Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Τιτσιάνο Βετσέλλιο, Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης

Στο εργαστήριο του μαθήτευσε πιθανότατα ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και ο Τζιάκοπο Τιντορέττο. Είχε σημαντική συμβολή στην εξέλιξη του είδους της προσωπογραφίας. Εισήγαγε νέες στάσεις του εικονιζόμενου προσώπου, ενώ καθιέρωσε τα ημίσωμα ή και ολόσωμα πορτρέτα.
Vecellio di Gregorio Tiziano - autoritratto.jpg
Αυτοπροσωπογραφία, 1567, λάδι σε μουσαμά, 86×65 εκ., Μουσείο Πράδο
O Τιτσιάνο Βετσέλλιο (Tiziano Vecellio ή Vecelli, π. 1485/90 - 27 Αυγούστου 1576), ευρύτερα γνωστός και ως Τισιανός ή Τιτσιάνο, ήταν Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης. Ανήκει στη σχολή της Βενετίας και θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της, του οποίου το έργο αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από την παράδοση του 15ου αιώνα στην τεχνοτροπία που υιοθετήθηκε κατά τον 16ο. Επηρέασε σημαντικούς ζωγράφους του επόμενου αιώνα, όπως τον Ρούμπενς και τον Βελάσκεθ. Διακρίθηκε εξίσου σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, φιλοτεχνώντας προσωπογραφίες, αλληγορίες, θρησκευτικά έργα, ιστορικές και μυθολογικές σκηνές.

Καταγόταν από ευϋπόληπτη οικογένεια, αρκετά μέλη της οποίας ασχολήθηκαν επίσης με τη ζωγραφική. Ο ίδιος εκπαιδεύτηκε στο εργαστήριο του Τζιοβάννι Μπελλίνι και τα πρώιμα έργα του εμφανίζουν έντονες επιδράσεις από το ύφος του Τζορτζόνε. Έζησε και εργάστηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Βενετία, ωστόσο η πληθώρα παραγγελιών που ανέλαβε για βασιλείς και άλλους ευγενείς της ιταλικής επικράτειας, ευνόησε τη διάδοση της φήμης του πέρα από τα σύνορα της γενέτειράς του. Υπήρξε ένας από τους πλέον διακεκριμένους ζωγράφους της εποχής του, που έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης. Στο εργαστήριο του μαθήτευσε πιθανότατα ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (Βλ. Δομ. Θεοτοκόπουλος ΕΔΩ) και ο Τζιάκοπο Τιντορέττο (Βλ. Τιντορέττο ΕΔΩ), αν και είναι εν γένει δύσκολο να αναγνωριστούν συνεχιστές του έργου του.

Ι. Βιογραφία

«Η γυναίκα ο καθρέφτης" (1515)

ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Εκπαίδευση και πρώιμα έργα
Η ημερομηνία γέννησης του Τιτσιάνο δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα, ωστόσο είναι ευρύτερα αποδεκτό μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών, πως τοποθετείται κατά την περίοδο 1488-90, αν και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ως έτος γέννησής του θεωρούνταν το 1477. Το ζήτημα της ημερομηνίας γέννησής του έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφωνιών και αντιφάσεων μεταξύ των ιστορικών. Μία από τις παλαιότερες γραπτές αναφορές στον Τιτσιάνο ανήκει στον Ludovico Dolce και περιέχεται στο έργο του L'Aretino, o dialogo della pittura που εκδόθηκε στη Βενετία το 1557, σε μία περίοδο ακμής του Τιτσιάνο. Ο Dolce τον περιέγραψε ως «νεαρό άνδρα» (ιταλ.: e giovanetto), κατά την περίοδο που ανέλαβε την πρώτη του δημόσια παραγγελία για μία ελαιογραφία (π. 1516), χαρακτηρισμός που θεωρείται πως δύσκολα θα αποδιδόταν σε έναν άνδρα άνω των τριάντα ετών και κατ' επέκταση τοποθετεί τη γέννηση του μετά το 1486. Στη δεύτερη έκδοση των Βίων, ο Τζόρτζιο Βαζάρι τοποθέτησε τη γέννησή του το 1480, αν και σύμφωνα με άλλες περιγραφές του Βαζάρι, μπορεί να μετατοπιστεί και στο διάστημα 1489-90. O ίδιος ο Τιτσιάνο, σε μία επιστολή του 1571 προς τον Φίλιππο Β' της Ισπανίας, αναφέρει πως ήταν τότε ενενήντα πέντε ετών, γεγονός που αν αληθεύει οδηγεί στο συμπέρασμα πως γεννήθηκε το 1476. Νεότεροι συγγραφείς, όπως ο Τιτσιανέλο (Compendio, 1622) και ο Κάρλο Ριντόλφι (Meraviglie dell' Arte, 1648) συμφώνησαν με το έτος 1477 ως έτος γέννησης του Τιτσιάνο. Το πιστοποιητικό θανάτου του, στην κοινότητα San Canciano της Βενετίας, αναφέρει πως πέθανε το 1576 σε ηλικία 103 ετών, τοποθετώντας τη γέννησή του στα 1473. Αυτή η εκδοχή προσκρούει στο γεγονός πως δεν διαθέτουμε χρονολογημένα έργα του στα τέλη του 15ου αιώνα, όπως θα ήταν αναμενόμενο με βάση την ηλικία του.

Γεννήθηκε στο ιταλικό χωριό των Βενετικών Άλπεων Πιέβε ντι Καντόρε, βόρεια της Βενετίας και σε μικρή απόσταση από το Τυρόλο της Αυστρίας. Ήταν γιος του Γκρεγκόριο ντι Κόντε ντέι Βετσέλλι, με καταγωγή από ευυπόληπτη οικογένεια, εξέχων μέλος της οποίας υπήρξε ο Κόμης Βετσέλλιο, κυβερνήτης της κοινότητας του Καντόρε από το 1458 μέχρι το 1513. Ο πατέρας του κατείχε επίσης δημόσια αξιώματα και διακρίθηκε ως διοικητής του στρατού της κοινότητας. Σε ηλικία εννέα ή δέκα ετών, ο Τιτσιάνο εγκαταστάθηκε στην πόλη της Βενετίας και μαθήτευσε μαζί με τον αδελφό του κοντά στον ζωγράφο Σεμπαστιάνο Τσουκάτι, περισσότερο γνωστός ως δημιουργός μωσαϊκών, πριν μεταπηδήσει στο εργαστήριο του Τζιοβάνι Μπελίνι, ενός από τους σημαντικότερους και διασημότερους ζωγράφους της εποχής. Υπό την επίβλεψη του Μπελίνι μαθήτευσαν την ίδια περίοδο και άλλοι διακεκριμένοι καλλιτέχνες, όπως ο Λορέντσο Λότο και ο Σεμπαστιάνο Λουτσιάνι, μετέπειτα γνωστός ως Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο. Ο Τιτσιάνο συναναστράφηκε επίσης με τον Τζορτζόνε και σύμφωνα με τον Τζόρτζιο Βαζάρι, οι δύο ζωγράφοι συνεργάστηκαν με σκοπό τη δημιουργία ορισμένων νωπογραφιών για τη Γερμανική Αποθήκη (Fondaco dei Tedeschi), οι οποίες είναι σήμερα σχεδόν ολοσχερώς κατεστραμμένες και τμήματα τους φιλοξενούνται στο Ca’ d’Oro. Ο Τιτσιάνο ανέλαβε μέρος του έργου για την εξωτερική πρόσοψη της Γερμανικής Αποθήκης, ακολουθώντας την τεχνοτροπία του Τζορτζόνε τόσο πιστά ώστε να μην διακρίνονται έντονες διαφορές μεταξύ των ξεχωριστών τμημάτων που φιλοτέχνησαν. Σύμφωνα με μία ανεκδοτολογική αναφορά του Βαζάρι, ο Τζορτζόνε δέχθηκε συγχαρητήρια για τις νωπογραφίες που είχε φιλοτεχνήσει ο Τιτσιάνο, οι οποίες θεωρήθηκαν μάλιστα ανώτερες από άλλες που ήταν πράγματι έργα του Τζορτζόνε, γεγονός που οδήγησε στη διακοπή της συνεργασίας και της φιλίας τους. Ο Dolce επιβεβαίωσε μεταγενέστερα την αναφορά του Βαζάρι, αντίθετα ο Τιτσιανέλο την αντέκρουσε. Οι νωπογραφίες για τη Γερμανική Αποθήκη συνιστούν ενδεχομένως το παλαιότερο δείγμα γραφής του Τιτσιάνο, ωστόσο αρκετοί ιστορικοί χρονολογούν ορισμένους πίνακές του πριν το 1509. Εν γένει, τo πρώιμο έργο του Τιτσιάνο είναι δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια, καθώς λίγοι πίνακες είναι χρονολογημένοι και επιπλέον αρκετοί από αυτούς συγχέονται με έργα άλλων σύγχρονων καλλιτεχνών όπως των Τζούλιο Κάμπι, Τζιοβάννι Καριάνι και Τζορτζόνε.

Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου, π. 1514, 

λάδι σε μουσαμά, 118x279 εκ., 
Πινακοθήκη Μποργκέζε, Ρώμη
ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Στα παλαιότερα σωζόμενα και χρονολογημένα με ακρίβεια έργα του ανήκουν τρεις νωπογραφίες με θέμα το βίο του Αγίου Αντωνίου, για την ομώνυμη εκκλησία της Πάδοβας, για τις οποίες διαθέτουμε αναφορές από το 1511. Τα πρώιμα έργα του Τιτσιάνο φανερώνουν ομοιότητες με εκείνα του Τζορτζόνε, σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι συχνά δύσκολο να διακριθούν μεταξύ τους. Η επίδραση του Τζορτζόνε είναι εμφανής και στους πρώτους μυθολογικούς ή αλληγορικούς πίνακες τού Τιτσιάνο. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει το έργο Ιερός και επίγειος Έρωτας (π. 1514, Galleria Borghese), πιθανότατα κατά παραγγελία των οικογενειών Αουρέλιο και Μπαγκαρέτο, με αφορμή το γάμο μεταξύ μελών τους που έγινε το 1514. Το αλληγορικό μήνυμα του πίνακα δεν είναι ξεκάθαρο, ωστόσο σύμφωνα με την ευρύτερα αποδεκτή ερμηνεία, οι γυναίκες που απεικονίζονται συμβολίζουν τις δίδυμες Αφροδίτες, σύμφωνα με τα νεοπλατωνικά ιδεώδη. Στην ίδια περίπου χρονική περίοδο ανήκει και μία από τις πρώτες σημαντικές αλληγορικές συνθέσεις του, Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου (1512-14, Εθνική Πινακοθήκη Σκωτίας), που επίσης ακολουθεί τα πρότυπα του Τζορτζόνε.

Ώριμη περίοδος (1516 - π. 1540)
O ξαφνικός θάνατος του Τζορτζόνε το 1510 και του Μπελίνι τέσσερα χρόνια αργότερα, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση στη Ρώμη, ενός ακόμα ανταγωνιστή του, τού Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο, ευνόησε τα επόμενα χρόνια την ανέλιξη του Τιτσιάνο, o οποίος ανέλαβε την ολοκλήρωση αρκετών σημαντικών παραγγελιών που είχαν ανατεθεί αρχικά στον Τζορτζόνε, αναλαμβάνοντας επίσης τη θέση του Μπελίνι ως επίσημου ζωγράφου της Ενετικής Δημοκρατίας. Ανάμεσα στους σημαντικότερους θρησκευτικούς πίνακες που φιλοτέχνησε, κατά την περίοδο αυτή, ανήκει η Ανάληψη της Παρθένου (1516-8), έργο που ολοκλήρωσε για την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας Sta. Maria Gloriosa dei Frari στη Βενετία. Το εντυπωσιακό μέγεθος του έργου, που έφθανε περίπου τα επτά μέτρα σε ύψος, αλλά και ο δυναμισμός της σύνθεσης προκάλεσαν τον έντονο θαυμασμό των θεατών. Ο Τιτσιάνο επηρεάστηκε πιθανώς από τη συνάντησή του, το 1516, με τον Φρα Μπαρτολομέο, ο οποίος φιλοτέχνησε αρκετές μεγάλης κλίμακας δραματικές συνθέσεις, της ίδιας θεματολογίας, επηρεασμένος με τη σειρά του από τις νωπογραφίες του Ραφαήλ  και του Μιχαήλ Άγγελου. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η σύνθεση που αναπαριστά την Παναγία και το θείο βρέφος σε θρόνο μαζί με Αγίους και μέλη της οικογένειας Πέζαρο, (Pesaro Madonna, 1519–26, in situ). Σε αυτή την εικόνα, ο Τιτσιάνο εισήγαγε ένα νέο τύπο σύνθεσης που ακολούθησαν μεταγενέστερα αρκετοί ζωγράφοι της Αναγέννησης, ενώ αποτέλεσε πρότυπο και για καλλιτέχνες της μπαρόκ περιόδου, όπως ο Ρούμπενς.

Ανάληψη της Παρθένου, 

π. 1516-8, λάδι σε ξύλο, 
690 x 360 εκ., Santa Maria 
Gloriosa dei Frari, Βενετία
ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Τόσο στις συνθέσεις για την εκκλησία του Frari, όσο και σε άλλους πίνακες που φιλοτέχνησε την ίδια εποχή, διαφαίνεται η επίδραση των Ραφαήλ (Βλ. Ραφαέλλο ΕΔΩ) και Μιχαήλ Άγγελου (Βλ. Μιχαήλ Άγγελος ΕΔΩ), αν και δεν υπάρχουν στοιχεία που να βεβαιώνουν πως ο Τιτσιάνο είχε ταξιδέψει μέχρι εκείνη την περίοδο στη Ρώμη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θεωρείται η σύνθεση H Παναγία με το θείο βρέφος και τους Αγίους Φραγκίσκο και Αλβίζε με τον παραγγελιοδότη Αλβίζε Γκότσι (1520, Museo Civico, Ανκόνα), έργο που παραπέμπει στην Παναγία του Φολίνιο (1511-2) τού Ραφαήλ. Από το έργο του Τιτσιάνο διαφαίνεται πως ήταν γνώστης των σύγχρονων εξελίξεων της ύστερης αναγεννησιακής τέχνης στη Ρώμη και στη Φλωρεντία, πιθανότατα μέσα από αντίγραφα έργων. Στις σημαντικότερες πρώιμες θρησκευτικές συνθέσεις του ανήκει επίσης το έργο O θάνατος του Αγίου Πέτρου τού Μάρτυρα (π. 1526-30) που φιλοτέχνησε για την εκκλησία των Αγίων Ιωάννη και Παύλου στη Βενετία. Η πρωτότυπη σύνθεση καταστράφηκε το 1867, ωστόσο το έργο είναι γνωστό από αντίγραφα και φαίνεται πως προκάλεσε το θαυμασμό, εδραιώνοντας τη φήμη του Τιτσιάνο. Σύμφωνα με τον Βαζάρι, αποτελούσε το κορυφαίο έργο του, ενώ ιδιαίτερη μνεία σε αυτό έκανε και ο λόγιος Πιέτρο Αρετίνο σε επιστολή του προς τον Φλωρεντινό καλλιτέχνη Τρίμπολο. Κατά τον Paolo Pino (Dialogo di pittura, 1548), o Τιτσιάνο ανέλαβε την παραγγελία κατόπιν διαγωνισμού, στον οποίο συμμετείχε επίσης ο Πάλμα Βέκκιο.

Μεταγενέστερο είναι το έργο που ολοκλήρωσε για το παλάτι των Δόγηδων (Palazzo Ducale) στη Βενετία, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου καταστράφηκε το 1577. Ο Τιτσιάνο ανέλαβε το 1513 και φιλοτέχνησε τη Μάχη του Σπολέτο (ή Μάχη του Καντόρε, π. 1538/40), έργο που σήμερα είναι γνωστό μέσα από αντίγραφα, χαρακτικά και προσχέδια (Μουσείο του Λούβρου). Η σύνθεση εμφανίζει ομοιότητες με τη Μάχη του Ανγκιάρι τού Λεονάρντο ντα Βίντσι (Βλ. Λεονάρντο ντα Βίντσι ΕΔΩ) και τη Νίκη του Κωνσταντίνου στη μάχη της Μιλβίας γέφυρας (Sala di Costantino, Βατικανό) τού Ραφαήλ, και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μεταγενέστερες συνθέσεις του Ρούμπενς, με σκηνές μαχών. Η φήμη του Τιτσιάνο εξαπλώθηκε σύντομα πέρα από τα σύνορα της Βενετίας και από την άνοιξη του 1516, ανέλαβε να φιλοτεχνήσει μια σειρά μυθολογικών έργων που θα τοποθετούνταν στις νέες αίθουσες του κάστρου τού Δούκα της Φεράρα, Αλφόνσο Α'. Για τις ανάγκες του, ο Αλφόνσο Α' είχε αναθέσει διαφορετικά θέματα σε ορισμένους από τους κορυφαίους ζωγράφους της εποχής, αποκτώντας έργα του Ντόσο Ντόσι και του Τζιοβάνι Μπελίνι. Στο ίδιο πρόγραμμα συμμετείχαν οι Ραφαήλ και Φρα Μπαρτολομέο, οι οποίοι ωστόσο δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν τα έργα τους. Ο Τιτσιάνο φιλοτέχνησε δύο από τους πίνακες του, τη Λατρεία της Αφροδίτης και το έργο Βάκχος και Αριάδνη (Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο), βασισμένος σε προγενέστερα ημιτελή σχέδια των δύο ζωγράφων. Της ίδιας περιόδου είναι και ο πίνακας Η γιορτή των Θεών (Εθνική Πινακοθήκη Ουάσινγκτον) του Μπελλίνι, τον οποίο επεξεργάστηκε ο Τιτσιάνο προκειμένου να εναρμονιστεί με τις δικές του δημιουργίες.

Αφροδίτη του Ουρμπίνο, π. 1538, λάδι σε 

μουσαμά, 119 × 165 εκ., Ουφίτσι
ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Στις αρχές του 1530 ξεκίνησε το έργο του για τη βασιλική αυλή του Ουρμπίνο, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στο δούκα Φραντσέσκο Μαρία Α', φιλοτεχνώντας κυρίως προσωπογραφίες. Αξιοσημείωτη σύνθεση αυτής της περιόδου είναι η Αφροδίτη του Ουρμπίνο (Ουφίτσι, Φλωρεντία), έργο που βασίστηκε στηνΚοιμωμένη Αφροδίτη (π. 1510) του Τζορτζόνε. Ο Τιτσιάνο διατήρησε τη στάση της γυμνής Αφροδίτης που καθιέρωσε ο Τζορτζόνε, επιλέγοντας όμως να αναπαραστήσει μία καθημερινή σκηνή, τοποθετώντας το θέμα του σε μία αίθουσα παλατιού. Με αυτό τον τρόπο, απέδωσε την Αφροδίτη περισσότερο ως μία κοινή γυναίκα και λιγότερο ως θεά της μυθολογίας. Στη σύνθεση του Τιτσιάνο βασίστηκε αργότερα ο Εντουάρ Μανέ (Βλ. Εντουάρ Μανέ ΕΔΩ), για τον πίνακα Ολυμπία (1853).

Στα μέσα του 16ου αιώνα, ο Τιτσιάνο είχε σημαντική συμβολή στην εξέλιξη του είδους της προσωπογραφίας. Εισήγαγε νέες στάσεις του εικονιζόμενου προσώπου, ενώ καθιέρωσε τα ημίσωμα ή και ολόσωμα πορτρέτα, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο την ενσωμάτωση περισσότερων στοιχείων στη σύνθεση της προσωπογραφίας, όπως για παράδειγμα καθημερινά αντικείμενα ή άλλα πρόσωπα που απεικονίζονταν σε δεύτερο επίπεδο. Στις πρώτες προσωπογραφίες που φιλοτέχνησε κατά τις δεκαετίες του 1520 και 1530, απεικόνισε την ιταλική αριστοκρατία. Σημαντικός σταθμός για το έργο του θεωρείται η περίοδος κατά την οποία ταξίδεψε στη Μπολόνια και φιλοτέχνησε προσωπογραφίες του αυτοκράτορα Καρόλου Ε'. Το 1533, ο Κάρολος Ε' έχρισε τον Τιτσιάνο ιππότη και τον διόρισε ως αποκλειστικό προσωπογράφο του. Από τα πρώτα πορτρέτα που φιλοτέχνησε για τον αυτοκράτορα διασώζεται μόνο ο πίνακας Ο Κάρολος Ε' με λαγωνικό (1532-3, Μουσείο Πράδο), αντίγραφο προσωπογραφίας του Jakob Seisenegger.

Δανάη, 1553/54, λάδι σε μουσαμά, 120x187 εκ., 

Μουσείο Πράδο
ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ

Ύστερο έργο (π. 1540-76)
Από τα μέσα του 1540, παρατηρούνται αισθητές διαφοροποιήσεις στη ζωγραφική του Τιτσιάνο, που χαρακτηρίζουν συνολικά το ύστερο έργο του. Κατόπιν επιθυμίας του Παύλου Γ' και του καρδινάλιου Αλεσσάντρο Φαρνέζε, ταξίδεψε εκ νέου στη Μπολόνια, το Μάιο του 1543, όπου φιλοτέχνησε μερικές από τις σημαντικότερες προσωπογραφίες του, μεταξύ αυτών τα ομαδικά πορτρέτα Ο Πάπας Παύλος Γ' και τα εγγόνια του (1546, Capodimonte) και Οικογένεια Vendramin (Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου), καθώς και ο πίνακας Ο Κάρολος Ε' στο Mühlberg (Μουσείο Πράδο) που ολοκληρώθηκε για τον εορτασμό της νίκης του αυτοκράτορα στη Μάχη του Mühlberg (Απρίλιος 1547) και αναπαριστά τον Κάρολο Ε΄ έφιππο. Τρία χρόνια αργότερα επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Ρώμη, όπου παρέμεινε μέχρι τον Ιούνιο του 1546 και είχε τη δυνατότητα να εξετάσει από κοντά τα έργα του Μιχαήλ Άγγελου, του Ραφαήλ και του Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο.

Το χειμώνα του 1548 συνόδευσε τον Κάρολο Ε' στην αυλή των Αψβούργων, όπου ολοκλήρωσε μία σειρά έργων, μεταξύ αυτών θρησκευτικούς, μυθολογικούς πίνακες και προσωπογραφίες. Μετά την επιστροφή του στη Βενετία, δέχθηκε πρόσκληση να μεταβεί στο Μιλάνο, προκειμένου να επισκεφτεί τον πρίγκιπα Φίλιππο, που αργότερα έγινε βασιλιάς της Ισπανίας και αποτέλεσε έναν από τους κύριους προστάτες τού Ιταλού ζωγράφου. Από τη συνεργασία τους ξεχωρίζει η ολόσωμη προσωπογραφία του Φίλιππου Β' με πανοπλία (π. 1551, Μουσείο Πράδο). Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Τιτσιάνο ολοκλήρωσε πολυάριθμα έργα που φιλοτέχνησε στη Βενετία και αργότερα μεταφέρθηκαν στην Ισπανία. Μεταξύ άλλων ολοκλήρωσε μία σειρά μυθολογικών πινάκων, αποκαλούμενων με τον όρο poesie (ποίηση) και με έντονο το ερωτικό στοιχείο. Σε αυτήν ανήκουν τα έργα Δανάη (Μουσείο Πράδο),Αφροδίτη και Άδωνις (Μουσείο Πράδο), Περσέας και Ανδρομέδα (1553-62, Συλλογή Wallace), Η αρπαγή της Ευρώπης (Μουσείο Γκάρντνερ, Βοστώνη), Ντιάνα και Ακτέων, Ντιάνα και Καλλιστώ (Συλλογή Ellesmere) και Ο θάνατος του Ακταίονα (Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο). Οι συνθέσεις αυτές παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με παλαιότερα έργα του, με θέματα δανεισμένα από τη μυθολογία, ωστόσο διακρίνονται για το ύφος τους, τα χρώματά τους και τις μεγαλύτερες διαστάσεις των απεικονιζόμενων μορφών. Στα θρησκευτικά έργα που φιλοτέχνησε για τον Φίλιππο Β' ανήκει και ο Μυστικός Δείπνος (Εσκοριάλ, Μαδρίτη), έργο μεγάλων διαστάσεων που σύμφωνα με μία επιστολή του Τιτσιάνο προς τον βασιλιά ολοκληρώθηκε σε διάστημα επτά ετών και ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1564. Για την τοποθέτησή του στη μονή τού Εσκοριάλ, μέρος του πίνακα καταστράφηκε, προκειμένου να χωρέσει στην προκαθορισμένη θέση του.

Προσωπογραφία του Πάπα Παύλου Γ', 

1543, 108 × 80 εκ., 
Galleria Nazionale di Capodimonte
ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Η τεχνική που συναντάται στα τελευταία έργα του έχει χαρακτηριστεί ως «πρωτοϊμπρεσιονιστική», ενώ κατά τον Βαζάρι υπήρξε αισθητά διαφορετική από εκείνη της νεότητάς του. Ειδικότερα, ο τελευταίος περιέγραψε την τεχνοτροπία τού Τιτσιάνο αναφερόμενος στις χονδροειδείς πινελιές που εφάρμοζε στον καμβά, έτσι ώστε τα έργα να μπορούν να εκτιμηθούν και να γίνουν πλήρως αντιληπτά από το θεατή, μόνο από μία σχετική απόσταση. Πιθανώς, η τεχνική αυτή συνδεόταν με προβλήματα όρασης του Τιτσιάνο, ωστόσο τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε σε μεγάλη ηλικία δεν επηρέασαν την παραγωγικότητά του. Η παράδοξη υπογραφή του στην εικόνα της Αναλήψεως (1560, Chiesa di San Salvadore), «Titianus fecit fecit» έχει ερμηνευθεί ως η απάντηση του σε επικρίσεις που αμφισβητούσαν τις ικανότητές του σε προχωρημένη ηλικία. Σε κάθε περίπτωση, αρκετοί από τους πίνακες που ολοκλήρωσε την τελευταία δεκαετία της ζωής του αναγνωρίζονται μεταξύ των κορυφαίων έργων του. Εκτός από την Ανάληψη, σε αυτούς περιλαμβάνονται επίσης ο Άγιος Σεβαστιανός (Ερμιτάζ), ο Άγιος Λαυρέντιος (Εσκοριάλ) και κυρίως ηΑποκαθήλωση (Pietà), έργο που άφησε ημιτελές. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία το 1576, την ίδια περίοδο που μία επιδημία πανώλης έπληττε τη Βενετία. Έχει υποστηριχθεί πως ο θάνατός του προκλήθηκε από την πανώλη, ωστόσο το γεγονός πως τάφηκε την επόμενη ημέρα στην εκκλησία του Φράρι θέτει το ενδεχόμενο αυτό υπό αμφισβήτηση.

Πολύ μικρός αριθμός ζωγράφων μπορούν να αναγνωριστούν ως συνεχιστές του ή πραγματικοί μαθητές του, καθώς δεν διακρίθηκε για τις αρετές του ως δάσκαλος, είτε εξαιτίας έλλειψης υπομονής είτε διότι ήταν από τη φύση του έντονα ανταγωνιστικός. Σύμφωνα με μία επιστολή του ζωγράφου Τζούλιο Κλόβιο, προς τον καρδινάλιο Αλεσάντρο Φαρνέζε, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος υπήρξε μαθητής του, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ενώ το ίδιο έχει υποστηριχθεί και για τον Τιντορέτο. Μεταξύ των μαθητών του ξεχωρίζουν επίσης οι Μπορντόνε και Μπονιφάτσιο. Ο τελευταίος υιοθέτησε πιστά το ύφος του Τιτσιάνο και διακρίθηκε ως ζωγράφος, ενώ αρκετά έργα είναι δύσκολο να αποδοθούν στον ίδιο και όχι στο δάσκαλό του. Στη διάρκεια της ζωής του, ο Τιτσιάνο απέκτησε δύο γιους και δύο κόρες, μία από τις οποίες πέθανε σε βρεφική ηλικία. Ο γιος του Οράτιος έγινε επίσης ζωγράφος και για ένα διάστημα εργάστηκε ως βοηθός του.

ΙΙ. Τεχνική

Η μέθοδος ζωγραφικής που ακολουθούσε ο Τιτσιάνο υπήρξε καινοτόμος για την εποχή του. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Βαζάρι, εργαζόταν σχεδόν αποκλειστικά με το χρώμα, δίνοντας πολύ μικρή σημασία σε προπαρασκευαστικά σχέδια. Στο ίδιο συμπέρασμα έχουν καταλήξει και νεότερες αναλύσεις έργων του, ενώ ενισχύεται ακόμα από τις περιγραφές του Πάλμα Τζιόβανε, ο οποίος αναφέρεται ως μαθητής του Τιτσιάνο. Οι αφηγήσεις του για την τεχνική τού δασκάλου του έχουν καταγραφεί από τον Μάρκο Μποσκίνι, στο έργο του Ricche minere della Pintura Veneziana (1674). Σύμφωνα με αυτές, ο Τιτσιάνο συνήθιζε να ξεκινά ένα έργο απλώνοντας μία μεγάλη ποσότητα χρώματος στην επιφάνεια του πίνακα, λειτουργώντας ως βάση για ό,τι θα σχεδίαζε πάνω από αυτή. Μετά την ολοκλήρωση των βασικών στοιχείων και μορφών του έργου, συχνά εγκατέλειπε τον πίνακα, ακόμα και για μερικούς μήνες, χωρίς να τον παρατηρεί. Αργότερα επανερχόταν και συνέχιζε το έργο του με μεγαλύτερη προσοχή, εφαρμόζοντας συμπαγείς επιστρώσεις χρώματος. Στα τελικά στάδιά του, εναρμόνιζε τα χρώματα μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας πιο συχνά τα δάχτυλά του και λιγότερο κάποιο χρωστήρα. Στην περιγραφή του Τζιόβανε δεν γίνεται αναφορά σε ενδεχόμενη χρήση ζωντανών μοντέλων, γεγονός που σημαίνει πως πιθανότατα ο Τιτσιάνο είχε εγκαταλείψει την πρακτική αυτή, την οποία όμως χρησιμοποιούσε τουλάχιστον μέχρι το 1522, όπως επιβεβαιώνεται από μία επιστολή ενός απεσταλμένου τού δούκα Αλφόνσο Α' στη Βενετία, γραμμένη το ίδιο έτος.

Σήμερα είναι επίσης γνωστό πως αρκετές από τις συνθέσεις του περιέχουν στοιχεία αυτοσχεδιασμού, καθώς έχουν παρατηρηθεί αλλαγές στα διαδοχικά στάδια ολοκλήρωσης αρκετών έργων, όπως για παράδειγμα στην Παναγία του Πέζαρο, σύνθεση της οποίας το αρχιτεκτονικό υπόβαθρο τροποποιήθηκε αρκετές φορές πριν αποδοθεί με την τελική του μορφή. Οι περισσότερες από τις πρώιμες συνθέσεις του Τιτσιάνο είναι φιλοτεχνημένες πάνω σε ξύλο, όπως η Ανάληψη της Παρθένουγια την εκκλησία του Φράρι, ενώ μικρότερο ποσοστό έχει φιλοτεχνηθεί πάνω σε μουσαμά, υλικό που χρησιμοποίησε αργότερα με μεγαλύτερη συχνότητα. Πιθανότατα η επιλογή του σχετιζόταν με τις διαστάσεις του έργου, καθώς ήταν ευκολότερο να δημιουργηθούν πίνακες μεγάλων διαστάσεων πάνω σε μουσαμά.

ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/

Τιντορέττο, ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της ύστερης Αναγέννησης

Απεβίωσε ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ το 1594.
«Σχεδίαζε σαν τον Μιχαήλ Άγγελο και χρωμάτιζε όπως ο Τιτσιάνο»
Μετά τον θάνατο του Τιτσιάνο, ο Τιντορέττο, μαζί με τον Πάολο Βερονέζε αναγνωρίστηκαν ως οι σημαντικότεροι ζωγράφοι της εποχής. Ζωγράφιζε περισσότερο για τους απλούς πολίτες της Βενετίας, ορισμένες φορές με αμοιβή μόνο το κόστος των υλικών του και κάποιες φορές χωρίς καθόλου χρήματα, επιδιώκοντας κυρίως να αναγνωριστεί το έργο του.
Τιντορέττο: Αυτοπροσωπογραφία
Ο Τιντορέττο (Tintoretto, περ. 1518 ή 1519 - 31 Μαΐου 1594), πραγματικό όνομα Τζάκοπο Ρομπούστι (Jacopo Robusti) ή, σύμφωνα με νεότερες έρευνες Τζάκοπο Κομίν (Jacopo Comin) ήταν σημαντικός ζωγράφος της Βενετικής Σχολής, ο οποίος έζησε και δημιούργησε στη Βενετία του 16ου αιώνα. Εκτός από θρησκευτικά και μυθολογικά θέματα, ο Τιντορέττο ολοκλήρωσε αρκετές προσωπογραφίες επιφανών Βενετών, αν και ο ίδιος ουδέποτε έγινε καθολικά δεκτός από τις αριστοκρατικές οικογένειες της Βενετίας, όπως αποτυπώνεται στις παραγγελίες έργων που δέχτηκε. Ο γρήγορος ρυθμός με τον οποίο ολοκλήρωνε τα έργα του προκάλεσε διχασμό μεταξύ των σύγχρονων κριτικών, καθώς για πολλούς συνιστούσε δείγμα προχειρότητας, ενώ κοινή σε πολλούς κριτικούς υπήρξε και η άποψη πως παρέκκλινε των αποδεκτών ορίων της καλλιτεχνικής παράδοσης. Σήμερα συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους ζωγράφους της ύστερης Αναγέννησης.
Τιντορέττο: Ο Άγιος Γεώργιος σκοτώνει τον Δράκοντα
Βιογραφία
Ο Τιντορέττο γεννήθηκε στη Βενετία το 1518 ή 1519, ωστόσο η ακριβής ημερομηνία γέννησής του δεν είναι εξακριβωμένη. Ήταν το μεγαλύτερο από 21 αδέλφια. Ο πατέρας του, Τζοβάννι, ήταν βαφέας υφασμάτων (ιταλ. tintore) απ' όπου και προέρχεται το προσωνύμιο του Τζάκοπο: Τιντορέττο (tintoretto = ο μικρός βαφέας ή ο γιος του βαφέα). Παλαιότερα πιστευόταν ότι η οικογένεια καταγόταν από την πόλη Λούκα (Lucca) στην Τοσκάνη, νεότερες έρευνες όμως αποκάλυψαν ότι η καταγόταν από τη Μπρέσια. Το πραγματικό όνομα της οικογένειας ήταν Κομίν, (προερχόμενο πιθανόν από το μπαχαρικό κύμινο), αλλά ο πατέρας έλαβε το προσωνύμιο Robusti (= ρωμαλέος) λόγω της συμμετοχής του στην υπεράσπιση των πυλών της πόλης κατά την πολιορκία της Πάδοβα. Ο ίδιος ο Τιντορέττο απέκτησε το προσωνύμιο Furioso (ακάθεκτος) λόγω του μανιώδους τρόπου με τον οποίο ζωγράφιζε. Όταν οι συμπολίτες του τον ρώτησαν γιατί ζωγραφίζει με τόσο φρενιτιώδεις ρυθμούς, σε αντίθεση με τους άλλους συναδέλφους του, ο καλλιτέχνης απάντησε: «Επειδή αυτοί δεν έχουν γύρω τους τόσα πολλά ζωύφια που να τους τρελλαίνουν». Εν γένει παραμένουν άγνωστες οι λεπτομέρειες που σχετίζονται με την εκπαίδευσή του. Πρώιμες πηγές παραδίδουν πως εκδιώχτηκε από το εργαστήριο του Τιτσιάνο είτε, κατά τον Ριντόλφι, από ζήλια είτε, κατά τον Μάρκο Μποσκίνι, από αδυναμία κατανόησής του εκ μέρους του δασκάλου του. Η μελέτη του έργου του οδηγεί στο συμπέρασμα πως διδάχτηκε στο πλευρό ενός Βενετού καλλιτέχνη της εποχής, επηρεασμένος παράλληλα έντονα από τον ιταλικό μανιερισμό. Υποθέτουμε πως μαθήτευσε κοντά στον Αντρέα Μελντόλλα (Andrea Meldolla), ο οποίος είναι γνωστός με το προσωνύμιο Il Schiavone, από τον οποίο επηρεάστηκε, και επίσης με τους Μπονιφάτσιο Βερονέζε (Bonifacio Veronese, 1487 – 1557), και Πάρις Μπορντόνε (Paris Bordone). Παρόλ' αυτά, ο Τιντορέττο ανέπτυξε δικό του στυλ και δεν αποκάλυπτε τις μεθόδους του.
Natività di Giovanni Battista, 1554,
Αγία Πετρούπολη, Μουσείο Ερμιτάζ
ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Στον τοίχο του εργαστηρίου του, σύμφωνα με τον ζωγράφο και βιογράφο Κάρλο Ριντόλφι, υπήρχε χαραγμένο το "σλόγκαν" «Σχεδίαζε σαν τον Μιχαήλ Άγγελο (Βλ. Μιχαήλ Άγγελος ΕΔΩ) και χρωμάτιζε όπως ο Τιτσιάνο». Αντίθετα από τον Τιτσιάνο (Βλ.Τιτσιάνο ΕΔΩ), ο οποίος είχε ταξιδέψει πολύ και η πελατεία του βρισκόταν ανάμεσα σε πλούσιους συλλέκτες της εποχής, ο Τιντορέττο δεν εγκατέλειψε ποτέ τη Βενετία, εκτός από μια επίσκεψη που πραγματοποίησε στη Μάντοβα το 1580. Ζωγράφιζε περισσότερο για τους απλούς πολίτες της Βενετίας, ορισμένες φορές με αμοιβή μόνο το κόστος των υλικών του και κάποιες φορές χωρίς καθόλου χρήματα, επιδιώκοντας κυρίως να αναγνωριστεί το έργο του. Συνέπεια των χαμηλών αμοιβών του ήταν να λαμβάνει πολλές παραγγελίες, ωστόσο δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, καθώς ήταν πολύ αμελής στην παράδοσή τους. Η χρωματική του παλέτα είναι επηρεασμένη από αυτή του Τιτσιάνο και η αρχική τεχνοτροπία του από αυτή του "Schiavone". Λέγεται ότι χρησιμοποιούσε μοντέλα από πηλό ή από κερί, τα οποία έλιωνε, αφού τα φώτιζε όπως επιθυμούσε μέσα σε ένα είδος κουτιού, για να μελετήσει τις αλλαγές του φωτός επάνω τους. Αυτή η τεχνική, επίσης, εξηγεί γιατί στους πίνακές του συχνά απεικονίζονται παρόμοιες μορφές, φωτισμένες όμως από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Διασώζονται ελάχιστα σχέδια και προσχέδιά του, γι' αυτό πιστεύεται ότι ζωγράφιζε χωρίς να προσχεδιάζει.

Danae, 1570, Λυών, Μουσείο Καλών ΤεχνώνΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Ο Τιντορέττο απεβίωσε στη Βενετία στις 31 Μαΐου 1594. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Ντομένικο, στον οποίο αποδίδονται - χωρίς βεβαιότητα - πολλά από τα πορτρέτα του έργου του καλλιτέχνη. Η επίδραση της ζωγραφικής του είναι εμφανής στη Βενετική ζωγραφική, αν και ο ζωγράφος που εμπέδωσε καλύτερα την ένταση και την ενέργεια του έργου του ήταν ο Ελ Γκρέκο.

Giuda e Tamar, 1555-59, ΠράδοΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Έργο
Όταν ο Τιτσιάνο απεβίωσε, ο Τιντορέττο, μαζί με τον Πάολο Βερονέζε αναγνωρίστηκαν ως οι σημαντικότεροι ζωγράφοι της εποχής. Ο Τιντορέττο δημιούργησε το δικό του εργαστήριο, στο οποίο απασχόλησε, ως βοηθούς του, δύο από τους γιους του, τον Ντομένικο και τον Μάρκο, και την κόρη του Μαριέττα. Τα περισσότερα έργα του έγιναν σε τοιχογραφίες και κτίρια της πόλης του και παραμένουν ακόμη εκεί: Ύστερα από τις καταστροφικές πυρκαϊές στο Παλάτι των Δόγηδων (1574 και 1577) οι Καναλέττο και Βερονέζε ήταν αυτοί στους οποίους ανατέθηκε η ανακατασκευή του εσωτερικού. Ο Τιντορέττο ζωγράφισε, μεταξύ άλλων, το γιγαντιαίο πίνακα "Παράδεισος" στον κεντρικό χώρο υποδοχής, ο οποίος θεωρείται ως ο μεγαλύτερος πίνακας σε καμβά που έχει ποτέ δημιουργηθεί.

Susanna e i Vecchioni, ΠράδοΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Ο καλλιτέχνης έγινε ευρύτερα γνωστός για τους θρησκευτικού περιεχομένου πίνακές του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ζωγράφισε και αρκετά πορτρέτα. Από τις σημαντικότερες εργασίες του είναι η σειρά πινάκων που δημιούργησε για τη Σχολή του San Rocco (Scuola Grande di San Rocco) στη Βενετία κατά το χρονικό διάστημα 1565 - 1587, αν και εκεί συνέχισε να εργάζεται ως το θάνατό του το 1594. Ζωγράφισε, επίσης, σκηνές από τη ζωή του Ιησού Χριστού καθώς και αρκετές σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, ενώ στον ισόγειο χώρο υποδοχής απεικονίζονται σκηνές από τη ζωή της Παρθένου Μαρίας. Σημαντικό έργο επίσης είναι η "Σταύρωση" (1565). Στα έργα αυτά αξιοσημείωτα και ανορθόδοξα ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε πολύ αδρές πινελιές, γεγονός για το οποίο επικρίθηκε από τον Τζόρτζιο Βαζάρι. Αργότερα, όμως, εκτιμήθηκε ότι η τεχνική αυτή είχε επίτηδες χρησιμοποιηθεί ως μέσο για να τονιστεί τόσο η ένταση όσο και το δράμα των σκηνών που απεικονίζονταν.

Γενικότερα ο Τιντορέττο θεωρείται ως ο Βενετός ζωγράφος που υιοθέτησε όσο κανείς συμπατριώτης του τις συναισθηματικές απόψεις του Μανιερισμού, καθώς ήταν φανατικός θαυμαστής του Μιχαήλ Αγγέλου, η επίδραση του οποίου είναι έντονη στο έργο του.

Ενδεικτική εργογραφία
Πολυάριθμα έργα του καλλιτέχνη βρίσκονται και σήμερα στη Μεγάλη Σχολή του San Rocco, στο Παλάτι των Δόγηδων και σε ιερούς ναούς της Βενετίας. Αναφέρονται μόνον ορισμένα από αυτά καθώς και οι πιο γνωστοί του πίνακες, που βρίσκονται σε πολυάριθμα μουσεία ανά τον κόσμο.
  • La disputa di Gesù nel tempio, 1542 - 1543, Μιλάνο, Μουσείο του Duomo (καθεδρικού ναού)
  • Venere e Adone, 1543 - 1544, Φλωρεντία, Ουφίτσι
  • L'assedio di Asola (επίσης γνωστό και ως Battaglia di Asola), 1544-1545, Πόζναν, Εθνικό Μουσείο
  • San Marco libera lo schiavo, 1548, Βενετία, Πινακοθήκη της Ακαδημίας
  • San Rocco risana gli appestati, 1549, Βενετία, Ναός του San Rocco
  • Ritratto del Procuratore Jacopo Soranzo, 1550' Βενετία, Πινακοθήκη της Ακαδημίας
  • Cristo e l'adultera, (Ο Χριστός και η μοιχαλίδα, 1550)], Άμστερνταμ, Rijksmuseum
  • La creazione degli animali, 1550 - 1553 Βενετία, Πινακοθήκη της Ακαδημίας
  • Natività di Giovanni Battista, (Η γέννηση του Ιωάννη Βαπτιστή, 1554), Αγία Πετρούπολη, Μουσείο Ερμιτάζ
  • San Nicola di Bari, 1554 - 1555, Βιέννη, Kunsthistorisches Museum
  • Giuseppe e la moglie di Putifarre, (Ο Ιωσήφ και η γυναίκα του Πετεφρή, 1555), Μαδρίτη Πράδο
  • Resurrezione di Cristo, 1555 Μπρισμπέιν, Queensland Art Gallery
  • La liberazione di Arsinoe, 1556, Δρέσδη, Gemäldegalerie
  • Susanna e i vecchioni (H Σωσάννα και οι γέροι, 1557), Βιέννη, Kunsthistorisches Museum
  • Deposizione dalla croce, 1556-1558, Καν, Μουσείο Καλών Τεχνών
  • San Giorgio uccide il drago, (Ο Άγιος Γεώργιος σκοτώνει τον δράκο, 1560), Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη
  • San Rocco in Gloria, (Ο Άγιος Ρόκκο εν δόξη, 1564), Scuola di San Rocco
  • Ritrovamento del corpo di San Marco, (Επανεύρεση του σώματος του Αγίου Μάρκου, 1562 - 1566), Μιλάνο, Πινακοθήκη Μπρέρα
  • Pietà, 1563, Μιλάνο, Πινακοθήκη Μπρέρα
  • Ritratto di Jacopo Sansovino, (Προσωπογραφία του Γιάκοπο Σανσοβίνο, 1566), Φλωρεντία, Πινακοθήκη Ουφίτσι
  • Ultima Cena, 1570 Βενετία, Ναός του San Polo
  • L'origine della Via Lattea, (Η δημιουργία του Γαλαξία, 1575 ή 1580), Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη
  • Le tre Grazie e Mercurio, 1576 - 1577, Βενετία, Παλάτι των Δόγηδων
  • Leda e il cigno, (Η Λήδα και ο κύκνος, 1578), Φλωρεντία, Πινακοθήκη Ουφίτσι
  • Danae, (Δανάη, 1580), Λυών, Μουσείο Καλών Τεχνών
  • Il Paradiso, (O Παράδεισος, 1588 - 1592), Βενετία, Παλάτι των Δόγηδων
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/

Κυριακή της Πεντηκοστής (49 ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα)

Ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος τὴν Πεντηκοστὴ ἀντιστρέφει τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ ...

Πνοῇ βιαίᾳ γλωσσοπυρσεύτως νέμει,
Χριστὸς τὸ θεῖον Πνεῦμα τοῖς Ἀποστόλοις.
Ἐκκέχυται μεγάλω ἑνὶ ἤματι Πνεῦμ' ἁλιεῦσι.

Τὸ γεγονὸς τῶν «γλωσσῶν» ἀποτελεῖ σημεῖο μίας νέας πραγματικότητας, τῆς ἐπιστροφῆς στὴν ἑνότητα τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ εἶχε ὁλοκληρωτικὰ διασπαστεῖ μὲ τὴ σύγχυση τῶν γλωσσῶν. 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η Πνευματολογία Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ΕΔΩ 
Άγιο Πνεύμα: Συστηματική, Ερμηνευτική προσέγγιση ΕΔΩ
- Τί είναι τα Ψυχοσάββατα και σε τί ωφελούν; ΕΔΩ

Αὐτή τήν Κυριακή ἡ περικοπὴ ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μᾶς εἶπε: "Ὅταν ἔφτασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἦταν ὅλοι μαζὶ συγκεντρωμένοι μὲ ὁμοψυχία στὸ ἴδιο μέρος. Ξαφνικά ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μία βουὴ σὰν νὰ φυσοῦσε δυνατὸς ἄνεμος, καὶ γέμισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου ἔμεναν. Ἐπίσης, τοὺς παρουσιάστηκαν γλῶσσες σὰν φλόγες φωτιᾶς, ποὺ μοιράστηκαν καὶ κάθισαν ἀπὸ μία στὸν καθένα ἀπ’ αὐτούς. Όλοι τότε πλημμύρισαν ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιο καὶ ἄρχισαν νὰ μιλοῦν σὲ ἄλλες γλῶσσες, ἀνάλογα μὲ τὴν ἱκανότητα ποὺ τοὺς ἔδινε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Στὴν Ἱερουσαλὴμ βρίσκονταν τότε εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου. Όταν ἀκούστηκε αὐτὴ ἡ βουή, συγκεντρώθηκε πλῆθος ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἦταν κατάπληκτοι, γιατί ὁ καθένας τους ἄκουγε τοὺς ἀποστόλους νὰ μιλᾶνε στὴ δική του γλῶσσα. Εἶχαν μείνει ὅλοι ἐκστατικοὶ καὶ μὲ ἀπορία ἔλεγαν μεταξύ τους: "Μὰ αὐτοὶ ὅλοι ποὺ μιλᾶνε δὲν εἶναι Γαλιλαῖοι; Πώς, λοιπόν, ἐμεῖς τοὺς ἀκοῦμε νὰ μιλᾶνε στὴ δική μας μητρικὴ γλῶσσα; Πάρθοι, Μῆδοι καὶ Ἐλαμίτες, κάτοικοι τῆς Μεσοποταμίας, τῆς Ἰουδαίας καὶ τῆς Καππαδοκίας, τοῦ Πόντου καὶ τῆς Ἀσίας, τῆς Φρυγίας καὶ τῆς Παμφυλίας, τῆς Αἰγύπτου, καὶ ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Λιβυκῆς Κυρήνης, Ρωμαῖοι ποὺ εἶναι ἐγκατεστημένοι ἐδῶ, Κρητικοὶ καὶ Ἄραβες, ὅλοι ἐμεῖς, εἴτε ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς εἴτε προσήλυτοι, τοὺς ἀκοῦμε νὰ μιλοῦν στὶς γλῶσσες μας γιὰ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ"

Πενήντα μέρες μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ δέκα ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάληψη, ἐκπληρώνεται ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς μαθητές του γιὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ «ἄλλου Παράκλητου».

Ὁ Παράκλητος ἀποκάλυψε στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπό του. Δύο βασικὲς λεπτομέρειες στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι: 

α) ὅτι «ὅταν ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦταν ὅλοι μαζί (οἱ μαθητές) συγκεντρωμένοι μὲ ὁμοψυχία στὸ ἴδιο μέρος» καὶ 

β) ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα, «στὴν Ἱερουσαλὴμ βρίσκονταν εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου». Αὐτὸ καταδεικνύει ὅτι ἦταν ἕνα παγκόσμιο καὶ ἱστορικὸ γεγονός, ἕνα γιορτινὸ κάλεσμα - μία προσκυνηματικὴ γιορτὴ θὰ λέγαμε σήμερα - γιὰ Ἰουδαίους προσήλυτους ὁποιασδήποτε καταγωγῆς στὴν οἰκουμένη.

Σὲ αὐτὴν τὴν γιορτινὴ ἀτμόσφαιρα ὁ Τριαδικὸς Θεὸς γέμισε τὸ σπίτι ποὺ ἦταν συναθροισμένοι οἱ μαθητὲς μὲ μία «βίαιη πνοὴ» καὶ πάνω στοὺς μαθητὲς διαμοιράσθηκαν «πύρινες γλῶσσες», γλῶσσες ποὺ ἔμοιαζαν μὲ φωτιά. Τὸ σημεῖο ποὺ σαγήνευσε τὸ πολυεθνικὸ παρευρισκόμενο πλῆθος ἦταν ὅτι «ὁ καθένας τους ἄκουγε τοὺς Ἀποστόλους νὰ μιλᾶνε στὴ δική του γλῶσσα. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῶν «γλωσσῶν» ἀποτελεῖ σημεῖο μίας νέας πραγματικότητας, τῆς ἐπιστροφῆς στὴν ἑνότητα τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ εἶχε ὁλοκληρωτικὰ διασπαστεῖ μὲ τὴ σύγχυση τῶν γλωσσῶν.

Ὁ βιβλικὸς πύργος τῆς Βαβὲλ ἦταν ἕνα ψηλὸ κτίριο, προφανῶς ἕνα πολιτικὸ κέντρο στὴ Μεσοποταμία, ποὺ κτιζόταν μὲ σκοπὸ τὴν αὔξηση τῆς φήμης καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ λαοῦ καὶ στόχο νὰ φθάσει «μέχρι τὸν οὐρανό». Ὅμως, λόγω τῆς βλασφημίας αὐτῆς, ὁ Θεὸς σύγχυσε τὶς γλῶσσες τῶν κατασκευαστῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταστεῖ ἀδύνατη ἡ ὁλοκλήρωση του καὶ αὐτοὶ νὰ διασπαροῦν σὲ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος τὴν Πεντηκοστὴ ἀντιστρέφει τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ. Στὴν Πεντηκοστὴ ἡ πολλαπλότητα τῶν γλωσσῶν δὲν καταργήθηκε, ἀλλὰ ἔπαψε νὰ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ χωρισμοῦ, ὅπως προηγουμένως. Ὁ καθένας μιλοῦσε στὴ δική του γλώσσα, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος ὁ καθένας μποροῦσε νὰ καταλάβει τοὺς ἄλλους.

Ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὸ τέλος καὶ τὸ ἐπιστέγασμα ὅλου του ἔργου τῆς σωτηρίας. Ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ στὴ νέα δημιουργία. Ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ τὴ γέννησή της ἐν τῷ κόσμῳ. Τιμᾶ τὴν γενέθλιο ἡμέρα της γιὰ τὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς της, ἀπ’ τὸ ὁποῖο πηγάζουν οἱ ὑπερφυσικὲς ἐνέργειες ὅλων τῶν μυστηρίων στὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ ζωογονοῦν, τροφοδοτοῦν καὶ ἁγιάζουν τὸ σῶμα της. Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος δανείζεται φράσεις ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ λέγει: «Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν καὶ πνεύματος ἐπιδημίαν καὶ προθεσμίαν ἐπαγγελίας καὶ ἐλπίδος συμπλήρωσιν. Καὶ τὸ μυστήριον ὅσον ὡς μέγα τε καὶ σεβάσμιον· διὸ βοῶμεν Σοὶ δημιουργέ του παντὸς Κύριε δόξα Σοι» (Στιχηρὸ Ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς). «…τοῦτο τὸ Πνεῦμα συνδημιουργεῖ μὲν Υἱῷ, καὶ τὴν κτίση καὶ τὴν ἀνάστασιν…» (Ἁγίου Γρηγορίου, Λόγος μα΄ εἰς τὴν Πεντηκοστή, PG 36.436). Ἀσύλληπτα στὸν ἀνθρώπινο νοῦ τὰ τριαδολογικὰ καὶ κυρίως πνευματικὰ νοήματα τῶν λειτουργικῶν ὕμνων.

Στὸ ἑσπερινό ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ Θεία Λειτουργία, ἂς κλίνουμε τὰ γόνατά μας καὶ μὲ πίστη ἂς δοξολογήσουμε τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ νὰ τὴν παρακαλέσουμε νὰ φωτίζει καὶ νὰ μᾶς ἁγιάζει. Καὶ στὴ στάση αὐτὴ τῆς ταπεινώσεως, τῆς κλίσεως τῶν γονάτων καὶ τοῦ αὐχένος, νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ὑποδεχθοῦμε τὴν χάρη τοῦ Παρακλήτου. Ἀμήν.-

ΠΗΓΗ: http://www.imkifissias.gr/

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Ομιλία του Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου λίγο πριν από την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως

Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων ... Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ᾿ ἡμέραν τὲ καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκὼν ἡμᾶς ...
Θεόφιλου,«Κωνσταντίνος ο Αυτοκράτωρ
των Ελληνορωμαίων εξέρχεται Ατρομος
εις την μάχην το 1453 Μαΐου 29»
(1928, τοιχογραφία αποτοιχισμένη από το
σπίτι-καφενείο Γ. Αντίκα στη Σκόπελο
Γέρας Μυτιλήνης, 141x179 εκ. Αθήνα,
Συλλογή Πρόδρομου Εμφιετζόγλου -
φωτ.: Έφης Στρούζα, «Συλλογή Εμφιετζόγλου.
Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Τέχνη», Αθήνα 1999).
ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ


Ὁμιλία τοῦ Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως

Ἀπὸ τὸ Χρονικὸν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτη Γεωργίου Σφραντζῆ ἢ Φραντζῆ

Ἐκδοθὲν ἐν Κερκύρᾳ ἔτει 1477

ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (ΕΔΩ)

Ὑμεῖς μέν, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι στρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλῶς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῖν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἱὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσερα τινὰ ὀφείλεται κοινῶς ἐσμεν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ πατρίδος, τρίτον ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ὡς Χριστοῦ Κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσται ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου πολλῷ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι.

Ἐὰν διὰ τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ Θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς ἁγίας, ἣν Χριστὸς ἐν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν, ὃ ἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὄλον κερδίσῃ τις καὶ τὴν ψυχὴν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν. Τρίτον βασιλείαν τήν ποτε μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ἐξουθενωμένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται. Τέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα. Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ᾿ ἡμέραν τὲ καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκὼν ἡμᾶς καὶ χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετὰ αἰσχύνης ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη. Τὰ νῦν δὲ πάλιν, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσητε, ἐὰν καὶ τοῖχος μακρόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καὶ τῶν πτωμάτων τῶν ἑλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐδιορθώσαμεν πάλιν αὐτό. Ἡμεῖς πάσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν τοῦ Θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις καὶ δυνάμει καὶ πλήθει, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δὲ καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσὶ καὶ ῥωμαλαιότητι, ἣν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις. Γνωρίζω δὲ ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθῶς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ᾿ ἡμῶν μετὰ βαναύσου καὶ ἐπηρμένης ὀφρύος καὶ θάρσους πολλοῦ καὶ βίας, ἵνα διὰ τὴν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καὶ ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καὶ μετὰ φωνῶν μεγάλων καὶ ἀλαλαγμῶν ἀναριθμήτων, ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι. Τὰς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλῶς οἴδατε, καὶ οὐ χρὴ λέγειν περὶ τούτων. Καὶ ὥρα ὀλίγοι τοιαῦτα ποιήσωσι, καὶ ἀναριθμήτους πέτρας καὶ ἕτερα βέλη καὶ ἐλεβολίσκους, ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν πτήσουσι, δι᾿ ὧν, ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καὶ λίαν ἀγάλλομαι καὶ τοιαύταις ἐλπίσι τὸν λογισμὸν τρέφομαι, ὅτι εἰ καὶ ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλὰ πάντες ἐπιδέξιοι καὶ ἐπιτήδειοι ῥωμαλέοι τὲ καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες καὶ καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε. Ταῖς ἀσπίσιν ὑμῶν καλῶς τὴν κεφαλὴν σκέπεσθε ἐπὶ τῇ συμπλοκῇ καὶ συρρήξει. Ἡ δεξιὰ ὑμῶν ἣ τὴν ρομφαίαν ἔχουσα μακρὰν ἔστω πάντοτε. Αἱ περικεφαλαῖαι ὑμῶν καὶ οἱ θώρακες καὶ οἱ σιδηροὶ ἱματισμοὶ λίαν εἰσὶν ἱκανοὶ ἅμα καὶ τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καὶ ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα, ἃ οἱ ἐναντίοι οὐ χρῶνται, ἀλλ᾿ οὔτε κέκτηνται.

Καὶ ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δὲ ἀσκεπεῖς μετὰ κόπου ἔρχονται. Διό, ὢ συστρατιῶται γίγνεσθε ἕτοιμοι καὶ στερεοὶ καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Μιμηθῆτε τούς ποτε τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας, πῶς τοσούτον πλῆθος ἵππων Ῥωμαίων τῇ φωνῇ καὶ θέα ἐδίωξαν, καὶ ἐὰν ζῷον ἄλογον ἐδίωξε πόσον μᾶλλον ἡμεῖς ἡ τῶν ζῴων καὶ ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καὶ οἱ καθ᾿ ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ᾿ ἡμῶν ποιήσωσιν ὡς ζῶα ἄλογα καὶ χείρονές εἰσιν. Οἱ πέλται ὑμῶν καὶ ῥομφαῖοι καὶ τὰ τόξα καὶ ἀκόντια πρὸς αὐτοὺς πεμπέτωσαν παρ᾿ ἡμῶν. Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθεντῶν αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων. Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβὴς αὐτὸς ὁ ἀμηρᾶς καὶ ἐχθρὸς τῆς ἁγίας ἠμῶν πίστεως χωρὶς εὔλογον αἰτίας τινὸς τὴν ἀγάπην ἣν εἴχομεν ἔλυσεν, καὶ τοὺς ὅρκους αὐτοῦ τοὺς πολλοὺς ἠθέτησεν ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος καὶ ἐλθῶν αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπὶ τὸ στενὸν τοῦ Ἀσωμάτου, ἵνα καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς. Τοὺς ἀγροὺς ἡμῶν καὶ κήπους καὶ παραδείσους καὶ οἴκους πυριαλώτους ἐποίησε, τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Χριστιανοὺς ὅσους εὗρεν, ἐθανάτωσε καὶ ἠχμαλώτευσε, τὴν φιλίαν ἡμῶν ἔλυσεν. Τοὺς δὲ τοῦ Γαλατά, ἐφιλίωσε, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ εἰδότες καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν τοῦ γεωργοῦ παιδὸς μύθον, τοῦ ἐψήνοντος τοὺς κοχλίας καὶ εἰπόντος. Ὢ ἀνόητα ζῶα, καὶ τὰ ἑξῆς.

Ἐλθὼν οὖν ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ᾿ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὓρη καιρὸν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἣν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος ἐκεῖνος καὶ τῇ πανάγνῳ δεσποίνῃ ἡμῶν θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένω Μαρία ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρᾳ πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων τὸ καύχημα πάσι τοῖς ὦσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν. Καὶ οὗτος ὁ ἀσεβέστατος τήν ποτε περιφανῆ καὶ ὀμφακλίζουσαν ὡς ῥόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιῆσαι ὑπ᾿ αὐτόν. Ἣ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πάσαν τὴν ὑφ᾿ ἥλιον καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς Πόντον καὶ Ἀρμενίαν, Περσίαν καὶ Παμφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καὶ Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καὶ Μηδίαν Κολχοὺς καὶ Ἴβηρας, Βοσποριανοὺς καὶ Ἀλβάνους Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν, Φοινίκην, Βακτριανοὺς καὶ Σκύθας, Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν, Ἑλλάδα, Βοιωτία, Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καὶ Πελοπόννησον, Ἤπειρον καὶ τὸ Ἰλλυρικὸν Λύχνιτας κατὰ τὸ Ἀνδριατικόν, Ἰταλίαν, Τουσκίνους, Κέλτους καὶ Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τὲ καὶ ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καὶ Μαυρητανίαν καὶ Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας, Σκούδην, Νουμιδίαν καὶ Ἀφρικὴν καὶ Αἴγυπτον αὐτὸς τὰ νῦν βούλεται δουλῶσαι καὶ τὴν κυριεύουσαν τῶν πόλεων, ζυγῶ ὑποβαλεῖν καὶ δουλεία καὶ τὰς ἁγίας ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ Ἁγία Τριὰς καὶ ἐδοξολογεῖτο τὸ πανάγιον, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τὸ θεῖον καὶ τὴν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὐτοῦ βλασφημίας καὶ τοῦ φληναφοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καὶ κατοικητήριον ἀλόγων καὶ καμήλων. Λοιπὸν ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμηθῆτε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται.

ΠΗΓΗ: http://el.wikisource.org/

Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως την 29η Μαΐου 1453

Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο. Απόρροια της Άλωσης ήταν η συνέχιση της εδαφικής προώθησης των Τούρκων. Το Βυζάντιο ήταν ήδη εξασθενημένο και διαιρεμένο τους τελευταίους δύο αιώνες, σκιά της παλιάς Αυτοκρατορίας. Η Άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους και αργότερα, μετά την επανάκτησή της το 1261, οι πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, η αδυναμία βοήθειας από την Δύση, η άσχημη οικονομική κατάσταση και η φυγή ανθρώπινου δυναμικού, οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση και συρρίκνωση. Η κατάληψη της Καλλίπολης το 1354 από τους Οθωμανούς, η οποία έφερε ορδές φανατικών μουσουλμάνων πολεμιστών στην Ευρώπη, σταδιακά κύκλωσε εδαφικά το Βυζάντιο, το οποίο έγινε το 1373 φόρου υποτελής στον Οθωμανό σουλτάνο. Έτσι, η Άλωση ήλθε ως φυσικό αποτέλεσμα και της αδιάκοπης επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη περιοχή. Οι συγκρούσεις ήταν ιδιαίτερα άνισες υπέρ των Τούρκων, σε σημείο που να μνημονεύεται από τις πηγές το τετελεσμένο της έκβασης της πολιορκίας. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στον ηρωισμό των πολιορκημένων και ιδιαίτερα του Αυτοκράτορα. Το γεγονός της πτώσης της «θεοφυλάκτου Πόλεως», άφησε βαθιά ίχνη στις πηγές της εποχής.
Νωπογραφία από άγνωστο καλλιτέχνη στην Εκκλησία
της Μονής Moldoviţa απεικονίζει την άλωση της
Κωνσταντινούπολης, 1537.
ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος (Βλ. ΕΔΩ), από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β' (Βλ. ΕΔΩ). Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Όταν τελικά η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε, η υπερχιλιετής Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει.
Το Βυζάντιο ήταν ήδη εξασθενημένο και διαιρεμένο τους τελευταίους δύο αιώνες, σκιά της παλιάς Αυτοκρατορίας. Η Άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους και αργότερα, μετά την επανάκτησή της το 1261, οι πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, η αδυναμία βοήθειας από την Δύση, η άσχημη οικονομική κατάσταση και η φυγή ανθρώπινου δυναμικού, οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση και συρρίκνωση. Η κατάληψη της Καλλίπολης το 1354 από τους Οθωμανούς, η οποία έφερε ορδές φανατικών μουσουλμάνων πολεμιστών στην Ευρώπη, σταδιακά κύκλωσε εδαφικά το Βυζάντιο, το οποίο έγινε το 1373 φόρου υποτελής στον Οθωμανό σουλτάνο. Έτσι, η Άλωση ήλθε ως φυσικό αποτέλεσμα και της αδιάκοπης επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη περιοχή. Οι συγκρούσεις ήταν ιδιαίτερα άνισες υπέρ των Τούρκων, σε σημείο που να μνημονεύεται από τις πηγές το τετελεσμένο της έκβασης της πολιορκίας. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στον ηρωισμό των πολιορκημένων και ιδιαίτερα του Αυτοκράτορα. Το γεγονός της πτώσης της «θεοφυλάκτου Πόλεως», άφησε βαθιά ίχνη στις πηγές της εποχής.

Απόρροια της Άλωσης ήταν η συνέχιση της εδαφικής προώθησης των Τούρκων. Κατά τα τέλη του 17ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της, απειλώντας την Βιέννη. Πολλές φορές η Άλωση της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς ως γεγονός που σηματοδοτεί το τέλους του Μεσαίωνα και την έναρξη της Αναγέννησης. Πολλοί μάλιστα εξ αυτών συμφωνούν στο ότι η μαζική μετακίνηση πολλών Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία λόγω της Άλωσης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του περιεχομένου και της φιλοσοφίας που ακολούθησαν τα πρόσωπα της Αναγέννησης.


Ι. Πηγές

Οι διάφορες πηγές που περιγράφουν αναλυτικά τις τελευταίες στιγμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προέρχονται από επιφανείς ιστορικούς της εποχής και είναι καταγεγραμμένες σε διάφορες γλώσσες: ελληνικά, λατινικά, ιταλικά, σλάβικα, τούρκικα. Οι τέσσερις κυριότερες ελληνικές πηγές ποικίλουν ιδιαίτερα ως προς την εκτίμηση των γεγονότων. Ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας, επιφανής ιστορικός, αξιωματούχος και διπλωμάτης Γεώργιος Σφραντζής, που έλαβε και ο ίδιος μέρος στην πολιορκία και ήταν στενός φίλος του Αυτοκράτορα, περιέγραφε τις τελευταίες ημέρες του Βυζαντίου με σκοπό την αποκατάσταση της τιμής του ηττημένου Κωνσταντίνου ΙΑ', της ταπεινωμένης του χώρας και της προσβεβλημένης ορθόδοξης πίστης. Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος, που είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο των Τούρκων, περιγράφει τα γεγονότα από το πρίσμα ενός υπηκόου της νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και ποτέ δεν επιτίθεται κατά των Ελλήνων συμπατριωτών του. Ο Δούκας, υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών, τονίζει την ανάγκη συνεργασίας του Βυζαντίου με τις δυτικές δυνάμεις της εποχής. Μνημονεύει ιδιαίτερα τον Γενουάτη Ιωάννη Ιουστινιάνη, ο οποίος θα συνεισφέρει στην άμυνα της πόλης για κάποιο χρονικό διάστημα. Τέλος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης επιλέγει ως κύριο θέμα της ιστορίας του όχι το Βυζάντιο αλλά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τονίζοντας την ραγδαία επέκτασή της. Το έργο του Χαλκοκονδύλη όμως είναι ιδιαίτερα γενικού χαρακτήρα και ο ίδιος δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων.

Από τις Λατινικές πηγές ξεχωρίζει από τον καρδινάλιο Ισίδωρο η «Έκκληση προς όλους τους πιστούς του Χριστού» (Ad universos Christifideles de expugnatione Constantinopolis), ο οποίος μόλις που διέφυγε την αιχμαλωσία από τους Τούρκους. Ο Λεονάρδος ο Χίος, Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Λέσβου, έστειλε μια έκθεση προς τον Πάπα, που παρουσιάζει τα γεγονότα της Άλωσης ως θεία τιμωρία των Βυζαντινών λόγω της απομάκρυνσής τους από την Καθολική πίστη. Από τις σημαντικότερες πηγές είναι το «Ημερολόγιο της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως», του Βενετού Νικόλαο Μπάρμπαρο, που περιγράφει μέρα προς μέρα τις συγκρούσεις. Αξιόλογα έργα έχει να παρουσιάσει και η ρωσική γραμματεία. Τέλος, υπάρχουν και τουρκικές πηγές που παρουσιάζουν τα γεγονότα από το πρίσμα του θριαμβεύοντος και νικηφόρου Ισλάμ και του εκπροσώπου του, Μωάμεθ Β'. Οι τουρκικές πηγές είναι εμπλουτισμένες και από θρύλους, σχετικούς με την Κωνσταντινούπολη και τον Βόσπορο.


ΙΙ. Κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η ευρύτερη περιοχή το 1450.
ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Κατά τα 1.100 χρόνια ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη είχε πολιορκηθεί αρκετές φορές αλλά μόνο μία φορά είχε πέσει στα χέρια των εχθρών, το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας. Μετά το 1204 στην πόλη εγκαθιδρύθηκε ένα αδύναμο Λατινικό βασίλειο και οι υπόλοιπες περιοχές της Αυτοκρατορίας είχαν διασπαστεί σε επί μέρους βασίλεια. Ένα από αυτά, η ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας κατάφερε να επικρατήσει στην περιοχή και να ανακτήσει την Πόλη το 1261. Τους επόμενους δύο αιώνες, η εξασθενημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεχόταν συνεχείς επιθέσεις από Λατίνους, Σέρβους, Βουλγάρους και ιδιαίτερα από τους Οθωμανούς Τούρκους. Το 1453 στην Αυτοκρατορία ανήκαν εκτός από την ίδια την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, το μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου, με επίκεντρο τον Μυστρά. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ένα ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε το 1204 στην άκρη της Μικράς Ασίας και κατάφερε να επιβιώσει όλο αυτό το διάστημα, αποτελούσε εντελώς ξεχωριστή από το Βυζάντιο πολιτική οντότητα.


ΙΙΙ. Οι αντίπαλοι ηγέτες

Πορτραίτο του Μωάμεθ Β΄, από τον Τζεντίλε Μπελλίνι 
(Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη). Σύμφωνα με μια παράδοση 
ο Μωάμεθ διαφώνησε με τον Μπελλίνι για το πώς 
έπρεπε να απεικονίζεται ο ανθρώπινος λαιμός. Για να λύσει 
το πρόβλημα, ο σουλτάνος διέταξε να φέρουν μπροστά τους 
έναν δούλο, τον οποίο έβαλε να αποκεφαλίσουν επιτόπου.
Μωάμεθ Β΄
Στο οθωμανικό στρατόπεδο, ο Μωάμεθ Β', είκοσι ενός μόλις ετών (το 1453), χαρακτήρας, όπως υποστηρίζει ο βυζαντινολόγος Βασίλιεφ, ιδιαίτερα σκληροτράχηλος, φιλοπόλεμος, υπέκυπτε γενικά σε κατώτερα πάθη, ταυτόχρονα όμως έδειχνε ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη μόρφωση, ενώ κατείχε και τα χαρίσματα του στρατηγού, του πολιτικού και του οργανωτή. Ο Γ. Σφραντζής αναφέρει ότι ασχολούνταν με ιδιαίτερο ζήλο με τις επιστήμες, κυρίως αστρολογία, διάβαζε παραμύθια και μιλούσε εκτός από τουρκικά και άλλες πέντε γλώσσες. Οι μουσουλμανικές πηγές εξυμνούν την ευσέβειά του και την προστασία που παρείχε στους ομοθρήσκους του λογίους.

Η επιθυμία να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη είχε γίνει έμμονη ιδέα για τον νεαρό σουλτάνο: διασώζεται ότι έμενε άυπνος για συνεχείς νύχτες, χαράσσοντας στο χαρτί το σχέδιο της πόλης και σημειώνοντας τα σημεία που μπορούσαν να προσβληθούν ευκολότερα. Αφού αποφάσισε να δώσει το τελικό χτύπημα στην Πόλη, ο Μωάμεθ άρχισε να εργάζεται με εξαιρετική προσοχή. Πρώτα έκτισε, στα βόρεια της πόλης, στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, στο πιο στενό σημείο του, ένα ισχυρό φρούριο, το Ρούμελι Χισάρ (ή Μπογάζ Κεσέν, στα τουρκικά "Λαιμοκόφτης"). Τα κανόνια που τοποθετήθηκαν εκεί ήταν ό,τι πιο προηγμένο είχε να επιδείξει η πολεμική τεχνολογία της εποχής. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία στους Βυζαντινούς, που πίστεψαν πια ότι πλησιάζει το τέλος τους. Το οχυρωματικό αυτό έργο απέκοπτε, σε συνδυασμό με το προϋπάρχον οχυρό στην απέναντι ασιατική ακτή (Ανατολού-χισάρ), την θαλάσσια επικοινωνία της Κωνσταντινούπολης με τα λιμάνια του Εύξεινου πόντου, στερώντας έτσι πολύτιμες ενισχύσεις και εφόδια για την πόλη. Αμέσως μετά, ο Μωάμεθ Β' έστειλε τον Τουραχάν μπέη να εισβάλει στις βυζαντινές περιοχές της Πελοποννήσου, για να εμποδίσει την αποστολή ενισχύσεων από τους αδελφούς του Κωνσταντίνου, οι οποίοι διοικούσαν το Δεσποτάτο του Μυστρά.

Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος.
 (φανταστικό πορτραίτο)
Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος
Η περιοχή που αναγνώριζε την εξουσία του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη, με τις πλησιέστερες προς αυτήν εκτάσεις της Θράκης, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου (Μορέως), η οποία βρίσκονταν μακριά από την βασιλεύουσα και κάτω από την ουσιαστική κυριαρχία των αδελφών του Αυτοκράτορα.

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' κατέβαλε γενναιόδωρες προσπάθειες να περισώσει από την Αυτοκρατορία ό,τι ήταν δυνατό, ο ίδιος ως χαρακτήρας διακρινόταν για την ενεργητικότητα και την ανδρεία του. Ένας Ιταλός ανθρωπιστής, ο Φραντσέσκο Φίλελφο, τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο «με ευσεβές και ανώτερο πνεύμα». Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο βυζαντινός Αυτοκράτορας κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια σε αυτόν τον άνισο αγώνα, μετέφερε στην πόλη όλες τις ποσότητες σιτηρών που ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν και επισκεύασε τα τείχη της πόλης. Η είσοδος του Κεράτιου κόλπου κλείσθηκε με βαριά αλυσίδα, όπως συνέβαινε κάθε φορά σε επικείμενες καταστάσεις πολιορκίας για να αποτραπεί η διείσδυση του εχθρικού στόλου. Η φρουρά της πόλης όμως μόλις έφθανε τις λίγες χιλιάδες.

Ο Αυτοκράτορας στράφηκε για βοήθεια και προς τα κράτη της Δύσης. Τελικά σοβαρές στρατιωτικές ενισχύσεις δεν κατέφθασαν ποτέ στην πόλη. Αντί για στρατιωτική βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη έφθασε ένας καρδινάλιος, ελληνικής καταγωγής, ο Ισίδωρος, που είχε λάβει παλαιότερα μέρος στην Σύνοδο της Φλωρεντίας. Ο Ισίδωρος τέλεσε και μια λειτουργία στην Αγία Σοφία, το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε μεγάλη αναταραχή μεταξύ του πληθυσμού της πόλης. Ένας από τους πιο σημαντικούς βυζαντινούς στρατηγούς του Αυτοκράτορα, ο Λουκάς Νοταράς, είπε:

Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν.


IV. Παρατάξεις

Ο Οθωμανικός στρατός
Ίσως να θεωρείται βέβαιο από τις πηγές ότι ο στρατός του Μωάμεθ Β' ήταν τουλάχιστον 150.000 άντρες. Σύμφωνα όμως με νεότερους ιστορικούς τα τακτικά στρατεύματα πρέπει να έφταναν τους 80.000-100.000 στρατιώτες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν το επίλεκτο σώμα 12.000 γενιτσάρων και αρκετοί χριστιανοί υποτελείς των Οθωμανών. Το στράτευμα συνίστατο σε πεζικό, ιππικό, πυροβολικό. Επίσης υπήρχαν ελαφρά σώματα από τοξότες, σφενδονιστές και ακοντιστές. Όλοι οι πολεμιστές ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλο, αμυντικό ή επιθετικό και έφεραν ασπίδες, επενδυμένες με σίδερο, κράνη, τόξα και βέλη, ξίφη και οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν κατάλληλο για τειχομαχία. Ο στρατός ήταν άριστα εκπαιδευμένος και οργανωμένος και επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός. Ο οθωμανικός στρατός φαινόταν πολύ μεγαλύτερος γιατί τον ακολουθούσε μεγάλος αριθμός από επικουρικό προσωπικό. Επί πλέον είχαν συγκεντρωθεί ατελείωτα πλήθη Τούρκων ατάκτων, που τους προσέλκυσε η προοπτική της λεηλασίας. Επίσης πολυάριθμοι φανατικοί μουσουλμάνοι μοναχοί (δερβίσηδες) και ιερωμένοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες και με κηρύγματα τόνωναν την πολεμική ορμή τους.

Ο Μωάμεθ γνώριζε ότι χωρίς να μπορέσει πρώτα να ελέγξει την θαλάσσια περιοχή της πόλης πολύ δύσκολα θα κατάφερνε την άλωση της μόνο από την ξηρά. Γι΄ αυτό αποφάσισε να δημιουργήσει ένα ισχυρό στόλο που αποτελούνταν από 6 τριήρεις (οι οποίες αντί για τρεις παράλληλες σειρές κωπήλατων που είχαν οι αρχαίες, αυτές είχαν μία με τρεις κωπηλάτες), 10 διήρεις, περίπου 15 γαλέρες, περίπου 70 φούστες, 20 παραντάρια και έναν άγνωστο αριθμό από καΐκια και κότερα. Το μέγεθός του πρέπει να έφτανε τις 150 μονάδες. Ο σουλτάνος προσωπικά επέλεξε με προσοχή τους αξιωματικούς που θα τον στελέχωναν, ενώ ως διοικητή του επέλεξε έναν Βούλγαρο εξωμότη, τον Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου.

Η τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης,
 γαλλική μινιατούρα της εποχής, 15ος αιώνας
Όμως εκεί πού έδωσε την μεγαλύτερη προσοχή ο σουλτάνος ήταν στην κατασκευή πυροβόλων που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα ισχυρά τείχη που προστάτευαν την Κωνσταντινούπολη. Ο Μωάμεθ Β' υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης που είχε στην διάθεσή του πραγματικά οργανωμένο πυροβολικό. Ο άνθρωπος που το αναβάθμισε και το έκανε το καλύτερο της εποχής του ήταν ένας επιδέξιος τεχνίτης, ο Ουρβανός, ο οποίος ήταν ουγγρικής ή σαξονικής καταγωγής. Το μεγαλύτερο πυροβόλο που έφτιαξε ο Ουρβανός είχε μήκος 8 μέτρα και εκτόξευε πέτρινα βλήματα βάρους περίπου 400 κιλών. Συνολικά το οθωμανικό πυροβολικό είχε 70 πυροβόλα από τα οποία τα 11 εκτόξευαν βλήματα 250 κιλών και πάνω από 50 χρησιμοποιούσαν βλήματα 100 κιλών. Με αυτά ο Μωάμεθ σχημάτισε 14 πυροβολαρχίες, 9 από τις οποίες περιλάμβαναν μικρότερου διαμετρήματος πυροβόλα και 5 που περιλάμβαναν τα μεγαλύτερα πυροβόλα. Ο ιστορικός Κριτόβουλος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι που άνοιγαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη αποδείχθηκαν εντελώς περιττοί καθώς τα κανόνια έδωσαν την λύση στο θέμα. Ακόμη και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ορατά σε πολλά σημεία της πόλης τα τεράστια βλήματα που βρίσκονταν στην ίδια θέση που είχαν πέσει το 1453.

Οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης
Σχετικά με το στρατό των αμυνόμενων, εγκυρότερη θεωρείται η αναφορά του Σφραντζή, ο οποίος ανέλαβε την καταμέτρηση των δυνάμεων κατ’ εντολή του αυτοκράτορα. Ο Σφραντζής αναφέρει 4.937 βυζαντινούς και περίπου 2000 ξένους. Από τους ξένους ξεχωρίζαν οι 700 κατάφρακτοι στρατιώτες που έφθασαν στην βυζαντινή πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1453 με δύο γενουάτικα πλοία. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος απένειμε στον αρχηγό τους Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο, έμπειρο πολεμιστή, τον τίτλο του πρωτοστάτορος (αρχιστρατήγου) και του ανέθεσε την άμυνα της πόλης. Σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός δεν πρέπει να υπερέβαινε τους 8.500.

Οι βυζαντινοί διέθεταν και πυροβολικό, μικρότερο σε μέγεθος διαμετρημάτων σε σχέση με το οθωμανικό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις πρώτες μέρες τις πολιορκίας και μετά σίγησε λόγω της ελάχιστης ποσότητας πυρίτιδας και βλημάτων, αλλά και τις διαφωνίας στον τρόπο χρήσης αυτών των όπλων.

Στην αρχή τις πολιορκίας υπήρχαν στον Κεράτιο κόλπο 26 πλοία πολεμικά. Από αυτά 10 ανήκαν στο Βυζάντιο, 5 ήταν βενετικά, 5 γενοβέζικα, 3 κρητικά, 1 από την Ανκόνα, 1 από την Καταλωνία και 1 από την Προβηγκία. Υπήρχαν επίσης μικρότερα σκάφη και εμπορικά πλοία των Γενοβέζων που ήταν ελλιμενισμένα στο Πέραν.


V. Τα τείχη της πόλης

Η μορφή της περιτειχισμένης Κωνσταντινούπολης μπορεί να περιγραφεί ως τριγωνική. Ως βάση του τριγώνου ήταν τα χερσαία τείχη ενώ οι πλευρές του, που αποτελούσαν και την ακτογραμμή της πόλης, σχηματιζόταν από τα θαλάσσια τείχη.

Σχεδιαστική τομή των χερσαίων τειχών της
 Κωνσταντινούπολης
ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Τα χερσαία (ή Θεοδοσιανά) τείχη, που είχαν μήκος 5.570 μέτρων περίπου, εκτεινόταν από την αποβάθρα των Πηγών στην ακτή της Προποντίδας μέχρι τη συνοικία των Βλαχερνών. Σε όλο τους το μήκος ήταν διπλά, με εκείνο που έβλεπε προς την πόλη έφερε την ονομασία Έσω Τείχος και εκείνο που έβλεπε προς την πεδιάδα ονομαζότανΈξω Τείχος. Η κύρια γραμμή άμυνας των βυζαντινών ήταν το Έσω τείχος, που είχε ύψος 12 μέτρα και πλάτος 5 μέτρα, και περιλάμβανε 96 πύργους ύψους 18 ως 20 μέτρα ο καθένας. Οι πύργοι αυτοί απείχαν μεταξύ τους 55 μ. περίπου. Το Έξω Τείχος είχε 8,5 μέτρα ύψος και 2 μ. πλάτος και είχε επίσης 96 πύργους, που είχαν ύψος 10 μ. περίπου και ήταν τοποθετημένοι έτσι ώστε να βρίσκονται στο κέντρο του κενού που άφηναν ανάμεσά τους οι εσώπυργοι. Τα τείχη απείχαν μεταξύ τους 15 έως 20 μ. ενώ ο χώρος που υπήρχε μεταξύ τους ονομαζόταν από τους βυζαντινούς «Περίβολος». Σε όλο το μήκος του Έξω Τείχους και σε απόσταση 15 έως 17μ. περίπου από αυτό υπήρχε τάφρος που το πλάτος της ήταν 19 μέχρι 21 μ. και το βάθος της περίπου 10 μ. Τα χερσαία τείχη είχαν 10 πύλες.

Η πρόσβαση στην πόλη από την θάλασσα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες χάρης σε ένα ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα στον Βόσπορο, τους βόρειους ανέμους αλλά και μια σειρά από ξέρες και ύφαλους που υπήρχαν στην Προποντίδα. Έτσι, για την προστασία των ακτών αρκούσε μόνο μια σειρά τειχών. Το παραθαλάσσιο τείχος του Κερατίου κόλπου εκτείνονταν από την συνοικία των Βλαχερνών μέχρι την παλαιά Ακρόπολη και είχε ύψος 10μ. περίπου, 17 πύλες, 110 πύργους και μήκος 5.600 μ. Στην εξωτερική πλευρά του υπήρχε μια στενή λωρίδα γης. Το τείχος της Προποντίδας, που ξεκινούσε από την Ακρόπολη και έφτανε ως την αποβάθρα των Πηγών, είχε ύψος 12 ως 15 μ., διέθετε 188 πύργους, περίπου 13 πύλες και είχε μήκος 8.900 μ. Σχεδόν σε όλο το μήκος το τείχος της Προποντίδας ήταν δίπλα στη θάλασσα, επομένως η αποβίβαση εχθρικών δυνάμεων ήταν αδύνατη και το έργο της άμυνας καθίστατο πιο εύκολο.


VI. Η πολιορκία

Η Κωνσταντινούπολη και τα τείχη του Θεοδόσιου
ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Οι Οθωμανοί προ των τειχών
Τα πρώτα οθωμανικά αποσπάσματα έκαναν την εμφάνιση τους στις 2 Απριλίου, ενώ ολόκληρο το στράτευμα έφτασε σταδιακά έξω από τα τείχη της πόλης έως στις 5 Απριλίου. Την ίδια ημερομηνία έφτασε και ο σουλτάνος με τις τελευταίες μονάδες και αμέσως απέκλεισε την πόλη από στεριά και θάλασσα.

Όσον αφορά την διάταξη των αντιπάλων, ο αυτοκράτορας με τα καλύτερα στρατεύματά του ανέλαβε την υπεράσπιση του μεσαίου τμήματος των χερσαίων τειχών (Μεσοτειχίου), που ήταν και τα πιο ευπρόσβλητα, γιατί σ΄ εκείνο το σημείο τα διέσχιζε κάθετα ο χείμαρρος Λύκος. Απέναντί του τάχθηκε ο σουλτάνος με τους γενίτσαρους και άλλες επίλεκτες μονάδες, καθώς και το μεγάλο κανόνι που κατασκεύασε ο Ουρβανός.

Αριστερά του αυτοκράτορα, προς την Προποντίδα, ήταν ο Καττενάο με τα γενοβέζικα στρατεύματά του, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, ο οποίος μαζί με μερικούς βυζαντινούς φύλασσε την πύλη των Πηγών, ο Φίλιππος Κονταρίνι που ήταν υπεύθυνος για το τμήμα από την πύλη των Πηγών μέχρι τη Χρυσή πύλη, στην οποία ήταν ο Γενοβέζος Μανουήλ, ενώ λίγο πιο κάτω, δίπλα στα θαλάσσια τείχη, ήταν ο Δημήτριος Καντακουζηνός. Απέναντί τους οι Οθωμανοί παρέταξαν τα μικρασιατικά στρατεύματα υπό τον Ισάκ πασά.

Δεξιά του αυτοκράτορα, προς τον Κεράτιο Κόλπο, στο τμήμα των τειχών που ονομάζονταν Μυριάνδριον παρατάχθηκε ο Ιουστιννιάνης, ο οποίος λίγο μετά μετακινήθηκε στο σημείο που ήταν ο αυτοκράτορας. Αντικαταστάθηκε από ένα τμήμα υπό τους αδελφούς Μποκκιάρντι. Πιο πάνω, στο παλάτι των Βλαχερνών, εγκαταστάθηκε ο Βενετός βάιλος Μιννότο, ενώ ένας συμπατριώτης του, ο Τεόντορο Καρίστο, στρατοπέδευσε μαζί με τους άντρες του στο τμήμα των τειχών μεταξύ της πύλης Καλιγαρίας και του Θεοδοσιανού τείχους. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος μαζί με τους αδελφούς Λανγκάσκο ήταν πίσω από την τάφρο στο σημείο που κατέληγε στον Κεράτιο. Όλοι αυτοί είχαν να αντιμετωπίσουν τα ευρωπαϊκά στρατεύματα των Οθωμανών, υπό τον Καρατζά πασά.

Η διάταξη των αντιπάλων
ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Τα θαλάσσια τείχη φυλάσσονταν από την πλευρά της Προποντίδας από τον Τζιάκομο Κονταρίνι, ο οποίος αμυνόταν στην περιοχή του Στουδίου. Δίπλα του υπήρχε ένα τμήμα από Έλληνες καλόγερους. Στο λιμάνι του Ελευθερίου ήταν ο πρίγκιπας Ορχάν με τους Τούρκους του, ενώ στο ανατολικό παράλιο της Προποντίδας εγκαταστάθηκαν άντρες της καταλανικής παροικίας υπό τον Περέ Χούλια. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος με 200 τοξότες υπεράσπιζε το ακρωτήριο της ακρόπολης. Τις ακτές του Κερατίου κόλπου φύλασσαν 700 Βενετοί και Γενοβέζοι ναύτες υπό τον Γκαμπριέλε Τρεβιζάνο. Στον Αλβίζο Ντιέντο παραχωρήθηκε η διοίκηση των πλοίων που ήταν στον κόλπο. Απέναντί τους είχαν τον Ζαγανός πασά με ένα τμήμα του Οθωμανικού στρατού, το οποίο παρατάχθηκε στο σημείο όπου τα χερσαία τείχη ενώνονταν με τα τείχη του Κεράτιου. Μέσα στην πόλη υπήρχαν δύο αποσπάσματα ως εφεδρεία: ένα υπό τον Λουκά Νοταρά, που στάθμευε στην συνοικία της Πέτρας, και το άλλο, υπό τον Νικηφόρο Παλαιολόγο, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.

Στις 6 Απριλίου κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία από τον Μωάμεθ Β', αφού πρώτα, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, η πρόταση του για να παραδοθεί η πόλη υποσχόμενος ότι θα σέβονταν την ζωή και την περιουσία των κατοίκων, απορρίφθηκε από τους βυζαντινούς. Αμέσως ξεκίνησε ο κανονιοβολισμός, με αποτέλεσμα ένα τμήμα των τειχών κοντά στη Χαρίσια πύλη να καταστραφεί, όμως οι υπερασπιστές κατάφεραν να το επισκευάσουν γρήγορα. Ταυτόχρονα οι Οθωμανοί άρχισαν εργασίες για να παραγεμίσουν την τάφρο, ώστε σε περίπτωση ρήγματος των τειχών να μπορούν να επιτεθούν με ευκολία. Επίσης αναλήφθηκαν υπονομευτικές εργασίες εναντίον των τμημάτων των τειχών που το έδαφος ήταν κατάλληλο. Στην θάλασσα τα πλοία έκαναν την πρώτη τους επίθεση, πιθανόν στις 9 Απριλίου, χωρίς επιτυχία, με αποτέλεσμα ο Μπαλτόγλου να περιμένει την άφιξη της μοίρας του Ευξείνου για να σχεδιάσει νέες επιχειρήσεις. Το διάστημα μεταξύ 6 με 11 Απριλίου ο Μωάμεθ πήρε μερικά στρατεύματα και κυρίευσε δύο φρούρια που υπήρχαν έξω από την πόλη, το Θεράπειο και Στουδίου, ενώ την ίδια περίοδο ο Μπαλτόγλου επιτέθηκε και κατέλαβε τα Πριγκιπόνησα.

Στις 12 κατέφθασε ο τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη και αγκυροβόλησε στο Διπλοκιόνιο. Ήταν ο πρώτος πραγματικά αξιόμαχος στόλος που είχαν αποκτήσει οι Οθωμανοί. Την ίδια μέρα ξεκίνησε ο βομβαρδισμός με τα κανόνια, που συνεχίστηκε αδιάκοπα σε όλο το διάστημα της πολιορκίας. Οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους κανόνια, που άλλωστε ήταν πολύ κατώτερα από τα τουρκικά, τα οποία είχαν τοποθετήσει πάνω στα τείχη για να βάλλουν εναντίον των πολιορκητών, αλλά γρήγορα διαπίστωσαν ότι κάθε βολή τους προκαλούσε ρωγμές στα ίδια τα τείχη. Ωστόσο η άμυνα τις πρώτες βδομάδες διεξάγονταν με επιτυχία.

Την νύχτα της 18ης Απριλίου οι Οθωμανοί επιτέθηκαν με αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες στο Μεσοτείχιο. Καθώς το σημείο επίθεσης ήταν στενό η αριθμητική υπεροχή των Τούρκων ήταν χωρίς νόημα, ενώ η ανώτερη θωράκιση των βυζαντινών, όπως και η ηγετική ικανότητα του Τζουστινιάνι, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην νικηφόρα απόκρουση της επίθεσης. Μετά από τέσσερις ώρες οι Οθωμανοί υποχώρησαν έχοντας 200 νεκρούς ενώ οι υπερασπιστές κανέναν.

Στις 20 Απριλίου σημειώθηκε ένα αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός για τους πολιορκημένους: τρία γενουάτικα πλοία και ένα βυζαντινό, μετά από νικηφόρα σύγκρουση με αριθμητικά υπέρτερο τουρκικό στόλο, ήλθαν να ενισχύσουν τους Βυζαντινούς. Ο σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί από την ναυμαχία αυτή που προχώρησε έφιππος στην θάλασσα. Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για την ψυχολογία των πολιορκημένων, οι οποίοι πίστευαν ότι η ευνοϊκή έκβαση της πολιορκίας ήταν πλέον ορατή.

Ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ επιβλέπει την υπερνεώλκηση του τουρκικού στόλου. Πίνακας του Fausto Zonaro, (1854-1929)
Στις 22 Απριλίου, ο στόλος των Τούρκων ύστερα από επιχείρηση της προηγούμενης νύχτας, κατάφερε να διεισδύσει εντός του Κεράτιου κόλπου. Για τον σκοπό είχε κατασκευαστεί στην κοιλάδα μεταξύ των λόγγων, ένα είδος ξύλινης εξέδρας, επάνω από την οποία σύρθηκαν- με τη βοήθεια πλήθους ανθρώπων που ήταν στη διάθεση του Μωάμεθ Β΄- τα οθωμανικά πλοία, που είχαν τοποθετηθεί πάνω σε τροχούς. Για να μη γίνει αντιληπτό το εγχείρημα, τα κανόνια βομβάρδιζαν ακατάπαυστα το χερσαίο τείχος. Ο στόλος των Βυζαντινών και των Ιταλών συμμάχων τους, που στάθμευε εντός του Κεράτιου κόλπου, βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πυρά και η κατάσταση της πόλης έγινε κρίσιμη. Τότε οργανώθηκε σχέδιο για να πυρποληθεί ο τουρκικός στόλος με υγρό πυρ την επόμενη νύχτα, όμως το σχέδιο προδόθηκε και έτσι δεν πραγματοποιήθηκε. Επιπλέον, η άμυνα της πόλης εξασθενούσε, καθώς έπρεπε να τοποθετηθούν δυνάμεις στο τείχος του Κερατίου που ως τότε δεν είχε ανάγκη από ιδιαίτερη περιφρούρηση.

Στο μεταξύ στη βυζαντινή πρωτεύουσα είχε γίνει ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη τροφίμων. Οι πολεμιστές είχαν αρχίζει να κουράζονται με τις αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις. Επίσης Βενετοί και Γενουάτες διαπληκτίζονταν κατηγορώντας οι πρώτοι τους δεύτερους για συνεργασία με τον εχθρό. Υπήρχαν φήμες ότι οι Γενουάτες του Γαλατά, ο οποίος έμεινε ανέγγιχτος από τους Τούρκους σε όλο το διάστημα της πολιορκίας, βοηθούσαν τον σουλτάνο. Επίσης πολλοί Βυζαντινοί αλλά και ξένοι συμβούλευαν τον Αυτοκράτορα να διαφύγει, όμως ο Κωνσταντίνος με θάρρος και αξιοπρέπεια απέρριπτε την ταπεινωτική αυτή λύση.

Ο συνεχής βομβαρδισμός της πόλης, που δεν διακόπηκε για αρκετές βδομάδες καθόλου, εξάντλησε εντελώς τον πληθυσμό, άντρες, γυναίκες παιδιά, ιερείς, μοναχοί προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τις πολυάριθμες ρωγμές του τείχους. Η πολιορκία είχε ήδη διαρκέσει πενήντα μέρες. Ταυτόχρονα στο οθωμανικό στρατόπεδο επικρατούσαν φήμες, πιθανόν ψεύτικες, για την πιθανή άφιξη πολυάριθμου χριστιανικού στόλου από τη Δύση, κάτι που ανάγκασε τον Μωάμεθ να εντείνει την προσπάθεια για κατάληψη της πόλης.

Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Τέλος, εγγυόταν για την ασφάλεια του πληθυσμού που θα παρέμενε στην πόλη. Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου διαπνέονταν από πνεύμα αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας. Δέχονταν να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων όλα τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει. Για την Κωνσταντινούπολη όμως δήλωσε:

Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.

Δηλαδή, σε σύγχρονη απόδοση:

Το να σου (παρα)δώσω όμως την πόλη ούτε σε εμένα επαφίεται ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της• διότι με κοινή απόφαση οι πάντες θα αποθάνουμε αυτοπροαίρετα και δεν θα υπολογίσομε τη ζωή μας.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ
Η τελική επίθεση
Ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση, ο Μωάμεθ Β' κάλεσε πολεμικό συμβούλιο και κατόπιν έβγαλε λόγο προς τους στρατιώτες του, ζητώντας του θάρρος και σταθερότητα. Τόνισε ότι υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις για έναν επιτυχή πόλεμο: η επιθυμία (για τη νίκη), η ντροπή (για την ήττα) και η υπακοή στους ηγέτες. Επίσης δήλωσε με όρκο πως ο ίδιος ήθελε μόνο τα τείχη και τα οικοδομήματα της πόλης και πως αφήνει στο στρατό του όλα τα άλλα. Υπογράμμισε πως υπάρχουν θησαυροί μέσα στα κτήρια και κυρίως στις εκκλησίες και πως θα επωφεληθούν από τον εξανδραποδισμό των κατοίκων, ανάμεσά τους υπήρχαν πολλές νέες γυναίκες. Τέλος διέταξε νηστεία και προσευχή. Η επίθεση ορίστηκε για την νύχτα της 29ης Μαΐου.

Στις 28 Μαΐου συντελέστηκε μεγάλη ακολουθία στην Αγία Σοφία, η τελευταία χριστιανική ακολουθία που πραγματοποιήθηκε στην περίφημη εκκλησία της πόλης, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' σε λόγο προς τον λαό του, όπως τον διασώζει ο Σφραντζής, τον προέτρεψε να αντισταθεί γενναία, λέγοντας ότι οι Τούρκοι «υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στην δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός». Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε την ομιλία του ως εξής:

... Γνωρίσατε λοιπόν τούτο: Εάν ειλικρινά υπακούσετε ό,τι σας διέταξα, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται επάνω μας.

Την Τρίτη το βράδυ, 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00, εκδηλώθηκε γενική τουρκική επίθεση. Μόλις δόθηκε το σύνθημα η πόλη υπέστη συνδυασμένη επίθεση από τρεις πλευρές συγχρόνως. Οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες απ' όπου οι Τούρκοι προσπάθησαν να περάσουν κάτω από τα τείχη. Παρόλο που στις επιθέσεις ήταν περισσότεροι αριθμητικά, οι Βυζαντινοί τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας τους τρομερές απώλειες. Οι δύο πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν. Όμως ο Μωάμεθ Β' οργάνωσε πολύ προσεκτικά την τρίτη και τελευταία επίθεση. Με ιδιαίτερη επιμονή οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών το οποίο ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού (Πέμπτον), όπου πολεμούσε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης, ο Γενουάτης Ιουστινιάνι, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή η απώλεια υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους Βυζαντινούς. Στα τείχη δημιουργούνταν συνεχώς ρήγματα και ο Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στην μάχη. Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον θάνατο του και για τον λόγο αυτό ο θάνατός του έγινε γρήγορα θέμα ενός θρύλου που έχει συσκοτίσει την ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή άμυνας των τειχών, παρά μόνο όταν από εσωτερική προδοσία μπήκαν από την Κερκόπορτα και περικύκλωσαν τους αμυνόμενους.

Λεηλασίες
Η πολιορκία κράτησε περίπου 3 μήνες και, τελικά, ο σημαντικά ισχυρότερος Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 (αποφράς ημέρα). Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι διέρρηξαν την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος. Την ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, ή πιθανόν την επόμενη, ο Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε. Κατόπιν ο Πορθητής εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών.

Η είσοδος του Μωάμεθ Β΄ στην Κωνσταντινούπολη (πίνακας του Jean-Joseph Benjamin-Constant, 19ος αιώνας).
Όπως παραδίδει ο Σφραντζής, δόθηκε διαταγή για τριήμερη λεηλασία της πόλης. Άλλες πηγές αναφέρουν πως ουσιαστικά η λεηλασία έπαυσε μετά την πρώτη ημέρα. O ιστορικός Δούκας αναφέρει πως ο σουλτάνος επιφύλαξε για τον εαυτό του τα οικοδομήματα και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας τα υπόλοιπα αγαθά, τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα στη διάθεση των στρατευμάτων. Ο άμαχος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης θανατωνόταν χωρίς διάκριση. Οι εκκλησίες με επικεφαλής την Αγία Σοφία, καθώς και τα μοναστήρια με όλο τους τον πλούτο λεηλατήθηκαν και βεβηλώθηκαν, ενώ οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής και λαφυραγωγίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών χάθηκαν αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί. Πολύτιμα βιβλία κάηκαν, κομματιάστηκαν ή πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές. Ο ιστορικός Κριτόβουλος, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, αναφέρει ότι δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η πόλη ερημώθηκε ολοσχερώς.


VII. Επακόλουθα της Άλωσης

Η Ορθόδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε πια να υφίσταται και στη θέση της ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη όπου και μετονομάστηκε από τους Τούρκους Ισταμπούλ, (από τη φράση εις την πόλιν) και παρέμεινε έδρα της Αυτοκρατορίας ως την οριστική κατάλυσή της, το 1922. Αντίθετα το Πατριαρχείο Κωνσταντινούποληςέλαμψε με την ανάδειξη σε πατριάρχη του ανθενωτικού Γεννάδιου Σχολάριου καθ΄ υπόδειξη του Μωάμεθ λαμβάνοντας από τον ίδιο και διάφορα πρόσθετα προνόμια μέχρι ακόμα και οθωμανική φρουρά.

Πρώτος που φέρεται να προσπάθησε να συνεγείρει τους Ηγεμόνες της Δύσης για ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Χριστιανούς ήταν ο τότε Μέγας Μάγιστρος του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη των Ιεροσολύμων, που έδρευε την εποχή εκείνη στη Ρόδο, ο Ζαν ντε Λαστίκ ο οποίος με γράμματά του στον Πάπα και σε όλους τους Ηγεμόνες τους εξόρκιζε να πάρουν τα όπλα και «να εκδικηθούν για το χριστιανικό αίμα που χύθηκε στην Κωνσταντινούπολη εξ αιτίας των Τούρκων αλλά και για τη σωτηρία της Ρόδου του ισχυρότατου αυτού προμαχώνα της χριστιανικής πολιτείας». Παράλληλα όμως υπήρχαν και πολλοί Έλληνες που διέτρεχαν την Ευρώπη κηρύττοντας "ιερό πόλεμο" κατά των Τούρκων, μεταξύ αυτών ήταν ο Ισίδωρος ο Πελοποννήσιος, ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, ο Ανδρόνικος ο Θεσσαλονικεύς κ.ά., ενώ ο Ρόδιος λαϊκός στιχουργός Εμμανουήλ Γεωργιλάς απέδιδε το πνεύμα της εποχής σε ποιήματά του προτρέποντας τη Δύση να συνασπιστεί κατά των Τούρκων για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, επειδή:

"Η Πόλις ήτον το σπαθί, / η Πόλις το κοντάρι.
Η Πόλις ήτον το κλειδί / της Ρωμανίας όλης
Κ΄ εκλείδωνε κ΄ εσφάλιζεν / όλην την Ρωμανίαν
Κ΄ όλον το Αρχιπέλαγος / εσφικτοκλείδωνέν το".

Στις παραπάνω εκκλήσεις ο Πάπας Νικόλαος Ε΄ επέδειξε πλήρη αδιαφορία, σε αντίθεση με τους διαδόχους του στον παπικό θρόνο Κάλλιστο Γ΄ και Πίο Β΄. Επίσης ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καθώς και ο Δούκας Φίλιππος της Βουργουνδίας ο επιλεγόμενος Καλός μόλις ενημερώθηκαν σχετικά με την άλωση συναντήθηκαν και συσκέφθηκαν πλην όμως οι προθέσεις τους ναυάγησαν από την «ακατονόμαστη αντίσταση» και για «ελεεινές μικροφιλοτιμίες» του τότε βασιλέως της Γαλλίας Καρόλου Ζ΄

Υπενθυμίζεται ότι την εποχή εκείνη ένα μεγάλο μέρος του ελλαδικού χώρου αποτελούσαν βασίλεια όπως της Κύπρου, Δουκάτα όπως το φράγκικο των Αθηνών και κυρίως ενετικές κτήσεις όπως το Δουκάτο του Αρχιπελάγους με έδρα τη Νάξο, η Εύβοια ή Νεγρεπόντε και Κεφαλονιά (από το 1209), η Κρήτη (από το 1212), η Κέρκυρα (από το 1215), η Ρόδος κ.ά., τα δύο δεσποτάτα Μυστρά και Ηπείρου καθώς και κάποια αρχονταρίκια.

Όταν το 1456 ο Μωάμεθ Β' απέσπασε από τους Φράγκους την Αθήνα και λίγο αργότερα υπέταξε όλες τις ελληνικές περιοχές, όπως και την Πελοπόννησο τότε ξύπνησε από το λήθαργο η Δύση και άρχισαν ν΄ ακούγονται οι πρώτες φωνές για τον άπιστο και κοινό εχθρό. Ο Παρθενώνας, που τότε είχε μετατραπεί από τους χριστιανούς σε εκκλησία της Θεοτόκου, επανα-μετατράπηκε με διαταγή του ίδιου του Μωάμεθ Β΄ σε τζαμί. Το 1457 εμφανίζεται στο Αιγαίο ο παπικός στόλος που ξεκινά επιδρομές για κατάληψη νήσων που βρίσκονταν υπό τουρκική κυριαρχία με συνέπεια την κατάργηση της Ηγεμονίας του Αίμου του Οίκου των Κατελούζων. Το 1461, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας περιήλθε στην εξουσία των Οθωμανών. Την ίδια χρονιά καταλήφθηκαν και τα τελευταία υπολείμματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Η πτώση της Κωνσταντινούπολης μπορεί να σηματοδότησε την έναρξη της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα, πλην όμως το σημαντικότερο. οδήγησε στον κολοφώνα της αναγέννησης των αρχαίων ελληνικών σπουδών που μεταλαμπαδεύτηκε στην Ιταλία αρχικά καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη στη συνέχεια. Πόλεις όπως η Βενετία, η Φλωρεντία, η Ρώμη κ.ά. άνοιξαν την αγκαλιά τους στους πρόσφυγες βυζαντινούς λόγιους που εγκαταστάθηκαν σ΄ αυτές μεταφέροντας το πολύτιμο φορτίο της αρχαίας Ελλάδας, συμβάλλοντας έτσι στην ανάδειξη των νέων τάσεων κυρίως του ουμανισμού που έφερνε ο νέος αιώνας (15ος αιώνας).


VIII. Θρύλοι και παραδόσεις

Ο τρόπος που θυσιάστηκε ο τελευταίος Αυτοκράτορας, καθώς και ότι δεν διασώθηκαν πληροφορίες για τις τελευταίες στιγμές του στο πεδίο της μάχης, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ποικίλους θρύλους με κυριότερο αυτόν του «μαρμαρωμένου βασιλιά» που περιμένει την στιγμή να ανακτήσει την Πόλη και την Αυτοκρατορία του.
Η Πύλη του Χαρίσιου από την οποία μπήκε στην Κωνσταντινούπολη ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής όπως είναι σήμερα. Υπάρχει στα δεξιά μαρμάρινη επιγραφή που υπενθυμίζει το γεγονός.
Μια λαϊκή χριστιανική παράδοση, αναφέρει ότι τη στιγμή που διέρρηξαν οι Τούρκοι την πύλη της Αγίας Σοφίας τελούνταν η θεία λειτουργία και ο ιερέας τη στιγμή που είδε τους μουσουλμάνους να ορμούν στο πλήθος των πιστών, εισήλθε και εξαφανίσθηκε μέσα στον τοίχο, πίσω από το Άγιο Βήμα, που άνοιξε μπροστά του κατά τρόπο μαγικό. Λέγονταν ότι όταν η Κωνσταντινούπολη θα επανέλθει στα χέρια των Χριστιανών, ο ιερέας θα βγει από τον τοίχο για να συνεχίσει την λειτουργία. Ένας άλλος θρύλος λέει ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στο ένα του χέρι είχε έξι δάχτυλα και αν βρεθεί κάποιος Έλληνας που έχει έξι δάχτυλα τότε θα ανακτήσει ( ο Κωνσταντίνος ) την Πόλη και την αυτοκρατορία του.

Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Αμερικάνος ιστορικός Ε. Α. Γκρόσβενορ αναφέρει ότι στην συνοικία Αμπού Βέφα στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχε ένας χαμηλός ανώνυμος τάφος τον οποίο οι Έλληνες τιμούσαν ως τάφο του Κωνσταντίνου και τον χρησιμοποιούσαν κρυφά ως τόπο προσευχής. Όμως η Οθωμανική Κυβέρνηση επενέβη εκείνη την εποχή επιβάλλοντας ποινές και ερημώνοντας το μέρος.


ΙΧ. Η πρόσληψη της Άλωσης από την διεθνή και νεοελληνική ιστοριογραφία

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1453 αποτέλεσε ένα από τα γεγονότα-ορόσημα της Παγκόσμιας Ιστορίας τα οποία σηματοδοτούσαν την μετάβαση από τη μεσαιωνική εποχή έως τους νεώτερους χρόνους, σύμφωνα και με την τριμερή διάκριση του Christoph Cellarius με το έργο του Historia Medii Aevi. Η πρόσληψη και ενσωμάτωση της Άλωσης από την ιστοριογραφία του 19ου αιώνα ακολουθεί την ενσωμάτωση του Βυζαντίου και της Βυζαντινής ιστορικής περιόδου. Οι ποϋποθέσεις αφομοίωσής της ήταν μεταξύ άλλων, η θρησκευτική της σημασία, κάτι που έβρισκε υποδοχές στην λαϊκή κουλτούρα. Μπορούσε να γίνει ένα απτό σύμβολο στα πλαίσια συγκρότησης της εθνικής ιδεολογίας. Έτσι γινόταν αντιληπτή ως πτώση της βασιλείας των Ορθοδόξων. Εθνικοποιείται επειδή η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε το πιο σημαντικό κέντρο της Ανατολής και επομένως κεντρικό σημείο στα πλαίσια της υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας. O Σπυρίδων Ζαμπέλιος στην εκτεταμένη εισαγωγή του στο έργο του Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος, δεν επικεντρώνεται στους εσωτερικούς παράγοντες παρακμής της αυτοκρατορίας, αλλά στην άπληστη καθολική Δύση, η οποία από το 1204 συνέβαλε στην παρακμή της αυτοκρατορίας. Τελικά η Θεία Πρόνοια επέλεξε τον Οθωμανό κατακτητή ώστε να σωθεί από τους Καθολικούς δυνάστες. Σε αυτό το σημείο συμφωνεί και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, χωρίς όμως να υιοθετεί και τη φιλοσοφική θεώρηση του Ζαμπέλιου. Διάφοροι άλλοι εκπρόσωποι της ρομαντικής ιστοριογραφικής τάσης, όπως ο Αλέξανδρος Πασπάτης, Κωνσταντίνος Σάθας, Σπυρίδων Λάμπρος, Αδαμάντιος Αδαμαντίου, Βασίλειος Μυστακίδης, Θεοδόσιος Βενιζέλος, Αθανάσιος Βερναρδάκης, Κωνσταντίνος Άμαντος εμπλουτίζουν το αντιδυτικό ερμηνευτικό τους σχήμα με αναφορές σε προδοτικές ενέργειες των Λατίνων (π.χ. η αλλαγή στρατοπέδου του Ουρβανού του τεχνίτη που κατασκεύασε το κανόνι, η βοήθεια των Γενουατών του Γαλατά στους Τούρκους, η λιποψυχία του Ιουστινιάνη). Οι ιστορικοί αυτοί επέλεγαν το λεγόμενο Majus χρονικό του Γεώργιου Σφρατζή -ένα συμπίλημα συνταγμένο στα 1573-1575 από τον Μακάριο Μελισσηνό- με έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα και διαπνεόμενο από την αντίληψη πως ο Θεός κατευθύνει τις τύχες του κόσμου χρησιμοποιώντας τους ανθρώπους και ακόμα και τους Τούρκους για να εκπληρώσει τους σκοπούς του.