Το δινωτόν σχήμα και ο μαίανδρος
Το περίτεχνο τέρμα της ασπίδας μάς φέρνει στο σχήμα του «μαιάνδρου», ένα σχήμα που κοσμούσε κυρίως τις παρυφές των ενδυμάτων. Η διακόσμηση της ασπίδας που κατασκεύασε ο Ήφαιστος για τον Αχιλλέα κορυφώνεται με την παράσταση του κυκλικού (αψορρόου) ποταμού Ωκεανού, που τοποθετείται στην εξωτερική της στεφάνη: έν δέ τίθει ποταμοίο μέγα σθένος Ώκεανοίο άντυγα πάρ πυμάτην σάκεος πύκα ποιητοίο. Πώς αλλιώς θα μπορούσε άραγε να αναπαρασταθεί ο φοβερός για τις δίνες του ποταμός Ωκεανός, αν όχι με το σχήμα του «μαιάνδρου»; Ο ποταμός αυτός, που περιβάλλει τον γήινο δίσκο, εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατες αιγυπτιακές (αλλά και μεσοποταμιακές) παραστάσεις του κόσμου. Στο ρεύμα του ταξιδεύουν οι ψυχές προς τη Δύση και τον Κάτω Κόσμο κι από κει ξανά στην Ανατολή, όπου ξαναγεννιούνται όπως ο ήλιος το πρωί. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το ότι σε ταφικές πλάκες της μυκηναϊκής εποχής βρίσκουμε την παράσταση των κυμάτων του ρέοντος ποταμού, μοτίβου που αποτελεί τον πρόγονο του «μαιάνδρου». Η λέξη τούτη, που προέρχεται από το ομώνυμο μεγάλο ποτάμι της Ιωνίας, δεν μαρτυρείται στον Όμηρο. Μήπως, όμως, απαντά η ίδια έννοια με άλλο όνομα ή σε άλλα συμφραζόμενα;
Το σχήμα του «μαιάνδρου» φαίνεται πως είναι η τελική γεωμετρική τυποποίηση του σχήματος της ποτάμιας «δίνης», ενός σχήματος που στην ομηρική γλώσσα θα μπορούσαμε να ονομάσουμε«δινωτόν». Το συγκεκριμένο επίθετο στον Όμηρο δεν αποδίδεται ρητά σε ένα σχέδιο αλλά σε πεποικιλμένα στερεά αντικείμενα: στη στρογγυλή ασπίδα του Ιδομενέα, στο τορνευτό κρεβάτι του Πάρη και την κλισίην (κάθισμα) της Πηνελόπης, που είναι πεποικιλμένη με ελεφαντόδοντο και άργυρο: δινωτήν έλέφαντι και αργύρω. Στην πλειονότητά τους αυτοί που ασχολήθηκαν με την ετυμολόγηση του επιθέτου δινωτός είτε το συνδέουν με το ουσιαστικό «δίνη» με έναν τρόπο μη ικανοποιητικό είτε (οι νεότεροι) αποφεύγουν εντελώς τη σύνδεση αυτή. Η έννοια «τορνευτός»και κατ' επέκταση «στρογγυλός» προτάθηκε ήδη κατά την ύστερη αρχαιότητα και στηρίχθηκε στην ετυμολόγηση του επιθέτου εκ του δίνος (= τόρνος). Όμως δεν είναι πάντοτε στρογγυλά τα αντικείμενα που χαρακτηρίζονται στα έπη δινωτά (όπως, π.χ., το κρεβάτι και το ανάκλιντρο) ούτε γίνεται με τόρνο η διακόσμησή τους (π.χ. αυτά από ελεφαντοστό και άργυρο). Θα πρέπει ίσως να υποθέσουμε -διότι μόνο με ελεγχόμενες υποθέσεις μπορούμε να προχωρήσουμε- πως το «δινωτόν» σχήμα είναι αυτό που αποδίδει το ρεύμα των ποταμών. Θα αντιτείνει κανείς πως άλλο η «δίνη» και άλλο η καμπή. Αρχικά, όμως, το νόημα των δύο λέξεων δεν απείχε πολύ. Για την ακρίβεια, η μία χρησιμοποιόταν με το νόημα της άλλης. Δίνη στα επη είναι η συστροφική μάλλον παρά η περιστροφική ή κυκλική κίνηση. Αποδίδει κατά κύριο λόγο τόσο το ρεύμα των ποταμών όσο και τις αλλεπάλληλες καμπές της κοίτης τους. Το επίθετο δινήεις χρησιμοποιείται έντεκα φορές στην Ιλιάδα και δύο στην Οδύσσεια αποκλειστικά για ποταμούς, το επίθετο βαθυδίνης πέντε φορές για τον Σκάμανδρο και μία για τον Ωκεανό, και το βαθυδινήεις δύο φορές για τον Σκάμανδρο. Τα ρήματα δινεύω και δινέω υποδηλούν τόσο την περιστροφική (αλλά όχι κατ’ ανάγκην κυκλική) όσο και τη συστροφική κίνηση του ρεύματος των ποταμών. Το ρήμα δινεύω, όμως, χρησιμοποιείται και στην περιγραφή του οργώματος, το οποίο εκτελείται σε παράλληλες παλινδρομικές γραμμές (βουστροφηδόν). Όταν ο Ήφαιστος κοσμούσε με παραστάσεις την ασπίδα του Αχιλλέα, έν δ' έτίθει νειόν μαλακήν, πίεφαν άρουραν, ευρείαν τρίπολον πολλοί δ’άροτήρες έν αύτή ζεύγεα δινεύοντες έλάοτρεον ένθα καί ένθα. Η «δινωτή» κίνηση του αρότρου οτο χωράφι είναι παρόμοια με εκείνην του ποταμού με τις αλλεπάλληλες καμπές του. Στα προομηρικά χρόνια το διακοσμητικό μοτίβο του ποτάμιου ρεύματος θα το βρούμε στις επιτύμβιες στήλες του ταφικού κύκλου Α των Μυκηνών. (Ως σύμβολο του Ωκεανού ποταμού, όπου ταξίδευαν οι ψυχές κάνοντας τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, ήταν φυσικό να απαντά στους τάφους.) Θα το βρούμε επίσης συχνά στη διακόσμηση μινωικών αλλά και μυκηναϊκών αγγείων. Μια διακόσμηση, η οποία, όπως φαίνεται, στην εποχή του Ομήρου κατέληξε να χαρακτηρίζει δινωτά όλα τα αντικείμενα που την έφεραν. Όταν στους σκοτεινούς χρόνους (περίπου 1100-750 π.Χ.) η παράδοσή της απεικόνισης περνάει σχεδόν ολοκληρωτικά στα υφαντά, το μοτίβο του δινήεντος ποταμού προσαρμόζεται στις γεωμετρικές απαιτήσεις της υφαντικής και παίρνει το γνωστό «μαιανδρικό» σχήμα. Καθώς, όμως, το καινούριο σχήμα απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο από το αρχικό, που περιοριζόταν πια κυρίως στη διακόσμηση στερεών, ανέκυψε η ανάγκη ενός πιο συγκεκριμένου ονόματος που να χαρακτηρίζει ειδικά αυτόν τον τύπο του δινωτού σχήματος. Κι αυτό το έδωσε ο μακρύτερος ποταμός της Μ. Ασίας, ο ονομαστός για τις «δίνες» και τις καμπές του, ο Μαίανδρος. Όταν αρχίζει ξανά η διακόσμηση των αγγείων, το δινωτόν σχήμα επιστρέφει στην αγγειογραφία με τη νέα του μορφή και ίσως ένα νέο όνομα. Το παλιό όνομα -και σχήμα- παραμένει, όπως φαίνεται, μέχρι την εποχή του Ομήρου πιστό σε κάποια από τα στερεά υλικά από τα οποία είχε ξεκινήσει. Συμπερασματικά, δινωτά θα πρέπει να λέγονταν αρχικά τα αντικείμενα που έφεραν τη χαρακτηριστική διακόσμηση της κοίτης και του ρεύματος των ποταμών. Από τη στιγμή που η υφαντική επέβαλε ένα νέο γεωμετρικό μοτίβο ποταμού, τον «μαίανδρο», το κλασικό δινωτόν σχεδίασμα παρέμεινε πιστό κυρίως στην ξυλογλυπτική, οπότε είναι πιθανό να έδωσε το όνομά του στην τεχνική αυτή.
Τα σιγαλόεντα αντικείμενα
Σιγαλόεντα χαρακτηρίζει ο Όμηρος κυρίως ταείματα (ρούχα) και ειδικότερα το χιτώνα, ταρήγεα (τάπητες, σκεπάσματα), τα δέσματα(κεφαλόδεσμοι), αλλά και τα ηνία, τα υπερώια(πανωδώματα του γυναικωνίτη) και τον θρόνον(κάθισμα). Οι μετά τον Όμηρο αρχαίοι δεν φαίνεται να συμφωνούσαν για το πραγματικό νόημα της λέξης, πράγμα που καθιστά ύποπτα ως υποθετικά τα αντιφατικά νοήματα που της έδιναν. Οι νεότεροι ομηριστές σχεδόν ομόφωνα της αποδίδουν το νόημα «στιλπνός-γυαλιστερός», «λείος», «λαμπρός». Κάποιοι μάλιστα πιστεύουν πως η αρχική έννοια του επιθέτου ήταν «παχύς» και «λιπαρός», προφανώς γιατί το ετυμολογούν από το ουσιαστικό σίαλος (=ο παχύς χοίρος). Είναι, όμως, φανερό πως τούτη η ετυμολόγηση, η οποία στηρίζεται στην εξωτερική ομοιότητα των δύο λέξεων, δεν μπορεί να γεφυρώσει το νοηματικό χάος που τις χωρίζει: αν υποτεθεί πως τα χαλινάρια ήταν καμωμένα από δέρμα χοίρου, πώς θα μπορούσε να συνδέσει κανείς το όνομα ή τα χαρακτηριστικά του χοίρου με τον κεφαλόδεσμο της Εκάβης, το θρόνο, τα σκεπάσματα, τους τάπητες και τα ενδύματα; Ούτε και οι έννοιες «λαμπρός» και «γυαλιστερός», παρά τη βολική γενικότητά τους, ταιριάζουν με τα συμφραζόμενα της λέξης. Τα σιγαλόεντα είματα τα πάει στο ποτάμι για πλύσιμο η Ναυσικά, ακριβώς γιατί είναι αφρόντιστα (ακηδέα) και βρόμικα (ρερυπωμένα). Εξάλλου, ο γυναικείος οντάς (τα υπερώια) δεν θα έπρεπε να ήταν ιδιαίτερα φωτεινός, όχι μόνο γιατί ο χώρος των γυναικών ήταν περιορισμένος στα ενδότερα, αλλά και γιατί τα παράθυρα ήταν σχετικά στενά.
Το νόημα που είχε στον Όμηρο η λέξη και που το είχαν χάσει και το πιθανολογούσαν οι αρχαίοι «ομηριστές», θα πρέπει να το αναζητήσουμε αποδεσμευμένοι εντελώς από τις δικές τους υποθέσεις, ανατρέχοντας στα συμφραζόμενα. Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι: ποιο χαρακτηριστικό μπορεί να έχουν κοινό τα ρούχα, τα χαλινάρια, τα θρονιά, οι τάπητες, τα σκεπάσματα και τα κεφαλομάντιλα; Η απάντηση νομίζουμε πως είναι εύκολη: τη διακόσμηση. Είναι πιθανότερο πως αρχικά το επίθετο αναφερόταν στη διακόσμηση του κεντήματος. Σιγαλόεντα με αυτή την έννοια, «κεντητά», θα πρέπει να ήταν προπάντων τα φακιόλια, τα μαντίλια, τα σκεπάσματα και τα ρούχα. Κεντητά είναι συχνά και τα χάμουρα των αλόγων. Τα γυναικεία δώματα θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα φορτωμένα με κεντητά και υφαντά. Και ο θρόνος που έχει πάνω του κεντητά υφάσματα ή έχει ο ίδιος κεντηθεί με τα μοτίβα των σεντονιών και των στρωμάτων πολύ φυσιολογικά θεωρείται ο ίδιος σιγαλόεις. Η ανατολική προέλευση της λέξης δεν μπορεί να μας βοηθήσει ιδιαίτερα στην αναζήτηση του πραγματικού της νοήματος. Υπό το πρίσμα, όμως, όσων ήδη εκτέθηκαν, ίσως θα πρέπει να επανεξεταστεί η συγγένεια, που είχε παλαιότερα προταθεί, με τη λατινική λέξη signum, η οποία σημαίνει «στίγμα» και, κατ' επέκταση,«κεντίδι».
Συμπέρασμα
Το αυταπόδεικτο και ομολογημένο γεγονός, ότι οι αρχαίοι Έλληνες αγνοούσαν το νόημα πολλών ομηρικών λέξεων, ενώ σε πολλές από αυτές απέδιδαν κατ’ εικασίαν αδόκιμα νοήματα,μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε σε άλλες κατευθύνσεις την οδό της διαλεύκανσης. Στην προσπάθεια αυτη, ανεκτίμητες πληροφορίες μπορεί να μας παρασχει η μελέτη της διακόσμησης, όπως περνάει από τα αντικείμενα στα υφάσματα και ξανά πίσω. Λέξεις και υφάσματα έχουν πλεχτεί μεταξύ τους στενά στο βάθος του χρόνου. Ξετυλίγοντας την πλέξη των υφασμάτων ξετυλίγουμε και την πλοκή κάποιων σκοτεινών συναφών λέξεων της γλώσσας μας. Τα ομηρικά επίθετα τερμιόεις, δινωτός και σιγαλόεις μας δίνουν ένα παράδειγμα αυτής της ερευνητικής διαδικασίας.
Πηγή: Περ. «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», τ. 82,σελ. 40-43, Βαγ. Πανταζής Δρ. Ιστορίας
α) Βοιωτικό σανιδόμορφο ειδώλιο απο τη Ριτσώνα. Αρχαιολογικό Μουσείο Θήβας. β) Γεωμετρικός ταφικός πίθος απο τη Θήβα. Αρχαιολογικό Μουσείο Θήβας. |
Τα σιγαλόεντα αντικείμενα
Ψευδόστομος αμφορέας από την Κάτω Ζάκρο, α΄μισό 15αι. π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. |
Το νόημα που είχε στον Όμηρο η λέξη και που το είχαν χάσει και το πιθανολογούσαν οι αρχαίοι «ομηριστές», θα πρέπει να το αναζητήσουμε αποδεσμευμένοι εντελώς από τις δικές τους υποθέσεις, ανατρέχοντας στα συμφραζόμενα. Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι: ποιο χαρακτηριστικό μπορεί να έχουν κοινό τα ρούχα, τα χαλινάρια, τα θρονιά, οι τάπητες, τα σκεπάσματα και τα κεφαλομάντιλα; Η απάντηση νομίζουμε πως είναι εύκολη: τη διακόσμηση. Είναι πιθανότερο πως αρχικά το επίθετο αναφερόταν στη διακόσμηση του κεντήματος. Σιγαλόεντα με αυτή την έννοια, «κεντητά», θα πρέπει να ήταν προπάντων τα φακιόλια, τα μαντίλια, τα σκεπάσματα και τα ρούχα. Κεντητά είναι συχνά και τα χάμουρα των αλόγων. Τα γυναικεία δώματα θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα φορτωμένα με κεντητά και υφαντά. Και ο θρόνος που έχει πάνω του κεντητά υφάσματα ή έχει ο ίδιος κεντηθεί με τα μοτίβα των σεντονιών και των στρωμάτων πολύ φυσιολογικά θεωρείται ο ίδιος σιγαλόεις. Η ανατολική προέλευση της λέξης δεν μπορεί να μας βοηθήσει ιδιαίτερα στην αναζήτηση του πραγματικού της νοήματος. Υπό το πρίσμα, όμως, όσων ήδη εκτέθηκαν, ίσως θα πρέπει να επανεξεταστεί η συγγένεια, που είχε παλαιότερα προταθεί, με τη λατινική λέξη signum, η οποία σημαίνει «στίγμα» και, κατ' επέκταση,«κεντίδι».
Συμπέρασμα
Το αυταπόδεικτο και ομολογημένο γεγονός, ότι οι αρχαίοι Έλληνες αγνοούσαν το νόημα πολλών ομηρικών λέξεων, ενώ σε πολλές από αυτές απέδιδαν κατ’ εικασίαν αδόκιμα νοήματα,μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε σε άλλες κατευθύνσεις την οδό της διαλεύκανσης. Στην προσπάθεια αυτη, ανεκτίμητες πληροφορίες μπορεί να μας παρασχει η μελέτη της διακόσμησης, όπως περνάει από τα αντικείμενα στα υφάσματα και ξανά πίσω. Λέξεις και υφάσματα έχουν πλεχτεί μεταξύ τους στενά στο βάθος του χρόνου. Ξετυλίγοντας την πλέξη των υφασμάτων ξετυλίγουμε και την πλοκή κάποιων σκοτεινών συναφών λέξεων της γλώσσας μας. Τα ομηρικά επίθετα τερμιόεις, δινωτός και σιγαλόεις μας δίνουν ένα παράδειγμα αυτής της ερευνητικής διαδικασίας.
Πηγή: Περ. «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», τ. 82,σελ. 40-43, Βαγ. Πανταζής Δρ. Ιστορίας
ΠΗΓΗ: http://stigmesstinistoria.blogspot.gr/2014/05/blog-post_27.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον