Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ: Η επέκταση των Οθωμανών στην Ευρώπη (ΜΕΡΟΣ Β΄)

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ: Η επέκταση των Οθωμανών στην Ευρώπη (ΜΕΡΟΣ Β΄)

(βλ. Άλωση ΜΕΡΟΣ Α΄ ΕΔΩ)

1) ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ (1354-1402)


Η κατάληψη της χερσονήσου της Καλλιπόλεως το 1354 από τους Οθωμανούς ήταν μεγάλο πλήγμα για την βυζαντινή αυτοκρατορία, κυρίως επειδή οι Τούρκοι έγιναν κύριοι του ίδιου του φρουρίου της Καλλιπόλεως. Σύμφωνα με τον βυζαντινό λόγιο και πολιτικό Δημήτριο Κυδώνη ήταν «τῶν ἐν Ἑλλησπόντῳ τειχῶν πάντων ἐπικαιρότατον» και «ἀκρόπολις» της Κωνσταντινουπόλεως, τα Δαρδανέλλια πέρασαν υπό την τουρκική κυριαρχία, η θαλάσσια οδός που ένωνε τη βυζαντινή πρωτεύουσα με τη Δυτική Ευρώπη ελεγχόταν από τους Τούρκους και επιπλέον το πέρασμα των τελευταίων από τη Μικρά Ασία στην Ευρώπη γινόταν πολύ εύκολο. Μετά απ’ αυτή την κατάκτησή τους οι Τούρκοι άρχισαν επιδρομές εναντίον των περιοχών που κατείχαν οι Βούλγαροι, επέβαλαν νέους φόρους στο Βυζάντιο και πριν περάσει ένας χρόνος έφθασαν απειλητικοί κοντά στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως «καί τήν πρό τῶν τειχῶν ἔτεμον γῆν». Προκλήθηκε πανικός στην πρωτεύουσα και ο Καντακουζηνός έχασε κάθε υποστήριξη, γιατί η αποτυχία της πολιτικής του ήταν ολοφάνερη και κάθε διαπραγμάτευση απέβαινε μάταια. Η πτώση του βέβαια δεν σήμαινε για τους βυζαντινούς την απαλλαγή τους από την τουρκική απειλή. Οι Οθωμανοί εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη κι αυτό αποτελούσε για τον Ιωάννη Ε΄[1] τετελεσμένο γεγονός[2].

Η ανακατάληψη της Καλλιπόλεως: Με τη συνθήκη του 1357 που υπεγράφη μεταξύ των Οθωμανών και του Βυζαντίου (η οποία δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή) η ειρήνη δεν κράτησε για πολύ. Ο Αμεδαίος (ΣΤ΄ της Σαβοΐας) τον χειμώνα του 1366 ανακατέλαβε διάφορες πόλεις του Ευξείνου Πόντου που είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι, απελευθέρωσε τον αυτοκράτορα και επέστρεψε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη, κατόπιν ξεκίνησε εκστρατεία για τελευταία φορά εναντίον των Τούρκων, διώχνοντάς τους από δύο μικρά κάστρα στην Προποντίδα κοντά στο Ρήγιο και τον Ιούνιο του 1367, αφού παρέδωσε στους Βυζαντινούς τις πόλεις που είχε κυριεύσει, έφυγε για τη Βενετία, βάζοντας τέλος στην σταυροφορία του, η οποία είχε το θετικό αποτέλεσμα της εκδίωξης των Τούρκων από την Καλλίπολη και, κατά συνέπεια, την επαναφορά της μιάς ακτής του Ελλησπόντου υπό τον βυζαντινό έλεγχο[3].


Ο βυζαντινός αυτοκράτορας υποτελής του σουλτάνου
Το ναυάγιο των προσπαθειών του Ιωάννη Ε΄ και του Μανουήλ, οδήγησε την βυζαντινή αυτοκρατορία στην ανάγκη να γίνει κράτος υποτελές στους Οθωμανούς από το έτος 1373 και μετέπειτα. Παρόλο που έγινε νέα συνθήκη τον Ιούνιο του 1382 ανάμεσα στη Γένουα και στο Βυζάντιο, όμως η Γένουα κέρδισε την ελπίδα ότι σε μερικά χρόνια θα βασίλευε στην Κωνσταντινούπολη αυτοκράτορας που ήταν με το μέρος της, ενώ η Βενετία εξασφάλισε τη συμμαχία της Κωνσταντινουπόλεως και των Οθωμανών. Ο σουλτάνος Μουράτ Α΄ κέρδισε τα πιο ουσιαστικά: συνέσφιξε τις σχέσεις του με τη Βενετία και απέκλεισε το ενδεχόμενο συμμαχίας ανάμεσα στου Γένουα και στο Βυζάντιο που θα έβαζε εμπόδια στην εξάπλωση της δύναμής του. Ο μεγάλος ηττημένος παρέμενε το Βυζάντιο, που όχι μόνο δεν επωφελήθηκε από τον πόλεμο, αλλά αντίθετα έκανε ένα ακόμη βήμα προς την καταστροφή[4].


Μετά τη μάχη της Άγκυρας (1402), ο Ταμερλάνος[5] συντρίβοντας μερικές σποραδικές προσπάθειες αντιστάσεως εκ μέρους των Οθωμανών, προχώρησε στην κατάκτηση της υπόλοιπης Μικράς Ασίας, όπου έμεινε μέχρι την άνοιξη του 1403. Στο διάστημα αυτό, τα στρατεύματά του με πρωτοφανή αγριότητα αφάνιζαν τη χώρα και κακοποιούσαν ή έσφαζαν τους κατοίκους της. Ο Μογγόλος χάνης, για να δείξει σε όλους ότι αυτός ήταν ο αληθινός πρόμαχος της ισλαμικής θρησκείας, πολιόρκησε τη Σμύρνη, που ο Βαγιαζήτ είχε αφήσει να παραμένει στην κατοχή των Λατίνων, και ύστερα από σφοδρή επίθεση την κυρίευσε. Οι κάτοικοι της πόλεως κατασφάχθηκαν και εξανδραποδίστηκαν και το κάστρο της γκρεμίσθηκε (Δεκέμβριος 1402). Ο Ταμερλάνος, επίσης, φρόντισε να επανδρωθούν τα τουρκικά εμιράτα, που είχε κατακτήσει ο Βαγιαζήτ[6], και τοποθέτησε ως υποτελείς του, τους παλαιούς εμίρηδες στις έδρες τους. Ακόμη, δέχθηκε πρεσβείες εκ μέρους των γυιών του Βαγιαζήτ, και ρύθμισε τις σχέσεις του μαζί τους. Ένας από αυτούς, ο Μωάμεθ (αργότερα σουλτάνος Μωάμεθ Α΄) εγκαταστάθηκε στην Αμάσεια ως υποτελής. Έτσι, αφού ο Ταμερλάνος κατέστησε τη Μικρά Ασία μωσαϊκό από ημιανεξάρτητες ηγεμονίες που είχαν αναγνωρίσει την επικυριαρχία του, ξεκίνησε για την πρωτεύουσά του, τη Σαμαρκάνδη. Το 1405 πέθανε, σε εκστρατεία εναντίον της Κίνας, ενώ με τον θάνατό του οι υποχρεώσεις που είχε επιβάλει στους Τούρκους της Μικράς Ασία έπαυσαν να ισχύουν[7].

2) ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (1402-1452)

Η διάσπαση του οθωμανικού κράτους
Ο Βαγιαζήτ, με σκοπό να αντιμετωπίσει την εισβολή του Ταμερλάνου, είχε λύσει από το 1402 τον αποκλεισμό της Κωνσταντινούπολης κι έτσι οι Βυζαντινοί ανέπνευσαν από τη συντριπτική ήττα του και αναπτερώθηκε το ηθικό τους. Θεωρούσαν μάλιστα ότι παρά τις απερίγραπτες καταστροφές στη Μικρά Ασία, ο Ταμερλάνος είχε σταλεί από τη θεία πρόνοια για να τους γλυτώσει από τους Οθωμανούς και πανηγύριζαν. Από την άλλη, οι Οθωμανοί αγωνίζονταν να σώσουν ό,τι μπορούσε να περισωθεί από το οθωμανικό κράτος.
 
Τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο του 1403, ο Σουλεϋμάν[8] πέτυχε την σύναψη συνθήκης ειρήνης με τους Βυζαντινούς και τα λοιπά χριστιανικά κράτης της «Ρωμανίας», και πιό συγκεκριμένα με τους Ιωαννίτες της Ρόδου, τη Βενετία, τη Γένουα. Κυριώτεροι αντίπαλοί του ήταν οι Βενετοί, οι οποίοι επωφελήθηκαν από την εξασθένιση του οθωμανικού κράτους και επέκτειναν σημαντικά τις κτήσεις τους αποσπώντας εδάφη από υποτελείς του Σουλεϋμάν. Από την κατάσταση αυτή επωφελήθηκε ο άλλος γυιός του Βιαγιαζήτ, ο Μωάμεθ, ο οποίος είχε στερεώσει τα θεμέλια του κράτους του στην Αμάσεια. Αυτός ο Οθωμανός πρίγκηπας είχε εγκατασταθεί σε μία πόλη από αιώνες ισλαμική και δρούσε μέσα σε περιβάλλον τουρκικό, συνεπώς εκπροσωπούσε περισσότερο την παράδοση του λαού του. Ήδη από το 1407 άρχισε να διεκδικεί την ηγεσία στη Μικρά Ασία, οπότε συγκρούσθηκε με τον αδελφό του Σουλεϋμάν, πλήττοντάς τον στο τέλος του 1409 στις ευρωπαϊκές επαρχίες και στέλνοντας για τον λόγο αυτό τον άλλο αδελφό του τον Μουσά στη Δύση.


Μωάμεθ Α΄
Στο μεταξύ, ο Μωάμεθ (Μωάμεθ Α΄ ή Μεχμέτ Τσελεμπή = φιλόκαλος, κομψός, ή Μεχμέτ Γκιουρεστζή = παλαιστής, νεότερος γυιός του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄, 1388-1421) στη Μικρά Ασία είχε αρχίσει επίθεση εναντίον του Σουλεϋμάν, ο οποίος υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από την Ανατολή. Η κατάσταση πλέον είχε ωριμάσει για να διεκδικήσει ο Μωάμεθ Α΄ την μονοκρατορία. Οι ευρωπαϊκές επαρχίες του οθωμανικού κράτους, όπως δεν είχαν δεχθεί την ειρήνη που τους είχε επιβάλει ο Σουλεϋμάν, δεν δέχονταν τώρα τον αδιάκοπο πόλεμο και την επαναστατικότητα του Μουσά (γυιός Βαγιαζήτ Α΄).

Ο Μωάμεθ Α΄ συμμάχησε με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, ο οποίος διέθεσε τον στόλο του για να τον βοηθήσει να περάσει στην Ευρώπη. Και πάλι δόθηκε κοντά στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως μάχη ανάμεσα σε δύο γυιούς του Βαγιαζήτ Α΄,  αυτή τη φορά ανάμεσα στον Μωάμεθ Α΄ και στον Μουσά (Ιούλιος 1412), ο οποίος τελικά νίκησε και ο Μωάμεθ Α΄ αποσύρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και με τη βοήθεια του Μανουήλ Β΄ άρχισε να προετοιμάζει προσεκτικά τη νέα του επίθεση[9].

Η πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως το έτος 1422
Το οθωμανικό κράτος όταν το παρέλαβε ο Μωάμεθ Α΄ ήταν εξασθενημένο από τις συνέπειες της ήττας του πατέρα του στην Άγκυρα, αλλά και η κοινωνική αναστάτωση ήταν εμφανής. Είχε ήδη αναθέσει τη διοίκηση της περιοχής της Αμάσειας στον γυιό του τον Μουράτ Β΄[10], τον οποίο είχε ονομάσει διάδοχό του πριν πεθάνει. Επειδή,όμως, φοβήθηκαν μήπως ξεσπάσουν ταραχές, ώσπου να αναλάβει ο νέος σουλτάνος επίσημα την αρχή, κράτησαν τον θάνατο του Μωάμεθ Α΄ κρυφό. Ο Μουράτ Β΄ έφθασε στην Προύσα και εκεί, αφού έθαψε με μεγάλες τιμές τον πατέρα του, αναγορεύθηκε σουλτάνος, ενώ στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε διαφωνία σχετικά με την πολιτική που έπρεπε ν’ ακολουθηθεί.

Μουράτ Β΄
Με την επικράτηση του Μουράτ Β΄, η κυβέρνηση της Κωνσταντινουπόλεως βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση και του έστειλε βιαστικά πρεσβευτές για να αποκαταστήσει καλές σχέσεις μαζί του. Ο σουλτάνος όμως αρνήθηκε κάθε διαπραγμάτευση και προχώρησε στην επίθεση, στέλνοντας ένα μέρος από τον στρατό του εναντίον της Θεσσαλονίκης και διέταξε τον αποκλεισμό της πόλεως. Ένα άλλο μεγαλύτερο στράτευμα, υπό τις διαταγές του μπεηλέρμπεη της Δύσης Μιχάλογλου (ελληνικής καταγωγής) προχώρησε εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Γύρω στις 10 Ιουνίου άρχισε η πολιορκία της βυζαντινής πρωτεύουσας. Πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τα τείχη της εμποδίζοντας την έξοδο των κατοίκων προς τη γύρω ύπαιθρο. Μόνον η θάλασσα έμενε ανοικτή. Μέσα σε λίγες ημέρες έφθασε και ο ίδιος ο Μουράτ Β΄ με ενισχύσεις. Οι Τούρκοι στις συνεχείς επιθέσεις τους χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά πυροβόλα όπλα, αλλά τα τείχη της πόλεως άντεχαν και η άμυνα, στην οποία διακρίθηκε ο νέος βασιλιάς Ιωάννης Η΄, είχε οργανωθεί καλά. Στις 24 Αυγούστου έγινε μεγάλη επίθεση, οι Βυζαντινοί όμως απώθησαν τους εχθρούς με επιτυχία. Ακολούθησαν μερικές ακόμη επιθέσεις μικρότερης σημασίας και, τέλος, την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, ο Μουράτ Β΄ έλυσε την πολιορκία και έφυγε με τα στρατεύματά του. Η αποχώρησή του αυτή φαίνεται πως δεν οφείλεται μόνο στην αποτελεσματική αντίσταση των Βυζαντινών, αλλά και σε έναν επιδέξιο πολιτικό τους ελιγμό. Υπήρχε ένας αδελφός του Μουράτ Β΄, έφηβος, που λεγόταν κι αυτός Μουσταφά και που δεν είχε εξοντωθεί κατά τις δυναστικές έριδες, αλλά ζούσε κρυμμένος υπό την προστασία κάποιου Οθωμανού αξιωματούχου στην περιοχή του Ισφεντιγιάρογλου, δηλαδή στην Παφλαγονία. Ο Μανουήλ Β΄ κατόρθωσε να έλθει σε επαφή με τον αξιωματούχο αυτόν, στέλνοντάς του σημαντικά ποσά για να στρατολογήσει άνδρες και στη συνέχεια να προβάλλει τον Μουσταφά ως διεκδικητή του θρόνου. Ο νεαρός πρίγκηπας έφθασε στην Προύσα, όπου φαίνεται πως μερικοί άρχισαν να τον επευφημούν ως σουλτάνο. Ο Μουράτ Β΄, αφού αποσύρθηκε από την περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως, δίστασε να περάσει στη Μικρά Ασία και ήλθε στην Αδριανούπολη, όπου άρχισε να ετοιμάζει εκστρατεία εναντίον του αδελφού του. Στο διάστημα αυτό, ο Μουσταφά επισκέφθηκε τη βυζαντινή πρωτεύουσα, όπου προσκύνησε τον βασιλιά Μανουήλ Β΄και, καθώς είναι πιθανό, έκανε ορισμένες συμφωνίες μαζί του. Κατόπιν επέστρεψε στην Ανατολή, όπου γρήγορα ήλθε το τέλος του. Ο Μουράτ Β΄, που είχε οργανωθεί, πέρασε τον Ελλήσποντο. Κοντά στη Νίκαια δόθηκε μάχη και ο Μουσταφά αιχμαλωτίσθηκε και εκτελέσθηκε αρχές του 1423. Το επεισόδιο αυτό αποτελεί την τελευταία σοβαρή απόπειρα των Βυζαντινών να επέμβουν στα εσωτερικά του οθωμανικού κράτους[11].

Ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (1448-1453) και ο Μωάμεθ Β΄ (1444-1446 & 1451-1481)





Μετά τη νέα ήττα των χριστιανών στο Κοσσυφοπέδιο, τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄, προικισμένος με αξιόλογα προσόντα, καθώς στο διάστημα της ηγεμονίας του στην Πελοπόννησο είχε αναπτύξει σημαντική δράση. Η πολιτική του έτεινε στον προσεταιρισμό των βαλκανικών δυνάμενων, καθώς και στον περιορισμό της βενετικής επιρροής. Πίστευε πως με την πράξη του είχε δείξει την αντίσταση εναντίον των Τούρκων, όμως ήταν ολοφάνερο ότι ανέβαινε στον θρόνο σε μία απελπιστικά κρίσιμη περίοδο.






Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής
Μετά τον θάνατο του Μουράτ Β΄, ανέλαβε την εξουσία ο Μωάμεθ Β΄, ο μόνος γυιός του σουλτάνου, σε ηλικία 19 χρόνων, δείχνοντας αμέσως τις πολιτικές του ικανότητες μέσα σ’ ένα οθωμανικό κράτος που φαίνονταν σημεία αστάθειας. Συνήψε ειρήνη με τους χριστιανούς, δείχνοντας μάλιστα και κάποια υποχωρητικότητα, ενώ ιδιαίτερα διαλλακτικός φάνηκε προς τους απεσταλμένους του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, ανανεώνοντας τη συνθήκη που είχε υπογράψει ο πατέρας του Μουράτ Β΄και επιπλέον τους επέστρεψε την Ηράκλεια και τους παραχώρησε τα έσοδα μία περιοχής κοντά στον Στρυμόνα (την περιοχή του σημερινού χωριού Δοξόμπος), τα οποία ανήρχοντο σε 300.000 άσπρα, δηλ. ασημένια νομίσματα. Επιστρέφοντας στην Αδριανούπολη, χρησιμοποίησε ως αφορμή μία άστοχη ενέργεια των Βυζαντινών και διέταξε να διακοπεί η ετήσια χορηγία, αρχίζοντας νυχθημερόν να καταστρώνει σχέδια για την κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως. Το πρώτο βήμα ήταν η οικοδόμηση μεγάλου κάστρου στον Βόσπορο. Τον χειμώνα του 1451 το νέο διαδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη και οι κάτοικοι ταράχθηκαν, ενώ ο Βυζαντινός αυτοκράτορας στέλνοντας πρεσβευτές διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτή την απόφαση, όμως ο σουλτάνος έδειξε καθαρά ότι δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για συνεννόηση[12].


Τον χειμώνα του 1451-1452, ο Μωάμεθ Β΄ οργάνωσε τον στρατό του, κατασκεύασε πλοία, ενημερώθηκε για την οικονομική κατάσταση, στις ελεύθερες ώρες του διάβασε έργα δυτικών συγγραφέων σχετικά με την διεξαγωγή του πολέμου, με πολιορκίες και οχυρωματικά έργα. Ωστόσο, η ανοικοδόμηση του κάστρου άρχισε τον Μάρτιο του 1452 και για τους Τούρκους είχε πανηγυρικό χαρακτήρα. Κτίσθηκε στο στενότερο σημείο του Βοσπόρου, στη τοποθεσία Ασώματος,όπου υπήρχε παλαιότερα η εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Οι Κωνσταντινουπολίτες συνειδητοποίησαν ότι είχε έλθει η καταστροφή τους, ενώ αρκετοί προσπάθησαν με ηρωισμό να εμποδίσουν την οικοδομή και βρήκαν τον θάνατο από τους Τούρκους. Ο αυτοκράτορας και πάλι έστειλε πρεσβεία με το αίτημα ώστε να μη καταδιώκονται οι χωριάτες που δούλευαν σε γειτονικούς αγρούς, όμως ήταν αδύνατη κάθε συμφωνία.

Στο τέλος Αυγούστου είχε τελειώσει το κτίσιμο του κάστρου, που δεσπόζει ακόμη στον Βόσπορο με τους τρεις μεγάλους πύργους. Σήμερα ονομάζεται Rumili-hisar, δηλ. κάστρο της Δύσεως, τότε ο Μωάμεθ Β΄ το είχε ονομάσει Bogaz-kesen, δηλ. πορθμός, στενή διάβαση, αλλά και λαιμός. Ακούγοντας, λοιπόν, το όνομα, κάποιος μπορούσε να καταλάβει ότι το κάστρο έκοβε το στενό του Βοσπόρου, όπως μπορούσε να καταλάβει και την άλλη, την αποτρόπαια σημασία «Λαιμοκοπίη». Οι Βυζαντινοί πάντως το ονόμασαν Νεόκαστρο. Ο Μωάμεθ Β΄ τοποθέτησε στο κάστρο φρουρά από τετρακόσιους άνδρες και κανόνια (πετροβόλους μηχανάς) και διέταξε ότι κάθε πλοίο που θα περνούσε τον Βόσπορο όφειλε να σταματήσει εκεί και να πληρώσει «κομμέρκιον», δηλ. δασμό. Αν δεν συμμορφωνόταν, θα βυθιζόταν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφάλισε τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας και απομόνωσε την Κωνσταντινούπολη από τις περιοχές της Μαύρης θάλασσας, απ’ όπου προμηθευόταν τον επισιτισμό της, προέβη δε σε θεαματική επίδειξη δυνάμεων έξω από τα τείχη της Βασιλεύουσας και ξεκίνησε για την Αδριανούπολη. Τον Οκτώβριο του 1452 στρατεύματα εισέβαλαν και προωθήθηκαν ως τη Μεσσηνία καταστρέφοντας και λεηλατώντας τα εδάφη του δεσποτάτου της Πελοποννήσου. Ο Μωάμεθ Β΄ είχε συγκεντρώσει στην πρωτεύουσά του αρκετούς χριστιανούς, ειδικευμένους στην τέχνη του πολέμου. Το κράτος του άνετα διέθετε μεγάλα οικονομικά ποσά για να τους εξαγοράσει.

Η κατάσταση της Βυζαντινής πρωτεύουσας ήταν πλέον αποκαρδιωτική, λόγω της επικείμενης επίθεσης που είχε πανικοβάλλει τον πληθυσμό. Τα νέα καθημερινά γίνονταν γνωστά και μείωναν το ηθικό του λαού. Το ταμείο του κράτους ήταν εξαντλημένο, ώστε να μην υπάρχουν τα μέσα για να ετοιμασθεί η άμυνα και επιπλέον μέσα στην πρωτεύουσα, που είχε αρχίσει να ψυχορραγεί, επικρατούσε πολιτικο-ιδεολογική διαμάχη[13].  




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1]  Βικιπαίδεια, Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος:  Βυζαντινός αυτοκράτορας, ο οποίος κυβέρνησε επισήμως από το 1341 μέχρι τον θάνατό του το 1391, ουσιαστικά όμως είχε τη διοίκηση μόνο μετά το 1354, κατόπιν παραιτήσεως του συναυτοκράτορά του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού. Αποφάσισε ότι μοναδικός τρόπος ριζικής αντιμετώπισης του κινδύνου των Τούρκων ήταν η εξολόθρευσή τους. Όμως, με ασυγκράτητη την επέλαση των Τούρκων και καμμία ουσιαστική επιτυχία, το βυζαντινό κράτος είχε ήδη συρρικνωθεί σε ένα βασίλειο ήσσονος σημασίας. Η τραγική κατάληξη του άλλοτε ένδοξου βυζαντινού αυτοκράτορα να πολεμάει στο πλευρό των βαρβάρων Ασιατών εχθρών του υπό τις εντολές του Σουλτάνου τους, είναι χαρακτηριστικό δείγμα του βάθους της παρακμής. Ο Ιωάννης Ε΄ δεν είχε τα φόντα της διαχείρισης μιάς τέτοιας κρίσης. Αναρωτιέται, όμως, κανείς αν ήταν δυνατόν να αναστραφεί μία κατάσταση, όπως αυτή που αντιμετώπισε και να ανασχεθεί ο καταστροφικός χείμαρρος της βαρβαρικής προέλασης των Τούρκων. Μέσα στο τραγικό αυτό κλίμα και με το βασίλειό του στο χείλος της κατάρρευσης, ο Ιωάννης πέθανε τραγικά απογοητευμένος το 1391.
Ιστοσελίδα:
[2] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η επέκταση των Οθωμανών στην Ευρώπη ως την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1354-1453), Αθήνα 2000, Τόμος Θ΄, σ.σ. 184-185.
[3]  Βλ. ό.π., σ.σ. 186-187.
[4]  Βλ. ό.π., σελ. 190.
[5]  Βικιπαίδεια, Ταμερλάνος ή Τιμούρ: Μογγόλος κατακτητής, προερχόμενος από τις περιοχές της Σαμαρκάνδης. Ονομαζόταν, επίσης, Τιμούρ Λενκ, δηλαδή Τιμούρ ο κουτσός. Ήταν εκτουρκισμένος Μογγόλος, γεννημένος στο σημερινό Ουζμπεκιστάν και αναδείχθηκε στην υπηρεσία του Τσαγκατάϊ Χαν, τον οποίο περιθωριοποίησε στα χρόνια 1364-1370, προκειμένου ν’ αναλάβει ο ίδιος την εξουσία. Με έναν στρατό Τούρκων και τουρκόφωνων Μογγόλων, απομεινάρι της μογγολικής αυτοκρατορίας, ο Ταμερλάνος από την αρχή της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας προσπάθησε να υποτάξει τους ανταγωνιστές του στην περιοχή του σημερινού Τουρκμενιστάν. Έως το 1369 κατόρθωσε να ελέγξει όλη την περιοχή γύρω από την πρωτεύουσα του Σαμαρκάνδη.
Ιστοσελίδα:
[6]  Βικιπαίδεια, Βαγιαζήτ:  Ο Βαγιαζήτ Α΄ ο Κεραυνός ήταν σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, γυιός του Μουράτ Α΄ και της Γκιουλτσιτσέκ Χατούν, τον οποίο διαδέχθηκε το 1389 μετά τον θάνατό του στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, ενώ προηγουμένως είχε στραγγαλίσει τον νεότερο αδελφό του Γιακούμπ για να μη διεκδικήσει τον θρόνο. Το 1390 υποχρέωσε τον Σέρβο βασιλιά να καταστεί υποτελής του και να του δώσει την κόρη του για σύζυγο, ενώ το 1393 κατέκτησε τη Βουλγαρία, υποχρεώνοντας ταυτόχρονα τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο να καταβάλλει ετήσιο φόρο και να καταστεί υποτελής του. Στις 20 Φεβρουαρίου 1394 παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο την Μαρία Φαντρίκ. Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1396 νίκησε στη μάχη της Νικόπολης τα στρατεύματα της Γαλλο-Ουγγρικής συμμαχίας και τον επόμενο χρόνο, το 1397, πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη, αλλά απέτυχε εξαιτίας της μογγολικής εισβολής στη Μικρά Ασία, με αρχηγό τον Ταμερλάνο. Στη μάχη της Άγκυρας, την 28η Ιουλίου του 1402, ο Βαγιαζήτ συνετρίβη από τον Ταμερλάνο και ύστερα από μιά μικρή περιπέτεια αιχμαλωτίστηκε. Κλείστηκε σε ένα κλουβί, όπου καθημερινά χλευαζόταν από τους Μογγόλους.
Ιστοσελίδα:
[7]  Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η επέκταση των Οθωμανών στην Ευρώπη ως την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1354-1453), Αθήνα 2000, Τόμος Θ΄, σελ. 195.
[8]  Βικιπαίδεια, Σουλεϋμάν ο Α΄ ο Τσελεμπής (1403-1411): Διαδέχθηκε τον πατέρα του Βαγιαζήτ Α, όταν αιχμαλωτίστηκε από τον Ταμερλάνο, και ανακηρύχθηκε σουλτάνος Αδριανούπολης. Νυμφεύθηκε την ανεψιά του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου. Αρχικά έμεινε ουδέτερος στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα στα δύο αδέλφια του του, Μεχμέτ και Μουσά. Όμως, όταν ο τοπάρχης της Μ.Ασίας Τζουνέιτ επέκτεινε την κυριαρχία στο Αϊδίνι, ο Σουλεϋμάν κατέλαβε την Προύσσα και την Άγκυρα. Αντιτάχθηκε στις προθέσεις του αδελφού του Μουσά να ιδρύσει δικό του κράτος και επακολούθησε ένοπλη σύγκρουση, στην οποία επεκράτησε ο Σουλεϋμάν. Στη συνέχεια επιδόθηκε σε ακόλαστη ζωή και όταν ο Μουσά απείλησε πάλι την πρωτεύουσά του, δεν αντιστάθηκε και σκοτώθηκε.
[9] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η επέκταση των Οθωμανών στην Ευρώπη ως την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1354-1453), Αθήνα 2000, Τόμος Θ΄, σ.σ. 195-200.

[10] Βικιπαίδεια, Μουράτ Β΄: Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1421-1451), νίκησε τους Ούγγρους και τους Πολωνούς στη μάχη της Βάρνας. Στις 29 Μαρτίου του 1430, μετά από τριήμερη πολιορκία, καταλαμβάνει την Θεσσαλονίκη, ενώ το έτος 1441-1442 έκανε μία αποτυχημένη εκστρατεία ενάντια στο Βελιγράδι, που τον ανάγκασε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με την Ουγγαρία. Κατόπιν παραιτήθηκε από τον θρόνο χάριν του 12χρονου γυιού του Μεχμέτ Β΄ Φατίχ, γνωστότερου με το όνομα «Μωάμεθ ο Πορθητής».
Ιστοσελίδα:
[11] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η επέκταση των Οθωμανών στην Ευρώπη ως την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1354-1453), Αθήνα 2000, Τόμος Θ΄, σ.σ. 200-201.
[12]  Βλ. ό.π., σ.σ. 205-206.
[13]  Βλ. ό.π., σ.σ. 206-207. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον