Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Οι τρεις υποστάσεις του Πλωτίνου στις "Ἐννεάδες"

ἑνάδα πολλαπλασιαζόμενη και πολλαπλότητα ἑνιζόμενη

οι τρεις υποστάσεις του Πλωτίνου, Ἕν, Νοῦς, Ψυχή, είναι ομοούσιες


Γράφει η Ελένη Δραμπάλα


Πλωτίνος
Η αυτόνομη ελληνική φιλοσοφία, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αφ’ενός τερματίζει στον Πλωτίνο, αφ’ετέρου κλείνοντας με τη φιλοσοφία του εισάγει τον λεγόμενο νεοπλατωνισμό.

Για τον τόπο γέννησης του Πλωτίνου (203-270 μ.Χ.) δεν έχουμε πληροφορίες, διότι ο ίδιος δεν ανέφερε ποτέ την καταγωγή του, ούτε τους γονείς και την πατρίδα του, όπως ακριβώς αναφέρεται από τον Πορφύριο στην αρχή «Περί Πλωτίνου Βίου»: «Πλωτῖνος ὁ καθ’ ἡμᾶς γεγονώς φιλόσοφος ἐώκει μέν αἰσχυνομένῳ ὅτι ἐν σώματι εἴη. Ἀπό δέ τῆς τοιαύτης διαθέσεως οὔτε περί τοῦ γένους αὐτοῦ διηγεῖσθαι ἠνείχετο οὔτε περί τῶν γονέων οὔτε περί τῆς πατρίδος». Επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια κατά την ενηλικίωσή του και μαθήτευσε στον Αμμώνιο Σακκά, μετέπειτα πήγε στις Ινδίες και στη Ρώμη, ενώ άφησε την τελευταία του πνοή από λέπρα στην ηλικία των 66 χρόνων. 

Περίφημο έργο του είναι οι «Ἐννεάδες», αποτελούμενο από έξι ομάδες συγγραμμάτων και κάθε ομάδα περιέχει εννέα μέρη. Ο νεοπλατωνικός Πορφύριος, ο οποίος ήταν και βιογράφος του, αποκατέστησε το κείμενο, επειδή ο Πλωτίνος το είχε γράψει υπό τύπον προφορικής ομιλίας. Πάντως, η κατανόηση των έργων του Πλωτίνου είναι δύσκολη, εξαιτίας των πολλών λαθών που έχουν παρεισφρήσει.

Η φιλοσοφία του, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί υπέρβαση της πλατωνικής αλλά και της αριστοτελικής φιλοσοφίας, απόρροια, αφ’ενός μεν της αίρεσης της πλατωνικής δυαρχίας, αφ’ετέρου δε της υπερβατικής διάστασης που αποκτά στον Πλωτίνο η «εκκοσμικευμένη» μεταφυσική του Αριστοτέλη. Αναμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι ο Πλωτίνος είναι μία εξέχουσα φυσιογνωμία, αφού η φιλοσοφία του αποτέλεσε διδασκαλία του πλατωνισμού και του αριστοτελισμού.

Ο Πλωτίνος είχε ήδη συλλάβει το ενιαίο του κόσμου και της ζωής, εξαίροντας τη μεταφυσική μοίρα του ανθρώπου. Το απρόσιτο και άφατο Ἕν, η Μονάδα, είναι η αρχή από την οποία προέρχεται κάθε πραγματικότητα ως μορφοποίηση της ρευστής, κενής και σκοτεινής ύλης. Απ’ αυτήν την θεότητα του Ἑνός προέρχεται η ζωή ή το φως, τα οποία ξεδιπλώνονται σε νου και κατόπιν σε ψυχή, ενώ αυτές οι θείες σφαίρες μετέπειτα ξεδιπλώνονται στη φύση και στην ύλη, μάλλον προτιμώτερο, μορφοποιούν την ύλη και πραγματώνουν τη φύση. 

Η πραγματικότητα αυτή, δηλαδή, από το Ἕν μέχρι την ύλη, δεν αποτελεί δυαρχία και είναι ενιαία. Ως προς την διάρθρωση της πραγματικότητας, αυτή αποτελείται από το Ἕν, το Νοῦ, τήν Ψυχή, τη φύση και την ύλη. Αυτή η ύλη είναι το κατώτατο σκαλοπάτι, σκοτεινό βάθος χωρίς μορφή, η φύση αποτελεί την αισθητή πλευρά που έχει μορφή, ο παγκόσμιος Νοῦς και η παγκόσμια Ψυχή διαχέονται στον κόσμο και τη ζωή, έτσι ώστε τα επιμέρους ζωντανά ή ζωντανά και λογικά όντα να μετέχουν στο Νοῦ και την Ψυχή, που δεν μερίζονται

Επομένως, το κάθε ον διακρίνεται για την εγγύτητά του προς το φως του Ἑνός, η ψυχή που γίνεται νοερή (ή Νοῦς) αγγίζει τον παγκόσμιο Νοῦ, δηλ. από την πολλότητα φτάνει στη νοητική ενότητα κι επιστρέφει στο Νοῦ. Οι ψυχές και οι νόες δεν μερίζονται ως πραγματικότητες, ανήκουν στη μία ενότητα της Ψυχής και του Νοῦ, ενώ η πολλότητα υπάρχει μόνο στην ύλη, όπως τα αποτυπώματα μιάς σφραγίδας σε πολλά κομμάτια κεριού (1). 

Η πραγματικότητα αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή με τις εξής εικονικές παραστάσεις: Η λάμψη αυτή, που είναι αμέριστη, διαχέεται από μιά πηγή φωτός σε κατώτερα και άμορφα στρώματα ύλης, σκορπίζεται και μοιράζεται σε όλα τα επιμέρους θραύσματα της πραγματικότητας. Μία πηγή σκορπίζει το νερό που δημιουργεί διακλάδωση σε ποταμούς και ρυάκια. Κάθε επιμέρους δοχείο νερού ανήκει στη μία πηγή και παράλληλα ξεχωρίζει, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ετερότητα. Ακριβώς το ίδιο σκεπτόμαστε και με τη ρίζα του φυτού, η οποία τρέφει τα υπόλοιπα κλαδιά και φύλλα. Η ουσία σε όλο το δέντρο είναι μία και αμέριστη παράλληλα και σκορπιζόμενη στα επιμέρους τμήματα δημιουργεί την ετερότητα(2).

Απ’ αυτό συμπεραίνουμε ότι η ουσία της πραγματικότητας είναι μία, μάλλον θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αυτό το Ἕν. Απλώς δημιουργείται ένα ξεδίπλωμα στη φύση και την ύλη ως Νοῦ και Ψυχή. Δηλαδή, οι τρεις υποστάσεις, Ἕν, Νοῦς, Ψυχή, είναι ομοούσιες. Γι’αυτό και κάθε πλάσμα, όταν κάνει την ψυχή νοερή, επιστρέφει στο Ἕν, κι αυτό γίνεται, διότι το κάθε τι είναι «ομοούσιο» με την αρχική ουσία της πηγής(3)

Επομένως, αν και το Ἕν ξεδιπλώνεται σε Νοῦ και Ψυχή, δεν έχει ετερότητα, είναι ακριβώς το ίδιο και στις τρεις «υποστάσεις», οι οποίες δεν αποτελούν ιδιαιτερότητες. Είναι ἑνάδα πολλαπλασιαζόμενη και πολλαπλότητα ἑνιζόμενη. Δηλαδή, οι «υποστάσεις» είναι ουσίες ή μάλλον μιά αμέριστη ουσία, που φαίνεται τριμερής ή, διαφορετικά, στη φύση και στην ύλη φαίνεται πολλαπλή, διότι απλώνεται στη μεριστή αισθητή πραγματικότητα.

Και εδώ είναι σημαντικό να διευκρινιστούν οι τρεις υποστάσεις του Πλωτίνου σε σχέση με την χριστιανική Τριάδα: Κάποιοι, ερμηνεύοντας την φιλοσοφία του Πλωτίνου, θεωρούν ότι οι τρεις υποστάσεις του φιλοσόφου είναι οι ίδιες με τις τρεις υποστάσεις του ορθόδοξου Τριαδικού δόγματος. 

Όμως, στον Πλωτίνο δεν υπάρχει ταυτότητα ουσίας και παράλληλα ετερότητα υποστάσεων, αλλά υπάρχει μόνο ταυτότητα, δηλαδή η Μονάδα. Η παρουσία ή η ύπαρξη είναι μόνο το Ἕν, ενώ κάθε ετερότητα (εξαιτίας της μεριζόμενης ύλης, στην οποία διαχέεται η μία ουσία) χάνει την ταυτότητα και την παρουσία της και ΜΟΝΟΝ αν γίνει Νοῦς και ενωθεί με το Ἕν κερδίζει ξανά την ύπαρξη. Αυτή η «γένεση» ωστόσο δεν είναι τίποτα άλλο από την επιστροφή στον Ἕν, το οποίο είναι πάντοτε παρόν, ενώ εμείς είμαστε παρόντες όταν χάσουμε την ετερότητα. Δηλαδή, εκείνο δεν τείνει σε μας, ούτε μας ποθεί, εμείς το ποθούμε και τείνουμε σ’ εκείνο(4)

Έτσι, λοιπόν, η κίνηση του ανθρώπου, ως άνοδος στο φως του Ἑνός, από τα στοιχεία της φύσης προς την παγκόσμια ψυχή και το νου, τον κάνει θείο ον και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εύρεση της φωτεινής πατρίδας. Και, από την ερημιά της μεριστής ύλης πηγαίνει στη ζωή του φωτός(5).

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Πλωτίνο, η ψυχή βαδίζει τρία στάδια για να γίνει νοερή και να βρει, ως ομοούσια με το Θεό, το Ἕν, τη φωτεινή της πατρίδα, αφού πρώτα καθαίρεται από την ύλη, απορρίπτει και νικά το «ἀόριστον καί ἄμετρον» της ύλης, τέλεια δε και καθαρή έχει πλέον φωτιστεί και «νεύει πρός νοῦν», οπότε το κακό δεν μπορεί να την επηρεάσει. 

Τί είναι όμως το κακό; Βεβαιότατα δεν είναι η ύλη, αλλά η στέρηση του αγαθού, του νου, του φωτός. Και μόνον η παντελής έλλειψη αγαθού (σκοτάδι) θα μπορούσε να ονομασθεί κακό(6). Έτσι, η ψυχή αφήνοντας την ύλη και πλησιάζοντας το φως του νου, απαλλάσσεται οριστικά από την «ἀοριστία καί τήν ἀμετρία» του κακού, το οποίο υφίσταται μόνο όπου δεν υπάρχει φως, ενώ καθαρμένη και φωτισμένη πλέον η ψυχή ομοιώνεται με το θείο, επανέρχεται στην αρχική πηγή, δηλ. το Ἕν(7).

Συμπερασματικά, στην φιλοσοφία του Πλωτίνου, η δυαρχία, ο ορθολογισμός, ο υλισμός, ο γνωστικισμός, δεν κατέχουν κυρίαρχη θέση, όμως θα διεισδύσει ως νεοπλατωνισμός  στο Βυζάντιο και θα διαποτίσει τη μυστική θεολογία της Ανατολής. Γεγονός είναι ότι αν δεν μελετήσουμε σωστά τον νεοπλατωνισμό, δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε ερμηνευτικά τη μυστική θεολογία, η οποία έχει εμπλουτιστεί μ’ αυτή τη φιλοσοφία. Όπως, άλλωστε, δεν είναι δυνατή και η κατανόηση, αν κάποιος δεν γνωρίζει τις προϋποθέσεις της βιβλικής και της πατερικής θεολογίας.

Ελένη Δραμπάλα
_______________________________________________________________________


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1)   «Τοῦτο δέ ἐστι τό μίαν καί τήν αὐτήν ἐν πολλοῖς σώμασι ψυχήν ὑπάρχειν καί πρό ταύτης τῆς μιᾶς τῆς ἐν πολλοῖς ἄλλην αὖ εἶναι μή ἐν πολλοῖς, ἀφ’ ἧς ἡ ἐν πολλοῖς μία, ὥσπερ εἴδωλον οὖσα πολλαχοῦ φερόμενον τῆς ἐν ἑνί μιᾶς, οἴον εἰ ἐκ δακτύλου ἑνός πολλοί κηροί τόν αὐτόν τύπον ἀπομαξάμενοι φέροιεν», Ἐννεάδες 4, 9, 4.
(2)   Ἐννεάδες 3, 8, 10.6, 9, 9.3, 7, 4.
(3)   «Φρόνησις γάρ καί ἀρετή ἀληθής θεῖα ὄντα οὐκ ἄν ἐγγίνοιτο φαύλῳ τινί καί θνητῷ πράγματι, ἀλλ’ ἀνάγκη θεῖον τό τοιοῦτον εἶναι, ὥστε θείων μετόν αὐτῷ διά συγγένειαν καί τό ὁμοούσιον», Ἐννεάδες 3, 7, 10.
(4)   «Ἐκεῖνο μέν οὖν (τό Ἕν) μή ἔχον ἑτερότητα ἀεί πάρεστιν, ἡμεῖς δέ ὅταν μή ἔχωμεν. Κἀκεῖνο μέν ἡμῶν οὐκ ἐφίεται, ὥστε περί ἡμᾶς εἶναι, ἡμεῖς δέ ἐκείνου, ὥστε ἡμᾶς περί ἐκεῖνο», Ἐννεάδες 6, 9, 8.
(5)   «Καί νοῦς εὑρίσκει τό διττόν, οὗτος γάρ διαιρεῖ, ἕως ἄν εἰς ἁπλοῦν ἥκῃ, μηκέτι αὐτό ἀναλύεσθαι δυνάμενον. Ἕως δέ δύναται, χωρεῖ αὐτοῦ εἰς τό βάθος, τό δέ βάθος ἑκάστου ἡ ὕλη, διό καί σκοτεινή πᾶσα, ὅτι τό φῶς λόγος καί ὁ νοῦς λόγον ὁρᾷ», Ἐννεάδες 2, 4, 5-8.
(6)   «Ἡ μέν οὖν τελεία καί πρός νοῦν νεύουσα ψυχή ἀεί καθαρά καί ὕλην ἀπέστραπται καί τό ἀόριστον ἅπαν καί τό ἄμετρον καί κακόν οὔτε ὁρᾷ οὔτε πελάζει ... Ἀλλ’ εἰ ἡ ἔλλειψις τοῦ ἀγαθοῦ αἰτία τοῦ ὁρᾶν καί συνεῖναι τῷ σκότει, τό κακόν εἴη ἄν ἐν τῇ ἐλλείψει ἤ τῷ σκότῳ τῇ ψυχῇ καί πρῶτον – δεύτερον δέ ἔστω τό σκότος – καί ἡ φύσις τοῦ κακοῦ οὐκέτι ἐν τῇ ὕλῃ, ἀλλά καί πρό τῆς ὕλης. Ἡ οὐκ ἐν τῇ ὁπωσοῦν ἐλλείψει, ἀλλ’ ἐν τῇ παντελεῖ τό κακόν, τό γοῦν ἐλλεῖπον ὀλίγον τοῦ ἀγαθοῦ οὐ κακόν, δύναται γάρ καί τέλειον εἶναι ὡς πρός φύσιν τήν αὐτοῦ. Ἀλλ’ ὅταν παντελῶς ἐλλείπῃ, ὅπερ ἐστίν ἡ ὕλη, τοῦτο τό ὄντως κακόν μηδεμίαν ἔχον ἀγαθοῦ μοῖραν», Ἐννεάδες 1, 8, 4-5.
(7)   «Ἀλλά τό κεκαθάρθαι ἀφαίρεσις, ἀλλοτρίου παντός, τό δέ ἀγαθόν ἕτερον αὐτοῦ ... Ἵνα δέ φωτισθῇ καί τότε γνῷ αὐτά ἐνόντα, δεῖ προσβαλεῖν τῷ φωτίζοντι. Εἶχε δέ οὐκ αὐτά, ἀλλά τύπους. Δεῖ οὖν τόν τύπον τοῖς ἀληθινοῖς, ὤν καί οἱ τύποι, ἐφαρμόσαι. Τάχα δέ καί οὕτω λέγεται ἔχειν, ὅτι ὁ νοῦς οὐκ ἀλλότριος καί μάλιστα δέ οὐκ ἀλλότριος, ὅταν πρός αὐτόν βλέπῃ. Εἰ δέ μή, καί παρών ἀλλότριος. Ἐπεί καί αἱ ἐπιστῆμαι,ἐάν μηδ’ ὅλως ἐνεργῶμεν κατ’ αὐτάς, ἀλλότριαι. Ἀλλ’ ἐπί πόσον ἡ κάθαρσις λεκτέον. Οὕτω γάρ καί ἡ ὁμοίωσις τίνι φανερά και ἡ ταυτότης τίνι θεῷ», Ἐννεάδες 1, 2, 4-5.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Νίκου Αθ. Ματσούκα, «Ιστορία της Φιλοσοφίας» (Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη – 47).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον