσμένος. Ο ίδιος, ωστόσο, θα ισχυριστεί πως την ώρα του δυστυχήματος δεν κρατούσε το μπουκάλι της μπύρας και ότι «ίσως αυτό που φάνηκε στους μάρτυρες να ήταν κάποια αντανάκλασις» (από την απολογία του ενώπιον του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου).
3) Οι επιβάτες της Μπουίκ: Παραμένει αδιευκρίνιστο πόσοι άντρες επέβαιναν στο αυτοκίνητο τη στιγμή του συμβάντος. Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν πως εκτός από τον Μουζάλι βρίσκονταν άλλοι δύο συνάδελφοί του, ενώ ο ίδιος κατέθεσε πως ήταν μόνο ένας. Σε κάθε περίπτωση, ο ένας ή δύο συνεπιβάτες του Ιταλοαμερικανού υποσμηνία «εξαφανίστηκαν» μυστηριωδώς χωρίς ποτέ να δώσουν επίσημη κατάθεση για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβησαν τα γεγονότα.
4) Η δράση του Σαράφη: Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο στρατηγός παρακολουθούνταν συστηματικά για μεγάλο χρονικό διάστημα από αμερικανικές υπηρεσίες. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν, μάλιστα, πως το διπλανό από το δικό του διαμέρισμα είχε νοικιαστεί από δύο Αμερικανούς στρατιωτικούς που υπηρετούσαν στη βάση του Ελληνικού. Ως αιτία γι αυτό εμφανίζεται η γενικότερη πολιτική δράση του, αλλά κυρίως οι συνεχείς παρεμβάσεις του στο ζήτημα της μεταφοράς και εγκατάστασης αμερικανικών πυρηνικών όπλων στην Ελλάδα. Είναι γεγονός ότι ο Σαράφης αρθρογραφούσε τακτικά στις εφημερίδες «Αυγή» και «Το Βήμα» και τοποθετούνταν στη Βουλή για τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών μεταξύ των υπερδυνάμεων και τους κινδύνους από τη χρήση πυρηνικών όπλων, για τη θέση Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και τον ρόλο των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα και για το θέμα της ετεροδικίας που το συνέδεε με το καθεστώς υποτέλειας στο οποίο, κατά την άποψή του, είχαν υποβάλει τη χώρα οι ελληνικές κυβερνήσεις. Αν και οι πληροφορίες περί παρακολούθησης είναι δύσκολο να διασταυρωθούν και επομένως να υιοθετηθούν αβασάνιστα, οι υποστηρικτές της άποψης περί πολιτικής δολοφονίας θεωρούν πως λόγω της στάσης του αυτής, ο Σαράφης είχε δημιουργήσει «πολλούς εχθρούς» και είχε ενοχλήσει τους Αμερικανούς που σχεδίασαν και εκτέλεσαν το «τροχαίο δυστύχημα» για να του «κλείσουν το στόμα».
Δύο δεκαετίες μετά (1976) ο νομικός και τότε πρόεδρος της Ε.Δ.Α. Ηλίας Ηλιού θα διατυπώσει την άποψη ότι «δεν υπάρχει καμμία απόδειξη ότι ο θάνατος του […] στρατηγού Σαράφη οφείλεται σε ατύχημα. Απεναντίας, εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι ήταν λεπτομερώς σχεδιασμένη και χρονομετρημένη εγκληματική ενέργεια […] γιατί ο Στρατηγός κι η γυναίκα του […] είχαν τόσο ωρολογιακές συνήθειες ζωής ώστε μπορούσε να ξέρει ο δράστης ποια ώρα ακριβώς θα περάσουν τη λεωφόρο για να πάνε για μπάνιο. Εξ’ άλλου, η απόσταση ανάμεσα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού από όπου ξεκίνησε ο δράστης και στον τόπο του συμβάντος όπου υπήρχαν αρκετά δημόσια κέντρα που διέθεταν τηλέφωνα, ήταν τόσο μικρή ώστε μπορούσε να ειδοποιηθεί ο δράστης και να ξεκινήσει ορμητικά για την εγκληματική του πράξη» (περιοδικό «Πολιτικά Θέματα», τχ. 96, 15-21 Μαΐου 1976, σελ. 22).
Από την πλευρά της, πολλά χρόνια αργότερα, η Μάριον Σαράφη θα υποστηρίξει πως «δεν επρόκειτο για ατύχημα, αλλά μάλλον για πολιτική δολοφονία που προκάλεσε η CIA. Στην αρχή δε θέλησα να δεχτώ πως δεν ήταν ατύχημα. Ήθελα να αντιμετωπίσω το γεγονός στη φρικτότερη μορφή για μένα, ότι δηλαδή ο Στέφανος πέθανε άδικα. Το να θεωρώ ότι τον σκότωσαν, ότι χάθηκε για τις ιδέες του και τη δράση του θα μου φαινόταν σαν μια «εύκολη λύση»… Αυτή η σκέψη κράτησε περίπου δύο μήνες. […] Ίσως αν είχα αποδεχτεί αμέσως τη θεωρία της δολοφονίας, να είχε διευκολυνθεί η έρευνα» (Μ. Σαράφη, στο ίδιο, σελ. 136-137).
Η δίκη του Μουζάλι
Μετά την ολοκλήρωση της προανακριτικής διαδικασίας, ο Μουζάλι μεταφέρθηκε στις Η.Π.Α., απ΄ όπου επέστρεψε στην Ελλάδα στις αρχές του 1958 για να δικαστεί. Η δίκη του πραγματοποιήθηκε στις 20 και 21 Ιανουαρίου 1958, ενώπιον του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, μετά από μήνυση που είχε υποβάλλει η Μάριον Σαράφη, με συνηγόρους της τον Ηλία Ηλιού και τον ποινικολόγο Δημοσθένη Μιράσγεζη. Στη μήνυσή της (με ημερομηνία 18 Ιουνίου 1957) ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως ο Μουζάλι «εν Καλαμακίω Αθηνών της 31η Μαΐου 1957 περί ώραν 13.40΄μεσημβρινήν δια του αυτοκινήτου του εξετέλεσεν ανθρωποκτονίαν κατά του συζύγου μου Στεφάνου Σαράφη και συγχρόνως βαρείαν σωματικήν βλάβην κατ’ εμού» (ΑΣΚΙ, αρχείο ΕΔΑ, κουτί 22, φάκελος 3α). Την ακροαματική διαδικασία παρακολούθησαν δύο Αμερικανοί δικηγόροι και ένας γερουσιαστής της Πολιτείας των Η.Π.Α. Βιρτζίνια (τόπο καταγωγής του Μουζάλι), καθώς σύμφωνα με τη σύμβαση «διαρκούσης της δίκης, ο κατηγορούμενος […] δικαιούται να έχη παρόντα αντιπρόσωπον των Ηνωμένων Πολιτειών».
Το δικαστήριο καταδίκασε τον Μουζάλι σε φυλάκιση 10 μηνών και καταβολή 20.000 δρχ. για ψυχική οδύνη για την ανθρωποκτονία από βαριά αμέλεια του στρατηγού Σαράφη και τον βαρύ τραυματισμό της συζύγου του Μάριον. Καθώς θεωρήθηκε ότι είχε εκτίσει την ποινή του πριν από τη δίκη, αφού από τις αμερικανικές αρχές χαρακτηριζόταν ως προφυλακισμένος, ο Μουζάλι αφέθηκε ελεύθερος για να επιστρέψει αμέσως μετά στην πατρίδα του. Όπως σημειώνει ο δημοσιογράφος και ιστορικός Γ. Παπαπέτρου «χρόνια αργότερα, όσοι έψαξαν τα ίχνη του, έφτασαν ως την οικογένειά του, αλλά δε βρήκαν ίχνος απ’ αυτόν», κάτι που κατά τον αρθρογράφο οφείλεται στην τακτική της CIA να αλλάζει ταυτότητα και τόπο διαμονής σε όσους έχουν εργαστεί γι αυτήν (εφημερίδα «Ριζοσπάστης» – 25 Μαΐου 2002). Το επιδικασθέν ποσό (που με τις προσαυξήσεις έφτασε στις 22.100 δρχ.) καταβλήθηκε τελικά το καλοκαίρι του 1958, μετά από πολιτική αγωγή που υπέβαλλε η Μάριον Σαράφη, η οποία κατόπιν το πρόσφερε στο Γηροκομείο Τρικάλων. Η καταβολή της αποζημίωσης είχε και σημαντικό συμβολικό χαρακτήρα, καθώς δημιουργούσε νομικό προηγούμενο για το ζήτημα της ετεροδικίας στην Ελλάδα, αν και η ίδια η Σαράφη έλεγε αργότερα ότι σ’ αυτό ίσως να συνετέλεσε η βρετανική της υπηκοότητα σε συνδυασμό με το γεγονός πως οι Αμερικανοί ήθελαν να αποφύγουν τυχόν δυσφήμισή τους στην Αγγλία.
«Ως προς τα τροχαία ατυχήματα, τα οποία αποτελούσαν το 80% των αδικημάτων των Αμερικανών στρατιωτικών» αναφέρει στο βιβλίο του ο Αντ. Μπρεδήμας «οι ελληνικές αρχές επαραιτούντο κατά κανόνα της δικαιοδοσίας τους, εκτός και αν επρόκειτο για βαριά ατυχήματα (φόνος) ή άλλα που κινούσαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και του Τύπου, όπως στην περίπτωση του στρατηγού Στ. Σαράφη, το 1957, που συνδύαζε και τις δύο όψεις. Κατά την περίοδο αυτή, η πρακτική των ελληνικών αρχών συνίστατο στην παραίτηση από τη δικαιοδοσία στην περίπτωση ελαφρών τροχαίων ατυχημάτων, με το δικαιολογητικό ότι η αποζημίωση θα μπορούσε να επιδιωχθεί μέσω των ασφαλιστικών εταιρειών. Για τις υπόλοιπες όμως περιπτώσεις, υποβαλλόταν συνήθως από την αμερικανική πρεσβεία δήλωση του παθόντος για καταβολή της αποζημίωσης» (σελ. 186).
Σε κάθε περίπτωση, οι υπόνοιες που υπήρξαν ότι ο θάνατος του Στ. Σαράφη ήταν μια προμελετημένη δολοφονία την οποία διέπραξαν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες δεν αποδείχτηκαν ποτέ, παρά την προσπάθεια ορισμένων να συγκεντρώσουν στοιχεία που θα τεκμηρίωναν την εκδοχή αυτή. Έτσι, η υπόθεση εξακολουθεί έως σήμερα να τροφοδοτεί ένα πολιτικό θρίλερ με «ανοικτές» όλες τις εκδοχές του.
Πηγές
– Αρχείο εφημερίδων «Η Αυγή», «Καθημερινή», «Το Βήμα», «Ελευθερία» και «Ριζοσπάστης»
– Αρχείο περιοδικού «Πολιτικά Θέματα»
– «Στέφανος Σαράφης: Θάνατος στην άσφαλτο του Αλίμου από αμερικανικό αυτοκίνητο», εφημερίδα «Το Ποντίκι», 24 Μαΐου 2001
– Γιώργου Πετρόπουλου: «Η δολοφονία του Στέφανου Σαράφη», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 25 Μαΐου 2002
– Λη Σαράφη: «Ο θάνατος του στρατηγού Στέφανου Σαράφη», περιοδικό «Αρχειοτάξιο», τεύχος 13, Ιούνιος 2011
– Σπύρου Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη χούντα», τόμος Γ’, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1978
– Μάριον Σαράφη: «Ο στρατηγός Σαράφης όπως τον γνώρισα», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1990
– Αντώνης Μπρεδήμας: «Η ετεροδικία των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα», εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1991
– Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ)
* Μια συνοπτικότερη εκδοχή του άρθρου αυτού, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», τεύχος 504, Ιούνιος 2010.