Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Γιατί δεν ... ανοίγουν βιβλίο οι Έλληνες ...;;;

Σε μια κοινωνία, στην οποία το «έχειν» ταυτίζεται με το «είναι» και η υλική ευημερία με την καταξίωση και την ευτυχία, είναι φυσιολογικό ο άνθρωπος - και ο Έλληνας ακόμη περισσότερο- να αδιαφορεί για την πνευματική του καλλιέργεια και εξύψωση ... κομμωτήρια, σουβλατζίδικα, καφετέριες μετά ταβλιού και διασκεδαστήρια κάθε είδους – μπουζουξίδικα, clubs, μπαράκια – ανθούν, ενώ μουσεία, χώροι πολιτισμού και βιβλιοπωλεία μάλλον δεν βρίσκονται και στην καλύτερή τους φάση.

Είναι γεγονός πως ο Έλληνας αποφεύγει το διάβασμα του βιβλίου. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, στην Ελλάδα το αναγνωστικό κοινό είναι αρκετά περιορισμένο και μάλιστα ο αριθμός των Ελλήνων που διαβάζει βιβλία μειώνεται όλο και περισσότερο. Σε σύγκριση δε με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες η Ελλάδα στο συγκεκριμένο τομέα κατέχει μια από τις τελευταίες θέσεις.

Η κατάσταση στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εντελώς διαφορετική. Στην Αγγλία ένας στους τέσσερεις (1:4) ενδιαφέρεται να ενημερωθεί, να πληροφορηθεί τις ειδήσεις και αγοράζει εφημερίδα, στην Ιρλανδία ένας στους πέντε (1:5), ενώ στη Γερμανία ένας στους τρεις.(1:3). Στην Ελλάδα μόνο ένας στους έντεκα (1:11) παρουσιάζει ενδιαφέρον για ενημέρωση και πληροφόρηση. Αν αναλογιστούμε και το γεγονός ότι το διάβασμα μιας εφημερίδας απαιτεί από τον αναγνώστη λιγότερο χρόνο αλλά και λιγότερη προσπάθεια, θα διαπιστώσουμε πως τα πράγματα στη χώρα μας όσον αφορά στο διάβασμα του βιβλίου είναι ανησυχητικά.

Βέβαια πριν προβούμε στη διερεύνηση των σπουδαιότερων αιτίων, πρέπει να συμφωνήσουμε πως το βιβλίο δεν ελκύει τον Έλληνα. Στις προτεραιότητές του αλλά και στις ιεραρχικές αξιολογήσεις του καταλαμβάνει μια από τις τελευταίες θέσεις. Οι περισσότεροι πιστεύουν πως δεν τους προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό, δεν τους ωφελεί άμεσα και γι ΄ αυτό προτιμούν τον ελεύθερο χρόνο τους να καταπιαστούν με ασχολίες που, όπως θεωρούν, τους ξεκουράζουν και τους ψυχαγωγούν καλύτερα από το βιβλίο. Άλλοι αντιμετωπίζουν το βιβλίο ως ένα άψυχο αντικείμενο που μπορεί όμως να διακοσμήσει τα άδεια ράφια και τις βιβλιοθήκες των σπιτιών τους και να «αποδείξει» έτσι στους επισκέπτες τις πνευματικές τους ανησυχίες και τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει την ισχύ της παραπάνω άποψης αποτελούσε ο Μουσολίνι. Αυτός, προσπαθώντας να πλάσει ολόκληρο μύθο για τις πάμπολλες γνώσεις του και τα εξαίρετα χαρίσματά του, όταν ανέμενε επισκέπτες στο σπίτι του, τοποθετούσε σε εμφανείς θέσεις ανοιχτά, φιλοσοφικά βιβλία!! Υπάρχουν τέλος και αρκετοί -και αυτό είναι ανησυχητικό- που, επειδή σε κάποια φάση της ζωής τους αναγκάστηκαν και πιέστηκαν να διαβάσουν βιβλία για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων (αποφοίτηση από το λύκειο, εισαγωγή σε ανώτερες και ανώτατες σχολές),θεωρούν πως τώρα έχουν εισέλθει σε μια πιο ρεαλιστική φάση της ζωής τους και δεν έχουν πλέον χρόνο για θεωρητικές, λογοτεχνικές και γενικότερα πνευματικές ανησυχίες.

Όμως ποια είναι τα αίτια αυτού του φαινομένου; Από ποιους πρέπει να αναζητηθούν ευθύνες και πόσο ευθύνεται ο καθένας από εμάς για αυτήν την κατάσταση; Η μείωση δηλαδή του αναγνωστικού κοινού οφείλεται μόνο σε εξωγενείς ή και σε ενδογενείς παράγοντες;

Η σχέση, λοιπόν, αυτή του Έλληνα με το βιβλίο οφείλεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό στο σύστημα παιδείας σε όλες τις βαθμίδες και ειδικότερα στον τρόπο που λειτουργεί το ελληνικό σχολείο. Ο χαρακτήρας της παρεχόμενης μόρφωσης είναι σαφώς επιφανειακός και ανεδαφικός, καθώς προκρίνει την στείρα απομνημόνευση παρωχημένων γνώσεων ,χωρίς να καλλιεργεί την κριτική ικανότητα του μαθητή. Το σχολικό εγχειρίδιο αποτελεί γι ` αυτόν ένα σύνολο γνώσεων, οι οποίες επιβάλλεται να απομνημονευθούν όσο το δυνατόν καλύτερα, γεγονός που τον φορτώνει μεψυχολογική πίεση και άγχος. Έτσι αντιμετωπίζει το βιβλίο εχθρικά, αισθάνεται πως το σχολικό βιβλίο τον καταπιέζει, με αποτέλεσμα να διακατέχεται από ένα μίσος για όλα τα βιβλία. Αυτό εκφράζεται τις περισσότερες φορές και έμπρακτα με το θλιβερό θέαμα μαθητές να καίνε στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς όλα τα βιβλία τους με ένα τρόπο επιδεικτικό και εν μέρει εκδικητικό. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ζημιά που προκαλεί το ελληνικό σχολείο, καθώς είναι υπεύθυνο για το γεγονός ότι το μίσος για τα σχολικά εγχειρίδια διοχετεύεται σε κάθε άλλο βιβλίο όχι μόνο κατά τη διάρκεια της φοίτησης στο σχολείο αλλά και για όλη τους τη ζωή. Στο παραπάνω συντελεί και το γεγονός ότι το ελληνικό σχολείο επιβάλλει ένα μόνο εγχειρίδιο, που τις περισσότερες φορές είναι κακογραμμένο , ασαφές και ανεπίκαιρο, στερώντας από τους μαθητές τη δυνατότητα να ανατρέξουν στις σχολικές και όχι μόνο βιβλιοθήκες, για να ανακαλύψουν διαφορετικές πηγές πληροφοριών.

Ωστόσο, δε θα πρέπει να παραγνωρίζουμε και το ρόλο της τηλεόρασης αλλά και των εξελιγμένων τεχνολογικά μέσων πληροφόρησης. Η τεχνολογική επανάσταση επέφερε σημαντικές αλλαγές στον τομέα της ενημέρωσης και της πρόσβασης στην πληροφορία. Ο ηλεκτρονικός τύπος, κυρίως η τηλεόραση αλλά και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές έχουν κυριαρχήσει, καθώς ενημερώνουν γρήγορα, έχοντας την εικόνα ως ισχυρότατο όπλο στα χέρια τους. Η εικόνα υπερτερεί σε αμεσότητα και παραστατικότητα, καθώς σε συνδυασμό και με τον ήχο, μαγνητίζει τον τηλεθεατή. Έτσι, ενώ το διάβασμα του βιβλίου απαιτεί και προϋποθέτει συνεχή πνευματική εγρήγορση και προσπάθεια, ως πιο σύνθετη νοητική διεργασία, η τηλεόραση, με την ταχύτητα που εναλλάσσονται τα γεγονότα και οι εικόνες, δεν επιτρέπει στον τηλεθεατή να κρίνει και να ελέγχει τις πληροφορίες. Είναι εύλογο, λοιπόν, ο Έλληνας να επιλέγει τον παραπάνω πιο εύκολο τρόπο ενημέρωσης και να μετατρέπεται έτσι σε ένα παθητικό δέκτη μηνυμάτων και ανεπεξέργαστων πληροφοριών, ο οποίος εξαρτάται από την τηλεόραση. Η εξάρτησή του δεν αφορά μόνο στην ενημέρωση αλλά και στις επιλογές της ψυχαγωγίας του, αφού παρακολουθεί χαμηλής ποιότητας προγράμματα, που δεν ευνοούν την πνευματική του ανησυχία και αναζήτηση .Βλέπουμε ,λοιπόν, πως ο ρόλος της τηλεόρασης ,ενώ θα έπρεπε να είναι επικουρικός και να συμβάλλει στην προβολή και προώθηση του βιβλίου , στην πράξη είναι ως επί το πλείστον ανταγωνιστικός , εφόσον μειώνει αισθητά τον αριθμό του αναγνωστικού κοινού στη χώρα μας.

Όμως, εκτός από την τηλεόραση, μεγάλο μερίδιο ευθύνης αναλογεί και στο σύγχρονο τρόπο ζωής. Πιο συγκεκριμένα, στις σημερινές καταναλωτικές κοινωνίες κυριαρχεί ένα πνεύμα άκρατου υλικού ευδαιμονισμού. Η κοινωνική καταξίωση και αναγνώριση επέρχεται μόνο μέσα από την όλο και μεγαλύτερη ευχέρεια για κατανάλωση. Έτσι, οι άνθρωποι επιδίδονται σε ένα διαρκή αγώνα απόκτησης αγαθών, γεγονός που προϋποθέτει πως αναγκάζονται να εργάζονται περισσότερες ώρες από το φυσιολογικό. Η υπερεργασία, στην οποία αναπόφευκτα οδηγείται το άτομο, για να καλύψει τις όλο και μεγαλύτερες, συχνά πλασματικές, ανάγκες του, συμβάλλει όχι μόνο στην αισθητή μείωση του ελεύθερου χρόνου αλλά και στη μείωση της διάθεσης για ανάγνωση βιβλίων. Σε μια κοινωνία, στην οποία το «έχειν» ταυτίζεται με το «είναι» και η υλική ευημερία με την καταξίωση και την ευτυχία, είναι φυσιολογικό ο άνθρωπος - και ο Έλληνας ακόμη περισσότερο- να αδιαφορεί για την πνευματική του καλλιέργεια και εξύψωση.

Βέβαια, στην αδιαφορία αυτή του Έλληνα για τα βιβλία έχει συντελέσει και η ελιτίστικη στάση ορισμένων συγγραφέων. Εκείνοι είναι που όχι μόνο χρησιμοποιούν ένα εξεζητημένο και εκλεπτυσμένο ύφος ,δυσνόητο τις περισσότερες φορές για τη μεγάλη μάζα του αναγνωστικού κοινού, αλλά και τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται στα βιβλία τους δεν ενδιαφέρουν το μέσο πολίτη, που φυσιολογικά αδιαφορεί για ανάλογα αναγνώσματα. Έτσι είναι σαν να απευθύνονται σε ένα εξειδικευμένο και αρκετά περιορισμένο κοινό, σε ένα στενό κύκλο διανοούμενων, αδιαφορώντας για το αν τα βιβλία τους είναι κατανοητά ή όχι από το μέσο πολίτη. Κατά αυτόν τον τρόπο δημιουργείται πρόβλημα στην αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων του δημιουργού-συγγραφέα από το κοινό, το οποίο θεωρεί πως αυτό αποκλειστικά ευθύνεται για τη μη κατανόηση των νοημάτων και αποδέχεται την πνευματική κατωτερότητά του, αδιαφορώντας για ανάλογου περιεχομένου βιβλία.

Στις παραπάνω βασικές αιτίες έρχονται να προστεθούν και κάποιες δευτερεύουσας σημασίας, που επηρεάζουν όμως και αυτές την μείωση του αναγνωστικού κοινού στην Ελλάδα. Τέτοιες είναι: η υψηλή έως απαγορευτική για την πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων τιμή των βιβλίων, η ανεπαρκής για τα σημερινά δεδομένα προβολή και παρουσίαση του βιβλίου, η ελλιπής τροφοδοσία της επαρχίας με πληθώρα εκδόσεων, με αποτέλεσμα η αγορά του βιβλίου να περιορίζεται στα μεγάλα αστικά κέντρα κ.α..

Από όλα τα παραπάνω, λοιπόν, συνάγεται το συμπέρασμα πως η κατάσταση στον τομέα της ανάγνωσης βιβλίων στη χώρα μας πρέπει να αλλάξει. Και μπορεί να αλλάξει. Όμως χρειάζεται χρόνος και συνεχής προσπάθεια από τους φορείς εκείνους που μπορούν και έχουν την ευθύνη να στρέψουν τον Έλληνα προς το ωφέλιμο και ποιοτικό βιβλίο. Η οικογένεια, η εκπαίδευση και ειδικότερα το σχολείο έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν ουσιαστικά προς αυτήν την κατεύθυνση, να εμφυσήσουν δηλαδή τη βιβλιοφιλία στο νέο άνθρωπο. Επικουρικά σ ` αυτό μπορεί να λειτουργήσει και η πολιτεία με τη χάραξη μιας πολιτιστικής πολιτικής για το βιβλίο, που θα στοχεύει στην προώθηση και προβολή του καλού βιβλίου. Οι προσπάθειες αυτές όμως δεν θα επιφέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αν και ο ίδιος ο Έλληνας δε συνειδητοποιήσει σε ατομικό επίπεδο το χρέος και την ευθύνη του. Να καταλάβει δηλαδή ότι πρέπει και ο ίδιος να αντισταθεί στην πνευματική υποβάθμιση που συντελείται από την πλειονότητα των Μ.Μ.Ε και να διεκδικεί τη γνήσια ψυχαγωγία μέσα από τη μύησή του στον κόσμο του βιβλίου.

Ζ Α Μ Π Ι Ο Ζ Η Σ Μ Η Ν ΑΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

****************************************
*****************
Σύμφωνα με την Πανελλήνια Έρευνα Αναγνωστικής Συμπεριφοράς του 2004 της VPRC – την πιο πρόσφατη που βρήκα –, δυο στους τρεις νεοέλληνες δεν άνοιξαν... βιβλίο εκείνη τη χρονιά. Δηλαδή, 65,8% των συμπολιτών μας, έναντι 61,1% που είχε καταγραφεί από την ίδια έρευνα το 1998. Και δε νομίζω ότι από τότε μέχρι σήμερα θα άλλαξαν και πολύ αυτά το ποσοστά. Πολύ φοβάμαι μάλιστα, αν κρίνω και από την αύξηση των ποσοστών των «αδιάβαστων» από το 1998 έως το 2004, ότι μπορεί και να αυξήθηκαν. Κατά την ίδια έρευνα, το 39% των συμπατριωτών μας δεν ανοίγει ποτέ εφημερίδα, το 62% δεν πήγε ούτε μια φορά στον κινηματογράφο επί ένα έτος, το 83% δεν πήγε καθόλου στο θέατρο, το 84% δεν επισκέφτηκε ούτε μια φορά κάποιον αρχαιολογικό χώρο, το 89% δεν πήγε ούτε μια φορά σε κάποιο από τα μουσεία ή τις πινακοθήκες της χώρας, το 90% δεν παρακολούθησε ούτε μια συναυλία και το 96,4% δεν παρακολούθησε ούτε μια φορά παράσταση μπαλέτου. Αλλά ας μην επεκταθώ σε αυτά. Ας μείνω στο ζήτημα του βιβλίου, παρά το ότι κι αυτά τα άλλα ποσοστά αντικαθρεφτίζουν, νομίζω, το πολιτιστικό έλλειμμα της σύγχρονης Ελλάδας. Ένα πολιτιστικό έλλειμμα που φαίνεται στο ότι κομμωτήρια, σουβλατζίδικα, καφετέριες μετά ταβλιού και διασκεδαστήρια κάθε είδους – μπουζουξίδικα, clubs, μπαράκια – ανθούν, ενώ μουσεία, χώροι πολιτισμού και βιβλιοπωλεία μάλλον δεν βρίσκονται και στην καλύτερή τους φάση. Επιστρέφοντας στο βιβλίο θυμήθηκα, ειρήσθω εν παρόδω, κι εκείνη τη διαφήμιση πριν λίγα χρόνια, με το συμπαθέστατο Θανάση Βέγγο, που είχε βαλθεί ο άνθρωπος να παροτρύνει τους τηλεθεατές να προτιμήσουν, για αλλαγή, ένα βιβλίο για δώρο. Ασχέτως του ότι αυτό το δώρο μπορεί να… μην ανοιχτεί ποτέ. (Αν κρίνω από τα προαναφερθέντα ποσοστά, ένα βιβλίο που θα προσφέρουμε ή θα πάρουμε ως δώρο μπορεί κάλλιστα να παραμείνει κλειστό, μαζεύοντας σκόνη σε κάποιο ράφι.) Η διαφήμιση αυτή ήταν περίπου σα να μας πρότεινε, όσο θελκτικότερα γινόταν, ένα πικρό κι άνοστο στη γεύση, αλλά αναγκαίο φάρμακο. Ή κάποιο απίθανο, εξωτικό φρούτο που θ’ άλλαζε την καθημερινότητά μας. Αναρωτήθηκα επιπλέον σε ποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα θα προέκυπτε η ανάγκη μιας τηλεοπτικής διαφήμισης, που προσπαθεί να πείσει τους τηλεθεατές να προτιμήσουν για δώρα στις γιορτές ή άλλες περιστάσεις, βιβλία. Ας επιστρέψω όμως στην έρευνα και στους λόγους που δεν ανοίγουμε βιβλία στη χώρα μας. Ο σημαντικότερος λόγος που δηλώθηκε ήταν η «έλλειψη χρόνου», για το 51,5% των… αδιάβαστων. Αναρωτιέμαι ΠΩΣ θα έβρισκαν ποτέ οι νεοέλληνες το χρόνο για βιβλία, όταν – όπως έδειξαν άλλες έρευνες, της AGB – βλέπουν τηλεόραση πάνω από τέσσερις ώρες καθημερινά. Αλλά ακόμα κι όσοι έκλεισαν τις τηλεοράσεις κι ανοίγουν βιβλία, άραγε ενδιαφέρονται ας πούμε για βιβλία σκέψης ή προβληματισμού; Μάλλον όχι και τόσο, αφού η πιο εύπεπτη, πολλές φορές, ελληνική λογοτεχνία αναδεικνύεται... αδιαμφισβήτητη πρωταθλήτρια μεταξύ των «διαβασμένων», με 65,5% των προτιμήσεων. Άρα κι αυτό το μικρό ποσοστό ανθρώπων που ανοίγουν βιβλία, μάλλον προτιμούν αρκετές φορές κάποια που δεν θα τους παιδέψουν και πολύ.

ΠΗΓΕΣ: 
http://grafi.pblogs.gr
http://gerasimos-memoryland.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον