Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Απαρτχάιντ, η πολιτική του φυλετικού διαχωρισμού

Η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ το 1962, περνάει ψήφισμα που καταδικάζει τις πολιτικές του "Απαρτχάιντ" στη Νότια Αφρική και καλεί όλα τα κράτη μέλη του Ο.Η.Ε. να διακόψουν τις στρατιωτικές και οικονομικές σχέσεις με τη χώρα. Ο όρος "Απαρτχάιντ" χρησιμοποιείται πλέον για να υποδηλώσει κάθε πολιτική φυλετικού διαχωρισμού σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου.
Χάρτης της Νοτίου Αφρικής κατά τα έτη 1981-1994,
που απεικονίζει τις ανεξάρτητες και τις αυτόνομες
περιοχές των Μπαντουστάν, έτσι όπως είχαν
διαμορφωθεί λόγω του απαρτχάιντ.
ΚΛΙΚ για μεγέθυνση

Το απαρτχάιντ (apartheid), (όρος που προέρχεται από τη γλώσσα Αφρικάανς και τα ολλανδικά και σημαίνει διάκριση), ήταν μια πολιτική των Λευκών που καθόριζε και επέβαλλε τη διάκριση των ανθρώπινων ομάδων μέσα σε ένα κράτος βάσει φυλετικών κριτηρίων σε καθορισμένες γεωγραφικές περιοχές. Ως επίσημη κρατική πολιτική εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Νότιο Αφρική από το Εθνικό Κόμμα το 1948 και καταργήθηκε στις 30 Ιουνίου 1991. Ο όρος απαρτχάιντ χρησιμοποιείται πλέον για να υποδηλώσει κάθε πολιτική φυλετικού διαχωρισμού σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου.

Ο φυλετικός διαχωρισμός στη Νότιο Αφρική ξεκίνησε κατά την αποικιοκρατία. Ως επίσημη πρακτική θεσμοθετήθηκε μετά τις γενικές εκλογές του 1948, οπότε και ο πληθυσμός της χώρας χωρίστηκε σε φυλετικές κατηγορίες και οριοθετήθηκαν συγκεκριμένες περιοχές διαβίωσης για την κάθε φυλή, κάτι που οδήγησε σε βίαιες μετοικήσεις. Το 1970 καταργήθηκε η πολιτική εκπροσώπηση όσων δεν ήταν λευκοί και έγινε περιορισμός τους σε απομονωμένες «νησίδες γης», τα λεγόμενα εθνικά κρατίδια μπαντουστάν. Διακρίσεις υπήρχαν στον τομέα της εκπαίδευσης, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της διασκέδασης και άλλων δημοσίων παροχών και υπηρεσιών.

Εντός της επικράτειας που εφαρμοζόταν η πολιτική του απαρτχάιντ αναπτύχθηκε εσωτερική αντίσταση σε αυτήν και βία, ενώ και στο εξωτερικό υιοθετήθηκε μακροχρόνιο εμπάργκο κατά της Νοτίου Αφρικής. Κατά τη δεκαετία του '80, είχε ήδη διαμορφωθεί ισχυρό αντιπολιτευτικό ρεύμα, το οποίο δεν έχασε τη δυναμική του παρά την προσπάθεια μεταρρυθμίσεων στην πολιτική απαρτχάιντ. Το 1990, ο Πρόεδρος Φρεντερίκ ντε Κλερκ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για τη λήξη του απαρτχάιντ, με αποτέλεσμα τη διεξαγωγή δημοκρατικών εκλογών το 1994 με τη συμμετοχή όλων των εθνοτήτων, από τις οποίες εξελέγη το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο με ηγέτη τον Νέλσον Μαντέλα (Βλ. Νέλσον Μαντέλα ΕΔΩ). Ίχνη του απαρτχάιντ εντοπίζονται ακόμα, στη δεκαετία του 2010, στην κοινωνία και την πολιτική σκηνή της Νοτίου Αφρικής.


Ι. Πατρότητα του όρου

Η πατρότητα του όρου «απαρτχάιντ» αποδίδεται στον καθηγητή P. van Biljoen, ο οποίος το 1935 πρότεινε τον καθορισμό της νέας πολιτικής, η οποία θα βασιζόταν στον γεωγραφικό διαχωρισμό διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων ως επέκταση των φυλετικών διακρίσεων που υφίσταντο μέχρι εκείνη τη στιγμή.

ΙΙ. Γενικά στοιχεία και διαχωρισμός

Σύμφωνα με το απαρτχάιντ, η γεωγραφική θέση, η εθνικότητα και το κοινωνικό στάτους ενός ατόμου εξαρτιόταν από τη φυλή του. Επεκτεινόταν επίσης στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και γεωγραφική διαίρεση του νοτιοαφρικανικού εδάφους.

Διαχωριζόταν σε δυο κατηγορίες:
  • το μικρό απαρτχάιντ, που προστάτευε την καθημερινή ζωή των Λευκών από τη συναναστροφή τους με "μη-Λευκούς" και
  • το μεγάλο απαρτχάιντ, που αφορούσε τη διοικητική διαίρεση της χώρας σε διακριτές ζώνες, με βάση φυλετικά κριτήρια. Η πολιτική αυτή συνοδεύτηκε από μετατοπίσεις και ανασυντάξεις πληθυσμών "Μαύρων" σε εθνικούς θύλακες, οι οποίοι ονομάστηκαν μπαντουστάν.
O πληθυσμός χωριζόταν σε τέσσερις εθνικές κατηγορίες ιεραρχικά κατατμημένες:

Μια οικογένεια "Μιγάδων", τρεις γενεές.
ΚΛΙΚ για μεγέθυνση
Λευκοί
Πρόκειται κυρίως για τους απόγονους των Ευρωπαίων μεταναστών που έφτασαν στην περιοχή από το 1652, ανάμεσα στους οποίους διακρίνονται οι Αφρικάνερς, από τους οποίους προήλθε και η αφρικάανς, και οαγγλόφωνος πληθυσμός, κυρίως από το Ηνωμένο Βασίλειο. Ως τάξη, αντιπροσώπευαν περίπου το 21% του πληθυσμού της Νοτίου Αφρικής, όταν ξεκίνησε το απαρτχάιντ.

Ασιάτες
Πρόκειται για τους απόγονους των φτωχών εργατών της Ινδοκίνας, οι οποίοι ήταν γνωστοί με τον υποτιμητικό όρο κούληδες. Εργάζονταν από το 1860 στις περιοχές του Μαδράς και της Καλκούτα της Ινδίας, κυρίως σε φυτείες ζαχαροκάλαμων στο Νατάλ. Αντιπροσώπευαν τη δεκαετία του '50 λιγότερο από το 3% του πληθυσμού της περιοχής.

Έγχρωμοι (ή μιγάδες)
Διαχωρίζονταν αφενός στους πληθυσμούς που προήλθαν από επιμειξίες κατά τον 16ο και 17ο αιώνα μεταξύ Λευκών και Μαλάι, μουσουλμάνων σκλάβων ινδονησιακής καταγωγής, και αφετέρου μεταξύ Λευκών και Κχοϊκχόι, γνωστών με την ονομασία Οτεντότοι από το ολλανδικό Huttentut, που σημαίνει τραυλός, επειδή έτσι ακουγόταν η γλώσσα τους στους αποικιοκράτες. Αντιπροσώπευαν το 9% του πληθυσμού της Νοτίου Αφρικής το 1950.

Μαύροι (ή Μπαντού)
Αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 67% του νοτιοαφρικανικού πληθυσμού, αλλά επρόκειτο για τη λιγότερο αστικοποιημένη "κατηγορία", ευρισκόμενοι κυρίως στην ύπαιθρο. Χωρίζονται σε πολλές επιμέρους εθνότητες, από τις οποίες οι πιο σημαντικές είναι οι Ζουλού και οι Ξόσα.

ΙΙΙ. Ρίζες και θέσπιση του Απαρτχάιντ

Αν και το απαρτχάιντ ως πολιτική θεσπίστηκε το 1948, οι φυλετικές διακρίσεις στη Νότια Αφρική υφίσταντο για τουλάχιστον 3 αιώνες και προκλήθηκαν από το σύνθετο ιστορικό πλαίσιο, τους μύθους και τη μοναδικότητα της ιδιόμορφης πραγματικότητας της Νοτίου Αφρικής. Οι παλαιοί αποικιοκράτες έφτασαν στην περιοχή αυτή από τον 17ο αιώνα, "αποκήρυξαν" νωρίς το ευρωπαϊκό παρελθόν πίσω τους, είτε είχαν ολλανδικές είτε γερμανικές είτε γαλλικές ρίζες, και διεκδίκησαν την "αφρικανικότητά" τους.

Αυτή τους η διαφοροποίηση αντιτάχθηκε έναντι στην ολλανδική μητρόπολη, αλλά και σε σχέση με τους Βρετανούς αποικιοκράτες, οι οποίοι κατέφτασαν το 19ο αιώνα και διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τη μητέρα πατρίδα. Τελικά, καθοδηγήθηκε σε ένα εθνικιστικό κίνημα των Αφρικάνερς, το οποίο επηρεάστηκε από τη θρησκεία, τις ταλαιπωρίες και τον πόλεμο ενάντια στη Βρετανική Αυτοκρατορία, εκδήλωση του οποίου αποτέλεσε και η πολιτική του απαρτχάιντ.

Οι Αφρικάνερς δικαιολογούσαν το απαρτχάιντ ως θέλημα Θεού.
Stanley Uys
Συνεπώς, το απαρτχάιντ δεν μπορεί να θεωρηθεί μονάχα ως μια μορφή πρώιμου καλβινισμού, ούτε ένα προπύργιο της αποικιοκρατίας, ούτε μια τοπική έκφανση του ευρωπαϊκού φασισμού ή ναζισμού. Η ιδεολογία του έλκει τις ρίζες της από τη θεολογία και το δόγμα της "λύτρωσης μέσω πίστης" των αποικιοκρατών. Κέντρο της καλβινιστικής διδασκαλίας είναι η παντοδύναμη κυριαρχία του Θεού και η προκαθορισμένη από αυτόν πορεία των ανθρώπων: κάποιοι θα λυτρώνονταν και θα πήγαιναν στον παράδεισο, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Οι δεύτεροι ήταν φυσικό να θεωρούνται "κατώτεροι" των πρώτων, τους οποίους θα έπρεπε να υπακούν. Η σωτηρία της ψυχής θα ήταν επιτεύξιμη μόνο με την πίστη. Οι Μπόερς αφομοιώθηκαν εξίσου εύκολα εντός των "εκλεκτών" και μεγάλος αριθμός τους μέχρι την κατάργηση του απαρτχάιντ πίστευαν ότι ο Θεός τους είχε δώσει τη Νότια Αφρική, όπως στη Βίβλο έδωσε τη Χαναάν στους Ισραηλίτες, εξομοιώνοντας τους Μαύρους με τους Χαναναίους.

Η νίκη του Εθνικού Κόμματος της Νοτίου Αφρικής το 1948 εξέφρασε τη νίκη των Αφρικάνερς έναντι στην αγγλοσαξονική πολιτιστική αλλοτρίωση. Το ζήτημα δεν ήταν πλέον η προάσπιση της ταυτότητας των Αφρικάνερς, αλλά η προστασία των Λευκών της Νοτίου Αφρικής από την απειλή της δημογραφικής ισχύος των Αφρικανών, κάτι που έγινε γνωστό ως "Μαύρη Απειλή", στα αφρικάανς Swaart Gevaar. Ως αντίμετρο στην απειλή αυτή, οι Αφρικάνερς ανέπτυξαν το σύστημα του απαρτχάιντ, το οποίο, σύμφωνα με τους ίδιους, ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν ως εθνική ομάδα και να προφυλάξουν τα κοινωνικά τους συμφέροντα. Επίσης, παρουσιάστηκε ως ένα μέτρο δικαιοσύνης και ισότητας, το οποίο θα επέτρεπε στην κάθε φυλετική ομάδα που απάρτιζε τη νοτιοαφρικανική κοινωνία να ξεχωρίσει ως διακριτή εθνότητα. Πολλοί εθνικιστές Αφρικάνερς πρέσβευαν ότι το απαρτχάιντ θα έδινε ευκαιρίες στους Μαύρους, ευκαιρίες που δε θα είχαν διαφορετικά, αν υποχρεώνονταν σε έναν ίσοις όροις ανταγωνισμό με τους Λευκούς σε μια ενοποιημένη κοινωνία. Ωστόσο, ουδέποτε ελήφθησαν υπόψη οι ανάλογες προσδοκίες του μαύρου πληθυσμού της Νοτίου Αφρικής. Το απαρτχάιντ επιβλήθηκε στις ομάδες αυτές μέσω της έννοιας Βaasskap: της κυριαρχίας του "λευκού αφέντη".

Ο λευκός άνθρωπος θα πρέπει να είναι πάντοτε ο κυρίαρχος.
Γιοχάνες Στράιντομ, Πρωθυπουργός της Νοτίου Αφρικής (1954-1958)
Από τη δεκαετία του '70, οι Αφρικάνερς δεν έχουν πλέον το φόβο να χάσουν την εθνική τους ταυτότητα, καθώς βρίσκονται σε ένα κράτος πλέον στρατιωτικά και οικονομικά ισχυρό. Οι διακρίσεις και ο κοινωνικός διαχωρισμός δεν τεκμηριώνονται πλέον με ιδεολογικά, αλλά οικονομικά και πολιτικά κριτήρια, την κυριαρχία του καπιταλισμού και την πάταξη του κομμουνισμού. Ανάλογος με τον όρο Μαύρη Απειλή, ήταν ο όρος Κόκκινη Απειλή (αφρικάανς Rooi Gevaar).

1. Ιστορικό και χρονικό πλαίσιο στη Νότια Αφρική
Η Νότια Αφρική είναι μια περιοχή μεγάλης ποικιλομορφίας εθνικής και πολιτιστικής, η οποία έχει προκύψει από μια σύνθετη προϊστορία.

Πριν την έλευση των Ευρωπαίων, οι αφρικανικοί λαοί που ζούσαν στο νότιο μέρος της Αφρικής διέφεραν λόγω των φυσικών τους χαρακτηριστικών, της γλώσσας και του τρόπου ζωής τους. Πιο διακριτές και μεγάλες ομάδες ήταν οι μπαντού, οι Κχοϊκχόι και οι Βουσμάνοι.

Τον 17ο αιώνα, οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Αποικία του Ακρωτηρίου (αργότερα Αποικία του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας), η οποία κατοικήθηκε σταδιακά από αποίκους των Κάτω Χωρών, της Γερμανίας και της Σκανδιναβίας.

Οι απόγονοι των πρώτων αυτών κατοίκων είναι οι Μπόερς, οι οποίοι εν συνεχεία αποκαλούνταν Αφρικάνερς, προκειμένου να υποδηλώσουν την εθνική τους ταυτότητα (Λευκοί) και τη θρησκεία τους (Καλβινισμός). Ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Κατά την ολλανδική περίοδο, στην αποικία μεταφέρονταν χιλιάδες σκλάβοι από τη Μαδαγασκάρη και την Ινδονησία. Οι "μιγάδες", λοιπόν, προήλθαν από επιμειξίες διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων.

Στα τέλη του 18ου αιώνα, οι Άγγλοι αρχίζουν να αποικίζουν τη Νότιο Αφρική. Το 1814, η Αποικία του Ακρωτηρίου περνάει υπό τον έλεγχο του Ηνωμένου Βασιλείου και τα αγγλικά γίνονται επίσημη γλώσσα το 1822, αντικαθιστώντας τα ολλανδικά. H δουλεία καταργείται το 1833 κι έτσι είναι η απαρχή του Μεγάλου Ταξιδιού: της μετανάστευσης χιλιάδων Μπόερς στην ενδοχώρα, γνωστού στα αφρικάανς και στα ολλανδικά ως Groot Trek ή Grote Trek.

Μετά την ανακάλυψη χρυσού και διαμαντιών κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αυξάνεται και η ευρωπαϊκή και η αφρικανική μετανάστευση. Δεκάδες χιλιάδες Ινδοί και Κινέζοι εργάτες καταφτάνουν στην περιοχή για να δουλέψουν στα ορυχεία ή σε γεωργικές δραστηριότητες.

2. Η ανάπτυξη του εθνικισμού
Λίζι Βαν Ζιλ, ένα παιδί των Μπόερς που 
κλείστηκε και πέθανε στο βρετανικό 
στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπλουμφοντέιν
κατά τον Πόλεμο των Μπόερς
ΚΛΙΚ για μεγέθυνση
α) Πόλεμος των Μπόερς
Ο Πόλεμος των Μπόερς (1899-1902) είναι το δεύτερο ιστορικό γεγονός μετά το Μεγάλο Ταξίδι, που αποκρυσταλλώνει το εθνικιστικό φρόνημα των Αφρικάνερς. Η ενθύμηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, όπου σκοτώθηκαν πάνω από 26.000 μπόερς, της τακτικής της καμένης γης από τους Βρετανούς και της προσάρτησης περιοχών που παλαιότερα ανήκαν σε αυτούς έτρεφε την επιθυμία για εκδίκηση έναντι των Άγγλων. H δημογραφική καταρράκωση του πληθυσμού από τους πολέμους, αλλά και η ακόλουθη συρροή χιλιάδων Αφρικανών και Ασιατών εργατών, συνιστούσαν μια απειλή για τους Αφρικάνερς, οι οποίοι φοβούνταν μεγάλες δημογραφικές και πολιτικές αλλαγές.

Εξάλλου, η κυριαρχία των Άγγλων και η απαγόρευση να διδάσκονται τα αφρικάανς προκάλεσε την ίδρυση πολλών ιδιωτικών σχολείων από τους ίδιους τους Αφρικάνερς, κάτι το οποίο καλλιέργησε μια συλλογική ταυτότητα με κοινά στοιχεία τη γλώσσα αφρικάανς, την καλβινιστική πίστη και την ερμηνεία της ιστορίας με ημι-θρησκευτικό τρόπο.

Αυτά τα παιδιά της φύσης (οι Αφρικανοί) δεν έχουν την εσωτερική σκληρότητα και επιμονή των Ευρωπαίων, ούτε τα κοινωνικά και ηθικά κίνητρα για πρόοδο, όπου βασίστηκε η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Γιαν Σματς
To 1910, δημιουργείται η Ένωση της Νότιας Αφρικής, η οποία και εισέρχεται στην Κοινοπολιτεία των Εθνών. Οι πρώτοι νόμοι υπέρ των διακρίσεων σε εθνικό επίπεδο εμφανίστηκαν το 1913 και το 1923 (Native Land Act, Native Urban Act), αλλά δεν εντάσσονταν σε ένα ενιαίο πρόγραμμα, παρά αποτελούσαν απάντηση στην αλληλοδιείσδυση μεταξύ Λευκών και Μαύρων. Θεωρούνταν ένα προσωρινό μέτρο, χωρίς μακροχρόνιο ορίζοντα.

Κατά τα έτη 1914-1915, υπήρξε μια αντίθεση από Μπόερς αξιωματούχους για τη συμμετοχή ή όχι της χώρας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο θάνατος ενός από αυτούς προκάλεσε εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης, η οποία πολιτικά προκάλεσε την ενδυνάμωση του νεοσύστατου Εθνικού Κόμματος, με ηγέτη τον πολιτικό Τζέιμς Χέρτζογκ.

Η πρώτη επίσημη σημαία της Νότιας Αφρικής
ΚΛΙΚ για μεγέθυνση
β) Αδελφότητα των Αφρικάνερς
Το 1918, ιδρύεται στο Γιοχάνεσμπουργκ η Αδερφότητα των Αφρικάνερς (Afrikaner Broederbond, αρχικά Jong Suid Afrika), μια ελευθεροτεκτονικού τύπου αδελφότητα, με σκοπό την προστασία των μελών της κοινότητάς τους με την ανάκτηση των δικαιωμάτων που έχασαν το 1902, στο τέλος του Δεύτερου Πολέμου των Μπόερς. O σύνδεσμος αυτός αρχικά προσέλκυσε στις τάξεις του καλβινιστές ιερείς, εργάτες στους σιδηροδρόμους και αστυνομικούς και διατηρούσε χαρακτήρα σεκταριστικό. 6 χρόνια αργότερα, είχε εξελιχθεί και επεκταθεί σε μια ελευθεροτεκτονική μυστική οργάνωση, η οποία είχε στρατολογήσει έναν αυξανόμενο αριθμό δασκάλων, καθηγητών, πανεπιστημιακών και πολιτικών.

Η Αδελφότητα τίθεται υπέρμαχος της αφρικάανς και των συμφερόντων των Αφρικάνερς υπέρ όλων των υπολοίπων εθνοτήτων της Νότιας Αφρικής και η προάσπιση της εθνικής αυτής ταυτότητας γίνεται "ιερή αποστολή", η οποία θα θριαμβεύσει με τη μαζική κινητοποίηση όλων των Αφρικάνερς. Σταδιακά, πάνω σε αυτό το δόγμα θα στηριχθεί η ανάπτυξη της πολιτικής του απαρτχάιντ. Είναι γεγονός ότι από το 1948 και μετά όλοι οι πρόεδροι και οι πρωθυπουργοί της Νοτίου Αφρικής ανήκαν στην Αδελφότητα.

Το 1925, υπό την κυβέρνηση του Εθνικού Κόμματος και του Τζέιμς Χέρτζογκ, τα αφρικάανς αντικαθιστούν τα ολλανδικά και αναγνωρίζονται ως επίσημη γλώσσα μαζί με τα αγγλικά. Το 1927, η χώρα αποκτά την πρώτη της επίσημη σημαία, καρπό μιας συμφωνίας μεταξύ αγγλόφωνων και αφρικάνερς, και τον εθνικό ύμνο Die Stem van Suid Afrika, Το Κάλεσμα της Νότιας Αφρικής.

Την περίοδο πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (Βλ. Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ΕΔΩ), αναδύονται κάποια εξτρεμιστικά εξωκοινοβουλευτικά κινήματα, κάποια από τα οποία είχαν επηρεαστεί από το ναζισμό και ήθελαν να εκμεταλλευτούν το διάχυτο εθνικισμό της εποχής εκείνης. Απ' την πλευρά του, το 1940 το Εθνικό Κόμμα σχίζεται στα δυο, καθώς η πλευρά που πρόσκειται στον Τζέιμς Χέρτζογκ αυτονομείται και δημιουργεί ανεξάρτητο κόμμα, το Κόμμα των Αφρικάνερς, εκφράζοντας μια πιο φιλελεύθερη άποψη και δεκτική σε μια προσέγγιση με τους αγγλόφωνους.

Το 1948, η νίκη του Εθνικού Κόμματος θεωρείται ως νίκη της Αδερφότητας των Αφρικάνερς. Ο κίνδυνος της κυριαρχίας των Άγγλων έχει πλέον αποφευχθεί και έχει πραγματοποιηθεί η ενότητα όλων των Αφρικάνερς. Ωστόσο, παραμένει η Μαύρη Απειλή (Swaartgevaar), όπως προαναφέρθηκε. Ο κίνδυνος πλέον δεν είναι η προστασία από τους Άγγλους, αλλά η προστασία όλων των Λευκών (αγγλόφωνοι, αφρικάνερς, πορτογαλόφωνοι) από την απειλή της μεγάλης αφρικανικής μάζας.

3. Διαχωρισμοί πριν το 1948
Οι φυλετικοί διαχωρισμοί υπήρχαν πριν καν τη δημιουργία της Ένωσης της Νότιας Αφρικής. Από το 17ο αιώνα, ο περιορισμός των μη-Λευκών στις αγροτικές ζώνες του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας ή της επαρχίας Νατάλ, όπως και στα βιομηχανικά κέντρα, πήγαζαν από την επιθυμία να μειωθεί η κοινωνική παραβατικότητα των Αφρικανών παρά να ελεγχθεί η διαθεσιμότητα εργατικών χεριών. Το 1894, η νομοθετική συνέλευση της επαρχίας του Ακρωτηρίου ψηφίζει νόμο, που καθορίζει την υποχρεωτική γεωγραφική οριοθέτηση περιοχών για το μαύρο πληθυσμό της αποικίας του Ακρωτηρίου.

Μετά το τέλος του Πολέμου των Μπόερς, οι θεωρίες του κοινωνικού δαρβινισμού και του επιστημονικού ρατσισμού υιοθετούνται από μεγάλο αριθμό διανοουμένων της εποχής και, με επιχείρημα την ανωτερότητα των Λευκών, μια από τις προτάσεις περιλάμβανε τη δημιουργία περιοχών όπου θα διέμεναν μόνο ιθαγενείς σε όλη τη Νότια Αφρική. Οι πρακτικές του απαρτχάιντ ίσως να χρονολογούνται και από την πρωταρχική μάλιστα εγκατάσταση των Ολλανδών στην περιοχή το 1652.

α) Φυλετικές απαγορεύσεις
Η πρώτη κυβέρνηση της Ένωσης της Νότιας Αφρικής, με πρωθυπουργό τον Αφρικάνερ Λουί Μπότα, εφάρμοσε τους λεγόμενους Pass-laws και τους αποικιακούς βρετανικούς νόμους με βάση το χρώμα του δέρματος (Colour Bar), που καθόριζαν τις διαφυλετικές σχέσεις στις παλαιές νοτιοαφρικανικές αποικίες.

Από το 1911, ο Νόμος Περί Ρύθμισης της Εργασίας των γηγενών (Native Labour Regulation Act) καθορίζει τις συνθήκες εργασίας για τους γηγενείς σε εθνικό επίπεδο, ενώ ο Νόμος Περί Εργασίας και Ορυχείων (Mines and Work Act) εγκαθιδρύει τα πρώτα φυλετικά εμπόδια στο χώρο εργασίας.

Το 1913, ο Νόμος Περί Ιδιόκτητης Γης των γηγενών (Native Land Act) απαγορεύει στους Αφρικανούς να κατέχουν εκτάσεις γης εκτός των προκαθορισμένων εκτάσεων. Μόνο το 7% της συνολικής έκτασης της χώρας αποδίδεται στους Μαύρους. Ο νόμος αυτός προκάλεσε τη δήμευση εκτάσεων πολυάριθμων ανεξάρτητων Μαύρων γεωργών και την εγκαθίδρυση ενός αγροτικού προλεταριάτου.

Το 1923, ο Νόμος Περί Αστικών Περιοχών των γηγενών (Native Urban Areas Act) εισάγει τον αστικό (οικιστικό) διαχωρισμό.

Το 1936, τίθεται σε εφαρμογή ο Νόμος Περί Αντιπροσώπευσης των γηγενών (Representation of Natives Act), o οποίος θέτει υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα ψήφου των Μαύρων στην Επαρχία του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Δημιουργείται ξεχωριστός εκλογικός κατάλογος για όλους τους Μιγάδες της Νότιας Αφρικής, οι οποίοι μπορούν να εκλέξουν τέσσερις γερουσιαστές, ενώ οι Μαύροι του Ακρωτηρίου τρεις βουλευτές, οι οποίοι πρέπει να είναι υποχρεωτικώς Λευκοί. Εν τέλει, το 1942 απαγορεύονται και οι απεργίες από Μαύρους.

Οι στρατηγοί Λουί Μπότα και Γιαν Σματς 
το 1917
Οι νόμοι αυτοί συνάδουν με το οικονομικό και πραγματιστικό πνεύμα των φυλετικών απαγορεύσεων. Η εφεξής ρατσιστική πολιτική των κυβερνήσεων δεν παρουσιάζεται ως πάγια, αλλά περισσότερο ως κάτι προσωρινό. Εξάλλου, ο πρωθυπουργός Γιαν Σματς δηλώνει ότι «πολιτικά δικαιώματα μπορούν να έχουν όλοι οι "πολιτισμένοι" άνθρωποι ανεξαρτήτως φυλής», κάτι που άνοιγε ως προοπτική την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων για όλους τους κατοίκους της Νοτίου Αφρικής. Τα πάντα θεωρούνταν πιθανά, όπως το αποδεικνύει η έκθεση της Επιτροπής Φάγκαν, που παρουσιάστηκε την επαύριο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Έχοντας σχηματιστεί κατ' εντολή της κυβέρνησης Σματς, η αναφορά υποστήριζε τη χαλάρωση του φυλετικού διαχωρισμού, με την κατάργηση των περιοχών περιορισμού των εθνοτήτων και του αυστηρού ελέγχου των εργατών μεταναστών.

Ο πρωθυπουργός Σματς ενέκρινε τα αποτελέσματα της έρευνας της επιτροπής, ωστόσο αντιτάχθηκε το Εθνικό Κόμμα, το οποίο πρόβαλε τη δική του έκθεση (Επιτροπή Σάουερ), η οποία πρόβαλε τα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα και προωθούσε μέτρα φυλετικού διαχωρισμού παρόμοια με την πολιτική που ακολούθησαν αρχικά ΗΠΑ και Καναδάς για τους Ινδιάνους, καθώς και η Αυστραλία για τους Αβορίγινες και η Νέα Ζηλανδία για τους Μαορί.

Το 1946, το Εργατικό Κόμμα της Νοτίου Αφρικής υιοθέτησε μια καινοτόμο μη-ρατσιστική πολιτική εντός του κλίματος της εποχής (Τέλος Β' Παγκοσμίου Πολέμου), απαιτώντας "την αναγνώριση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το δικαίωμα στην εργασία, στην ελεύθερη εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση και την κατάργηση των προσωπικών συμβάσεων εργασίας" και συνηγορώντας στη χορήγηση περισσότερων εκτάσεων στους γηγενείς, καλύτερων συνθηκών διαβίωσης και κοινωνικής πρόνοιας, προτείνοντας παράλληλα την αντικατάσταση των μπαντουστάν των γηγενών με πόλεις ξεκάθαρα ρυμοτομημένες και δημοκρατική διοίκηση από τους κατοίκους τους. Το Εργατικό Κόμμα επίσης αντιτάχθηκε στο Νόμο Περί Εργασίας και Ορυχείων, ζητώντας την αναγνώριση των συνδικάτων των Μαύρων, ίσους μισθούς και ίση εργασία και τη δυνατότητα επαγγελματικής κατάρτισης. Λόγω του καινοτόμου αυτού προγράμματός τους, το Εργατικό Κόμμα καταποντίστηκε εντελώς στις Γενικές Εκλογές του 1948.

Το 1948, η Αδελφότητα των Αφρικάνερς πήρε υπό τον έλεγχό της το Γραφείο Φυλετικών Ζητημάτων της Νοτίου Αφρικής (αγγλ. South African Bureau of Racial Affairs -SABRA) κι έτσι ολοκληρώθηκε ο πλήρης φυλετικός διαχωρισμός βάσει του δόγματος του απαρτχάιντ.

Πορεία διαμαρτυρίας το 1913, οργανωμένη από τον 
Γκάντι (Τρανσβάαλ)
β) Αντίσταση
Οργανώνεται αντίσταση στους θεσμοθετημένους φυλετικούς διαχωρισμούς και στις καθημερινές διακρίσεις. Ο Γκάντι (Βλ. Γκάντι ΕΔΩ) καθοδηγεί ειρηνικές κινήσεις διαμαρτυρίας από πλευράς της τάξης των Ινδών. Ιδρύονται πολυάριθμοι σύνδεσμοι: η Οργάνωση του Αφρικανικού Λαού (African People’s Organisation, 1902), το Εθνικό Κογκρέσο Γηγενών Νοτιοαφρικανών (South African Native National Congress, 1912), το οποίο έγινε το 1923 το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, και ο Σύνδεσμος Νεολαίας (1944).

Το συνδικάτο της Βιομηχανικής Εμπορικής Ένωσης, το οποίο ιδρύθηκε το 1919, οργανώνει απεργίες προς προάσπιση των δικαιωμάτων των Μαύρων εργατών, κινούμενο από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Νοτίου Αφρικής, που ιδρύθηκε το 1921.


IV. Η εφαρμογή του απαρτχάιντ

Τον Ιούνιο του 1948, το Εθνικό Κόμμα ανεβαίνει στην εξουσία και θέτει σε εφαρμογή επίσημα την πολιτική του απαρτχάιντ, μια πολιτική πολύ πιο ακριβή, συμπαγή, μόνιμη και αμετάβλητη από το παλαιότερο σκεπτικό των φυλετικών εμποδίων (Colour Bar).
Ταμπέλα σε παραλία του Ντέρμπαν που επέτρεπε την είσοδο μόνο σε Λευκούς, γραμμένη σε αγγλικά, αφρικάανς και ζουλού
O στόχος της πολιτικής αυτής ήταν να διασφαλίσει επίσημα και θεσμικά τη διακριτή ανάπτυξη των φυλετικών κοινοτήτων, χωρίς η μια να εκμεταλλεύεται την άλλη, σύμφωνα με το θεωρητικό Χέντρικ Φέρβερντ, τον αποκαλούμενοπατέρα και αρχιτέκτονα του Απαρτχάιντ. Σταδιακά, ο διαχωρισμός μεταξύ των Αφρικάνερς και των υπολοίπων Λευκών σταμάτησε να υφίσταται. Οι διαφυλετικοί γάμοι μεταξύ Μαύρων και Λευκών απαγορεύονταν.

Πέρα από το διαχωρισμό των 4 εθνικών κατηγοριών που αναπτύχθηκε παραπάνω (Λευκοί, Κούληδες, Μιγάδες, Μπαντού), θεσπίστηκαν νομοθετικά κείμενα για την κατοικία, την εκπαίδευση, τη μετακίνηση των ατόμων, την εργασία και οτιδήποτε άλλο ενέπιπτε στην κοινωνική ζωή του πληθυσμού. Από το 1953, τέθηκε σε ισχύ και ο νόμος που αφορούσε την πρόσβαση σε υπηρεσίες και δημόσιους χώρους, με αποτέλεσμα ταμπέλες με την επιγραφή "Μόνο Λευκοί" να υπάρχουν σε όλη τη Νότια Αφρική.

To 1956, o διάδοχος του Ντανιέλ Φρανσουά Μαλάν, Γιοχάνες Στράιντομ, κατάργησε το δικαίωμα ψήφου των "έγχρωμων" κατοίκων της Επαρχίας του Ακρωτηρίου, Μιγάδων και Μαύρων.

Δημιουργήθηκαν εθνικά κρατίδια, τα λεγόμενα Μπαντουστάν, στη θέση των παλαιών περιοριστικών τομέων της παλαιάς νομοθεσίας. Οικονομικά ελάχιστα επιβιώσιμα και αποτελώντας μονάχα το 13% του συνολικού εδάφους της χώρας, τα Μπαντουστάν περιέκλειαν ολόκληρους πληθυσμούς σε απομονωμένες νησίδες γης, ως επί το πλείστον στερημένες από φυσικό πλούτο και βιομηχανία, χωρίς πρόσβαση στο διεθνές εμπόριο. H επιφανειακή αυτή "ανεξαρτησία" κάποιες φορές βόλευε τους ντόπιους άρχοντες.

Μόνο οι Λευκοί απολάμβαναν δημοκρατικό πολίτευμα και αργότερα, το 1984, ένα μικρό ποσοστό Ινδών και Μιγάδων.

1. Νόμοι του απαρτχάιντ
Παρακάτω βρίσκονται κάποιοι από τους νόμους που θεσπίστηκαν κατά το απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική κυρίως μεταξύ των ετών 1945-1990:
  • Νόμος απαγόρευσης των μεικτών γάμων (1949)
  • Νόμος ανηθικότητας (1950), που τιμωρούσε τη σεξουαλική επαφή μεταξύ Λευκών και μη-Λευκών.
  • Νόμος κατηγοριοποίησης του πληθυσμού ανάλογα με τη φυλή τους (1950)
  • Νόμος καταστολής του κομμουνισμού (1950), που επέτρεπε στην κυβέρνηση να απαγορεύσει την ύπαρξη κομουνιστικού πολιτικού κόμματος.
  • Νόμος ξεχωριστών κατοικιών (27 Απριλίου 1950), που καθόριζε τις αστικές ζώνες κατοίκησης μες στην πόλη
  • Pass Laws (1952), οι οποίοι υποχρέωναν τους Μαύρους άνω των 16 ετών να έχουν πάντοτε μαζί τους ένα έγγραφο σαν πάσο/διαβατήριο, που όριζε αν είχαν κυβερνητική άδεια να βρίσκονται σε συγκεκριμένες συνοικίες.
  • Νόμος για ξεχωριστή χρήση των δημοσίων χώρων (1953), π.χ. δημόσιες τουαλέτες, πλατείες, σιντριβάνια κ.ά.
  • Νόμος για την εκπαίδευση Μπαντού (1953), που αφορούσε το σχολικό πρόγραμμα των Μαύρων.
  • Απαγόρευση των απεργιών στους Μαύρους εργάτες και της παθητικής αντίστασης (1953).
  • Νόμος μετεγκατάστασης γηγενών πληθυσμών (1954), που επέτρεπε την εκδίωξη Μαύρων που ζούσαν σε περιοχές που είχαν αποδοθεί στους Λευκούς.
  • Νόμος περί Εργασίας και Ορυχείων (1956), που επισημοποιούσε τις φυλετικές διακρίσεις στο χώρο εργασίας.
  • Νόμος προώθησης αυτόνομων Μαύρων κυβερνήσεων, κατά τον οποίο δημιουργήθηκαν μπαντουστάν υπό διοίκηση μη-Λευκών.
  • Νόμος περί ιθαγένειας των Μαύρων, που αφαιρούσε τη νοτιοαφρικανική ιθαγένεια από τους Μαύρους που ζούσαν στα μπαντουστάν.
  • Διάταγμα περί αφρικάανς (1974), το οποίο υποχρέωνε όλα τα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να διδάσκουν στην αφρικάανς τα μαθηματικά, τις κοινωνικές επιστήμες, ιστορία και γεωγραφία.
  • Νόμος απαγόρευσης της επαγγελματικής κατάρτισης των Μαύρων (1976)
"Χρήση μόνο από Λευκούς". 
Δίγλωσση επιγραφή στα αγγλικά και αφρικάανς, 
στο πλαίσιο του φυλετικού διαχωρισμού 
του απαρτχάιντ
ΚΛΙΚ για μεγέθυνση
2. Ανάπτυξη και διεθνής καταδίκη του απαρτχάιντ
Το απαρτχάιντ προκάλεσε οργή και απογοήτευση στους Μαύρους και άλλες μειονοτικές ομάδες, οι οποίοι βρήκαν βήμα έκφρασης μέσα από το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, αλλά και σε ορισμένους φιλελευθεριστέςΛευκούς, οι οποίοι αντιπροσωπεύονταν από το Δημοκρατικό Κόμμα της χώρας.

Η κυβέρνηση αντιδρούσε με βίαιο συχνά τρόπο: οι διαμαρτυρόμενοι καταδικάζονταν και φυλακίζονταν.

Οι πρώτες εκστρατείες αντίθεσης στην εφαρμογή του απαρτχάιντ χρονολογούνται το 1952. Το 1955, στο Κλιπτάουν, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, το Κομουνιστικό Κόμμα, οι Δημοκρατικοί και άλλα κινήματα διαμαρτυρίας υιοθέτησαν μια χάρτα δικαιωμάτων, με την οποία θα καταργούνταν όλες οι φυλετικές διακρίσεις στη Νότια Αφρική, θα εγκαθίστατο δημοκρατικό καθεστώς και ένα πολιτικό πρόγραμμα αγροτικής και σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης (κατώτατο όριο μισθών, 44ωρο εργασίας την εβδομάδα, κοινωνική ασφάλιση κλπ.). 156 άτομα (105 Μαύροι, 21 Ινδοί, 23 Λευκοί και 7 Μιγάδες) συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία, ότι σχεδίαζαν την ανατροπή της κυβέρνησης με τη βία και την εγκαθίδρυση κομουνιστικού καθεστώτος. Η ποινή για εσχάτη προδοσία ήταν θάνατος.

Στις 29 Μαρτίου 1961, η νοτιοαφρικανική δικαιοσύνη αποφαίνεται την αθώωση όλων των συλληφθέντων.

Το κίνημα εναντίον του απαρτχάιντ διαιρείται το 1959, όταν οι ριζοσπαστικοί εγκαταλείπουν το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και ιδρύουν το Παναφρικανικό Κογκρέσο, αργότερα γνωστό ως Παναφρικανικό Κογκρέσο της Αζανίας.

Μετά τη σφαγή της Σάρπβιλ, όπου δεκάδες ειρηνικοί διαδηλωτές κατά του απαρτχάιντ σφαγιάστηκαν στις 21 Μαρτίου 1960, χιλιάδες Μαύροι Νοτιοαφρικανοί κατέστρεψαν το "πάσο" τους, η κυβέρνηση κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στις 8 Απριλίου 1960 και απαγορεύτηκε η λειτουργία στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και στο Παναφρικανικό Κογκρέσο, θέτοντας σε ισχύ το νόμο περί καταστολής του κομμουνισμού. Σε διεθνές επίπεδο, φθίνει το στάτους της Νοτίου Αφρικής για πρώτη φορά, καθώς τίθεται εκτός από την Κοινοπολιτεία των Εθνών, Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, την UNESCO και τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας.

To 1961, ιδρύθηκε το Δόρυ του Έθνους (Umkhonto we Sizwe), το στρατιωτικό παρακλάδι του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, και εισήγαγε εκστρατεία σαμποτάζ. Οι πρώτες επιθέσεις αφορούσαν κυβερνητικά κτίρια, αλλά γρήγορα οι αρχηγοί του κινήματος συνελήφθησαν τον Ιούνιο του 1963 στη Ριβονία, προάστιο του Γιοχάνεσμπουργκ, και καταδικάστηκαν σε ισόβια το 1964, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Νέλσον Μαντέλα.

Κάποιος εκσυγχρονισμός των βασικών εννοιών της πολιτικής του απαρτχάιντ πραγματοποιήθηκε μετά τη δολοφονία του Χένρικ Φέρβερντ το 1966 από τον Δημήτρη Τσαφέντα, Έλληνα από τη Μοζαμβίκη. Η ιδεολογία του απαρτχάιντ συνεχώς από τότε εκμοντερνιζόταν. Έμφαση δε δινόταν στην προάσπιση μόνο των Αφρικάνερς, αλλά όλων των Λευκών της Νοτίου Αφρικής, σε μια προσπάθεια να ενσωματωθούν οι ευρωπαϊκές πληθυσμιακές ομάδες της χώρας, οι οποίες δεν πρέσβευαν "το ιστορικό δικαίωμα και καθήκον να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στη Νότια Αφρική": γι' αυτούς οι Μαύροι δεν ήταν πλέον κατώτεροι, αλλά διαφορετικοί. Ακολούθησε μια πολιτική στρατηγική προσέγγισης των Μιγάδων, των Ινδών και των Ασιατών της χώρας, με την ίδρυση κοινοβουλευτικών σωμάτων για καθεμιά από τις φυλετικές αυτές ομάδες, το 1984.

Από την άλλη πλευρά, οι εκφραστές του απαρτχάιντ στο διπλωματικό τομέα, βασιζόμενοι στην προάσπιση των δυτικών αξιών στην Αφρική και στην πάταξη του αθεϊστικού κομμουνισμού, προχώρησαν σε μια αποσταθεροποίηση των γειτόνων τους, προκειμένου να αποσοβήσουν τον κίνδυνο επέκτασης μαρξιστικού καθεστώτος στην Αφρική, υποστηριζόμενο από την Κούβα, την Κίνα ή τη Σοβιετική Ένωση (Ανγκόλα και Μοζαμβίκη από το 1975).

α) Εμπάργκο και κυρώσεις από τον ΟΗΕ
Αν κατά τη δεκαετία του '70, οι Αφρικάνερς δεν είχαν πλέον το φόβο να χάσουν την εθνική τους ταυτότητα, ο φόβος αυτός επανήλθε κατά τη δεκαετία του '80 λόγω τριών παραγόντων:
  • της αύξησης των εσωτερικών διαμαχών με τους Μαύρους από το 1976.
  • της αυξανόμενης αντίθεσης των Αφρικάνερς ιερέων, καθώς η τοπική ολλανδική μεταρρυθμιστική εκκλησία καταδίκασε το απαρτχάιντ το 1986.
  • της διεθνούς καταδίκης της Νοτίου Αφρικής για την πολιτική του απαρτχάιντ. Το 1973, ένα ψήφισμα από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αναγνώριζε το απαρτχάιντ ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Λεωφορείο στο Λονδίνο με το σύνθημα 
"Boycott Apartheid".
ΚΛΙΚ για μεγέθυνση
Η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση, σε εμπάργκο από τη δεκαετία του '70, ανέπτυξε ένα σύστημα παράκαμψης των οικονομικών και βιομηχανικών κυρώσεων, βασιζόμενη στη διεθνοποίηση μεγάλων οικονομικών και βιομηχανικών κεφαλαίων, μέσω των λεγόμενων offshore επενδύσεων και επαφών με πολιτικο-στρατιωτικούς συνέταιρους, όπως το Ισραήλ και η Ταϊβάν.

Από το 1976 και την εξέγερση του Σοβέτο, η χώρα αποτελεί θέατρο πολιτικής βίας και αστυνομικής καταστολής στα μπαντουστάν: έπειτα από πολύμηνες ταραχές, ο φόρος αίματος φτάνει τους 600 νεκρούς. Το κίνημα βάσης της Μαύρης Συνείδησης μένει ακέφαλο με το θάνατο του αρχηγού του, Στίβεν Μπίκο, από εγκεφαλικές κακώσεις, μετά από ξυλοδαρμό από αστυνομικούς του καθεστώτος απαρτχάιντ (12 Σεπτεμβρίου 1977), κάτι που οδήγησε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να επιβάλει κυρώσεις για πρώτη φορά στη Νότια Αφρική, υιοθετώντας εμπάργκο στην αγορά πολεμικού εξοπλισμού. Το 1961, η Νότιος Αφρική είχε ήδη υποχρεωθεί να αποσυρθεί από τη Βρετανική Κοινοπολιτεία, ενώ ακολούθησαν το 1984 και 1985 οικονομικές κυρώσεις από τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία.

β) Μέθοδοι κυβέρνησης και ανταρτών
Οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας είχαν προσλάβει επιστήμονες για ένα πρόγραμμα μείωσης της γονιμότητας των Μαύρων γυναικών, μέσω μιας ουσίας που διαχεόταν στο νερό ή κάποιου είδους ένεσης. Εξάλλου, το καθεστώς του απαρτχάιντ ωθούσε τις μαύρες γυναίκες σε αντισύλληψη και έλεγχο των γεννήσεων, με αποτέλεσμα στα τέλη της δεκαετίας του '80 ο μέσος όρος παιδιών ανά μαύρη οικογένεια στη Νότια Αφρική να έχει πέσει από 6 σε 4,6, το χαμηλότερο ποσοστό εκείνη την περίοδο στην υποσαχάρια Αφρική. Ωστόσο, βάσει δημογραφικών, ιστορικών και ανθρωπολογικών στοιχείων και πηγών, υποστηρίζεται ότι οι μαύρες της Νοτίου Αφρικής είχαν ανάγκη τον οικογενειακό προγραμματισμό, αμφισβητώντας την εφαρμογή της πρακτικής αυτής για ρατσιστικούς λόγους.

Από την πλευρά του, το στρατιωτικό τμήμα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, το Δόρυ του Έθνους (Umkhonto we Sizwe), οργάνωνε τον ανταρτοπόλεμό του σε στρατόπεδα εκπαίδευσης στην Ανγκόλα, στην Τανζανία ή τη Ζάμπια, όπου λάμβαναν χώρα βασανιστήρια και εκτελέσεις στρατιωτικών που κατηγορούνταν για κατασκοπεία. Από το 1977, οργάνωνε σαμποτάζ και επιθέσεις ακόμα και εντός της Νότιας Αφρικής. Κάποιες φορές, οι ενέργειες ήταν συμβολικές, όπως επίθεση κατά των αστυνομικών τμημάτων στα μπαντουστάν, ωστόσο άλλες φορές, επρόκειτο για πραγματικές τρομοκρατικές ενέργειες: επίθεση στην Church Street στην Πραιτώρια το 1983, επίθεση στο Αμανζιμτότι το 1985, δολοφονίες Λευκών γεωργών στο βορρά και ανατολικά στο Τράνσβααλ ή τοπικής αστυνομίας ή Μαύρων που κατηγορούνταν για συνεργασία με τις Αρχές.

γ) Πίτερ Βίλεμ Μπότα
Έπειτα από πίεση και της διεθνούς κοινής γνώμης, το απαρτχάιντ έγινε πιο ελαστικό ως πολιτική κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Πίτερ Βίλεμ Μπότα.

Έπειτα από την ίδρυση σωματείων μαύρων το 1979, ο Μπότα το 1984 εισήγαγε τη σταδιακή μείωση των ανισοτήτων στους μισθούς μεταξύ Λευκών και Μαύρων στα ορυχεία και το 1985 επιτρέπει τη δημιουργία διαφυλετικών συνδικάτων και καταργείται ο νόμος που απαγόρευε τους μικτούς γάμους. Ένα χρόνο αργότερα, καταργείται και ο νόμος του 1952, με τον οποίο οι Μαύροι έπρεπε να έχουν πάνω τους και να επιδεικνύουν "πάσο"/διαβατήριο για να έχουν πρόσβαση σε περιοχές της πόλης, κι έτσι μπορούν να κινηθούν ελεύθερα σε όλη την πόλη, ακόμα και να εγκατασταθούν όπου επιθυμούν.

Το 1987, καταργείται και ο νόμος που καθόριζε συγκεκριμένα επαγγέλματα για τους Λευκούς και τους Μαύρους.

Ωστόσο, παρά τα ευνοϊκά μέτρα υπέρ των Ασιατών και των Μιγάδων, η πλειονότητα του μαύρου πληθυσμού συνέχιζε να βρίσκεται στο περιθώριο και οι εν μέρει λύσεις που πρόσφερε στην προσαρμογή του απαρτχάιντ στη σύγχρονη κοινωνία περισσότερο εξόργισαν τους υποστηρικτές της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων.


V. Κατάργηση του απαρτχάιντ
Χειραψία του Φρεντερίκ ντε Κλερκ και του 
Νέλσον Μαντέλα τον Ιανουάριο του 1992, 
στην Ετήσια Σύνοδο του Διεθνούς Οικονομικού 
Φόρουμ στο Νταβός
ΚΛΙΚ για μεγέθυνση
Το 1989, την εξουσία ανέλαβε ο Φρεντερίκ ντε Κλερκ, ο τελευταίος λευκός πρόεδρος της Νότιας Αφρικής. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησής του απελευθερώθηκε ο Νέλσον Μαντέλα στις 11 Φεβρουαρίου 1990, με τον οποίο μοιράστηκε το 1993 το Νόμπελ Ειρήνης, "για τη συνεισφορά τους στον ειρηνικό τερματισμό του απαρτχάιντ και για τη θεμελίωση μιας νέας δημοκρατικής Νότιας Αφρικής". Επίσης, νομιμοποιήθηκαν τα άλλοτε απαγορευμένα πολιτικά κόμματα και από το Μάρτιο του 1990 άρχισαν επίσημες διαπραγματεύσεις με το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο. Η πλειονότητα των νόμων του απαρτχάιντ καταργήθηκαν μεταξύ του 1989 και του 1991, και τον Απρίλιο του 1992 πραγματοποιήθηκε συνταγματική συνέλευση.

Αν και ορισμένοι συντηρητικοί Αφρικάνερς κατέφευγαν σε ουτοπιστικές πεποιθήσεις του παρελθόντος (Βόλκσταατ, λαϊκό κράτος), άλλοι, οι οποίοι θεωρούνται οι κύριοι εκπρόσωποι των Λευκών Νοτιοαφρικανών, υιοθέτησαν και πάλι το παλαιότερο σλόγκαν "Προσαρμογή ή αφανισμός", οδηγώντας σε μια πολιτική "ανοίγματος" προς τη μαύρη πλειοψηφία της χώρας.

Μετά από τέσσερα χρόνια συνταγματικών διαπραγματεύσεων, οι πρώτες πολυφυλετικές εκλογές διεξάχθησαν τον Απρίλιο του 1994 και οδήγησαν στην εκλογή του Νέλσον Μαντέλα, πρώτου μαύρου προέδρου της Νοτίου Αφρικής.

Από το 1996 ως το 1998, η Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης διέσχισε όλη τη χώρα για να συλλέξει μαρτυρίες θυμάτων και καταπιεστών, οπαδών ή αντιπάλων του απαρτχάιντ, προκειμένου να καταγράψει όλες τις καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεταξύ 1960 και 1993 και να διαλευκάνει τα εγκλήματα και τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν είτε από την κυβέρνηση είτε από τα απελευθερωτικά κινήματα.

Η τελική έκθεση της Επιτροπής υπογράμμιζε την έλλειψη μεταμέλειας ή επεξηγήσεων ορισμένων πρώην πολιτικών ηγετών του καθεστώτος του απαρτχάιντ όπως οι Πίτερ Βίλεμ Μπότα, Φρεντερίκ ντε Κλερκ, Μάγκνους Μάλαν, αλλά και την ανάλογη συμπεριφορά ορισμένων αρχηγών του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, ιδίως στα στρατόπεδα εκπαίδευσης της Ανγκόλα και της Τανζανίας.

Η πλειοψηφία όσων βρέθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης, αθωώθηκε λόγω ελλειπών αποδείξεων ή συμμόρφωσης με τους κανόνες.

Η Νότια Αφρική αναφέρεται συχνά ως Έθνος Ουράνιο Τόξο, όρος που επινοήθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Ντέσμοντ Τούτου και χρησιμοποιήθηκε από τον Νέλσον Μαντέλα ως μεταφορά για την περιγραφή της πολυπολιτισμικής απάντησης στον ρατσισμό και την ξενοφοβία της ιδεολογίας του απαρτχάιντ.

Τα κατάλοιπα του απαρτχάιντ πλήττουν ακόμα την πολιτική και την κοινωνία της Νοτίου Αφρικής.

Το απαρτχάιντ σε άλλες χώρες
Το απαρτχάιντ εφαρμόστηκε επίσης από το 1959 μέχρι το 1979 και στη Νοτιοδυτική Αφρική, σημερινή Ναμίμπια. Κατά τη δεκαετία του '80, υπήρξαν σταδιακές μεταρρυθμίσεις, με τη θέσπιση πολιτικών δικαιωμάτων στους "Ινδούς" και στους "Μιγάδες", μέχρι που καταργήθηκε ως καθεστώς το 1991.

ΠΗΓΗ: https://el.wikipedia.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον