Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ: Οι παραμονές της καταστροφής και η Άλωση (και video)

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ


Οι παραμονές της καταστροφής

File:Constantinople 1453.jpg
Η επικείμενη επίθεση στη Βυζαντινή πρωτεύουσα είχε δημιουργήσει πανικό στους κατοίκους και έτσι όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, το Βυζάντιο μπορούσε να ελπίζει μόνο στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης. Όμως, υπήρχε και η αμφιβολία αν η βοήθεια θα έφθανε στην Κωνσταντινούπολη, διότι ήδη γνώριζαν τις αποτυχίες των σταυροφοριών και ο χριστιανικός κόσμος δεν μπορούσε να αναχαιτίσει τους Τούρκους αφ’ ενός και αφ’ ετέρου, το σπουδαιότερο, η καθολική Ευρώπη ήταν μισητή στους Βυζαντινούς, λόγω της υπογραφής της ένωσης των Εκκλησιών στη Σύνοδο Φλωρεντίας, η οποία δεν είχε πείσει κανέναν, αλλά και είχε διαιρεθεί ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης σε ενωτικούς και ανθενωτικούς. Το μεγαλύτερο μέρος του λαού ερχόμενο αντιμέτωπο με τον έσχατο κίνδυνο είχε προσκολληθεί στην πίστη του, ενώ η ένωση των Εκκλησιών είχε αποδοκιμασθεί από τους ορθόδοξους σλαβικούς λαούς.


--palkon
Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄, υπό την απειλή της νέας πολιορκίας, έστειλε πρεσβεία ζητώντας την βοήθεια του πάπα Νικολάου Ε΄, ο οποίος όμως και πάλι έβαλε όρο την ένωση των Εκκλησιών. Στις 12 Δεκεμβρίου ο καρδινάλιος λειτούργησε στην Αγία Σοφία και κατόπιν κηρύχθηκε η ένωση που είχε ψηφισθεί στη Σύνοδο Φλωρεντίας, με την ομολογία του αυτοκράτορα για την προσχώρηση. Όμως, οι πιστοί ξεχύθηκαν στους δρόμους και ιδιαίτερα στη Μονή του Παντοκράτορος όπου λειτουργούσαν ανθενωτικοί ιερείς, ένας εκ των οποίων ήταν και ο Γεώργιος Σχολάριος, ο οποίος μετά την άλωση έγινε πατριάρχης. Το δε σύνθημα ήταν «Τήν γάρ Λατίνων οὔτε βοήθειαν οὔτε τήν ἕνωσιν χρήζομεν. Ἀπέστω ἀφ’ ἡμῶν ἡ τῶν ἀζυμιτῶν λατρεία». Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από δογματικούς λόγους. Οι Κωνσταντινουπολίτες γνώριζαν ότι στις βενετικές και γενουατικές αποικίες της Ρωμανίας οι ορθόδοξοι Έλληνες ζούσαν υπό καταπίεση, δηλ. όπου κυβερνούσαν οι Λατίνοι, η βυζαντινή νομοθεσία είχε σχεδόν καταργηθεί και στη θέση της είχαν εφαρμοσθεί οι δυτικοί φεουδαρχικοί νόμοι, καθώς και οι αρχές της Καθολικής Εκκλησίας.

Η κατάσταση των ορθοδόξων Ελλήνων στην επικράτεια του σουλτάνου ήταν αφόρητη, διότι θεωρούνταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, στα μάτια των Τούρκων ήταν «άπιστοι» (kafir, δηλ. γκιαούρηδες) και για τον λόγο αυτό υποχρεώνονταν να πληρώνουν κεφαλικό φόρο (djizye), ενώ κινδύνευαν να δουν τα παιδιά τους θύματα του παιδομαζώματος. Πάντως, οι αρχές της ισλαμικής θρησκείας και του οθωμανικού κράτους ήταν ανεκτικότερες από τις αρχές που επέβαλε η Καθολική Δύση. Οι βυζαντινοί νόμοι δεν είχαν καταργηθεί, απλώς προσαρμόσθηκαν στις αρχές της ισλαμικής θρησκείας. Πολλοί νόμοι υιοθετήθηκαν από τους Τούρκους και είναι σήμερα γενικά παραδεκτό ότι η Οθωμανική διοίκηση αντέγραψε σε πολλούς τομείς την βυζαντινή.

Ο οικονομικός τομέας της οθωμανικής διοίκησης είχε δεχθεί διάφορους χριστιανούς σε υψηλές θέσεις, ακόμη και στον στρατό, στους οποίους ο σουλτάνος είχε δώσει ως ανταμοιβή στρατιωτικά κτήματα (τιμάρια). Όσον αφορά στον τομέα του εμπορίου και των επιχειρήσεων, υπήρχε για τους χριστιανούς απόλυτη ελευθερία. Πάντως, είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ στην Κωνσταντινούπολη είχε εκλείψει κάθε οικονομική δραστηριότητα, στην πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους, την Αδριανούπολη, παρουσιάσθηκαν στα χρόνια εκείνα ορισμένοι Έλληνες που είχαν πλουτίσει από το εμπόριο και από τη διαχείριση κρατικών μονοπωλίων.

Με τις παραπάνω προϋποθέσεις, είχε σχηματισθεί μέσα στη βυζαντινή πρωτεύουσα, όπως και αλλού στη Ρωμιοσύνη, μία παράταξη απρόθυμη να εναντιωθεί στους Τούρκους, όχι επειδή ήταν φιλότουρκη, αλλά επειδή ήταν αντιλατινική.

Οι Κωνσταντινουπολίτες, εκτός από την διάσταση απόψεων στον πολιτικο-ιδεολογικό τομέα, είχαν να αντιμετωπίσουν και ένα άλλο τραγικό δίλημμα: όταν μία πόλη παραδινόταν στους Τούρκους χωρίς αντίσταση, γινόταν κάποια συμφωνία και σχεδόν πάντα οι κάτοικοί της έπαιρναν ορισμένα προνόμια από τον σουλτάνο, τα οποία εξασφάλιζαν τη ζωή και την περιουσία τους. Μία τέτοια περίπτωση ήταν αυτή των Ιωαννιτών. Αντιθέτως, όταν μία πόλη κυριευόταν ύστερα από αντίσταση («ἀπό σπαθίου»), περίμενε τους κατοίκους της φρικτή μοίρα από τους στρατιώτες του σουλτάνου. Λεηλατούσαν τα σπίτια τους, ενώ οι κάτοικοι, άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, αιχμαλωτίζονταν και πουλιόνταν ως σκλάβοι, ώσπου να βρεθούν τα απαιτούμενα χρήματα για να εξαγορασθούν. Αυτή ήταν η περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Οι Κωνσταντινουπολίτες, λοιπόν, τα γνώριζαν αυτά, γι’ αυτό ένα μέρος τους ορρωδούσε μπροστά στην ιδέα της αντιστάσεως.

Παρ’ όλες όμως αυτές τις απελπιστικές συνθήκες, ο αυτοκράτορας με αξιοθαύμαστο σθένος προχώρησε στην οργάνωση της τελικής άμυνας, ενώ ο λαός της πρωτεύουσας συσπειρώθηκε γύρω του. Η Κωνσταντινούπολη περιβαλλόταν από τη στεριά με διπλό τείχος. Αυτά τα τείχη, που επί 1.000 περίπου χρόνια είχαν βοηθήσει τη Βασιλεύουσα να αποκρούσει νικηφόρα διάφορες επιθέσεις βαρβάρων λαών, επισκευάσθηκαν βιαστικά και έγινε βαθιά εκσκαφή της τάφρου, ενώ ταυτοχρόνως άρχισε η συγκέντρωση τροφίμων, ώστε να εξασφαλισθεί ο επισιτισμός στο διάστημα της πολιορκίας. Για να καλυφθούν οι οικονομικές ανάγκες, διάφορα πολύτιμα σκεύη – κειμήλια των εκκλησιών – μεταφέρθηκαν στο αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο για να κοπεί νόμισμα, με το οποίο αγοράσθηκαν όπλα και πληρώθηκαν οι στρατιώτες. Τέλος, οργανώθηκαν και στάλθηκαν νέες πρεσβείες σε διάφορους χριστιανικούς ηγεμόνες.

Ο κίνδυνος είχε γνωστοποιηθεί σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, διότι η φρουρά του νεόδμητου κάστρου στον Βόσπορο εφάρμοζε την διαταγή του σουλτάνου σχετικά με την ναυσιπλοΐα. Στο τέλος του 1452, βενετικό καράβι που θέλησε να περάσει χωρίς να σταματήσει και να πληρώσει κομμέρκιο, βυθίστηκε από τα τουρκικά κανόνια και ο πλοίαρχος και το πλήρωμα οδηγήθηκαν αλυσοδεμένοι μπροστά στον Μωάμεθ Β΄, ο οποίος διέταξε να αποκεφαλισθούν οι άνδρες και να ανασκολοπισθεί ο πλοίαρχος. Τα νέα αυτά διαδίδονταν πολύ γρήγορα.

Η άμυνα της Κωνσταντινουπόλεως ανατέθηκε από τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ στον έμπειρο στρατιώνη Ιωάννη Ιουστινιάνη, αποδίδοντάς του τον τίτλο του πρωτοστράτορος και παραχωρώντας του για ανταμοιβή το νησί της Λήμνου. Τα αυτοκρατορικά πλοία αποτόλμησαν καταδρομή στην απέναντι μικρασιατική ακτή και αιχμαλώτισαν αρκετούς Τούρκους που τους οδήγησαν στην Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, όμως, στις αρχές του 1453 ο Μωάμεθ Β΄ άρχισε να συγκεντρώνει στρατεύματα στην Αδριανούπολη και διέταξε την κατάκτηση των πόλεων που ήταν ακόμη υπό βυζαντινή κυριαρχία. Οι πόλεις της Προποντίδος και οι πόλεις του Ευξείνου κυριεύθηκαν μαζί με τις περιοχές τους, ενώ μόνον η Σηλύμβρια μπόρεσε να αντισταθεί αποτελεσματικά[1].

Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
Ιανουάριος του 1453: αρχίζει η μεταφορά κανονιών με πανηγυρισμούς, από την Αδριανούπολη στην Βασιλεύουσα. Ένα τεράστιο κανόνι πολιορκίας που είχε κατασκευαστεί από Σάξονα τεχνίτη προκαλούσε δέος. Τον Μάρτιο, ο σουλτάνος ξεκίνησε με τον μεγάλο στρατό του που αποτελείτο από 150.000 άνδρες και έφθασε κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως αρχές Απριλίου. Γύρω από την Κωνσταντινούπολη είχαν συγκεντρωθεί πλήθη Τούρκων ατάκτων, προκειμένου να αρχίσουν τις λεηλασίες. Ο στρατός ήταν άριστα οργανωμένος και εξοπλισμένος. Πολυάριθμοι φανατικοί Τούρκοι μοναχοί (δερβίσηδες) και μωαμεθανοί ιερωμένοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες και με κηρύγματα ή με συνθήματα τόνωναν την πολεμική ορμή. Ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου την είχε στήσει ο πατέρας του, όταν το 1422 είχε αποπειραθεί να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη, ενώ τα στρατεύματα ήταν παρατεταγμένα κατά μήκος των χερσαίων τειχών.

7 Απριλίου κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία

Στις 12 Απριλίου έφθασε ο τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη, που αποτελούνταν από 400 περίπου πλοία, και αγκυροβόλησε στον Βόσπορο, στην περιοχή του Διπλοκιονίου (σήμερα Beshik-Tash). Επρόκειτο για έναν άνισο αγώνα. Η Κωνσταντινούπολη τότε είχε πληθυσμό περίπου 50.000 κατοίκων, ενώ υπήρχαν 5.000 βυζαντινοί στρατιώτες και 2.000 ξένοι, κυρίως Γενουάτες και Βενετοί. Υπήρχαν τα πληρώματα των πλοίων που βρίσκονταν στον Κεράτιο. Ο Κωνσταντίνος είχε ασφαλίσει την είσοδο του κόλπου στις 2 Απριλίου με μεγάλη σιδερένια αλυσίδα, της οποίας οι άκρες είχαν στερεωθεί στον Γαλατά και στην βυζαντινή πρωτεύουσα. Όμως, η παρουσία των πολυάριθμων τουρκικών πλοίων ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική.

12 Απριλίου οι Τούρκοι άρχισαν τον βομβαρδισμό με τα κανόνια, ενώ οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα κανόνια τους. Τα είχαν τοποθετήσει πάνω στα τείχη για να βάλλουν εναντίον των πολιορκητών, αλλά γρήγορα διαπίστωσαν ότι κάθε βολή προκαλούσε ρωγμές στα ίδια τα τείχη. Οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να σπάσουν την αλυσίδα του Κεράτιου, αλλά απέτυχαν. Στις 18 Απριλίου, τα τουρκικά πλοία επιτέθηκαν εναντίον των χριστιανικών πλοίων προσπαθώντας να τα αιχμαλωτίσουν ή να τα κάψουν, αλλά εγκατέλειψαν το σχέδιό τους ύστερα από τη γενναία αντίσταση των πληρωμάτων. Στις 20 Απριλίου έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη τρία καράβια γενουατικά και ένα βυζαντινό φορτωμένα προμήθειες. Ο τουρκικός στόλος κινήθηκε αμέσως εναντίον τους, αλλά επειδή έπνεε ευνοϊκός άνεμος, οι χριστιανοί ήλπιζαν ότι θα καταφέρουν να μπουν στον Κεράτιο. Την κρίσιμη όμως εκείνη στιγμή επικράτησε απόλυτη νηνεμία, επακολούθησε φοβερή ναυμαχία, την οποία παρακολουθούσε όλος ο λαός της Κωνσταντινούπολης που βρισκόταν πίσω από τα τείχη, και ο τουρκικός στρατός. Ο σουλτάνος αναστατώθηκε και προχώρησε έφιππος μέσα στη θάλασσα. Ο αγώνας ήταν αιματηρός και υπερίσχυσαν οι χριστιανοί. Η νίκη αυτή έδωσε ελπίδες στους Κωνσταντινουπολίτες και οι πλοίαρχοι με τα πληρώματά τους (κυρίως ο βυζαντινός πλοίαρχος Φλαντανελλάς) έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό μέσα στην πόλη. Ο σουλτάνος οργίσθηκε με τον ναύαρχό του και τον απέλυσε, ενώ άλλοι λένε ότι τον θανάτωσε.

Ο Μωάμεθ Β΄ κατέφυγε στην εφαρμογή άλλου σχεδίου: με τη βοήθεια ιταλού μηχανικού κατασκεύασε δίολκο δώδεκα περίπου χιλιομέτρων ανάμεσα στον Βόσπορο και στον Κεράτιο, πίσω από το τείχος του Γαλατά. Την νύχτα 21 με 22 Απριλίου, 70 περίπου πλοία με τα πληρώματά τους μέσα, σύρθηκαν πάνω από τη δίολκο και έφθασαν στον Κεράτιο. Για να μη γίνει αντιληπτό το εγχείρημα από τους πολιορκημένους, τα κανόνια βομβάρδισαν ακατάπαυστα το χερσαίο τείχος. Αυτό ήταν βαρύ πλήγμα για το ηθικό των Κωνσταντινουπολιτών, η άμυνα εξασθενούσε γιατί έπρεπε να τοποθετηθούν στρατιώτες στο τείχος του Κερατίου.

Εν τω μεταξύ, υπήρχε έλλειψη τροφίμων, οι πολεμιστές είχαν αρχίσει να κουράζονται, οι Βενετοί και οι Γενουάτες διαπληκτίζονταν, κατηγορώντας ο ένας τον άλλον για συνεργασία με τους Τούρκους. Στις 7 και στις 11 Μαΐου, οι Τούρκοι επιχείρησαν νέες εφόδους χωρίς αποτέλεσμα και τότε άρχισαν να κατασκευάζουν υπονόμους, τις οποίες ανακάλυπταν οι Βυζαντινοί και τις κατέστεφαν. Στις 18 Μαΐου έστησαν μεγάλο ξύλινο πύργο, κινητό πάνω σε τροχούς κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, μπροστά στο χείλος της τάφρου, την οποία άρχισαν να γεμίζουν, όμως οι Βυζαντινοί τους απώθησαν.

Στις 21 Μαΐου ο σουλτάνος έστειλε πρέσβυ στην Κωνσταντινούπολη και ζητούσε την παράδοση της πόλεως, με την υπόσχεση ότι θα επέτρεπε στον βασιλιά και σε όσους άλλους ήθελαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, υποσχόταν στον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ ότι θα τον αναγνώριζε ηγεμόνα της Πελοποννήσου και ότι θα παραχωρούσε άλλες περιοχές στους δύο αδελφούς του που διοικούσαν το δεσποτάτο, ενώ τέλος, διαβεβαίωνε ότι ο πληθυσμός θα έμενε στηνπόλη και δεν θα εξανδραποδιζόταν. Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου είχαν υψηλό πνεύμα αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας, δεχόταν να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων όλα τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει. Για την Κωνσταντινούπολη όμως δήλωσε: «Τό δέ τήν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ, κοινῇ γάρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν». Μετά απ’ αυτή την απάντηση, ο Μωάμεθ προχώρησε στην τελική επίθεση[2]. Κάλεσε πολεμικό συμβούλιο δηλώνοντας με όρκο στους στρατιώτες του ότι ο ίδιος ήθελε μόνο τα τείχη και τα οικοδομήματα της πόλεως και ότι άφηνε σ’ αυτούς όλα τα άλλα, υπογραμμίζοντας και ότι υπάρχουν θησαυροί μέσα στα ανάκτορα και στα σπίτια και κυρίως στις εκκλησίες, αλλά κι ότι θα ωφεληθούν από τον εξανδραποδισμό των κατοίκων και των πολλών νέων γυναικών. Επιπλέον, τους εξήγησε ότι η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης είχε τεράστια σημασία για το μέλλον του οθωμανικού κράτους, τονίζοντας με ιδιαίτερη έμφαση ότι τα οχυρωματικά έργα έχουν σχεδόν καταστραφεί και ο τελικός αγώνας θα ήταν εύκολος. Ακόμη, τους υποσχέθηκε προαγωγές και τελείωσε διατάσσοντάς τους νηστεία και προσευχή.

Κυριακή 27 Μαΐου, ο βομβαρδισμός άρχισε εντατικά και εναντίον των χερσαίων τειχών, αλλά και του τείχους του Κερατίου, ενώ ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως μετέφερε υλικά για να επισκευασθούν οι ρωγμές. Στις 28 Μαΐου, οι Τούρκοι άρχισαν να μεταφέρουν σκάλες κοντά στα τείχη και προκαλύμματα για την έφοδο. Ωστόσο, μέσα στην Κωνσταντινούπολη ετοιμάσθηκε η άμυνα και ο κόσμος ταυτοχρόνως προσευχόταν, έγιναν λιτανείες με περιφορές εικόνων κοντά στα κατεστραμμένα τείχη. Ο Κωνσταντίνος προσφώνησε τους άντρες του, τους κάλεσε να υπερασπίσουν με τη ζωή τους την πίστη τους, την πατρίδα τους, τον βασιλιά τους και τις οικογένειές τους, καθώς επίσης εμψύχωσε τους Γενουάτες και τους Βενετούς πολεμιστές. Το βράδυ έγινε κατανυκτική λειτουργία στην Αγία Σοφία, που ήταν και η τελευταία, μπροστά σε μεγάλο πλήθος και κατόπιν ο αυτοκράτορας και όλοι οι στρατιώτες γύρισαν στα τείχη και πήρε ο καθένας τη θέση του.

Τα ξημερώματα της Τρίτης 29 Μαΐου, άρχισε η επίθεση σε πολλά μέρη των τειχών, αλλά οι Τούρκοι έρριξαν το βάρος στην περιοχή της πύλης του Αγίου Ρωμανού, όπου το τείχος ήταν σχεδόν κατεστραμμένο και οι πύργοι είχαν καταπέσει. Δύο έφοδοι έγιναν εκεί, με μάχες σώμα με σώμα, στις οποίες ήταν παρόντες ο Ιουστινιάνης και ο Κωνσταντίνος. Τότε ο Μωάμεθ διέταξε να προχωρήσουν νέα τάγματα και άρχισε μία ακόμη σφοδρότερη έφοδο. Ο Ιουστινιάνης τραυματίσθηκε και κατέφυγε στον Γαλατά, ενώ οι Τούρκοι άρχισαν να εισβάλλουν στην πόλη μαζικά ανάμεσα από τα ερείπια του τείχους. Ακολούθησε η τελική αντίσταση, κατά την οποία ο Κωνσταντίνος έπεσε πολεμώντας ως απλός στρατιώτης. Νωρίς το πρωί της 29ης Μαΐου, η χιλιόχρονη Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε καταλυθεί.

Σφαγιάσθηκαν οι υπερασπιστές της πόλεως, οι Τούρκοι άρχισαν να λεηλατούν, ενώ σε λίγες ώρες ανάκτορα, πλούσια ή φτωχικά σπίτια, δημόσια ιδρύματα, μοναστήρια και εκκλησίες είχαν απογυμνωθεί και είχαν μείνει μόνον οι τοίχοι τους. Οι στρατιώτες έσερναν στους δρόμους δεμένους για να τους πουλήσουν σκλάβους «ἄνδρας, γυναῖκας, παῖδας, πρεσβύτας, νέους, ἱερεῖς, μοναχούς, πᾶσαν ἡλικίαν καί τάξιν ἁπλῶς». Φανατικοί μουσουλμάνοι γκρέμιζαν τις άγιες τράπεζες των εκκλησιών και σκόρπιζαν τα άγια λείψανα στους δρόμους, άλλοι έκαιγαν εικόνες και χειρόγραφα, ενώ όσοι ήξεραν την αξία τους τα άρπαζαν για να τα πουλήσουν αργότερα.


Η Κωνσταντινούπολη καταστράφηκε ανελέητα και βάρβαρα «πᾶσαν ταύτην ἐκκένωσε καί ἠρήμωσε καί πυρός δίκην ἠφάνισε καί ἠμαύρωσε, ὥσθ’ ὅλως ἀπισθῆναι, εἰ καί ἦν ἐν αὐτῇ ποτε ἤ ἀνθρώπων οἴκησις ἤ πλοῦτος, ἤ περιουσία πόλεως ἤ ἄλλη τις κατ’ οἶκον κατασκευή τε καί περιφάνεια».  Λίγοι Κωνσταντινουπολίτες σώθηκαν, διότι κατόρθωσαν να μπουν στα πλοία στον Κεράτιο. Το βράδυ, ο σουλτάνος μπήκε στην πόλη, προχώρησε στην Αγία Σοφία, όπου μουσουλμάνος ιερέας έψαλε από τον άμβωνα και ο ίδιος προσευχήθηκε «ἀναβάς ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης».

Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως είχε τεράστια απήχηση σε ολόκληρη την δυτική Ευρώπη, όπου ωστόσο κανείς ηγεμόνας δεν είχε δραστηριοποιηθεί αποτελεσματικά για να την εμποδίσει. Όλοι, πάντως, θρήνησαν με την είδηση ότι το προπύργιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην Ανατολή είχε γκρεμισθεί[3].

ΔΕΙΤΕ ΤΟ VIDEO National Geographic

   




ΠΗΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους


[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η πολιορκία και η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 2000, Τόμος Θ΄, σ.σ. 207-209.

[2]  Βλ. ό.π. σ.σ. 209-212.

[3] Βλ. ό.π. σελ. 213.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον