ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ: Εμφύλιοι Πόλεμοι και Δυναστικές Έριδες (ΜΕΡΟΣ Α΄)
1) Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
(1321-1328)
Η
βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1321 μέχρι το 1354 βρέθηκε σε βαθιά εσωτερική
κρίση, η οποία έκανε την εμφάνισή της με τη μορφή των εμφυλίων πολέμων.
Ενδοδυναστικές έριδες ξέσπασαν στην εξουσία, που όμως στην ουσία επρόκειτο για
πολιτικές διαμάχες και κοινωνικές αναταραχές, των οποίων η τελική μορφή ήταν
ένας κοινωνικός πόλεμος.
Ο
πρώτος εμφύλιος πόλεμος ήταν μεταξύ του Ανδρόνικου Β΄[1] και
του εγγονού του Ανδρόνικου Γ΄[2],
αρχίζοντας τον Απρίλιο του 1321 και τελειώνοντας τον Μάιο του 1328, ενώ ο δεύτερος ξεκινώντας τον Οκτώβριο του
1341 έληξε φαινομενικά μεν τον Φεβρουάριο του 1347, πραγματικά δε το 1354.
Οι
σχέσεις μεταξύ παππού και εγγονού (Ανδρόνικος Β΄ και Ανδρόνικος Γ΄) είχαν ήδη
επιδεινωθεί και το 1320 ο αυτοκράτορας ζήτησε από τους διάφορους αξιωματούχους
να ανανεώσουν τον όρκο πίστεως σ’ αυτόν, χωρίς όμως να γίνει αναφορά στον
Ανδρόνικο Γ΄, και γι’ αυτή την αφορμή φίλοι του Ανδρόνικου Γ΄ τον συμβούλευσαν
να επαναστατήσει. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν,
ο Συργιάννης στον οποίο είχε ανατεθεί η διακυβέρνηση της Θράκης, ο
Ιωάννης Καντακουζηνός που ήταν και ο πλουσιώτερος εκπρόσωπος της βυζαντινής
αυτοκρατορίας, ο Θεόδωρος Συναδηνός κυβερνήτης της Πριλάπου[3] και ο
Αλέξιος Απόκαυκος[4].
Έτσι, λοιπόν, την νύχτα της 19ης - 20ης Απριλίου, ο
Ανδρόνικος Γ΄ έφυγε κρυφά από την πρωτεύουσα, πήγε στην Ανδριανούπολη με σκοπό
ν’ αρχίσει να διεκδικεί την εξουσία, μία προσπάθεια που πέτυχε τελικά,
προσεταιρισθείς όχι μόνο την αριστοκρατία και τον στρατό, αλλά και τους
κατοίκους των πόλεων και της υπαίθρου, δίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έρεισμα
στις πολιτικές του επιδιώξεις. Η πρώτη του υπόσχεση στους κατοίκους των πόλεων
της Θράκης ήταν η απαλλαγή από τη φορολογία, που ήταν ιδιαίτερα βαριά, μετά από
προσπάθειες του παππού του να εξοικονομίσει χρήματα για την αναδιοργάνωση του
στρατού. Όμως τότε, οι φόροι αρπάχθηκαν από τους εισπράκτορες, ενώ οι
υποστηρικτές του Ανδρόνικου Β΄ έχασαν τις περιουσίες τους. Έτσι, ο νεαρός
αυτοκράτορας συνέλεξε σημαντικό αριθμό στρατιωτών, υποσχόμενος να τους
παραχωρήσει τις περιουσίες που είχαν ήδη κατασχεθεί, ενώ με τον στρατό
προχώρησε μέχρι την Κωνσταντινούπολη κι έτσι ο παππούς του αναγκάσθηκε να
προβεί σε διαπραγματεύσεις και υπεγράφη η Συνθήκη του Ρηγίου τον Ιούνιο του
1321, με την οποία η αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε δύο μέρη: Ο Ανδρόνικος Γ΄ θα
διοικούσε τη Θράκη, μεταξύ Σηλυβρίας και Χριστουπόλεως, ενώ ο Ανδρόνικος Β΄ την
Κωνσταντινούπολη και την υπόλοιπη αυτοκρατορία, καθώς επίσης και την
αποκλειστική ευθύνη για την εξωτερική πολιτική[5].
Μετά
από πολλές ανακατατάξεις και επαναστάσεις από υποστηρικτές του Ανδρόνικου Γ΄,
που έλαβαν χώρα λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1322 οι δύο αυτοκράτορες
συνήψαν νέα συνθήκη, με την οποία ο Ανδρόνικος Β΄ επανακτούσε την εξουσία στη
Θράκη, όπου όμως οι στρατιώτες του Ανδρόνικου Γ΄ θα διατηρούσαν τις πρόνοιές
τους, ενώ μ’ αυτή τη συνθήκη διακόπηκε ο εμφύλιος πόλεμος μέχρι το 1327 και η
στέψη του Ανδρόνικου Γ΄ έγινε στην Κωνσταντινούπολη στις 2 Φεβρουαρίου του
1325. Αυτό ήταν ένα διάλειμμα, το οποίο επέτρεψε στους βυζαντινούς να
αντιμετωπίσουν τους Βουλγάρους, οι οποίοι υπό τον Γεώργιο Β΄ Τερτέρη είχαν
καταλάβει διάφορες θρακικές πόλεις, μεταξύ των οποίων σημαντικότερη ήταν η
Φιλιππούπολη. Ωστόσο, ο διάδοχός του Μιχαήλ Σισμάν, το 1324 νυμφεύθηκε την
αδελφή του Ανδρόνικου Γ΄, Θεοδώρα, χήρα του Σβετοσλάβου, οπότε σταμάτησαν οι
εχθροπραξίες, αλλά στο μεταξύ οι Τάταροι[6] είχαν
πραγματοποιήσει μεγάλη εισβολή στη Θράκη[7].
Το
1327 αρχίζει η τρίτη φάση του εμφυλίου
πολέμου, του οποίου οι αφορμές δεν είναι ξεκάθαρες. Υπάρχουν διάφορες
απόψεις: Κατά τον Καντακουζηνό, ο Ανδρόνικος Β΄ είχε καλέσει τον στρατό της
Μακεδονίας να επιτεθεί στον εγγονό του, ενώ ο Γρηγοράς αναφέρει ότι ο Ανδρόνικος
Γ΄ προκάλεσε τον πόλεμο συμμαχώντας με τον Μιχαήλ Σισμάν εναντίον του παππού
του και κατακρατώντας τους φόρους της Θράκης.
Εν
κατακλείδι, ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος ήταν μία διαμάχη για την εξουσία ανάμεσα
σε δύο μερίδες της βυζαντινής άρχουσας τάξης. Οι κυριότεροι σύμμαχοι του
Ανδρόνικου Γ΄ ήταν μέλη της βυζαντινής αριστοκρατίας, με εξαίρεση τον Αλέξιο
Απόκαυκο, που προήρχετο από φτωχή οικογένεια. Συγχρόνως, όμως, ο νεαρός
αυτοκράτορας είχε προσεταιρισθεί και τον πληθυσμό διαφόρων πόλεων, κυρίως με την
υπόσχεση άρσης της φορολογίας, υπόσχεση όμως που δεν τηρήθηκε, αλλά όπως
ελάχιστα διαφαίνεται, και με άλλα μέσα που έδειχναν ή υποδήλωναν μία υποστήριξη
προς τα μη αριστοκρατικά κοινωνικά στρώματα. Από το φαινόμενο αυτό καταλαβαίνει
κάποιος ότι η κρίση στο δυναστικό επίπεδο έφερε στην επιφάνεια μία σειρά από
κοινωνικά προβλήματα εκφραζόμενα με τη λαϊκή υποστήριξη προς τον Ανδρόνικο Γ΄,
ιδιαίτερα στις βυζαντινές πόλεις και μάλιστα στη Θεσσαλονίκη, ότι υπήρχε μεγάλη
οικονομική ανισότητα που οδηγούσε σε κοινωνική αναταραχή, ενώ οι διανοούμενοι
εξέφραζαν την ανησυχία τους αλλά και φοβούνταν επανάσταση. Και πραγματικά, η
ένταση αυτή εκφράστηκε στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, που είχε αναγνωρισθεί και
από τους συγχρόνους και από την ιστοριογραφία, ως η πιο εκτεταμένη και
σημαντικότερη αναταραχή που κλυδώνισε τη βυζαντινή αυτοκρατορία κατά τον 14ο
αιώνα[8].
2) Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η
σημασία του δεύτερου εμφυλίου πολέμου ήταν πολλαπλή: ένας πόλεμος μακροχρόνιος
και καταστρεπτικός, ενώ σε πολλές περιπτώσεις εξελίχθηκε σε κοινωνικό πόλεμο
και στη διάρκειά του εμφανίσθηκαν στο έδαφος της Μακεδονίας και της Θράκης
μεγάλα σερβικά και τουρκικά στρατεύματα, που δεν επρόκειτο πλέον να φύγουν. Ακόμα,
η εποχή του εμφυλίου πολέμου ήταν και εποχή μεγάλης διαμάχης μέσα στην βυζαντινή
Εκκλησία, διαμάχη η οποία τελείωσε με τη νίκη των ησυχαστών, τους οποίους
υποστήριξε ο Ιωάννης Καντακουζηνός.
Αφορμή
του εμφυλίου πολέμου ήταν το γεγονός ότι ο Ανδρόνικος Γ΄ πέθανε χωρίς ν’ αφήσει
αναγνωρισμένο διάδοχο, ενώ ο γυιός του Ιωάννης ήταν μόλις 9 ετών και δεν είχε
ανακηρυχθεί αυτοκράτορας. Καθήκοντα αντιβασιλέως ανέλαβε ο Ιωάννης
Καντακουζηνός, χωρίς όμως να λάβει τον τίτλο. Ο πατριάρχης Ιωάννης ΙΔ΄ Καλέκας
εποφθαλμιούσε την αντιβασιλεία, ισχυριζόμενος ότι ήταν άδικο να βρίσκονται στο
ίδιο πρόσωπο η βασιλεία και η Εκκλησία. Επηρέασε την βασιλομήτορα Άννα της
Σαβοΐας, όπως και ο Αλέξιος Απόκαυκος, ο οποίος πίεζε τον Ιωάννη Καντακουζηνό
να αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτορας.
Οι
προσωπικές φιλοδοξίες των διαφόρων ητετών του πολέμου έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε
όλη τη διάρκεια των έξι ετών που διήρκεσε ο εμφύλιος. Αυτός ο δεύτερος
κοινωνικός εμφύλιος πόλεμος διαφάνηκε πολύ νωρίς, με την συσπείρωση των
αριστοκρατών γύρω από τον Καντακουζηνό και τη δήμευση των περιουσιών τους στην
Κωνσταντινούπολη. Αυτή η πράξη είχε διπλή σημασία: η δήμευση της περιουσίας
αποτελεί πράξη πολιτική, και μέρος από αυτά τα χρήματα χρησιμοποίησε ο
Απόκαυκος για να δημιουργήσει στόλο. Η δήμευση, όμως, έγινε δυνατή, επειδή ήδη
υπήρχε έντονη εχθρότητα εκ μέρους των Κωνσταντινουπολιτών. Όσο για τους
πρωτεργάτες της εξέγερσης του «δήμου» το 1341 κατά του Καντακουζηνού υπάρχουν
αρκετές διαφωνίες.
Πάντως,
η μεταμόρφωση της δυναστικής έριδας σε εμφύλιο πόλεμο με κοινωνικές προεκτάσεις
επήλθε πολύ γρήγορα στις πόλεις της Θράκης, όπου το 1341 όλες σχεδόν οι πόλεις
εκδίωξαν τους αριστοκράτες και τάχθηκαν με το μέρος της αντιβασιλείας, ενώ
λίγους μήνες μετά, ανάλογη κατάσταση παρατηρήθηκε στις περισσότερες πόλεις της
Μακεδονίας. Η πολιτική όψη του εμφυλίου πολέμου διαμορφώθηκε με κάποια
καθαρότητα μέσα στο 1342, οπότε ο πόλεμος εντοπίστηκε στις πόλεις και η πάλη
μεταξύ του Καντακουζηνού και της αντιβασιλείας διεξήχθη κυρίως για την κατάληψη
των πόλεων.
Το
δεύτερο σημαντικό γεγονός είναι ότι
την ίδια εποχή ο Απόκαυκος χρησιμοποιώντας τα δημευθέντα χρήματα του
Καντακουζηνού, αύξησε τις ναυτικές του δυνάμει και με 70 τριήρεις περιήλθε τα
νησιά του Αιγαίου μέχρι και την Εύβοια, φθάνοντας μέχρι τη Θεσσαλονίκη για να
βοηθήσει τους κατοίκους της. Το κυρίαρχο σημείο του πολέμου: η δύναμη του Απόκαυκου
στηριζόταν στον στόλο, στις παράκτιες πόλεις και μέσα στις πόλεις, στους ναύτες
και εμπόρους, ενώ οι δυνάμεις του Καντακουζηνού ήταν μέρος του στρατού της
ηπειρωτικής Μακεδονίας και Θράκης. Πολύ αργότερα, όταν ο Καντακουζηνός είχε
αρχίσει να υποδυλώνει τις πόλεις της Θράκης και Μακεδονίας, μαζί με τους
Τούρκους και Σέρβους συμμάχους του, ο Απόκαυκος στράφηκε προς τις παράκτιες
πόλεις. Δήμευσε τις περιουσίες των υπολοίπων πλουσίων της Κωνσταντινούπολης και
επέβαλε νέους φόρους και δασμούς, με σκοπό, όπως γράφει ο Καντακουζηνός, να
αποκτήσει ισχυρότατο ναυτικό και να δημιουργήσει κράτος, «τυραννίδα» (το οποίο
θα συνίστατο από νησιά και τις παράκτιες πόλεις), και να μεταβάλλει την
Κωνσταντινούπολη σε καθαρά ναυτική και εμπορική πόλη.
Το
τρίτο σημαντικό γεγονός είναι ότι το
1342 ο Καντακουζηνός, έχοντας περιέλθει σε σχεδόν απελπιστική θέση, αποφάσισε
να μεταβεί στα Σκόπια και να ζητήσει τη βοήθεια του Στέφανου Δουσάν. Λίγο
αργότερα, το 1343, κάλεσε στη Θεσσαλονίκη και μετά στη Θράκη τον εμίρη του
Αϊδινίου Ουμούρ, ο οποίος με τον στόλο του βοήθησε βέβαια τον Καντακουζηνό,
αλλά με τις λεηλασίες κατέστρεψε την οικονομία της περιοχής.
Τελικά,
είναι γεγονός ότι αρκετοί από τους πλούσιους και δυνατούς αριστοκράτες
παρέμειναν στις πόλεις και για προσωπικούς λόγους έμειναν πιστοί στην κυβέρνηση
της Κωνσταντινουπόλεως, κατά έναν δεύτερο σημαντικό λόγο, μέρος του στρατού δεν
υποστήριζε τον Καντακουζηνό, το οποίο συμπεραίνεται από τη μακρόχρονη αντίσταση
πόλεων, όπως η Αδριανούπολη, η Θεσσαλονίκη και η Βιζύη, όπου οι δυνατοί ή είχαν
εκδιωχθεί ή είχαν περιέλθει σε πολιτική αδυναμία, επομένως, δεν είναι δυνατόν
να υποθέσουμε ότι ο στρατός απλώς ακολούθησε την αντι-καντακουζηνική μερίδα της
αριστοκρατίας, αλλά πρέπει να δεχθούμε μία μερική τουλάχιστον σύμπτωση συμφερόντων
μεταξύ του στρατού και των επαναστατών[9].
Ολοκληρώνοντας
την κατά το μέγιστον συνοπτική παρουσίαση των εμφυλίων πολέμων, που άρχισαν το
1321 και τελείωσαν το 1354, οι ενδοδυναστικές έριδες έγιναν ενδημικές και
χαρακτηρίζουν όλη την μετέπειτα ζωή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ ο
δεύτερος εμφύλιος είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή και των κρατικών προσόδων
και των παραγωγικών δυνάμεων, πολλοί δε από τους πλουσίους γαιοκτήμονες έχασαν
τις γαίες τους και μεγάλο μέρος από την οικονομική τους δύναμη. Η εδραίωση της
παρουσίας των Σέρβων και των Τούρκων στην Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και
Θράκη, είναι από τα σπουδαιότερα αποτελέσματα του πολέμου. Στην
Κωνσταντινούπολη, στην Αδριανούπολη, Βιζύη και Θεσσαλονίκη, ο εμφύλιος πόλεμος
πήρε τη μορφή της αμφισβήτησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας της
αριστοκρατίας από μία τάξη, που ασχολούνταν με το εμπόριο και τη ναυτιλία.
Είναι, πάντως, αναμφισβήτητο ότι και στο Βυζάντιο, όπως και στη Δύση του
ύστερου Μεσαίωνα, έγινε προσπάθεια πολιτικής αυτονόμησης της αστικής τάξης.
Αλλά στο Βυζάντιο, η δύναμη της αριστοκρατίας και των συμμάχων της ήταν ακόμη
πολύ μεγάλη, ενώ το αστικό στοιχείο ήταν σχετικά αδύναμο, εξαρτημένο, με
περιορισμένες οικονομικές πρωτοβουλίες και, τελικά, ανίκανο να βρει κάποιο
δρόμο προς την εξουσία. Άλλωστε, και στη δυτική Ευρώπη της εποχής, η δύναμη των
αστικών στοιχείων εξακολούθησε να είναι κυρίως οικονομική, και μόνο σε
ορισμένες περιοχές βρήκε πολιτική έκφραση[10].
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βικιπαίδεια, Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282-1328):
Μεγαλύτερος γυιός και διάδοχος του
αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Η αδυναμία του να αναστρέψει την
καταστροφική πορεία του κράτους, η πείνα, η φορολογία, η ερήμωση της Θράκης και
της Ελλαδικής χερσονήσου, αλλά και η ανενόχλητη προέλαση των Οθωμανών στη Μικρά
Ασία, τον κατέστησαν εξαιρετικά αντιδημοφιλή.
[2] Βλ. ό.π., Ανδρόνικος
Γ΄ Παλαιολόγος (1328-1341): Κατέλαβε την εξουσία, μετά τον θάνατο του
πατέρα του διαδόχου και συναυτοκράτορα Μιχαήλ Θ΄ το 1320, με ήπιο πραξικόπημα
κατά του παππού του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, ο οποίος κατηγόρησε
τον εγγονό του για ανάμειξη στον θάνατο του αδελφού του Μανουήλ και τον είχε
αποκηρύξει, ορίζοντας ως διάδοχο τον δικό του δευτερότοκο γυιό Κωνσταντίνο. Ο
Ανδρόνικος Γ΄ κατάφερε να συγκεντρώσει πολιτικούς και στρατιωτικούς
συμπαραστάτες, εκτοπίζοντας τον παππού του από την εξουσία το 1328, στέλνοντάς
τον έγκλειστο σε μοναστήρι, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Παρ’ όλα
αυτά, όμως, αποδείχθηκε ικανότερος ηγεμόνας από τον παππού του και ως άξιος
στρατιώτης, πολιτικός ηγέτης και διπλωμάτης καταπολέμησε την διαφθορά, ενίσχυσε
τον στρατό και επανίδρυσε το ναυτικό, που είχε καταργήσει ο παππούς του. Η
προέλαση των Οθωμανών στην Μικρά Ασία ήταν ασταμάτητη λόγω των αποθεμάτων τους
σε έμψυχο δυναμικό, παρά τις προσπάθειες του Ανδρόνικου Γ΄.
Ιστοσελίδα
[3] Βλ. ό.π., Το Πρίλεπ,
στην ελληνική Πρίλαπος (ή Πριλέπια ή Περλεπές) είναι η τέταρτη μεγαλύτερη
πληθυσμιακά πόλη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με
πληθυσμό 73.351 κατοίκους, είναι δε γνωστό ως «η πόλη κάτω από τους Πύργους του
Μάρκο», λόγω του ότι βρίσκεται κοντά στους πύργους του πρίγκηπα Μάρκο.
Ιστοσελίδα
[4] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εμφύλιοι πόλεμοι και δυναστικές έριδες: ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος
(1321-1328), Αθήνα 2000, Τόμος Θ΄, σελ. 152.
[5] Βλ. ό.π.,
σ.σ. 152-153.
[6] Βικιπαίδεια,
Τάταροι: περιληπτική εθνική ονομασία, η οποία περιγράφει μία ομάδα τουρανικών λαών
της νότιας Ρωσίας. Ακριβέστερα, χρησιμοποιείται για τα φύλα μογγολικής –
τουρκικής προέλευσης που εγκαταστάθηκαν πέριξ του Βόλγα και των νοτίων Ουραλίων
κατά τα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια, ενώ συμπεριλαμβάνει και τους αρχαιότερους
Βουλγάρους του Βόλγα, πιθανότατα μάλιστα αυτοί να είναι οι περισσότεροι.
Ομιλούν την ταταρική γλώσσα, η οποία ανήκει στην οικογένεια των τουρκικών
γλωσσών. Όσοι είναι θρήσκοι, είναι μουσουλμάνοι σουνίτες. Έλκουν την ιστορική
καταγωγή τους από τη Χρυσή Ορδή, ένα κράτος που προέκυψε από τη διάσπαση της
Μογγολικής Αυτοκρατορίας (1294) και προήλθε από την ανάμιξη των Μογγόλων του
Καζακστάν με τους Τούρκους του Καυκάσου και τους Βουλγάρους του Βόλγα. Η Χρυσή
Ορδή εισέπραττε φόρο υποτέλειας από τις ρωσικές πόλεις και έμεινε ενωμένη μέχρι
τη δεκαετία του 1440, όταν διασπάσθηκε σε μικρότερα ταταρικά χανάτα. Όλα αυτά
καταλύθηκαν τον επόμενο αιώνα από τους Ρώσους, πλην του χανάτου της Κριμαίας –
επιβίωσε μέχρι το 1783, κυρίως χάρη στην υποστήριξη της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, που το χρησιμοποίησε για ανάσχεση της ρωσικής επέκτασης στη
Μαύρη Θάλασσα. Αφού τους κατέκτησαν τον 16ο αιώνα, οι Ρώσοι
αξιοποίησαν τους Τατάρους. Μαζί με τους Κοζάκους αποτελούσαν τα δύο μη ρωσικά
επίλεκτα σώματα του ρωσικού στρατού, και κάποιοι από αυτούς έγιναν μέλη της
παραδοσιακής αριστοκρατίας (βογιάροι). Ένας βογιάρος ταταρικής καταγωγής, ο
Μπαρίς Γκοντουνόβ, έφθασε μέχρι το ύπατο αξίωμα του Τσάρου του Ρωσικού
Βασιλείου το 1598.
Ιστοσελίδα:
[7] Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, Εμφύλιοι πόλεμοι και
δυναστικές έριδες: ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος (1321-1328), Αθήνα 2000, Τόμος
Θ΄, σελ. 153.
[8] Βλ. ό.π., σ.σ.
153-154.
[9] Βλ. ό.π.,
σ.σ. 154-156.
[10] Βλ. ό.π.,
σ.σ. 156-160.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον