Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

ΒΥΖΑΝΤΙΟ (ΜΕΡΟΣ Β΄): Τα αίτια της Πτώσης

ΜΕΡΟΣ Β΄
Η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία, αλλά και η Ρωσία μέχρι έναν βαθμό, παρέμειναν πολιτιστικοί δορυφόροι του βυζαντινού κόσμου. Και μάλιστα, ακόμη και μετά την πτώση της αυτοκρατορίας, ο βυζαντινός πολιτισμός επιβιώνει με αξιοσημείωτη δύναμη μέσα στην εκκλησία και διαμέσου αυτής διαδίδεται ευρύτερα, κάτω από τη σχετικά ανεκτική διακυβέρνηση των Τούρκων. Η επιβίωση των μοναστηριών που γνωρίζουν ακμή στο Άγιο Όρος, είναι το πιο εντυπωσιακό από τα πολλά παραδείγματα που μας έρχονται εύκολα στο νου.

Ο βυζαντινός πολιτισμός επιβίωσε ακόμη και μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, έστω και περιορισμένος, ενώ η βυζαντινή τέχνη εκφράζεται μέσα από την όψιμη φάση του όρου «βυζαντινός», με την ευρύτερη όμως έννοιά του, που ξεπερνά τα πολιτικά όρια της αυτοκρατορίας
Picture
Ευγενής Κλιβανάριος Ιππέας (Κατάφρακτος) 
της εποχής των Παλαιολόγων 
συνοδεία Σκουτάτου Αξιωματικού
Ενδυματολογική έρευνα - σχόλιο - εικονογράφηση: Χρήστος Γιαννόπουλος

Βλ. Βυζάντιο ΜΕΡΟΣ Α΄ ΕΔΩ

Γράφει η Ελένη Δραμπάλα

Απόψεις για τη δυναστεία των Παλαιολόγων

Η δυναστεία των Παλαιολόγων, που αναδύθηκε μέσα από συγκλονιστικά γεγονότα, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την σκιά της απειλής της Δύσεως, ενώ στη Βαλκανική ανασυγκροτήθηκαν και ισχυροποιήθηκαν σε βάρος της αυτοκρατορίας τα κράτη των Βουλγάρων και των Σέρβων. Η αδυναμία της αυτοκρατορίας να στρέψει την προσοχή της στην Ανατολή, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τους πραγματικούς ή υποθετικούς κινδύνους από τη Δύση. Η αθρόα μεταφορά των στρατευμάτων της Ασίας στις ευρωπαϊκές επαρχίες άφηνε απροστάτευτη την Ανατολή. Οι «πρόνοιες» είχαν αποσυνδεθεί από την στρατιωτική τους αποστολή και είχαν γίνει κληρονομικές φεουδαρχικές γεωργικές ιδιοκτησίες, οι οποίες λειτουργούσαν αρνητικά για την επιβίωση των μικρών γαιοκτημόνων. Το κληρονομικό δικαίωμα της «πρόνοιας» έγινε τελικά η συνηθισμένη γέφυρα για τον μετασχηματισμό της σε καθαρό φεουδαρχικό σύστημα δυτικο-ευρωπαϊκού τύπου, το οποίο απομάκρυνε τους καλλιεργητές από την γη, ερήμωνε τις επαρχίες της Ανατολής, περιόριζε σημαντικά την απόδοση της γεωργίας και αποσυνέθετε τις κοινωνικές δομές της αυτοκρατορίας. Η δημογραφική αναστάτωση, που δημιουργήθηκε με την μαζική μετακίνηση των μικρών καλλιεργητών στις πόλεις, και ο οικονομικός μαρασμός των ανατολικών επαρχιών, λειτουργούσαν καταλυτικά για την οικονομία της αυτοκρατορίας, αφού οι μεγάλοι γαιοκτήμονες προσπαθούσαν να αποφύγουν όχι μόνο την εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων, αλλά και αυτή ακόμη τη στρατολόγηση των εργατών της γης. Αν αναλογισθεί κανείς ότι η μισθοφορική σύνθεση του στρατού είχε αυξήσει σημαντικά το κόστος του, τότε μπορεί άνετα να εκτιμήσει την καταλυτική σημασία για την αποτελεσματική άμυνα στην Ανατολή της συγκέντρωσης των βυζαντινών στρατευμάτων στα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Η αναντίρρητη οικονομική εξαθλίωση δεν της επέτρεπε να ασχοληθεί και με την προστασία των ανατολικών επαρχιών, που είχαν ουσιαστικά παραδοθεί στο έλεος κάθε επίδοξου κατακτητή. Η κατάληψη των ζωτικών αυτών περιοχών για την αυτοκρατορία από τους Οθωμανούς Τούρκους συντελέστηκε προοδευτικά και χωρίς σοβαρές δυσχέρειες.
Picture
Ιππέας της δυναστείας των Παλαιολόγων (1350-1400 μ.Χ.)
Ενδυματολογική έρευνα - εικονογράφηση του Χρήστου Γιαννόπουλου για τις εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ

Οι Παλαιολόγοι περίμεναν περίεργα και τον κίνδυνο και την σωτηρία της αυτοκρατορίας από τη Δύση. Στον ΙΔ΄ αιώνα, οι επαρχίες της Μικράς Ασίας δεν λειτουργούσαν ως οργανικά εδάφη της αυτοκρατορίας, όπως δεν λειτουργούσαν πλέον θετικά για την επιβίωσή της οι μεμονωμένες διπλωματικές ή στρατιωτικές επιτυχίες των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Για την αντιμετώπιση των κινδύνων στις ευρωπαϊκές επαρχίες ανοίχθηκε από την ίδια την αυτοκρατορία ο δρόμος προς την Ευρώπη, ακόμη και στους Οθωμανούς Τούρκους. Χρησιμοποιήθηκαν ως σύμμαχοι, όχι μόνο για την απόκρουση αντιπάλων της αυτοκρατορίας, αλλά και για την ισχυροποίηση διαφόρων παρατάξεων ή τοπικών ηγεμόνων στους εμφυλίους πολέμους των βυζαντινών στρατηγών. Η αποτυχημένη προσπάθεια για την ανόρθωση της ναυτικής και της εμπορικής δυνάμεως του Βυζαντίου από τον Ιωάννη Καντακουζηνό, με την αφαίρεση ή την ορθολογιστική ρύθμιση των παραχωρημένων στους Γενουάτες και στους Βενετούς προνομίων, έδειξε ότι ο κατάλληλος χρόνος για μιά τέτοια αναθεώρηση της πολιτικής είχε πλέον χαθεί από την εποχή των Κομνηνών. Η ζωή της αυτοκρατορίας στην εποχή των Παλαιολόγων εξηρτάτο όλο και περισσότερο, όχι μόνον από τους εχθρούς, αλλά και από τους συμμάχους της. Στο τέλος, ήδη, του ΙΔ΄ αιώνα, ο βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει φόρο υποτέλειας και να προσφέρει στρατιωτική βοήθεια στον σουλτάνο των Τούρκων.

Οι Παλαιολόγοι, που είχαν δείξει μεγάλη ευαισθησία στην αναγέννηση των γραμμάτων και της τέχνης της εποχής τους, παρέδωσαν σταδιακά και σχεδόν αμαχητί την αυτοκρατορία στους Οθωμανούς Τούρκους. Έδειξαν περίεργη και πολιτικά αναιτιολόγητη ή μονομερή ευαισθησία στις σχέσεις τους με τη Δύση. Ωστόσο, όπως ο κίνδυνος από τη Δύση είχε υπερεκτιμηθεί, έτσι και η προσδοκία της σωτηρίας από τη Δύση είχε μυθοποιηθεί. Η μονόπλευρη στροφή της πολιτικής προς τη Δύση και η περίεργη αδιαφορία για τις συγκλονιστικές ανακατατάξεις στη Μικρά Ασία έσβησαν τις οποιεσδήποτε υφιστάμενες ή εμφανιζόμενες κατά καιρούς θετικές προοπτικές της αυτοκρατορίας για την επιβίωση. Η πτώση της αυτοκρατορίας από την Ανατολή ήταν το αναπόφευκτο τίμημα της ανερμάτισης δυτικής πολιτικής των Παλαιολόγων. Η Δύση, που μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως ζούσε από την πολλαπλή εκμετάλλευση της Ανατολής, συνειδητοποίησε καθυστερημένα τους κινδύνους για τον δικό της πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό βίο απο την κατάρρευση της αυτοκρατορίας. Το πολιτικό μίσος των Φράγκων εναντίον του Βυζαντίου, διανθισμένο με την επίφαση του θρησκευτικού σχίσματος και τον οικονομικό τυχοδιωκτισμό των κρατών της Δύσεως, περιόριζε την ορατότητα του δυτικο-ευρωπαϊκού χριστιανικού κόσμου σε μυωπικές μόνο πολιτικές εκτιμήσεις. Με την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453) έπαψε πλέον η Ανατολή να είναι η μόνιμη πηγή ανεφοδιασμού των δυτικο-ευρωπαϊκών λαών, οι οποίοι, αιφνιδιασμένοι από τα γεγονότα, αναγκάσθηκαν να αναζητήσουν νέες εμπορικές αγορές στη Δύση[1].

Οι κατά γράμμα ιστορικές χρονολογίες που οδήγησαν στην Πτώση
Αν πάρουμε κατά γράμμα τις ιστορικές χρονολογίες, το τέλος της βυζαντινής αυτοκρατορίας επήλθε στις 29 Μαΐου 1453, με τον θάνατο στο πεδίο της μάχης του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου και τη νικηφόρα είσοδο στην Κωνσταντινούπολη του Μωάμεθ του Πορθητή.
Picture
Βυζαντινός ταξίαρχος ή "Δρουγγάριος" 
(1453)
Ενδυματολογική έρευνα - σχόλιο - εικονογράφηση:
Χρήστος Γιαννόπουλος
Στην πραγματικότητα, η αρχή του τέλους είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, και τα τελευταία 250 χρόνια της βυζαντινής ιστορίας δεν είναι τίποτε άλλο από μία παρατεταμένη τελική φάση της. Είναι συζητήσιμο το πότε ακριβώς άρχισε το τέλος της αυτοκρατορίας. Αρχίζει το 1204, όταν οι Λατίνοι (οι Φράγκοι) κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη ή μήπως αρχίζει το 1390, όταν η αυτοκρατορία μετατράπηκε σε κράτος υποτελές στους Τούρκους και περιορίστηκε στην πρωτεύουσα, στις αμέσως γειτονικές περιοχές και σε μιά μικρή λωρίδα της Πελοποννήσου γύρω από τον Μιστρά; Ή κάποια άλλη στιγμή, ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο χρονολογίες; Βέβαια, για την πολιτική ιστορία, το 1204 αποτελεί ένα καλό σημείο εκκίνησης του βυζαντινού επιλόγου. Από την άλλη μεριά, η λατινική κατάκτηση διήρκεσε μόλις 50 χρόνια στην πρωτεύουσα και μικρότερο χρόνο στις λίγες επαρχίες, όπου είχαν κυριαρχήσει οι φράγκοι βαρώνοι. Επιπλέον, παρά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, οι βυζαντινοί άρχοντες διατηρούσαν μεγάλη εξουσία στις επαρχίες. Στη Μικρά Ασία – με εξαίρεση μία πολύ μικρή λωρίδα στη βορειοδυτική ακτή που βρισκόταν στην κυριαρχία των Λατίνων και το νοτιοανατολικό ένα τρίτο της χερσονήσου (το οποίο ήδη από καιρό βρισκόταν στα χέρια των Σελτζούκων) – είχε δημιουγηθεί από τις οικογένειες Λάσκαρι και Βατάτζη η αυτοκρατορία της Νίκαιας. Την ίδια εποχή στην Ήπειρο, η δυναστεία των Αγγέλων ίδρυσε ένα ανεξάρτητο δεσποτάτο, με πρωτεύουσα την Άρτα. Με αυτό ως ορμητήριο, μέλη της δυναστείας αυτής ανακατέλαβαν από τους Φράγκους τη Μακεδονία και τη Θράκη, και το 1224, στην Αχρίδα, ιδιοποιήθηκαν και τον αυτοκρατορικό τίτλο – για να νικηθούν τελικά, στην αρχή από τους Βουλγάρους, αργότερα από τον Βατάτζη της Νίκαιας και τους Παλαιολόγους που έγιναν κυβερνήτες της Θεσσαλονίκης. Τέλος, στην Τραπεζούντα, μέλη της οικογένειας των Κομνηνών ίδρυσαν ένα τρίτο κράτος και κατόρθωσαν να το κρατήσουν πρόσκαιρα μέχρι το 1461.
Picture
Βυζαντινός σιφωνάτωρ (με χειροσίφωνα - φορητό εκτοξευτή υγρού πυρός) (1453)
Ιστορική έρευνα - σχόλιο - εικονογράφηση: 
Χρήστος Γιαννόπουλος

Αλλά, το 1204, η αυτοκρατορία έχασε την πρωτεύουσά της, που για τόσους αιώνες αποτελούσε σύμβολο και για την Ανατολή και για τη Δύση. Έχασε τα νησιά της, τα σημαντικά ελλαδικά λιμάνια της και τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων, που πέρασαν όλα στην εξουσία των Βενετών. Διαιρέθηκε, τέλος, σε μικρά κράτη, βυζαντινά και λατινικά, που πολεμούσαν όλα μεταξύ τους και κανένα δεν ήταν ικανό να επιβιώσει. Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο το 1261, και η επακόλουθη υπαγωγή της Ηπείρου και ολόκληρης της Πελοποννήσου σε κατάσταση φεουδαρχικής εξάρτησης, αναχαίτισε μόνο κάπως το ρεύμα της κατάπτωσης[2].

Παρ’ όλο που μέχρι το 1340 η αυτοκρατορία είχε ακόμη κάτω από την επικυριαρχία της τη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και τη μισή Μικρά Ασία, έπαιξε έναν μικρό μόνο ρόλο στην πολιτική κατάσταση της Μεσογείου και των Βαλκανίων. Στον βορρά, από τα τέλη του 12 αιώνα, είχαν αναδειχθεί ισχυροί γείτονες: η Σερβία από το 1168, και το δεύτερο βουλγαρικό βασίλειο από το 1184. Και οι δύο έγιναν απειλητικότεροι στα τέλη του 13ου και σε όλη τη διάρκεια του 14ου αιώνα. Η Βουλγαρία κατά την εποχή του τσάρου Ιωάννη Ασάν Β΄ (1218-1241) και, έναν αιώνα αργότερα, κατά την εποχή του Ιωάννη Αλεξάνδρου (1331-1371), η Σερβία την εποχή του Μιλιούτιν (1282-1321) και του Δουσάν (1331-1355).

Στο νότο, οι Σελτζούκοι εξασκούσαν ολοένα και μεγαλύτερη πίεση. Η τελική κατάρρευση επήλθε στα χρόνια 1340-1350. Οι Τούρκοι απέσπασαν από την αυτοκρατορία τη Μικρά Ασία. Τα κεντρικά Βαλκάνια, μαζί με τη Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, κατακτήθηκαν από τους Σέρβους την εποχή του Δουσάν, και η Θράκη από τους Βουλγάρους (και τα δύο υποτάχθηκαν στους Τούρκους μόνο το 1388-1389). Οι λίγες περιοχές που απόμειναν στην αυτοκρατορία (ο Μυστράς, η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη) περιήλθαν ουσιαστικά σε κατάσταση υποτέλειας στους Τούρκους. Η πτώση της Θεσσαλονίκης το 1430, της Κωνσταντινούπολης το 1453, του Μυστρά το 1460 και της Τραπεζούντας το 1461, έχουν περισσότερο συμβολική, παρά ουσιαστική σημασία.
Picture
Βυζαντινός πεζός των εναπομεινάντων τακτικών μονάδων (1453)
Ενδυματολογική έρευνα - σχόλιο - εικονογράφηση:
Χρήστος Γιαννόπουλος

Ως πολιτική οντότητα, λοιπόν, το Βυζάντιο «πέθανε» μ’ έναν αργό θάνατο, που διήρκεσε σχεδόν πάνω από 250 χρόνια. Ως πολιτιστική δύναμη επιβίωσε με αξιοσημείωτη ζωτικότητα στις περιοχές που είχαν παραμείνει κάτω από τη βυζαντινή κυριαρχία – τη Νίκαια, την ανακτημένη Κωνσταντινούπολη, την Ήπειρο, τη Θεσσαλονίκη και τον Μυστρά – όσο και πέρα από τα ολοένα συρρικνούμενα σύνορα της αυτοκρατορίας[3].

Η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία, αλλά και η Ρωσία μέχρι έναν βαθμό, παρέμειναν πολιτιστικοί δορυφόροι του βυζαντινού κόσμου. Και μάλιστα, ακόμη και μετά την πτώση της αυτοκρατορίας, ο βυζαντινός πολιτισμός επιβιώνει με αξιοσημείωτη δύναμη μέσα στην εκκλησία και διαμέσου αυτής διαδίδεται ευρύτερα, κάτω από τη σχετικά ανεκτική διακυβέρνηση των Τούρκων. Η επιβίωση των μοναστηριών που γνωρίζουν ακμή στο Άγιο Όρος, είναι το πιο εντυπωσιακό από τα πολλά παραδείγματα που μας έρχονται εύκολα στο νου.

Ο βυζαντινός πολιτισμός επιβίωσε ακόμη και μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, έστω και περιορισμένος, ενώ η βυζαντινή τέχνη εκφράζεται μέσα από την όψιμη φάση του όρου «βυζαντινός», με την ευρύτερη όμως έννοιά του, που ξεπερνά τα πολιτικά όρια της αυτοκρατορίας[4].

Ελένη Δραμπάλα

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΗΓΗ:


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


[1] Βλασίου Ιω. Φειδά, Βυζάντιο, Βίος, Θεσμοί, Κοινωνία, Εκκλησία, Παιδεία, Τέχνη, Δ΄ έκδ., Αθήναι 1997, σ.σ. 25-27.

[2] G. Ostrogorsky, History of the Byzantine State, Οξφόρδη 1956 [ελλ. Μτφρ. Ιστορία του βυζαντινού κράτους, Αθήνα 1978-1981].
[3] Η πολιτιστική ατμόσφαιρα της παλαιολόγειας εποχής παρουσιάζεται με λαμπρότητα και ακρίβεια από τον A. Grabar στο P. Underwood, The Kariye Djami, IV, Λονδίνο 1975, σ. 3 κ.εξ., και από τον I. Seveenko, στο ίδιο, σ. 17 κ.εξ.
[4] Richard Krautheimer, Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Αθήνα 2006, σ.σ. 509-511. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον