Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: Το 1900 "έφυγε" πρόωρα ο Όσκαρ Ουάιλντ, μυθιστοριογράφος, ποιητής, δραματουργός και κριτικός

Η συναναστροφή του με τον Τζων Μάχαφυ,  του ενέπνευσε την αγάπη για την Αρχαία Ελληνική γραμματεία ... χαρακτήριζε τον Μάχαφυ «ο πρώτος και καλύτερος δάσκαλός μου» και «ο λόγιος που μου έμαθε να αγαπάω κάθε τι ελληνικό» ...

Ο Όσκαρ Ουάιλντ (πλήρες όνομα Όσκαρ Φίνγκαλ Ο'Φλάχερτι Ουίλς Ουάιλντ, αγγλ. Oscar Fingal O'Flahertie Wills Wilde, Δουβλίνο, 16 Οκτωβρίου 1854 – Παρίσι, 30 Νοεμβρίου 1900) ήταν Ιρλανδός μυθιστοριογράφος, ποιητής, δραματουργός και κριτικός. Έχοντας περάσει από διάφορα είδη γραπτού λόγου καθ' όλη την δεκαετία του 1880, γεύτηκε την δόξα σαν θεατρικός συγγραφέας στο Λονδίνο στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Στις μέρες μας έχει γίνει γνωστός για τα ευφυολογήματά του, το μοναδικό του μυθιστόρημα (Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ), τα θεατρικά έργα του, τις συνθήκες φυλάκισής του καθώς και τον πρόωρο θάνατό του.

Οι γονείς του ήταν επιφανείς Δουβλινέζοι διανοούμενοι, με Αγγλικές ρίζες. Ο Όσκαρ από μικρός έμαθε άπταιστα Γαλλικά και Γερμανικά. Στο πανεπιστήμιο ασχολήθηκε με τις κλασικές σπουδές, επιδεικνύοντας από μικρή ηλικία κλίση προς τον Kλασικισμό, τόσο στο Δουβλίνο όσο και αργότερα στην Οξφόρδη. Έγινε γνωστός για την ενασχόλησή του με το νεόκοπο αλλά ανερχόμενο ρεύμα του Αισθητισμού, το οποίο ίδρυσαν δυο από τους καθηγητές του, οι Ουόλτερ Πέιτερ (Walter Pater, 1839 - 1894) και Τζον Ράσκιν (John Ruskin, 1819 - 1900). Μετά το πανεπιστήμιο, ο Ουάιλντ μετακόμισε στο Λονδίνο όπου εντάχθηκε στους ανώτερους πνευματικούς και κοινωνικούς κύκλους. Ως εκπρόσωπος του κινήματος του Αισθητισμού ασχολήθηκε με όλες τις μορφές διανόησης: εξέδωσε μία ποιητική συλλογή, έδωσε ομιλίες στις Η.Π.Α. και στον Καναδά σχετικά με τον «Αγγλικό Διαφωτισμό στην Τέχνη» και έπειτα επέστρεψε στο Λονδίνο όπου έγραψε μεγάλο αριθμό άρθρων ως δημοσιογράφος. Γνωστός για το οξυδερκές πνεύμα, τις εξεζητημένες εμφανίσεις και τους πνευματώδεις διαλόγους του, ο Ουάιλντ έγινε μια από τις διασημότερες προσωπικότητες της εποχής του.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 τελειοποίησε τις ιδέες του σχετικά με την ανωτερότητα της τέχνης σε μια σειρά από διαλόγους και δοκίμια, ενώ ενσωμάτωσε σκέψεις του για την παρακμή, την δολιότητα και την ομορφιά στο μοναδικό του μυθιστόρημα, Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ (The picture of Dorian Grey, 1890). Η δυνατότητα που του παρείχε, να αναλύσει σε βάθος λεπτομέρειες του Αισθητισμού καθώς και να καταπιαστεί με ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, έστρεψε τον Ουάιλντ στο θέατρο. Έγραψε το θεατρικό Σαλώμη (Salome, 1891) στο Παρίσι, στα γαλλικά, έργο που δεν ανέβηκε στην Αγγλία παρά μόνο χρόνια αργότερα, εξαιτίας της απαγόρευσης έργων με Βιβλικό περιεχόμενο στο αγγλικό σανίδι. Ανεπηρέαστος από τις αντιδράσεις, ο Ουάιλντ έγραψε τέσσερις ακόμα κοινωνικές σάτιρες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας, οι οποίες τον έκαναν έναν από τους πιο επιτυχημένους συγγραφείς του ύστερου Βικτωριανού Λονδίνου.

Στο απόγειο της φήμης του, και ενόσω το αριστούργημά του, Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός (The importance of being Earnest, 1895) παιζόταν στο Λονδίνο, ο Ουάιλντ μήνυσε τον Μαρκήσιο του Κουίνσμπερι, Τζον Ντάγκλας (John Douglas, 9th Marquess of Queensberry, 1844 - 1900) για συκοφαντία. Ο Μαρκήσιος ήταν ο πατέρας του εραστή του Ουάιλντ, του Λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας (Lord Alfred Douglas, 1870 - 1945). Οι κατηγορίες μπορούσαν να επιφέρουν κάθειρξη έως και δύο ετών. Στην διάρκεια της δίκης παρουσιάστηκαν αποδείξεις οι οποίες ανάγκασαν τον Ουάιλντ να αποσύρει τις κατηγορίες και οδήγησαν στην σύλληψή του με την κατηγορία του σοδομισμού (η ομοφυλοφιλία ήταν τότε ποινικό αδίκημα στην Αγγλία). Ύστερα από δύο ακόμα δίκες, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Το 1897, στην φυλακή, έγραψε το Εκ Βαθέων (De Profundis), μία επιστολή 80 περίπου πυκνογραμμένων σελίδων που εκδόθηκε το 1905, όπου αναλύει την ψυχοσύνθεσή του στις δίκες, δημιουργώντας ένα σκοτεινό «αντίβαρο» στην πρότερη φιλοσοφία της απόλαυσης. Μετά την αποφυλάκισή του έφυγε κατευθείαν για την Γαλλία, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί έγραψε και το τελευταίο του έργο, Η μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ (The Ballad of Reading Gaol, 1898), ένα μακροσκελές ποίημα όπου παρουσιάζει τις κακουχίες της ζωής στην φυλακή. Πέθανε άπορος στο Παρίσι , τον Νοέμβριο του 1900, σε ηλικία 46 ετών.

Άγαλμα του Όσκαρ Ουάιλντ στην πλατεία Merrion Square στο Δουβλίνο
Νεανικά χρόνια
Ο Όσκαρ Ουάιλντ γεννήθηκε στο Δουβλίνο, το δεύτερο από τα τρία παιδιά της Τζέην Φρανσέσκα Έλτζι (Jane Francesca Elgee, 1821 - 1896) και του Σερ Ουίλλιαμ Ουάιλντ (Sir William Wilde, 1815 - 1876). Η μητέρα του, υπέρμαχη της επανένωσης της Ιρλανδίας, έγραφε ποίηση για το επαναστατικό κίνημα των Young Irelanders, με το ψευδώνυμο Speranza (ελπίδα στα ιταλικά). Διάβαζε στα δύο αδέλφια (τον Όσκαρ και τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερό του Ουίλλυ(Willie Wilde, 1852 - 1899)) από μικρή ηλικία ποιήματα του κινήματος, μεταλαμπαδεύοντάς τους την αγάπη της για αυτά. Ο Σερ Ουίλλιαμ Ουάιλντ ήταν επιτυχημένος χειρούργος ωτορινολαρυγγολόγος και χρίστηκε ιππότης το 1864 για τις ιατρικές υπηρεσίες του στην χώρα. Επίσης, έγραψε βιβλία για την Ιρλανδική αρχαιολογία και λαογραφία και υπήρξε επιφανής φιλάνθρωπος. Η κλινική του, όπου προσέφερε φροντίδα στους άπορους πίσω από το Trinity College, υπήρξε ο πρόδρομος της Ωτορινολαρυγγικής κλινικής του Δουβλίνου. Ο Ουάιλντ βαφτίστηκε στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Μάρκου στο Δουβλίνο.

Εκτός των τριών παιδιών του με την Τζέην, ο Ουίλλιαμ Ουάιλντ είχε αποκτήσει τρία ακόμη παιδιά εκτός γάμου, πριν παντρευτεί την σύζυγό του: Τον Χένρι Ουίλσον (Henry Wilson) (1838), και τις Έμιλυ (Emily Wilde) (1847) και Μαίρυ Ουάιλντ (Mary Wilde) (1849). Ο Σερ Ουίλλιαμ αναγνώρισε την πατρότητα των νόθων παιδιών του, τους παρείχε όλα τα απαραίτητα για την μόρφωσή τους, όμως πάντοτε υστερούσαν σε σχέση με τα «νόμιμα» παιδιά του.

Το 1855 η οικογένεια Ουάιλντ μετακόμισε σε νέο, μεγαλύτερο σπίτι, όπου γεννήθηκε η μικρή Άισολα (Isola Wilde, 1857 - 1867) δύο χρόνια αργότερα. Σύντομα, το σπίτι των Ουάιλντ μετατράπηκε σε σημείο αναφοράς της κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής της πόλης, συγκεντρώνοντας σε πολυάριθμα σουαρέ προσωπικότητες των τεχνών και της επιστήμης, όπως τους Σέρινταν Λε Φανού (Sheridan Le Fanu, 1814 - 1873), Τζόρτζ Πετρί (George Petrie, 1790 - 1866), Σάμουελ Φέργκιουσον (Samuel Ferguson, 1810 - 1886) και Ουίλλιαμ Χάμιλτον (William Hamilton, 1805 - 1865).

Μέχρι την ηλικία των εννέα ετών λάμβανε μαθήματα κατ' οίκον, ενώ στην συνέχεια φοίτησε στο Portora Royal School, 160 χιλιόμετρα έξω από την πόλη του Δουβλίνου. Μέχρι τα είκοσί του χρόνια ο Ουάιλντ παραθέριζε στην εξοχική κατοικία του πατέρα του, στο παραθαλάσσιο χωριό Κονγκ (Cong), στην επαρχία του Μάγιο (Mayo) στην Δυτική Ιρλανδία. Εκεί, ο Όσκαρ με τον Ουίλλυ περνούσαν τον χρόνο τους με τον μετέπειτα συγγραφέα Τζορτζ Μούρ (George Moore, 1852 - 1933).

Η Άισολα απεβίωσε σε ηλικία εννέα ετών από μηνιγγίτιδα. Το ποίημα του Ουάιλντ Requiescat είναι αφιερωμένο στην μνήμη της:

"Πάτα ελαφρά, είναι κοντά,
Κάτω απʼ το χιόνι
Τʼ άνθος ακούει, μίλα σιγά,
Που μεγαλώνει."

Ακαδημαϊκή εκπαίδευση: 1870

Κολλέγιο Trinity, Δουβλίνο
Ο Ουάιλντ κέρδισε υποτροφία για να σπουδάσει Κλασική Φιλολογία από το 1871 έως το 1874 στο Trinity College στο Δουβλίνο όπου συγκατοίκησε με τον αδελφό του Ουίλλυ. Το Trinity, ένα από τα κορυφαία σχολεία στο είδος του, του παρείχε τα απαραίτητα εχέγγυα για να αναπτύξει το ταλέντο του και η συναναστροφή του με τον Τζων Μάχαφυ (J.P. Mahaffy, 1839 - 1919) του ενέπνευσε την αγάπη για την Αρχαία Ελληνική γραμματεία. Όσο σπούδαζε στο κολλέγιο, συνεργάστηκαν στην συγγραφή του βιβλίου του Μάχαφυ Η κοινωνική ζωή στην Ελλάδα από τον Όμηρο μέχρι τον Μένανδρο (Social life in Greece from Homer to Menander, 1874). Ο Ουάιλντ, παρά τις μεταγενέστερες επιφυλάξεις του, χαρακτήριζε τον Μάχαφυ «ο πρώτος και καλύτερος δάσκαλός μου» και «ο λόγιος που μου έμαθε να αγαπάω κάθε τι ελληνικό». Από την πλευρά του, ο Μάχαφυ υπερηφανευόταν ότι εκείνος δημιούργησε τον Ουάιλντ· αργότερα όμως θα τον αποκαλούσε «το μόνο μελανό σημείο της διδασκαλίας μου».

Στο κολλέγιο δραστηριοποιείτο η «Φιλοσοφική Κοινωνία» του Πανεπιστημίου, μια ομάδα όπου φοιτητές μαζεύονταν και συζητούσαν ζητήματα τέχνης και φιλοσοφίας, η οποία ιδρύθηκε το 1683 από τον Ιρλανδό φιλόσοφο Ουίλλιαμ Μολυνό (William Molyneux, 1656 - 1698), γεγονός που την έκανε την παλαιότερη αντίστοιχη φοιτητική οργάνωση. Ο Ουάιλντ σύντομα καθιερώθηκε ως μέλος, και οι εβδομαδιαίες συζητήσεις της ομάδας για τους Άλτζερνον Τσαρλς Σουΐνμπορν (Algernon Charles Swinburne, 1837 - 1909) και Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι (Dante Gabriel Rossetti, 1828 - 1882), ανάμεσα σε άλλους, βοήθησαν σημαντικά στην ανάπτυξη του πνεύματός του. Εκεί παρουσίασε και ένα δοκίμιό του, με τίτλο Αισθητική Ηθική (Aesthetic Morality). Στο Trinity ο Ουάιλντ διέπρεψε ως μαθητής: στο πρώτο έτος ήταν πρώτος στην τάξη του, στο δεύτερο κέρδισε υποτροφία ύστερα από εξετάσεις ενώ στο τελευταίο έτος βραβεύτηκε με το «Χρυσό μετάλλιο του Μπέρκλεϋ», το υψηλότερο ακαδημαϊκό επίτευγμα στις ελληνικές σπουδές. Έδωσε εξετάσεις για υποτροφία στο Κολλέγιο Magdalen του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, τις οποίες και πέρασε με άνεση.

Ο 'Οσκαρ Ουάιλντ στην Οξφόρδη, σε ηλικία 22 ετών
Κολλέγιο Magdalen, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
Στο Magdalen συνέχισε τις σπουδές του στην Κλασική Φιλολογία, μέχρι και το 1878. Στην διάρκεια της φοίτησής του προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να ενταχθεί στην ρητορική ομάδα του Πανεπιστημίου, την περίφημη «Oxford Union».

Γοητευμένος τόσο από την αμφίεση όσο και από την μυστικότητα και τις τελετουργίες της Μασονικής Στοάς Apollo, υπέβαλε αίτηση, έγινε δεκτός, και σύντομα ανελίχθη μέχρι τον βαθμό του «Ανώτερου Διδασκάλου». Ύστερα από την αναθέρμανση του ενδιαφέροντός του για την Μασονία, στο τρίτο έτος, δήλωσε: «Θα ήταν πολύ θλιβερό να την άφηνα, αν ποτέ εγκατέλειπα την αίρεση του Προτεσταντισμού». Σκεφτόταν σοβαρά να ασπαστεί τον Καθολικισμό, μάλιστα είχε συζητήσει ενδελεχώς το θέμα με μέλη του κλήρου. Το 1877, ύστερα από μία ακρόαση από τον Πάπα Πίο Θ', μαγεύτηκε από το χάρισμα του θρησκευτικού ηγέτη. Διάβασε με ενθουσιασμό τα βιβλία του Καρδιναλίου Τζον Νιούμαν (Cardinal John Henry Newman, 1801 - 1890), ενώ με την συνάντησή του με τον Αιδεσιμότατο Σεμπάστιαν Μπόουντεν (Sebastian Bowden) το 1878, απέδειξε ότι έπαιρνε σοβαρά το θέμα της μεταστροφής του προς τον Καθολικισμό, καθώς ο Άγγλος κληρικός είχε χειριστεί στο παρελθόν αντίστοιχες υποθέσεις επιφανών προσωπικοτήτων. Ούτε ο πατέρας του (ο οποίος απείλησε να του κόψει την χρηματοδότηση) ούτε ο Μάχαφυ είδαν με καλό μάτι το σχέδιό του· κυρίως όμως ο ίδιος ο Ουάιλντ, ο ιδανικός ατομικιστής, εναντιώθηκε την ύστατη στιγμή στην ένταξή του σε ένα τόσο τυπικό σύστημα αξιών όπως ο Καθολικισμός. Την ημέρα της βάπτισής του, αντί για τον Ουάιλντ εμφανίστηκε στην εκκλησία ένα μπουκέτο λευκοί κρίνοι. Παρ' όλα αυτά, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, παρέμεινε αμείωτο το ενδιαφέρον του, τόσο για την κοσμοθεωρία όσο και για τα μυστήρια της Καθολικής Εκκλησίας.

Ο Όσκαρ Ουάιλντ ντυμένος τσολιάς, από την επίσκεψή 

του στην Ελλάδα
Κατά την διάρκεια των σπουδών του στο Magdalen, ο Ουάιλντ έγινε αρκετά γνωστός ως πρωτεργάτης τόσο του Αισθητικού όσο και του Παρακμιακού κινήματος (Decadence movement). Είχε τα μαλλιά του μακριά, περιφρονούσε δημόσια όλα τα «αντρικά» αθλήματα - αν και περιστασιακά έπαιζε μποξ - και είχε διακοσμήσει το δωμάτιό του με φτερά παγωνιού, κρίνους, ηλιοτρόπια, μπλε πορσελάνες και άλλα objets d'art. «Το βρίσκω κάθε μέρα όλο και πιο δύσκολο να φανώ αντάξιος των γαλάζιων πορσελάνων μου», είχε πει κάποτε σε φίλους, ευφυολόγημα το οποίο έγινε σύντομα γνωστό και χρησιμοποιήθηκε ευρέως από αισθητιστές αλλά και από τους επικριτές τους, οι οποίοι έβρισκαν σε αυτό μία τρομερή κενότητα. Συχνά οι αισθητιστές αντιμετωπίζονταν με σκεπτικισμό, ακόμη και περιφρόνηση, όμως οι σχεδόν απαθείς τρόποι τους, σε συνδυασμό με τα επιδεικτικά ντυσίματα τους δημιούργησαν μια αναγνωρίσιμη «μόδα». Μάλιστα υπάρχει καταγεγραμμένο περιστατικό από τα φοιτητικά χρόνια του Ουάιλντ, όταν τέσσερις συμφοιτητές του του επιτέθηκαν και κατάφερε να τους απωθήσει μόνος του. Μέχρι το τρίτο έτος, ο Ουάιλντ είχε ξεκινήσει να φτιάχνει τον μύθο του και οι γνώσεις του είχαν ξεπεράσει κατά πολύ τις προκαθορισμένες, στείρες ακαδημαϊκές διαλέξεις. Αυτή του η συμπεριφορά οδήγησε στην αποβολή του για ένα εξάμηνο από το Madgalen, όταν μετά από ένα ταξίδι στην Ελλάδα με τον καθηγητή Μάχαφυ γύρισε αδικαιολογήτως αργοπορημένος στο Πανεπιστήμιο.

Ο Ουάιλντ γνώρισε τον Ουόλτερ Πέιτερ όταν ήταν στο τρίτο έτος στο Magdalen, όμως τον είχε ήδη σαγηνεύσει το έργο τουΣπουδή στην ιστορία της Αναγέννησης (Studies in the history of Renaissance, 1873), το οποίο εκδόθηκε τον τελευταίο χρόνο του Ουάιλντ στο Trinity. Ο Πέιτερ ισχυριζόταν ότι πρωτίστως ο άνθρωπος πρέπει να εξευγενίσει την δεκτικότητά του στην ομορφιά, και ότι πρέπει να ζει την κάθε στιγμή στον μέγιστο βαθμό. Χρόνια αργότερα, στο Εκ Βαθέων, ο Ουάιλντ έγραψε για το βιβλίο του Πέιτερ: «Το βιβλίο που είχε μια τόσο παράξενη επίδραση στην ζωή μου». Είχε μάθει αποσπάσματα του βιβλίου απ' έξω, και το είχε πάντοτε μαζί του στα ταξίδια του τα επόμενα χρόνια. Ο Πέιτερ ήταν εκείνος που εμφύσησε στον Ουάιλντ την σχεδόν παιδιάστικη, απαίδευτη αφοσίωσή του στην τέχνη, όμως ο Τζον Ράσκιν έδωσε σκοπό σε αυτήν. Ο Ράσκιν διαφωνούσε με τον ρηχό Αισθητισμό του Πέιτερ, αντιπαραβάλλοντας στην κενότητά του την ανάγκη της Τέχνης να βελτιώνει την κοινωνία. Ο Ράσκιν λάτρευε την Ομορφιά, αλλά θεωρούσε ότι έπρεπε να συνυπάρχει με το Καλό και να εφαρμόζεται για αυτό. Στην σειρά διαλέξεων του Ράσκιν Ο Αισθητισμός και τα Μαθηματικά στις σχολές Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, τις οποίες ο Ουάιλντ παρακολούθησε με ενθουσιασμό, ο Άγγλος συγγραφέας παρουσίασε τον Αισθητισμό ως το μη μαθηματικό κομμάτι ενός πίνακα. Παρ' όλο που ο Ουάιλντ δεν ήταν φίλος ούτε του πρωινού ξυπνήματος ούτε της χειρωνακτικής εργασίας, προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει τον Ράσκιν να μετατρέψουν έναν λασπωμένο επαρχιακό καρόδρομο σε έναν ωραίο, καθαρό δρόμο περιστοιχισμένο από παρτέρια με λουλούδια.

Κέρδισε το 1878 το Βραβείο Newdigate, το οποίο απονέμεται από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης σε προπτυχιακούς φοιτητές, για το ποίημά του Ραβένα (Ravenna), εμπνευσμένο από την επίσκεψη του στην ιταλική πόλη τον προηγούμενο χρόνο. Αποφοίτησε τον Νοέμβριο του 1878, κερδίζοντας μία σπάνια διάκριση· ήταν από τους ελάχιστους φοιτητές που βγήκαν πρώτοι και στους δύο κύκλους σπουδών του τμήματος.

Μαθητεία ενός αισθητιστή: 1880

Οδός Τάιτ 1 (πλέον 44), Τσέλσι, Λονδίνο
Ντεμπούτο στην κοινωνία
Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο Ουάιλντ επέστρεψε στο Δουβλίνο, όπου ξανασυνάντησε την Φλόρενς Μπαλκόμπ (Florence Balcombe, 1858 - 1937), παιδικό του έρωτα. Εκείνη όμως, αρραβωνιάστηκε τον Μπραμ Στόκερ (Bram Stoker, 1847 - 1912), τον οποίο και παντρεύτηκε το 1878. Αυτή της η απόφαση απογοήτευσε τον Ουάιλντ, αλλά παρέμεινε στωικός· της έγραψε, λέγοντάς της: «Θυμάμαι τα δύο χρόνια - τα πιο γλύκα χρόνια όλης μου της εφηβείας» που είχαν περάσει μαζί. Επίσης ανέφερε την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Αγγλία, «αυτή την φορά για τα καλά», επιθυμία που έκανε εν τέλει πραγματικότητα το ίδιο έτος, επιστρέφοντας στην γενέτειρά του μόλις άλλες δύο φορές.

Αβέβαιος για το επόμενο βήμα του, επικοινώνησε με αρκετούς γνωστούς του ψάχνοντας για θέσεις Κλασικών σπουδών στην Οξφόρδη και στο Κέιμπριτζ. Ακριβώς όπως το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης έδινε το βραβείο Newdigate για ποίηση, έτσι και το αντίστοιχο του Κέιμπριτζ έδινε το βραβείο Chancellor για πρόζα. Ο Ουάιλντ, αν και δεν ήταν φοιτητής του Πανεπιστημίου, συμμετείχε κανονικά το 1879 με το δοκίμιό του Η άνοδος της ιστορικής κριτικής (The rise of historical criticism). Το θέμα του, «Η ιστορική κριτική στους Αρχαίους», έμοιαζε ιδανικό για τον Ουάιλντ, ο οποίος όμως, παρά την ικανότητά του στον γραπτό λόγο και την βαθιά γνώση του για τον Αρχαίο κόσμο, δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στην μακρόσυρτη, επίπεδη ακαδημαϊκή γλώσσα. Παραδόξως, δεν δόθηκε βραβείο εκείνη την χρονιά. Με όσα χρήματα του περίσσεψαν από την πώληση των σπιτιών που κληρονόμησε από τον πατέρα του, ο Ουάιλντ μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου έμεινε με τον Άγγλο ζωγράφο Φρανκ Μάιλς (Frank Miles, 1852 - 1891) στον αριθμό 1 της οδού Τάιτ, στο Τσέλσι. Τα επόμενα έξι χρόνια ο Ουάιλντ θα τα περνούσε ανάμεσα στο Λονδίνο, το Παρίσι και τις Η.Π.Α., όπου ταξίδευε δίνοντας διαλέξεις.

Από τα χρόνια στο Trinity δημοσίευε στίχους και ποιήματα σε περιοδικά, κυρίως στο Cottabos, το οποίο εξέδιδε το Κολλέγιο, και στο Dublin University Magazine, ένα ανεξάρτητο μηνιαίο περιοδικό με λογοτεχνική θεματολογία. Στα μέσα του 1881, στα 27 του χρόνια, εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιήματα(Poems). Το βιβλίο έγινε δεκτό με αρκετά θετικά σχόλια, πούλησε και τα 750 αντίτυπά του, και επανεκδόθηκε το επόμενο έτος. Ήταν δεμένο με μία πανέμορφη, εμαγιέ περγαμηνή με ανάγλυφα άνθη και ήταν τυπωμένο σε χειροποίητο Ολλανδικό χαρτί. Ο Ουάιλντ χάρισε πολλά αντίτυπα του βιβλίου σε επιφανείς προσωπικότητες και λογοτέχνες που τον επισκέφτηκαν τα επόμενα χρόνια. Η «Oxford Union» του ζήτησε να της αποστείλει ένα αντίτυπο για την βιβλιοθήκη της, αλλά κατά την παρουσίασή του, το έργο καταδικάστηκε ως προϊόν λογοκλοπής ύστερα από οριακή ψηφοφορία. Το αντίτυπο, προς μεγάλη στεναχώρια της Ένωσης, επιστράφηκε στον Ουάιλντ. Ο βιογράφος Ρίτσαρντ Έλμαν (Richard Ellmann, 1918 - 1987) υποστήριζε πως το ποίημά του Hélas (αλίμονο στα Γαλλικά) αποτελεί μια ειλικρινή, αν και κάπως εξεζητημένη προσπάθειά να εξηγήσει τις αντιθέσεις που έβλεπε στον εαυτό του:

"Να καταπιαστώ με κάθε πάθος ιερό
μέχρι η ψυχή μου να γένει
λάουτο έγχορδο, παλιό
οι ανέμοι όλοι να παίζουνε μ' αυτό"

Το εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό Punch δεν συμμεριζόταν τον ίδιο ενθουσιασμό· «ο ποιητής είν' Ουάιλντ, μα η ποίησή του ήμερη», κατέληγε, παίζοντας με την ομοηχία του επιθέτου του ποιητή με το επίθετο «άγριος» (Wilde - wild).

Αμερική: 1882
Ο Αισθητισμός εκείνα τα χρόνια ήταν αρκετά της μόδας και μεταφέρθηκε σε οπερέτα από το δίδυμο Γκίλμπερτ-Σάλιβαν (Gilbert and Sullivan) στην Υπομονή(Patience, 1881). Ο Ρίτσαρντ Ντ' Όυλυ Κάρτ (Richard D'Oyly Carte, 1844 - 1901), ξακουστός Άγγλος ιμπρεσάριος, στα πλαίσια προώθησης του έργου στις Η.Π.Α. κάλεσε στην αμερικάνικη ήπειρο για μια σειρά από διαλέξεις τον πλέον θελκτικό όλων των αισθητιστών, τον Όσκαρ Ουάιλντ. Έφτασε στην Νέα Υόρκη στις 2 Ιανουαρίου 1882, με το Α/Π Αριζόνα (SS Arizona), μετά από ταξίδι 9 ημερών. Αν και αρχικά ήταν σχεδιασμένη να διαρκέσει τέσσερεις μήνες, η περιοδεία συνεχίστηκε για πάνω από ένα έτος, εξαιτίας της μεγάλης εμπορικής επιτυχίας της. Ο Ουάιλντ επιθυμούσε να μεταφέρει την ομορφιά που έβλεπε στην τέχνη, στην καθημερινότητα. Αυτό ήταν ένα πρακτικό όσο και φιλοσοφικό ζήτημα: στην Οξφόρδη είχε διακοσμήσει το δωμάτιό του με κρίνους και γαλάζιες πορσελάνες, ενώ στην Αμερική μία από τις διαλέξεις του είχε σαν θέμα την εσωτερική διακόσμηση. Όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει την φήμη ότι κάποτε είχε παρελαύνει στην οδό Πικαντίλι (Piccadilly Str.) στο Λονδίνο, με τα μακριά μαλλιά του να ανεμίζουν, κρατώντας ένα κρίνο, απάντησε: «Σημασία δεν έχει αν το έκανα ή όχι, αλλά αν ο κόσμος πιστεύει ότι το έκανα». Ο Ουάιλντ θεωρούσε ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να δημηγορεί για τα υψηλότερα ιδεώδη, και ότι η ηδονή και η ομορφιά θα αντικαταστήσουν την ωφελιμιστική ηθική.

Ο Τύπος ασκούσε ανηλεή κριτική τόσο στον Ουάιλντ όσο και στον Αισθητισμό: παραδείγματος χάριν, η εφημερίδα Springfield Republican, με αφορμή την επίσκεψη του Ουάιλντ στην Βοστώνη για μία διάλεξη, θεώρησε ότι η συμπεριφορά του Άγγλου αισθητιστή αντικατόπτριζε περισσότερο άνθρωπο κακόφημο, παρά διανοητή αφιερωμένο στην Ομορφιά και στην Ηδονή. Ο Τόμας Χίγγινσον (Thomas Wentworth Higginson, 1823 - 1911), Αμερικανός κληρικός και υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας, έγραψε στο άρθρο του με τίτλο Unmanly Manhood τους προβληματισμούς του για το ότι ο Ουάιλντ, του οποίου «η μόνη διάκριση είναι ένα μικρό βιβλίο με πολύ μέτρια ποίηση», θα επηρέαζε αρνητικά την συμπεριφορά ανδρών και γυναικών. Παρόλο που ο Τύπος ήταν εχθρικός απέναντί του, ο Ουάιλντ έχαιρε θερμής υποδοχής στα πιο ετερόκλιτα περιβάλλοντα στις Η.Π.Α.· την μία ημέρα έπινε ουίσκι με μεταλλωρύχους (δηλώνοντας μάλιστα: «οι μόνοι καλοντυμένοι άνθρωποι που έχω δει στις Η.Π.Α. είναι οι μεταλλωρύχοι των Βραχωδών Ορέων») και την επόμενη τον υποδέχονταν με τιμές στα πιο μοντέρνα σαλόνια κάθε πόλης που επισκεπτόταν.

Η ζωή στο Λονδίνο και ο έγγαμος βίος
Τα έσοδά του, σε συνδυασμό με τις αναμενόμενες εισπράξεις από το θεατρικό του, την Δούκισσα της Πάδουας (The Duchess of Padua, 1883), του επέτρεψαν να μετακομίσει στο Παρίσι από τον Φεβρουάριο μέχρι τα μέσα Μαΐου του 1883. Εκεί γνώρισε τον Ρόμπερτ Σέραρντ (Robert Sherard, 1861 - 1943), Άγγλο συγγραφέα και δημοσιογράφο, τον οποίο φιλοξενούσε σε τακτική βάση. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους επέστρεψε για λίγο στην Νέα Υόρκη για να ανεβάσει το πρώτο θεατρικό έργο που είχε γράψει, την Vera, το οποίο είχε απορριφθεί στο Λονδίνο. Φημολογείται ότι κατά την διάρκεια του ταξιδιού, ψυχαγωγούσε τους συνταξιδιώτες του απαγγέλοντας στίχους από το ποίημά του Ave Imperatix!, A Poem on England (Χαίρε, Αυτοκράτειρα!, Ένα ποίημα για την Αγγλία), σχετικά με την άνοδο και την πτώση των αυτοκρατοριών. Ο Έντμουντ Κλάρενς Στίντμαν (E.C. Stedman, 1833 - 1908), Αμερικανός ποιητής και κριτικός, έγραψε στο έργο του Victorian Poets για τον «αντρίκειο στίχο του - μία ποιητική και εύγλωττη επίκληση». Η παρουσία του Ουάιλντ στην αμερικανική μεγαλούπολη για ακόμη μία φορά δεν πέρασε απαρατήρητη. Το έργο αρχικά έτυχε καλής υποδοχής από το κοινό, όμως ύστερα από τις χλιαρές αντιδράσεις των κριτικών η προσέλευση έπεσε κατακόρυφα με αποτέλεσμα η παράσταση να ακυρωθεί μόλις μία εβδομάδα μετά την πρεμιέρα.

Ο Ρόμπερτ Ρος, 24 χρονών
Το μόνο που έμενε στον Ουάιλντ ήταν να επιστρέψει στο Λονδίνο και να συνεχίσει τις διαλέξεις: Εντυπώσεις από την Αμερική, Η αξία της Τέχνης στην σύγχρονη ζωή και Ενδυματολογία ήταν μερικά από τα θέματά του.

Το 1881 ο Ουάιλντ είχε γνωρίσει την Κόνστανς Λόυντ (Constance Lloyd, 1859 - 1898), κόρη του Οράσιο Λόυντ (Horace Lloyd), ενός πλουσίου συμβούλου της Βασίλισσας. Το 1884, η Κόνστανς έτυχε να επισκεφτεί το Δουβλίνο, όπου ο Ουάιλντ έδινε διαλέξεις στο θέατρο Gaiety. Εκείνος την ζήτησε σε γάμο, και παντρεύτηκαν στις 29 Μαΐου 1884 στην Αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Ιακώβου στο Πάντινγκτον (Paddington) του Λονδίνου. Το ετήσιο εισόδημα της Κόνστανς ανερχόταν σε 250 λίρες, ποσό αξιοπρεπέστατο για γυναίκα εκείνης της εποχής (αντιστοιχεί σε 22.100£ με σημερινή αξία), όμως τα ιδιαιτέρως ακριβά γούστα του Ουάιλντ, καθώς και το ότι το ζευγάρι κήρυσσε συνεχώς την αξία της διακόσμησης, έκαναν το κοινό να θεωρεί ότι το σπίτι τους θα έπρεπε να γίνει ο «ναός» του Αισθητισμού. Ως εκ τούτου, το σπίτι τους στον αριθμό 16 της οδού Τάιτ ανακαινίστηκε πλήρως, με αρκετά υψηλό κόστος. Απέκτησαν δύο γιους, τον Κύριλλο (Cyril Wilde, 1885 - 1915) και τον Βίβιαν (Vyvyan Holland, 1886 - 1967).

Ενδεικτικό της πολιτικής ευαισθητοποίησής του είναι ότι υπήρξε ο μόνος λογοτέχνης που υπέγραψε την αίτηση του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω (George Bernard Shaw, 1856 - 1950) για να δοθεί χάρη στους αναρχικούς που είχαν συλληφθεί (και εν τέλει εκτελέστηκαν) ως υπεύθυνοι του μακελειού στην πλατεία Χέιμαρκετ (Haymarket square) στο Σικάγο, στις 4 Μαΐου 1886.

Ο Ρόμπερτ Ρος (Robert Ross, 1869 - 1918), 17 χρονών τότε, είχε διαβάσει τα ποιήματα του Ουάιλντ πριν συναντηθούν και εναντιωνόταν στην Βικτωριανή απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας σε τέτοιο βαθμό ώστε είχε αποξενωθεί από την οικογένεια του. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Έλμαν, βιογράφου του Ουάιλντ, ο Ρος ήταν «...τόσο νέος και τόσο γνώστης, αποφασισμένος να γοητεύσει τον Ουάιλντ». Ο Ντάνιελ Μέντελσον (Daniel Mendelsohn, γεν. 1960), Αμερικανός συγγραφέας και κριτικός, θεωρεί ότι ο Ουάιλντ, ο οποίος έκανε συχνά αναφορές στον «Ελληνικό έρωτα» (κατ' ευφημισμό η ομοφυλοφιλία), μυήθηκε στον ομοφυλοφιλικό έρωτα από τον Ρος, σε μια εποχή που «ο γάμος του είχε αρχίσει να περνάει κρίση μετά την δεύτερη εγκυμοσύνη της συζύγου του, η οποία πλέον τον απωθούσε ερωτικά».

Πρόζα: 1886-91
Ο Όσκαρ Ουάιλντ ξαπλωμένος, με τα Ποιήματά του στην Νέα Υόρκη,
το 1882. Αν συχνά ήθελε να φαίνεται οκνηρός, στην πραγματικότητα
εργαζόταν σκληρά· μέχρι τα τέλη της δεκαετίας 1880 ήταν ήδη πατέρας,
συγγραφέας και συντάκτης. Φωτογραφία του Napoleon Sarony.
Δημοσιογραφία και επιμέλεια: 1886-89
Ένα επικριτικό άρθρο για ζητήματα τέχνης στο Pall Mall Gazette προκάλεσε την άμεση απάντηση του Ουάιλντ με μία επιστολή υπερασπιστική των ιδεών του, και σύντομα αυτό οδήγησε στην συνεργασία του με αυτήν και άλλες εφημερίδες από το 1886 μέχρι το 1887. Απολάμβανε να κάνει κριτικές και να γράφει άρθρα· αυτό το είδος ταίριαζε στην γραφή του. Του επέτρεπε να οργανώνει και να μοιράζεται τις σκέψεις του για την τέχνη, την λογοτεχνία και την ζωή με έναν τρόπο λιγότερο μονότονο και προκαθορισμένο από ότι οι διαλέξεις. Ενθαρρυμένος από την θερμή υποδοχή, σταδιακά μετέτρεψε τις κριτικές του σε φλύαρα καλοπροαίρετα μανιφέστα. Όπως και οι γονείς του, έτσι και ο Ουάιλντ ήταν υπέρμαχος της επανένωσης της Ιρλανδίας. Μάλιστα, όταν ο Τσαρλς Στιούαρτ Πάρνελ (Charles Stewart Parnell, 1846 - 1891), Ιρλανδός πολιτικός, ηγέτης του «Αυτονομιστικού Ιρλανδικού Κινήματος», κατηγορήθηκε εσφαλμένα για συμμετοχή στην δολοφονία δύο μελών της Βρετανικής κυβέρνησης της Ιρλανδίας στο Δουβλίνο το 1887, ο Ουάιλντ έγραψε σωρεία υπερασπιστικών άρθρων στην Daily Chronicle.

Το χάρισμά του, το οποίο μέχρι πριν το χρησιμοποιούσε μόνο για την κοινωνικοποίησή του, ταίριαζε με την δημοσιογραφία και δεν πέρασε απαρατήρητο. Έχοντας περάσει τα τριάντα, και με μία οικογένεια να συντηρήσει πλέον, ανέλαβε στα μέσα του 1887 την επιμέλεια του μηνιαίου περιοδικού Ο Κόσμος της Κυρίας (The Lady's World), με το όνομά του μάλιστα να εμφανίζεται στο εξώφυλλο. Άμεσα το μετονόμασε σε The Woman's World, προσέθεσε άρθρα σοβαρότερης θεματολογίας, για την ανατροφή των παιδιών, την πολιτική και τον πολιτισμό, ενώ διατήρησε και διάνθισε με την πένα του στήλες για τις τέχνες και την μόδα. Συνήθως το περιοδικό περιλάμβανε δύο μυθιστορήματα, ένα παιδικό και ένα για τις κυρίες. Ο Ουάιλντ εκμεταλλευόταν τις καλλιτεχνικές διασυνδέσεις του και εξασφάλιζε ποιοτικές συνεργασίες για το περιοδικό του, όπως της μητέρας του, Τζέην Ουάιλντ, ή της συζύγου του Κόνστανς, ενώ η στήλη του «Λογοτεχνία και σημειώσεις» ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Η διοίκηση του περιοδικού, η απόσταση που έπρεπε να διανύει καθημερινά από και προς την δουλειά καθώς και το εργασιακό περιβάλλον έκαναν την ζωή του Ουάιλντ ανιαρή, εξασθενώντας το ενδιαφέρον του και την ενέργεια που είχε φέρει αρχικά στην δουλειά του. Εκτός αυτού, οι εκδότες άρχισαν να δείχνουν ξανά ενδιαφέρον για το τιράζ: οι πωλήσεις, στην σχετικά υψηλή τιμή του ενός σελινιού, παρέμεναν σε χαμηλά επίπεδα. Έστελνε όλο και συχνότερα τις οδηγίες του στο περιοδικό με γράμματα, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην συγγραφή, με αποτέλεσμα και η δική του στήλη να εμφανίζεται σπανιότερα. Τον Οκτώβρη του 1889 ο Ουάιλντ είχε πλέον δοθεί ολοκληρωτικά στην συγγραφή, και, με το κλείσιμο του δεύτερου έτους του περιοδικού, αποχώρησε. Το περιοδικό έβγαλε μόλις ένα τεύχος ακόμα.

Παρόλο που τα χρόνια που πέρασε ο Ουάιλντ σαν εκδότης δεν χαρακτηρίζονται ως επιτυχημένα από οργανωτικής απόψεως, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή του ως συγγραφέα και διευκόλυναν την αύξηση της φήμης του. Ενώ ως δημοσιογράφος ο Ουάιλντ παρέδιδε άρθρα υπό την επίβλεψη των εκδοτών του, η ιδιότητά του ως εκδότης του επέβαλε να μάθει τους όρους της λογοτεχνικής αγοράς και να τους κατευθύνει προς όφελός του.

Το σπίτι με τις ροδιές, πρώτη έκδοση.
Διηγήματα
Το 1888 εκδόθηκε Ο ευτυχισμένος πρίγκηπας κι άλλα παραμύθια (The happy prince and other tales), μια συλλογή από παραμύθια, είδος με το οποίο ο συγγραφέας είχε καταπιαστεί στο παρελθόν, δημοσιεύοντας ιστορίες του στα έντυπα μέσα της εποχής. Το 1891 εκδόθηκαν δύο ακόμα συλλογές, Το έγκλημα του Λόρδου Άρθουρ Σάβιλ και άλλες ιστορίες (Lord Arthur Savile's crime and other stories) και Το σπίτι με τις ροδιές (House of pomegranates), το οποίο μάλιστα αφιέρωσε στην Λαίδη Κόνστανς Μαίρυ Ουάιλντ, την σύζυγό του. Το πορτραίτο του κυρίου Ου. Χ. (The portrait of Mr. W.H.) το οποίο είχε ξεκινήσει να γράφει το 1887, δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό Blackwood's Edinburgh Magazine τον Ιούλιο του 1889· αναφέρεται στον Ουίλλυ Χιούζ (Willie Hughes), τον άνθρωπο στον οποίο φημολογείται ότι αφιέρωσε ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare, 1564 - 1616) τα περισσότερα από τα σονέτα του. Στο διήγημα, το οποίο είναι γραμμένο σε μορφή διαλόγου, ο Ουάιλντ φλερτάρει με την ιδέα ότι τα σονέτα γράφτηκαν για να εξυμνήσουν τον έρωτα του ποιητή για τον νεαρό ηθοποιό, αν και, όπως παραδέχεται ο ίδιος, οι μόνες αποδείξεις που υπάρχουν επ' αυτού είναι δύο υποτιθέμενα λογοπαίγνια σε ένα σονέτο. Ο αφηγητής είναι αρχικά σκεπτικός, στην συνέχεια πείθεται και εν τέλει καταλήγει, με παιχνιδιάρικη διάθεση, στο ότι «υπάρχουν πολλά να ειπωθούν για τις φήμες του Ουίλλυ Χιούζ και των σονέτων του Σαίξπηρ. Πλέον ο μύθος και η πραγματικότητα έχουν ενωθεί σε ένα σώμα». Ο Αρθούρος Ράνσομ (Arthur Ransome, 1884 - 1967), Άγγλος δημοσιογράφος και συγγραφέας, έγραψε ότι ο Ουάιλντ «είδε ένα μέρος του εαυτού του στα σονέτα του Σαίξπηρ», και ενθουσιάστηκε με την θεωρία του Ουίλλυ Χιούζ, παρά την έλλειψη έγκυρων αποδείξεων ακόμη και για την ύπαρξη του τελευταίου. Έτσι, αντί να γράψει μια σοβαρή δοκιμιακή μελέτη πάνω στο θέμα, ο Ουάιλντ επέλεξε να μετατρέψει την θεωρία αυτή στο όχημα πάνω στο οποίο θα ξετυλιγόταν η πλοκή του έργου του, δίνοντας στους τρεις χαρακτήρες του την ευκαιρία να πειραματιστούν μαζί της, μπλέκοντας εντέχνως τις εικασίες με την πραγματικότητα και τις προσωπικές του επιθυμίες. Το πορτραίτο του κυρίου Ου. Χ.είναι ένα από τα πρώτα αριστουργήματα του Ουάιλντ, συνδυάζοντας τον διάλογο, την αφήγηση καθώς και την θεωρία του ότι για να αποδεχθεί κάποιος μια ιδέα πρέπει πρώτα να πείσει κάποιον άλλον για την αλήθεια της, θέματα αγαπημένα του ποιητή. Ο Ράνσομ συμπεραίνει ότι η επιτυχία του Ουάιλντ οφείλεται στο γεγονός ότι και η λογοτεχνική κριτική, αντικείμενο με το οποίο είχε καταπιαστεί για χρόνια ο ποιητής, απαιτεί την ίδια επιδεξιότητα με την δημιουργία έργων τέχνης. Παρόλο που το έργο δεν ήταν παρά μία «ζωηρή εικασία» του ποιητή, καταλήγει ο Ράνσομ, και η θεωρία για τον Ουίλλυ Χιούζ διάτρητη, «μας μαγεύει ακόμα η εκπληκτική αφήγηση του Ουάιλντ». «Πρέπει να πιστεύεις στον Ουίλλυ Χιούζ», είπε κάποτε ο Ουάιλντ σε έναν γνωστό του. «Σχεδόν πιστεύω κι εγώ».

Δοκίμια και διάλογοι
Ο Ουάιλντ, κουρασμένος από την δημοσιογραφία, είχε αφοσιωθεί πλήρως στην ανάπτυξη και προώθηση των αρχών του Αισθητισμού μέσω των έργων του, τα οποία δημοσιεύονταν στα σημαντικότερα πολιτιστικά και λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Τον Ιανουάριο του 1889 δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό The Nineteenth Century το δοκίμιό του Η παρακμή του ψεύδους (The decay of lying), ενώ, τον ίδιο χρόνο, ο Ιρλανδός εκδότης και φίλος του Ουάιλντ, Φρανκ Χάρις (Frank Harris, 1856 - 1931), δημοσίευσε στην επιθεώρησή του The Fortnightly Review την σατιρική βιογραφία του πρώτου για τον Τόμας Γκρίφιθς Γουέινραϊτ (Thomas Griffiths Wainerwright, 1794 - 1847) - Άγγλο κατά συρροή δολοφόνο του 19ου αιώνα - με τίτλο Πένα, πινέλο και δηλητήριο (Pen, pencil and poison). Δύο από τα τέσσερα έργα του σχετικά με τον Αισθητισμό είναι διάλογοι· αν και ο Ουάιλντ είχε εξελιχθεί επαγγελματικά από λέκτορας σε συγγραφέας, διατήρησε την συνήθεια του προφορικού λόγου. Πνευματώδης και ικανότατος αφηγητής, συνήθιζε να μετατρέπει τα τσιτάτα, τα ευφυολογήματα και τις παραδοξολογίες του σε μεγαλύτερα, ενιαία έργα.

Ο Ουάιλντ προβληματιζόταν ιδιαίτερα για την επίδραση που είχε στην τέχνη όποια προσπάθεια ηθικοποίησής της, ενώ πίστευε στον θεραπευτικό, κατευναστικό χαρακτήρα της: «Η Τέχνη είναι Ατομικισμός και ο Ατομικισμός είναι μια φοβερά ενοχλητική και αποδιοργανωτική δύναμη. Κι αυτή ακριβώς είναι η ανυπολόγιστη αξία του. Γιατί αυτό που επιδιώκει να ανατρέψει είναι η μονοτονία των προτύπων, η υποδούλωση στα έθιμα, η τυραννία της συνήθειας και ο υποβιβασμός του ανθρώπου στο επίπεδο της μηχανής.» Στο μοναδικό πολιτικό κείμενό του, Η ψυχή του ανθρώπου στον Σοσιαλισμό (The soul of man under Socialism, 1891) υποστήριξε ότι οι έχοντες εξουσία πρέπει να δώσουν προτεραιότητα σε αυτή την αρχή, ενώ κατέληξε στο ότι το πιο ευνοϊκό πολίτευμα για τους καλλιτέχνες είναι ο Αναρχισμός. Ο Ουάιλντ οραματίζεται μία κοινωνία στην οποία η εκμηχάνιση θα απελευθέρωνε την ανθρωπότητα από το βάρος της αναγκαιότητας, και η περισσευούμενη ενέργεια θα διοχετευόταν στην καλλιτεχνική δημιουργία. Ο Τζώρτζ Όργουελ (George Orwell, 1903 - 1950) συνόψισε: «Στην ουσία, ο κόσμος θα κατοικείται από καλλιτέχνες, που ο καθένας θα μοχθεί για την τελειότητα όπως ο ίδιος την αναζητά».

Αυτές του οι απόψεις τον απομάκρυναν από τους Φαβιανούς, συντηρητικούς σοσιαλιστές του 19ου αιώνα με στόχο την ήπια εγκαθίδρυση του Σοσιαλισμού (πήραν το όνομά τους από τον Ρωμαίο στρατηγό Φάβιο Μάξιμο (Fabius Maximus, 280 π.Χ. - 203 π.Χ.), ο οποίος προτιμούσε την τακτική της φθοράς του αντιπάλου από την κατά μέτωπο επίθεση), ενώ δεν ήταν πλέον αρεστός ούτε στις ανώτερες τάξεις με τις οποίες μέχρι τότε συναναστρεφόταν και διασκέδαζε. Ο Χέσκεθ Πήρσον (Hesketh Pearson, 1887 - 1964) παρουσιάζοντας μια συλλογή από δοκίμια του Ουάιλντ το 1950, παρατήρησε ότι Η ψυχή του ανθρώπου στον σοσιαλισμόπιθανότατα αποτέλεσε έμπνευση για την Οκτωβριανή επανάσταση κατά του Τσάρου, όμως τον θλίβει το γεγονός ότι η Σταλινική περίοδος καθιστά «ιδιαίτερα αμφίβολο το να έχουν απομείνει σκοτεινά σημεία, στα οποία ενδεχομένως θα βρίσκονταν αποδείξεις».

Ο Ουάιλντ σκεφτόταν να εντάξει την Ψυχή του ανθρώπου στον Σοσιαλισμό καθώς και Το πορτραίτο του κυρίου Ου. Χ., σε μία νέα ανθολογία το 1891, αλλά τελικά επέλεξε να την περιορίσει σε αμιγώς αισθητικά θέματα. Ονομάστηκε Προθέσεις (Intentions), και περιλάμβανε τέσσερα έργα: την Παρακμή του ψεύδους, το Πένα, πινέλο και δηλητήριο, την Αλήθεια των προσωπείων (Truth of masks, 1885) και το Ο Κριτικός ως δημιουργός (The critic as artist) σε δύο μέρη. Για τον βιογράφο Πήρσον, τα δοκίμια και οι διάλογοι παρουσιάζουν κάθε πλευρά της ευφυίας και του χαρακτήρα του Ουάιλντ: πνευματώδης, ρομαντικός, καθηγητής, ουμανιστής και λόγιος, καταλήγει δε ότι «κανένα άλλο από τα έργα του δεν είχε τέτοιο εύρος». Το 1891 αποδείχθηκε annus mirabilis για τον Ουάιλντ, καθώς εκτός των τριών συλλογών του εξέδωσε και το μοναδικό του μυθιστόρημα.

Εξώφυλλο του περιοδικού Lippincott's του Ιουλίου
1890, με την πρώτη έκδοση του Πορτραίτου του
Ντόριαν Γκρέυ.
Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ
Η πρώτη έκδοση της ιστορίας δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό Lippincott's Monthly Magazine τον Ιούλιο του 1890, ως κύριο θέμα, μαζί με άλλες πέντε ιστορίες. Το έργο ξεκινά με έναν ζωγράφο να κάνει το πορτραίτο του Γκρέυ. Όταν αυτός, ο οποίος έχει «πρόσωπο σαν από ελεφαντόδοντο και ροδοπέταλα», αντικρύζει το ολοκληρωμένο έργο, καταρρέει. Αλλόφρων επειδή η ομορφιά του θα χαθεί ενώ του πορτραίτου θα διατηρηθεί ανέπαφη, κάνει άθελά του μία συμφωνία με τον Διάβολο, σαν άλλος Φάουστ, σύμφωνα με την οποία ο πίνακας θα φέρει τα σημάδια του χρόνου, της φθοράς και του έκλυτου βίου του, ενώ αυτός θα παραμένει πάντοτε νέος και όμορφος. Για τον Ουάιλντ, ο σκοπός της τέχνης δεν είναι άλλος από το να καθοδηγεί την ζωή σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο πέραν αυτής. Με το πορτραίτο που επέτρεψε στον Γκρέυ να αποφύγει τις σαρκικές φθορές του ηδονισμού του, ο Ουάιλντ επιχείρησε να αντιπαραθέσει την ομορφιά που έβλεπε στην τέχνη με την καθημερινότητα.

Το βιβλίο δέχτηκε άμεσα δριμείες κριτικές εξαιτίας των παρακμιακών και ομοφυλοφιλικών αναφορών του. Η Daily Chronicle παραδείγματος χάριν, το χαρακτήρισε «βρομερό», «δηλητηριώδες» και ανέφερε ότι «αναδύει όλες εκείνες τις σιχαμερές οσμές της ηθικής και πνευματικής σήψης». Ο Ουάιλντ υπεραμύνθηκε του βιβλίου του με σθένος· έστειλε επιστολή στο περιοδικό Scots Observer, στην οποία ξεκαθαρίζει την θέση του για την ηθική και τον αισθητισμό στην τέχνη: «Αν ένα έργο τέχνης είναι πλούσιο, και ζωντανό, και ολοκληρωμένο, όσοι έχουν καλλιτεχνικό πνεύμα θα δουν την Ομορφιά, κι όσοι έχουν έφεση προς τους ηθικούς κανόνες, θα δουν το ηθικό του δίδαγμα». Παρ' όλα αυτά, η έκδοση σε βιβλίο, του 1891, είχε υποστεί εκτεταμένη αναθεώρηση: προστέθηκαν έξι νέα κεφάλαια, απαλείφθηκαν κάποια προκλητικά για την εποχή κομμάτια που αναφέρονταν στην Παρακμή και τον ομοφυλοφιλικό έρωτα, ενώ συμπεριλήφθηκε και ένας πρόλογος, αποτελούμενος από εικοσιδύο αποφθέγματα, επιτομή της φιλοσοφίας του συγγραφέα, ανάμεσα στα οποία και το ότι «Τα βιβλία είναι είτε καλογραμμένα είτε κακογραμμένα. Αυτό είναι όλο». Κριτικοί λογοτεχνίας της εποχής του καθώς και σύγχρονοι έχουν διατυπώσει δεκάδες πιθανές εκδοχές για την προέλευση της ιστορίας, μία αναζήτηση η οποία σύμφωνα με την ακαδημαϊκό Τζέρσουα ΜακΚόρμακ (Jershua McCormack) είναι μάταιη μιας και ο Ουάιλντ «χτύπησε μία φλέβα της Δυτικής παράδοσης τόσο παλιά και πανταχού παρούσα που η ιστορία ξεφεύγει από τα όρια της προέλευσής της και επιστρέφει στην προφορική παράδοση». Ο Ουάιλντ ισχυρίστηκε ότι «η πλοκή ήταν όσο παλιά είναι και η λογοτεχνία, αλλά της έδωσα μία νέα μορφή». Ο Ρόμπιν ΜακΚί (Robin McKie), συντάκτης της Guardian, θεωρεί ότι τεχνικά το βιβλίο είναι μέτριο, καθώς, παρόλο που η κεντρική ιδέα του εξασφάλισε την επιτυχία, αισθάνεται ότι ο Ουάιλντ δεν κατάφερε να την εξαντλήσει.

Θεατρική καριέρα: 1892-95

Ο προφήτης Γιοχανάν και η Σαλώμη. 

Εικονογράφηση του Aubrey Beardsley 
για την έκδοση της Σαλώμης του 1893.
Σαλώμη
Η απογραφή του 1891 στην Βρετανία έδειξε ότι οι Ουάιλντ κατοικούσαν στον αριθμό 16 της οδού Τάιτ. Ο Ουάιλντ όμως, δυσαρεστημένος από την ζωή στο Λονδίνο, παρόλο που η φήμη του ήταν στο απόγειό της, επέστρεψε στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1891, αυτή την φορά ως καταξιωμένος συγγραφέας. Έγινε δεκτός στα παριζιάνικα salons littéraires, ανάμεσα στα οποία και του διάσημου Γάλλου συμβολιστή ποιητή Στεφάν Μαλαρμέ (Stéphane Mallarmé, 1842 - 1898). Τα δύο θεατρικά του Ουάιλντ της δεκαετίας του 1880, η Βέρα η μηδενίστρια (Vera; or, the Nihilists, 1880) και η Δούκισσα της Πάδουας, δεν σημείωσαν ιδιαίτερη επιτυχία. Το ενδιαφέρον του για το θέατρο παρέμενε αμείωτο, και, έχοντας πλέον γευτεί την επιτυχία στον πεζό λόγο, επέστρεψε στην δραματουργία για να μεταφέρει στο σανίδι την ιστορίας της Σαλώμης. Ο αστικός μύθος αναφέρει ότι ένα βράδυ, έχοντας αναλύσει με φίλους τις καλλιτεχνικές απεικονίσεις της Σαλώμης μέσα στην ιστορία, γύρισε στο ξενοδοχείο του και βλέποντας ένα λευκό τετράδιο στο γραφείο του, αποφάσισε να μεταφέρει τις σκέψεις του στο θέατρο. Έτσι γεννήθηκε η Σαλώμη, γραμμένη εξ' ολοκλήρου στα Γαλλικά.

Το έργο, τραγωδία, αφηγείται την ιστορία της βιβλικής Σαλώμης, η οποία, κατόπιν προτροπής της μητέρας της χόρεψε τον «χορό των 7 πέπλων», ζητώντας σε αντάλλαγμα από τον πατριό της, Ηρώδη Αντύπα, το κεφάλι του Γιοχανάν (Ιωάννης ο Βαπτιστής) ἐπί πίνακι. Όταν ο Ουάιλντ επέστρεψε στο Λονδίνο λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους, η παριζιάνικη εφημερίδα Paris Echoαναφέρθηκε σε αυτόν ως το γεγονός της χρονιάς. Είχαν ξεκινήσει οι πρόβες για την παράσταση, με πρωταγωνίστρια την Σάρα Μπερνάρ (Sarah Bernhardt, 1844 - 1923), αλλά το έργο δεν πήρε άδεια από τον αυλάρχη, εξαιτίας της αναφοράς του σε βιβλικούς χαρακτήρες. Το θεατρικό εκδόθηκε και κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σε Λονδίνο και Παρίσι το 1893, αλλά ανέβηκε πρώτη φορά το 1896 στο Παρίσι, ενόσω ο Ουάιλντ βρισκόταν στην φυλακή.

Κοινωνικές σάτιρες
Ο Ουάιλντ, ο οποίος ξεκίνησε ενοχλώντας την Βικτωριανή κοινωνία με το ντύσιμο και τις συζητήσεις του και συνέχισε εξοργίζοντάς την με τον Ντόριαν Γκρέυ, την νουβέλα του για την φαυλότητα που κρύβεται πίσω από την τέχνη, βρήκε στο θέατρο το μέσο που έψαχνε για να κριτικάρει και να χλευάσει την ηθική των συμπατριωτών του.

Η βεντάλια της λαίδης Γουΐντερμιρ (Lady Windermere's Fan) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 20 Φεβρουαρίου 1892 στο St. James's Theatre, ενώπιον όλης της αφρόκρεμας του Λονδίνου. Φαινομενικά, ήταν μια ευφυής κωμωδία, στην οποία υπόβοσκε όμως μια διακριτική ανατροπή: «καταλήγει σε μία συνωμοτική συγκάλυψη αντί μίας δημόσιας αποκάλυψης», γράφει ο Έλμαν. Το κοινό, όπως και η Λάιδη Γουΐντερμιρ, αναγκάζεται να χαλαρώσει τους κοινωνικούς κώδικες της εποχής προς τέρψιν μίας συμβιβαστικής λύσης. Το έργο γνώρισε τεράστια επιτυχία και οι παραστάσεις σε όλη την χώρα γίνονταν ανάρπαστες, παρά την ανηλεή κριτική που δεχόταν από συντηρητικούς κύκλους.

Ακολούθησε το Μια γυναίκα χωρίς σημασία (A woman of no importance) το 1893, άλλη μια Βικτωριανή κωμωδία, που είχε ως βασικούς άξονες τις νόθες γεννήσεις, τις μπερδεμένες ταυτότητες και τις καθυστερημένες αποκαλύψεις. Του είχαν αναθέσει να γράψει δύο ακόμα θεατρικά, κι έτσι το 1895 ακολούθησε το Ένας ιδανικός σύζυγος (An ideal husband).

Ο συγγραφέας και βιογράφος Πήτερ Ράμπυ (Peter Raby) χαρακτήρισε αυτά τα «αμιγώς Αγγλικά» έργα στοχευμένα, με την έννοια ότι «ο Ουάιλντ ισορροπούσε ανάμεσα στην διεισδυτική ματιά του Ίψεν και την εμπορική επιτυχία στο Ουέστ Εντ του Λονδίνου, στοχεύοντας το κοινό του με απόκοσμη ακρίβεια».

Ο Ουάιλντ και ο Λόρδος Άλφρεντ Ντάγκλας το 1893.
Οικογένεια Κουίνσμπερι
Στα μέσα του 1891, ο ποιητής και φίλος του Ουάιλντ Λάιονελ Τζόνσον (Lionel Johnson, 1867 - 1902) του σύστησε τον ξάδελφό του Άλφρεντ Ντάγκλας, φοιτητή στην Οξφόρδη (μάλιστα ο Τζόνσον έγραψε αργότερα ένα σονέτο αφιερωμένο στον Ουάιλντ με τίτλο The destroyer of a soul (1892), αναφερόμενος στην επίδραση που είχε στον ξάδελφό του αυτή η γνωριμία). Γνωστός με το ψευδώνυμο «Μπόζι», ο εικοσιδυάχρονος νεαρός ήταν ένας όμορφος και κακομαθημένος αριστοκράτης. Μία στενή φιλία ξεκίνησε τότε ανάμεσα στους δύο άντρες, με τον Ουάιλντ μέχρι το 1893 να έχει ξελογιαστεί από τον νεαρό Λόρδο και την σχέση τους να ακολουθεί θυελλώδη πορεία. Αν ο Ουάιλντ θεωρούνταν αδιάκριτος, μέχρι και επιδεικτικός στον τρόπο που φερόταν, ο Ντάγκλας ήταν εντελώς απερίσκεπτος στις δημόσιες εμφανίσεις του. Ο εβδομαδιαίος μισθός του Ουάιλντ έφτανε μέχρι και τις 100£, κυρίως από τα θεατρικά του και το περιοδικό στο οποίο εργαζόταν ως εκδότης, έτσι ο συγγραφέας μπορούσε να ικανοποιεί κάθε καπρίτσιο του νεαρού προστατευόμενού του, υλικό, καλλιτεχνικό, ίσως και ερωτικό.

Ο Ντάγκλας σύντομα μύησε τον Ουάιλντ στον υπόγειο κόσμο της ανδρικής πορνείας, όπου με την αρωγή του Άλφρεντ Τέιλορ (Alfred Taylor) γνώρισε δεκάδες νεαρούς - συνήθως από τις εργατικές τάξεις - από το 1892 κι έπειτα. Αυτά τα συχνά ραντεβού είχαν συνήθως ίδια χαρακτηριστικά: αρχικά ο Ουάιλντ συναντούσε το αγόρι, του έδινε δώρα, δειπνούσε μαζί του και στην συνέχεια κατέληγαν μαζί σε κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου. Σε αντίθεση με τις ωραιοποιημένες σχέσεις «δασκάλου - προστατευόμενου» που διατηρούσε με τον Ρος, τον Τζόν Γκρέυ (John Gray) ή τον Ντάγκλας, οι οποίοι αποτελούσαν μέρος του αισθητικού κύκλου του, οι νεαροί που συναντούσε τις νύχτες ήταν συνήθως αμόρφωτοι και τις περισσότερες φορές δεν γνώριζαν ούτε αυτόν ούτε το έργο του. Σύντομα ο Ουάιλντ ζούσε δύο παράλληλες ζωές, διακριτά αποκομμένες η μία από την άλλη· στο Εκ βαθέων έγραφε στον Ντάγκλας ότι «Ήταν σαν να γλεντούσα με πάνθηρες. Η μισή συγκίνηση προερχόταν από τον κίνδυνο... Δεν ήξερα πως όταν θα με δάγκωναν, αυτό θα γινόταν με τους ήχους της φλογέρας ενός άλλου, κι άλλος θα πλήρωνε γι' αυτό».

Ο Ντάγκλας και κάποιοι φίλοι από την Οξφόρδη ανακάλυψαν ένα περιοδικό, το The Chameleon στο οποίο ο Ουάιλντ είχε στείλει μία σελίδα από παραδοξολογήματα, γραμμένη αρχικά για το Saturday review. Αυτή η συλλογή, που την ονόμασε Ρητά και σοφίες προς χρήση των νέων (Phrases and Philosophies for the Use of the Young, 1894), θα δεχόταν λυσσαλέα επίθεση έξι μήνες αργότερα, στην διάρκεια της δίκης του Ουάιλντ, και ο συγγραφέας θα αναγκαζόταν να υπερασπιστεί το έντυπο το οποίο δημοσίευσε το κείμενό του. Όπως και να έχει, το The Chameleon υπήρξε μοναδικό: δεν δημοσίευσε άλλο τεύχος.

Ο πατέρας του Λόρδου Άλφρεντ, ο Μαρκήσιος του Κουίνσμπερι, ήταν δηλωμένος άθεος, είχε βάρβαρους τρόπους και ήταν ο δημιουργός των σύγχρονων κανόνων του μποξ. Ο Μαρκήσιος, ο οποίος είχε συνεχείς αντιμαχίες με τον γιό του, είχε απαιτήσει πολλές φορές να μάθει την φύση της σχέσης του Ντάγκλας με τον Ουάιλντ, αλλά κάθε φορά ο ποιητής κατάφερνε να τον κατευνάζει. Τον Ιούνιο του 1894, ο Μαρκήσιος επισκέφτηκε τον Ουάιλντ στο σπίτι του, στην οδό Τάιτ, και ξεκαθάρισε την στάση του: «Όχι μόνο το δείχνεις μα το φωνάζεις κιόλας, και τα δύο είναι εξίσου άθλια», και ορκίστηκε πως θα τον «έλιωνε» αν τον έβρισκε ξανά με τον Μπόζι σε κάποιο εστιατόριο. Η περίφημη απάντηση του Ουάιλντ σε αυτή την απειλή ήταν: «Δεν ξέρω τους κανόνες Κουίνσμπερι αλλά ο κανόνας του Όσκαρ Ουάιλντ είναι να χτυπά επί τη εμφανίσει». Η περιγραφή του περιστατικού από τον Ουάιλντ στο Εκ Βαθέων ήταν λιγότερο θριαμβευτική: «Αυτό έγινε όταν, στην βιβλιοθήκη μου στην οδό Τάιτ, είχε έρθει ο πατέρας σου και κουνώντας τα μικρά του χέρια στον αέρα με μανία επιληπτικού...προφέροντας κάθε αισχρή λέξη που μπορούσε να σκεφτεί το αισχρό του μυαλό, ουρλιάζοντας τις σιχαμερές απειλές, που πραγματοποιήσε αργότερα με τόσην επιδεξιότητα». Ο Μαρκήσιος αναφέρθηκε στην συνάντηση μόλις μία φορά, χαρακτηρίζοντας την συμπεριφορά του συγγραφέα δειλή. Αν και επιθυμούσε να αποστασιοποιηθεί από την διαμάχη, σύντομα ο Ουάιλντ αντιλήφθηκε ότι είχε εγκλωβιστεί σε μια βίαιη οικογενειακή αψιμαχία. Δεν ήθελε να υπομένει τις συνεχείς προσβολές του Μαρκήσιου, γνώριζε όμως καλά ότι το να τον αντιμετωπίσει ανοικτά μπορούσε να αποβεί καταστροφικό για τον ίδιο, σε περίπτωση που μαθεύονταν οι προσωπικές σχέσεις του.

Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός
Το τελευταίο θεατρικό του Ουάιλντ επανέρχεται σε γνώριμα για τον συγγραφέα μονοπάτια, καθώς πραγματεύεται ξανά το ζήτημα των διπλών προσωπικοτήτων: οι δύο πρωταγωνιστές του έργου διατηρούν διαφορετικές περσόνες για τις εξορμήσεις τους στην επαρχία και την πόλη, πράγμα που τους επιτρέπει να ξεγλιστρούν από τα αυστηρά Βικτωριανά ήθη. Αυτή η κωμωδία θεωρείται ακόμη πιο ανάλαφρη από τις προηγούμενες. Αν και ενίοτε οι χαρακτήρες, σε στιγμές κρίσης, εντρυφούν σε σοβαρότερα θέματα, το έργο στερείται των «κλασικών» ουαϊλντικών χαρακτήρων: δεν υπάρχει η γυναίκα με παρελθόν, οι πρωταγωνιστές δεν είναι ούτε μοχθηροί ούτε πανούργοι, απλά καλλιεργημένοι χασομέρηδες, ενώ και οι ιδεαλίστριες νεαρές δεν είναι τόσο αθώες. Παρόλο που διαδραματίζεται κυρίως σε πνιγηρά δωμάτια και δεν έχει δράση ή βία, Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός δεν προσεγγίζει την συνεσταλμένη παρακμή του Ντόριαν Γκρέυ ή της Σαλώμης.

Το έργο, το οποίο πλέον θεωρείται το αριστούργημα του Ουάιλντ, γράφτηκε πυρετωδώς στο απόγειο της καλλιτεχνικής ωριμότητας του ποιητή στα τέλη του 1894. Έκανε πρεμιέρα στο St. James's Theatre του Λονδίνου, στις 14 Φεβρουαρίου 1895, και σηματοδότησε την δεύτερη συνεργασία του ποιητή με τον Τζορτζ Αλεξάντερ (George Alexander, 1858 - 1918), διάσημο ηθοποιό και παραγωγό - είχε προηγηθεί η συνεργασία τους στην Βεντάλια της λαίδης Γουΐντερμιρ. Οι δύο άνδρες πέρασαν τους μήνες που προηγήθηκαν της πρεμιέρας διορθώνοντας, μελετώντας και αναθεωρώντας κάθε γραμμή, σκηνή και σκηνικό, στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν ένα πιστό αντίγραφο της Βικτωριανής εποχής, χλευάζοντάς την ταυτόχρονα. Στην διάρκεια των προβών ο Αλεξάντερ ζήτησε από τον Ουάιλντ να μειώσει τις πράξεις από τέσσερις σε τρεις, κάτι που ο συγγραφέας έκανε. Οι πρεμιέρες στο St. James's πάντα έμοιαζαν με «υπέροχα πάρτι», και το Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Ο ηθοποιός Άλαν Άϊνεσγουορθ (Allan Aynesworth, 1864 - 1959), ο οποίος είχε τον έναν από τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους, περιέγραψε την βραδιά στον βιογράφο του Ουάιλντ Χέσκεθ Πήρσον: «Στα πενήντα τρία μου χρόνια ως ηθοποιός, δεν θυμάμαι άλλη πιο θριαμβευτική βραδιά από εκείνη την πρεμιέρα». Η άμεση αναγνώριση του Earnest ως το καλύτερο του έργο μέχρι τότε, επιτέλους αποκρυστάλλωσε την διασημότητα του Ουάιλντ σε στέρεη καλλιτεχνική υπόσταση. Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός παραμένει μέχρι και σήμερα το πιο διάσημο θεατρικό του.

Η επαγγελματική επιτυχία του Ουάιλντ συνέπεσε με την κλιμάκωση της βεντέτας του με τον Μαρκήσιο. Ο τελευταίος είχε σχεδιάσει να γελοιοποιήσει δημοσίως τον συγγραφέα πετώντας μία ανθοδέσμη με σάπια λαχανικά στην σκηνή· ο Ουάιλντ όμως έχοντας ενημερωθεί για τις προθέσεις του Μαρκήσιου, φρόντισε να του απαγορευτεί η είσοδος στο θέατρο. Δεκαπέντε εβδομάδες αργότερα ο Ουάιλντ θα βρισκόταν στη φυλακή.

Οι δίκες

Η κάρτα του Μαρκήσιου του Κουίνσμπερι με το χειρόγραφο 

προσβλητικό μήνυμα «Προς τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον σομδομίτη (sic)». 
Η κάρτα χρησιμοποιήθηκε ως στοιχείο Α στην αγωγή του Ουάιλντ για δυσφήμιση.
Ουάιλντ εναντίον Κουίνσμπερι
Στις 18 Φεβρουαρίου 1895, ο Μαρκήσιος επισκέφτηκε την ιδιωτική λέσχη Albermarle, στην οποία ο Ουάιλντ ήταν μέλος, απαιτώντας να τον δει. Όταν του απαγορεύτηκε η είσοδος, άφησε την προσωπική του κάρτα, με την επιγραφή: «Προς τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον σομδομίτη (sic)». Ο Ουάιλντ, επηρεασμένος από τον Ντάγκλας, και ενάντια στις συμβουλές των φίλων του, κινήθηκε νομικά εναντίον του Μαρκήσιου, καταθέτοντας αγωγή για συκοφαντία. Το σημείωμα στην κάρτα ισοδυναμούσε με δημόσια κατηγορία για σοδομισμό, ποινικό αδίκημα εκείνα τα χρόνια.

Ο Κουίνσμπερι συνελήφθη με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης, η οποία μπορούσε να επιφέρει ποινή κάθειρξης έως και δύο έτη. Σύμφωνα με νόμο του 1843, ο Κουίνσμπερι μπορούσε να αποφύγει την καταδίκη αν αποδείκνυε ότι η κατηγορία του είχε πραγματική βάση, και, επιπλέον, υπήρχε «κοινωνικό όφελος» από την δημοσιοποίησή της. Ως εκ τούτου, οι δικηγόροι του Κουίνσμπερι προσέλαβαν ιδιωτικούς ντετέκτιβ για να βρουν αποδείξεις της ομοφυλοφιλίας του συγγραφέα και να αποδείξουν ότι οι κατηγορίες ευσταθούσαν. Αποφάσισαν να παρουσιάσουν τον Ουάιλντ ως έναν έκφυλο μεσήλικα ο οποίος δελέαζε τακτικά αφελείς νεαρούς και τους μυούσε σε μία ζωή ανήθικης ομοφυλοφιλίας, για να αποδείξουν ότι η δημοσιοποίηση της κατηγορίας ήταν προς το δημόσιο συμφέρον, ενημερώνοντας με αυτόν τον τρόπο τους νέους για τους κινδύνους που ελλόχευαν πίσω από τους επιτηδευμένους λόγους του συγγραφέα.

Οι φίλοι του Ουάιλντ είχαν προσπαθήσει να τον αποτρέψουν από την αγωγή σε μία συνάντηση στο καφέ Royal· ο Φρανκ Χάρις τον προειδοποίησε ότι «θα αποδείξουν ότι οι κατηγορίες του σοδομισμού έχουν βάση». Ο συγγραφέας με τον Ντάγκλας όρμησαν έξω από το μαγαζί, φανερά κακόκεφοι, με τον Ουάιλντ να λέει «είναι στιγμές σαν κι αυτές που κανείς μαθαίνει ποιοι είναι οι πραγματικοί του φίλοι». Την σκηνή παρακολουθούσε ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, ο οποίος την περιέγραψε στον Αρθούρο Ράνσομ, λίγες μόλις μέρες πριν την δίκη του τελευταίου μετά από αγωγή για συκοφαντία που κατέθεσε ο Ντάγκλας το 1913. Αυτή η μαρτυρία επιβεβαίωσε ό,τι είχε γράψει ο Ράνσομ στο βιβλίο του με τίτλο Oscar Wilde, το 1912· πως η αντιπαλότητα του Ντάγκλας με τον Ρόμπερτ Ρος, καθώς και η κόντρα του με τον πατέρα του οδήγησαν στον δημόσιο εξευτελισμό του Ουάιλντ, ακριβώς όπως είχε γράψει κι ο Ιρλανδός συγγραφέας στο Εκ Βαθέων. Ο Ντάγκλας έχασε την υπόθεση. Ο Σω συμπεριέλαβε μια αναφορά της φιλονικίας των Ουάιλντ, Χάρις και Ντάγκλας στον πρόλογο του έργου του Η μελαχρινή κυρία των σονέτων (The dark lady of the sonnets, 1910).

Σύντομα η δίκη έγινε αντικείμενο λαϊκής συζήτησης, καθώς γαργαλιστικές λεπτομέρειες των ιδιωτικών στιγμών του Ουάιλντ με τον Τέιλορ και τον Ντάγκλας έβγαιναν στην δημοσιότητα. Η ομάδα των ιδιωτικών ντετέκτιβ που είχαν προσλάβει, οδήγησε τους δικηγόρους του Κουίνσμπερι, με επικεφαλής τον επιφανή Ιρλανδό πολιτικό και δικηγόρο Έντουαρτ Κάρσον (Edward Carson, 1854 - 1935), στον υπόκοσμο της ανδρικής πορνείας του Βικτωριανού Λονδίνου, τον οποίο τόσο καλά γνώριζε ο Ουάιλντ. Η σχέση του με εκβιαστές, πόρνους, cross-dressers (αναφέρεται σε όσους φορούν ρούχα και αξεσουάρ του αντίθετου φύλου) και ομοφυλοφιλικά πορνεία καταγράφηκε επίσημα, ενώ πολλοί από τους εμπλεκόμενους υποχρεώθηκαν να συνεργαστούν με την υπεράσπιση και να παραστούν ως μάρτυρες, αποφεύγοντας έτσι να καταδικαστούν και οι ίδιοι.

Ο Λόρδος Άλφρεντ Ντάγκλας (Μπόζι), το 1903.
Η δίκη ξεκίνησε στις 3 Απριλίου 1895, εν μέσω γενικευμένης υστερίας, τόσο από τον Τύπο όσο και από το κοινό. Το πλήθος των αποδείξεων που είχαν μαζευτεί κατά του Ουάιλντ ήταν τέτοιο, που ο συγγραφέας υποχρεώθηκε να υπενθυμίσει σε όλους, μειλίχια, πως «εγώ είμαι ο ενάγων σε αυτή την δίκη». Ο δικηγόρος του Ουάιλντ, ο Σερ Έντουαρντ Τζορτζ Κλαρκ (Sir Edward George Clark, 1841 - 1931), ξεκίνησε την διαδικασία ρωτώντας τον Ουάιλντ για δύο προκλητικά γράμματα του ποιητή προς τον Ντάγκλας, τα οποία είχε στην κατοχή της η υπεράσπιση. Ο Ουάιλντ χαρακτήρισε το πρώτο ως «πεζό σονέτο» και παραδέχτηκε ότι η «ποιητική του γλώσσα» μπορεί να ξενίσει αρκετούς στο ακροατήριο, αλλά ισχυρίστηκε ότι ο σκοπός του ήταν αθώος. Επιπλέον, ο ποιητής ισχυρίστηκε ότι τα γράμματα κατέληξαν στην κατοχή της υπεράσπισης μέσω κλεπταποδόχων, οι οποίοι προσπάθησαν να τον εκβιάσουν για χρήματα, τα οποία ποτέ δεν τους έδωσε· αντιθέτως, τους προσέφερε 60 λίρες (περίπου 5.900 σε σημερινή ισοτιμία), ποσό το οποίο ήταν «ασυνήθιστο για ένα πεζογράφημα αυτού του μήκους». Δήλωσε ότι θεωρεί τα συγκεκριμένα γράμματα έργα τέχνης και όχι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεται.

Οι ερωτήσεις του Κάρσον στον Ουάιλντ επικεντρώθηκαν κυρίως στο πώς ο τελευταίος αντιλαμβάνεται το ηθικό υπόβαθρο των έργων του. Η απάντηση του Ουάιλντ, ποτισμένη με το χαρακτηριστικό του πνεύμα μα και με επιπολαιότητα, ήταν ότι τα έργα τέχνης δεν είναι ούτε ηθικά ούτε ανήθικα, παρά μόνο καλά ή κακά φτιαγμένα, και συμπλήρωσε ότι μόνο «βάρβαροι και αμόρφωτοι» των οποίων οι απόψεις για την τέχνη είναι «ανυπέρβλητα ηλίθιες», θα μπορούσαν να διατυπώσουν τέτοιες κρίσεις για έργα τέχνης. Ο Κάρσον, εξέχων νομικός, παρέκκλινε από την συνήθη τακτική των ερωτήσεων κλειστού τύπου, και στρίμωχνε τον Ουάιλντ σε κάθε θέμα, από κάθε διαφορετική οπτική γωνία, με στόχο να απομονώσει λεπτές αποχρώσεις προκλητικής παρακμής στις απαντήσεις του, να ξεγυμνώσει τον Αισθητισμό του και να τον κάνει να μοιάζει decadant. Αν και ο Ουάιλντ προκάλεσε ουκ ολίγες φορές γέλιο στο ακροατήριο, ο Κάρσον πέτυχε τον σκοπό του. Στην προσπάθειά του να υποσκάψει την αξιοπιστία του Ουάιλντ, και να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό του Κουίνσμπερι ότι «φέρεται σαν σοδομίτης», ο Κάρσον συμπέρανε από το γεγονός ότι ο συγγραφέας είπε ψέματα για την ηλικία του στον όρκο του, ότι έχει μία θεατρινίστικη τάση στο φέρεσθαι. Πολλές φορές στην διάρκεια της αντεξέτασης ο Κάρσον επέστρεφε σε αυτό το μοτίβο.

Στην συνέχεια ο Κάρσον προχώρησε στην εξέταση των πραγματικών αποδεικτικών στοιχείων και ανέκρινε τον Ουάιλντ σχετικά με τις συναντήσεις του με νεότερους άνδρες χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων. Ο συγγραφέας παραδέχθηκε ότι τους γνώριζε και ενίοτε τους προσέφερε δώρα, αλλά επέμεινε ότι δεν συνέβαινε τίποτα περισσότερο μεταξύ τους και ότι ήταν απλώς καλοί φίλοι του. Ο Κάρσον επανειλημμένα επισήμανε την αφύσικη σχέση μεταξύ του Ουάιλντ και των νεαρών, και υπαινίχθηκε ότι αυτοί ήταν, στην πραγματικότητα, ιερόδουλοι. Σε αυτό ο Ουάιλντ απάντησε ότι δεν πίστευε στον διαχωρισμό των τάξεων, και ότι απλά απολάμβανε την συντροφιά νεότερων ανδρών. Έπειτα ο Κάρσον τον ρώτησε ευθέως αν είχε φιλήσει ποτέ ένα συγκεκριμένο αγόρι υπηρέτη, για να πάρει την απάντηση από τον Ουάιλντ: «Ω, όχι! Ήταν ιδιαίτερα απλοϊκό αγόρι - δυστυχώς άσχημο - και τον λυπόμουν για αυτό». Ο Κάρσον βρήκε την αφορμή που έψαχνε, επέμεινε στην απάντηση του Ουάιλντ και πίεζε να μάθει γιατί η ασχήμια του αγοριού ήταν σχετική με την ερώτησή του. Ο Ουάιλντ δίστασε, και, για πρώτη φορά, φάνηκε να σαστίζει: «Μου επιτίθεστε και με προσβάλετε και προσπαθείτε να με πανικοβάλετε· σε τέτοιες στιγμές ένας άνθρωπος μπορεί να πει πράγματα επιπόλαια, ενώ θα όφειλε να μιλήσει προσεκτικά».

Κατά την αγόρευση της υπεράσπισης, ο Κάρσον δήλωσε ότι είχε εντοπίσει αρκετούς άνδρες ιερόδουλους οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να καταθέσουν ότι είχαν κάνει σεξ με τον Ουάιλντ. Κατόπιν υποδείξεως των δικηγόρων του, ο Ουάιλντ απέσυρε την μήνυση εις βάρος του Κουίνσμπερι. Ο Μαρκήσιος κρίθηκε αθώος, αφού αποδείχθηκε ότι η κατηγορία του για τον Ουάιλντ ήταν δικαιολογημένη, «υπαρκτή τόσο στην ουσία της όσο και ως γεγονός». Μάλιστα, ο ίδιος νόμος του 1843, που καθιστούσε τον Ουάιλντ υπόχρεο στην κάλυψη των - ιδιαιτέρως διογκωμένων - νομικών εξόδων του Κουίνσμπερι, οδήγησε τον συγγραφέα στην πτώχευση.

Δεύτερη δίκη
Με το πέρας της δίκης, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του Ουάιλντ με τις κατηγορίες του σοδομισμού και της προσβολής των χρηστών ηθών. Ο Ρόμπερτ Ρος, μαζί με τον Ρέτζιναλντ Τέρνερ (Reginald Turner, 1869 - 1938), Βρετανό συγγραφέα, αισθητιστή και καλό φίλο του ποιητή, συναντήθηκαν με τον Ουάιλντ στο ξενοδοχείο όπου είχε καταφύγει ο τελευταίος, στο Knightsbridge στο δυτικό Λονδίνο. Και οι δύο συμβούλεψαν τον ποιητή να πάει μεμιάς στο Ντόβερ (Dover) και να πάρει ένα πλοίο με προορισμό την Γαλλία· η μητέρα του όμως, τον συμβούλεψε να μείνει και να πολεμήσει σαν άνδρας. Ο Ουάιλντ, βυθισμένος στην αδράνεια, το μόνο που ψέλλισε ήταν: «Το τρένο έχει φύγει. Είναι πολύ αργά». Ο Ουάιλντ συνελήφθη στις 6 Απριλίου 1895, στο δωμάτιο 118 του ξενοδοχείου Cadogan, για απρεπή συμπεριφορά μεταξύ ανδρών (κατ' ευφημισμό ο ομοφυλοφιλικός έρωτας), σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα του 1885. Κατόπιν εντολής του, ο Ρος και ο υπηρέτης του Ουάιλντ, μάζεψαν προσωπικά αντικείμενα, έγγραφα και γράμματα από το διαμέρισμα του στην οδό Τάιτ 16. Ο Ουάιλντ στην συνέχεια κρίθηκε προφυλακιστέος και μεταφέρθηκε στην γυναικεία φυλακή Χόλογουεϊ (HM Prison Holloway) στο βόρειο Λονδίνο, όπου ο Ντάγκλας τον επισκεπτόταν καθημερινά.

Οι διαδικασίες κινήθηκαν πολύ γρήγορα και στις 26 Απριλίου 1895 ξεκινούσε η δίκη με κατηγορούμενο τον Ουάιλντ, ο οποίος δήλωσε «αθώος». Είχε παρακαλέσει τον Ντάγκλας να εγκαταλείψει το Λονδίνο για το Παρίσι, αλλά ο νεαρός αρνιόταν πεισματικά· ήθελε μάλιστα να καταθέσει υπέρ του Ουάιλντ στην δίκη. Ύστερα από πολλές πιέσεις κατέφυγε στο ξενοδοχείο Hotel du monde στην γαλλική πρωτεύουσα. Φοβούμενοι πιθανή δίωξη, ο Ρος κι άλλοι στενοί φίλοι του ποιητή εγκατέλειψαν την Μεγάλη Βρετανία εκείνη την εποχή. Κατά την ανάκρισή του στο δικαστήριο, ο Ουάιλντ ήταν αρχικά διστακτικός, έπειτα όμως μίλησε με την γνωστή του άνεση:

Τσαρλς Γκιλ (Charles Gill) (κατήγορος): Τι είναι η αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της;

Ουάιλντ: Η αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της στον αιώνα μας είναι αυτή η τρυφερότητα που αισθάνεται ένας μεγαλύτερος για έναν νεότερο άνδρα, όπως ένιωθε ο Δαβίδ για τον Ιωνάθαν, εκείνη που ο Πλάτωνας έκανε βάση της φιλοσοφίας του κι ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Σαίξπηρ εξύμνησαν στα σονέτα τους. Είναι ένας πνευματικός δεσμός τόσο αγνός και τόσο τέλειος. Υπαγορεύει και ορίζει τα μεγάλα έργα τέχνης, όπως αυτά του Μιχαήλ Αγγέλου και του Σαίξπηρ, αλλά και τα δύο γράμματά μου, κάνοντας τα αυτό που είναι. Στον αιώνα μας είναι τόσο παρεξηγημένος, που καλείται η αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της, και εξαιτίας αυτής της στενομυαλιάς βρίσκομαι εδώ. Είναι όμορφη, είναι καθάρια, είναι η τελειότερη μορφή τρυφερότητας. Δεν υπάρχει τίποτα αφύσικο πάνω της. Είναι πνευματική, και δημιουργείται μεταξύ ενός ώριμου κι ενός νεότερου άνδρα, όταν ο μεγαλύτερος διαθέτει το πνεύμα, και ο νεαρός όλη την χαρά, την αισιοδοξία και την γοητεία της ζωής μπροστά του. Το ότι θα έπρεπε να είναι έτσι, ο κόσμος δεν το καταλαβαίνει· το περιφρονεί, το κατηγορεί, και καμία φορά στέλνει κάποιον στον κύφωνα.

Αυτή η απάντηση ήταν αντιπαραγωγική από νομικής άποψης, καθώς ενίσχυε τις κατηγορίες για ομοφυλοφιλική συμπεριφορά. Η δίκη ολοκληρώθηκε με τους ενόρκους να μην μπορούν να καταλήξουν σε ετυμηγορία. Ο συνήγορος του Ουάιλντ, ο Σερ Έντουαρντ Κλαρκ, κατάφερε να πείσει έναν ειρηνοδίκη να επιτρέψει στον Ουάιλντ να αφεθεί με εγγύηση. Ο κληρικός Στιούαρτ Χέντλαμ (Stewart Headlam, 1847 - 1924) κατέβαλε το μεγαλύτερο μέρος από τις 5.000 λίρες που είχαν οριστεί ως εγγύηση, όντας αντίθετος με την αντιμετώπιση του Ουάιλντ από τον Τύπο και τους δικαστές. Έτσι, μετά την αποφυλάκισή του από το Χόλογουεΐ, κατέφυγε, με άκρα μυστικότητα, στο σπίτι των πολύ καλών του φίλων Έρνεστ και Άντα Λέβερσον (Ernest & Ada Leverson, 1862 - 1933). Την τελευταία μάλιστα ο ποιητής συνήθιζε να την αποκαλεί χαϊδευτικά Σφίγγα. Τότε ήταν που ο Κάρσον, ο κατήγορος του Ουάιλντ, προσέγγισε τον Νομικό Σύμβουλο της Βασίλισσας (Solicitor General) και τον ρώτησε: «Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε στην ησυχία του τώρα;», για να πάρει την απάντηση ότι, παρόλο που και ο Σύμβουλος επιθυμούσε το ίδιο, η υπόθεση είχε πάρει μεγάλη δημοσιότητα και δεν γινόταν να κλείσει έτσι.

Η ετυμηγορία στην τελευταία δίκη, υπό την προεδρία του Δικαστή Ουίλς (Alfred Wills, 1828 - 1912), στις 25 Μαΐου 1895, ήταν καταδικαστική για τον Ουάιλντ και τον Τέιλορ - κρίθηκαν ένοχοι για προσβολή των χρηστών ηθών και καταδικάστηκαν σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Ο Δικαστής έκρινε την ποινή, την μέγιστη δυνατή από τον νόμο, ως «εντελώς ανεπαρκή για μία υπόθεση σαν κι αυτή» και την χαρακτήρισε μάλιστα «την χειρότερη υπόθεση που έχω χειριστεί». Η απάντηση του Ουάιλντ «Κι εγώ; Να μην πω τίποτα, άρχοντά μου;» πνίγηκε μέσα στις οργισμένες ιαχές «Ντροπή» από το ακροατήριο.

Φυλάκιση
Αρχικά κρατήθηκε στις φυλακές Πέντονβιλ (HM Prison Pentonville) και εν συνεχεία μεταφέρθηκε στο Ουάντσγουορθ (HM Prison Wandsworth)· αμφότερες στα περίχωρα του Λονδίνου. Οι τρόφιμοι ακολουθούσαν πρόγραμμα «σκληρής δουλειάς, κακής σίτισης και κακού ύπνου», το οποίο έφθειρε πολύ έντονα τον Ουάιλντ, καθώς ήταν συνηθισμένος σε όλες τις υλικές ανέσεις. Η υγεία του επιδεινώθηκε απότομα και, τον Νοέμβριο του 1895, κατά την διάρκεια του εκκλησιασμού, κατέρρευσε από την αδυναμία και την ασιτία. Από την πτώση αποκόμισε ρήξη τυμπάνου του δεξιού αυτιού, η οποία αργότερα θα αποδεικνυόταν μοιραία. Τους επόμενους δύο μήνες τους πέρασε στο αναρρωτήριο.

" Όταν πρωτομπήκα στη φυλακή, μερικοί με συμβούλεψαν να προσπαθήσω να ξεχάσω ποιος ήμουν. Ήταν μια ολέθρια συμβουλή. Μόνο συνειδητοποιώντας το τι είμαι βρήκα κάποια παρηγοριά. Τώρα βρίσκονται μερικοί άλλοι που με συμβουλεύουν να ξεχάσω, όταν θ’ απολυθώ, ό,τι έκανα κάποτε στη φυλακή. Το ξέρω πως κι αυτό θα ‘ταν ολέθριο. Θα σήμαινε πως θα με κατάτρεχε για πάντα η ίδια ανυπόφορη αίσθηση της ατίμωσης. Επιπλέον όλα τα πράγματα που ΄χουν για μένα το ίδιο μεγάλη σημασία όσο και για τον καθένα – η ομορφιά του ήλιου και της σελήνης, το φαντασμαγορικό θέαμα των εποχών, η μουσική της χαραυγής και η σιωπή των μεγάλων νυχτών, η βροχή που πέφτει ανάμεσα στα φύλλα και η δρόσος που σέρνεται πάνω στην χλόη κάνοντάς την ασημένια – όλ’ αυτά θ’ αμαυρώνονταν για μένα, θα χάνανε την θεραπευτική τους δύναμη και τη δύναμή τους να δίνουν χαρά. Το να μετανιώνει κανείς για τις εμπειρίες του είναι ταυτόσημο με το να σταματάει την εξέλιξή του. Το να αρνείται κανείς την εμπειρία του είναι σαν να βάζει ένα ψέμα στα χείλη της ίδιας του της ζωής. Είναι ταυτόσημο με το ν’ απαρνιέσαι την ψυχή σου ".
                                                                                                                                    Εκ Βαθέων

Ο περίφημος Άγγλος ρεφορμιστής, μέλος του Φιλελεύθερου κόμματος και μετέπειτα Υπουργός Πολέμου της Βρετανίας για επτά χρόνια (1905 - 1912), Ρίτσαρντ Χάλντεϊν (Richard Haldane, 1856 - 1928), επισκέφτηκε τον Ουάιλντ στην φυλακή και κατάφερε να πετύχει την μεταφορά του στην φυλακή Ρήντινγκ (HM Prison Reading), 50 χλμ. δυτικά του Λονδίνου. Κατά την μεταφορά του, στην αποβάθρα του τρένου, πλήθος κόσμου τον χλεύαζε και τον έφτυνε. Γνωστός πλέον ως κρατούμενος C.3.3, στην αρχή δεν είχε ούτε χαρτί ή μολύβι· μόνο μετά από παρέμβαση του Χάλντεϊν απέκτησε πρόσβαση στην βιβλιοθήκη και την γραφική ύλη της φυλακής. Ο Ουάιλντ ζήτησε, μεταξύ άλλων: την Βίβλο στα γαλλικά, ιταλικές και γερμανικές γραμματικές, κάποια κείμενα Αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, την Θεία Κωμωδία του Δάντη, το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Ζορίς-Καρλ Υσμάν (Joris-Karl Huysmans, 1848 - 1907) με τίτλο En route, καθώς και δοκίμια του Αυγουστίνου Ιππώνος, του Καρδιναλίου Τζον Νιούμαν και του Ουόλτερ Πέιτερ.

Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1897 ο Ουάιλντ έγραψε μια επιστολή 50.000 λέξεων στον Ντάγκλας, την οποία δεν μπόρεσε να στείλει, αλλά πήρε μαζί του κατά την αποφυλάκισή του. Με στοχαστική διάθεση, ο Ουάιλντ εξετάζει ψύχραιμα την μέχρι τότε καριέρα του, το ότι υπήρξε ένας γραφικός προβοκατόρικος παράγοντας στο Βικτωριανό Λονδίνο, την τέχνη του στην οποία - όπως και στα ευφυολογήματά του - αναζητούσε ταυτόχρονα την ανατροπή και την αποθέωση. «Έχω πει για τον εαυτό μου πως ήμουν κάποιος που βρισκόταν σε συμβολικές σχέσεις με την τέχνη και την πνευματική καλλιέργεια της εποχής του», έγραφε στο γράμμα. Εκεί βρισκόταν όταν ξεκίνησε η ζωή του με τον Ντάγκλας, περίοδο την οποία εξετάζει πολύ προσεκτικά ο Ουάιλντ· καταλήγει μάλιστα να τον απαρνηθεί για αυτό που μόλις τώρα αντιλαμβάνεται ως αλαζονεία και ματαιοδοξία: ο συγγραφέας δεν είχε ξεχάσει το σχόλιο του Μπόζι, όταν ήταν άρρωστος, «όταν δε βρίσκεσαι πάνω στο βάθρο σου, χάνεις κάθε ενδιαφέρον». Κατηγορούσε τον εαυτό του ωστόσο για την ηθική κατάπτωση που επέτρεψε στον Ντάγκλας να προκαλέσει στον εαυτό του, και ανέλαβε την ευθύνη για την δική του πτώση, γράφοντας «Είμαι εδώ γιατί προσπάθησα να ρίξω τον πατέρα σου στην φυλακή». Το πρώτο μέρος της επιστολής καταλήγει με τον Ουάιλντ να συγχωρεί τον Ντάγκλας, για το καλό και των δύο. Το δεύτερο μέρος ακολουθεί το πνευματικό ταξίδι του συγγραφέα στην εξιλέωση και την ολοκλήρωση μέσω της μελέτης του στην φυλακή. Συνειδητοποίησε ότι ο Γολγοθάς του τού προσέφερε τον καρπό της εμπειρίας, όσο πικρή γεύση κι αν είχε εκείνη την στιγμή.

"...ήθελα να δοκιμάσω όλα τα φρούτα απ' όλα τα δέντρα του κήπου του κόσμου... Και πραγματικά έτσι βγήκα κι έτσι έζησα. Το μόνο μου λάθος ήταν ότι περιορίστηκα τόσο αποκλειστικά στα δέντρα εκείνα που μου φαίνονταν να 'ναι η ηλιοφώτιστη πλευρά του κήπου και απέφευγα την άλλη, επειδή ήταν γεμάτη σκιές και σκοτάδι".

Με την αποφυλάκισή του ο Ουάιλντ έδωσε το χειρόγραφο στον Ρος, με την οδηγία να το στείλει στον Ντάγκλας (ο Μπόζι αργότερα αρνήθηκε ότι το είχε λάβει ποτέ). Το Εκ Βαθέων δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1905, με αρκετές ελλείψεις. Το βιβλίο εκδόθηκε τελικά στην πλήρη μορφή του το 1962, στην συλλογή Μια ζωή επιστολές(The letters of Oscar Wilde).

Παρακμή: 1897-1900

Η κάρτα του Όσκαρ Ουάιλντ ύστερα από την αποφυλάκισή του.
Εξορία
Ο Ουάιλντ αποφυλακίστηκε στις 19 Μαΐου 1897, δύο χρόνια μετά την καταδίκη του, και παρόλο που η υγεία του είχε κλονιστεί σημαντικά, είχε μια αίσθηση πνευματικής ανανέωσης. Έγραψε άμεσα στην Εταιρία του Ιησού, την γνωστή αδελφότητα των Ιησουιτών, ζητώντας καταφύγιο για έξι μήνες· όταν του το αρνήθηκαν, το πήρε βαρέως. «Ευελπιστώ να ασπαστώ τον Καθολικισμό σύντομα», ήταν η απάντησή του σε ερώτηση δημοσιογράφου για τις θρησκευτικές προθέσεις του. Έφυγε την επόμενη κιόλας για την Ευρώπη, περνώντας τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του σε μια εξαθλιωμένη εξορία. Άλλαξε το όνομά του σε Σεβαστιανός Μέλμοθ (Sebastian Melmoth), εμπνευσμένος από τον Άγιο Σεβαστιανό, καθώς και τον ομώνυμο πρωταγωνιστή της γοτθικής νουβέλας Μέλμοθ ο περιπλανώμενος (Melmoth the wanderer, 1820), του μακρινού θείου εξ' αγχιστείας του Ουάιλντ, Τσάρλς Ματούριν (Charles Maturin, 1782 - 1824). Έγραψε δύο μακροσκελείς επιστολές στον συντάκτη της εφημερίδας Daily Chronicle, περιγράφοντας τις απάνθρωπες συνθήκες στις Αγγλικές φυλακές, προτείνοντας ολική αναμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος. Η αναφορά του μάλιστα στην απόλυση του φύλακα Μάρτιν επειδή έδωσε ένα μπισκότο σε έναν αναιμικό ανήλικο τρόφιμο, επανάφερε στο προσκήνιο τα θέματα της διαφθοράς και του εκφυλισμού του σωφρονισμού, που είχε υπογραμμίσει πριν από μερικά χρόνια και στο έργο του Η ψυχή του ανθρώπου στον Σοσιαλισμό.

Πέρασε την υπόλοιπη χρονιά με τον Ρόμπερτ Ρος στο Μπερνεβάλ-λε-Γκραν, στις νορμανδικές ακτές, όπου έγραψε την Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ. Το ποίημα αναφέρεται την εκτέλεση του Τσαρλς Τόμας Γούλντριτζ (Charles Thomas Wooldridge, 1866 - 1896), ο οποίος δολοφόνησε την γυναίκα του υποπτευόμενος ότι τον απατούσε· η αφήγηση σταδιακά μετατοπίζεται από την αντικειμενική καταγραφή των γεγονότων σε μία συμβολική ταύτιση με όλους τους κρατούμενους. Ο ποιητής δεν ενδιαφέρεται να αναλύσει την ορθότητα των νόμων που τους καταδίκασαν, αντ' αυτού επιλέγει να εμβαθύνει στην κτηνωδία της τιμωρίας, που βιώνουν όλοι οι κρατούμενοι - και με μία πιο ευρεία έννοια, οι αμαρτωλοί. Ο Ουάιλντ στέκεται πλάι στον καταδικασμένο άνδρα, συγκρίνεται μαζί του με τον στίχο «Καθένας μας σκοτώνει την αγάπη του» (Yet each man kills the thing he loves), και καταλήγει ότι «Μα δεν τονε σκοτώνουνε γι' αυτό» (Yet each man does not die). Και ο ίδιος ο ποιητής είχε βιώσει την απώλεια: είχε χωριστεί από την σύζυγο και τα παιδιά του, τα οποία δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ. Υιοθέτησε την μπαλάντα, πιο λαϊκή από τα πρότερα έργα του, και αντί για το όνομά του, στο εξώφυλλο φιγούραρε το «C.3.3» - ο αριθμός του κελιού του. Προτίμησε να δημοσιευτεί στο περιοδικό Reynold's Magazine, επειδή «είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στις κατώτερες τάξεις, των εγκληματιών - εκεί όπου πλέον ανήκω. Για πρώτη φορά θα με διαβάσουν οι όμοιοί μου - πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα». Σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία, φτάνοντας τις επτά εκδόσεις σε λιγότερο από δύο έτη - τότε μόνο εμφανίστηκε το όνομα του ποιητή στο εξώφυλλο, αν και μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων της εποχής ήταν κοινό μυστικό ότι το έργο ήταν του Ουάιλντ. Δεν του απέφερε πολλά έσοδα.

Αν και ο Ντάγκλας υπήρξε η αιτία των δεινών του, ξανασμίξανε με τον Ουάιλντ τον Αύγουστο του 1897 στη Ρουέν. Οι συγγενείς και οι φίλοι και των δύο ανδρών εξέφρασαν την δυσαρέσκειά τους για αυτή την επανένωση. Η σύζυγός του είχε αρνηθεί να συναντηθεί με τον Ουάιλντ ή να του επιτρέψει να δει τα παιδιά του, αλλά του παρείχε τα απαραίτητα για να τα βγάζει πέρα. Το δεύτερο μισό του 1897, ο Ουάιλντ κι ο Ντάγκλας πέρασαν μερικούς ξένοιαστους μήνες μαζί κοντά στη Νάπολη, μέχρι που οι οικογένειές τους τούς χώρισαν υπό την απειλή της διακοπής χρηματοδότησης.

Τους τελευταίους μήνες της ζωής του ο Ουάιλντ τους πέρασε στο Παρίσι, στο φτηνιάρικο ξενοδοχείο Hôtel d'Alsace - γνωστό πλέον ως το πολυτελές L'Hôtel. «Αυτή η πενία αλήθεια σου ραγίζει την καρδιά· είναι τόσο ελεεινή, τόσο τρομακτικά θλιβερή, τόσο απελπιστική. Σε εκλιπαρώ να κάνεις ό,τι μπορείς», έγραφε στον εκδότη του εκείνες τις ημέρες. Επεξεργαζόταν και επανέκδοσε τον Ιδανικό σύζυγο και την Σημασία του να είναι κανείς σοβαρός, σημάδια τα οποία σύμφωνα με τον Έλμαν δείχνουν άνθρωπο που έχει «τον έλεγχο του εαυτού του και του έργου του» - αρνήθηκε όμως να γράψει, καθώς έλεγε ότι «μπορώ να γράψω, αλλά έχω χάσει την χαρά της γραφής». Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας περιπλανώμενος μονάχος στους παριζιάνικους δρόμους, και ό,τι λίγα λεφτά είχε τα ξόδευε στο ποτό. Μια σειρά από ντροπιαστικές συναντήσεις με Βρετανούς επισκέπτες, ή Γάλλους που γνώριζε από τις μέρες της δόξας του, καταρράκωσαν κι άλλο το ηθικό του. Σταδιακά ο Ουάιλντ περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, και, σε μια από τις ελάχιστες εξόδους του, φημολογείται ότι δήλωσε, με το χαρακτηριστικό του φλέγμα, «Η ταπετσαρία μου και εγώ παλεύουμε μέχρι θανάτου. Ένας από τους δύο πρέπει να φύγει». Στις 12 Οκτωβρίου 1900 έστειλε τηλεγράφημα στο Ρος: «Τρομερά αδύναμος. Παρακαλώ έλα.» Η διάθεσή του είχε τρομερές διακυμάνσεις· ο Ρέτζιναλντ Τέρνερ, από τους ελάχιστους φίλους που στάθηκαν στο πλευρό του συγγραφέα μέχρι και το τέλος, περιέγραφε πως τον βρήκε βυθισμένο στην κατάθλιψη έπειτα από έναν εφιάλτη που είδε: «Ονειρεύτηκα ότι πέθανα, και βρισκόμουν σε δείπνο με τους νεκρούς!». «Είμαι σίγουρος», αποκρίθηκε ο Τέρνερ, «ότι θα ήσασταν η ψυχή του πάρτι». Ο Τέρνερ μάλιστα ήταν στο προσκέφαλό του τις τελευταίες στιγμές του Ουάιλντ.

Θάνατος
Μέχρι τις 25 Νοεμβρίου ο Ουάιλντ είχε ήδη αναπτύξει μηνιγγίτιδα. Ο Ρόμπερτ Ρος έφτασε στις 29 Νοεμβρίου κι αμέσως έστειλε να φωνάξουν έναν ιερέα, κι έτσι ο συγγραφέας βαπτίστηκε Ρωμαιοκαθολικός, από τον Ιρλανδό αιδεσιμότατο Κούθμπερτ Νταν (Cuthbert Dunne), μέλος του Τάγματος των Πασιονιστών. Ο Αιδεσιμότατος Νταν θυμάται:

" Καθώς η άμαξα διέσχιζε τους σκοτεινούς παριζιάνικους δρόμους εκείνη την κρύα νύχτα του χειμώνα, η θλιβερή ιστορία του Όσκαρ Ουάιλντ μου φανερώθηκε ξανά εν μέρει... Ο Ρόμπερτ Ρος στεκόταν γονατιστός δίπλα στο κρεβάτι, βοηθώντας με όσο καλύτερα μπορούσε, καθώς εγώ τελούσα την βάπτιση, και εν συνεχεία απαγγέλοντας την δοξολογία του μυστηρίου όσο ο Ουάιλντ, ξαπλωμένος μπρούμυτα, λάμβανε το Χρίσμα των αρρώστων(Anointing of the Sick) και εγώ του έψελνα την επιθανάτια δέηση. Καθώς ο άνθρωπος ήταν σε ημί-κωματώδη κατάσταση, δεν επιχείρησα να του προσφέρω την Θεία Ευχαριστία· εδώ πρέπει να επισημάνω ξανά ότι μπορούσε να συνέλθει από αυτή την κατάσταση και συνήλθε κατά την παρουσία μου. Όταν ήταν ξύπνιος, έδειχνε σημάδια ενδόμυχης συνείδησης... Είμαι πλήρως πεπεισμένος ότι με κατάλαβε όταν του είπα ότι θα γινόταν δεκτός στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και του διάβασα το έσχατο μυστήριο επί επιθανάτιας κλίνης... Κι όταν έγειρα στο αυτί του και ψιθύρισα τα Άγια Ονόματα, την Μετάνοια, την Ελπίδα και την Ελεημοσύνη, προσπάθησε να ψελλίσει τα λόγια μετά από μένα, δείχνοντας ταπεινά υποταγμένος στο Θέλημα του Θεού ".

Ο Ουάιλντ απεβίωσε στις 30 Νοεμβρίου 1900, υποκύπτοντας στην μηνιγγίτιδα. Δίνονται διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με τα αίτια της μηνιγγίτιδας: ο βιογράφος Ρίτσαρντ Έλμαν ισχυριζόταν ότι οφειλόταν σε σύφιλη· ο εγγονός του Ουάιλντ, Μέρλιν Χόλαντ (Merlin Holland, γεν. 1945), πίστευε πως η ερμηνεία αυτή αποτελεί παρανόηση, αφού, σημείωνε, η μηνιγγίτιδα του Ουάιλντ εμφανίστηκε ύστερα από μια χειρουργική επέμβαση, πιθανώς μαστοειδεκτομή· σύμφωνα με τις αναφορές των θεραπόντων ιατρών του Ουάιλντ η κατάστασή του προερχόταν από μια παλαιά μόλυνση στο δεξί αυτί (une ancienne suppuration de l'oreille droite d'ailleurs en traitement depuis plusieurs années) και δεν σχετιζόταν με πιθανή σύφιλη.

Λεπτομέρεια από τον τάφο του Όσκαρ Ουάιλντ στο κοιμητήριο 

Περ Λασαίζ. Τα σημάδια είναι από φιλιά θαυμαστών - δείγμα 
της αγάπης τους για τον πρώτο Αισθητιστή.
Ταφή
Ο Ουάιλντ αρχικά κηδεύτηκε στο κοιμητήριο Bagneux, έξω από το Παρίσι· μεταφέρθηκε στο Περ Λασαίζ εννέα χρόνια αργότερα, το 1909. Το μνήμα του σχεδιάστηκε από τον Αμερικανό με βρετανικές ρίζες γλύπτη Τζέικομπ Έπσταϊν (Jacob Epstein, 1880 - 1959), κατόπιν ανάθεσης από τον Ρόμπερτ Ρος, ο οποίος ζήτησε να δημιουργηθεί στο μνήμα ένας χώρος για να τοποθετηθούν οι στάχτες του μετά τον θάνατό του, όπως κι έγινε, το 1950. Ο μοντερνιστικός άγγελος που υψώνεται πάνω από τον τάφο, έχει επιρροές από την αιγυπτιακή και την ινδική τέχνη, και είχε σκανδαλίσει τα παριζιάνικα ήθη εξαιτίας της γύμνιας του, με αποτέλεσμα να έχει πέσει θύμα βανδαλισμού - μέχρι και σήμερα, τα γεννητικά όργανα του αγγέλου που είχαν αφαιρεθεί, δεν έχουν εντοπιστεί.

Το επίγραμμα στο τάφο του είναι ένα τετράστιχο από την Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ:

Του ελέους το λαγήνι θα γεμίσουνε
Ξένοι με το δάκρυ το αλμυρό.
Οι απόκληροι γι' αυτόνε θα θρηνήσουνε
Αυτοί που 'χουν το θρήνο αδελφό.

Συνομιλία με τον Όσκαρ Ουάιλντ- ένα μνημείο αφιερωμένο 

στον ποιητή από τον γλύπτη Maggi Hambling (γεν. 1945), 
κοντά στην πλατεία Τραφάλγκαρ, στο Λονδίνο.
Βιογραφίες
Η ζωή του Ουάιλντ συνεχίζει να συναρπάζει κι έχει υπάρξει αντικείμενο δεκάδων βιογραφιών. Οι παλαιότερες είναι αναμνήσεις όσων τον γνώριζαν προσωπικά: συνήθως είναι προσωπικές και ιμπρεσιονιστικές καταγραφές, που αποτελούν αξιόλογες σκιαγραφήσεις του χαρακτήρα του, όμως δεν είναι αξιόπιστες. Ο Φρανκ Χάρις, φίλος και εκδότης του συγγραφέα, έγραψε το 1916 το Oscar Wilde: His Life and Confessions· αν και επιρρεπές στην υπερβολή και μερικές φορές ιστορικά ανακριβές, αποδίδει ένα αρκετά καλό λογοτεχνικό πορτραίτο του Ουάιλντ. Ο Λόρδος Άλφρεντ Ντάγκλας έγραψε δύο βιβλία για την σχέση του με τον Ουάιλντ: το πρώτο, το Oscar Wilde and Myself του 1914, γράφτηκε κατά μεγάλο βαθμό από τον T.W.H. Crosland (1865 - 1924) και σηματοδοτεί την προσπάθεια του Μπόζι να αποστασιοποιηθεί από την σκανδαλώδη φήμη που συνόδευε τον ποιητή. Και οι δύο αργότερα μετάνιωσαν για αυτό το πόνημα. Εν συνεχεία, στο Oscar Wilde: A Summing Up (1939) καθώς και στην αυτοβιογραφία του ήταν πιο σπλαχνικός προς τον αλλοτινό εραστή του. Από τους υπόλοιπους κοντινούς φίλους του Ουάιλντ, τόσο ο Ρόμπερτ Σέραρντ, όσο και ο Τσαρλς Ρίκετς (Charles Ricketts, 1866 - 1931) αλλά και ο Ρόμπερτ Ρος (εκτελεστής της διαθήκης του Ουάιλντ σε λογοτεχνικά ζητήματα) εξέδωσαν κάποια στιγμή βιογραφίες, απομνημονεύματα και αλληλογραφία. Η πρώτη κατά γενική ομολογία αντικειμενική βιογραφία του ποιητή ήρθε από τον Χέσκεθ Πήρσον το 1946 με τον τίτλο Oscar Wilde: His Life and Wit. Το 1954 ο γιος του Ουάιλντ, Βίβιαν Χόλαντ, εξέδωσε τα απομνημονεύματά του με τίτλο Son of Oscar Wilde, όπου εξιστορεί τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν η σύζυγος και τα παιδιά του Ουάιλντ μετά την φυλάκισή του. Επανεκδόθηκε και ανανεώθηκε από τον γιο του - εγγονό του Ουάιλντ - Μέρλιν Χόλαντ, το 1989.

Το βιβλίο του Αρθούρου Ράνσομ, Oscar Wilde, a critical study, εκδόθηκε το 1912. Αν και το έργο δεν αναφέρει παρά ελάχιστες λεπτομέρειες από την ζωή του ποιητή, ο Λόρδος Ντάγκλας κατέθεσε αγωγή για συκοφαντία κατά του Ράνσομ και του εκδοτικού του οίκου, The Times Book Club. Η δίκη που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1913 έμοιαζε με «επανέκδοση» των δικών του Ουάιλντ. Η αντιδικία ήταν απόρροια της ζήλιας μεταξύ Ντάγκλας και Ρος για τον Ουάιλντ. Ο Ντάγκλας έχασε· καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το Εκ βαθέων, αποσπάσματα του οποίου διαβάστηκαν κατά την διάρκεια της δίκης και κατέρριψαν τους ισχυρισμούς του Μπόζι (ο Ράνσομ είχε συμβουλευτεί το Εκ βαθέων πριν την συγγραφή του έργου του).

Η ζωή του Ουάιλντ ακόμα ανέμενε μία ανεξάρτητη, αληθινή, ακαδημαϊκή έρευνα όταν ο Ρίτσαρντ Έλμαν ξεκίνησε την αναζήτησή του για το μνημειώδες έργο τουOscar Wilde (1987), για το οποίο κέρδισε μετά θάνατον τόσο το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο (National (USA) Book Critics Circle Award) το 1988 όσο και το Βραβείο Πούλιτζερ, έναν χρόνο αργότερα. Το βιβλίο μάλιστα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τίτλο Wilde από τον Μπράιαν Γκίλμπερτ (Brian Gilbert, γεν. 1960) το 1997, με πρωταγωνιστή τον Στίβεν Φράι (Stephen Fry, γεν. 1957) στον ομώνυμο ρόλο.

Η βιογραφία του Νηλ ΜακΚίνα (Neil McKenna) The Secret Life of Oscar Wilde (2003), προσφέρει μια εξερεύνηση της σεξουαλικότητας του ποιητή. Καταφεύγει συχνά σε εικασίες και έχει κατηγορηθεί ευρέως για την αμιγώς υποθετική φύση της και την έλλειψη ακαδημαϊκού κύρους. Το Oscar's Books (2008) του Τόμας Ράιτ (Thomas Wright) ακολουθεί την ζωή του Ουάιλντ από τα παιδικά του χρόνια στο Δουβλίνο μέχρι τον θάνατό του στο Παρίσι, μέσω των βιβλίων που διάβαζε ο ποιητής. Έχοντας καταφέρει να εντοπίσει τα περισσότερα από τα βιβλία που κάποτε αποτελούσαν την βιβλιοθήκη του συγγραφέα στο σπίτι του στην οδό Τάιτ (τα οποία διασκορπίστηκαν την εποχή των δικαστικών διενέξεων του Ουάιλντ), ο Ράιτ ήταν ο πρώτος που ανέλυσε τις σημειώσεις που κράταγε ο ποιητής στα περιθώρια των βιβλίων του.

Η γοητεία του Ουάιλντ άφησε ανεξίτηλο σημάδι και στην παριζιάνικη λογοτεχνική σκηνή, η οποία τον χρησιμοποίησε ως αντικείμενο για πολλές βιογραφίες και μονογραφίες. Ο Αντρέ Ζιντ (André Gide, 1869 - 1951), στον οποίο ο Ουάιλντ άσκησε απόκοσμη επιρροή, έγραψε το In Memoriam, Oscar Wilde (1905) - ο ποιητής συχνά αναφερόταν στα κείμενα του Γάλλου συγγραφέα. Ο Λουί Τομάς (Louis Thomas, 1885 - 1962), ο οποίος είχε μεταφράσει στο παρελθόν βιβλία του ποιητή στα Γαλλικά, έγραψε το 1920 το L'esprit d'Oscar Wilde. Σύγχρονοι τίτλοι περιλαμβάνουν το Oscar Wilde του Φιλίπ Ζουλιάν (Philippe Jullian, 1919 - 1977) καθώς και τοL'affaire Oscar Wilde, ou, Du danger de laisser la justice mettre le nez dans nos draps του θρησκειολόγου Οντόν Βαλέ (Odon Vallet, γεν. 1947).

ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/