Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ: Αγία Σοφία, το «στοιχείο-κλειδί» της ιουστινιάνειας αρχιτεκτονικής

Το αποκλειστικό προνόμιο της «Αποκάλυψης» του μεσαίου κλίτους - Δομικό σύστημα και Συμβολική


Γράφει η Ελένη Δραμπάλα

Ο πιο μεγαλεπήβολος στόχος του Ιουστινιανού και των αρχιτεκτόνων του ήταν η κατασκευή της Αγίας Σοφίας. Το 360 μ.Χ. κατασκευάστηκε η πρώτη βασιλική, η οποία μετασκευάστηκε κατά τα έτη 404 και 415 μ.Χ. και καταστράφηκε ολοσχερώς το 532 μ.Χ. από πυρκαγιά, λόγω της εξέγερσης, γνωστής ως «Στάσης του Νίκα».

Μετά την καταστολή της εξέγερσης, ο Ιουστινιανός αποφάσισε το κτίσιμο νέας εκκλησίας (προφανώς για να απαθανατίσει τη νίκη του), της οποίας το σχέδιο, το μέγεθος και η πολυτέλεια θα ήταν μοναδικά. Άρχισαν, λοιπόν, οι εργασίες: Απ’ όλες τις περιοχές γύρω απ’ το Αιγαίο, από την ακτή της Γαλλίας προς τον Ατλαντικό μετέφεραν κίονες και μάρμαρα. Υπήρξε, βέβαια, η άποψη ότι οι κίονες ήταν χρησιμοποιημένοι και η προέλευσή τους ήταν από τη Ρώμη, την Έφεσο και την Κύζικο. Από τα λατομεία μαρμάρου της Προκοννήσου προμηθεύονταν κιονόκρανα, γείσα και πλάκες δαπέδων, ο δε Ιουστινιανός «τεχνίτας ἐκ πάσης γῆς ἤγειρεν ἅπαντας», με σκοπό να εργαστούν στο κτίσιμο του νέου οικοδομήματος, της εκκλησίας, αλλά και στα πλινθοποιεία και στα λατομεία.

Την οργάνωση και την οικονομική διαχείριση του έργου ανέλαβε ο Ανθέμιος. Το χρηματικό ποσό που δαπανήθηκε αντιστοιχούσε σε ευρώ 75.000.000 ή σε δολλάρια Η.Π.Α. 180.000.000, σύμφωνα με τιμές του 1972. Η κατασκευή διήρκεσε πέντε χρόνια και το κτήριο εγκαινιάστηκε, χωρίς όμως τον λειτουργικό εξοπλισμό του, ενώ ο Ιουστινιανός ανεφώνησε την ημέρα των εγκαινίων «Νενίκησά σε Σολομών».

Επειδή επρόκειτο για ένα ασυνήθιστο αρχιτεκτόνημα, απαιτείτο ένας εξαιρετικός αρχιτέκτονας. Η αυτοκρατορία διέθετε πολλούς αρχιτεχνίτες που είχαν διακριθεί στο επάγγελμα και που σχεδίαζαν τα περισσότερα κτίσματα, όμως, αν και διέθεταν πείρα, τελικά δεν τους θεώρησαν άξιους ν’ αναλάβουν την επίβλεψη για την κατασκευή της Αγίας Σοφίας. Έτσι, ο αυτοκράτορας επέλεξε δύο ανθρώπους, οι οποίοι είχαν διαφορετικό μορφωτικό και κοινωνικό επίπεδο: τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις και τον Ισίδωρο από τη Μίλητο. Και οι δύο ήταν μηχανοποιοί, έτσι αποκαλούνταν, και η κύρια ενασχόλησή τους ήταν με τη θεωρία της στατικής, της κινητικής, αλλά και τα μαθηματικά. Απ’ ότι όμως φάνηκε στην πορεία, ήταν περισσότερο επιστήμονες παρά αρχιτέκτονες.

Ο Ανθέμιος είχε συγγράψει μία θεωρητική μελέτη που αφορούσε στις τομές των κώνων, ήταν ειδικός στην παραστατική γεωμετρία, ενώ ταυτοχρόνως ήταν και εφευρέτης γνωρίζοντας τις αρχές της δύναμης του ατμού και των κοίλων κατόπτρων.

Ο Ισίδωρος ήταν δάσκαλος της στερεομετρίας και της φυσικής στα Πανεπιστήμια της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης, ενώ είχε γράψει ένα σχόλιο πάνω σ’ένα παλαιότερο σύγγραμμα θολοδομίας.

Πάντως, και οι δύο, είχαν ως βάση το θεωρητικό τους υπόβαθρο που μπορούσε να εφαρμοστεί πρακτικά στη μηχανική και στην οικοδομική, αλλά και στη μηχανή ατμού, είτε στα κοίλα κάτοπτρα, είτε στο ιδιαίτερο και εξαιρετικά περίπλοκο σύστημα θολοδομίας της Αγίας Σοφίας. Είχαν τη δυνατότητα να κάνουν την οργάνωση του έργου, την εκτέλεση των σχεδίων, αλλά και να εκπαιδεύσουν βοηθούς για την κατασκευή του κτηρίου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν ήταν αρχικά αρχιτέκτονες, αλλά έγιναν όταν κλήθηκαν να εκτελέσουν τα σχέδια και τη στατική μελέτη ενός κτηρίου, που ως τότε θεωρείτο αδύνατο να γίνει σε μεγάλη κλίμακα.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΤΙΣΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ 537 μ.Χ. ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΜΕΤΑΪΟΥΣΤΙΝΙΑΝΕΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ
Κάτοψη Αγίας Σοφίας (532-537)
(Richard Krautheimer - Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική)

Η Αγία Σοφία, όπως είναι σήμερα, δεν θυμίζει τίποτε από το κτήριο εκείνο που εγκαινιάστηκε την 27η Δεκεμβρίου του 537 μ.Χ. Το 538 μ.Χ. έπεσε ο αρχικός τρούλος, ο οποίος ήταν αρκετά χαμηλός και συνέχιζε μέχρι την καμπύλη των λοφίων. Στη συνέχεια, αντικαταστάθηκε από έναν τρούλο με οξείες νευρώσεις, του οποίου η κατασκευή αποπερατώθηκε το 563 μ.Χ. Όμως, η κατασκευή του υπήρξε προβληματική: η βάση είχε παραμορφωθεί από τις ωθήσεις του πρώτου τρούλου, ο οποίος είχε δημιουργήσει κλίση προς τα πίσω των πεσσών και των αντηρίδων, καθώς και διεύρυνση του ανοίγματος, ανατολικού και δυτικού τόξου, αλλά και κάμψη προς τα έξω των νότιου και βόρειου πλευρικών τόξων. Η βάση του νέου πλέον τρούλου είχε διαμορφωθεί με διαπλάτυνση στο εσωτερικών των ράχεων των τόξων, δεξιά και αριστερά, καθώς επίσης και με μερική ανακατασκευή των λοφίων. Οι τοίχοι του φωταγωγού κάτω από τα πλευρικά τόξα ξαναχτίστηκαν, ενώ το αρχικό σχέδιο των επτά παραθύρων (ήταν πλατύτερα από τα σημερινά) επέστεφε ένα μεγάλο άνοιγμα με μορφή τμήματος κύκλου το οποίο ήταν χωρισμένο με πεσσούς, παραχώρησε τη θέση του στο σημερινό σχέδιο. Πάντως, μέχρι σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί αν η χρονολογία ήταν το 558 – 563 μ.Χ. ή το έτος 869 μ.Χ. Η μοναδική διαβεβαίωση είναι ότι την ίδια εποχή διορθώθηκε η κλίση των τοξοστοιχιών στα υπερώα και τους υπερκείμενους τοίχους, ενώ τον 9ο αιώνα ενισχύθηκε και η δυτική όψη με τέσσερις ελεύθερες αντηρίδες που προεξείχαν μέσα στο αίθριο. Το 989 μ.Χ. έπεσε πάλι το το δυτικό τμήμα του δεύτερου τρούλου, το οποίο επισκευάστηκε από έναν αρμένιο αρχιτέκτονα, ονόματι Τιριδάτη και, τέλος, το 1346 μ.Χ. έπεσε το ανατολικό τμήμα.

Μετά το 1453 μ.Χ., η Αγία Σοφία υπέστη ριζικές αλλοιώσεις από τους Τούρκους κατακτητές: στις τέσσερις γωνίες προστέθηκαν μιναρέδες, οι οποίοι όμως ήταν αταίριαστοι προς την καμπύλη του τρούλου. Επίσης, προστέθηκαν τουρκικά μαυσωλεία, προσκολλημένα στις πλευρές του κτηρίου. Τα ψηφιδωτά στο εσωτερικό του ναού, κατασκευασμένα την μεταϊουστινιάνεια περίοδο, σκεπάστηκαν με κίτρινη μπογιά και τέσσερις πελώριες ασπίδες που φέρουν αποσπάσματα του Κορανίου, κρεμάστηκαν στους πεσσούς που πλαισίωναν την αψίδα του ιερού και την είσοδο.

ΤΟ ΔΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ 
Αξονομετρικό σχέδιο Αγίας Σοφίας (532-537)
(Richard Krautheimer - Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική)

Το δομικό σύστημα της Αγίας Σοφίας θεωρείται τολμηρό, αλλά απλό. Παρακινδυνευμένος, από στατική άποψη, ο πυρήνας, που αποτελείται από πεσσούς, τόξα, ημισφαίρια, τεταρτοσφαίρια και κόγχες, αποτελεί τον εσωτερικό πυρήνα του δικελυφωτού σχεδίου: σαν ένα κιβώριο, βρισκεται ελεύθερος στο χώρο, ανεξάρτητος από τις περιμετρικές βοηθητικές χωρικές ενότητες, ενώ το ίδιο ισχύει και για τα πλάγια κλίτη, τον νάρθηκα και τα υπερώα, τα οποία δεν έχουν καμμία σχέση με δομικές διεργασίες του εσωτερικού αυτού πυρήνα. Στο ισόγειο, οι θόλοι τους είναι μοναστηριακοί, ασπίδες πάνω σε λοφία στη ζώνη των υπερώων, στηρίζονται πάνω σε ανεξάρτητους κίονες και πεσσούς, ενώ με τους κεντρικούς πεσσούς και τοίχους συνδέονται με απλά σταυροθόλια και ημικυλινδρικές καμάρες. Όλη αυτή η περιγραφή κατασκευής του πυρήνα αποδεικνύει αφ’ενός μεν ότι είναι τολμηρή και απλή, αφ’ετέρου δε και οι οικοδομικοί τρόποι που χρησιμοποιήθηκαν είναι εξίσου τολμηροί και απλοί.

Σήμερα, η Αγία Σοφία διασώζεται από καθαρό θαύμα, αψηφώντας όλους τους νόμους της στατικής, χτυπημένη από διαδοχικούς σεισμούς και με γκρεμισμένα και επισκευασμένα τα αδύνατα σημεία της. Εκείνοι οι έμπειροι πρωτομάστορες του 537 μ.Χ., μάλλον έμειναν κατάπληκτοι από την περιφρόνηση προς τους δοκιμασμένους οικοδομικούς τρόπους που έδειξαν δύο ερασιτέχνες αρχιτέκτονες, που σ’ εκείνους ο αυτοκράτορας εμπιστεύτηκε την κατασκευή του μεγαλύτερου κτηρίου του. Και είναι γεγονός, ότι ο Ισίδωρος και ο Ανθέμιος έφτασαν στα ακραία όρια, που αποκαλούνται συντελεστές ασφαλείας. Απ’ ό,τι φαίνεται, το αρχικό τους σχέδιο ήταν ακόμη πιο τολμηρό, αλλά αναγκάστηκαν να του επιφέρουν ορισμένες βελτιώσεις. Όμως, κατά την κατασκευή του πρώτου, πιο αβαθούς τρούλου, έφτασαν σε πολύ ακραία σημεία, ώστε τα επόμενα 20 χρόνια ο τρούλος να καταρρεύσει. Παρόλο που αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της αποτυχίας, ήταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν ριψοκίνδυνες τεχνικές, οι οποίες αποτελούσαν τα απαραίτητα μέσα προκειμένου να φτάσουν στην υλοποίηση του σχεδίου που ήθελαν. Και ίσως, επειδή, ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος, δεν ήταν επαγγελματίες αρχιτέκτονες, μπόρεσαν να οραματιστούν ένα τέτοιο σχέδιο με αυτές τις τεχνικές.

Αγία Σοφία (532-537): εξωτερική άποψη του τρούλου και του δυτικού τεταρτοσφαιρίου
(Richard Krautheimer - Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική)

Το σχέδιο που οραματίστηκαν, αρχίζει την ανάπτυξή του από το κέντρο του οικοδομήματος, οπότε ο επισκέπτης που στέκεται κάτω από την κορυφή του τρούλου, ίσα-ίσα αρχίζει να έχει μία αντίληψη του μεγάλου χώρου: αρχικά ο χώρος παρουσιάζεται άμορφος, όμως βαθμιαία αποκτά σχήματα και τα σχήματα παίρνουν τις θέσεις τους. Στο σημείο αρχής του κάθετου κεντρικού άξονα, ο χώρος αναπτύσσεται σε μήκος μέσα στις μεγάλες κόγχες, ανατολικά και δυτικά. Αυτή η αλληλουχία των χωρικών σχημάτων αναπτύσσεται ταυτόχρονα φυγόκεντρα, γύρω από έναν μεσαίο άξονα, αλλά και σε μήκος, παράλληλα προς τον διαμήκη άξονα από την είσοδο μέχρι την αψίδα του ιερού. Οι μεγάλοι πεσσοί, οι οποίοι στηρίζουν τα τόξα του κεντρικού τετραγώνου και οι δευτερεύοντες πεσσοί, ανατολικά και δυτικά, χάνονται μέσα στα πλάγια κλίτη και τα υπερώα, ενώ στη θέση τους, το μάτι συναντά μαλακές κάθετες επιφάνειες.

Το σύστημα της ρυθμικής εναλλαγής των κιονοστοιχιών και των ανοιγμάτων των παραθύρων αποτελεί το ρυθμικό υπόβαθρο στη γενική σύνθεση των χώρων και παρόλο που οι χωρικές ενότητες διαρθρώνονται και διατάσσονται καθαρά, με αυτή τη ρυθμική αλληλουχία των τριών, των πέντε και των επτά, τα όριά τους παραμένουν ασαφή. Τα πάντα εκτείνονται πέρα από τα φαινομενικά φυσικά τους όρια. Το μάτι πλανιέται πέρα από το κεντρικό τετράγωνο, μέσα στα πλάγια κλίτη και τα υπερώα, των οποίων τα τελικά σχήματα δεν γίνονται ποτέ αντιληπτά. Το βλέμμα παρασύρεται πέρα από τις καμπύλες τοξοστοιχίες μέσα στις κόγχες και στους εξωτερικούς χώρους. Μέσα στο εσωτερικό κέλυφος, οι χωρικοί όγκοι και η αλληλουχία τους είναι εύκολα κατανοητοί, αλλά έξω από αυτόν τον πυρήνα ο χώρος παραμένει αινιγματικός για τον παρατηρητή, ο οποίος περιορίζεται μέσα στο μεσαίο κλίτος. Διευκρινίζουμε ότι οι πεσσοί φαίνονται αρκετά ογκώδεις, ιδιαίτερα αν τους κοιτάζει κανείς από τα πλάγια κλίτη, αλλά η πρόθεση των κατασκευαστών τους ήταν να είναι αόρατοι. Σ’ ολόκληρο το κτήριο επικρατεί η «αρχή της ανάπτυξης» ενός σχεδίου, που αποτελείται από μία σειρά ισοδύναμων θέσεων και άρσεων, π.χ. σε μία πρώτη ματιά, τα πλάγια κλίτη και τα υπερώα παρουσιάζονται ως ανεξάρτητοι χώροι, αλλά αυτή η εντύπωση παρέχεται μόνο σε μία κατά την έννοια του μήκους θέασή τους. Αυτό δεν προβλεπόταν κατά την αρχική σύλληψή τους, διότι οι χώροι αυτοί είχαν σχεδιαστεί ως θέσεις για τη θέαση του μεσαίου κλίτους. Ακόμη, παραπετάσματα, που κρέμονταν ανάμεσα στους κίονες, πρέπει να παρεμπόδιζαν περισσότερο τη θέα, οπότε το μεσαίο κλίτος, όταν το κοίταζε κάποιος από τα πλάγια κλίτη και τα υπερώα, παρουσιάζεται μόνον κατά τμήματα. Ο επισκέπτης βλέπει ένα μόνο μέρος του κεντρικού τρούλου, των τεταρτοσφαιρίων, των κοίλων κογχών ή των ευθύγραμμων τοξοστοιχιών και δεν του δίνεται ποτέ η δυνατότητα ν’ αντιληφθεί το συνολικό σχέδιο του μεσαίου κλίτους και στην πραγματικότητα δεν έχει ποτέ τη συνολική θέα του κτηρίου. Ο παρατηρητής, δηλαδή, καθηλωμένος στα πλάγια κλίτη ή στα υπερώα, βλέπει το μεσαίο κλίτος, αλλά δεν του είναι δυνατό να το κατανοήσει, μόνον αυτοί που βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο μεσαίο κλίτος και στο ιερό μπορούν ν’ αντιληφθούν τη γενική διάταξη των χώρων. Πάντως, σύμφωνα και με την περιγραφή του Προκόπιου, η θέση και η άρση αποτελούν τη βάση του αρχιτεκτονικού σχεδίου.
 

Η «ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ» ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΟΥ ΚΛΙΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΟΥΡΓΙΑ
Η Μεγάλη Εκκλησία υψώνεται σαν πύργος πάνω από την πόλη και την θάλασσα του Μαρμαρά και ο επισκέπτης με την εικόνα αυτή ζωντανή εισερχόταν στο αίθριο, που περιβαλλόταν από στοές, όπου ο ένας πεσσός εναλλασσόταν με έναν κίονα σε κανονικό ρυθμό και προσπερνώντας το εγκάρσιο φράγμα του μακρόστενου εσωνάρθηκα, εισερχόταν στην κυρίως εκκλησία διαμέσου μιάς από τις πέντε εισόδους, εκ των οποίων η κεντρική αποτελούσε τη Βασιλική Πύλη. Ακριβώς τότε αποκαλυπτόταν το μεσαίο κλίτος, τότε το έβλεπε και μόνον τότε μπορούσε να κατανοήσει όσα είχε μισοκαταλάβει από το εξωτερικό.

Η «αποκάλυψη» ήταν αποκλειστικό προνόμιο των πρωταγωνιστών που κινούνταν στο χώρο του μεσαίου κλίτους, δηλαδή του κλήρου που ακολουθούσε τον πατριάρχη και, λιγότερο, του αυτοκράτορα συνοδευόμενου από τους αυλικούς. Οι πιστοί που συγκεντρώνονταν στα πλάγια κλίτη και στα υπερώα είχαν όχι μόνον αποσπασματική εικόνα του κτηρίου, αλλά της μεγαλοπρεπούς τέλεσης των λειτουργιών. Αντιλαμβανόμαστε πλέον ότι υπήρχε αυστηρός διαχωρισμός με παραπετάσματα του μεσαίου από τα πλάγια κλίτη κι αυτός ο διαχωρισμός ήταν συνηθισμένος στα παράλια του Αιγαίου. Το φαινόμενο αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι περιόριζαν τους πιστούς εκτός του μεσαίου κλίτους κατά το μεγαλύτερο μέρος της λειτουργίας, επειδή αυτό προοριζόταν αρχικά για την τέλεση της ιερουργίας από τον κλήρο, κατά τα στάδια της προετοιμασία και τέλεσης της λειτουργίας, αλλά και την πομπή της Μικρής Εισόδου, που ο Επίσκοπος με συνοδεία οδηγείτο στην Αγία Τράπεζα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, υπήρχε και δεύτερη πομπή, η οποία αποτελούσε το κύριο στοιχείο της λειτουργίας στην Κωνσταντινούπολη και ήταν η Μεγάλη Είσοδος, κατά την οποία γινόταν η προσκομιδή των Θείων Δώρων από την πρόθεση στην Αγία Τράπεζα συνοδεία κλήρου. Ο κλήρος εμφανιζόταν από το Ιερό κατευθυνόμενος στο μεσαίο κλίτος και ν’ αποχωρήσει πάλι για το Ιερό. Η Μικρή και η Μεγάλη Είσοδος, όπως και όλη η ιερουργία της λειτουργίας ήταν συνυφασμένες με την παρουσία του αυτοκράτορα και των αυλικών του. Επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μεσαίο κλίτος ήταν μία «σκηνή θεάτρου», που με μεγαλοπρέπεια προχωρούσε η πομπή από τη βασιλική πύλη προς τη σολέα κι από εκεί στο Ιερό Βήμα. Αυτή η αρχή του διαχωρισμού υπήρξε απαράβατη. Καθ’ όλη τη λειτουργία ο κλήρος παρέμενε μέσα στο Ιερό, ενώ κατά διαστήματα έμπαιναν στο μεσαίο κλίτος μαζί με τον πατριάρχη ή μόνοι τους ή μαζί με τους εκπροσώπους της κοσμικής εξουσίας, τον αυτοκράτορα και τους αυλικούς.

Μεσαίο κλίτος - άποψη εκ δυσμών
 Οι εκπρόσωποι της κοσμικής και της θρησκευτικής εξουσίας εισήρχοντο μαζί στην εκκλησία κατά την Μικρή Είσοδο και κάθονταν στις προκαθορισμένες θέσεις τους: ο πατριάρχης και ο κλήρος στο Ιερό, ο αυτοκράτορας και οι αυλικοί στο αυτοκρατορικό διαμέρισμα στο νότιο πλάγιο κλίτος. Η λειτουργία των πιστών ξεκινούσε με τη Μεγάλη Είσοδο που ο πατριάρχης εισερχόταν στο μεσαίο κλίτος συνοδευόμενος από τον αυτοκράτορα –ο οποίος ήταν και ο μοναδικός λαϊκός που μπορούσε να εισέλθει στο Ιερό- και κατόπιν να επιστρέψει στο Ιερό για την απόθεση των Θείων Δώρων στην Αγία Τράπεζα.

Μετά το πέρας της Θυσίας, ο πατριάρχης εξερχόταν από το Ιερό για πέμπτη φορά, με σκοπό να συναντήσει βλέμματα τον αυτοκράτορα και ν’ ανταλλάξουν τον λεγόμενο «Ασπασμό της Ειρήνης», αποχωρώντας και πάλι για να επιστρέψει προς το τέλος της λειτουργίας φέροντας τη Θεία Κοινωνία στον αυτοκράτορα. Όλο αυτό το τελετουργικό, για τους πιστούς του 6ου αιώνα, ήταν ακατανόητο, ενώ η Θεία Λειτουργία χωριζόταν σε δύο μέρη: το ένα τελείτο μέσα στο Ιερό «μακρυά από τα βέβληλα βλέμματα» (Μέγα Μυστήριο) και το άλλο δημόσια, ορατό από όλους, ενώ πραγματοποιείτο συνάντηση κλήρου και αυτοκράτορα στο μεσαίο κλίτος, κάτω από το ανατολικό τμήμα της στεφάνης του μεγάλου τρούλου, του Ουράνιου Θόλου, προκειμένου να υποδυθούν τους αντίστοιχους ρόλους τους

ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΣΜΙΚΗΣ-ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Τον 6ο αιώνα επικρατούσε η ιδεολογία, κατά την οποία αποδιδόταν εξέχουσα θέση, αφ’ενός μεν στον κλήρο, αφ’ετέρου δε στον αυτοκράτορα. Σύμφωνα με όσα μας παραδίδονται από τον Ψευδοδιονύσιο Αρεοπαγίτη (500 μ.Χ.), ο κλήρος αντιπροσωπεύει τις εννέα ουράνιες τάξεις των αγγέλων. Ο πατριάρχης, ο οποίος τελεί τις ορατές ιερουργίες με τη βοήθεια του κλήρου, αποσκοπεί στο να αναπαραστήσει την εικόνα του αόρατου κόσμου που περιβάλλει τον Θεό. Σημειωτέον, ότι ο αυτοκράτορας είχε προκαθορισμένη θέση στην ουράνια ιεραρχία, σύμφωνα μ’ αυτήν που αντικατοπτριζόταν πάνω στη γη. Ανατρέχοντας στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο αυτοκράτορας εθεωρείτο ίσος προς τους αποστόλους ή και κάτι περισσότερο από ίσος. Τον 10ο αιώνα, επίσης, μετά από επίσημα γεύματα, ο αυτοκράτορας υποδυόταν τον Χριστό (τεμάχιζε και ευλογούσε τον άρτο και ύψωνε το δισκοπότηρο με τον οίνο μέχρι τα χείλη του). Επιπλέον, την Κυριακή του Πάσχα εμφανιζόταν με λευκές ταινίες, όπως ο Χριστός, περιβαλλόταν δε από τους δώδεκα αποστόλους. Θα μπορούσαμε εδώ να πούμε, ότι αυτοκράτορας και πατριάρχης ήταν τα «δύο πρόσωπα του Θεού», αντιπροσωπεύοντας, ο μεν πατριάρχης το θρησκευτικό πρόσωπο του θείου, ο δε αυτοκράτορας την κοσμική υπόσταση, τη δύναμη και τη δικαιοσύνη. Αυτοκράτορας και Ιερατείο ήταν σημαντικοί παράγοντες, βέβαια, προκειμένου να εδραιωθεί και να διατηρηθεί η χριστιανική αυτοκρατορία, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η συμβολική της συνάντησής τους κάτω από τον μεγάλο τρούλο της Αγίας Σοφίας είχε αμοιβαία επίδραση. Εκκλησιαστική και κοσμική ιεραρχία πλημμύριζαν από το θείο φως, που πήγαζε από το κέντρου του ουράνιου θόλου και διαχεόταν πάνω στους αγγέλους, τον πατριάρχη, τον κλήρο και τον αυτοκράτορα. Είναι εμφανές, ότι στην Αγία Σοφία, τα σχήματα στο χώρο, το φως, τα χρώματα, όλα εκπορεύονται από τον κεντρικό τρούλο, ενώ ο λαός βρισκόταν στα πλάγια κλίτη και τα υπερώα, παραμένοντας κρυμμένος στο σκοτάδι, και μόνον από μακρυά επιτρεπόταν να δει το φως, τα χρώματα και τη δόξα, τα οποία απέρρεαν από το κέντρο, την θεία έδρα.

Σήμερα, μία τέτοια συμβολική θεώρηση ενός αρχιτεκτονικού σχεδίου, η οποία περιελάμβανε θεολογικούς και πολιτικούς όρους θα δημιουργούσε αντιδράσεις, όμως καθόλου δεν ξένιζε τους ανθρώπους του 6ου αιώνα.

Πενήντα χρόνια μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής της Αγίας Σοφίας, στη Συρία γράφτηκε ένας ύμνος, στον οποίο περιγράφεται με παρόμοιο τρόπο ο επισκοπικός ναός της Έδεσσας (Urfa) και σύμφωνα με τον ποιητή αναπαριστά την οικουμένη:

«Ο θόλος του εκτείνεται όπως οι ουρανοί και λάμπει με τα ψηφιδωτά του όπως το στερέωμα με τα άστρα. Ο μετεωριζόμενος τρούλος του παρομοιάζεται με τον Ουρανό των Ουρανών, όπου εδρεύει ο Θεός, ενώ τα τέσσερα τόξα αντιπροσωπεύουν με την πολυχρωμία τους που θυμίζει ουράνιο τόξο, τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι πεσσοί του μοιάζουν με τα όρη της γης. Οι μαρμάρινοι τοίχοι του λάμπουν, όπως το φως αχειροποίητης εικόνας του Θεού. Τα τρία παράθυρα στην αψίδα του ιερού συμβολίζουν την Αγία Τριάδα, τα εννέα σκαλοπάτια που οδηγούν στο ιερό αντιπροσωπεύουν τους εννέα χορούς των αγγέλων».

Εν ολίγοις, ο ποιητής συμπεραίνει ότι το κτήριο αντιπροσωπεύει τον ουρανό και τη γη, τους αποστόλους, τους προφήτες, τους μάρτυρες και τω όντι, τον ίδιο τον Θεό.

Η κατασκευή της Αγίας Σοφίας θεωρήθηκε ότι ήταν συνδυασμός της βασιλικής του Μαξεντίου με τον τρούλο του Πάνθεου ή, ακόμη, η κάτοψή της συνδέθηκε με την παράδοση των χριστιανικών μαρτυρίων του 4ου και 5ου αιώνα. Έγιναν διάφορες προσπάθειες προκειμένου να ευρεθούν τα πρότυπα πάνω στα οποία κατασκευάστηκε το υπέροχο οικοδόμημα, όμως αδιαμφισβήτητο είναι ότι η Αγία Σοφία σημειώνει μία οριστική ρήξη με την παράδοση και αποτελεί το πρώτο «μεσαιωνικό αρχιτεκτονικό σύστημα». Η δε ιουστινιάνεια αρχιτεκτονική της αποτελεί ένα «στοιχείο-κλειδί», που όμως βρήκε ελάχιστους μιμητές κατά τον σχεδιασμό άλλων οικοδομημάτων.

Ελένη Δραμπάλα

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Richard Krautheimer, Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική (μετάφραση Φανή Μαλλούχου-Τουφάνο), Αθήνα 2006.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον