ΜΕΡΟΣ Α΄
Η υπερεθνική αυτή συνείδηση της αποστολής της αυτοκρατορίας και η καθαρά οικουμενική χριστιανική συνείδηση, δεν μπορούσαν να αποδυναμωθούν ή απορροφηθούν αζήμια για τις οικουμενικές προοπτικές, από την εθνική συνείδηση μιάς μόνον εθνότητας. Ο ρωμαίος ή ο βυζαντινός ήταν ο πολίτης της μόνης με την θέληση του Θεού νόμιμης αυτοκρατορίας στον κόσμο, η οποία, θεμελιωμένη στη βάση του ελληνικού έθνους και της χριστιανικής πίστης, αγωνιζόταν να πραγματοποιήσει το όραμα της συνένωσης ολόκληρης της οικουμένης στην ίδια αυτοκρατορία, όχι μόνο κάτω από τα σκήπτρα του ορισμένου από τον Θεό ως αυτοκράτορα ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου, αλλά και μέσα στην ίδια χριστιανική κοινότητα.
Η ονομασία της αυτοκρατορίας συνδέθηκε μεταγενέστερα μόνο
με την πρωτεύουσά της, που είχε ιδρυθεί στον χώρο της μικρής πόλης «Βυζάντιο».
Η αυτοκρατορία ονομαζόταν Ρωμαϊκή, οι πολίτες Ρωμαίοι και ο αυτοκράτορας ήταν imperator Romanorum. Η συνείδηση ήταν άρρηκτα
συνδεδεμένη με την αυτοκρατορική ιδέα, η οποία ταυτίστηκε στους ύστερους
ρωμαϊκούς χρόνους με τη ρωμαϊκή ιδέα και τροφοδότησε το όραμα της
οικουμενικότητας της χριστιανικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου. Η «θεοδώρητη»
αυτοκρατορική εξουσία μεταφέρθηκε από την Πρεσβυτέρα στη Νέα Ρώμη, την
Κωνσταντινούπολη, ενώ η σύνδεση της ονομασίας «Βυζάντιο» με την αυτοκρατορία
έγινε στους νεώτερους χρόνους, με την έκδοση από τον Ιερώνυμο Wolf έργων των βυζαντινών ιστορικών (Corpus Byzantinae Historiae, 1562) και καθιερώθηκε γενικά,
αδιάφορα από τις μερικότερες κατά καιρούς επιλογές (Ελληνική αυτοκρατορία,
Μεταγενέστερο ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος κ.λπ.). Αυτή η γενική αποδοχή του
τίτλου δεν είναι άσχετη προς το γεγονός, ότι το σύμβολο της ανανεωμένης
αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη, αποτελούσε μιά ανανεωμένη ανάπτυξη της
πανίσχυρης και οχυρωμένης ρωμαϊκής πόλεως του Βυζαντίου.
Η επιλογή της ονομασίας αποτελούσε έμμεση αμφισβήτηση της
συνέχειας της ρωμαϊκής ιδέας στη νέα αυτοκρατορία, αλλά η τελική καθιέρωσή της
δεν ήταν πλέον δυνατό να τη διαχωρίσει από το συνεχώς διευρυνόμενο φαινόμενο
της βυζαντινής αυτοκρατορίας, χάρη στην πρόοδο της αντικειμενικής ιστορικής
έρευνας.
Η ταύτιση, κατά τους μέσους χρόνους της ονομασίας «Ἕλλην»
με την ειδωλολατρία, δεν ευνοούσε τη χρήση της, ενώ αντίθετα η ονομασία «Ἑλλάς»
είχε συγκεκριμένη διοικητική αναφορά στην πολιτική γεωγραφία της αυτοκρατορίας
(θέμα Ελλάδος). Μόλις από τον ΙΓ΄ αιώνα, η χρήση των δύο αυτών ονομασιών, με
καθαρά εθνική σημασία που άρχισε τον ΙΑ΄ αιώνα, γίνεται ευρύτατη, οπότε
αναπτύσσεται προοδευτικά και η εθνική συνείδηση του γένους, σε συνδυασμό με την
συρρίκνωση των εδαφών της αυτοκρατορίας.
Επίσης, μερική ήταν η χρήση και της ονομασίας «Γραικοί», σε
όλη τη διάρκεια της ζωής της αυτοκρατορίας, παρά το γεγονός ότι ήδη από τον Θ΄
αιών, στις λατινικές πηγές του Φραγκικού κυρίως κράτους γίνεται συστηματική
χρήση της για ολόκληρη την αυτοκρατορία, με σκοπό την εξουδετέρωση της ονομασίας
«Ρωμαίοι» και «Ρωμαϊκή αυτοκρατορία» για το Βυζάντιο και την αποκλειστική
οικειοποίησή της για το Φραγκικό κράτος. Η συνέχεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
και η νομιμότητα της συνέχειας αυτής, συνδεόταν άρρηκτα με τις ονομασίες, οι
οποίες θεμελίωναν την νόμιμη χρήση του τίτλου «αυτοκράτωρ Ρωμαίων» (imperator Romanorum) και εξασφάλιζαν την μοναδικότητα
και την αποκλειστικότητα της νόμιμης αυτοκρατορίας στην οικουμένη, αφού,
σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, δεν ήταν δυνατή η νόμιμη και συγχρονική
συνύπαρξη δύο αυτοκρατοριών[1].
β) ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Το εδαφικό κριτήριο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τις
οικουμενικές προοπτικές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η επικράτεια της οποίας
προσδιοριζόταν με την απολυτοποίηση της σημασίας της συνοριακής γραμμής, η
οποία διαχώριζε το ρωμαϊκό κράτος από τον κόσμο των βαρβάρων και αυτή καθόριζε
τη διάκριση των ρωμαίων πολιτών από τους μη ρωμαίους. Η ανανεωμένη, όμως,
ταυτότητα της ρωμαϊκής ιδέας, καίτοι δεν εγκατέλειψε την αρχή της συνοριακής
οριοθέτησης των εδαφών της αυτοκρατορίας, εν τούτοις απέφυγε τον πειρασμό μιάς
στατικής ερμηνείας της έννοιας των συνόρων. Ο γεωγραφικός χώρος σχετικοποιήθηκε
μέσα στα πλαίσια της ιστορικής σε τόπο και χρόνο ενσαρκώσεως της νέας ιδέας για
την οικουμενικότητα της χριστιανικής αυτοκρατορίας. Η απόλυτη οικουμενική
προοπτική της αυτοκρατορίας υποβάθμισε το κριτήριο της έκτασης των εδαφών της,
γι’ αυτό και η έννοια των συνόρων έχασε τον προγενέστερο απόλυτο πολιτειολογικό
χαρακτήρα για τον διαχωρισμό του γεωγραφικού χώρου σε επικράτεια ή μη, της
ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Τα σύνορα του Βυζαντίου δεν ήταν πλέον η συγκεκριμένη
σταθερή οριογραμμή, όπως οριζόταν στους τελευταίους αιώνες της ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας, αλλά το δυναμικό και πρόσκαιρο πολιτειολογικό περίγραμμα της
προοδευτικής ενσωματώσεως όλων των λαών της οικουμένης στη χριστιανική πίστη
και στη χριστιανική αυτοκρατορία. Με την προοπτική αυτή, τα σύνορα του
Βυζαντίου ήταν αδιόρατα και οπωσδήποτε αξιολογούντο ως ένα σχετικό και
μεταβλητό δείγμα της ιστορικής πορείας της οικουμενικής χριστιανικής
αυτοκρατορίας.
Η προτεραιότητα που δινόταν στην πολιτειολογική ιδέα έναντι
του γεωγραφικού χώρου, δεν υποδηλώνει αναγκαία την κατανόησή της ως θεωρητικής
υποδομής μιάς ασύνορης επεκτατικής πολιτικής, γιατί η ενσωμάτωση ενός λαού στην
ιδέα της αυτοκρατορίας δεν σήμαινε και την πολιτική υποταγή ή τη γεωγραφική
προσάρτησή του. Η πραγμάτωση της ιδέας της χριστιανικής οικουμενικής
αυτοκρατορίας στηριζόταν στην προοδευτική ένταξη των λαών στη χριστιανική πίστη
και στην αποδοχή της ιδέας της χριστιανικής αυτοκρατορίας, στην οποία
εντασσόταν κάθε λαός οργανικά ως ανεξάρτητη πολιτική πραγμάτωση και δεν
μπορούσε θεωρητικά να αμφισβητήσει την μοναδική και εξαιρετική θέση του
βυζαντινού αυτοκράτορα στην ιεραρχία της οικογένειας των χριστιανών ηγεμόνων.
Αυτό σημαίνει ότι η ιδέα της πολιτειολογικής πραγμάτωσης της ιδέας της
οικουμενικής αυτοκρατορίας λειτουργούσε στη συνείδηση των βυζαντινών,
ανεξάρτητα από τη σχέση της με τον γεωγραφικό χώρο, γι’ αυτό και η προσθήκη ή η
απώλεια εδαφών δεν συνδεόταν με αντίστοιχη αλλοίωση της ιδέας της
οικουμενικότητας της αυτοκρατορίας.
Βεβαίως, η εδαφική επέκταση της αυτοκρατορίας ερμηνευόταν
ως πρόοδος στην πραγμάτωση του οικουμενικού οράματος της αυτοκρατορίας και ως
εύνοια του Θεού προς τους αυτοκράτορες, οι οποίοι συνέδεαν με αυτή το όνομά
τους, αλλά το εδαφικό κριτήριο δεν αποτελούσε θεωρητικά την καταστατική βάση
για την οικουμενική προοπτική της αυτοκρατορίας. Η αύξηση ή η μείωση των εδαφών
της αξιολογούντο πάντοτε ως περιστασιακά στοιχεία στη σταθερή ιστορική
διαδικασία πραγμάτωσης της ενότητας της χριστιανικής οικουμένης, γι’ αυτό και
οποιεσδήποτε εδαφικές μεταβολές δεν επηρέαζαν ανάλογα και τη συνείδηση των
βυζαντινών για την αποστολή της αυτοκρατορίας στον κόσμο. Ωστόσο, ο συνεχής
περιορισμός των εδαφών της αυτοκρατορίας κατά τους ύστερους χρόνους και η
συνεχής επέκταση σε αυτά των αλλοθρήσκων εχθρών της, προκάλεσαν σύγχυση στη
ρωμαϊκή συνείδηση των βυζαντινών, οι οποίοι ερμήνευσαν την ταπείνωση της
αυτοκρατορίας ως «τιμωρία» του Θεού. Ειδικότερα, η υποταγή των χριστιανικών
λαών της Ανατολής στους αλλοθρήσκους Άραβες και αργότερα στους Τούρκους,
κλόνιζε την πίστη τους για την ιστορική πραγμάτωση του οικουμενικού οράματος,
αφού και η παγίωση της κυριαρχίας των αλλοθρήσκων ερμηνευόταν επίσημα και ως
συνέπεια των ανεξερεύνητων βουλών του Θεού. Έτσι λ.χ. ερμήνευσε τα γεγονότα ο
επίτροπος του ανήλικου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄, πατριάρχης Νικόλαος Α΄ ο
Μυστικός στην επιστολή του προς τον Άραβα «ἀμηρᾶ» Κρήτης, για την οριοθέτηση
της κυριαρχίας του κόσμου από τους βυζαντινούς και τους Άραβες.
Ο αυτοκράτορας ήταν σημαντικότερο από τον γεωγραφικό χώρο,
καταστατικό στοιχείο της αυτοκρατορίας, γιατί σ’ αυτόν είχε παραχωρηθεί από το
Θεό η πληρότητα της βασιλικής εξουσίας και η εντολή για την ενεργοποίησή της σ’
ολόκληρη την Οικουμένη. Οπωσδήποτε, όμως, δεν ήταν δυνατό να νοηθεί
αυτοκράτορας χωρίς αυτοκρατορία, γι’ αυτό και ο συγκεκριμένος γεωγραφικός χώρος
του Βυζαντίου ήταν σε κάθε εποχή η μόνη αυθεντική ιστορική πραγμάτωση της ιδέας
της αυτοκρατορίας. Η ιδιότυπη και μοναδική στην ιστορία των πολιτικών ιδεών
πολιτειολογική αυτή σύλληψη, που έγινε η βασική ιδεολογία του Βυζαντίου μέχρι
την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως (1453), καθιστούσε σχετική όχι μόνο την έννοια
των συνόρων της αυτοκρατορίας, αλλά και την πολιτική βάση της σχέσεως της
αυτοκρατορίας με τους άλλους λαούς. Η είσοδος ενός λαού στον Χριστιανισμό
σήμαινε την είσοδό του και στην πολιτική ιδεολογία της αυτοκρατορίας, ο δε
ηγεμόνας του λαού αυτού, παρά το γεγονός ότι ενίσχυε την πολιτική του
ανεξαρτησία με τη συμπαράσταση του Βυζαντίου, εντασσόταν στην οικογένεια των
χριστιανών ηγεμόνων, οι οποίοι συμμετείχαν νόμιμα στην έχουσα θεία προέλευση
βασιλική εξουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα και συνδέονταν έμμεσα, ως
ανεξάρτητα πολιτικά μεγέθη, με την ιστορική πραγμάτωση της ιδέας της
οικουμενικής χριστιανικής αυτοκρατορίας.
Ο βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν η κεφαλή του σώματος των
χριστιανών ηγεμόνων και ο εγγυητής της νομιμότητάς τους, αφού αυτό μόνο διέθετε
κατά θεία παραχώρηση την πληρότητα της βασιλικής εξουσίας σε ολόκληρη την Οικουμένη.
Η πολιτική εφαρμογή της ιδέας αυτής, που αποτυπώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο
και στη βυζαντινή ζωγραφική, εκφραζόταν όχι μόνο με την καθιερωμένη αποστολή
των αυτοκρατορικών διασήμων στους νέους χριστιανούς ηγεμόνες ολόκληρης σχεδόν
της Ευρώπης, αλλά και με την απόδοση σ’ αυτούς τιμητικών τίτλων της παλατιανής
ιεραρχίας του Βυζαντίου. Οι πράξεις αυτές δεν ήταν μιά απλή έκφραση βυζαντινών
τιμητικών φιλοφρονήσεων, αλλά εντάσσονταν οργανικά στο περιεχόμενο της
αυτοκρατορικής ιδέας και αξιολογούνταν ως επίσημη αναγνώριση του βυζαντινού
αυτοκράτορα για τη νομιμότητα της εξουσίας του νέου χριστιανού ηγεμόνα. Η μη
τήρηση της διαδικασίας αυτής, ήταν ίσως αδιάφορη σε περίοδο δυνάμεως των
ηγεμόνων αυτών, αλλά ήταν πολύ χρήσιμη σε περίοδο αδυναμίας τους.
Η ιδέα, λοιπόν, της αυτοκρατορίας, χωρίς να είναι πλήρως
ανεξάρτητη από τον γεωγραφικό χώρο, δεν περιγράφηκε ποτέ μόνο με βάση το
κριτήριο αυτό, παρά το γεγονός ότι το βασικό κύτταρό της συνδέθηκε με τις
επαρχίες της Μ.Ασίας, του Πόντου, της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Χερσονήσου
του Αίμου κ.ά. Ωστόσο, το εδαφικό κριτήριο δεν ήταν τελείως αδιάφορο για το
όραμα της χριστιανικής οικουμένης, αφού ο βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν
εντεταλμένος από τον Θεό για την προστασία όλων των χριστιανικών λαών. Αυτό
σημαίνει ότι είχε την αποστολή να προστατεύει τους λαούς αυτούς στη
συγκεκριμένη γεωγραφική περιφέρειά τους, αφού η διασφάλιση της ελευθερίας τους
συνδεόταν άρρηκτα με την υπεράσπιση της γης τους. Υπό την έννοια αυτή, ο
πυρήνας των εδαφών της αυτοκρατορίας, που κατοικείτο από χριστιανούς,
αξιολογείτο ως οργανικό στοιχείο της ιδέας της αυτοκρατορίας και δεν
επιτρεπόταν η εγκατάσταση μη χριστιανικών λαών στα εδάφη αυτά, όπως συνέβη λ.χ.
με τα βαρβαρικά φύλα του Δ΄ αιώνα και του Ε΄ αιώνα. Η υπέρβαση των τυχόν
ιστορικών απογοητεύσεων θεμελιωνόταν πάντοτε στην εσχατολογική οικουμενική
προσδοκία, από την οποία δεν παρητούντο εύκολα οι βυζαντινοί. Άλλωστε, ο
πυρήνας των παραδοσιακών χριστιανικών εδαφών αποτελούσε σε κρίσιμες περιόδους
την ανεξάντλητη πηγή δυνάμεως και ελπίδας[2].
γ) ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κορμός της εθνολογικής σύνθεσης του Βυζαντίου ήταν ο
ελληνο-ρωμαϊκός κόσμος, πάνω δε στον κορμό αυτό εγκεντριζόταν κατά περιόδους
διάφορες και ποικιλώνυμες εθνότητες, που αποκτούσαν τα κοινά χαρακτηριστικά της
χριστιανικής πίστης και προοδευτικά της ελληνικής γλώσσας. Είναι γεγονός ότι η
εθνολογική σύνθεση του Βυζαντίου δεν ταυτίσθηκε ποτέ αποκλειστικά με ένα μόνο
έθνος. Στα σύνορά του υπήρχαν ή προσαρτήθηκαν κατά καιρούς πολλές εθνότητες,
ανάλογα με την ανάπτυξη ή συμπίεση των περιφερειακών συνόρων της αυτοκρατορίας.
Αυτό, όμως, δεν αλλοίωσε τον βασικό και σταθερό ελληνικό πυρήνα του Βυζαντίου,
ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Μόνον
έτσι μπορεί να κατανοηθεί ο προοδευτικός εξελληνισμός από τον Δ΄ ήδη αιώνα, όχι
μόνο των δομών της αυτοκρατορίας, αλλά και των προσαρτημένων στα όριά της λαών.
Η συντριπτική πλειονότητα των πληθυσμών των υπαρχιών της Ανατολής και του
Ιλλυρικού ήταν Έλληνες και προσδιόρισαν από τον Δ΄ ήδη αιώνα την ιδιαίτερη
εθνολογική σύνθεση του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Ωστόσο η στενή
έννοια της εθνικής προελεύσεως δεν απέκτησε στο Βυζάντιο καθοριστική
σπουδαιότητα, γιατί σκοπός της αυτοκρατορίας ήταν η συνένωση ολόκληρου του
χριστιανικού κόσμου κάτω από τα σκήπτρα του «ἐλέῳ Θεοῦ» βυζαντινού αυτοκράτορα.
Η υπερεθνική αυτή συνείδηση της αποστολής της αυτοκρατορίας
και η καθαρά οικουμενική χριστιανική συνείδηση, δεν μπορούσαν να αποδυναμωθούν
ή απορροφηθούν αζήμια για τις οικουμενικές προοπτικές, από την εθνική συνείδηση
μιάς μόνον εθνότητας. Ο ρωμαίος ή ο βυζαντινός ήταν ο πολίτης της μόνης με την
θέληση του Θεού νόμιμης αυτοκρατορίας στον κόσμο, η οποία, θεμελιωμένη στη βάση
του ελληνικού έθνους και της χριστιανικής πίστης, αγωνιζόταν να πραγματοποιήσει
το όραμα της συνένωσης ολόκληρης της οικουμένης στην ίδια αυτοκρατορία, όχι
μόνο κάτω από τα σκήπτρα του ορισμένου από τον Θεό ως αυτοκράτορα ολόκληρου του
χριστιανικού κόσμου, αλλά και μέσα στην ίδια χριστιανική κοινότητα. Η συμβολή
της Εκκλησίας στη συνειδητοποίηση από τον λαό της βαθύτερης σημασίας της
πολιτικής αυτής θεωρίας, υπήρξε καθοριστική. Πράγματι, η Εκκλησία με τη
μακραίωνη διαδικασία προσλήψεως και αφομοιώσεως της πνευματικής κληρονομιάς της
κλασικής ελληνικής αρχαιότητας στη δική της πνευματική παράδοση, συνέδεσε
άρρηκτα την οικουμενική προοπτική της διδασκαλίας της με το ελληνικό πνεύμα,
ενώ, παράλληλα, με την οικουμενική της συνείδηση προσδιόρισε την ποιμαντική
σχέση της προς το έθνος, ως διαδικασία υπερβάσεως της εθνότητας στη νέα «ἐν
Χριστῷ» πραγματικότητα του κόσμου, στην οποία «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι
ἄρσεν καί θῆλυ, πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3, 28).
Είναι οπωσδήποτε ευνόητο ότι, τόσο η ποιμαντική κατάφαση,
όσο και η εσχατολογική υπέρβαση της εθνότητας επηρέασαν βαθύτατα και την
οικουμενική πολιτική θεωρία της αυτοκρατορίας, στην εσχατολογική ολοκλήρωση της
οποίας ατονεί τελικά η ιδέα της εθνότητας. Ωστόσο, κατά την ιστορική πορεία
προς την ολοκλήρωση, η εθνότητα πραγματώνεται και ως εκκλησιαστικό σώμα, το
οποίο οφείλει να ομοφρονεί προς όλα τα εκκλησιαστικά σώματα των άλλων εθνοτήτων
και να συντονίζεται με αυτά μέσα στο όλο σχέδιο της θείας οικονομίας. Υπό το
πνεύμα αυτό, η ενότητα του βαπτίσματος και της πίστεως ενεργοποιούσε και τη νέα
δυναμική των διεθνών σχέσεων της αυτοκρατορίας προς τους άλλους χριστιανικούς
λαούς, οι οποίοι βίωναν την ίδια πνευματική εμπειρία στο ιστορικό σώμα της
Εκκλησίας. Η εκκλησιαστική αυτή υπέρβαση της εσωτερικής αυτοδυναμίας και
αυτονομίας της εθνότητας, συγκεφαλαιωνόταν, πολιτικώς μεν στη σχέση των τοπικών
χριστιανικών ηγεμόνων προς τον θεοπρόβλητο αυτοκράτορα, εκκλησιαστικώς δε στη
σχέση των τοπικών εθνικών εκκλησιών προς τον θεσμό της Πενταρχίας των
πατριαρχών[3].
Ελένη Δραμπάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον