Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ ο ευαίσθητος καλλιτέχνης και ανθρωπιστής

Γεννήθηκε ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ το 1853.
Ο Βίνσεντ αγάπησε βαθιά τον άνθρωπο και την ζωή. Στην τέχνη του αναζήτησε την παρηγοριά για μιαν αγάπη από έναν κόσμο που συνεχώς τον απέρριπτε. Στη ζωγραφική του δημιουργούσε τον δικό του κόσμο που ήταν γεμάτος συναισθήματα, χρώματα και κίνηση.
"Ίριδες" Βαν Γκογκ

Από πού να ξεκινήσω να γράφω για τον Βαν Γκόγκ; Από το 1987 όπου το όνομα του ήταν δείκτης ανοδικών τάσεων στην αγορά έργων τέχνης με το έργο του «Ίριδες» όπου πουλήθηκε στη τιμή ρεκόρ με 9,5 δις. δρχ; Ή να ξεκινήσω γράφοντας ότι ήταν η προσωποποίηση της αποτυχίας σε όλη τη ζωή του; Δεν κατάφερε να πουλήσει τα έργα του και να βγάλει χρήματα, δεν κατάφερε να κάνει δική του οικογένεια, ούτε να κρατήσει τους φίλους του κοντά του. Ήταν πάντα στο περιθώριο της κοινωνίας. Αλήθεια, ποιος ήταν ο Βαν Γκόγκ;

Βαν Γκογκ 1866 και ο αδελφός του Τεό σε άλλη χρονολογία

Ο Βίνσεντ Βαν Γκόγκ γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου 1853. Ήταν το δεύτερο αγόρι που γέννησε η μάνα του. Ο πρωτότοκος της είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν. Έτσι, οι γονείς του Βίνσεντ είχαν μεγάλο άγχος αν θα επιζήσει, μετά από την προηγούμενη εμπειρία τους. Αυτό το γεγονός θα τον καθόριζε κάπως μια και του μετέφεραν την αγωνία τους. Θα ζήσει; Θα πεθάνει; Θα τα καταφέρει στη ζωή του; Θα αποτύχει;

Πορτρέτο του πατέρα του Βαν Γκογκ με πένα

Ο πατέρας του, ο Θεόδωρος Βαν Γκόγκ ήταν παπάς, όπως και πολλοί από τους συγγενείς του που ήταν πάστορες ή θεολόγοι . Προερχόταν από εύπορη αστική τάξη. Σαν παπάς άνηκε σε ένα κομμάτι της Προτεσταντικής εκκλησίας της Ολλανδίας όπου πίστευε στον ιδεαλιστικό ανθρωπισμό και που η παρακμή της ήταν η αιτία που υποβαθμίστηκε και έγινε εφημέριος σε μικρά χωριά. Η μητέρα του Βίνσεντ, η Άννα Κορνέλια είχε έναν πατέρα που ήταν βιβλιοδέτης του βασιλιά. Και ξέρουμε πως της άρεσε πολύ να ζωγραφίζει. Μετά τον Βίνσεντ γέννησε άλλα τέσσερα παιδιά. Ο Τεό (Θεόδωρος) ήταν ο πολυαγαπημένος αδελφός του Βίνσεντ και το στήριγμα του. Ήταν 4 χρ, μικρότερος του.

Έργο του Βίνσεντ -Δεκέμβρης 1881

Ο Βίνσεντ μετά από το σχολείο του χωριού, πήγε στο οικοτροφείο και το 1866 στο γυμνάσιο όπου το παράτησε πριν τελειώσει το δεύτερο χρόνο του εκεί, παρόλο που ήταν καλός στα μαθήματα. Έκανε κάποια σχέδια στο χαρτί. Χαρακτηρίζονταν από μορφολογική αλλά και συνθετική αδεξιότητα. Ξεκινά να δουλεύει στον θείο του. Το 1869, στα 16 του χρ. τον προσέλαβαν, σε υποκατάστημα στη Χάγη, στον μεγάλο εκδοτικό οίκοGouplin όπου ειδικευόταν στην αναπαραγωγή έργων τέχνης. Εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει το έργο των σημαντικών ζωγράφων της εποχής (όπως και από τα μουσεία που επισκεπτόταν συνεχώς) αλλά και να καταλάβει ποιοι μηχανισμοί υπάρχουν μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού. Ήταν πολύ εργατικός και τον μετέθεσαν σε υποκατάστημα στο Λονδίνο. Καθοδόν πέρασε από το Παρίσι και επισκέφτηκε το Λούβρο και το μουσείο του Λουξεμβούργου. Στο Λονδίνο επισκεπτόταν την Εθνική πινακοθήκη και όσα μουσεία είχε ευχέρεια. Εντωμεταξύ έγινε φανατικός αναγνώστης της αγγλικής λογοτεχνίας. Ο ίδιος δεν σχεδίαζε πια συχνά.
«Η Αγγλική τέχνη δεν με τραβούσε πολύ στην αρχή. Πρέπει πρώτα να τη συνηθίσει κανείς.. Βωτέρ, Μαρί, Ζωρζ Σαάλ, Λαζέϋ, Μώβ.. τους αγαπώ αυτούς τους ζωγράφους» έγραφε το 1873 από το Λονδίνο στον αδελφό του.

Το έργο του Ρέμπραντ που αναφέρει ο Βίνσεντ

«Θα σου πω για την γκραβούρα που κρέμασα στον τοίχο. Ρέμπραντ: Η ανάγνωση της Αγίας Γραφής. . είναι κάτι που σε κάνει να σκεφτείς: «Όπου είναι δυο ή τρείς μαζεμένοι στο όνομα μου, εκεί είμαι και εγώ, ανάμεσα τους.» Παρίσι 6 Ιουλίου 1875
Εντωμεταξύ πηγαινοερχόταν στο Παρίσι. Οι εργοδότες του τον απέλυσαν τον Απρίλη του 1876 γιατί έβλεπαν πως είχε σταματήσει να ενδιαφέρεται για το εμπόριο της τέχνης.
Στα γράμματα του από το Παρίσι βλέπουμε για πρώτη φορά αναφορές του σε κομμάτια της Βίβλου που μελετούσε πια συχνά με τον φίλο του Χάρη Γκλάντγουελ (διάδοχο της Goupil). Επιστρέφει στην Αγγλία τον Απρίλη του 1876. Εκεί δίδαξε γερμανικά, γαλλικά, αριθμητική και ιστορία της Βίβλου σε ένα ιδιωτικό σχολείο. Μετά όμως από μια επίσκεψη του στους γονείς του δεν θα ξαναγυρίσει στην Αγγλία. Διάβαζε συνεχώς τη Βίβλο.
Μάιο του 1877 πήγε στο Άμστερντάμ για να προετοιμαστεί για τις εισαγωγικές εξετάσεις στη Θεολογική σχολή. Έλεγε πως σκοπός του ήταν «να δώσω γαλήνη στα φτωχά πλάσματα του Θεού και να τα συμφιλιώσω με την ύπαρξη τους εδώ στη γη». Παράλληλα σχεδίαζε την πόλη όπου φαίνεται το ενδιαφέρον του για τις τονικές διαβαθμίσεις.
Τι θεωρούσε όμορφο ο Βαν Γκόγκ;
«Η ζωή δεν μας δώθηκε για να πλουτίζουμε την καρδιά μας, ακόμα και όταν δεν είμαστε σωματικά ωραίοι;… Ο Κ.Μ. με ρώτησε αν θα μου άρεσε μια όμορφη γυναίκα (σαν μοντέλο για να τη ζωγραφίσει) μα του είπα, πως θα ένοιωθα πιο άνετα με μιαν άσχημη, μια γριά ή μια φτωχή, μια δυστυχισμένη.. που θα είχε όμως αποκτήσει πνευματικότητα με τη πείρα της ζωής της, τις δοκιμασίες και τις λύπες». (1878)
Ο Βαν Γκόγκ αναζητούσε την ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΟΜΟΡΦΙΑ. 

αγρότης

Το 1878 παρατά τις σπουδές του. Αποφασίζει να γίνει κήρυκας του Ευαγγελίου. Σκοπός του είναι να προσφέρει στους φτωχούς την παρηγοριά της πίστης στον Θεό. «Χρειάζεται κανείς να αγαπάει όσο του είναι δυνατόν, γιατί στην αγάπη βρίσκεται η πραγματική δύναμη, και εκείνος που αγαπάει πολύ, κατορθώνει μεγάλα πράγματα και είναι ικανός για μεγάλα έργα, και ότι γίνεται από αγάπη είναι πάντα καλά καμωμένο.» Και αλλού γράφει «Εκείνος που ακούει και ακολουθεί τη φωνή της συνείδησης του – το καλύτερο δώρο του Θεού- θα βρει στο τέλος έναν φίλο και δεν θα είναι ποτέ μοναχός».
Δεκέμβριο του 1878 πήγε στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου για να κηρύξει τον λόγο του Θεού και να τους στηρίξει και πρακτικά. Διορίστηκε προσωρινά. Επισκεπτόταν αρρώστους, χάριζε το φαγητό του. Μέχρι και όλα του τα ρούχα!! Για τους προϊσταμένους του όμως έγινε κακό παράδειγμα αυτή του η προσφορά στους φτωχούς και τον απέλυσαν τον Ιούλιο του 1879. Όμως ο ρακένδυτος και πεινασμένος Βάν Γκόγκ συνέχισε να βοηθάει τους ανθρακωρύχους με δική του πρωτοβουλία για ακόμη ένα χρόνο. Έκανε έντονα διαβήματα στους ιδιοκτήτες των ορυχείων για την κακομεταχείριση των εργατών αλλά τους ίδιους τους εργάτες τους προέτρεπε να αποφεύγουν την βία. Παράλληλα σκιτσάριζε τους ανθρακωρύχους. Μετά την απόλυση του, ο Βίνσεντ ήταν απόλυτα εξαρτημένος οικονομικά για όλη του τη ζωή από τον αδελφό του Τεό. 

Υφαντής 1884

«Οι ανθρακωρύχοι και οι υφάντρες είναι μια ράτσα που διαφέρει από τους άλλους δουλευτές και νοιώθω για αυτούς μεγάλη συμπάθεια και θα ήμουν ευτυχής αν μια μέρα μπορούσα να τους ζωγραφίσω, ώστε να βγουν από την αφάνεια οι άγνωστοι ακόμα αυτοί άνθρωποι.. Και όλο περισσότερο βρίσκω κάτι το συγκινητικό και θλιβερό μάλιστα σε αυτούς τους φτωχούς και άσημους εργάτες, τους κατώτερους από όλους».
Τότε σχεδίαζε το «Ως αργά τη νύχτα» και γέμιζε τα μπλοκ του με σκίτσα ανθρακωρύχων.
Τον χειμώνα του ίδιου χρόνου θα επισκεφτεί έναν ζωγράφο που θαύμαζε πολύ για τα αγροτικά θέματα που είχαν οι πίνακες του. Αυτός ήταν ο Μπρετόν. Όμως θα απογοητευτεί πολύ από τον Μπρετόν που είχε μια πολυτελή ζωή. Αντίθετα με το έργο του. Βλέποντας από έξω το ατελιέ του δεν μπήκε καν μέσα. Ήταν ολότελα καινούριο με «αφιλόξενη εμφάνιση, παγερή και ενοχλητική».
Η απόφαση του Βαν Γκόγκ να γίνει ζωγράφος οριστικοποιήθηκε το 1880. Είχε αγοράσει τα βοηθήματα για αυτοδίδακτους ζωγράφους και προσπαθούσε μόνος του να κάνει πράξη σχεδιάζοντας ανθρακωρύχους. 
Τον Ιούλιο του 1880 μια επιστολή του στον Τεό χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη σκέψη του και την ζωή του. «Σε τι θα μπορούσα και με τι τρόπο να είμαι χρήσιμος άνθρωπος; Γι αυτό έχω πεισθεί πως το καλύτερο και το πιο λογικό είναι να φύγω και να ζήσω μακριά, και να είμαι σαν να μην υπάρχω. Ότι είναι για τα πουλιά η εποχή που αλλάζουν τα φτερά τους, είναι για εμάς τα ανθρώπινα πλάσματα, οι συμφορές και οι δυστυχίες, οι δύσκολοι καιροί. Μπορείς να μείνεις σε αυτή την εποχή της αλλαγής των φτερών, μπορείς και ν α βγείς από αυτήν την εποχή ανανεωμένος. Όμως αυτό δεν γίνεται δημόσια. Δεν είναι καθόλου διασκεδαστικό, γι αυτό πρέπει κανείς να εξαφανίζεται.»


Πιο κάτω έγραφε «Έχω το πάθος, το ακατανίκητο πάθος των βιβλίων και νοιώθω την ανάγκη να μορφώνομαι αδιάκοπα. Να μελετώ, όπως έχω ανάγκη να τρώω το ψωμί μου…. Μελέτησα.. την Βίβλο, την «Γαλλική Επανάσταση» του Μισερε, Σαίξπηρ, Ουγκώ, Ντίκενς και τελευταία τον Αισχύλο..»
«Η αλήθεια είναι πως έχασα την εμπιστοσύνη πολλών ανθρώπων, πως τα οικονομικά μου βρίσκονται σε αξιοθρήνητη κατάσταση, πως το μέλλον μου είναι αρκετά σκοτεινό, πως μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο, πως οι μελέτες μου βρίσκονται και αυτές σε αξιοθρήνητη και απελπιστική κατάσταση, και πως μου λείπουν πολλά, αφάνταστα περισσότερα από όσα έχω. Αυτό όμως σημαίνει ξεπεσμό και πως δεν κάνω τίποτα;»
Μπορούμε να σταθούμε σε αυτή του τη σκέψη και να κάνουμε και εμείς ανάλογες με τις δικές του για τη δική μας ζωή, που σίγουρα περνάμε ανάλογες φάσεις. Μπορούμε να ορίσουμε τι είναι η επιτυχία για εμάς; Όταν οι άλλοι μας θεωρούν αποτυχημένο, εμείς το δεχόμαστε αυτό και σαν δική μας εκδοχή;
Ο Βαν Γκόγκ απαντάει στον προβληματισμό του: «Μα πρέπει να συνεχίσω το δρόμο που πήρα. Αν δεν κάνω τίποτα, αν δεν μελετώ, αν δεν ερευνώ πια, είμαι χαμένος. Αλίμονο τότε σε εμένα. Να πως αντιμετωπίζω την κατάσταση: Να συνεχίσω, να συνεχίσω, αυτό που πρέπει να κάνω. Μα, ποιος είναι ο τελικός σου σκοπός ; θα πεις. Ο σκοπός αυτός θα γίνει πιο συγκεκριμένος, θα διαγραφεί σιγά σιγά και με σταθερότητα, όπως το σκίτσο γίνεται σχεδίασμα και αυτό πίνακας.»
«Για τι πράγμα είμαι ικανός… πώς μπορώ να μάθω κάτι πιο καλά και πιο βαθιά; Αυτό βλέπεις με βασανίζει ακατάπαυστα, και μετά νοιώθω τον εαυτό μου σαν αιχμάλωτο της ανέχειας,.. είμαι μελαγχολικός.. φοβερή απογοήτευση ροκανίζει την ψυχική μου δύναμη.. και λέω: Ως πότε Θεέ μου; 
Θέλεις λοιπόν αυτά που συμβαίνουν μέσα να φαίνονται απ έξω; Έχεις μια μεγάλη φωτιά μέσα στην ψυχή σου και κανένας δεν έρχεται ποτέ να ζεσταθεί σε αυτή τη φωτιά και οι διαβάτες δεν αντιλαμβάνονται παρά λίγο καπνό να βγαίνει ψηλά από την καμινάδα και κατόπιν συνεχίζουν το δρόμο τους. Να τι πρέπει να γίνει: Να διατηρήσεις μέσα σου αυτή τη φωτιά , να έχεις την ευφυΐα μέσα σου, να περιμένεις υπομονετικά, κι όμωςμε πόση ανυπομονησία , να περιμένεις την ώρα που κάποιος θα έρθει να κάτσει κοντά στη φωτιά σου- να μείνει εκεί ποιος ξέρει; Όποιος πιστεύει στον Θεό, ας περιμένει αυτή την ώρα. Αργά ή γρήγορα θα έρθει». 

Έργο του Βαν Γκογκ το 1881 στο Ετεν

Το 1880 μετακομίζει στις Βρυξέλες. Αρχίζει να χρησιμοποιεί μοντέλα. Στρατιώτες, εργάτες, αχθοφόρους, πιτσιρίκους. «Θα προσπαθήσω να αποκτήσω φέτος πολλές γνώσεις ανατομίας». Για να ελαττώσει τα έξοδα του πηγαίνει στο πατρικό του στο Ετέν. «Θα τραβήξω ακόμα πιο μπροστά. Το νοιώθω, το ξέρω. Και πιθανόν να κατορθώσω να φτιάχνω πορτρέτα. Φθάνει να δουλέψω πολύ». Εδώ σχεδίαζε τοπία, χωρικούς που σκάβουν, σπέρνουν, οργώνουν. Ήθελε να μελετήσει τα πάντα για την απλή αγροτική ζωή. Το μόνο πρόβλημα του ήταν όταν οι χωρικοί που καθόταν να του ποζάρουν ήθελαν να φοράνε τα καλά κυριακάτικα ρούχα τους!!!

Παραλία με ανθρώπιν μορφές κ θάλασσα με πλοίο

Σεπτέμβρη του 1881 πηγαίνει στη Χάγη. Εκεί θα συναντήσει το ν ξάδελφο του Anton Mauve (που ήταν καταξιωμένος καλλιτέχνης στην περιοχή) όπου του ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση του για τη δουλειά του! Τέτοια ήταν η ενθάρρυνση, όπως και από τον αδελφό του! Του έδωσε και πολύτιμες συμβουλές πάνω στην τέχνη. Τότε ζωγραφίζει την πρώτη του ελαιογραφία «Παραλία με ανθρώπινες μορφές και θάλασσα με πλοίο». 

Γνωρίζεται με την Σιέν. Μια ράφτρα και παραδουλεύτρα που δουλεύει και σαν πόρνη. Είναι ξανά έγκυος και έχει ήδη πολλά παιδιά. Για να μην έχει ανάγκη τα λεφτά της πορνείας, ο Βαν Γκόγκ τη χρησιμοποιεί ως μοντέλο του. Σε αυτή τη σχέση ο Βαν Γκόγκ πίστευε ότι θα έσωζε έναν άνθρωπο από την αμαρτία. Η οικογένεια του έγινε έξαλλη. Οι καλλιτέχνες φίλοι του απομακρύνθηκαν. Ο Mauve το ίδιο. Ο Βίνσεντ άρχισε να κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του. Η Σιέν τον απογοήτευε. Δεν ήθελε να «σωθεί» και διέκοψαν. 

"Two Peasant women in the Peat Field" 1883

Το 1883 πηγαίνει στο πατρικό του. Του φτιάχνουν ένα «ατελιέ» δίπλα στο σπίτι. Την επόμενη χρονιά ζωγραφίζει τον «Αργαλειό». Το έργο είναι απλό και επικεντρώνεται στην αξιοπρέπεια και τον μόχθο του υφαντή. Είναι ένα ακόμη έργο του που μας δείχνει την ταύτιση του με τον εργάτη. Γνώριζε την δυστυχία του ανθρώπου και θεωρούσε και την δική του τέχνη σαν χειρονακτική. Οι χωρικοί, οι υφαντές συνεχίζουν να είναι τα αγαπημένα του θέματα. Αυτοί οι ανώνυμοι είναι πιο άξιοι από τους μυθικούς ήρωες ή τους βασιλιάδες. Πίστευε σε μια ζωή χωρίς αφεντικά γιαυτό και εγκωμιάζει τη χειρονακτική δουλειά. Ο αυτάρκης εργάτης ήταν το ιδεώδες του. Δεν ήθελε να τους εξιδανικεύει, να τους αντιμετωπίζει ρομαντικά. Το κοινό του ήθελε να το αποτελούν αυτοί οι ίδιοι οι εργάτες. Η τέχνη του λαού για τον λαό ήταν το κοινωνικό ιδανικό του.

«Οι πατατοφάγοι» 1885 Βαν Γκογκ 

θέμα του , άντρας και γυναίκα που φυτεύουν πατάτες 1885

Χαρακτηριστικά παραδείγματα έργων του αυτής της πίστης του είναι η «Κρατική λοταρία» και το πολυαγαπημένο του έργο «Οι πατατοφάγοι», όπου το τελευταίο το τύπωσε σε λιθογραφία για να το αγοράσουν οι γείτονες του φθηνά. «Ο πίνακας αντανακλά την χειρονακτική τους εργασία και τον τίμιο τρόπο που κερδίζουν το ψωμί τους». Τα πρόσωπα τους ακτινοβολούν. Έχουν αξιοπρέπεια, εσωτερική δύναμη. Παρατηρούμε ότι δεν κοιτάζονται μεταξύ τους. Γιαυτό το έργο του είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση «Είναι ο καλύτερος μου». Συνεχίζει να ζωγραφίζει περισσότερα τοπία από πρίν.
26 Μαρτίου ο πατέρας του πεθαίνει. Οι γείτονες του που τους αγαπούσε του συμπεριφέρονται δύσκολα. Ψάχνοντας να βρει μοντέλα, ο τοπικός παπάς έδινε χρήματα στους χωρικούς να μη του ποζάρουν! Αδύνατον να συνυπάρξουν. Του μένει να ζωγραφίζει τοπία. Αποφασίζει και πάει στην Αμβέρσα. Επισκεπτόταν μουσεία και καθηλωνόταν μπροστά στα έργα του Ρέμπραντ, ενώ η σκέψη του δεν έφευγε ούτε στιγμή από τον ζωγράφο Ντελακρουά. Η Αμβέρσα θα σημάνει και την αλλαγή στα θέματα των έργων του.

«Ανοιχτή Βίβλος, σβησμένο κερί και μυθιστόρημα» 1885

Το έργο που αφήνει πίσω το παρελθόν του ήταν μια νεκρή φύση. «Ανοιχτή Βίβλος, σβησμένο κερί και μυθιστόρημα» 1885. Το ανοιχτό μεγάλο βιβλίο, η Βίβλος συμβολίζει την θρησκευτική του ανατροφή και το πατρικό του. Το μυθιστόρημα είναι από τον αγαπημένο του συγγραφέα, τον Ζολά «Η χαρά της ζωής». Είναι κλειστό. Βιβλίο που ο πατέρας του έλεγε πως είναι έργο του διαβόλου. Τώρα αυτά τα δύο έρχονται αντιμέτωπα. Το σβησμένο κερί πάντα συμβόλιζε τον θάνατο. Η Βίβλος είναι ανοιγμένη στο κεφάλαιο LIII του Ησαΐα, όπου υπάρχει η προφητεία ότι «ο δούλος του Θεού θα περιφρονηθεί και θα απορριφθεί από τους ανθρώπους». Μήπως αυτό είναι μια έμμεση αναφορά για την δική του ζωή; 

"Ενα ζευγάρι παππούτσια" Παρίσι 1886

"Ενα ζευγάρι παππούτσια" Παρίσι 1887 (Βίνσεντ)

Αυτοπροσωπογραφία Βίνσεντ 1887



"Γυμνή γυναίκα" 1887

Πορτρέτο του μπάμπα Ταγκύ 1887 (Βαν Γκογκ) 

Στην Αμβέρσα αρχίζει να πειραματίζεται με τεχνικές. Διακοσμεί το δωμάτιο του με γιαπωνέζικες στάμπες, όπου έχουν έντονα χρώματα και θα τον επηρεάσουν στο έργο του , όπως και τα γεμάτα χρώματα και όγκους έργα του Ρούμπενς, που τώρα τα γνωρίζει. Όλους τους μήνες εκεί ήταν πάμφτωχος. Δεν τρεφόταν σωστά και λιποθυμούσε. Αποφασίζει να πάει στον αδελφό του στο Παρίσι. Θα μείνει μαζί του 2 χρόνια. Ήταν η εποχή που ο ιμπρεσιονισμός ήταν κάπως παρελθόν. Ο Μανέ δεν ζούσε πια. (Για τη βιογραφία του Μανέ πατήστε ΕΔΩ) Ο νεόιμπρεσιονισμός κάνει την εμφάνιση του. Το φώς ήταν η λέξη κλειδί για τους ιμπρεσιονιστές. Ο Βαν Γκόγκ τώρα και οι άλλοι καλλιτέχνες, θα φέρουν το απόλυτο λευκό στον πίνακα, την έκρηξη της φωτεινότητας.
Το πρώτο του έργο εκεί ήταν μια νεκρή φύση «Σκουμπριά, λεμόνια και ντομάτες» 1886. Φανερές οι επιρροές του από την ζωή του στην Αμβέρσα. Ο Βαν Γκόγκ θα θα φοιτήσει 3 μήνες στη σχολή του ζωγράφου Cormon. Εκεί έγινε φίλος με τον Τουλούζ Λωτρέκ και τον Μπερνάρ μέσα από τον Τεό. Τον Μπερνάρ θα τον γνωρίσει στο γνωστό μαγαζί του μπάρμπα Ταγκύ (που ανάφερα για αυτόν στην δημοσίευση μου για τον Σεζάν- Για βιογραφία του Σεζάν πατήστε ΕΔΩ). Γνώρισε και τον Γκωγκέν και τον ιμπρεσιονιστή Καμίγ Πισαρό. Μαζί όλοι σύχναζαν σε μικρά καφενεία και σε φθηνά εστιατόρια στην Μονμάρτη και στις όχθες του Σηκουάνα. Ονειρευόταν να φτιάξουν μια καλλιτεχνική κοινότητα , που όλοι μαζί θα δούλευαν. Δεν θα γίνει όμως αυτό πραγματικότητα.

Τέσσερα κομμένα ηλιοτρόπια 1887 ( Βαν Γκογκ)

"Ανθισμένη ροδακινιά 1888 (Βαν Γκογκ)


"Σπορέας το ηλιοβασίλεμα" 1888 (Βαν Γκογκ)

Ο Βίνσεντ , γνωρίζοντας το εμπόριο τέχνης, διοργάνωσε μια έκθεση το 1887. Μαζί με σχεδόν 100 έργα του εξέθεσε έργα και του Μπερνάρ, του Αντέκεν , του Τουλούζ Λωτρέκ και του Κόνινγκ. Ενδιάμεσα προστέθηκαν και κάποια του Γκωγκέν και του Πισαρό.
Συνεχίζει με μια δεύτερη έκθεση με γιαπωνέζικες στάμπες στο καφέ όπου έτρωγε και σε αντάλλαγμα έδινε έργα του. Τυχερός ο ιδιοκτήτης του καφέ αν τα κράτησε!!! 
Και συγκεκριμένα η ιδιοκτήτρια όπου την ζωγράφιζε πολλές φορές, όπως στο έργο του «Γυναίκα σε τραπέζι». Λέγεται πως ο Βίνσεντ είχε μια σύντομη σχέση μαζί της.
Βέβαια πουθενά δεν πουλήθηκε τίποτα από τις εκθέσεις από κανέναν καλλιτέχνη . Μόνο αντάλλαξαν κάποια έργα μεταξύ τους. 

«Αγαπημένε μου Τεό, σκέφτηκα τον Γκωγκέν και αν θέλει να έρθει εδώ, πρέπει να πληρώσουμε το ταξίδι του και να αγοράσουμε 2 κρεβάτια και 2 στρώματα. . Και με τα ίδια λεφτά που ξοδεύω για μένα, θα ζούμε και οι δυο. Το ξέρεις πως, πάντα θεωρούσα κουτό να ζουν οι ζωγράφοι μόνοι τους κτλ.. Χάνουμε τόσα όταν είμαστε απομονωμένοι. .. Με θλίβει να ξοδεύω μοναχός μου. Η μόνη γιατρειά μου είναι να βρω μια γυναίκα με λεφτά ή συντρόφους που να συνεταιριστούν μαζί μου για τους πίνακες. Την γυναίκα δεν την βλέπω πουθενά, αλλά βλέπω τους συντρόφους. .. ( Ο Γκωγκέν) λέει πως όταν οι ναύτες έχουν να σηκώσουν ένα πάρα πολύ βαρύ φορτίο.. τραγουδάνε όλοι μαζί για να πάρουν κουράγιο και να συντονίσουν τη προσπάθεια τους. Αυτό είναι που λείπει από τους καλλιτέχνες!... Πιστεύω πως μια ένωση θα μπορούσε να γίνει. . Οι καλλιτέχνες θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν αμοιβαία τη ζωή τους και ανεξάρτητα από τους εμπόρους, δίνοντας ο καθένας έναν σημαντικό αριθμό πινάκων στην εταιρία και να μοιράζονται από κοινού τα κέρδη..Θα ζούσαμε με κουράγιο και θα δημιουργούσαμε » και πάντα σε κάθε του γράμμα στον αδελφό του έγραφε κάτι σαν αυτό «Από το φόβο μου μη χαλάσω χρώμα, χάνω συχνά μια σπουδή».


Όσο για την ζωγραφική του εκείνη την εποχή έγραφε «Για δες! Να κατάφερνα να πετύχω ακριβώς τους τόνους του μπάρμπα Σεζάν!»Εκείνη την εποχή έφτιαξε το έργο του «Ο σπορέας». Έλεγε «αναρωτιέμαι αν θα είχα τη δύναμη που χρειάζεται για να μπορούσα να το φτιάξω.. Σχεδόν φοβάμαι να καταπιαστώ με αυτόν τον πίνακα.. Από καιρό επιθυμούσα να φτιάξω έναν σπορέα». «Όλος ο κόσμος θα βρει πως δουλεύω πάρα πολύ γρήγορα. Μην το πιστέψεις. Είναι η συγκίνηση, η ειλικρίνεια του αισθήματος για τη φύση.. και αν αυτές οι συγκινήσεις είναι κάποτε τόσο δυνατές ώστε να δουλεύουμε χωρίς να νοιώθουμε ότι δουλεύουμε, και όταν οι πινελιές έρχονται σε μια συνέχεια και συνέπεια, όπως οι λέξεις σε ένα λόγο ή σε ένα γράμμα, τότε πρέπει να θυμόμαστε πως δεν γινόταν πάντα έτσι και πως στο μέλλον θα υπάρξουν επίσης μέρες βαρύθυμες, χωρίς έμπνευση».

29 Ιουλίου 1888 «Η σαρακοφαγωμένη επίσημη παράδοση που μένει ακόμα όρθια, μα που είναι αδύναμη και στείρα στο βάθος, κάνει τους νέους ζωγράφους να εξακολουθούν να είναι μόνοι, φτωχοί και να τους μεταχειρίζονται σαν τρελούς. Και εξ αιτίας αυτής της μεταχείρισης γίνονται πραγματικά «τρελοί», τουλάχιστον όσον αφορά την κοινωνική τους ζωή»
«Πολλές μέρες περνούν χωρίς να μιλήσω σε κανέναν παρά μονάχα σαν θέλω να γυρέψω να φάω ή να πιω έναν καφέ. Και αυτό ήταν έτσι από την αρχή. Ως τώρα, η μοναξιά δεν με στενοχώρησε πολύ. Τόσο ενδιαφέρον έχει εδώ ο ήλιος!»
«Η ζωγραφική μου θα γίνει καλύτερη γιατί αυτή πια μου απομένει»

"Ο ταχυδρόμος Roulin" 1888

«Πόσο σύντομη μοιάζει με καπνό η ζωή! Αυτό όμως δεν είναι λόγος να περιφρονούμε τους ζωντανούς. Αντίθετα. Γιαυτό έχουμε δίκιο να αγαπάμε περισσότερο τους ζωγράφους, παρά τους πίνακες». Ξεχωριστή και σημαντική αυτή του η τοποθέτηση!!
«Αντί να ζητώ να αποδώσω ακριβώς αυτό που έχω μπροστά μου, χρησιμοποιώ το χρώμα πιο αυθαίρετα για να εκφραστώ έντονα»
«Η ζωγραφική θα έπρεπε να γίνεται με έξοδα της κοινωνίας για να μην επιβαρύνεται με αυτά ο καλλιτέχνης».

"Το κίτρινο σπίτι" (Έμενε στο πάνω διαμέρισμα) 1888

Φεβρουάριο του 1888 ο Βίνσεντ μετακομίζει στο Αρλ στο μικρό χωρίς έπιπλα σπίτι, το λεγόμενο «Κίτρινο σπίτι». Τότε έγραφε συνεχώς στον Τεό για να συγκατοικήσει με τον Γκωγκέν. Ο ταχυδρόμος που τελικά ζωγράφιζε και τον ίδιον και την οικογένεια του, ο Τζόζεφ Ρούλιν, έγινε ο καλύτερος του φίλος. Όταν ο Τεό του έδωσε 300 φράγκα για να επιπλώσει το σπίτι του, ο Βίνσεντ ένοιωσε τέτοια χαρά και ασφάλεια για αυτό το σπίτι που ήταν πια το αποκούμπι του, που όλα τα σπίτια στα έργα του τα ζωγράφιζε κίτρινα, λαμπερά!! Το «κίτρινο σπίτι» συμβόλιζε την εξασφάλιση της ευτυχίας.

"Νυχτερινό καφενείο" 1888 

Ο Γκωγκέν ήρθε τελικά να μείνει μαζί με τον Βαν Γκόγκ στις 32-10-1888. Αυτός όμως πίστευε ότι ήταν μια ιδιοφυία που απλά δεν τον ανακάλυψαν ακόμα. Είχε και αυτός την ίδια επιθυμία με τον Βαν Γκόγκ για την κοινότητα καλλιτεχνών αλλά σκοπός του ήταν η δική του αναδείξη. Να ξεφύγει από την πείνα, τις αρρώστιες που τον κυνηγούσαν μέσα στη φτώχεια του. Τον Βίνσεντ δεν τον ήθελε σαν μέλος σε κάτι τέτοιο! Ούτε καν εκτιμούσε το έργο του. Όμως ο Βίνσεντ μη γνωρίζοντας τα παραπάνω, συνεχώς έγραφε στον αδελφό του για τον Γκωγκέν πως θα έπρεπε να τον βοηθήσουν με κάθε τρόπο. Ακόμα και όταν του είχε δώσει ο Τεό λεφτά για να επιπλώσει το κίτρινο σπίτι, ο Βίνσεντ πήρε τα πιο αναπαυτικά έπιπλα για τον φίλο του και ο ίδιος αρκέστηκε μόνο σε ένα κρεβάτι και στο πιο μικρό δωμάτιο. 

"Βεράντα καφενείου τη νύχτα" 1888

«Αυτοπροσωπογραφία με μανταρισμένο αυτί»

Την περίοδο της άφιξης του φίλου του στο σπίτι, ζωγράφιζε συνεχώς ηλιοτρόπια. Μαζί δούλεψαν κάποια κοινά θέματα, σύγκριναν και διαφωνούσαν καλλιτεχνικά. Αρχικά ο Βίνσεντ παραδεχόταν τις θεωρίες του Γκωγκέν. Όμως, επειδή είχε πια διαμορφωθεί μέσα του και καλλιτεχνικά, αυτό έφτασε σε ένα αδιέξοδο. Δεν ταίριαζαν τελικά. Η σύγκρουση γενικεύτηκε. Σε αυτό βοήθησε και ο κακός καιρός που τους ανάγκαζε να μένουν μέσα στο σπίτι ακόμη και για μέρες.

23 Δεκέβρη του 1888. Η σύγκρουση μεταξύ τους κορυφώθηκε. Ο Γκωγκέν βγαίνει από το σπίτι έξαλλος. Αποφασίζει αυτή τη νύχτα να την περάσει σε ξενοδοχείο. Γυρίζοντας στο σπίτι το πρωί, βλέπει την αστυνομία να είναι εκεί. Τι είχε συμβεί; Ο Βίνσεντ είχε κόψει την προηγούμενη νύχτα ένα κομμάτι από το αυτί του το οποίο πήγε και το προσέφερε σε μια πόρνη της γειτονιάς και έπειτα γύρισε στο σπίτι του. Τηλεγραφούν στον Τεό που έρχεται αμέσως. Ο Γκωγκέν είχει φύγει κρυφά. Δεν νομίζω ότι έκανε το πιο σωστό.
Ο Βίνσεντ έμεινε στο νοσοκομείο 2 εβδομάδες. Γυρνώντας σπίτι του ζωγραφίζει το «Αυτοπροσωπογραφία με μανταρισμένο αυτί». Μετά από το γεγονός θα μείνει στην πλήρη απομόνωση. Ποίος καλλιτέχνης θα ερχόταν κοντά του; Υποφέρει. Επιστρέφει στο νοσοκομείο όπου τον φροντίζουν κάποιοι άνθρωποι επιτέλους. Δεν είναι μόνος. Αυτοί είναι ο γιατρός και ένας παπάς. Τον επισκεπτόταν και ο φίλος του ο ταχυδρόμος. Πονετικός άνθρωπος. Όμως, το γεγονός του γάμου του αδελφού του τον φοβίζει πως θα χάσει τον μόνο άνθρωπο που τον στήριζε, που τον αγαπούσε. Φρικτό. Αγωνία για τον αδελφό του, απογοήτευση για την μη υλοποίηση της κοινότητας των καλλιτεχνών, απόρριψη από την κοινωνία. Πάλι η απειλή της απόλυτης μοναξιάς μπροστά του. Για να την αποφύγει, αποδέχεται πως είναι άρρωστος. « Είμαι έτοιμος να παίξω τον ρόλο του τρελού, αν και δεν έχω τη δύναμη που απαιτεί ένας τέτοιος ρόλος». Και μη μπορώντας να ζήσει μόνος του έτσι, προτείνει ο ίδιος να μπει σε ένα άσυλο για 3 μήνες. Ήταν 36 χρ. Παρόλα αυτά, ξεκινά πάλι να ζωγραφίζει.

Η αυλή του ασύλου 1889 (Βαν Γκογκ)

8 Μαΐου του 1889 πηγαίνει στο άσυλο Άγιος Παύλος στην Προβηγκία. Αρχές Ιουνίου του έδωσαν την άδεια να ζωγραφίζει εκτός ασύλου με μια νοσοκόμα μαζί για συνοδεία. Τι υπέροχα που θα ήταν να βλέπεις τον Βίνσεντ να ζωγραφίζει!! Ο Τεό του έστελνε τακτικότατα γράμματα για να τον ενημερώνει για τα τεκταινόμενα στο Παρίσι. Κάποιοι κριτικοί τέχνης μάλιστα είχαν γράψει σχετικά για τα έργα του. Προφανώς θετικά γιατί ο Τεό του τα έστειλε αμέσως. Αλληλογραφούσε και με τον Μπερνάρ και τον Ρασέλ.
Το 1889, ο πίνακας του «Το κόκκινο αμπέλι» τον αγόρασε για 400 φράγκα η ζωγράφος Άννα Μπόστ. Άρα είναι μύθος ότι δεν πούλησε κανένα έργο του όσο ζούσε.
Στο άσυλο, μέχρι να του δώσουν την άδεια να ζωγραφίζει στην ύπαιθρο, μη έχοντας και μοντέλα, αναζήτησε τα θέματα του σε χαρακτικά που ήταν βασισμένα στην «Πιετά» του Ντελακρουά. Έτσι ζωγράφισε και το «Ο καλός Σαμαρείτης». Ασχολιόταν συχνά με θρησκευτικά θέματα. Συνέθετε επίσης έργα από μνήμης, όπως έλεγε. Σχεδίαζε ξανά χωρικούς να δουλεύουν και αγροτόσπιτα, όπως όταν ξεκίνησε.

"Η ανάσταση του Λαζάρου"

Σαν τη Πιετά του Ντελακρουά

"Ο καλός Σαμαρείτης"

Είναι η στιγμή που ανακαλύπτει την έντονη κίνηση για τους πίνακες του. Έχει δυο υφολογικές επιλογές. Πρώτον τις ελικοειδής, κυματιστές καμπύλες και δεύτερον την γραμμοσκίαση με έντονες και κοφτές πινελιές. Κορυφαίο του έργο που είχε τα παραπάνω είναι η «Έναστρη νύχτα»!!! Εδώ αποφεύγει να μιμηθεί τη φύση. Οι φόρμες και τα χρώματα είναι της φαντασίας του. Δημιουργεί μια φοβερή ατμόσφαιρα!! 

«Μεσημεριανός ύπνος» 1890

Το 1890 ζωγραφίζει τον «Μεσημεριανό ύπνο» με βάση του το έργο του Μίλε. Εδώ, άνθρωπος και φύση γίνονται ένα. 
Μετά από λίγο έπαθε νέα κρίση φοβούμενος την μοναξιά. Πανικοβαλλόταν από αυτό και φοβόταν τον θάνατο. Σαν αντίδραση σε αυτά τα φοβερά που ένοιωθε αυτός ο μοναδικός άνθρωπος, είχε εκρήξεις οργής. Αποφασίζει να φύγει οριστικά από το άσυλο που δεν του πρόσφερε την αγάπη που αναζητούσε για να ηρεμίσει η ψυχή του. Ταξιδεύει και επισκέπτεται τον αδελφό του στο Παρίσι και την οικογένεια του.

Ο γιατρός Γκασέ - Ιούνιος 1890

Από τον Μάιο του 1890 ο γιατρός και ερασιτέχνης ζωγράφος Γκασέ (που έχω αναφέρει και στην βιογραφία του Σεζάν) αναλαμβάνει την φροντίδα του. Ο Βίνσεντ νοικιάζει ένα δωμάτιο και αρχίζει να ζωγραφίζει. Τώρα είχε ένα νέο υλικό. Νέο τοπίο! Ζωγράφιζε ακατάπαυστα. Η ζωγραφική ήταν η ζωή του. Μέσα σε 70 μέρες ζωγράφισε 80 πίνακες!! Ο Βίνσεντ ζωγραφίζει τον μελαγχολικό γιατρό Γκασέ. Η τέχνη τους ένωνε και ο Βίνσεντ χαιρόταν ιδιαίτερα που επιτέλους ένας άνθρωπος καταλάβαινε τη δουλειά του. Ξέχασε αυτή τη βαριά μοναξιά που τον τάραζε. Όχι όμως για πολύ. Τα έντονα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Τεό με την οικογένεια του και τη δουλειά του αναστάτωσαν ξανά τον Βαν Γκόγκ. Όταν απειλούταν ο Τεό αυτό σήμαινε πως απειλούταν και ο Βίνσεντ. Λογικό. Ψυχράνθηκε με τον Γκασέ που είχε σταματήσει να έχει επαφές μαζί του. Ξανά στην απειλή της απόλυτης μοναξιάς. 

«Κοράκια στα σταυροχώραφα» 1890

Ένα μήνα πριν πεθάνει ζωγραφίζει το «Κοράκια στα σταυροχώραφα» όπου αντανακλά την πονεμένη του ψυχή εκείνη τη περίοδο. Η παλέτα του έχει μόνο τα 3 βασικά χρώματα και το συμπληρωματικό πράσινο. Πού τελειώνει ο ορίζοντας και πού το μονοπάτι; Και ανάμεσα σε όλα αυτά, ένα σμήνος από κοράκια να πετούν.
Η κατάσταση του ήταν απελπιστική. Όμως κάνει εντύπωση: Δεν είχε μάθει να την διαχειρίζεται έστω και στην μεγαλύτερη ένταση της; Ή μήπως θα πρέπει να αναρωτηθούμε για το: ποια είναι η ευθύνη των ανθρώπων που δεν ήταν κοντά του και τον αφήναν μόνο του να απελπίζεται; 27 Ιουλίου του 1890 ο Βαν Γκόγκ αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος αλλά κατάφερε να γυρίσει στο πανδοχείο. Ο Γκασέ τον φροντίζει. Ο Τεο καταφθάνει αμέσως. Ο Βίνσεντ μπορεί να του μιλήσει. Την επόμενη μέρα πέθανε. Όχι όμως μόνος. Ο αδελφός του, του κρατούσε το χέρι. 
Σύμφωνα με νεότερη έρευνα,οι Στίβεν Ναϊφέ και Γκρέγκορι Γουάιτ Σμιθ (βραβευμένοι με Πούλιντζερ) μαζί με μια ομάδα 20 ερευνητών και μεταφραστών, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Βαν Γκόγκ δεν αυτοκτόνησε. Στο βιβλίο τους «Vincent Van Gogh: A Life», υποστηρίζουν ότι ο Βαν Γκογκ σκοτώθηκε από χαλασμένο όπλο, με το οποίο έπαιζαν δύο έφηβοι και για να τους «καλύψει» άφησε να εννοηθεί ότι αυτοπυροβολήθηκε.

Στην κηδεία του θα παρευρεθουν ο Τεό, ο γιατρός Γκασε, ο Μπερνάρ και ο μπάρμπα Ταγκυ.
Ο θάνατος του Βίνσεντ ήταν καθοριστικός για την ήδη ταραγμένη υγεία του Τεό. Πέθανε και αυτός μετά από 6 μήνες. Θαφτήκαν δίπλα δίπλα. Όσο ζούσαν και οι δυο, ο Τεό ήταν η συναισθηματική, η οικονομική στήριξη για τον Βίνσεντ αλλά και ο άνθρωπος που τον βοηθούσε να ξεκαθαρίσει τις απόψεις του για την τέχνη.

Έναστρη νύχτα" 1889

Καβούρι

"Γέρος σε θλίψη" 1890

"Η κρεβατοκάμαρα του Βίνσεντ στο Αρλ" 1889

"Τα πρώτα βήματα" 1890

Ο Βίνσεντ αγάπησε βαθιά τον άνθρωπο και την ζωή. Στην τέχνη του αναζήτησε την παρηγοριά για μιαν αγάπη από έναν κόσμο που συνεχώς τον απέρριπτε. Στη ζωγραφική του δημιουργούσε τον δικό του κόσμο που ήταν γεμάτος συναισθήματα, χρώματα και κίνηση.
Πρίν λίγο καιρό, μελετήσαμε μαζί τον Πικάσο ο οποίος είχε μια ζωή, άκρως αντίθετη από του Βαν Γκόγκ. Τώρα που μελετάμε μαζί και τη ζωή του Βαν Γκόγκ , ποίος νομίζετε ότι θα μπορούσατε να είχατε για φίλο σας από τους δύο; Ποίον θεωρείτε πιο αξιόλογο άνθρωπο όπου είχε να προσφέρει κάτι για να γίνει καλύτερος ο κόσμος; Και αφού απαντήσουμε σε αυτό, πρέπει να απαντήσουμε και στο : Θα τον είχαμε φίλο μας αν ζούσε σήμερα ή θα τον καταδικάζαμε σε θάνατο με την απόρριψη μας; 

"Πρωινό:Ενα ζευγάρι πάει στη δουλειά" 1890

Αυτά ήθελα να μοιραστώ μαζί σας από την ζωή αυτού του σπουδαίου καλλιτέχνη, αλλά κυρίως σπουδαίου ανθρώπου!!! Είναι σαν να σας έχω παρουσιάσει τον φίλο μου και κάπως τον εαυτό μου. Δείξε μου τον φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι!!...
Εσείς φίλοι μου, έχετε κάποιες σχετικές σκέψεις να μοιραστείτε μαζί μου;
Τι γνώμη έχετε για την τέχνη που διακινείται με αστρονομικά ποσά και απευθύνεται μόνο σε μια πολύ μικρή μερίδα ανθρώπων; Ο Βαν Γκόγκ ονειρευόταν η τέχνη να γίνει προσιτή στο ευρύ κοινό με συλλογικό τρόπο που να μην αποκλείεται κανείς. Μήπως θα έπρεπε να το επιχειρήσουμε εμείς στις μέρες μας; 

ΠΗΓΗ: http://texni-zoi.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον