Απεβίωσε ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ το 1952.
Επινόησε το μοντεσσοριανό παιδαγωγικό σύστημα, γνωστό και ως «μοντεσσοριανή μέθοδος», το οποίο αποτέλεσε πρωτοπορία για την εποχή του και εξακολουθεί να εφαρμόζεται και σήμερα σε αρκετά σχολεία, τα επονομαζόμενα «μοντεσσοριανά» ή «μοντεσσοριανές σχολές».
Maria Montessori: η μέθοδος της παιδαγωγικής πέρα από τα όρια του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η Μαρία Μοντεσσόρι, της οποίας η προσωπικότητα και το έργο αποτελούν σημαντικό σταθμό στη μελέτη της σύγχρονης παιδαγωγικής σκέψης, γεννήθηκε στην επαρχία Chiaravalle της Ιταλίας το 1870.
Σπούδασε ιατρική, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1896. Η επιθυμία και η ανάγκη της για βαθύτερη παιδαγωγική μόρφωση την οδήγησαν να εγγραφεί το 1902 στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ρώμης, όπου σπούδασε Παιδαγωγική, Φιλοσοφία και Ψυχολογία.
Στην ψυχιατρική κλινική του Πανεπιστημίου είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί με παιδιά με νοητική υστέρηση. Τότε διαπίστωσε ότι η Παιδαγωγική πρέπει να συνεργαστεί με την Ιατρική για την θεραπεία αυτών των παιδιών γιατί, ακόμα και αυτά τα άτυχα παιδιά, όταν ενθαρρύνονταν κατάλληλα, αποκτούσαν ένα αυθόρμητο ενδιαφέρον στη μάθηση και μία αυθόρμητη αυτοπειθαρχία.
Η Μοντεσσόρι ίδρυσε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για τη μελέτη των προβλημάτων των τροφίμων του φρενοκομείου της Ρώμης. Στο ινστιτούτο αυτό δίδαξε και η ίδια και εφάρμοσε τη μέθοδό της, την οποία ύστερα θέλησε να εφαρμόσει και στα ομαλώς αναπτυσσόμενα άτομα. Η Μ. Μοντεσσόρι αναρωτιέται : «ενώ όλοι θαύμαζαν τα καθυστερημένα παιδιά του σχολείου μου, εγώ αναζητούσα τις αιτίες που κρατούσαν τόσο πίσω τα γερά και ευτυχισμένα παιδιά των κανονικών σχολείων που στα τεστ νοημοσύνης ήταν ίσα με τους δικούς μου δύστυχους μαθητές».
Όσο περισσότερο εμβάθυνε στην ανώμαλη αυτή κατάσταση, τόσο περισσότερο δυνάμωνε η πεποίθησή της ότι η αιτία βρισκόταν σε κάποια διαφορά στις εκπαιδευτικές αρχές.
Έτσι το 1909, όταν η Μοντεσσόρι εγκατέλειψε τη δουλειά της με τα παιδιά στο επανορθωτικό σχολείο της Ρώμης, δούλευε κιόλας στο μυαλό της την ιδέα μιας διαφορετικής εκπαιδευτικής αγωγής των παιδιών στα σχολεία. Έτσι, σαν υφηγήτρια του Πανεπιστημίου της Ρώμης επέτεινε τη δράση της στην ίδρυση και οργάνωση κέντρων προσχολικής αγωγής, τα οποία ονόμασε «σπίτια του παιδιού» και στο συγγραφικό της έργο, το οποίο την κατέστησε διεθνώς γνωστή, ιδιαίτερα το περίφημο επιστημονικό της σύγγραμμα «η μέθοδος της επιστημονικής παιδαγωγικής και το σπίτι των παιδιών».
Οι εμπνευσμένες εκπαιδευτικές ιδέες της Μ. Μοντεσσόρι έπιασαν βαθιές ρίζες σε όλο τον κόσμο και αποδείχτηκε ότι μπορούν να έχουν καθολική εφαρμογή, ανεξάρτητα από χώρα και φυλή. Με το σύστημά της απέβλεψε στο σεβασμό της αναπτύξεως του παιδιού, στη βοήθεια να εκδηλώσει τις ικανότητές του και στην εδραίωση, μέσω της υγιούς, δίκαιας και δημοκρατικής αγωγής, μιας ειρηνικής ανθρωπότητας, στην οποία ο εγωισμός, οι ανισότητες, οι πόλεμοι και η άσκηση βίας, με οποιοδήποτε τρόπο, δε θα έχουν θέση.
Το Μοντεσσοριανό σύστημα κυρίως αναφέρεται στην αγωγή των αισθήσεων, στην αγωγή των μυών, στην αγωγή της ευφυΐας και στην αγωγή των κοινωνικών συναισθημάτων και της ηθικής βουλήσεως.
Επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, από χώρα σε χώρα, σε ειρηνικούς και εμπόλεμους καιρούς, η Μοντεσσόρι δε σταμάτησε ούτε στιγμή τις εκπαιδευτικές περιοδείες και τις έρευνές της. Ήταν τόσες πολλές οι προσκλήσεις από την Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία, που μη μπορώντας να τις αποδεχτεί όλες έλεγε: «έχω τόση πρακτική δουλειά να κάνω που δεν μπορώ να μιλώ όλη την ώρα». Η Μοντεσσόρι είδε ότι η μέθοδός της θα εκτεινόταν πέρα από τα όρια του εκπαιδευτικού συστήματος και θα έφερνε αλλαγές και στο σπίτι και τελικά και μέσα στην κοινωνία. Καταλάβαινε ότι αυτό έκρυβε τον κίνδυνο παρανόησης και κακής εφαρμογής των αρχών της μεθόδου της. Έτσι, για τα επόμενα σαράντα χρόνια της ζωής της αφοσιώθηκε στο συγγραφικό έργο. Τόσο τεράστιο και πολύμορφο είναι το παραγωγικό της έργο, που θα χρειαστούν πολλά χρόνια μέχρι να γίνει καθολικά γνωστό και να εφαρμοστεί στο χώρο της εκπαίδευσης. Ενώ θα χρειαστούν πολλαπλάσια χρόνια για να εφαρμοστούν στη ζωή της οικογένειας και στην κοινωνία. Ένα τεράστιο μέρος των γραπτών της παραμένουν ατακτοποίητα και αδημοσίευτα.
Η παιδαγωγική της Μοντεσσόρι βασίζεται σε επιστημονικές αρχές, οι οποίες αναφέρονται στη γνώση της φύσης και της εξέλιξης του παιδιού. Η φιλοσοφική και ψυχολογική βάση στη μέθοδό της είναι το άτομο, σαν πυρήνας της κοινωνίας και η ελευθερία του. Εδώ το παιδί θα εκφράσει τις ανάγκες του, θα εκδηλώσει τις κλίσεις του, θα αναπτύξει τις ικανότητές του. Από την ελεύθερη συνάντηση με το περιβάλλον θα προέλθει η ελεύθερη ενέργεια και δράση του παιδιού και η ελεύθερη αυτοέκφρασή του. Η αυταξία της παιδικής ηλικίας συνδέεται με την αυτοανάπτυξη και την αυτοαγωγή του παιδιού, πράγμα που σημαίνει αυτοδιδασκαλία. Σύμφωνα με αυτά, η μάθηση στο σύστημα της Μοντεσσόρι δεν έχει την έννοια της διδασκαλίας, αλλά της δημιουργίας ενός παιδευτικού περιβάλλοντος κατάλληλα οργανωμένου για τις ανάγκες του πειραματισμού, της δράσης και της εξέλιξης του πνεύματος του μαθητή.
Η μέθοδος της Μοντεσσόρι βασίστηκε στην υπομονετική παρατήρηση της φύσης του παιδιού και αποκάλυψε ότι τα παιδιά έχουν το δικό τους ρυθμό ανάπτυξης μέσα από μία σειρά από αισθητήριες περιόδους, όπου αποκτούν έντονη επίγνωση της γλώσσας, της τάξης, των δικών τους αισθήσεων και της κοινωνίας. Επίσης αναδείχτηκε η ακατανίκητη ανάγκη του παιδιού να μάθει με την άσκηση, δοκιμάζοντας στην πράξη τις δυνάμεις του. Αποκάλυψε την κλίση και αγάπη του παιδιού για δουλειά που το απασχολεί σωματικά και πνευματικά και τη μεγάλη του ικανότητα για συγκέντρωση. Η χαρά που νιώθει το παιδί από τη δουλειά που αναλαμβάνει να κάνει είναι απροσμέτρητη. Έτσι, μέσα από τη μοντεσσοριανή μέθοδο, οι αίθουσες των σχολείων μεταμορφώθηκαν από ανιαρούς πειθαρχημένους χώρους σε ζωηρόχρωμες, απλές και ανεπίσημες παιδικές εστίες. Η μέθοδος της Μοντεσσόρι, ενώ προσφέρει στα παιδιά το μάξιμουμ του αυθορμητισμού, δεν παύει να τα κάνει ικανά να φθάσουν ακόμη και σε υψηλά επίπεδα ακαδημαϊκής μόρφωσης.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της συνήθιζε να περιγράφει τη λειτουργία της εκπαίδευσης σαν «βοήθεια στη ζωή». Η εκπαίδευση, όπως και η ιατρική, είναι μία τέχνη που συνεπάγεται τη συνεργασία με τη φύση. Πραγματικά όσο πιο βαθιά εισχωρεί κανείς στις ιδέες της τόσο περισσότερο βρίσκεται μπροστά στην παρουσία του μυστηρίου και των κρυφών και δημιουργικών δυνάμεων της φύσης. Σύμφωνα με την Μοντεσσόρι, είναι απαραίτητο να δώσουμε στο παιδί την ευκαιρία να αναπτυχθεί σύμφωνα με τους νόμους της φύσης. Όλα τα άλλα έρχονται σαν συνέπεια κυριαρχεί πάνω στο σώμα του , κινείται όπως θέλει και ξέρει να παρατηρεί τον εαυτό του. Μπορούμε να δούμε ότι έφθασε στην κυριαρχία αυτή από το γεγονός ότι είναι ικανό να έχει απόλυτη ηρεμία. Η κυριαρχία που μπορεί να κατακτήσει ένα παιδί είναι συχνά ανώτερη από αυτή του ενηλίκου. Τα παιδιά που είναι αυτοπειθαρχημένα είναι προς το δρόμο της φυσικής ψυχικής ανάπτυξης. Μπορούν να υπακούσουν στη θέληση κάποιου, επειδή έχουν υποτάξει τη δική τους θέληση πρώτα: Η υπακοή και η πειθαρχία δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια μορφή ψυχικής επιδεξιότητας που προϋποθέτει ψυχική ισορροπία.
Τα παιδιά στα πειραματικά σχολεία της Μοντεσσόρι, που ήταν τόποι όπου μπορούσαν να εργάζονται ήρεμα, να αποκαλύπτουν τον εαυτό τους και να απελευθερώνουν το καταπιεσμένο τους πνεύμα, εκδήλωναν τρόπους συμπεριφοράς και δράσης ξένους προς την παιδική ηλικία. Αυτό στάθηκε αφορμή για σκέψη πάνω σε σοβαρά εκπαιδευτικά λάθη πάνω στα πιο λεπτά και εύπλαστα μέλη της ανθρώπινης κοινωνίας. Τα παιδιά στα σχολεία αυτά δεν έδειχναν ενδιαφέρον για παραμύθια και ιστοριούλες . Εκείνο που διαρκώς επιζητούσαν ήταν να απελευθερωθούν από τους ενήλικες και να δράσουν μόνα τους, εκδηλώνοντας την αντίθεσή τους σε κάθε προσπάθεια βοήθειας που τους προσφέρονταν. Ήταν ήρεμα, απορροφημένα από τη δουλειά τους, φτάνοντας σε ένα εκπληκτικό επίπεδο παιδικής γαλήνης. Όταν τα παιδιά ολοκλήρωναν κάποια δουλειά, φαίνονταν ήρεμα, ξεκούραστα και βαθύτατα ευχαριστημένα.
Σημαντική διαπίστωσή της ήταν ότι το παιδί χρησιμοποιεί αυτά που μαθαίνει για λογαριασμό άλλων παιδιών που δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά. Επιπλέον δε θεωρεί τη δουλειά που έκανε ανταμείψιμη. Είναι η ίδια η δουλειά που ανταμείβει το παιδί.
Η έρευνα για την ανακάλυψη του πραγματικού παιδιού, που κρύβεται πίσω από αυτό που διαμόρφωσαν οι μεγάλοι, αποτελούσε πάντα το κέντρο των προσπαθειών της Μοντεσσόρι. Για αυτήν κανένα κοινωνικό πρόβλημα δεν είναι τόσο παγκόσμιο και τόσο καθολικό όσο το πρόβλημα της καταπίεσης του παιδιού.
Το παιδί που ζει σε ένα περιβάλλον που δημιούργησαν οι μεγάλοι με το δικό τους τρόπο ζωής δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις δικές του φυσικές και ψυχικές ανάγκες. Καταπιεσμένο από έναν πανίσχυρο ενήλικα που του λυγίζει τη θέληση και το υποχρεώνει να προσαρμοστεί σε ένα εχθρικό περιβάλλον, δεν μπορεί να αναπτυχθεί διανοητικά και ηθικά.
Θέση της Μοντεσσόρι είναι ότι οι μεγάλοι θα πρέπει να εγκαταλείψουν το ρόλο τους σαν δεσμοφύλακες και να περιορίσουν την εξαντλητική για το παιδί παρουσία τους, την επιτήρηση και την καθοδήγηση.
Στην πραγματικότητα, ολόκληρο το έργο της Μοντεσσόρι θα μπορούσε να συνοψιστεί στην προσπάθειά της να τερματίσει τον προαιώνιο αγώνα που εξακολουθεί να μαίνεται ανάμεσα στο παιδί και τον ενήλικα, ένας αγώνας που δεν είναι λιγότερο πραγματικός, επειδή διεξάγεται στο υποσυνείδητο.
Αρχή και βάση του έργου της Μοντεσσόρι είναι η απελευθέρωση της εσωτερικής ζωής του παιδιού. Η ελευθερία είναι η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία μπορεί να αναπτυχθεί πολυδιάστατα ένα παιδί, και το πείραμα η βασική μεθοδολογία. Μία από τις θεμελιώδεις αρχές της ήταν η εμπιστοσύνη στο αυθόρμητο ενδιαφέρον του παιδιού σαν βασικό κίνητρο για τη μάθηση.
Η Μοντεσσόρι έβλεπε σαν στόχο της ελευθερίας, την τάξη της εσωτερικής ζωής του παιδιού και την ισορροπία ανάμεσα στις πιο υψηλές δραστηριότητες του μυαλού του και τις πρωτόγονες δραστηριότητες των αισθήσεών του.
Η μέθοδός της αναπτύσσει στο σύνολό της την προσωπικότητα του παιδιού, όχι μόνο τις διανοητικές λειτουργίες του αλλά και τις δυνάμεις συλλογισμού, της πρωτοβουλίας και της ανεξάρτητης εκλογής, με τα συναισθηματικά τους συμπληρώματα.
Για τη Μοντεσσόρι, η εκπαίδευση απαιτεί την αξιοποίηση των εσωτερικών δυνάμεων του παιδιού για τη δική του καθοδήγηση. Η προσοχή πρέπει να διεγερθεί προοδευτικά, για να αναπτυχθούν οι δυνάμεις της συγκέντρωσης.
Το πιο δύσκολο πράγμα για το δάσκαλο είναι να κατανοήσει ότι, επειδή το παιδί προοδεύει, αυτός πρέπει να συγκρατείται και να αποφεύγει να δίνει οδηγίες. Πρέπει να στηρίξει την πίστη του στις λανθάνουσες δυνάμεις του παιδιού.
Ο δάσκαλος πρέπει να αφιερωθεί στην καλυτέρευση της ανθρωπότητας. Πρέπει να είναι σαν την Εστιάδα που κρατούσε την ιερή φλόγα, που άλλοι είχαν ανάψει, καθαρή και αμόλυντη. Ο δάσκαλος πρέπει να τάξει τον εαυτό του στη διατήρηση της φλόγας της εσωτερικής ζωής, σε όλη την καθαρότητά της. Αν αυτή η φλόγα εγκαταλειφθεί, θα σβήσει και ποτέ δε θα ανάψει ξανά.
Η Μοντεσσόρι ανακάλυψε ότι το παιδί διαθέτει διαφορετικές και ανώτερες ιδιότητες από αυτές που συνήθως του αποδίδουμε εμείς. Το παιδί αναζητεί να εναρμονιστεί με τον τύπο των ανθρώπινων υπάρξεων που το περιβάλλουν, και το κατορθώνει. Υπάρχουν όμως εσωτερικές ανάγκες, για τις οποίες το παιδί χρειάζεται απόλυτη μοναχικότητα και εσωτερική απομόνωση. Αν κάποιος άλλος παρέμβει, όλα καταστρέφονται. Αυτό το βαθμό σκέψης μπορούν να τον φτάσουν μόνο απελευθερώνοντας τον εαυτό τους από τον εξωτερικό κόσμο, και χρειάζεται να τραφεί με το εσωτερικό πνεύμα, που με τη σειρά του απαιτεί ήρεμο και γαλήνιο περιβάλλον. Βρίσκουμε στα παιδιά αυτή τη δύναμη της σκέψης, αυτό το βύθισμα του πνεύματος μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό.
Για τη Μοντεσσόρι, υπάρχει μία αυστηρή σχέση ανάμεσα στη χειρωνακτική εργασία και τη συγκέντρωση του πνεύματος. Η ζωή του πνεύματος προετοιμάζει την ενεργό δύναμη για την καθημερινή ζωή, και από τη μεριά της η καθημερινή ζωή ενθαρρύνει τη σκέψη μέσα από την καθημερινή εργασία.
Ανάπαυση δε σημαίνει ολοκληρωτική νωθρότητα. Τα νεύρα μας δεν αναπαύονται, αν παραμείνουμε ακίνητοι. Η ανάπαυση έρχεται όταν βραδύνουμε το ρυθμό της δουλειάς. Με τον τρόπο αυτό, βρίσκουμε ανάπαυση στη διανοητική απασχόληση που δυναμώνει το πνεύμα. Τα παιδιά που έχουν φτάσει σε αυτό το επίπεδο προσανατολίζονται τόσο πολύ προς τη δουλειά, χειρωνακτική ή διανοητική, που δεν ξέρουν πώς να υπάρξουν, αν δεν έχουν κάτι να κάνουν.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η Μαρία Μοντεσσόρι έθεσε τις βάσεις για μία νέα αγωγή, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ελευθερία στην έκφραση, ανανέωσε και επαναστατικοποίησε τις εκπαιδευτικές αντιλήψεις, μιλώντας για τη δυνατότητα του παιδιού να διδάσκεται μόνο του. Κατάφερε να μετατρέψει τη διδασκαλία σε παιχνίδι ενδιαφέροντος ανάμεσα στο διδάσκοντα και το διδασκόμενο. Τελικά, έδωσε στο παιδί τη θέση που του αξίζει στην κοινωνία των ανθρώπων μαζί με τη βεβαιότητα ότι τέτοια παιδιά μπορούν να υποσχεθούν ένα μέλλον καλύτερο για τον εαυτό τους και για την ανθρωπότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΑΓΩΓΗΣ, Μαρία Μοντεσσόρι, Εκδόσεις Γλάρος
- ΝΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΟΥΜΕ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ, Μαρία Μοντεσσόρι, Εκδόσεις Γλάρος
- ΝΑ ΧΤΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ, Μαρία Μοντεσσόρι, Εκδόσεις Γλάρος
- Η εξέλιξη της παιδαγωγικής σκέψης τ.β΄(17ος - 20ος αι.), Αντώνης Δανασσής Αφεντάκης, Αθήνα 1980
Η Μαρία σε ηλικία τριών ετών μετακόμισε με την οικογένειά της στη Φλωρεντία και το 1875 στη Ρώμη, λόγω της δουλειάς του πατέρα της. Τον επόμενο χρόνο πήγε στο δημοτικό σχολείο, από το οποίο αποφοίτησε το 1883 με ιδιαίτερες επιδόσεις στο μάθημα των Οικιακών. Το 1883 γράφτηκε στο Τεχνικό Σχολείο «Μικελάντζελο Μπουοναρότι», όπου διδάχτηκε ιταλικά, μαθηματικά, λογιστικά, ιστορία και γεωγραφία. Το 1886 συνέχισε τις σπουδές της στο Τεχνικό Σχολείο «Λεονάρντο Ντα Βίντσι», όπου διδάχθηκε ιταλικά, μαθηματικά, ιστορία, γεωγραφία, γεωμετρία, γραμμικό και ελεύθερο σχέδιο, φυσική, χημεία, ζωολογία, φυτολογία και ξένες γλώσσες.
Αποφοίτησε το 1890 με δίπλωμα στη φυσική και τα μαθηματικά και τον ίδιο χρόνο επιχείρησε να γραφτεί στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου «Λα Σαπιέντσα» της Ρώμης, μία ασυνήθιστη επιλογή για γυναίκα της εποχής της. Δεν έγινε δεκτή αμέσως και παρακολούθησε ένα πρόγραμμα σπουδών που περιελάμβανε φυτολογία, ζωολογία, πειραματική φυσική, ιστολογία, ανατομία, χημεία, Ιταλικά και Λατινικά. Το 1893 πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις και δεν μπόρεσαν να της αρνηθούν την εγγραφή της στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ρώμης.
Από την αρχή αντιμετώπισε την εχθρότητα μερίδας των συμφοιτητών της, αλλά και των καθηγητών, γρήγορα όμως τους κέρδισε με τις επιδόσεις της. Το 1896 αποφοίτησε με τις ειδικότητες του παιδιάτρου και της ψυχιάτρου, έχοντας κλινική εμπειρία κατά τη διάρκεια των σπουδών της. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα που έλαβε πτυχίο ιατρικής από Ιταλικό Πανεπιστήμιο. Την ίδια χρονιά διορίστηκε βοηθός στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου της Ρώμης, όπου της κίνησαν το ενδιαφέρον τα εκπαιδευτικά προβλήματα των παιδιών με νοητική καθυστέρηση. Από το 1900 έως το 1907 δίδαξε παιδαγωγική στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, όπου κατείχε και την έδρα της ανθρωπολογίας από το 1904 έως το 1908. Στο διάστημα αυτό συνέχισε τις σπουδές της στη Φιλοσοφία, την Ψυχολογία και σε θέματα αγωγής.
Στα τέλη του 1906 προσκλήθηκε να αναλάβει την εκπαίδευση μιας ομάδας παιδιών σε μια φτωχογειτονιά της Ρώμης, το Σαν Λορέντζο. Η Μοντεσόρι το θεώρησε ως χρυσή ευκαιρία για την εφαρμογή των εκπαιδευτικών της μεθόδων σε παιδιά με φυσιολογική νοημοσύνη. Στις 6 Ιανουαρίου 1907 άνοιξε το πρώτο Σπίτι των Παιδιών (Casa dei Bambini). Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στα εποπτικά διδασκαλίας δικής της εμπνεύσεως και κατασκευής για να γίνονται μέσω των αισθήσεων κατανοητά τα μαθήματα του σχολείου. Οι μαθητές μάθαιναν στην αυτοπειθαρχία μέσα από διάφορες δραστηριότητες, όπως το ξεσκόνισμα και το σκούπισμα της τάξης και την περιποίηση του κήπου.
Στην πρώτη αυτή πειραματική σχολική τάξη η Μοντεσόρι παρακολουθούσε καθημερινά τις αντιδράσεις των παιδιών, για να διαμορφώσει την εκπαιδευτική της μέθοδο, η οποία αποτυπώνεται στο βιβλίο της Η μέθοδος της επιστημονικής παιδαγωγικής (Il Metodo della Pedagogia Scientifica Applicato All' Educazione Infantile Nelle Casa Dei Bambine), που εκδόθηκε το 1909. Η Μοντεσόρι εμπνεύστηκε τη μέθοδό της από τα νηπιαγωγεία του Φρέμπελ, την ψυχολογία των αισθήσεων των Ιτάρ και Σεγκέν και τις εκπαιδευτικές θεωρίες του Πεσταλότσι.
Σύμφωνα με τη μέθοδο Μοντεσόρι, το παιδί συμμετέχει στη γνώση και με τις πέντε αισθήσεις του και εκπαιδεύεται χωρίς σχολικούς καταναγκασμούς. Διάφορα αντικείμενα το βοηθούν να κατανοήσει τις έννοιες του βάρους, τα χρώματα, τα ποσοτικά μεγέθη και τα σχήματα, ενώ διάφορες κατασκευές αξιοποιούν τη δημιουργική και καλλιτεχνική του έφεση. Η παιδαγωγός δεν επιβάλλεται ποτέ με τον φόβο ή με την ένταση της φωνής της. Ένα «μάθημα σιωπής» ασκεί στον αυτοέλεγχο και την αυτοσυγκράτηση τα παιδιά.
Το εκπαιδευτικό της σύστημα αρχίζει να αναγνωρίζεται πρώτα στην Ιταλία και στη συνέχεια στον υπόλοιπο κόσμο. Τα επόμενα σαράντα χρόνια ταξιδεύει αδιάκοπα σε όλη την Ευρώπη, την Ινδία και τις ΗΠΑ, ανοίγοντας σχολεία που φέρουν το όνομά της. Το πρώτο μοντεσοριανό νηπιαγωγείο στην Ελλάδα άνοιξε το 1936 στην Αθήνα από την ελληνορωσίδα εκπαιδευτικό Μαρία Εντελστάιν-Γουδέλη (1906-1991), με τη βοήθεια του παιδαγωγού Δημήτρη Γληνού. Είναι η σημερινή Μοντεσοριανή Σχολή Αθηνών «Μαρία Γουδέλη», που εδρεύει στη Νέα Φιλοθέη.
Το 1922, η Μαρία Μοντεσόρι διορίζεται κυβερνητικός επιθεωρητής των Σχολείων στην Ιταλία, αλλά θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα της το 1934, εξαιτίας της φασιστικής διακυβέρνησης Μουσολίνι. Μετακομίζει στην Ισπανία, αλλά μετά τον Εμφύλιο και την επικράτηση της δικτατορίας του Φράνκο εγκαθίσταται στην Ολλανδία. Το 1939 μεταναστεύει στην Ινδία, όπου θα παραμείνει καθ’ όλη τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1949 επιστρέφει στην Ολλανδία, όπου θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής της. Στις 6 Μαΐου 1952, εξαιτίας ενός εγκεφαλικού επεισοδίου, αφήνει την τελευταία της πνοή στην πόλη Νόρντβαικ της Δυτικής Ολλανδίας, σε ηλικία 81 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον