Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1912 στο χωριό Κροκεές της Λακωνίας, όντας ο δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας Παντελεάκη.
Πέρασε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του μεταξύ Πλούμιτσας, Κροκεών και Γυθείου. Αναχώρησε για την Αθήνα το 1929 με στόχο να ξεκινήσει –μάταια, λόγω οικονομικών δυσχερειών και προβλημάτων υγείας στην οικογένεια– πανεπιστημιακές σπουδές. Προσλήφθηκε ως υπάλληλος αρχικά σε εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης ενώ στη συνέχεια, έως το 1932, έκανε διάφορες περιστασιακές χειρωνακτικές εργασίες. Στο μεταξύ, εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές («Κάτω από σκιές και φώτα», 1929 και «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνω», 1933), οι οποίες έλκυσαν το ενδιαφέρον του λογοτεχνικού κόσμου – προκαλώντας ιδιαίτερα την προσοχή του Κωστή Παλαμά. Το επόμενο βιβλίο του («Ο πόλεμος») οδηγήθηκε στην πυρά από το καθεστώς Μεταξά.
Ακολουθώντας τα βήματα του χωροχρόνου του, ο ποιητής στρατεύτηκε αμέσως μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Με την κατάρρευση του μετώπου, το 1941, επέστρεψε πεζή στην Αθήνα. Γρήγορα εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση (ΕΑΜ). Οι ημερολογιακές σημειώσεις του από αυτή την περίοδο αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του «Το αγρίμι». Συμμετείχε στην κινητοποίηση των Ελλήνων λογοτεχνών συνυπογράφοντας τη διαμαρτυρία “Προς τη Δ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη: Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας”. Αυτή την περίοδο συνεργάστηκε με το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», του οποίου λίγο αργότερα διετέλεσε αρχισυντάκτης, διευθυντής και εκδότης. Ταυτόχρονα απολύθηκε από το Υπουργείο Εργασίας εξαιτίας των πολιτικών φρονημάτων του.
Το 1948 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό συνδεόμενος μαζί του με στενή φιλία ενώ επίσης γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά και πνευματικά με τους Τατιάνα και Ροζέ Μιλλιέξ. Στο μεταξύ διαγράφηκε από το ΚΚΕ και απομακρύνθηκε από τη διεύθυνση των «Ελεύθερων Γραμμάτων» εξαιτίας του λυρικού δράματος «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου». Ως δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Πειραιά (1955-1959) ανέπτυξε αξιοσημείωτη πολιτιστική δράση (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, Ιστορικού Αρχείου, Φιλαρμονικής Πειραιώς, Δημοτικής Πινακοθήκης).
Στο Άγιον Όρος, το 1984, καθισμένος στο μαρμάρινο θρόνο της Μονής Βατοπεδίου. (Φωτ. Κώστας Βρεττάκος)
Το 1958, μετά από επίσκεψή του στη Ρωσία κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ο ένας από τους δύο κόσμους», με αφορμή το οποίο κατηγορήθηκε (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του Ν.509.
Τα επόμενα χρόνια συνάντησε μεγάλες δυσκολίες οικονομικής επιβίωσης. Ανάμεσα σ’ άλλα, εργάστηκε ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο (1964) με παρέμβαση του Λουκή Ακρίτα. Μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, ο ποιητής αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία από όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη (Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Βirmingham, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη» που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη.
Επέστρεψε στην Αθήνα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Η Ακαδημία Αθηνών των τίμησε με το Βραβείο Ουράνη. Δώδεκα χρόνια αργότερα, ανακηρύχθηκε μέλος της (26 Φεβρουαρίου 1986). Λίγο προτού πεθάνει (4 Αυγούστου 1991, στην Πλούμιτσα) αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Επίσης, τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1956, 1982), το Βραβείο Knocken και το Βραβείο της Εταιρείας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών (1980), το Αριστείο Γραμμάτων από την Ακαδημία Αθηνών (1982), το Βραβείο του Τιμίου Σταυρού του Απόστολου και Ευαγγελιστού Μάρκου από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής (1984), το Μετάλλιο του Χρυσού Πηγάσου από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (1989). Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νοbel λογοτεχνίας. Τιμήθηκε από πολλούς δήμους ανά την Ελλάδα, ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με το Γιάννη Ρίτσο και το Γιώργο Βαλέτα (1984), επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά, επίτιμο μέλος του Παρνασσού.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Ποίηση • Κάτω από σκιές και φώτα. Αθήνα, τυπ. Τέχνη, 1929. • Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων. Αθήνα, Μαυρίδης, 1933. • Οι γκριμάτσες του ανθρώπου. Αθήνα, τυπ. Ματαράγκα, 1935. • Ο πόλεμος. Αθήνα, τυπ. Ματαράγκα, 1935. • Η επιστολή του κύκνου. Αθήνα, Γκοβόστης, 1937. • Το ταξίδι του Αρχάγγελλου (sic) · Σχέδια – Καλλιτεχνική επιμέλεια Επαμ. Λιώκη. Αθήνα, 1938. • Μαργαρίτα - Εικόνες απ’ το ηλιοβασίλεμα. Αθήνα, Αντωνόπουλος, 1939. • Το γυμνό παιδί. Αθήνα, Νεοελληνική Λογοτεχνία, 1939. • Το μεσουράνημα της φωτιάς·Ποιήματα 1938-1940. Αθήνα, Αντωνόπουλος, 1940. • Ηρωική συμφωνία… Αθήνα, έκδοση του περ. Φιλολογικά Χρονικά, 1944. • 33 Ημέρες. Αθήνα, Ματαράγκας, 1945 (Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης) • Λόγος ενός ληστή στη διάσκεψη του Πότσδαμ. Αθήνα, Ματαράγκας, 1945. • Η παραμυθένια Πολιτεία. Αθήνα, Ματαράγκας, 1947. • Το βιβλίο της Μαργαρίτας. Αθήνα, Ανδρομέδα, 1949. • Ο Ταϋγετος και η σιωπή. Αθήνα, Λογοτεχνική Γωνιά, 1949. • Τα θολά ποτάμια. Αθήνα, 1950. • Πλούμιτσα. Κροκεές, 1950 (περιορισμένα αντίτυπα ) • Πλούμιτσα. Αθήνα, Τα Πειραϊκά Χρονικά, 1952. • Έξοδος με το άλογο (Ύμνος στη χαρά)· Μ’ ένα σχέδιο του Γιώργου Βακαλό. Αθήνα, 1952. • Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ. Αθήνα, Ημέρα, 1954. • Ο χρόνος και το ποτάμι · 1952-1956. Αθήνα, Δίφρος, 1957. • Η μητέρα μου στην εκκλησία. Αθήνα, Δίφρος, 1957. • Βασιλική δρυς· Ποιήματα. Αθήνα, Δίφρος, 1959. • Το βάθος του κόσμου. Αθήνα, Ματαράγκας, 1961. • Αυτοβιογραφία. Αθήνα, Φέξης, 1961. • Ωδή στον ήλιο. Αθήνα, Διογένης, 1974. • Διαμαρτυρία· Ποιήματα· Με δύο σχέδια της Christine Lichthard. Αθήνα, Διογένης, 1974. • Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία. Αθήνα, Διογένης, 1975. • Απογευματινό ηλιοτρόπιο· Ξυλογραφίες – εξώφυλλο Ζίζης Μακρή. Αθήνα, Διογένης, 1976. • Ο Προμηθέας ή Το παιχνίδι μιας μέρας. Αθήνα, Διογένης, 1978. • Εις μνήμην 1940-1944. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1981. • Λειτουργία κάτω απ’ την Ακρόπολη. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1981. • Ο διακεκριμένος πλανήτης)· Ποιήματα. Αθήνα, Τρία Φύλλα, 1983. • Ηλιακός λύχνος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1984. • Εκκρεμής δωρεά. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1986. • Χωρωδία. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1988. • Η φιλοσοφία των λουλουδιών· Ποιήματα· Μετάφραση David Connoly· Εικονογράφηση Γιώργη Βαρλάμου. Αθήνα, Artigraf, 1988. • Σικελικά ποιήματα. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη50, 1990. • Διαμαρτυρία. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991. • Συνάντηση με τη θάλασσα. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991.
ΙΙ.Πεζά - Διαλέξεις - Κριτικά Δοκίμια • Το αγρίμι · 1941-1943. Αθήνα, Ματαράγκας, 1945. • Το ηθικό στοιχείο στη δημοτική ποίηση. Αθήνα, 1954. (ανατύπωση από τα Ελληνικά Χρονικά99, 14/3/1954, σ.17-20) • Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου. Αθήνα, Τα Πειραϊκά Χρονικά, 1949. • Ο ένας από τους δύο κόσμους (Ένα ταξίδι - Μια γιορτή - Μερικά συμπεράσματα). Αθήνα, 1958. • Νίκος Καζαντζάκης · Η αγωνία του και το έργο του · Επιμέλεια Κωστούλας Μητροπούλου. Αθήνα, Σύψας Π. - Σιαμαντάς Χρ., 1960. • Η Στροφή και η θέση του Σεφέρη. Αθήνα, 1962 (ανάτυπο από τον τόμο για το Σεφέρη) • Το αγρίμι και η καταιγίδα. Αθήνα, Θεμέλιο, 1965. • Οδύνη. Νέα Υόρκη, Εκδόσεις Αποφοίτων Ελληνικών Πανεπιστημίων, 1969. • Μπροστά στο ίδιο ποτάμι · Διηγήματα. Αθήνα, Διογένης, 1972. • Μαρτυρίες μιας κρίσιμης εποχής. Αθήνα, Κάκτος, 1979. • Ποιητικός λόγος και εθνική αλήθεια (Ο λόγος του ποιητή στην Ακαδημία στις 9 Φεβρουαρίου 1988). Αθήνα, Φιλιππότης, 1988. • Λόγος για το Μεσολόγγι (Γιορτές της Εξόδου 17 Απριλίου 1989). Αθήνα, Φιλιππότης, 1989. • Ακαδημία Αθηνών · Έκτακτος Συνεδρία της 12ης Δεκεμβρίου 1989 · Προεδρία Σόλωνος Κυδωνιάτου · Μνήμη Άγγελου Σικελιανού · Ομιλία του Ακαδημαϊκού κ.Νικηφόρου Βρεττάκου · Ομιλία του Ακαδημαϊκού κ. Πέτρου Χάρη. Αθήνα, 1989 (ανάτυπο από τα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών64). • Η φθορά της γλώσσας φθορά του έθνους. Αθήνα, Φιλιππότης, 1990. • Ενώπιος ενωπίω · Ημερολογιακές σημειώσεις 1962 · Πρόλογος Κώστας Βρεττάκος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991. • Οδύνη - Αυτοβιογραφικό. Αθήνα, Πόλις, 1995.
ΙΙΙ.Μεταφράσεις • Στέφαν Τσβάιχ, Ρομαίν Ρολλάν· Ο άνθρωπος και το έργο του. Αθήνα, Βιβλιοεκδοτική, χ.χ. • Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Μπαρμπα- Γκόριο· Πρόλογος – Μετάφραση Νικηφόρου Βρεττάκου. Αθήνα, Βιβλιοεκδοτική, 1954. • Αττίλα Γιόζεφ · Ποιήματα · Μετάφραση Νικηφόρου Βρεττάκου, Γιάννη Ρίτσου. Αθήνα, Κέδρος, 1963. • Εντίτα Μόρρις·Τα λουλούδια της Χιροσίμα. Αθήνα, Θεμέλιο, 1978.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος με τους συναδέλφους του στον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Πειραιά, το 1950
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις • Οι γκριμάτσες του ανθρώπου. Αθήνα, 1935.Δεύτερη έκδοση, Τελειωτική μορφή. Αθήνα. Εκδόσεις Αντωνοπούλου, 1940. Στον τόμο τούτο ξαναδημοσιεύονται: Οι Γκριμάτσες του ανθρώπου (1935), Η Επιστολή του Κύκνου (1937), Το Ταξίδι του Αρχαγγέλου (1938) και Η Μαργαρίτα: Εικόνες απ’ το ηλιοβασίλεμα (1939). Τα ποιήματα του Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933) • Τα ποιήματα · 1929-1951. Αθήνα, 1955. • Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος · Επιλογή από το έργο του. Αθήνα, Θεμέλιο, 1964. • Ποιήματα 1929-1957. Αθήνα, Διογένης, 1972. • Ποιήματα 1958-1967· Οδοιπορία· Μ’ ένα χαρακτικό της Βάσως. Αθήνα, Διογένης, 1972. • Ποιήματα 1967-1970. Αθήνα, Διογένης, 1972. • Τα ποιήματα · Τόμος πρώτος·Με ένα σχέδιο του Επαμεινώνδα Λιώκη. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1981. • Τα ποιήματα · Τόμος δεύτερος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1981. • Τα ποιήματα · Τόμος τρίτος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991.
Με τον Άγγελο Σικελιανό σε κεντρικό δρόμο του Πειραιά (1949). Η φωτογραφία είναι αφιερωμένη από τον Σικελιανό στην κόρη του Νικηφόρου, Ευγενία (τη Βγένα, όπως την αποκαλούσε ο ίδιος)
φροντισμένη απ’ το χέρι σου. Μια δέσμη από χρώματα
στο βάζο του χρόνου.
Άλλωστε, τι
θαρρείς πως στο βάθος είναι η ποίηση; Είναι η γύρη
των πραγμάτων του σύμπαντος. Η γύρη σε πράξεις,
η γύρη σε οδύνη, σε φως, σε χαρά, σε αλλαγές,
σε πορεία, σε κίνηση.
Η ζωή κι η ψυχή
σ’ ένα αιώνιο καθρέφτισμα μέσα στο χρόνο.
Τι νομίζεις λοιπόν• κατά βάθος η ποίηση
είναι μι’ ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλον τον κόσμο.
Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ
Φίλε Οπενχάιμερ,
λάβαμε
τις τελευταίες ειδήσεις σας.
Φορτωμένα τις μέρες αυτές, τα ερτζιανά κ' οι ασύρματοιπάνε και φέρνουν, σ' όλο τον κόσμο, τη σιωπή και τη θλίψη σας.Και μεις, άνθρωποι απλοί, όπως κάνουμε πάντοτε,γνωρίζοντας πως ο πόνος κατοικείται από το Θεόσηκωθήκαμε ορθοί και κρατήσαμεσιγή πέντε λεπτών μπρος στη θλίμη σας,με σκυμμένα τα πρόσωπακαι σταυρωμένα τα χέρια μας.
Αλλά, φίλε Οπενχάιμερ, όχι·
δεν προσθέσατε τίποτα στην καρδιά μας. Η πράξη σας
έμεινε πράξη. Η σελίδα σας έκλεισε.
Τ' ανάλαφρο σαν αστέρι όνομά σας
έγινε στάχτη στη Χιροσίμα.
Σε τι θα ωφελούσε ν' αφήσουμε τώρα
την καρδιά μας αδέσποτη κάτω απ’τα δάκρυά σας;
Σε τι θα ωφελούσε να κάτοσυμε δίπλα σας
αντίκρυ στο σύμπαν; Σας παραδίνουμε στη
μακροθυμία των αιώνων κι ευχόμαστε
ν' αξιωθείτε τη χάρη της.
Τι να σας κάνουμε; Πού
να σας κρύψουμε; Όπου
κι αν σας βάλει κανείς
σαν πύργος πανύψηλος
θα κρύβετε πάντοτε
ένα μέρος του ήλιου.
Δεν είναι στο χέρι μας.
Δεν υπάρχει πια δέντρο να καθίστε στη ρίζα του.
Η στέγη του σύμπαντος δε θα σας ήθελε.
Εμείς, άνθρωποι απλοί, που ο Θεός μας γυρίζει τα φύλλα
των ημερών,
που λογαριάζουμε τη ζωή μας με την ανατολή του ηλίου,
που υπογράφουμε στην καθαρή μας καδριά
τα πεπραγμένα μας με τη δύση του,
σας εγκαλούμε: Εν ονόματι
της χρυσής άμμου των ουρανών
και της πανσπερμίας του πλανήτη μας
σας εγκαλούμε: Ακούστε μας!
Δεν έτυχε, φίλε Οπενχάιμερ, ποτέ, να σκεφθείτε με πόσα
δάκρυα φτιαχτήκαν οι κήποι του κόσμου;
Δε είχατε δάκρυα να μετρήσετε;
Δεν σας φτάναν οι αριθμοί για την εξίσωση της αλήθειας;
Ποτέ δεν σταθήκατε, μόνος προς μόνον, αντίκρυ στα μάτια μας
κι αντίκρυ στο θαύμα του χεριού τ' αδερφού σας;
Πώς σας διέφυγε,
φίλε Οπενχάιμερ,
- ένα σύνολο από
μικρά και μεγάλα
θαύματα - ο άνθρωπος;
Από μας και για μας ξεκινούν οι οδοί και τα έργα
του σύμπαντος. Χωρίς εντολή
πώς τολμήσατε, φίλε Οπενχάιμερ;
Χωρίς συγκατάθεση
είσαστε όλοι παράνομοι
κάτω απ' τον ήλιο...
[...]
Φίλε Οπενχάιμερ, βάζοντας τ' αυτί σας στο χώμα,
στο βάρος, στο βάρος, στο βάρος που υπάρχει σ' ένα ψίχουλο
άμμου, θ' ακούσατε
τη διπλή του βοή. Μοιρασμένο το φως και το σκότος
στα βάθη του,
το καθένα τους χωριστά, περιμένουν. Το φως
περιμένει το χέρι μας. Το σκότος το λάθος μας.
«Προσέξετε! φίλοι προσέξετε!»
Δεν ακούσατε, φίλε Οπενχάιμερ,
που σας φώναζε κάποιος; Δεν τον είχατε ακούσει ποτέ; Δεν
γνωρίσατε τη φωνή της αγάπης;
Κ' έτσι γίνατε θάνατος! Κι έτσι γίνατε τρόμος!
Μάνα μας! Μάνα μας!
Θεέ μου,
τι την ήθελες πλάι στην καρδιά την προδοσία του Πνεύματος;
Προσέξτε με, όχι, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!
Τα χέρια μου και τα πόδια μου τα 'χω ξεθάψει απ' τη Χιροσίμα.
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν' ανοιγοκλείνει.
Τ' άσπρο μου σαν ασβεστωμένο πρόσωπο,
δεν μπορεί πια να κλάψει, να γελάσει, νάχει ένα όνομα.
Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρόμπερτ, δε με γνώρισες; ο αδελφός σου
Ρόμπερτ! Είμαι εγώ, ο αδελφός σας,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.
Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τα 'δωσα όλα,
που σας έχτισα τ' αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,
να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.
Κ' εσείς, αντί να παρακάμψετε τη νύχτα,
να φυλαχτείτε από τη Σκύλλα κι απ' τη Χάρυβδη,
που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες
συμπληγάδες,
αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας
και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής
κ' έκατσε δίπλα σας
κι αφήσατε τα χέρια σας μες τα δικά του
και ψαλιδίζατε το φως
και μαστορεύατε στο σκοτάδι.
[...]
Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,
και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου.
Δε σας μιλώ από ένα άλλο αστέρι,
σας φωνάζω απ' το παράθυρο του αδελφού σας,
έχω μπει στην ψυχή σας και περπατώ πέρα-δώθε...Τα σιδερένια παπούτσια μου βουλιάζουνε, τρίζουντα καρφιά τους στα νεύρα σας, ματώνουν, ενώένα κοπάδι καρκίνοι, με μαύρες δαγκάνες,βόσκουν αμέριμνοι στο λιβάδι της.
* * *
Τόσο ψηλά που ανεβήκατε, φίλε Οπενχάιμερ,
και ποτέ σας δε στρέψατε πίσω; Δεν είδατε
το μακρύ δρόμο κάτω από το χρόνο
που ο πρόγονός σας διάσχισε παλεύοντας;
Σε παραγκάκια, σε καλύβια, σε σπηλιές, απ' τον καιρό
της φωτιάς,
σ' εκατομμύρια εργαστήρια τα χέρια του ξεκοκκίζοντας
το σκοτάδι,
περάσανε τη ρόδα του κόσμου από χίλιους σταθμούς,
την ξεκινήσανε απ' τον πηλό, την ανεβάσανε στα ηλεκτρόνια,
τη φέραν στα χέρια σας για την άλλη συνέχεια και σεις,
μας τα φέρατε ανάποδα όλα, τους πάγκους μας, τα λουριά μας,
τις χύτρες μας.
Τον ιδρώτα μας, το αίμα μας, όλα. Δεν είδατε, φίλε
Οπενχάιμερ,
το γέρο τεχνίτη των αιώνων που καθόταν εκεί
σε μια γωνιά λυπημένος; Δεν είδατε
τα σεβάσμια του γένια που πήγιαναν κι έρχονταν τρέμοντας
όπως σήκωνε την ποδιά να σκουπίσει τα μάτια του;
Δεν είδατε το Δημόκριτο που κούνησε το κεφάλι του
σα να σάλεψε ένα αστέρι; Τους παραγιούς της σοφίας
που είχαν όλοι τους σκύψει περίλυποι γύρω
απ' την πρώτη σας έκρηξη;
Καταλαβαίνετε, φίλε Οπενχάιμερ.
Το νερό που διψάτε δεν υπάρχει πια εδώ.
[...]
Μάρτυρας το άγριο τούτο πένθος, που επικάθεται
τις ώρες αυτές στον πλανήτη μας
που περνά μέσα στις αχτίνες του ήλιου και τις συννεφιάζει,
που το σηκώνουμε και μας γονατίζει,
που αν δοκιμάσεις να το ειπείς σου σκίζει τη φωνή,
που αν δοκιμάσεις να το γράψεις σου σκορπίζει τα δάχτυλα,
που πέφτει σαν μια τσεκουριά στους αιώνες: Η Αγία Τράπεζα
της Επιστήμης σκεπασμένη κάτω από το μέλλον
μ' ένα μακρύ κατάμαυρο πανί·
[...]
Φίλε Οπενχάιμερ, όχι πια, δε θα σε βασανίσω περισσότερο.
Αν μπορείς να κοιμηθείς, κοιμήσου.
Αν μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο, κοίταξέ τον.
[...]
Μόνος σας, πρόσωπο με πρόσωπο, κριθείτε με το σύμπαν.
Οσο χτυπά η καρδιά σας, μείνετε, μείνετε έτσι ακόμα,
κλαίγοντας και κοιτάζοντας απάνω σας αυτούς
τους θεαματικούς ορίζοντες που άλλοι θα τους ανέβουν,
σε κάθε σκαλοπάτι δίνοντας το χέρι τους και στους άλλους,
έτσι που ν' ανεβαίνουν ανεβάζοντας,
χτενίζοντας τα στάχια με λαμπρές αχτίνες,
σ' έναν κόσμο γιομάτον από τραγούδια κι αστροφεγγιές.
[...]
Ελπίζω ακόμη ωστόσο σ' αυτό που μου μένει.
Να πάρω ανάμεσα στα χέρια μου το κεφάλι
του συνανθρώπου μας
να βρέξουνε τα μάτια μου, όλη τους τη βροχή,
στο πρόσωπό του,
να βγάλω αυτή τη βιολετιά μαντίλα της ψυχής μου,
να του διπλώσω τ' άγιο σώμα του πάνω στα γόνατά μου,
(ω, δε θα σας κατηγορήσω άλλο πια!)
Φίλε Οπενχάιμερ, όλοι
έχουμε ανάγκη από τη συγγνώμη του.
Μεγαλυνάρι
Τ’ όνομά σου: ψωμί στο τραπέζι.
Τ’ όνομά σου: νερό στην πηγή.
Τ’ όνομά σου: αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων.
Τ’ όνομά σου: παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα στην πρώτη του Μάη.
Τ’ όνομά σου: ρινίσματα ήλιου.
Τ’ όνομά σου: στροφή από φλάουτο τη νύχτα.
Τ’ όνομά σου: στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο.
Τ’ όνομά σου: κουδούνισμα αλόγων που σέρνουν την άνοιξη πίσω τους.
Τ’ όνομά σου: βροχούλα στου σπορέα το μέτωπο.
Τ’ όνομά σου: περίσσευμα στου βοσκού την καλύβα.
Τ’ όνομά σου: τοπίο χωρισμένο με χρώματα.
Τ’ όνομά σου: δυό δρυς που το ουράνιο τόξο στηρίζει τις άκρες του.
Τ’ όνομά σου: ένας ψίθυρος απ’ αστέρι σε αστέρι.
Τ’ όνομά σου: ομιλία δυό ρυακιών μεταξύ τους.
Τ’ όνομά σου: μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο.
Τ’ όνομά σου: ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο σε μιαν άμπωτη ήλιου.
Τ’ όνομά σου: ροδόφυλλο σ’ ενός βρέφους το μάγουλο.
Τ’ όνομά σου: πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλλων.
Τ’ όνομά σου: ο Ηνίοχος στην άμαξα του ήλιου.
Τ’ όνομά σου: πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν την πούλια μεσούρανα.
Τ’ όνομά σου: Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους.
Τ’ όνομά σου: Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων.
Τ’ όνομά σου: Ειρήνη στις ρότες των πλοίων.
Τ’ όνομά σου: ένας άρτος, βαλμένος στην άκρη της γης που περίσσεψε.
O Νικηφόρος Βρεττάκος, πρώτος αριστερά, με λογοτεχνική συντροφιά (1943). Διακρίνονται ακόμα ο Μάρκος Αυγέρης, τρίτος από αριστερά, και ο Πέτρος Δήμας, δεύτερος από δεξιά.
ΥΠΕΡΟΧΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΑπάντησηΔιαγραφή