Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ: Ακρωτήρι Θήρας - Προϊστορικοί, Μεσαιωνικοί χρόνοι (ΦΩΤΟ)

Οδοιπορικό στην Προϊστορία και τους Μεσαιωνικούς χρόνους
Το Ακρωτήρι είναι χωριό της Σαντορίνης με 450 κατοίκους, με βάση την απογραφή του 2001. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από τα Φηρά. Διοικητικά, ανήκει στο Τοπικό διαμέρισμα Ακρωτηρίου του Δήμου Θήρας. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους αποτελούσε ένα από τα καστέλιατου νησιού. Έγινε παγκοσμίως γνωστό χάρη στον προϊστορικό οικισμό που ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές, τις οποίες άρχισε συστηματικά στην περιοχή ο Σπύρος Μαρινάτος το 1967.

Γεωγραφικά, η περιοχή αποτελεί πραγματικό ακρωτήριο με απόκρημνες ακτές, που προβάλλει επί 3 μίλια δυτικά του νότιου τμήματος της Σαντορίνης.

Κατασκευασμένος Χάρτης του Ακρωτηρίου την εποχή του Χαλκού

Ο Προϊστορικός Οικισμός του Ακρωτηρίου
Πανοραμική θέα της τριγωνικής πλατείας του Προϊστορικού οικισμού

Οι Ανασκαφές
Στοιχεία για την κατοίκηση της Θήρας κατά την προϊστορική εποχή άρχισαν να έρχονται στο φως από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, όταν λόγω της χρησιμοποίησης θηραϊκής γης για τη μόνωση των τοιχωμάτων της διώρυγας του Σουέζ από τον Γάλλο μηχανικό Φερντινάν ντε Λεσσέψ (Ferdinard de Lesseps) το 1866 αποκαλύφθηκαν προϊστορικές αρχαιότητες. Οι πρώτες ανασκαφές στο Ακρωτήρι έγιναν από τον Γάλλο γεωλόγο και ηφαιστειολόγο Φερντινάν Φουκέ (Ferdinand André Fouqué). Μικρή ανασκαφική έρευνα επιχειρήθηκε το 1870 από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με τον γεωλόγο Ανρί Γκορσί (Henri Gorceix) και τον Ανρί Μαμέ (Henri Mamet) στη θέση Φαβατάς (στη θέση του Συγκροτήματος Δ των σημερινών ανασκαφών, ονομαζόταν "φαβατάς" γιατί το μέρος έβγαζε πολύ φάβα), νότια του Ακρωτηρίου. Στην θέση αυτή περνούσε χείμαρρος, ο οποίος έφτανε στο επίπεδο των αρχαιοτήτων και είχε ήδη αρχίσει να αποκαλύπτει κάποιες από αυτές. Οι συστηματικές, πάντως, ανασκαφές ξεκίνησαν το 1967 από τον καθηγητή Σπύρο Μαρινάτο, με τις υποδείξεις του ντόπιου Νίκου Πελέκη και στο ίδιο σημείο που έκαναν τις ανασκαφές τους οι Γάλλοι. Ο Σπύρος Μαρινάτος ξεκίνησε τις ανασκαφές στο Ακρωτήρι στην προσπάθεια του να επαληθεύσει μια παλιά δική του θεωρία, που είχε δημοσιεύσει ως Έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης το 1939, ότι η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας προκάλεσε την κατάρρευση του πολιτισμού της Μινωικής Κρήτης. Η προετοιμασία έγινε το διάστημα 1962 με 1965. Μετά τον θάνατο του καθηγητή Μαρινάτου το 1974, η ανασκαφή συνεχίζεται κάτω από την διεύθυνση του καθηγητή Χρήστου Ντούμα.

Γενικά για τον προϊστορικό οικισμό
Ο χώρος των Ανασκαφών.

Από τα ευρήματα των ανασκαφών είναι πλέον γνωστό ότι η περιοχή του Ακρωτηρίου κατοικήθηκε κατά την Ύστερη Νεολιθική περίοδο (γύρω στο 4500π.Χ.) και κατά τον 18ο αιώνα π.Χ. είχε εξελιχθεί σε πόλη. Στις αρχές του 17ου αιώνα π.Χ. ισοπεδώθηκε από σεισμό, αλλά ξανακτίστηκε επάνω στα ερείπια και άκμασε κατά την Υστεροκυκλαδική Ιπερίοδο, μέχρι τον ενταφιασμό της από την Μινωική έκρηξη.

Η θέση ήταν ιδανική για ασφαλές αγκυροβόλιο, καθότι ήταν προστατευμένη από τους βόρειους ανέμους, ενώ ταυτόχρονα η μορφολογία του εδάφους ευνοούσε την ανάπτυξη γεωργικών δραστηριοτήτων. Πιθανολογείται ότι ήταν η πρωτεύουσα του νησιού, αλλά αυτό δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί. Η έκταση των ανασκαφών είναι κοντά στα 14 στρέμματα, ένα μικρό ποσοστό της προϊστορικής πόλης, που υπολογίζεται ότι ήταν περίπου 200 στρέμματα και είχε γύρω στους 30.000 κατοίκους.

Η δόμηση ήταν πυκνή και διέθετε πολυώροφα κτίρια με πλούσιες τοιχογραφίες, οργανωμένες αποθήκες, βιοτεχνικούς χώρους, άριστη πολεοδομική οργάνωση με δρόμους, πλατείες και είχε ένα πλήρως αναπτυγμένο αποχετευτικό σύστημα, το οποίο περνούσε κάτω από το λιθόστρωτο και συνδεόταν απευθείας με τα σπίτια. Τα οικοδομικά υλικά ήταν πέτρες, άργιλος, τούβλα λάσπης που ενισχύθηκαν με άχυρο, ξυλεία, γύψο μέσα και έξω. Το μεγάλο πλήθος από τοιχογραφίες, με τις οποίες ήταν διακοσμημένοι πολλοί από τους χώρους των κτιρίων, κατά κανόνα των άνω ορόφων, υποδηλώνουν μια εξελιγμένη και εκλεπτυσμένη αστική κοινωνία, η οποία ντυνόταν με πολυτέλεια, κομψότητα, και εντυπωσιακή πολυχρωμία.

Τα πρόδρομα φαινόμενα και η έκρηξη
Το γεγονός ότι στον οικισμό δεν βρέθηκαν καθόλου ανθρώπινοι σκελετοί μαρτυρά ότι μια σειρά από προειδοποιητικούς σεισμούς εξανάγκασε τους κατοίκους να τον εγκαταλείψουν έγκαιρα. Πάντως πριν ταφεί ο οικισμός από την τέφρα της ηφαιστειακής έκρηξης, είχε χτυπηθεί από μεγάλο σεισμό. Κάποιοι κάτοικοι επέστρεψαν αργότερα στον οικισμό για να απεγκλωβίσουν όσους δεν είχαν προλάβει να φύγουν και να συλλέξουν πολύτιμα και προσωπικά αντικείμενα. Άλλα πρόδρομα της ηφαιστειακής εκρήξεως φαινόμενα, όμως, ανάγκασαν τους κατοίκους να ξαναεγκαταλείψουν την πόλη, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι οι εργασίες διάνοιξης των δρόμων δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, ενώ ένας μεγάλος αριθμός από αγγεία βρέθηκαν πάνω σε σωρούς μπαζών, όπου, προφανώς, είχαν τοποθετηθεί αρχικά για να μεταφερθούν σε πιο ασφαλείς θέσεις. Ενδείξεις για το που κατέφυγαν δεν έχουμε. Ο χρόνος, πάντως, μεταξύ του μεγάλου σεισμού και της ηφαιστειακής έκρηξης δεν πρέπει να υπερέβαινε τις λίγες δεκάδες μέρες, ενώ η χρονική διάρκεια από τις πρώτες εκρήξεις μέχρι την δημιουργία της καλδέρας υπολογίζεται σε δύο με τρία εικοσιτετράωρα.

Τα αλλεπάλληλα κύματα της τέφρας παρέσυραν τις στέγες και τα ανώτερα τμήματα των κτηρίων του οικισμού. Μετά την ηφαιστειακή έκρηξη και την απόθεση των ηφαιστειακών υλικών που οδήγησε στον ενταφιασμό του οικισμού, ακολούθησε καταρρακτώδης βροχή, η οποία διέβρωσε την ελαφρόπετρα και την τέφρα και σε πολλές περιπτώσεις έφτασε μέχρι και το προεκρηξιακό έδαφος. Η βροχή αυτή μετέφερε ρευστή λάσπη στα ισόγεια των κτιρίων του οικισμού, κάτι που οδήγησε τόσο στη διατήρηση του περιεχομένου τους, όσο και στην παραμονή στη θέση τους των δαπέδων των υπερκείμενων ορόφων.

Η χρονολογία της έκρηξης
Η πρώτη κλασσική χρονολόγηση της Μινωικής έκρηξης βασίστηκε σε συγκριτικές μελέτες της τεχνικής των αγγείων και σε Αιγυπτιακές πηγές και είχε εκτιμηθεί ότι η έκρηξη του ηφαιστείου που κατέστρεψε την πόλη είχε συμβεί το 1500 π.Χ.. Οι απόλυτες χρονολογήσεις, όμως, που έγιναν με βάση τον ραδιενεργό άνθρακα, τη δενδροχρονολόγηση και την παγοχρονολόγηση μετατόπισαν την ημερομηνία 100 με 150 χρόνια παλαιότερα, ενώ η πλέον πρόσφατη χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα ενός κλαδιού ελιάς που θάφτηκε από την τέφρα της έκρηξης τοποθετεί την ημερομηνία μεταξύ 1627 και 1600 π.Χ. με πιο πιθανό το διάστημα μεταξύ 1613 με 1614 π.Χ.. Η νέα χρονολόγηση αποδεικνύει την μη σύνδεση της έκρηξης με την καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού. Οι εκτιμήσεις, πάντως, δείχνουν ότι η έκρηξη αυτή αποτέλεσε την μεγαλύτερη έκρηξη ηφαιστείου στον κόσμο τα τελευταία 10.000 χρόνια.

Σε σχέση με την εποχή του χρόνου που έγινε η έκρηξη, πιθανολογείται ότι ήταν άνοιξη, καθώς έχουν ανακαλυφθεί στο στρώμα των υλικών της έκρηξης κόκκοι γύρης από ελιές και κωνοφόρα δέντρα.

Η αρχιτεκτονική του οικισμού
Τα κτίρια είχαν δύο ή τρεις ορόφους και πολλά δωμάτια. Τα πλουσιότερα ήταν κατασκευασμένα από πελεκητές πέτρες, τα οποία, για αυτόν τον λόγο, οι αρχαιολόγοι τα ονομάζουν ξεστές. Τα υπόλοιπα κτίρια ήταν κατασκευασμένα από τούβλα λάσπης ενισχυμένα με άχυρα, ξύλα και γύψο. Η θεμελίωση κατά κανόνα ήταν ρηχή και πολλές φορές υπήρχε τεχνητή επίχωση. Σε δύο περιπτώσεις, κάτω από την Ξεστή 3 και κάτω από τα θεμέλια του μεσοκυκλαδικού κτιρίου, πάνω στα ερείπια του οποίου χτίστηκε η Δυτική οικία, βρέθηκε στρώση από χαλαρά θραύσματα πορώδους λάβας διατομής 4 με 6 εκατοστών (αδράλια), η οποία έπαιζε τον ρόλο σεισμικής μόνωσης. Τα δάπεδα των ορόφων κατασκευάζονταν από ξύλα και καλάμια, πάνω στα οποία υπήρχε πατημένο χώμα, στο οποίο συχνά τοποθετούσαν σχιστολιθικές πλάκες ή βότσαλα. Με ξύλα και καλάμια κατασκευαζόταν και η στέγη, πάνω στην οποία τοποθετούσαν, επίσης, πατημένο χώμα, το οποίο δρούσε ως μονωτικό και εξασφάλιζε δροσιά το καλοκαίρι και ζέστη το χειμώνα.

Οι κάτω όροφοι χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες, εργαστήρια ή μύλοι, ενώ οι πάνω όροφοι ήταν οι χώροι διαμονής των κατοίκων. Στα πιο πλούσια σπίτια, συχνά, οι τοίχοι των πάνω ορόφων ήταν διακοσμημένοι με τοιχογραφίες. Οι δρόμοι της πόλης ήταν λιθόστρωτοι. Η αποχέτευση των κτιρίων γινόταν με πήλινους σωλήνες που βρίσκονταν μέσα στους τοίχους των κτιρίων και κατέληγαν σε χτιστούς υπονόμους κάτω από τους λιθόστρωτους δρόμους.

Οι τοιχογραφίες
Κυκλαδικός Σκύφος που περιέχει ασβεστοκονίαμα.
Το μεγάλο πλήθος από τοιχογραφίες που βρέθηκε κατά την διάρκεια των ανασκαφών είναι πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την καθημερινή ζωή στο Ακρωτήρι, την θρησκεία και την φύση του νησιού. Έχουν φιλοτεχνηθεί κατά βάση με την τεχνική της νωπογραφίας (buon fresco), δηλαδή η απόδοση του έργου γινόταν πάνω στο νωπό ακόμα ασβεστολιθικό κονίαμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα χρώματά τους να παραμένουν ανεξίτηλα. Συχνά, όμως, το κονίαμα στέγνωνε πριν την ολοκλήρωση της εργασίας του καλλιτέχνη, ο οποίος συνέχιζε την εργασία του πάνω σε στεγνό πλέον τοίχο. Σε αυτά τα σημεία, η προστασία της τοιχογραφίας γίνεται σήμερα με χημικά μέσα. Λεπτομέρειες προσθέτονταν αργότερα.

Υπήρχαν δύο τύποι χρωμάτων: τα ορυκτά, όπως ήταν το σκούρο κόκκινο, το οποίο ήταν υλικό με μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο και τα τεχνητά, όπως το γαλάζιο το οποίο ήταν πυρίτιο με οξείδια χαλκού και ασβεστίου. Μεγάλη έκπληξη προκαλεί στους επιστήμονες το γεγονός ότι με τη φασματοσκοπική μέθοδο ανακαλύφθηκε ότι το ιώδες χρώμα σε λεπτομέρειες της τοιχογραφικής σύνθεσης με τις κροκοσυλλέκτριες είναι πορφύρα, γεγονός που αποδεικνύει ότι το επίπεδο τεχνογνωσίας και πολιτισμού του νησιού ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Τα θέματα των τοιχογραφιών ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπα για την εποχή τους, ενώ υπήρχε ιδιαίτερη ελευθερία στον σχεδιασμό και στην χρήση των χρωμάτων.

Σημαντικές ήταν και οι λεγόμενες μικρογραφικές τοιχογραφίες, οι οποίες ήταν μακριές παραστάσεις με μορφές μικρού μεγέθους, οι οποίες ήταν τοποθετημένες στο ύψος του ματιού.

Σχεδόν σε όλα τα ανασκαμμένα κτίρια διαπιστώθηκε η ύπαρξη τοιχογραφιών παλαιότερων από εκείνες που κοσμούσαν τους τοίχους τους όταν έγινε η καταστροφική ηφαιστειακή έκρηξη. Αυτό δείχνει ότι οι τοιχογραφίες ήταν ένας καθιερωμένος τρόπος διακόσμησης των εσωτερικών χώρων, πιθανότατα από τις αρχές του 17ου αιώνα π.Χ.

Τέχνες σε φθαρτά υλικά
Το στρώμα τέφρας και ελαφρόπετρας που κάλυψε τον οικισμό μετά την ηφαιστειακή έκρηξη δημιούργησε στο Ακρωτήρι το ιδανικό περιβάλλον έλλειψης οξυγόνου που απαιτείται για τη διατήρηση φθαρτών υλικών. Έτσι το Ακρωτήρι είναι ένας από τους ελάχιστους χώρους στην Ελλάδα που διασώζει μαρτυρίες για προϊστορικές τέχνες όπως η επιπλοποιία, η ξυλογλυπτική, η καλαθοπλεκτική και η κατασκευή μουσικών οργάνων, τέχνες ουσιαστικά άγνωστες, κατά τα άλλα, στη σύγχρονη έρευνα του προϊστορικού Αιγαίου ή γνωστές μόνο έμμεσα από απεικονίσεις στην τέχνη και αναφορές στα μυκηναϊκά αρχεία της Γραμμικής Β γραφής. Στη διατήρηση αντικειμένων από φθαρτά υλικά στο Ακρωτήρι συνέβαλε σε ορισμένες περιπτώσεις και η μερική απανθράκωσή τους. Στις περιπτώσεις που αποσυντέθηκαν τελικά, έμειναν συχνά στη θέση τους, μέσα στο ηφαιστειακό υλικό, κοιλότητες ή αποτυπώματα αντίστοιχου σχήματος. Γεμίζοντας τέτοιες κοιλότητες με γύψο κατά τη διάρκεια της ανασκαφής ανακτώνται πιστά εκμαγεία των αντικειμένων που αποσυντέθηκαν.

Σημαντικότερες μαρτυρίες για την κατασκευή φθαρτών τεχνουργημάτων στο Ακρωτήρι είναι τα εκμαγεία κρεβατιών από το Συγκρότημα Δ και το Άνδηρο των Κλινών, το εκμαγείο ενός τραπεζιού με γλυπτά πόδια από το Συγκρότημα Δ, ένα σύνολο ξύλινων κρουστών κροτάλων από την Ξεστή 4 με ανάγλυφη παράσταση πουλιών και κρόκων, και μεγάλος αριθμός αποτυπωμάτων και απανθρακωμένων τεμαχίων πλεκτών καλαθιών από το Συγκρότημα Δ, τον Μυλώνα του Τομέα Α, τη Δυτική Οικία και άλλα σημεία του οικισμού.

Επεμβάσεις στα κτίρια
Λόγω της αποσύνθεσης των οργανικών υλικών, κυρίως του ξύλου, που είχαν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή των κτιρίων, η απομάκρυνση των ηφαιστειακών αποθέσεων έθετε τα κτίρια σε κίνδυνο κατάρρευσης. Επιλέχθηκε η μέθοδος της έγχυσης οπλισμένου σκυροδέματος στα κενά που είχαν δημιουργηθεί. Σε πολλές περιπτώσεις ξύλινων πλαισίων θυρών και παραθύρων, το σκυρόδεμα βάφτηκε σε χρώμα καφέ, παρόμοιο με του ξύλου, ενώ ζωγραφίστηκαν σε αυτό ρόζοι, ώστε να δίνεται στον επισκέπτη όσο το δυνατόν πλησιέστερη εικόνα σε αυτή που είχε το κτίριο πριν από την ηφαιστειακή έκρηξη.

Τα κτίρια, οι τοιχογραφίες και σημαντικά ευρήματα
Ξεστή 3
Η Ξεστή 3 από τα ανατολικά (Δωμάτια 2, 4, 5)
Από την κύρια (νότια) είσοδο του στεγασμένου αρχαιολογικού χώρου, το πρώτο κτιριακό συγκρότημα στην ανατολική πλευρά είναι η Ξεστή 3 (παλιότερα λεγόταν και Ξεστή Ε). Η Ξεστή 3 ήταν ένα μεγάλο διώροφο κτίριο, με 14 δωμάτια σε κάθε όροφο, κάποια από τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολύθυρα. Στο συγκρότημα αυτό βρέθηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός από τοιχογραφίες, με πιο σημαντική την τοιχογραφική σύνθεση με τις Κροκοσυλλέκτριες (Πρώτος όροφος, Δωμάτιο 3Α, Ανατολικός τοίχος). Στον βόρειο τοίχο του ίδιου δωματίου υπήρχε η τοιχογραφία της Πότνιας θηρών, η οποία αποτελεί κοινή θεματική ενότητα με τις Κροκοσυλλέκτριες.

Σε ένα από τα δωμάτια του ισογείου υπάρχει Δεξαμενή καθαρμών (άδυτο), ένας χώρος που θεωρείται ιερός. Αυτό, σε συνδυασμό με την θεματολογία των τοιχογραφιών, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην Ξεστή 3 τελούνταν διάφορες τελετές και είναι το μόνο μέχρι τώρα αδιαμφισβήτητο δημόσιο Ιερό του οικισμού. Στο βόρειο τοίχο του δωματίου με την δεξαμενή καθαρμών βρισκόταν η τοιχογραφία των Λατρευτριών.

Στον Προθάλαμο 5 βρέθηκε η τοιχογραφία των Κυνηγών. Στο δωμάτιο 3Β του ισογείου βρέθηκε η τοιχογραφία με τα Γυμνά αγόρια.

Στο δωμάτιο 9 του πρώτου ορόφου υπήρχε η τοιχογραφία των Λυγαριών, ενώ στο δωμάτιο 3Β του ορόφου βρέθηκαν οι Γυναίκες με τις Ανθοδέσμες.

Στον δεύτερο όροφο του κτιρίου, ο οποίος σήμερα δεν σώζεται, υπήρχε η τοιχογραφία των Πολύχρωμων Σπειρών, μια τοιχογραφία πολύ μεγάλων διαστάσεων, με την οποία αποδεικνύεται ότι οι καλλιτέχνες της Θήρας γνώριζαν την λεγόμενη Σπείρα του Αρχιμήδη, πάνω από χίλια χρόνια πριν από αυτόν. Στο δωμάτιο 9, επίσης του δευτέρου ορόφου, υπήρχε η τοιχογραφία με τους Ρόδακες.

Οι Κροκοσυλλέκτριες (Ανατολικός τοίχος). 
Οι Κροκοσυλλέκτριες (Απόσπασμα από τον ανατολικό τοίχο). 
Η Πότνια θηρών (Απόσπασμα). 


Ρόδακες.



Οικία των Θρανίων
Ο χρυσός αίγαγρος.
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1999, κατά την διάρκεια των εργασιών για την στήριξη του νέου στεγάστρου, ανακαλύφθηκε μέσα σε πήλινη λάρνακα στον χώρο τηςΟικίας Θρανίων, νοτιοδυτικά της Ξεστής 3, το μοναδικό χρυσό εδώλιο αίγαγρου, από τα ελάχιστα πολύτιμα αντικείμενα που έχουν βρεθεί στο χώρο των ανασκαφών, το οποίο σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Προϊστορικής Θήρας, στα Φηρά. Γενικά, από τις ανασκαφές που έγιναν σε μεγάλο βάθος προκειμένου να στηριχθούν τα υποστυλώματα του νέου στεγάστρου, φαίνεται ότι ο αρχικός νεολιθικός οικισμός περιοριζόταν στην περιοχή που βρίσκεται η Ξεστή 3. Το ειδώλιο ήταν μέσα σε ξύλινη θήκη, της οποίας μόνο το αποτύπωμα είχε διατηρηθεί, ενώ η πήλινη λάρνακα ήταν κάτω από σωρό μεγάλου αριθμού από ζεύγη κεράτων, κατά βάση αιγοπροβάτων.

Πλατεία Ξεστής 3
Ο ακάλυπτος χώρος ανατολικά της Ξεστής 3 έχει ονομαστεί «Πλατεία Ξεστής 3».

Οδός Τελχίνων
Από την Πλατεία Ξεστής 3 ξεκινάει το μεγαλύτερο κομμάτι δρόμου που έχει ως τώρα ανασκαφεί, η Οδός Τελχίνων, ο οποίος φαίνεται ότι οδηγούσε στο λιμάνι της πόλης.

Κτίριο Γ
Στο ξεκίνημα της οδού Τελχίνων, στην ανατολική της πλευρά, βρίσκεται το Κτίριο Γ, του οποίου μόνο μερικά δευτερεύοντα δωμάτια έχουν ανασκαφεί. Το κτίριο αυτό είχε τουλάχιστον δύο ορόφους. Στα δωμάτια Γ1 και Γ2 του κτιρίου Γ είχαν εγκατασταθεί οι λιθοξόοι, οι οποίοι επιδιόρθωναν τον τομέα αυτό από τις ζημιές που είχε υποστεί κατά τον σεισμό που έγινε πριν την μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου.

Κτίριο Β
Στην άλλη πλευρά της οδού Τελχίνων, σχεδόν απέναντι από το Κτίριο Γ, βρίσκεται το Κτίριο Β, το οποίο, επίσης, είχε τουλάχιστον δύο ορόφους. Είναι πολύ πιθανόν να είναι στην πραγματικότητα δύο ξεχωριστά κτίρια προσκολλημένα το ένα στο άλλο. Έχει υποστεί πολλές ζημιές από τον χείμαρρο που περνούσε από την ανατολική του πλευρά. Στο εσωτερικό του βρέθηκε ένας αριθμός από σημαντικές τοιχογραφίες, από τις οποίες οι πιο χαρακτηριστικές είναι οι Πυγμάχοι (Δωμάτιο Β1, Νότιος Τοίχος), οι Αντιλόπες (Δωμάτιο Β1, Δυτικός Τοίχος) και οι Κυανοπίθηκοι (Δωμάτιο Β6, Βόρειος και Δυτικός Τοίχος). Στο δωμάτιο Β6 βρέθηκαν και τα σπαράγματα της τοιχογραφίας με τα Τετράποδα.

Οι Πυγμάχοι
Οι Αντιλόπες
Οι Κυανοπίθηκοι (Δυτικός τοίχος)

Η τοιχογραφία με τα τετράποδα

Πλατεία Μυλώνος
Η οδός Τελχίνων οδηγεί στα βόρεια σε μία πλατεία, η οποία έχει ονομαστεί Πλατεία Μυλώνος.

Συγκρότημα Δ
Το βόρειο κλιμακοστάσιο του Συγκροτήματος Δ
από βορά (Δωμάτια Δ4, Δ5, Δ6, Δ7)
Στην βορειοανατολική πλευρά της Πλατείας Μυλώνος βρίσκεται το Συγκρότημα Δ, το οποίο αποτελείται από τέσσερα κτίρια. Το βορειότερο τμήμα είναι η πρώτη ξεστή που βρέθηκε και ονομάζεται Ξεστή 1.

Στον νότιο, στον δυτικό και στον βόρειο τοίχο του Δωματίου Δ2, ενός μικρού ημιυπόγειου δωματίου, βρέθηκε η περίφημη τοιχογραφία της Άνοιξης. Ο τέταρτος τοίχος του δωματίου είχε πόρτα και διπλό παράθυρο. Πιθανότατα ο χώρος αυτός ήταν χώρος ιερός, κάτι στο οποίο συνηγορεί και το γεγονός ότι έξω από αυτό, προς στην ανατολή, βρέθηκαν σκεύη ιεράς σημασίας. Στο Δωμάτιο Δ2 βρέθηκε και εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός από κεραμικά αγγεία, στις γωνίες και κατά μήκος των τοίχων του. Μπροστά από το νότιο τοίχο του δωματίου βρισκόταν ένα κρεβάτι (σήμερα υπάρχει το εκμαγείο του), κάτω από το οποίο είχαν επίσης τοποθετηθεί αγγεία, πιθανότατα για να προστατευθούν από τους σεισμούς.

Στο Δωμάτιο Δ15 βρέθηκε μυλόλιθος για την παραγωγή αλευριού, ενώ το δωμάτιο Δ16 ήταν πιθανότατα εργαστήριο κεραμικής καθώς βρέθηκε εκεί μεγάλος αριθμός κεραμικών.

Στο Δωμάτιο Δ18Α βρέθηκαν σπαράγματα από δύο ή ίσως τρεις επιγραφές Γραμμικής γραφής Α, οι οποίες αναφέρουν ποσότητες υλικών που πιθανότατα σχετίζονταν με εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων του οικισμού, ενώ στο Δ18Β βρέθηκε μεγάλος αριθμός πήλινων σφραγισμάτων από πηλό πιθανότατα κρητικής προέλευσης.

Η τοιχογραφία της Άνοιξης (Απόσπασμα)
Σπαράγματα πινακίδων Γραμμικής Α
από το Δωμάτιο Δ18Α.




























Εκμαγείο ξύλινου τραπεζιού
Άνδηρο Κλινών
Αμέσως βορειοδυτικά της Πλατείας Μυλώνος βρίσκεται ένας ακάλυπτος χώρος στον οποίο ανακαλύφθηκαν τα αρνητικά τριών μικρών κρεβατιών, από τα οποία προέκυψαν τα γύψινα εκμαγεία τους.

Οικία της Άγκυρας
Η οικία της Άγκυρας
Στα βόρεια της πλατείας Μυλώνος και δυτικά του Συγκροτήματος Δ βρίσκεται η Οικία της Άγκυρας. Ονομάστηκε έτσι επειδή σε αυτή βρέθηκε μελανός λίθος με οπή, βάρους 65 κιλών, που προφανώς είχε την χρήση άγκυρας. Ο τύπος αυτός θεωρείται ότι είναι της Μεσοκυκλαδικής περιόδου.

Πλατεία Τριγώνου
Στην δυτική πλευρά του Συγκροτήματος Δ βρίσκεται η Πλατεία Τριγώνου ή Τριγωνική Πλατεία, η οποία ονομάζεται έτσι λόγω του σχήματός της.



Δυτική Οικία
Στα δυτικά της Πλατείας Τριγώνου βρίσκεται η Δυτική Οικία. Η οικία αυτή είχε περίμετρο 49,65 μέτρα. Η ταράτσα της ήταν καλυμμένη με πατημένο χώμα το οποίο εξασφάλιζε την μόνωση της. Στο ισόγειο της υπήρχαν αποθήκες τροφίμων, εργαστήρια, μαγειρείο και χώρος μυλωνά. Στον πρώτο όροφο υπήρχε δωμάτιο με αργαλειούς (Δωμάτιο 3), μια αποθήκη σκευών και τροφίμων, ένα αποχωρητήριο (Δωμάτιο 4Α) και δύο δωμάτια με τοιχογραφίες (Δωμάτια 4 και 5). Στο ένα από τα δύο, στο Δωμάτιο 5, βρέθηκαν οι δύο τοιχογραφίες των Ψαράδων (Δυτικός τοίχος), η τοιχογραφία της νεαρής ιέρειας (Νοτιοανατολική είσοδος / ανατολικός παραστάτης), η τοιχογραφία με το ποτάμι (Ανατολικός τοίχος) και η διάσημη μικρογραφική ζωφόρος του στόλου που βρίσκεται και στους τέσσερις τοίχους του.

Η ζωφόρος του Στόλου (Απόσπασμα: Δεύτερη και Τρίτη πόλη).

Το Δωμάτιο 4 ήταν διακοσμημένο με τα Ικρία, την τοιχογραφία των οκτώ θαλαμίσκων πλοίων. Το δωμάτιο αυτό με λεπτή μεσοτοιχία χωριζόταν σε δύο δωμάτια. Το δωμάτιο 4Α ήταν λουτρό.

Στην Δυτική Οικία θεωρείται ότι έμενε ο αρχηγός του στόλου. Μια μικρή σκάλα που βρέθηκε στο κτίριο υποδηλώνει ότι μπορεί να υπήρχε και τρίτος όροφος ή κάποια σοφίτα.
    
         Η είσοδος της Δυτικής Οικίας.                                                  Ο ψαράς.


Απόσπασμα από την ζωφόρο του Στόλου. 
Απόσπασμα από την ζωφόρο του Στόλου: Η ναυμαχία.

Πλατεία Κενοταφίου
Βόρεια του Συγκροτήματος Δ υπάρχει περιοχή, η οποία είχε διαμορφωθεί σε πλατεία κατά την Υστεροκυκλαδική Ι περίοδο και σήμερα έχει ονομαστεί Πλατεία Κενοταφίου. Εκεί έχει βρεθεί τραπεζοειδής κατασκευή που θυμίζει πρωτοκυκλαδικό τάφο και στο εσωτερικό της οποίας βρέθηκαν 17 μαρμάρινα πρωτοκυκλαδικά εδώλια και θραύσματα μαρμάρινων κρατηρίσκων χωρίς, όμως, παρουσία ανθρώπινων οστών. Το εύρημα αυτό ερμηνεύεται ως ανακομιδή ενός κυκλαδικού νεκροταφείου, για τις ανάγκες επέκτασης της πόλης. Στην ίδια περιοχή, στα βορειοανατολικά του Συγκροτήματος Δ, σε μεγαλύτερο βάθος από αυτό που βρισκόταν το κενοτάφιο, βρέθηκε τμήμα δαπέδου με έντονα ίχνη φωτιάς και μεγάλο αριθμό από οστά ζώων και κεράτων και κεραμικής, το οποίο έχει ονομαστεί Πυρά της Θυσίας και ανάγεται στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο.

Οικία των Γυναικών
Στα βορειοδυτικά του χώρου των ανασκαφών βρίσκεται η Οικία των Γυναικών, η οποία οφείλει το όνομα της στις τοιχογραφίες των γυναικών που κάλυπταν τον νότιο τοίχο (γυναικεία φιγούρα) και τον βόρειο τοίχο (γυμνόστηθη γυναικεία φιγούρα) του ανατολικού τμήματος του Δωματίου 1. Στο δυτικό τμήμα του ίδιου δωματίου βρέθηκε η τοιχογραφία με τους Πάπυρους. Η οικία αποτελεί μεγάλο διώροφο οικοδόμημα στο κέντρο του οποίου υπήρχε φωταγωγός.

Γυναικεία φιγούρα (Νότιος τοίχος). 
Γυμνόστηθη γυναικεία φιγούρα (Βόρειος τοίχος). 
Πάπυροι (Μουσείο Προϊστορικής Θήρας).

Τομέας Α και Μυλώνας
Εσωτερικά του Νέου Στεγάστρου (Μυλώνας / Τομέας Α)
Στο βόρειο άκρο των ανασκαφών βρίσκεται το κτηριακό συγκρότημα του Τομέα Α ή Αποθήκη των Πίθων, στα τρία μεγαλύτερα δωμάτια του οποίου βρέθηκε μεγάλος αριθμός από πίθους που περιείχαν όσπρια, αλεύρι και κριθάρι. Στον Μυλώνα, που βρίσκεται δίπλα, βρέθηκε εγκατάσταση μύλου και καλάθι που περιείχε ψάρια και αχινούς. Στην ευρύτερη περιοχή του Τομέα Α βρέθηκαν τα σπαράγματα του Αφρικανού, των Σεβιζόντων πιθήκων και του Γαλάζιου πτηνού, τα οποία ο Σπύρος Μαρινάτος είχε θεωρήσει αρχικά ότι ανήκουν στην ίδια τοιχογραφία.



        
       Ο Αφρικανός                               Σεβίζοντες Πίθηκοι                          Γαλάζιο πτηνό


Ξεστή 2
Στα ανατολικά του Συγκροτήματος Δ βρίσκεται η Ξεστή 2. Η βόρεια πρόσοψη του κτιρίου διατηρείται μέχρι και το τρίτο πάτωμα.

Ξεστή 4
Το μεγαλύτερο από τα κτίρια που έχουν ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα είναι η Ξεστή 4, το οποίο είναι ένα τριώροφο οικοδόμημα του οποίου όλες οι όψεις είναι επενδυμένες με λαξευτούς ορθογώνιους όγκους τόφου (στρώμα πορώδους πετρώματος, κυρίως ηφαιστειογενούς). Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά του χώρου των ανασκαφών και αποτελούσε πιθανότατα δημόσιο κτίριο. Δεν έχει ανασκαφεί πλήρως.

Στο Δωμάτιο 2 της Ξεστής 4, κατά την διάρκεια ανασκαφών για την υποστύλωση του νέου στεγάστρου, βρέθηκε θραύσμα ζωφόρου με παράσταση οδοντόφρακτων κρανών (μυκηναϊκός τύπος) σε φυσικό μέγεθος με λεπτομερή απεικόνιση και με όλα τα στοιχεία ενός κράνους: λοφίο, παραγναθίδα, προμετωπίδα και επάορτο. Η ανακάλυψη αυτή δημιουργεί προβληματισμούς για την σχέση του προϊστορικού οικισμού με την ηπειρωτική Ελλάδα.
Ξεστή 4



Στο κλιμακοστάσιο του κτιρίου έχει βρεθεί η τοιχογραφία των Δωροφόρων, η οποία είναι η μεγαλύτερη τοιχογραφική σύνθεση που έχει ανακαλυφθεί μέχρι τώρα στον οικισμό.






Οδός Κουρητών
Ο δρόμος που περνάει στα νότια της Ξεστής 4 έχει ονομαστεί Οδός Κουρητών (Κρητών).

Κτίριο ΙΑ
Στα βόρεια της Ξεστής 4 βρίσκεται το Κτίριο ΙΑ ή Κτίριο των Καλών Αγγείων.

Συμπεράσματα από τα Ευρήματα
Από τα ευρήματα των ανασκαφών προκύπτει ότι η κοινωνία του Ακρωτηρίου δεν διοικούνταν από έναν μονάρχη, αλλά από μια ελίτ, η οποία δραστηριοποιούνταν σε δύο κυρίως τομείς, το θαλάσσιο εμπόριο και τη βιοτεχνία, αφού η γεωργία στη γύρω περιοχή δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του μεγάλου πληθυσμού. Τα πλοία των τοιχογραφιών φαίνονται ικανά για μακρινά ταξίδια, ενώ το λιμάνι του Ακρωτηρίου πρέπει να ήταν ένα από τα σημαντικότερα της εποχής του. Απόδειξη των εμπορικών σχέσεων των κατοίκων με άλλες περιοχές της Μεσογείου είναι η εύρεση στο Δωμάτιο Δ9 δοχείου από την Χαναάν και των σφραγισμάτων από την Κρήτη στο δωμάτιο Δ18Β.

Στα σπαράγματα των επιγραφών που βρέθηκαν στο Δωμάτιο Δ18Α αναφέρονται εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες υφασμάτων, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο οικισμός ήταν τόπος συγκέντρωσης και επεξεργασίας του μαλλιού που παραγόταν από τα γειτονικά νησιά, πιθανώς από την Ίο, την Σίκινο, την Φολέγανδρο και την Ανάφη. Παράλληλα στο Ακρωτήρι έχουν βρεθεί ίνες μαλλιού, οι οποίες, με βάση εργαστηριακές αναλύσεις, είναι οι παλαιότερες διατηρημένες αποδείξεις χρήσης του μαλλιού στη Μεσόγειο, εκτός από την περίπτωση της Αιγύπτου, όπου επίσης υπάρχουν αντίστοιχα ευρήματα.

Οι κάτοικοι του οικισμού είχαν αναπτύξει σε υψηλό βαθμό την πυροτεχνολογία και η χρήση της φωτιάς εντοπίζεται τόσο στα σπίτια, όσο και στις οικονομικές και θρησκευτικές δραστηριότητες. Από τις αρχές της τρίτης χιλιετίας π.χ. εντοπίζεται η ύπαρξη μόνιμων και φορητών εστιών μαγειρικής και κινητών ή σταθερών φούρνων, λείψανα στάχτης και κάρβουνα, ταψιά, ψηστιέρες και υποδοχές για σουβλάκια, μαγκάλια και επίπεδες πλάκες για το ψήσιμο πίτας.

Ευρήματα αποδεικνύουν, επίσης, την καλλιέργεια σταφυλιών και την παραγωγή κρασιού.

Το Στέγαστρο του Προϊστορικού Οικισμού
Η στέγαση της προϊστορικής πόλης του Ακρωτηρίου κρίθηκε αναγκαία από τον Σπύρο Μαρινάτο προκειμένου να προστατευθούν τα οικοδομήματα που έρχονταν στο φως. Η ιδέα αυτή είχε έντονα επικριθεί την εποχή εκείνη. Η προσωπικότητα όμως του Μαρινάτου επέβαλε τη λύση αυτή, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή από το 1968. Παραπλεύρως του στεγάστρου οικοδομήθηκαν εργαστήρια, αποθήκες και ξενώνες, απαραίτητα για την εξέλιξη της ανασκαφικής δραστηριότητας. Το παλαιό στέγαστρο, στα τριάντα περίπου χρόνια ζωής του, αποδείχθηκε σωτήριο για τα μνημεία, όμως ο μεταλλικός σκελετός του από DEXION, λόγω της γειτνίασης με τη θάλασσα και λόγω των οξειδίων που περιέχονται στα ηφαιστειακά υλικά των επιχώσεων, είχε έντονα διαβρωθεί, ενώ η επικάλυψη του στεγάστρου με φύλλα αμιαντοτσιμέντου ELLENIT ήταν ανθυγιεινή και αντίθετη με την υφιστάμενη κοινοτική νομοθεσία. Κρίθηκε, λοιπόν, απαραίτητη η αντικατάσταση του παλαιού στεγάστρου με νέο, το οποίο να καλύπτει τόσο τις λειτουργικές ανάγκες της ανασκαφής και ταυτόχρονα να μπορεί να αναδείξει τον αρχαιολογικό χώρο.

Η Κεντρική (Νότια) είσοδος του νέου στεγάστρου στην φάση της κατασκευής.

Η προκαταρκτική μελέτη του έργου έγινε σε συνέχεια του βραβευθέντος Ερευνητικού Προγράμματος «ASPIRE» (Archaeological Sites Protection Implementing Renewable Energies) και εγκρίθηκε τον Φεβρουάριο του 1996.

Ζεύγος πήλινων κρατευτών.
Η κατασκευή του στεγάστρου ανατέθηκε έπειτα από διαγωνισμό, σε κοινοπραξία κατασκευαστικών εταιρειών και οι εργασίες ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 1999. Το βιοκλιματικό στέγαστρο κατασκευάζεται από χάλυβα, ώστε να είναι μεγάλης αντοχής, ενώ προβλέπεται η επικάλυψή του με θηραϊκή γη, ώστε να ενταχθεί πλήρως στο θηραϊκό τοπίο. Παράλληλα, με ήπια μέσα εξασφαλίζει τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών στο εσωτερικό για αερισμό και για επαρκή φυσικό φωτισμό.

Η κατασκευή του στεγάστρου οδήγησε σε ανασκαφές σε μεγάλο βάθος προκειμένου να στηριχθούν τα υποστυλώματά του και έβγαλε στην επιφάνεια σημαντικές αρχαιολογικές ανακαλύψεις για την ιστορία της πόλης, καθώς και πολλά ευρήματα, όπως τοχρυσό εδώλιο αιγάγρου και το ζεύγος πήλινων κρατευτών.

Δυστυχώς, στις 23 Σεπτεμβρίου του 2005, έγινε κατάρρευση ενός μικρού τμήματος του υπό ανέγερση στεγάστρου με αποτέλεσμα τον θάνατο ενός Ουαλλού τουρίστα, του Richard-George Bennion, ενώ ο χώρος έκλεισε για το κοινό. Σημαντικό μέρος του στεγάστρου που κατέρρευσε έπεσε σε ακάλυπτο χώρο, στην πλατεία του Τριγώνου. Το υποκείμενο Συγκρότημα Δ που κυρίως επλήγη άντεξε εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν είχε ανασκαφεί πλήρως και άρα το εσωτερικό του είναι παραγεμισμένο με το υλικό της έκρηξης που συγκράτησε τους τοίχους στη θέση τους, επειδή ένα τμήμα του είχε αναστηλωθεί με τσιμέντο από την εποχή της αποκάλυψής του από τον Σπυρίδωνα Μαρινάτο και επειδή κράτησε αντίσταση το παλαιό στέγαστρο, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου δεν είχε ακόμα απομακρυνθεί από την συγκεκριμένη θέση.

Νέα μελέτη πραγματοποιήθηκε από την Αγγλική εταιρεία OVE-ARUP σύμφωνα με την οποία άλλαξε ο μεταλλικός φορέας της κατασκευής. Οι κατασκευαστικές εργασίες ξεκίνησαν το 2010 και ολοκληρώθηκαν στις 31 Ιουλίου του 2011. Τελικά ο χώρος άνοιξε για το κοινό στις 11 Απριλίου του 2012.

Το Ακρωτήρι κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους
Το καστέλι και στην κορυφή ο Γουλάς του
Ακρωτηρίου.
Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, το Ακρωτήρι αποτελούσε ένα από τα καστέλια του νησιού και ονομαζόταν La Ponta. Στο κέντρο του οικισμού υπήρχε ο Γουλάς του Ακρωτηρίου (Τουρκικά kule: "πύργος"), ο οποίος υπέστη μεγάλες ζημιές κατά την σεισμική δραστηριότητα του 1956, αν και ήταν σε πολύ καλή κατάσταση μέχρι τότε. Το 1336 το Ακρωτήρι παραχωρήθηκε από τον Δούκα της ΝάξουΝικόλαο Σανούδο στην οικογένεια Gozzadini, η οποία είχε καταγωγή από την Μπολόνια. Το γεγονός ότι η καταγωγή τους ήταν από αυτήν την ιταλική πόλη και όχι από την Βενετία, η οποία ήταν σε πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία, σε συνδυασμό με την ισχύ της άμυνας του κάστρου επέτρεψε στην οικογένεια των Γοζαδίνων να διατηρήσει στην κατοχή της το καστέλι για μεγάλη περίοδο ακόμα και κατά την διάρκεια της κατοχής της υπόλοιπης Σαντορίνης από τους Τούρκους. Τελικά πέρασε στα χέρια των Τούρκων μόλις το 1617.

Το καστέλι και ο Γουλάς του Ακρωτηρίου. 
Η είσοδος στο καστέλι του Ακρωτηρίου.

Ο Μπάλος
Ο Άγιος Νικόλαος (του Μπάλου).
Ο Μπάλος ή Πάλος είναι μικρός όρμος στα βορειοδυτικά του χωριού του Ακρωτηρίου. Σύμφωνα με την παράδοση ονομάζεται έτσι γιατί "εκεί οι κοπέλες χόρευαν Μπάλο".Τον 19ο αιώνα ήταν το λιμάνι με το οποίο διακινούνταν τα προϊόντα της περιοχής. Σήμερα η πρόσβαση γίνεται με δυσκολία, κυρίως λόγω της μη συντήρησης του διαμορφωμένου μονοπατιού. Πάνω στα βράχια, δίπλα στο λιμανάκι, υπάρχει το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου. Στην θέση αυτή υπάρχουν παλιά κτίρια που πιθανότατα χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες και υπόσκαφες κατοικίες. Κατά την περίοδο της κατασκευής της Διώρυγας του Σουέζ, από τα γύρω τοιχώματα της καλντέρας γινόταν εξόρυξη θηραϊκής γης. Εκεί είχε διενεργήσει ανασκαφές η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και είχε καταγραφεί η εύρεση προϊστορικού κτιρίου, η θέση του οποίου σήμερα δεν είναι γνωστή. Στην περιοχή του Μπάλου υπάρχει και το υπόσκαφο παρεκκλήσι των Εισοδίων της Θεοτόκου, που είναι γνωστό και ως Παναγιά του (Μ)Πάλου, στο οποίο η πρόσβαση είναι πολύ πιο εύκολη μέσω ενός τσιμεντοστρωμένου μονοπατιού. Παλιότερα, σε σπηλιές στα τοιχώματα της καλντέρας ζούσαν μοναχές. Κεντρική σπηλιά αποτελούσε υπόσκαφο ναό της Αγίας Τριάδας. Η παράδοση της περιοχής θέλει να υπάρχουν στις σπηλιές αυτές σήραγγες διαφυγής, οι οποίες προστάτευαν τις μοναχές σε περίπτωση επιδρομής.

Η πρόσβαση στον Όρμο του Μπάλου. 

Η Παναγιά του Πάλου (Εισόδια της Θεοτόκου).

Ο Φάρος του Ακρωτηρίου
Το Ακρωτήρι βρίσκεται ακριβώς στον άξονα του θαλάσσιου δρόμου Πειραιά - Αλεξάνδρεια και φέρει φάρο, ο οποίος είναι ένας από τους καλύτερους του ελληνικού δικτύου. Βρίσκεται σε απόσταση 18 χιλιομέτρων από τα Φηρά σε υψόμετρο 58 μέτρων και οι γεωγραφικές του συντεταγμένες είναι: Γεωγραφικό Πλάτος 36ο 21' 05" Βόρειο και Γεωγραφικό Μήκος 25ο 21' 05" Ανατολικό.

Ο φάρος κτίσθηκε το 1892, κατά την διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί, από την Γαλλική εταιρεία La Société Collas et Michel. Αρχικά δούλευε με πετρέλαιο και η ακτινοβολία του ήταν 23 ναυτικά μίλια. Aνακαινίστηκε το 1925. Η λειτουργία του διακόπηκε κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και άρχισε να ξαναλειτουργεί το 1945. Κατά την περίοδο αυτή εξέπεμπε μία λάμψη κάθε 30 δευτερόλεπτα, η οποία ήταν ορατή μέχρι και 25 ναυτικά μίλια, ενώ λειτουργούσε με προσωπικό τεσσάρων αντρών. To 1983 ηλεκτροδοτήθηκε, ενώ το 1988 έγινε πλήρως αυτοματοποιημένος και έκτοτε συνεχίζει να αποδίδει τη μέγιστη φωτοβολία. Σήμερα έχει ακτινοβολία 24 ναυτικά μίλια.

Στα νότια του φάρου βρίσκεται καλό αγκυροβόλιο καταφυγής για βόρειους ανέμους, το οποίο οι ντόπιοι το αποκαλούν Λιμνιονάρι (Ακρωτηριανοί) ή Λιμανάρι (Εμπορειανοί).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον