Τρίτη 13 Μαΐου 2014

ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ: Μια διαχρονική προσέγγιση από την προϊστορία μέχρι τους Αρχαίους χρόνους

Δευτέρα, 12 Μαΐου 2014

Ναυτικός πολιτισμός στο Αιγαίο μέσα από τεκμήρια και μαρτυρίες


 
Mια διαχρονική προσέγγιση από την προϊστορία μέχρι του Αρχαίους χρόνους.

Περί Αλός

Της Σαπφώ Α. Μορτάκη
Δρ. Ιστορίας της Τέχνης – Μουσειολόγου

 

Δημοσιεύθηκε στο περ. «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ της Ναυτικής Ιστορίας»,
τ. 78, σ.50, ΙΑΝ-ΜΑΡΤ 2012, έκδ. Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση του ΝΜΕ.



Η προϊστορική πόλη της Φυλακωπής στη Μήλο.
ΦΩΤΟ:http://www.milos.gr/

Στο σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας, στην είσοδο του Αργολικού κόλπου, τα έτη 1967-1976 και 1980-1982 επιστημονική ομάδα σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια Pennsylvania και Indiana με επικεφαλής τον καθηγητή της αρχαιολογίας Thomas Jacobsen, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών της Αθήνας πραγματοποίησεαρχαιολογικές ανασκαφές κατά τις οποίες σε στρώμα του 8.000 π.Χ. ανακάλυψε κομμάτια μιας σκληρής πέτρας, γνωστής ως οψιανός ή οψιδιανός. Διαπίστωσαν ότι τα συγκεκριμένα κομμάτια οψιδιανού δεν ήταν ντόπια προϊόντα, καθόσον μόνο στα νταμάρια της Μήλου, στη Φυλακωπή, εξορύσσονταν τέτοιο είδος οψιδιανού, και άρα είχαν μεταφερθεί από τη Μήλο με κάποιου είδους πλωτό μέσο, ικανό να μεταφέρει ανθρώπους κι εμπορεύματα και μάλιστα με περισσότερους του ενός κωπηλάτες και το πιθανότερο πρέπει να ήταν η παπυρέλλα, ένας τελειοποιημένος τύπος της κερκυραϊκής παπυρέλλας, ένα είδος πλοιαρίου που κατασκευαζόταν στην Κέρκυρα και ήδη είχε γίνει αντικείμενο έρευνας από Έλληνες ιστορικούς κι ερευνητές. Η επιστημονική ομάδα του ΕΙΠΝΠ σε διάστημα τριών μηνών ανακατασκεύασε μια νέα βελτιωμένη παπυρέλλα και από τις 8-28 Οκτωβρίου 1988, με τη συμμετοχή μελών του ως πλήρωμα, πραγματοποίησε ταξίδι από την Αργολίδα στη Μήλο υπό συνθήκες που θύμιζαν την παλαιά εκείνη εποχή, χωρίς την παραμικρή σύγχρονη βοήθεια, αποδεικνύοντας ότι το ταξίδι εκείνο ήταν δυνατό να είχε γίνει με ένα παρόμοιο σκάφος.
Έτσι αποδείχθηκε ότι οι εμπορικές συναλλαγές στα νερά του Αιγαίου πελάγους είχαν ήδη αρχίσει πριν από 10.000 χρόνια, γεγονός σημαντικό, αφού παγκοσμίως δεν είχε επισημανθεί αρχαιότερος πλους (Λάζος, 1996).

Ο ναυτικός πολιτισμός στ ο Αιγαίο Πέλαγος κατά την πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο (2.800-2.300 π.Χ.)
Οι κάτοικοι των πολυάριθμων νησιών του Αιγαίου, αφού κυριάρχησαν στο φυσικό περιβάλλον του νησιού τους, θέλοντας να καλύψουν τις ανάγκες τους για ανεύρεση μέσων διαβίωσης, για επικοινωνία, για εξερεύνηση, ακόμα και για κυριαρχία, οδηγήθηκαν στην κατασκευή των πρώτων πλωτών μέσων, ώστε ανέπτυξαν την επικοινωνία και την ανταλλαγή των προϊόντων τους με τα γύρω παράλια αρχικά και στη συνέχεια με περιοχές εκτός της θάλασσάς τους, όπως το Ιόνιο πέλαγος, τις Δαλματικές ακτές, τη Σικελία αλλά και τη Μικρά Ασία, την Κρήτη, την Τροία.

Όσα γνωρίζουμε για τα πλοία της εποχής αυτής προέρχονται από παραστάσεις και εγχάρακτες διακοσμήσεις αντικειμένων σε πήλινα τηγανόσχημα σκεύη της πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου (Δαμιανίδης, 1997) και ιδίως τα τηγανόσχημα σκεύη της Σύρου της πολιτιστικής φάσης Κέρος – Σύρος (2.800-2.200 π.Χ.), τα οποία διασώζουν τις αρχαιότερες έως σήμερα αναπαραστάσεις ελληνικού πλοίου της εποχής του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού. Τα πρωτοκυκλαδικά αυτά πλοία φαίνεται να είναι εξελιγμένης ναυπηγικής τέχνης (Λάζος, 1996). Αν και η μορφή τους είναι αρκετά σχηματική είναι ευδιάκριτα πολλά βασικά χαρακτηριστικά: στην ελαφρά ανασηκωμένη πλώρη είναι εμφανής η ύπαρξη ενός είδους εμβόλου, η πρύμνη ογκώδης κι αρκετά ανασηκωμένη είναι διακοσμημένη στην επάνω απόληξή της με τη σχηματική μορφή ενός ψαριού, ενώ μερικές γραμμές, χαραγμένες στο πίσω μέρος της, επιδιώκουν να απεικονίσουν ή ένα ύφασμα ή σκοινιά που κρέμονται. Οι σειρές των κουπιών και στις δύο πλευρές του σκάφους υποδηλώνουν το μήκος του και, κατά συνέπεια, την κλίμακα απεικόνισής του. Το μέγεθος και το σχήμα του φανερώνουν πολύκωπη κι όχι μονόξυλη κατασκευή. Από την έλλειψη δε οιουδήποτε ίχνους ιστιοφορίας συμπεραίνεται ότι πρόκειται για αμιγώς κωπήλατα σκάφη (Δαμιανίδης, 1997). Η Μπινίση μιλώντας για την απλουστευμένη απεικόνιση αυτών των πλοίων επισημαίνει:

Η απλοϊκότητα των αποδόσεων είναι μερικές φορές παραπλανητική ως προς τις ναυτικές ικανότητες των εικονιζομένων σκαφών. Στην Τρίτη χιλιετία π.Χ. όμως, υπάρχει ήδη στον ελλαδικό χώρο μια ναυπηγική παράδοση πέντε χιλιάδων τουλάχιστον χρόνων, ενώ η χρήση μετάλλων, που είναι γνωστή αυτή την εποχή θα ενίσχυε την κατασκευή τους. Τα πλοία αυτά, πέρα από τις ειρηνικές ασχολίες, θα πρέπει να χρησιμοποιούντο και για την άμυνα και ίσως να αποτέλεσαν και το «υπόδειγμα» για τα πολεμικά πλοία που θα κατασκευαστούν αργότερα στην Ελλάδα και τη Ρώμη (Λάζος, 1996, 39).



Δοκός. Λίθινες άγκυρες από το
ναυάγιο. Πρωτοελλαδική II.
 Iνστιτούτο Eναλίων Aρχαιολογικών
Eρευνών-B' EΠKA. YΠΠO/TAΠ.
ΦΩΤΟ: http://www.fhw.gr/

Στοιχεία για την εποχή αυτή αντλούνται από το ναυάγιο της Δοκού, το οποίο αποτελεί το αρχαιότερο γνωστό ναυάγιο στον κόσμο. Εντοπίστηκε το καλοκαίρι του 1975 από τον ερευνητή βυθών PeterThrockmorton και άρχισε συστηματική ανασκαφή του ναυαγίου το καλοκαίρι του 1989 από το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών υπό την επίβλεψη του αρχαιολόγου Γ. Παπαθανασόπουλου. Το ενάλιο εύρημα αποτελεί μια από τις πιο πολύτιμες μαρτυρίες για την πρώιμη ναυσιπλοΐα, που πρόσφερε μεγάλες δυνατότητες στο θαλάσσιο εμπόριο, όπως επίσης και για το επίπεδο της τεχνολογίας της εποχής του χαλκού και την οικονομία του Αιγαίου κατά τους ύστερους χρόνους της τρίτης π.Χ. χιλιετίας.

 
Μινωική Εποχή
Τον πρώιμο ναυτικό πολιτισμό της πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου διαδέχεται ο οργανωμένος πλέον μινωικός που διαμορφώθηκε στην Κρήτη κατά τους προϊστορικούς χρόνους (3.000-1.300 π.Χ.) από τους λαούς που κατοικούσαν τότε τη νήσο, τους Μινωικούς, που ως επί τον πλείστον ήταν γεωργοί και ναυτικοί. Ως θαλασσινοί, αλιείς και ναυτικοί είχαν συνάψει εμπορικές σχέσεις με πολλούς μεσογειακούς λαούς και είχαν ιδρύσει μινωικές αποικίες σε νησιά και παράλια του Αιγαίου Πελάγους (Πλάτων, 1970).

Η Ναυτιλία κατά την Παλαιοανακτορική Περίοδο
Οι γνώσεις μας για τα πλοία της εποχής περιορίζονται σε λίγες παραστάσεις, ιδίως επάνω σε σφραγιδόλιθους, που, εξαιτίας του περιορισμένου μεγέθους τους, δε μας δίνουν παρά συμβατική ή συνοπτική εικόνα τους. Μας διαφωτίζουν μόνο ως προς τη γενική μορφή των πλοίων με την υψηλή πλώρη, που συχνά διχαλώνεται, και τη χαμηλή πρύμνη, που συχνά καταλήγει πίσω σε ένα οριζόντιο έμβολο. Τα περισσότερα πλοία ήταν ιστιοφόρα με ένα έως τρία κατάρτια, εφοδιασμένα με προτόνους [1] και επιτόνους [2] και με ένα ή δύο κύρια πανιά, κάποτε και άλλα μικρότερα βοηθητικά, στην πλειοψηφία τους κωπήλατα, συχνά δε τα κουπιά των πηδαλίων ήταν πολύ μεγαλύτερα από τα άλλα. Ενίοτε διακρίνονται οι κουπαστές, ένα είδος γέφυρας και πολύ σπάνια ένας μικρός θαλαμίσκος στη μέση.

Είναι όμως βέβαιο ότι τα ποντοπόρα πλοία που διέσχιζαν τρικυμισμένες θάλασσες, θα έπρεπε να είχαν καλύτερη κατασκευή και βελτιωμένο εξοπλισμό. Άγνωστη είναι και η ύπαρξη πολεμικών πλοίων για την προστασία της νήσου από πειρατικές ή άλλες επιδρομές, δεδομένου ότι οι πόλεις της, ακόμη και τα ανακτορικά κέντρα, είχαν μείνει ατείχιστα (Πλάτων, 1970).



Λεπτομέρεια της νηοπομπής από την τοιχογραφία της Θήρας.

Μινωική Θαλασσοκρατορία
Η Μινωική εξάπλωση στο Αιγαίο θα ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί χωρίς τη θαλασσοκρατορία των Κρητών. Ο Μίνωας με τον αδερφό του Ροδάμανθη ήταν εκείνοι που από τη μία ένωσαν τα έθνη της Κρήτης σε ενιαίο σύνολο και δημιούργησαν το «Κοινό των Κρητών» ή αλλιώς την Κρητική πολιτεία με νόμους και θεσμούς, τους οποίους αργότερα αντέγραψαν οι Σπαρτιάτες με τον Λυκούργο και οι Αθηναίοι με τον Σόλωνα. Σύμφωνα με τους Θουκυδίδη (3-9), Ισοκράτη (Παναθηναϊκός), Διόδωρο (Βίβλος 4, 5), Στράβωνα (Βίβλος 10) κ.ά., ο Μίνωας συγκρότησε πολεμικό ναυτικό με αποτέλεσμα και ο ίδιος να γίνει θαλασσοκράτορας και να ελευθερωθούν οι θαλάσσιοι δρόμοι, ώστε οι Έλληνες να μπορέσουν να ασχοληθούν με τη ναυτιλία, να πλουτίσουν, να επικρατήσουν, να σταματήσουν το μεταναστευτικό βίο που τους εξανάγκαζαν οι κακοποιοί, να κτίσουν πόλεις και γενικά να αναπτύξουν τον πολιτισμό τους (Κρασανάκης, 2008).
Η απόλυτη επικράτηση της Κρήτης στη θάλασσα κατά την πρώτη φάση της Νεο-ανακτορικής περιόδου δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί, καθώς τα μυκηναϊκά κέντρα δεν είχαν ακόμη δημιουργηθεί, ενώ ο κρητικός αποικισμός στα νησιά είχε πάρει μεγάλη έκταση. Για τις δύο επόμενες φάσεις και ως την καταστροφή των μινωικών κέντρων, γύρω στα 1400 π.Χ., ο Κρητομυκηναϊκός κόσμος είναι ενιαίος και δε διαφαίνεται κανενός είδους ανταγωνισμός. Η Μυκηναϊκή επικράτηση έρχεται ύστερα από τη μεγάλη καταστροφή.

Η θαλασσοκρατορία προϋποθέτει τη συστηματική οργάνωση στόλου ικανού να ελέγχει τους θαλάσσιους δρόμους λιμένων και ναυτικών βάσεων και για την εξασφάλιση της Κρήτης από τους κινδύνους αιφνιδιαστικών επιδρομών. Το γεγονός ότι στη νήσο βασίλευε σταθερά ειρήνη και ότι οι πόλεις, ακόμη και στα κύρια ανακτορικά κέντρα, εξακολουθούσαν να μένουν ατείχιστες, σημαίνει αδιάκοπη επαγρύπνηση του ναυτικού.
Αποικισμοί σε μεγάλη κλίμακα θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν χωρίς άφθονα πλοία, άλλωστε, και η παράδοση αναφέρει μικρότερες ή μεγαλύτερες θαλασσινές εκστρατείες του Μίνωα, που πρέπει να ήταν μάλλον αποικιακές επιχειρήσεις.
Στις παραστάσεις των σφραγιδόλιθων και των σφραγισμάτων τα πλοία εμφανίζονται τώρα τελειοποιημένα, αρτιότερα εξοπλισμένα, με καλύτερη καλλιτεχνική απόδοση, καθόσον η τέχνη έγινε περισσότερο φυσιοκρατική. Στις παραστάσεις αυτές συναντώνται πολυίστια και πολύκωπα πλοία με πολλά ξάρτια, κουπιά, πηδάλια, έμβολα, κουπαστές και, σε κάποιες περιπτώσεις, θαλαμίσκους καταστρώματος. Τα πλοία αυτά θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν και φουρτούνες ανοιχτής θάλασσας με τη δεξιοσύνη τους πληρώματός τους. ΟΣκύλαξ [3] στους «Σταδιασμούς» αναφέρει ότι οι Μινωικοί ήταν πολύ καταρτισμένοι ναυτικοί, ενήμεροι για τις τελειότερες μεθόδους ναυσιπλοΐας της εποχής τους (Πλάτων, 1970).

Πολύ περισσότερες πληροφορίες για τη ναυτιλία και τη ναυπηγική τέχνη αυτής της εποχής παρέχει η αποκάλυψη της μεγάλης έγχρωμης τοιχογραφίας του «Στόλου» του δωματίου 5 της δυτικής οικίας στο Ακρωτήρι της Θήρας, αποικίας των Μινωιτών, όπου παριστάνεται ένας ολόκληρος στόλος από πλοία της Κρήτης. Η αποκάλυψη έγινε το 1972 από το Σπύρο Μαρινάτο (Λάζος, 1996). Χρονολογείται περίπου στο 1.650 π.Χ., αποτελεί μια από τις ωραιότερες αναπαραστάσεις πλοίων αυτής της εποχής και απεικονίζει μια νηοπομπή 14 σκαφών διαφόρων μεγεθών μεταξύ δύο λιμανιών. Με συναρπαστική για την
εποχή της λεπτομέρεια αποδίδεται ένα σύνολο σκαφών με διαφορές στο μέγεθός τους, στους τρόπους κωπηλασίας, ιστιοφορίας και κατασκευής. Το ασύμμετρο
σαν μισοφέγγαρο σχήμα τους και οι καμπύλες του περιγράμματός τους προϋποθέτουν αναπτυγμένη ναυπηγική τέχνη και κατασκευαστές έμπειρους στις βασικές αρχές καλής πλευστότητας. Από την αποκάλυψή της και μετέπειτα η τοιχογραφία αποτελεί αντικείμενο αναφοράς για κάθε έρευνα σχετική με τη ναυτιλία και τη ναυπηγική στο Αιγαίο πέλαγος γύρω στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. (Δαμιανίδης, 1997).



Ανακατασκευή πλοίου της Θήρας. Άποψη πρύμνης.
Κατασκευή: Δημήτρης Μάρας Mικροναυπηγός,
Μηχανολόγος Μηχανικός M.Sc. greekshipmodels.com

Μυκηναϊκός Πολιτισμός
Στα 1.450 π.Χ. η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας που είχε ως αποτέλεσμα να καταβυθιστεί το μεγαλύτερο μέρος του νησιού και να προκληθούν μεγάλοι σεισμοί και παλιρροϊκά κύματα που έφθασαν ως την Κρήτη και προξένησαν μεγάλες καταστροφές, έδωσαν την ευκαιρία στους Αχαιούς να κυριαρχήσουν στο Αιγαίο πέλαγος. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός, με επίκεντρο την Πελοπόννησο και περίοδο ακμής τον 14ο και 13ο αιώνα, είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του από τον 16ο αιώνα και χωρίς καμία αμφιβολία επηρεάστηκε από τον Μινωικό. Το εμπόριο εξαπλώνεται στο Αιγαίο και σε όλη τη Μεσόγειο μέχρι τον Εύξεινο Πόντο, όπου θα αναζητήσουν το Χρυσόμαλλο Δέρας. Η αργοναυτική εκστρατεία φαίνεται ότι είναι μια εξερευνητική ναυτική αποστολή που αναλήφθηκε από τους Μίνυες (ελληνικό φύλλο της Θεσσαλίας), με σκοπό το άνοιγμα νέων αγορών και προώθηση του ναυτεμπορίου στη Μαύρη Θάλασσα (Μακρής, 1984).

Κατά τον Απολλόδωρο (Α7, 2) η πρώτη πεντηκόντορος ναυς (πλοίο με πενήντα κουπιά) ήταν η «Αργώ», το πλοίο των Αργοναυτών, την οποία κατασκεύασε από ξύλο φυγός (δρυς, βελανιδιά) της Δωδώνης ο Άργος, από τον οποίον πήρε και το όνομά της (Κρασανάκης, 2008). Το προϊστορικό αυτό πλοίο του 14ου π.Χ. αι. που ανήκει στην τυπολογία της ηπειρωτικής ναυπηγικής σχολής ανακατασκευάστηκε το 2004 και στις 14/6/2008 απέπλευσε από την Ιωλκό(σημερινό Βόλο) για την Αδριατική. Αφού αγκυροβόλησε σε 28 λιμάνια τερμάτισε συμβολικά στην Ιθάκη, το νησί του Οδυσσέα.

Προς το τέλος του 13ου π.Χ. αιώνα οι Μυκηναΐοι επιχειρούν τη ναυτική εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Ο δεκαετής Τρωικός Πόλεμος είναι συνέπεια μιας υπερπόντιας ναυτικής επιχείρησης που ανέλαβαν οι Αχαιοί υπό την ηγεσία του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα, με σκοπό να εγκατασταθούν στις βόρειες ακτές της Μικράς Ασίας, να εξασφαλίσουν την ελεύθερη χρήση των στενών της Προποντίδας και της Μαύρης Θάλασσας. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια του Ομήρου είναι οι παλαιότερες αναφορές σχετικά με τη μέθοδο κατασκευής
πλοίων, καθώς και οι αρχαιότερες γραπτές μαρτυρίες γύρω από τη ναυτική ζωή και τη ναυπηγική τέχνη (Μακρής, 1984).

Είναι γεγονός ότι ο Όμηρος γνώριζε πάρα πολλά στοιχεία για τα οποία εξ αντικειμένου δεν ήταν δυνατόν να έχει ιδία αντίληψη. Επομένως, τα άκουσε και τα μετέφερε. Αφορούσαν όλους τους τομείς της ναυτιλίας, από τη ναυπηγική, την ουριοδρομία, την κωπηλασία, τον προσορμισμό, τη μετεωρολογία (γνώση των ανέμων) κ.α. και ως ποιητής έδωσε τις πληροφορίες με το δικό του κωδικοποιημένο τρόπο, ώστε να αποκρύψει τα στοιχεία από τους τότε ανταγωνιστές Φοίνικες που και αυτοί από την πλευρά τους έκαναν το ίδιο ή διέδιδαν ψευδείς πληροφορίες. Οι μεταγενέστεροι ποιητές που έγραψαν οδηγίες προς ναυτιλλόμενους όπως ο Ησίοδος, ο Φώκος ο Σάμιος και ο Άρατος του Σολέα, παρουσιάζουν τις γνώσεις που παραδίδουν έμμετρα μεν αλλά όχι κωδικοποιημένες (Λάζος, 1996).



Κρατήρας Γεωμετρικής περιόδου
800 - 775 π.Χ. Metropolitan Museum
of Art, Νέα Υόρκη.

Προκλασική περίοδος
(μέσα 14ου - 9ος αιώνας )
Από τα μέσα του 13ου αιώνα εισβολές νέων πληθυσμών σαρώνουν τους παλαιότερους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου με αποτέλεσμα την αναστολή των περισσοτέρων θαλάσσιων επικοινωνιών και εμπορικών συναλλαγών σε αυτήν την περιοχή.
Η σκοτεινή αυτή περίοδος για τον ελληνικό χώρο θα διαρκέσει έως τον 9ο αιώνα π.Χ. περίπου. Αλλά και σ’ αυτή ακόμα επέρχονται σημαντικές ανακατατάξεις και μετακινήσεις πληθυσμών τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας όσο και στο Αιγαίο, οι οποίες διαμορφώνουν τις συνθήκες για την ανάπτυξη του Ελληνικού πολιτισμού των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων.

Από τον 11ο έως τον 9ο αι. π.Χ. η Αθήνα εξελίσσεται σε κεντρική πολιτική δύναμη στον ελληνικό χώρο με παράλληλη ανάπτυξη της ναυτιλίας της, ενώ κι άλλες πόλεις της Ελλάδας επιδίδονται σε έναν αγώνα εμπορικής κυριαρχίας από τη Μασσαλία ως τη Μαύρη Θάλασσα και τις ακτές της Συρίας. Τα πλοία, βέβαια, είναι τα αποκλειστικά μέσα αυτών των μετακινήσεων και χωρίς αμφιβολία η ναυπηγική τέχνη έχει εξελιχθεί σημαντικά από την περίοδο του «Στόλου» της Θήρας (Δαμιανίδης, 1997).

Το έτος 1982 υποθαλάσσιες ανασκαφές στη θέση Ulu Burun, κοντά στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας ανάμεσα στην Κύπρο και τη Ρόδο, έφεραν στο φως ένα
από τα αρχαιότερα βυθισμένα πλοία που θεωρείται «το αρχαιότερο ναυάγιο του κόσμου» (14ος-13ος αι. π.Χ.). Τα αγαθά που βρέθηκαν στο πλοίο προέρχονται από διάφορους λαούς της Μεσογείου και αποδεικνύουν τόσο την κουλτούρα αυτών όσο την ύπαρξη καθιερωμένου εμπορικού δρόμου στο Αιγαίο πέλαγος.

Στα χρόνια από το 900-700 π.Χ. σε παραστάσεις αντικειμένων της γεωμετρικής τέχνης (αγγεία, τοιχογραφίες, επιγραφές) έχουμε τις πρώτες λεπτομερείς αναφορές πολύκωπων πλοίων, στα οποία για πρώτη φορά γίνεται αισθητός ο διαχωρισμός μεταξύ εμπορικών και πολεμικών πλοίων.

Τα δεύτερα, για λόγους ευελιξίας, ήταν χαμηλά, ελαφρά, με μακρόστενο σχήμα, για να διασχίζουν με ευκολία τη θάλασσα, με έμβολο, βοηθητικά πανιά για τις ειδικές κινήσεις τις απαραίτητες στη μάχη, και ονομάζονται «μακραί νήες». Οι ανάγκες της νέας πολεμικής τακτικής με τους εμβολισμούς οδήγησαν στην καθιέρωση των δύο σειρών κουπιών, έτσι ώστε να γίνονται γρήγορα και ευέλικτα αφού το συνολικό μήκος τους υποδιπλασιάζεται. Τα πιο κοινά πολεμικά καράβια της περιόδου αυτής ήταν η τριαντακόντορος και η πεντηκόντορος, με τριάντα και πενήντα κουπιά αντίστοιχα, διατεταγμένα σε μία ή δύο σειρές, οπότε ονομάζονταν «μονήρη» ή «διήρη» (Δαμιανίδης, 1997). Απαντώνται ακόμη και άλλα πλοία, όπως η εικοσάκωπος, πλοίο με δέκα κουπιά σε κάθε πλευρά.



Κρατήρας Γεωμετρικής περιόδου 800 - 775 π.Χ. (λεπτομέρεια) 
Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη. 

Τα κατεξοχήν εμπορικά σκάφη, οι «στρογγύλαι νήες» είχαν πλώρη και πρύμνη ψηλές, στρογγυλεμένες και ευρύχωρο αμπάρι. Τον 7ο αι. απέκτησαν μεγάλα ιστία και βοηθητικά πανιά, αυξάνοντας έτσι την ταχύτητά τους, και εφοδιάστηκαν με άγκυρα. Ονομάζονταν ολκάδες και ο Αριστοτέλης, αργότερα, τα παρομοίωσε με μεγάλα έντομα με μικροσκοπικά φτερά (Κρασανάκης, 2008).

Σε αγγείο του τέλους της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. από την Ιολκό, που σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Βόλου, βρίσκουμε την παλαιότερη απεικόνιση της τριαντακοντόρου. Οι διήρεις θα παραμείνουν σε ενέργεια για πάνω από 1.500 χρόνια, όπως γνωρίζουμε από την παρουσία των βυζαντινών δρομώνων, που ήταν πλοία με διπλές σειρές κουπιών (Λάζος, 1996).

Αρχαία Χρόνια
Η εξέλιξη των πλοίων της προκλασικής περιόδου και ιδιαίτερα της διήρους οδήγησε στην κατασκευή ενός πολεμικού κυρίως πλοίου των χρόνων του 6ου π.Χ. αι. της τριήρους. Σχετικά με την κατασκευή της, οι οπαδοί των Φοινίκων, στηριζόμενοι σε στοιχεία από διάφορα ανάγλυφα πλοίων, επιμένουν ότι οι τελευταίοι κατασκεύασαν πρώτοι ένα τέτοιο σκάφος τον 8ο π.Χ. αι. στη Σιδώνα. Ο ναύαρχος Σίμψας αναφερόμενος στον Πλίνιο γράφει «ο Πλίνιος όμως αναφέρει τον λογογράφο Δαμάστη, σύγχρονο του Ηροδότου, κατά τον οποίο τη διήρη επινόησαν οι Ερυθραίοι, δηλαδή κάτοικοι των Ερυθρών της Μικράς Ασίας (σημερινό Λυθρί απέναντι από τη Χίο) που ήταν τότε άποικοι των Βοιωτών».

Ο Όμηρος στη Β’ ραψωδία της Ιλιάδας (στ. 507-510) αναφέρει ότι κατά τον Τρωικό πόλεμο τα μεγαλύτερα πλοία που συμμετείχαν σε αυτόν ήταν των Βοιωτών με 120 κουπιά το καθένα, γεγονός που επισημαίνει και ο Θουκυδίδης (Α 10-4).
Κατά τις αναλύσεις ειδικών αυτά τα πλοία πρέπει να ήταν διήρεις.
Κατά τον Θουκυδίδη (Ιστοριών Α, 13) ως πρώτος κατασκευαστής της τριήρους αναφέρεται ο περίφημος Κορίνθιος ναυπηγός Αμενοκλής κατά τον 8ο- 7ο αι. π.Χ. Ο ίδιος μάλιστα ναυπήγησε το 704 π.Χ. τέσσερα πλοία για τους Σαμίους, οι οποίοι την εποχή του τυράννου Πολυκράτη (570 π.Χ.) επέφεραν μετατροπές ώστε προήλθε ένας νέος τύπος πλοίου μεταξύ διήρους-τριήρους, η Σάμαινα.

Ανεξάρτητα της καταγωγής της η τριήρης υπήρξε μια «μακρά ναυς», ένα πανίσχυρο εξαιρετικά γρήγορο και ευέλικτο σκάφος με κύριο μέσο προώσεως τρεις σειρές κουπιών από τις δύο πλευρές διευθετημένες με τέτοιο τρόπο ώστε να μην απαιτείται μεγάλο ύψος του σκάφους και η κωπηλασία να πραγματοποιείται χωρίς τον κίνδυνο σύγκρουσης των κουπιών.

Απαιτούσε όμως εντατική άσκηση των πληρωμάτων και επιτήδεια διακυβέρνηση.
Στην τριήρη αναφέρεται το απόφθεγμα του Περικλέους «το δε ναυτικόν τέχνης εστί» (Δεσποτόπουλος, 1972).
Κύριο όπλο της τριήρους αποτελούσε το «έμβολον» στην πλώρη, μία προεξοχή ενός μέτρου περίπου με ισχυρή μεταλλική επένδυση και διάφορα εκηβόλα όπλα, στα οποία αργότερα, τον 4ο π.Χ. αι., προστέθηκαν καταπέλτες και δελφίνες. Για την προστασία του πληρώματος τόσο από τα εχθρικά πυρά όσο και από τα κύματα, έφρασσαν τα πλευρά του πλοίου πάνω από το κατάστρωμα και τότε η τριήρης ονομάζονταν «κατάφρακτη». Για την ιστιοπλοΐα η τριήρης διέθετε έναν κύριο ιστό με μεγάλο τετράγωνο πανί κι ένα μικρότερο προς την πλώρη, το ακάτιο (Λάζος, 1996).

Η ονομασία τριήρης δεν χαρακτήριζε αποκλειστικά ένα σχήμα πλοίου, αλλά ανάλογα με την πόλη κατασκευής της και τη χρήση της υπήρχαν οι αθηναϊκές, οι κορινθιακές, οι σαμιακές, οι ροδιακές, οχιακές, οι θάσιες, οι μηλίσιες, οι συρακούσιες, για να αναφέρουμε μόνο αυτές που ανήκαν σε μερικές από τις σημαντικότερες πόλεις-κράτη της Ελλάδας.
Διαφορά υπήρχε και ως προς τη χρήση τους, μεταφορά στρατιωτών, εμβολισμός, ιππαγωγοί. Περισσότερο γνωστός είναι ο τύπος των Αθηναϊκών τριήρεων που χαρακτηρίστηκαν εξαίρετοι κατά τον 4ο αι. και ήταν σχεδιασμένες με τέτοια διάταξη κωπηλατών ώστε να αυξάνονται στο μεγαλύτερο βαθμό οι επιδόσεις εμβολισμού και τακτικών ελιγμών κατά τη διάρκεια των ναυμαχιών. Όπως υπολογίστηκε, με βάση κυρίως τους νεωσοίκους της Ζέας, οι διαστάσεις αυτών των πλοίων ήταν περίπου οι ακόλουθες: μήκος 36 μ., πλάτος 5 μ., ύψος από την ίσαλο γραμμή 2,20 μ. και βύθισμα 1 μ. Το εκτόπισμά τους ήταν 70-90 τόνοι και κινούνταν είτε με κουπιά είτε με ιστία είτε και με τα δύο συγχρόνως. Η διάταξη των κωπηλατών παρουσιάζεται με αρκετή ευκρίνεια σε ένα απόσπασμα ανάγλυφου από την Ακρόπολη, το γνωστό ως ανάγλυφο Lenorman (410-400 π.Χ.) που αναπαριστά το μεσαίο τμήμα μιας τριήρους (Δαμιανίδης, 1997).




Άποψη εσωτερικού τριήρους «Ολυμπιάς».
Φώτο: Περί Αλός (Αρχείο Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου)

Η τριήρης ήταν το αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής ναυπηγικής, ένα πρωτοποριακό πλοίο για την εποχή του που συνέβαλε όχι μόνο στην προστασία της Ελλάδος από τους εχθρούς της αλλά και στη δημιουργία και διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνος το 480 π.Χ. η διορατικότητα του Θεμιστοκλή ανέδειξε την τριήρη το σημαντικότερο πλοίο της αρχαιότητας. Τα «ξύλινα τείχη», οι γρήγορες και ευέλικτες τριήρεις, επανδρωμένες με ελεύθερους πολίτες έμειναν απόρθητες σώζοντας την Αθήνα και τους κατοίκους της, όπως είχε προφητέψει το Μαντείο των Δελφών, με συνέπεια να διασωθεί οριστικά η Ελλάδα από τον Περσικό εναγκαλισμό και μακροπρόθεσμα η Ευρώπη να αποφύγει το βαρβαρισμό (Κρασανάκης, 2008). Ο Θεμιστοκλής έγινε ο θεμελιωτής της ναυτικής δύναμης των Αθηνών, ο ιδρυτής της Αθηναϊκής Συμμαχίας που 45 χρόνια αργότερα, υπό τη μεγαλοφυή ηγεσία του Περικλή, έγινε πανίσχυρη ναυτική ηγεμονία με την Αθήνα το μεγαλύτερο εμπορικό, κοινωνικό και καλλιτεχνικό κέντρο του τότε γνωστού κόσμου με παγκόσμια ακτινοβολία (Μακρής, 1984).

Η τριήρης, όμως, παρά τη μακρόχρονη συμμετοχή της στη ναυτική ιστορία της Μεσογείου για 1.000 περίπου χρόνια, 12 αιώνες μετά την εμφάνισή της έπαψε να είναι γνωστή και η ιστορική λήθη κάλυψε την ύπαρξή της, ώσπου το ενδιαφέρον για αυτήν αναζωπυρώθηκε και από τον Μάιο του 1985 έως τον Ιούλιο του 1987 κατασκευάστηκε στην Ελλάδα η τριήρης «Ολυμπιάς» πάνω σε σχέδιο που παρασχέθηκε από το Trireme Trust της Βρετανίας, μοναδικό αντίγραφο της αρχαίας αθηναϊκής τριήρους σε πραγματικό μέγεθος. Το πλοίο δοκιμάστηκε σε φυσικές συνθήκες στα πλαίσια της πειραματικής αρχαιολογίας δίνοντας απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα για τη ναυτική τεχνολογία της αρχαιότητας, πλην όμως προκλήθηκαν και φθορές. Από το 2004 η «Ολυμπιάς» αποτελεί μουσειακό έκθεμα στην προβλήτα του Φαληρικού όρμου, λίγα μέτρα πιο πέρα από το θωρηκτό Αβέρωφ, και αποτελεί ζωντανή απόδειξη της ναυτικής παράδοσης των Ελλήνων.
http://perialos.blogspot.gr/2014/05/blog-post_12.html
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Πρότονοι: χοντρά σκοινιά που συγκρατούσαν το μεγάλο ιστό του πλοίου.
[2] Επίτονοι: ξάρτια των επιστηλίων.
[3] Εξερευνητής του 6ου π.Χ. αιώνα, ο οποίος, με εντολή του Δαρείου Α’, εξερεύνησε τις ασιατικές ακτές, πέρα από τον Ινδό ποταμό.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Δαμιανίδης, Κ. (1998). Ελληνική παραδοσιακή ναυπηγική. Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ.  

Δαμιανίδης, Κ. (Επιμ.) (1997). Ναυτική παράδοση στο Αιγαίο. Ταρσανάδες και σκαριά. Αθήνα: Υπουργείο Αιγαίου.

Δεσποτόπουλος Α. (1972), Το πλοίο. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ’1,

Κλασικός Ελληνισμός, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σσ. 231-233.

Καρδάσης, Β. (1993). Από του ιστίου εις τον ατμόν. Ελληνική εμπορική ναυτιλία 1858-1914.

Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ.

Κοτσοβίλλης Γ. Ι. (1919). Περί Εξαρτισμού των Πλοίων. Σύρος: Ν. Φρέρης. Κρασανάκης, Α.Γ. (2008). Ναυτική ιστορία ελληνικού έθνους. Αθήνα.

Λάζος, Χ. (1996). Ναυτική τεχνολογία στην Αρχαία Ελλάδα. Όργανα, χάρτες, ανεμολόγια. Αθήνα: Αίολος.

Μακρής Ε. (1984), Τουρκοκρατία – Προεπαναστατικά Χρόνια – Αγώνας Ανεξαρτησίας: Η Ναυτική Δραστηριότητα. Στο Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος. Αθήνα: Εκδοτική Ελλάδος Α.Ε., σσ. 32-45.

Μακρής, Ε. (1984). Αρχαία Χρόνια, η ναυτική δραστηριότητα. Στο Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος. Αθήνα: Εκδοτική Ελλάδος Α.Ε., σσ. 12-21.

Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, Εγκυκλοπαιδική Επιθεώρηση «Ήλιος», Αθήνα.

Πλάτων Ν. (1970). Μινωική Θαλασσοκρατορία. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Α’, Προϊστορία και Πρωτοϊστορία. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σ. 195.  Πλάτων Ν. (1970). Παλαιοανακτορικός Μινωικός Πολιτισμός. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Α’, Προϊστορία και Πρωτοϊστορία. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σσ. 134-160.

Σίμψας Μ. (1984). Βυζαντινά Χρόνια: «Των Βυζαντινών το Ναυτικό». Στο Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος. Αθήνα: Εκδοτική Ελλάδος Α.Ε., σσ. 26-28.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον