Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: Το 1922 "έφυγε" ο Έλληνας λογοτέχνης, ένας από τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας

Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922)
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ήταν Έλληνας λογοτέχνης (1865-1922)· ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας, μαζί με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Ο Καρκαβίτσας ασχολήθηκε με επιτυχία με όλα τα είδη του γραπτού λόγου – εκτός από θεατρικά έργα: διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση, μελέτες, χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, ιστορικά ανέκδοτα, παιδικά βιβλία. Επίσης, συνεργάστηκε με τις μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, καθώς και με εφημερίδες στις οποίες προμήθευε πλήθος άρθρα που αφορούσαν τις συνήθειες και τα γνωρίσματα των διαφόρων τόπων της Ελλάδας.

Τα πιο διάσημα έργα του είναι το μυθιστόρημα «Ο ζητιάνος», και τα διηγήματα «Λόγια της πλώρης», δυο έργα με τα οποία ο Καρκαβίτσας κατέκτησε μια θέση στους κορυφαίους της νέο-ελληνικής πεζογραφίας. Αυτά τα δυο έργα έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές χώρες του εξωτερικού αλλά και άλλα επίσης έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό, συμμετέχοντας σε ανθολογίες νέο-ελληνικής πεζογραφίας.

Στρατιωτικός γιατρός στο επάγγελμα, αποστρατεύτηκε λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας – έπασχε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από φυματίωση – το 1920, με το βαθμό του αρχίατρου. Ασχολήθηκε ενεργά και με τη πολιτική ζωή του τόπου, συμμετέχοντας στο εκστρατευτικό σώμα που πήγε στην Κρήτη κατά την κρητική επανάσταση του 1897, στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 –1913, στο Κίνημα στο Γουδί, κ.α.

Πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα τον Οκτώβρη του 1922, στην Αθήνα, σε ηλικία 57 ετών, πικραμένος για τη κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας με τη Μικρασιατική καταστροφή, που την είδε να συμβαίνει λίγο πριν πεθάνει.


Η ζωή του
Η νεότητα
Πρωτότοκος γιός του Δημήτρη Καρκαβίτσα και της Άννας Σκαλτσά γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά της Ηλείας,και είχε συνολικά 11 αδέρφια από τα οποία έζησαν μόνο τα οχτώ, τέσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Έλαβε τη βασική εκπαίδευση στην ιδιαίτερη πατρίδα του, έπειτα στο Α' Γυμνάσιο Πατρών. Στη Πάτρα -πόλη με σημαντική πνευματική κίνηση- ο Καρκαβίτσας γνωρίζεται με τους Επτανήσιους λόγιους και συνδέεται με τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Το σπίτι του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα
Λεχαινά Ηλείας
Το 1883 τελειώνοντας το γυμνάσιο γράφτηκε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών περισσότερο λόγω της ανάγκης του για να σταθερό και προσοδοφόρο επάγγελμα παρά λόγω έφεσης προς αυτήν την επιστήμη.

Εξάλλου εκείνα τα χρόνια, σφοδρά ερωτευμένος με μια συντοπίτισσά του, τη Γιούλη, έπρεπε να έχει ένα επάγγελμα που θα εξασφάλιζε τη ζωή της Γιούλης για να μπορέσει να την παντρευτεί. Κατά τη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής στην Αθήνα, εισχώρησε στον πνευματικό κόσμο της εποχής, γνωρίστηκε με Έλληνες λογοτέχνες, όπως τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο και άρχισε να δημοσιεύει από το 1885 πολλά διηγήματα και νουβέλες σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες αλλά και άρθρα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, λαογραφικά κείμενα.

Το πρώτο διήγημά του που δημοσιεύτηκε ήταν «Η Ασήμω» το 1885, στο περιοδικό «Εβδομάς» του Δ. Καμπούρογλου. Τότε αρχίζει και τη συνεργασία του με τα περιοδικά «Εβδομάς» του Καμπούρογλου, «Εκλεκτά Μυθιστορήματα» του Χιώτη και την «Εστία», πολυπόθητος στόχος κάθε νέου συγγραφέα. Το καλοκαίρι του 1886 όταν βρισκόταν στα Λεχαινά αρρωσταίνει από πνευμονία και ελονοσία, αρχή της εύθραυστης υγιείας του, που συχνά από δω και πέρα θα του δημιουργεί προβλήματα.

Το φθινόπωρο του 1887 επισκέπτεται τη Ζάκυνθο και γράφει άρθρα που δημοσιεύτηκαν στη «Νέα εφημερίδα» για το Αρχειοφυλάκιο και τη Βιβλιοθήκη της Ζακύνθου. Το 1888 μαθαίνει ότι η αγαπημένη του Γιούλη τελικά παντρεύεται κάποιον πλούσιο Αθηναίο, και από τότε δεν θα ξανα-ερωτευτεί ούτε και θα παντρευτεί ποτέ του.

Το καλοκαίρι του 1888 θα επισκεφτεί τη Δωρίδα και τη Παρνασσίδα, επισκέπτεται τη γνωστή κωμόπολη Χρυσό, όπου αρρωσταίνει και πάλι από πνευμονία, ενώ παράλληλα συλλέγει λαογραφικό υλικό για τα μετέπειτα διηγήματά του.

Τα Χριστούγεννα του 1888 αποφοιτά από την Ιατρική σχολή με «Λίαν Καλώς». Συνεχίζει να εκδίδει διηγήματα που γράφει συνεχώς σε περισσότερα τώρα περιοδικά όπως στο «Ημερολόγιο» του Σκόκου, στο Ημερολόγιο «Ποικίλη Στοά», και εφημερίδες, όπως στην «Ακρόπολις», την «Καθημερινή» και την «Εφημερίδα».

Η μέση ηλικία
Στις αρχές του 1889 προσλαμβάνεται σαν αρθρογράφος στην «Εφημερίδα» με μισθό 100 δρχ(σημαντικός μισθός εκείνη την εποχή) και παραδίδει πολλά άρθρα λαογραφικού περιεχομένου και ταυτόχρονα αρχίζει να μαθαίνει γαλλικά. Όμως η κατάταξη στο στρατό, από τον οποίο είχε ήδη πάρει αναβολή το 1889 ακύρωσε αυτές τις δραστηριότητες. Υπηρέτησε μεταξύ άλλων στην Αθήνα, τη Λάρισα και από το 1890 στο Μεσολόγγι ως ανθυπίατρος της φρουράς της πόλης. Από εκείνη τη περίοδο της παραμονής του στο Μεσολόγγι θα επισκεφτεί πολλές φορές τα Κράβαρα, και θα μαζέψει το υλικό που θα χρησιμοποιήσει αργότερα, στο «Ζητιάνο». Μάλιστα, τις πρώτες εντυπώσεις του από το φαινόμενο της ζητιανιάς τις δημοσιεύει αμέσως στην «Εφημερίδα» και θα προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις από τους απανταχού Κραβαρίτες, που θυμωμένοι κάποιοι τον καλούν σε μονομαχία, και κάποιοι άλλοι στέλνουν γράμματα διαμαρτυρίας στην εφημερίδα του.

Τον Ιούνη του 1891 μετατίθεται στη Λάρισα. Η ζωή εκεί θα του προμηθεύσει και το υπόλοιπο υλικό για τον «Ζητιάνο» του. Το 1891 τελειώνει τη θητεία του, και αρχίζει μια περιοδεία στη Πελοπόννησο. Από εκεί γράφει για το περιοδικό «Εστία» τα άρθρα του για τις φυλακές του Ναυπλίου, δίνοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα για το σωφρονιστικό σύστημα της Ελλάδας.

Τον Οκτώβρη του 1891 διορίζεται γιατρός στο ατμόπλοιο «Αθηνά» της «Πανελληνίου Ατμοπλοϊκής Εταιρείας». Οι εμπειρίες από αυτά τα τέσσερα χρόνια συνεχών ταξιδιών θα καταγραφούν στην αρχή στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο του, με τον τίτλο «Σ’ Ανατολή και Δύση» και στη συνέχεια θα τροφοδοτήσουν τα διηγήματά του,«Τα λόγια της Πλώρης».

Το καλοκαίρι του 1895, έχοντας ήδη φύγει από τη θαλασσινή ζωή, επισκέπτεται ξανά την ορεινή Ναυπακτία και τα Κράβαρα, και εκεί τελειώνει τον «Ζητιάνο» του, και αρχίζει τον «Αρματωλό».

Τον Αύγουστο του 1896 κατατάσσεται στο στρατό σαν μόνιμος στρατιωτικός γιατρός, αφού πρώτα είχε δημοσιεύσει τον «Ζητιάνο» του, σε συνέχειες στην εφημερίδα «Εστία». Το Γενάρη του 1897 φεύγει με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα για τη Κρήτη για να βοηθήσει στην Επανάσταση που ξέσπασε εκεί και αργότερα ακολουθεί το εκστρατευτικό σώμα και στη Θεσσαλία. Θα κερδίσει και το Α' βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος της Εστίας του 1898 με το διήγημα «Πάσχα στα πέλαγα».

Η υγεία του εξακολουθεί να μην είναι καλή, ενώ τώρα εμφανίζονται και ρευματισμοί. Σιγά- σιγά στερεύει η λογοτεχνική του παραγωγή για να σταματήσει τελείως το 1910. Ασχολείται περισσότερο με τη πολιτική και την επιβολή της δημοτικής γλώσσας. Αρθρογραφεί στον «Νουμά» που είναι το όργανο των δημοτικιστών, στην«Ακρόπολη», στο «Χρόνο» καταφερόμενος εναντίον του Διληγιάννη και άλλων που τους θεωρεί εμπόδιο στη προκοπή του έθνους. Το 1908 γίνεται μέλος της«Λαογραφικής εταιρείας» του Ν. Πολίτη.

Το 1909 ξαναπηγαίνει με τη στρατολογική επιτροπή στη Θεσσαλία, και σε ένα γρήγορο ταξίδι στη Σκιάθο, συναντά και τον Παπαδιαμάντη. Το 1910 είναι ένας από τους ιδρυτές του «Εκπαιδευτικού ομίλου» μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη, το Λορέντζο Μαβίλη και άλλους που αγωνίζονται για την αναγέννηση της παιδείας πάνω σε καινούριες βάσεις. Το 1911 μαζί με άλλους συγγραφείς τιμάται με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού για τη λογοτεχνική του προσφορά.

Ενεργό μέλος του Στρατιωτικού συνδέσμου, υποστηρίζει το Κίνημα στο Γουδί και ταυτόχρονα αλλά και το κίνημα των δημοτικιστών εναντίον των «προγονόπληκτων», ενεργό μέλος και της εταιρείας της «Εθνικής γλώσσας» που αγωνίζεται για τη καθιέρωση της δημοτικής σε όλες τις δημόσιες πλευρές της πνευματικής ζωής του έθνους.

Παίρνει μέρος στο Βαλκανικό πόλεμο του 1912-1913 και το 1916, αντιδρά στο κίνημα του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη και γι’ αυτό, συλλαμβάνεται και περιορίζεται πρώτα στη πατρίδα του, τα Λεχαινά και έπειτα στη Γέρα στη Μυτιλήνη. Φυλακίστηκε για λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη και μετά τέθηκε αυτεπάγγελτα σε αποστρατεία.

H ωριμότητα και το τέλος
Στις αρχές του 1917 νοσηλεύεται για φυματίωση στο σανατόριο της Πεντέλης και αφότου βγει μένει μόνιμα πλέον στο Μαρούσι, όπου θεωρείται κατάλληλος τόπος διαμονής για φυματικούς.

Το 1920 επανέρχεται στο στράτευμα με το βαθμό του Γενικού Αρχίατρου για να αποστρατευτεί μετά από δική του αίτηση οριστικά το 1922. Το 1920 αναλαμβάνει – τελευταία του δουλειά – την συγγραφή και επιμέλεια του Αναγνωστικού της Γ’, της Δ’, και της Ε’ δημοτικού μαζί με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, το 1922 εργάζεται πάνω στη συγκέντρωση σε δυο τόμους των παλαιότερων διηγημάτων του, τα «Διηγήματα των παλικαριών μας» και«Διηγήματα του γυλιού».

Πεθαίνει στις 24 Οκτωβρίου του 1922, από φυματίωση του λάρυγγα, με τη πικρή γεύση της μικρασιατικής καταστροφής που είναι και το τέλος των ονείρων όχι μόνο του Καρκαβίτσα αλλά και μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων. Αφήνει τις εισπράξεις από τα δικαιώματα των έργων του, στη σύντροφο των τελευταίων χρόνων της ζωής του, και τα χειρόγραφά του, στο Γ. Βλαχογιάννη, διευθυντή τότε των αρχείων του κράτους.

ΦΩΤΟ του 1900 με τη στολή του υπίατρου
Η προσωπικότητά του
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γράφει για τον Καρκαβίτσα: «…την εποχή εκείνη, (1888) ο Καρκαβίτσας ήτο μόλις εικοσαετής, αδέξιος εις τας κινήσεις και μάλλον άκομψος ή απέριττος εις την ενδυμασίαν, τύπος σχεδόν κοινός νεαρού επαρχιώτου που πρωτοέρχεται εις τας Αθήνας να σπουδάση, με τη μαγκουρίτσαν του, με το μουστακάκι του, με ανήσυχα μαύρα μάτια, όχι πολύ εύμορφα, με κάποιαν έκφρασιν πονηρίας εις την φυσιογνωμίαν εκείνην, την προδίδουσαν τη μοραϊτίκη καταγωγήν, και με ωραίο πλατύ μέτωπον, το μόνον ίσως φωτεινόν χαρακτηριστικόν, το μαρτυρούν ότι ο νέος εκείνος ήτο κάποιος. Και ήτο ήδη ο συγγραφεύς του «Αφωρεσμένου»…Δεν θαυμάζω μόνον τον Καρκαβίτσαν ως συγγραφέα, αλλά και τον αγαπώ ως άνθρωπον. Είναι καλός. Ούτε θα έβρισκα άλλη λέξιν δια να τον χαρακτηρίσω, από αυτήν που μεταχειριζόμεθα τόσο συχνά και δια τόσο πολλούς. Απλούς, αφελής, ίσιος, δεν έχει ούτε ταπεινά πάθη, ούτε γελοίους εγωισμούς, ούτε μίση προσωπικά και ανόητα, ούτε καν τα αδυναμίας, τας στρυφνότητας, τας ιδιοτροπίας εκείνας τας παιδικάς, που μερικούς άλλους «μεγάλους άνδρας» τους κάμνουν ανυπόφορους. Ποτέ δεν ομιλεί για τα έργα του, ποτέ δεν προβάλλει απαιτητικόν και καταθλιπτικόν το εγώ του. Κάποτε είχα γράψει με πολύν ενθουσιασμόν δια τα «Λόγια της Πλώρης» του. τελευταίως ειχα επικρίνει τον «Αρχαιολόγον» του. ο Καρκαβίτσας με ευχαρίστησε με την ίδιαν γαλήνην και δια τας δυο κριτικάς, ενώ άλλος δια τη δευτέραν ημπορούσε να μου θυμώση. Μου αρέσει ο χαρακτήρ του ο άκαμπτος, ο ανένδοτος, εκεί που πρέπει, και ο μαλακός, ο ενδοτικότατος, πάλιν εκεί που πρέπει. Μου αρέσει η ζωή του η ήσυχη, η αθόρυβη, η μοναχική, η ελεύθερη και η αμέριμνη. Μου αρέσει η μουρμούρα του, όταν παραπονήται δια την κατάστασιν και τα βάζη με όλους, πρώτα πρώτα με τον «άθλιον» εαυτόν του. Μου αρέσει η φαιδρότης του, όταν ακούη ή διηγείται αστεία, όταν πειράζει με αμίμητην τέχνην τους πειραζομένους, και όταν ανακαινίζεται εις ένα θαυμάσιον γέλιο από τη καρδιά του, που είναι νομίζεις η μεγαλυτέρα ευτυχία της ζωής του. Μου αρέσει η μελαγχολία του, η κατήφεια και η βουβαμάρα που τον πιάνει καμμιά φορά μεταξύ φίλων εις το καφενείον του Ζαχαράτου ή εις το σαλόνι του Παλαμά, που δεν ηξεύρεις αν είναι θυμός, αν είναι νύστα ή αν είναι ρέμβη δημιουργίας κανενός αριστουργήματος.» 

To Έργο του
για τη γλώσσα του
Ο Καρκαβίτσας άρχισε να γράφει στη καθαρεύουσα αλλά από τη δεκαετία του 1890 και μετά την εγκατέλειψε για τη δημοτική, που συγκινούσε όλο και περισσότερα πνεύματα την εποχή εκείνη. Γράφει για τη καθαρεύουσα, το 1892: « «Της ρίχνεις χρυσάφι και σου βγάζει κάρβουνο· της ρίχνεις φωτιά και σου βγάζει στάχτη· της ρίχνεις αίμα και σου βγάζει λαχανόζουμο». Ωστόσο δεν θα επικροτήσει ούτε τις ακρότητες της γλώσσας του Ψυχάρη, υποστηρίζοντας σε πολλά άρθρα του ότι ήταν μια γλώσσα το ίδιο εργαστηριακή και επινοημένη όσο σχεδόν και η γλώσσα των καθαρευουσιάνων.
« « «Αρχάγγελο» το λεν, έχει φιγούρα δέλφινα... έχει στο μεσανό κατάρτι κόφα. Σπετσιώτικο χτίσιμο. Πρόφθασε να ορθοπλωρίσει και κείνος ή έπεσε απάνω στους βράχους; Κι΄αν τσακίστηκε το μπάρκο, σώθηκαν τουλάχιστον τ΄αδέλφια του; Όλο τέτοια συλλογίζεται κ΄έχει συγνεφωμένο το μέτωπο, τρέμουλο έχει στην καρδιά. Ναυάγια, από τα λόγια της πλώρης. » »

Η δημοτική του Καρκαβίτσα όμως είναι μια γλώσσα όλο δύναμη και παραστατικότητα που αντλεί το λεξιλόγιο και το συντακτικό της κατευθείαν από τη λαϊκή ψυχή. Σύμφωνα με τον Πέτρο Χάρη η δημοτική του Καρκαβίτσα στο σύνολό της και στο δέσιμό της, στην αφήγηση όσο και στο διάλογο είναι ένα από τα δυο τρία υποδειγματικά κείμενα πεζού λόγου στη δημοτική. Μάλιστα, επεξεργάστηκε στη δημοτική πολλά διηγήματα που τα είχε πρωτο-γράψει στη καθαρεύουσα.

Κατά τον Αντώνη Καραντώνη, «...ο Καρκαβίτσας στάθηκε ο νευρώδης και ρεαλιστής ραψωδός της υπαίθριας ζωής του ελληνικού λαού. Του Καρκαβίτσα η γλώσσα, λαϊκή, τραχιά, παραστατική, μυρίζει θυμάρι και βροντά σα νερό που κατρακυλάει από τα βράχια.»

για τη θεματολογία του
Σύμφωνα με τον Νίκο Παππά, ο Καρκαβίτσας είναι συγγραφέας με κοινωνικό περιεχόμενο. Ολόκληρη η νεοελληνική κριτική τον καταγράφει σαν ένα περιγραφικό στυλίστα, που έδωσε σπουδαίες εικόνες από την ελληνική ζωή, ενώ ταυτόχρονα πρόκειται για μια ενσυνείδητη συγγραφική διείσδυση στα κακώς κείμενα της ελληνικής ζωής και της κοινωνίας γενικότερα, και τα οποία καυτηριάζει και σατυρίζει κριτικά, ή τα προβάλλει με προστατευτική συμπάθεια προς όλους εκείνους, που μοχθούν δίχως ανταμοιβή, φθείρονται δίχως αναγνώριση και σπαράσσονται από τον αγώνα τους προς τα στοιχεία της φύσης και προς τις κοινωνικές αντιξοότητες. Ο Καρκαβίτσας είναι μια φωνή ανθρωπιστική, ένας ουμανιστής χωρίς ιδεολογικές περιχαρακώσεις και πάντα κοντά στον άνθρωπο του λαού.

Ο Αλέξης Ζήρας βιογραφώντας τον Καρκαβίτσα, σημειώνει ότι «…άσκησε με έμμεσο τρόπο δριμύτατη κριτική στα ήθη και στις νοοτροπίες των ανθρώπων της υπαίθρου: στη βαναυσότητα απέναντι στις γυναίκες, στην έλλειψη αξιών, στην απανθρωπιά, στον μέχρι εξοντώσεως του αντιπάλου αγώνα της επιβίωσης, φαινόμενα που πίστευε ότι γίνονται πιο αντιληπτά κοντά στο φυσικό περιβάλλον, καθώς εκεί οι νόμοι των ενστίκτων μάχονται και εκτοπίζουν τους κοινωνικούς κανόνες, αλλά και λυγίζουν τη θέληση των προσώπων.»

«...στο αφηγηματικό του έργο ο Καρκαβίτσας κινείται γύρω από τη ζωή των ανθρώπων του βουνού και του κάμπου, από τη μια, και της θάλασσας από την άλλη, και – ηθογραφικός κατά βάση- συνδυάζει συνήθως το ρεαλισμό με τη ποίηση. Με ύφος στέρεο και ρωμαλέο σε ότι έγραψε στη δημοτική που το φτερώνει στις καλές του στιγμές μια πηγαία περιγραφική διάθεση, συνθέτει ζωντανές εικόνες των χωριών και της σκληρής ζωής των θαλασσινών. Ρητορικός, γεμάτος επίθετα, και σχήματα λόγου παρουσιάζει την ελληνική επαρχία της εποχής του, ψυχογραφώντας τους ξωμάχους και τους ναυτικούς ή ζωντανεύει ιστορίες από τους ελληνικούς αγώνες. Μα, πίσω από τις διηγήσεις του, υπάρχει πάντα η ιδέα της δημιουργίας ενός νεοελληνικού μύθου και μιας νέας ελληνικής πραγματικότητας…» Kώστας Στεργιόπουλος,Περιδιαβάζοντας.

αλλά και...

Ο Καρκαβίτσας για την αντίληψή μου, δεν αδικήθηκε από την εποχή του, […]τουναντίον αναδείχτηκε από την εποχή του. το χαμηλότατο επίπεδό της επέτρεψε να ξεχωρίσουν και συγγραφείς απλά ευσυνείδητοι, προπάντων όταν υπηρετούσαν τον δημοτικιστικό αγώνα που παραμένει η μεγαλύτερη τιμή τους.[..] κανένα σχεδόν διήγημά του δεν προκαλεί γόνιμη του συνέχεια μέσα στην ψυχή του αναγνώστη, κανένα σχεδόν διήγημά του δεν έχει προέκταση. Κανένα διήγημά του δεν παρουσιάζει ανθρώπους ολοκληρωμένους.[..]δε διέπλασε κανένα χαρακτήρα. Όλα τα πρόσωπα που παρουσιάζει είναι μονοκόμματα, ρηχά και συμβατικά. 

Eκδόσεις των έργων του
  • ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ: Α’ έκδοση σε βιβλίο το 1892 από τον εκδοτικό οίκο «Τυπογραφείο της Εστίας» υπό τη διεύθυνση Μάισνερ - Καργαδούρη
  • Ο Σπαθόγιαννος: γράφτηκε το 1887, πρώτη δημοσίευση την ίδια χρονιά, σε 4 συνέχειες στη εφημερίδα «Καθημερινή»
  • Νέοι θεοί: πρωτοδημοσιεύτηκε σε 2 συνέχειες στο περιοδικό «Εστία» τον Οκτώβρη του 1889
  • Ο αφορισμένος: γραμμένο το 1887 και δημοσιεύτηκε σε 10 συνέχειες στην εφημερίδα «Καθημερινή», το Γενάρη το 1888
  • Η φλογέρα του: γραμμένο το 1888, πρωτο-δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εστία» σε 4 συνέχειες, τον Γενάρη του 1889
  • Γιάννος και Μάρω: πρωτο-δημοσιεύτηκε σε 2 συνέχειες τον Απρίλη του 1887 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»
  • Ημέραι της γριάς: πρωτο-δημοσιεύτηκε σε 2 συνέχειες τον Μάη του 1886 στο περιοδικό «Εβδομάς»
  • ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ: Α’ έκδοση σε βιβλίο «Λόγια της Πλώρης. Θαλασσινά διηγήματα» από το «Τυπογραφείον της Εστίας», Μάισνερ – Καργαδούρη, 1899.
  • Η θάλασσα: γράφτηκε το 1898 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εθνική Αγωγή», σε δυο συνέχειες, στις 15 Γενάρη και 1η Φλεβάρη 1899
  • Οι σφουγγαράδες: γράφτηκε το 1898 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις», τη Πρωτοχρονιά του 1899
  • Ο βιοπαλαιστής: γράφτηκε το 1898 και πρωτοδημοσιέυτηκε το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς στο περιοδικό «Τέχνη»
  • Πειράγματα: πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης τη Πρωτοχρονιά του 1898
  • Η καπετάνισσα: γράφτηκε το 1898 και πρωτο-δημοσιεύτηκε στις 25 Δεκέμβρη το 1898 στο περιοδικό «Άστυ»
  • Κακότυχος: γράφτηκε το 1898 αλλά δεν γνωρίζουμε πότε δημοσιεύτηκε
  • Ναυάγια: γράφτηκε το 1899 και πρωτο-δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εστία» στις 2 Μάρτη του ίδιου έτους
  • Η δικαιοσύνη της θάλασσας: γράφτηκε το 1894 και πρωτο-δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στο περιοδικό «Εστία»
  • Τελώνια: πρωτο-δημοσιεύτηκε σε δυο συνέχειες στις 31 Γενάρη και 1 Φλεβάρη 1899 στην εφημερίδα «Εστία»
  • Γέρακας: γράφτηκε το 1895, δεν είναι γνωστό πότε δημοσιεύτηκε
  • Οι κουρσάροι: γράφτηκε το 1895, δεν είναι γνωστό πότε δημοσιεύτηκε
  • Θείον όραμα: γράφτηκε το 1895, άγνωστο πότε δημοσιεύτηκε
  • Το γιούσουρι: γράφτηκε το 1894, άγνωστο πότε πρωτο-δημοσιεύτηκε
  • Κακοσημαδιά: γράφτηκε το 1894, δημοσιεύεται πρώτη φορά στο περιοδικό «Εστία» το 1895
  • Ο εκδικητής: δημοσιεύτηκε το 1897 στο «Μακεδονικό ημερολόγιο»
  • Οι φρεγάδες: γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1894 στο περιοδικό «Εστία»
  • Η γοργόνα: γράφτηκε το 1895 χωρίς να είναι γνωστό πότε πρωτο-δημοσιεύτηκε
  • Ο κάτω κόσμος: γράφτηκε το 1893, πρωτο-δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εστία» με τίτλο «Η τέντα των ναυτικών»
  • Το βασιλόπουλο: γράφτηκε το 1894, δεν είναι γνωστό πότε πρωτο-δημοσιεύτηκε
  • Κάβο μαλιάς: πρωτο-δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εστία» το 1893 με τίτλο «Τα εφτά φουσάτα»
  • Η ΛΥΓΕΡΗ: διήγημα γραμμένο στα 1889. πρωτο-δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εστία» σε 21 συνέχειες. Σε βιβλίο, Α’ έκδοση από το «τυπογραφείο της Εστίας» Μάισνερ - Καργαδούρη το 1896
  • Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Το έργο γράφτηκε το 1896 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία από τις 9-4-1896 ως τις 8-6-18.Σε βιβλίο πρωτο-δημοσιεύτηκε από το τυπογραφείο της «Εστίας», στα 1897, ενώ η δεύτερη έκδοση έγινε το 1920 με διαφορετικούς τίτλους κεφαλαίων.
  • ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ: Α’ έκδοση «Τυπογραφείον της Εστίας» Μάισνερ – Καργαδούρη, το 1900.
  • Η θυσία: πρωτο-δημοσιεύτηκε στις 24 Δεκέμβρη του 1896 στην εφημερίδα «Εστία»
  • Κρυφός καημός: γράφτηκε το 1885 και πρωτο-δημοσιεύτηκε στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, στο περιοδικό «Εβδομάς» με τίτλο «Ο Χρύσανθος»
  • Η πατρίδα: γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα» το 1893
  • Ο αποσπασματάρχης: γράφτηκε στα 1891 και δημοσιεύτηκε το Μάρτη του 1892 στο περιοδικό «Εστία» με το τίτλο «Ο γάμος της Ασήμως», σαν ταξιδιωτική αφήγηση. Στο βιβλίο όταν εκδόθηκε το διήγημα, μπήκε ξαναδουλεμένο από το συγγραφέα και σε μορφή διηγήματος
  • Ηρώων τέκνα: γράφτηκε το 1896 και πρωτο-δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Εστία» τον ίδιο χρόνο σε 6 συνέχειες
  • Τα τυφλοπόντικα: πρωτο-δημοσιεύτηκε με τη μορφή ταξιδιωτικής αφήγησης κα με το τίτλο «Ο Κερατζής» στο περιοδικό «Εστία» τον Μάη του 1892
  • Η μητρυιά: πρωτο-δημοσιεύτηκε στις 10 Απρίλη του 1888 στο περιοδικό «Εστία» με τίτλο «Θανάσης Βρυσώτης»
  • Τα δυο σκέλεθρα: γράφτηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Λεχαινά, τον Αύγουστο του 1885 και δημοσιεύτηκε στις 25 Αυγούστου στο περιοδικό «Εβδομάς»
  • Η Σμυρνιά: γραμμένο και πρωτο-δημοσιευμένο στα 1894 στο Ημερολόγιο «Νέα Ελλάς»
  • Το πάλεμα: γράφτηκε το 1896, άγνωστο πότε και που δημοσιεύτηκε
  • Ο εβυθός: γράφτηκε στα Λεχαινά, τον Ιούλη του 1885 και πρωτο-δημοσιεύτηκε τον ίδιο μήνα στο περιοδικό «Εβδομάς»
  • Η κακή αδερφή: πρωτο-δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη του 1885 στο περιοδικό «Εβδομάς» με το τίτλο «Η Κίσσα»
  • Η μάνα: γραμμένο το 1889, δημοσιεύτηκε το Γενάρη του 1890 στο περιοδικό «Εστία»
  • Η γυναίκα: γράφτηκε το 1891 και πρωτοδημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1891 στην εφημερίδα «Το Άστυ»
  • Θεός αθάνατος: γραμμένο το 1896 και πρωτο-δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Άστυ», τη Πρωτοχρονιά του 1897
  • Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ: Γράφτηκε το 1903. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου είναι άγνωστη και αμφισβητήσιμη. Η δεύτερη έκδοση, στο «Τυπογραφείο της Εστίας» Μάισνερ - Καργαδούρη το 1904 περιλάμβανε εκτός από το μυθιστόρημα και 4 ακόμα διηγήματα του συγγραφέα: «Πόθος και πόνος», «Το κόνισμα», «Το στοιχειό του σπιτιού της», και «Στις δόξες».
  • Ο ΑΡΜΑΤΩΛΟΣ: Μυθιστόρημα που ο συγγραφέας έγραψε μόνο την εισαγωγή ή την αρχή και μάλιστα τη δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το Γενάρη του 1906, με το τίτλο «Ο Έξαρχος». Ωστόσο συνέχεια δεν υπήρξε, είτε γιατί ο συγγραφέας δεν προχώρησε στην ολοκλήρωσή του είτε γιατί δεν θέλησε να προχωρήσει στη δημοσιεύσει του.
  • ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΜΑΣ:5 διηγήματα γραμμένα στη καθαρεύουσα, με τους διαλόγους στη δημοτική. ». ‘Α έκδοση από το «τυπογραφείο της Εστίας», 1922
  • Η χρυσαυγή: γραμμένο και δημοσιευμένο το 1886 στο περιοδικό «Εκλεκτά Μυθιστορήματα», σε 2 συνέχειες.
  • Καπετάν βέργας: γραμμένο και δημοσιευμένο το 1885 στο περιοδικό «Εβδομάς» τον Ιούνη αυτού του έτους
  • Ο τυφλός μοναχός: γραμμένο και δημοσιευμένο και αυτό το 1885 στο περιοδικό «Εκλεκτά Μυθιστορήματα»
  • Ο λοχίας της κούτρας: γραμμένο και δημοσιευμένο το 1886, σε 2 συνέχειες στο περιοδικό «Εβδομάς»
  • Η Ασήμω: το πρώτο διήγημα του συγγραφέα. Γραμμένο στα Λεχαινά το 1884, δημοσιευμένο στην «Εβδομάδα» το 1885
  • ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΥΛΙΟΥ: 14 διηγήματα από τα οποία τα 13 ήταν γραμμένα στη καθαρεύουσα. Όταν ο Καρκαβίτσας τα εξέδωσε σε συλλογικό τόμο τα ξανα-επεξεργάστηκε, και στη δομή, και στους τίτλους και στη γλώσσα. 'Α έκδοση «τυπογραφείο της Εστίας» 1922
  • Ο Τζακ: γραμμένο στη καθαρεύουσα το 1889, πρωτο-δημοσιευμένο τον Γενάρη του ίδιου χρόνου με τον τίτλο «Ο αντεροβγάλτης» στην «Εφημερίδα»
  • Ο κλεφτοκοτάς: γραμμένο και πρωτο-δημοσιευμένο το 1889 στην «Εφημερίδα»
  • Το σύγνεφο: πρωτο-δημοσιεύτηκε το 1887 στην εφημερίδα το «Άστυ»
  • Το μαγεμένο κουτί: πρωτο-δημοσιεύτηκε το 1889 στην «Εφημερίδα» με τίτλο «Νυκτερινή διασκέδασις»
  • Ο κουρδοκέφαλος: γραμμένο το 1900, πρωτο-δημοσιεύτηκε το 1901 στην εφημερίδα «Νεολόγος» της Κωνσταντινουπόλεως το 1901
  • Ευέλπιδες: πρωτο-δημοσιεύτηκε το 1889
  • Πάσχα στα πέλαγα: πρωτο-δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εστία», το 1898
  • Άρης φιλάνθρωπος: γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εστία», το 1900 με τίτλο «Άρης ακίνδυνος»
  • Το ζούδιο: γράφτηκε και πρωτο-δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εβδομάς» το 1885
  • Φραγκαβίλλα: γράφτηκε στη καθαρεύουσα και πρωτο-δημοσιεύτηκε τον Μάη του 1885 στο περιοδικό «Εκλεκτά Μυθιστορήματα» με τίτλο «Αι δυο αδερφαί»
  • Το τάμμα: γράφτηκε και πρωτο-δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εβδομάς» το 1887
  • Οι καλικάντζαροι: γράφτηκε το 1888, πρωτο-δημοσιεύτηκε το 1889 στο περιοδικό «Ημερολόγιο» του Σκόκου
  • Ακαμάτης άγιος: διήγημα για το οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτα
  • Έυα: γραμμένο το 1896, κατευθείαν στη δημοτική γλώσσα με τίτλο το «Το ψυλλομάζωμα»

επίσης
  • Αναγνωστικό Γ’ δημοτικού, εκδόσεις Ιωάννη Ν. Σιδέρη, 1918
  • Η πατρίδα μας. Αρχαία και νέα εποχή. Αναγνωστικό Δ’ δημοτικού, εκδότης Δ. Δημητράκος, 1919
  • Διγενής Ακρίτας. Αναγνωστικό Ε’ δημοτικού, εκδότης Δ. Δημητράκος, 1920
  • Διηγήματα πραγματογνωστικά με τη συνεργασία του Επ. Παπαμιχαήλ. «τυπογραφείο της Εστίας», 1920

Άπαντα
  • Άπαντα:εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 4 τόμοι. Αθήνα, 1973
  • Άπαντα:εκδόσεις Καπόπουλος τόμοι 4. Αθήνα, 1973
  • Τα Άπαντα. Εκδομένα-σκόρπια-ανέκδοτα. Εκδόσεις Χρ.Γιοβάνη, τόμοι 5. Αθήνα,1973

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον