Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

ΚΟΡΙΝΘΙΑ: Η αρχαία πόλη-κράτος Σικυών - Το θέατρο ένα από τα μεγαλύτερα της αρχαίας Ελλάδος

Αιγιάλεια, Αιγιαλός, Τελχινία, Τελχίς ή Μυκώνη, Σικυών, Δημητριάς

Η Σικυώνα ήταν αρχαία πόλη-κράτος χτισμένη στην περιοχή της Δυτικής Κορινθίας. Η πόλη κατακτήθηκε από Δωριείς προερχόμενους από το Άργος στα μέσα του 11ου αιώνα και στην συνέχεια αποτέλεσε ένα από τα τρία Δωρικά κράτη στον χώρο της Κορινθίας, την Σικυωνία.

Κατά την παράδοση πρώτοι κάτοικοί της ήταν Πελασγοί αυτόχθονες και, σύμφωνα με τον Παυσανία, πρώτος βασιλιάς της ήταν ο Αιγιαλός από τον οποίο ονομάστηκε Αιγιάλεια όλη η περιοχή που αργότερα έλαβε το όνομα Αχαία. Οι Πελασγοί εκδιώχτηκαν από τους Αιολείς και αυτοί με την σειρά τους από τους Ίωνες, του Ίωνα γιου του Ξούθου, οι οποίοι παρέμειναν στην περιοχή μέχρι την εισβολή των Δωριέων.

Όνομα
Η πόλη άλλαξε πολλά ονόματα Αιγιάλεια, Αιγιαλός, Τελχινία, Τελχίς ή Μυκώνη, Σικυών και τέλος Δημητριάς. Το όνομα Σικυών προήλθε ίσως από το όνομα του πρώτου οικιστή, είτε κατ΄ άλλη εκδοχή, πιθανότερη, από την αρχαία λέξη "σικυός" (= αγγούρι) από την μεγάλη παραγωγή κολοκυνθοειδών της περιοχής.

Η περιοχή της Σικυωνίας

Η Σικυωνία ήταν η χώρα που καταλάμβανε το κράτος της Σικυώνας. Ανατολικά συνόρευε με την αρχαία Κορινθία, νότια με τον Φλειούντα, δυτικά με το κράτος της αχαϊκής πόλης Πελλήνης και βόρεια βρέχονταν από τον Κορινθιακό κόλπο. Κύριος ποταμός της Σικυωνίας ήταν ο Ασωπός εκ του οποίου η χώρα αυτή ονομάζονταν επίσης Ασωπία ή και Παρασωπία. Κυριότερες πόλεις της χώρας αυτής εκτός της Σικυώνας ήταν η Τιτάνη, η Δονούσα, η Επιείκεια, η Εφήρα, η Θυαμία και η Φαιβία. Κύριος λιμένας της Σικυωνίας ήταν ο λιμένας της Σικυώνας που βρισκόταν στις εκβολές του Ασωπού.

Ιστορία
Η μετάβαση στην τυραννία
Κατά τους μυθικούς χρόνους η Αιγιάλεια υπαγόταν στον Βασιλιά του Άργους Άδραστο και στη συνέχεια στον Αγαμέμνονα των Μυκηνών. Στη Κάθοδο των Ηρακλειδών ή Δωριέων κατελήφθη απ΄ αυτούς όπου και δημιουργήθηκαν τέσσερις φυλές, τρεις από τους κατακτητές και μία η γηγενής, των Ιώνων. Στη τάξη των τελευταίων στηρίχθηκαν αργότερα οι Ορθαγορίδες και απελευθέρωσαν την πόλη τον 7ο αιώνα π.Χ. Αυτοί καταλύοντας τους Δωριείς επέβαλαν τυραννία. Ιδρυτής της τυραννίας ήταν ο Ορθαγόρας. Αυτόν διαδέχθηκε ο γιος του Μύρων που όταν δολοφονήθηκε από τον αδελφό του Ισόδαμο ανέλαβε ο Κλεισθένης. Η περίοδος των Ορθαγοριδών διήρκεσε 100 χρόνια από το 640 μέχρι το 540 π.Χ., κατά δε τον Ηρόδοτο μέχρι το 510 π.Χ. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη οι Ορθαγορίδες "τοις αρχομένοις εχρώντο μετρίως και πολλά τοις νόμοις εδούλευον". Ειδικότερα κατά την βασιλεία του Κλεισθένη η Σικυώνα γνώρισε μεγάλη ακμή στο εμπόριο, τα γράμματα, την οικονομία κ.λπ.. Δημιουργικός και νεωτεριστής πολιτικός ο Κλεισθένης επέφερε σπουδαίες μεταρρυθμίσεις και αύξησε την πολιτική ισχύ της πατρίδας του. Αναλαμβάνοντας μάλιστα αρχιστράτηγος στον πρώτο Ιερό πόλεμο σύντριψε τη δύναμη της πόλης Κρίσας της Φωκίδας. Έτσι προστατεύοντας την πόλη του κόσμησε αυτή με πολλά πλούσια ιωνικά κτίρια. Η Αυλή του υπήρξε από τα μεγαλύτερα τότε καλλιτεχνικά και πνευματικά κέντρα φιλοσόφων ποιητών ρητόρων κ.λπ. του ελλαδικού χώρου. Κυβέρνησε 31 χρόνια και οι νόμοι του διατηρήθηκαν επί 60 χρόνια. Μετά τον θάνατό του η πόλη παρήκμασε. Μετά δε και τον τελευταίο τύραννο Αισχίνη, οι Σπαρτιάτες περιέλαβαν την Σικυώνα στην ηγεμονία τους.

Από την πτώση της τυραννίας μέχρι την Ρωμαϊκή εποχή
Μετά την πτώση της δυναστείας των Ορθαγορίδων η Σικυώνα προσκολλήθηκε στην Σπάρτη η οποία είχε συμβάλλει στην πτώση της τυραννίας. Η πόλη εντάχθηκε στην Πελοποννησιακή συμμαχία και συμμετείχε στους Περσικούς πολέμους. Παρέμεινε συνδεδεμένη με την Σπαρτιατική εξωτερική πολιτική σ' όλη την διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. Την περίοδο της Θηβαΐκής ηγεμονίας, η πόλη έγινε σύμμαχος της Θήβας. Την περίοδο αυτή κατέλαβε την εξουσία της πόλης με την βοήθεια των Θηβαίων ο Εύφρων ο οποίος εγκατέστησε τυραννία. Η σκλήρη του διακυβέρνησή τον έφερε σύντομα αντιμέτωπο με αντιπάλους και πρώην συμμάχους στο τέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Αντέας ο οποίος κυβέρνηση μέχρι την κατάληψη της πόλης από τους Μακεδόνες οπότε η πόλη διοικήθηκε για ένα διάστημα από Μακεδόνες τοποτηρητές. Το 303 π.Χ. ο Δημήτριος ο Πολιορκητής κατέλαβε την πόλη και την μετέφερε την πόλη μακριά από την θάλασσα σε πιο ασφαλή θέση, όπου και έλαβε το νέο όνομα Δημητριάς, όνομα το οποίο δεν επικράτησε. Στο επόμενο διάστημα στην πόλη επικράτησαν ταραχές που οδήγησαν τελικά στην άνοδό μιας νέας δυναστείας τυράννων. Η νέα περίοδος της τυραννίας έληξε όταν ο στρατηγός Άρατος με μία δύναμη αποτελλούμενη από Σικυώνιους εξόριστους και μερικούς Αργείους κατέλαβε την πόλη. Την ίδια χρονιά (251 π.Χ.) η Σικυώνα εντάχθηκε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία και ο Άρατος έγινε αρχηγός της. Την περίοδο διακυβέρνησης του Άρατου, η Αχαϊκή Συμπολιτεία έφτασε στην μέγιστη ακμή της. Μετά τον θάνατό του το 212 π.Χ. η Σικυώνα άρχισε να παρακμάζει. Το 146 π.Χ. καταστράφηκε από τους Ρωμαίους και το 87 π.Χ.λεηλατήθηκε από τον Σύλλα.

Περιγραφή της πόλης από τον Παυσανία
Ο Παυσανίας περνώντας από την πόλη έκανε μια περιγραφή των μνημείων της. Όταν ο επισκέπτης ερχόταν από τον δρόμο της Κορίνθου συναντούσε το μνήμα του Λύκου του Μεσσήνιου δεξιά του ήταν το Ολύμπιο . Στην είσοδο της πόλης υπήρχε η Στάζουσα πηγή όπου το νερό ανάβλυζε από την οροφή ενός σπηλαίου . Στην ακρόπολη υπήρχε ιερό της Ακραίας τύχης και των Διόσκουρων με τα ξόανα των θεοτήτων, αμέσως μετά συναντούσε το θέατρο με το άγαλμα του Άρατου που κρατούσε ασπίδα. Μετά το θέατρο ήταν ο ναός του Διονύσου και η αγορά . Μετά την αγορά υπήρχε ο ναός της Αρτέμιδος Λιμναίαςκαι έξω από την αγορά το Ιερό της Πειθούς που σύμφωνα με την μυθολογία εδώ ήρθαν ο Απόλλων και η Άρτεμις όταν σκότωσαν τον πύθωνα. Μετά το τέμενος των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ήταν ο ναός του Απόλλωνα. Στην πόλη ακόμα υπήρχαν στάδιο , βουλευτήριο με την μεγάλη στοά, βωμός του του Ίσθμιου Ποσειδώνος και δίπλα του αγάλματα του Δία Μειλίχιου και της Αρτέμιδος Πατρώας. Ακόμα ναός του Απόλλωνος Λυκείου , το γυμνάσιο με τα άγαλμα του Ηρακλή, ιερό του Ασκληπιού , ναός της Αφροδίτης με άγαλμα της θεάς και της Αντιόπης. Ιερό της Αρτέμιδος Φεραίας κοντά στην Ιερά πύλη βρισκόταν ο ναός της Αθηνάς με το μνήμα του Εποπέα κατασκευαστή του ναού , μετά ήταν το ιερό της Ήρας . Στην Σικυώνα υπήρχε και ένας δεύτερος ναός της Ήρας αλλά και του Καρνείου Απόλλωνος αλλά και βωμοί του Πάνα και του Ήλιου.

Σημαντικοί Σικυώνιοι
Από την Σικυώνα ήταν οι γλύπτες Κλέωνας, Λύσιππος, Λυσίστρατος, Ευτυχίδης, Κάναχος και Πολύκλειτος. Οι ζωγράφοι Εύπομπος, Αιγηνήτης, Απελλής, Νεοκλής και Παυσίας. Ο ονομαστός, τρεις φορές ολυμπιονίκης, παλαιστής Σώστρατος, η ποιήτρια Πράξα, ο κωμωδιογράφος Αξιόπιστος, ο γεωγράφος Αρίσταρχος, ο συγγραφέας Ξενοκράτης, ο συγγραφέας Διογένης, ο γεωγράφος Ηράκλειτος η ποιήτρια Πράξιλλα, η Λαϊδα ή Λαΐς η εταίρα και πολλοί άλλοι.

Ονομαστοί ήταν οι θησαυροί των Σικυώνιων στους Δελφούς και στην Ολυμπία. Έκοψε δικά της νομίσματα που είχαν στην μία όψη την Χίμαιρα και το Σ και στην άλλη ένα περιστέρι. Οι Σικυώνιοι συμμετείχαν στον τρωικό πόλεμο.

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΙΚΥΩΝΟΣ
Περιγραφή 
Το Αρχαίο Θέατρο της Σικυώνος υπολογίζεται σαν ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα της αρχαίας Ελλάδας. Όλα τα αρχαία ελληνικά θέατρα ήταν χτισμένα με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια αρχιτεκτονική σχεδίαση.


ΤΟ ΚΟΙΛΟΝ
Είναι το κυρίως θέατρο, δηλαδή το μέρος εκείνο από το οποίο οι θεατές θεώνται το έργο που παίζεται στη σκηνή και τη δράση του χορού στην ορχήστρα. Οι σειρές των καθισμάτων ήσαν έτσι τοποθετημένες στο «κοίλον», ώστε να αποτελούνε «συνεχή ημικύκλια και ομόκεντρα υπερκείμενα αλλήλων. Κλίμακες ως ακτίνες διατεθειμέναι και εκ του κέντρου εις το ύψος φερόμεναι και διατέμνουσαι τα συγκεντρικάς σειράς των ειδωλίων, εχώριζον ταύτας εις σφηνοειδή τμήματα άτινα εκαλούντο «κερκίδες». Το θέατρο της Σικυώνας χωρίζονταν σε 15 σφήνες (κερκίδες), με 16 κλιμακωτούς διαδρόμους από την ορχήστρα προς την κορυφή. Οι αρχαίοι Έλληνες αρχιτέκτονες, κατά γενικό κανόνα, κατασκεύαζαν τα θέατρα κατά τέτοιο τρόπο ώστε το «Κοίλον» να έχει θέα προς το βορρά. Το «Κοίλον» του θεάτρου της Σικυώνας έβλεπε προς την πεδιάδα της Κορινθίας, τον Κορινθιακό κόλπο και τα απέναντι βουνά της Ρούμελης, παρέχοντας στους θεατές μια υπέροχη θέα κατά τα διαλείμματα της παράστασης. Το «κοίλον» του Θεάτρου της Σικυώνας, έχει πλάτος που ξεπερνάει τα 122 μ. Τα περισσότερα από τα καθίσματα του θεάτρου ήσαν λαξευμένα στο βράχο στη δυτική πλευρά του «κοίλου», μερικά δε, έχουν αποκαλυφθεί. Στην πρώτη σειρά ήσαν τα εδώλια των επισήμων (ιερέων, αρχόντων, στρατηγών κ.λπ.). Αυτά τα εδώλια ήσαν κατασκευασμένα από πωρόλιθο και μερικά απ' αυτά ήσαν διακοσμημένα. Η σειρά αυτή των εδωλίων λέγονταν προεδρία. Πέρα από τις θέσεις της «προεδρίας» υπήρχαν και άλλες θέσεις για ορισμένες τάξεις πολιτών. Ιδιαίτερες θέσεις για τις γυναίκες, υπήρχαν προς το άνω διάζωμα. Υπάρχει μεγάλη διχογνωμία πάνω στο θέμα αν επιτρέπονταν να παρακολουθούν οι γυναίκες τις παραστάσεις. Τα εδώλια (καθίσματα), χωρίζονταν σε τρεις ζώνες, διαζώματα, για την ευκολία της κυκλοφορίας των θεατών. Κάθε διάζωμα στο Θέατρο της Σικυώνας είχε είκοσι σειρές καθισμάτων. Οι θεατές έμπαιναν στα θέατρα από τις παρόδους (διαδρόμους), δεξιά κι αριστερά. Στο μεσαίο κι επάνω διάζωμα στο Θέατρο της Σικυώνας, έμπαιναν από δύο θολωτές εισόδους (καμάρες), δεξιά κι αριστερά, που είχαν πλάτος. Από τις κάτω παρόδους έμπαινες ο χορός στην ορχήστρα. Στις ανασκαφές που έγιναν, αποκαλύφθηκαν έξι σειρές καθισμάτων στο κέντρο του πρώτου διαζώματος. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον εάν η προσοχή των αρμοδίων στρέφονταν προς τη συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας στο θέατρο και στο παρακείμενο στάδιο της αρχαίας Σικυώνας.

Στοά του αρχαίου θεάτρου
Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ
Είναι το δεύτερο μέρος του θεάτρου. Ο χώρος του θεάτρου όπου έψαλλαν και χόρευαν (ωρχούντο) οι χορευτές. Η ορχήστρα του θεάτρου της Σικυώνας, αποτελεί ένα ημικύκλιο, λίγο μεγαλύτερο από τη μισή περιφέρεια ενός όχι τέλειου κύκλου. Η διάμετρός της είναι 24,04 μ. Ένα θαυμάσιο από τεχνική άποψη, αποχετευτικό σύστημα, είναι το βασικό χαρακτηριστικό της (διακρίνεται καθαρά και σήμερα). Ολόγυρα στην ημικυκλική περιφέρεια της ορχήστρας και μπροστά από τα εδώλια των επισήμων (προεδρία), περνάει μια τάφρος σκεπασμένη με πλάκες (γεφυρωμένη), πλάτους 1,25 μ. και βάθους 1 μ. Τούτη η ημικυκλική τάφρος, τερματίζει στα δύο άκρα της, σε μια άλλη τάφρο παράλληλη με τον τοίχο του προσκηνίου. Τούτη η τελευταία τάφρος, χύνει τα νερά της σε μια άλλη τάφρο που διασχίζει το κέντρο της ορχήστρας, με κατεύθυνση κάθετη προς το προσκήνιο και καταλήγει σε μια από τις πλάγιες υπονόμους. Στο κέντρο της ορχήστρας υπάρχει μια τετράγωνη λεκάνη. Από κει, ξεκινούσε υπόγειος διάδρομος που περνούσε κάτω από τη σκηνή και κατέληγε πίσω απ' αυτήν, σε ένα κλιμακοστάσιο, που σώζονται ακόμα μερικά από τα σκαλοπάτια του. Ο υπόγειος διάδρομος χρησίμευε για να κινούνται αθέατοι οι ηθοποιοί. Στα περισσότερα από τα αρχαία ελληνικά θέατρα, η ορχήστρα ήταν «επίπεδος κυκλοτερής χώρος», δηλαδή ολόκληρος κύκλος του οποίου η διάμετρος εποίκιλε ανάλογα με το μέγεθος του θεάτρου. Η ορχήστρα λ.χ. του Θεάτρου της Επιδαύρου είναι κυκλική και η διάμετρός της είναι 24,32 μ. Η ορχήστρα του Διονυσιακού Θεάτρου (Αθήνας), είναι επίσης κυκλική και έχει διάμετρο 22,50 μ., είναι δε πλακόστρωτη. Η ορχήστρα του Θεάτρου της Σικυώνας, ήταν, όπως είδαμε, ημικυκλική και το δάπεδό της ήταν στρωμένο με πατημένο χώμα. Στην ορχήστρα οδηγούσαν οι δυο πλάγιες «πάροδοι» (διάδρομοι), από δεξιά κι αριστερά. Και οι δυο πάροδοι κλείνονταν με πόρτες πλαισιούμενες με τρεις κορινθιακές παραστάδες. Στο κέντρο της ορχήστρας στήνονταν βωμός του Διόνυσου. Ο βωμός αυτός είχε τη γενική ονομασία: «Θυμέλη παρά τω θύειν» (Σουΐδα «Λεξικόν» στη λέξη σκηνή). Παλιότερα λέγονταν «έλεος» (τραπέζι που σφάζονταν τα ζώα που προορίζονταν για θυσία).

Η ΣΚΗΝΗ
Το τρίτο μέρος του θεάτρου, όπου έπαιζαν οι υποκριτές (ηθοποιοί), ήταν η Σκηνή. «Το επί της σκηνής και των υποκριτών των μέρος» (Αριστ. «Ποιητικά» XXIV). Ο τόπος δηλαδή όπου εκτυλίσσονταν η δράση. Πρώτη μορφή της σκηνής υπήρξε ο «ελεός», με το υπόστεγο που βρίσκονταν πίσω απ' αυτόν και χρησίμευε για να αλλάζει ρούχα και προσωπείο ο ηθοποιός (υποκριτής). Όταν στα παιζόμενα ποιητικά έργα εμφανίζονταν ένας υποκριτής, ο «ελεός» επαρκούσε, όταν όμως υστερότερα προστέθηκε στα έργα και δεύτερος (πιθανώς από τον Αισχύλο), δημιουργήθηκε η ανάγκη διεύρυνσης του «ελεού», που μαζί με το υπόστεγο αποτελούσαν τη σκηνή. Η σκηνή σ' όλα τα αρχαία ελληνικά θέατρα, είχε σχήμα ορθογώνιου, που το μήκος του εποίκιλε ανάλογα με την έκταση του όλου θεάτρου, το δε βάθος του (πλάτος) εποίκιλε από δύο έως τρία μέτρα. Η σκηνή αποτελούνταν από δύο ή τρεις ορόφους (η σκηνή του θεάτρου της Σικυώνας είχε δύο ορόφους), πλάγια δε και πίσω απ' αυτήν υπήρχαν διαμερίσματα, που άλλα απ' αυτά χρησίμευαν για ν' αλλάζουν οι υποκριτές (καμαρίνια) και άλλα για αποθήκες. Στο βάθος η σκηνή κλείνονταν με τοίχο που λέγονταν προσκήνιο ή μετασκήνιο. Μπροστά από τη σκηνή βρίσκονταν το κυρίως προσκήνιο ή λογείον. Σ' αυτό μιλούσαν οι υποκριτές. Το λογείον λέγονταν και οκρίβας και βήμα. Το προσκήνιο σε άλλα θέατρα ήταν ξύλινα και σε άλλα πέτρινο, από πέτρινες βάσεις που βρέθηκαν στο προσκήνιο του θεάτρου της Σικυώνας και που σ' όλο το μήκος τους διακρίνονταν τρύπες, οι ερευνητές υποστηρίζουν πως το προσκήνιο του Θεάτρου της Σικυώνας ήταν ξύλινο και στις τρύπες που φαίνονται στις πέτρινες βάσεις, στηρίζονταν οι δοκοί που βάσταζαν το προσκήνιο. Το εσωτερικό του προσκηνίου επικοινωνούσε με την ορχήστρα με μια πόρτα, το δε δάπεδό του επικοινωνούσε με την ορχήστρα με μια σκάλα. Το δάπεδο του προσκηνίου σε όλα τα θέατρα ήταν σανιδόστρωτο. Δυο είσοδοι (πάροδοι), δεξιά κι αριστερά, οδηγούσαν στη σκηνή. Αυτές οι είσοδοι ήταν σκεπαστές (καμάρες). Το ύψος της σκηνής του θεάτρου της Σικυώνας έφτανε στα 3 μ. και 25 εκ. και το βάθος της είχε ύψος 10-12 πόδια. Πότε ακριβώς κατασκευάστηκε το κτιριακό συγκρότημα της σκηνής του Θεάτρου της Σικυώνας, δεν είναι γνωστό. Μερικοί από τους αρχαιολόγους τοποθετούν τη χρονολογία μεταξύ του 251 και 168 π.Χ. και άλλοι προ της μεταφοράς της πόλης στην καινούρια της θέση από το Δημήτριο Πολιορκητή (303 π.Χ.). Στη σκηνή του Θεάτρου της Σικυώνας υπήρχε άγαλμα του Άρατου, που τοποθετήθηκε εκεί στα χρόνια της στρατηγίας του, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης των Σικυώνιων για τις υπηρεσίες που αυτός είχε προσφέρει στην πόλη: «του θεάτρου δε υπό την ακρόπολιν ωκοδομημένου τον εν τη σκηνή πεποιημένον άνδρα ασπίδα έχοντα. Άρατον φασίν είναι τον Κλεινίου». Το θέατρο της Σικυώνας αποκαλύφτηκε κατά τις ανασκαφές της Αμερικάνικης Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών το 1887, θεωρείται δε, σαν το πιο αξιοσημείωτο από τα αρχιτεκτονικά μνημεία της Σικυώνας

ΠΗΓΕΣ: 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον