Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι μες τα θερινά τα Σινεμά

Ένα ρομαντικό, συγκινητικό οδοιπορικό ...!
Σινεμά καλοκαιριάτικο με παλιές αγαπημένες ταινίες κι ολόκληρη η γειτονιά στις πάνινες πολυθρόνες ... Χαρούμενο κουβεντολόι λίγο πριν ακουστεί το τριπλό καμπανιστό κονγκ, όπου θα χαμηλώσουν τα φώτα και θα αρχίσει το έργο. Η οθόνη μπροστά από τις στοιχισμένες πάνινες πολυθρόνες ένιωθε σαν η ντίβα της βραδιάς. Ήξερε, πως σε λίγο το ενδιαφέρον όλων θα στρεφόταν σ’ αυτήν ...


ΘΕΡΙΝΑ ΣΙΝΕΜΑ: 
Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον.
Για μια χώρα σαν την Ελλάδα, με το καλοκαίρι να διαρκεί περισσότερο από τέσσερις μήνες, τα θερινά σινεμά είναι μια λειτουργία αναγκαία. Δεν είναι, όμως, ελληνική αποκλειστικότητα, όπως πολλοί νομίζουν.
  Σε θερινό σινεμά απολάμβανε τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές ταινίες ο βασιλιάς Φαρούκ, της Αιγύπτου, πριν εκδιωχθεί από τον Νάσερ. Οι πρόσφυγες από την Πόλη, μιλούσαν για θερινά σινεμά κι εκεί ενώ θερινό σινεμά και μάλιστα σχεδόν μέσα στη θάλασσα, είδαμε και στο «Σινεμά ο Παράδεισος» του Τορνατόρε. 
  Στην Ελλάδα, όπως και να γίνει, το θερινό σινεμά «φτούρησε». Κάτι το κλίμα, κάτι η συνήθεια να αλλάζουν όλα το καλοκαίρι, δέθηκαν με τη ζωή του έλληνα και έγιναν αναπόσπαστο μέρος της διασκέδασής του. Αφήστε δε που δεν χρειαζόταν να περιμένεις το διάλειμμα για ν’ ανάψεις ένα τσιγαράκι!
   Μεγάλη άνθηση γνώρισε το θερινό σινεμά στην εικοσαετία ’50-’70, όπου το «καλοκαιρινό σινεμαδάκι» παίρνει τη μορφή... ηρεμιστικού πριν τον ύπνο. Οι γειτονιές γεμίζουν μάντρες με χαλικάκι και αναρριχητικά.
 Στο κάτω - κάτω δεν χρειάζονται και πολλά πράγματα. Ένα καμαράκι, μια μηχανή προβολής, η μάντρα, τα καθίσματα κι ένα «ηλεκτρόφωνο» για τη μουσική στα διαλείμματα.
   Κάποια, συνοικιακά, κυρίως, θερινά σινεμά έγιναν διάσημα περισσότερο για τη... μουσική που έβαζαν στα διαλείμματα, παρά για την ποιότητα της προβολής, ενώ αρκετοί νέοι των «φίφτις» και «σίξτις», αγάπησαν την ξένη μουσική μέσα από τα διαλείμματα των καλοκαιρινών κινηματογράφων.
   Μάθετε ότι εκεί έγινε επιτυχία η “Missirlou” (με τους “Trashman”), πολλά χρόνια πριν γίνει soundtrack του Pulp Fiction. Η «ποπ και ροκ» συνείδηση, που χαρακτήρισε τη νεολαία της δεκαετίας ’60-’70, είναι, εν πολλοίς, προϊόν των θερινών σινεμά.

    Μια συνείδηση που απέρριψε μεν την «κλάψα» του «λαϊκού» τραγουδιού της εποχής (οργίαζε τότε η κλοπή από τα ινδικά και αιγυπτιακά τραγούδια – τώρα που προοδεύσαμε κλέβουμε απευθείας απο τα τούρκικα αλλά και από τα dance-οειδή αμερικάνικα και ούτε το όνομα των συνθετών του πρωτότυπου δεν έχουμε την μπέσα να υπογραμμίσουμε...), αλλά ήταν έτοιμη να αφομοιώσει τον Χατζιδάκι (πιο «ποπ» άκουσμα) και να υποδεχθεί με ευαίσθητο αυτί τον Θεοδωράκη, το Μαρκόπουλο, τον Σαββόπουλο και τους άλλους έντεχνους.

   Κάποιες ταινίες, που παίχτηκαν σε θερινά σινεμά στις αρχές του ’70, αποσύρθηκαν βίαια από το χουντικό καθεστώς, επειδή «προκαλούσαν τα ήθη». Για μια μόνο μέρα προβλήθηκε το «Σάκο και Βαντσέττι», ματαιώθηκε η προβολή του «Φράουλες και αίμα»!
   Βέβαια, η απαγόρευση της διακίνησης των ιδεών ποτέ δεν ωφέλησε τους δυνάστες, κι αυτό φάνηκε από τις αντιδράσεις της ελληνικής νεολαίας κατά της χούντας. Νέοι της εποχής, τονίζουν ότι η στροφή τους προς τη μουσική ροκ, επέδρασε σημαντικά στη διαμόρφωση αντιεξουσιαστικού χαρακτήρα και στην αποκρυστάλλωση της πεποίθησης ότι η δικτατορία του Παπαδόπουλου έπρεπε να πέσει.
  Υπήρξε, όμως, και η άλλη όψη των θερινών σινεμά, που άνθησε, κυρίως, μέχρι το 1967. Ήταν η «βαριετέ» πλευρά, που άφησε τη δική της σφραγίδα.
  Κάποιες μέρες, κυρίως Τετάρτη ή Δευτέρα, δεν πρόβαλλαν ταινίες, αλλά φιλοξενούσαν «ονόματα» της εποχής. Από το πάλκο των θερινών σινεμά, κυρίως των συνοικιών, πέρασαν ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης, ο Ζαμπέτας, η Πόλυ Πάνου, η Καίτη Γκρέη, η Ρίτα Σακελλαρίου, η Γιώτα Λύδια, η Δούκισσα, ο Μωράκης με την Κωνσταντοπούλου,οι αδελφοί Κατσάμπα,ο Τζίμης Μακούλης, η Μοσχολιού, ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, αλλά και ο Χατζηχρήστος, ο Ρίζος, ο Φωτόπουλος, ο Αυλωνίτης, 
ο Αγκόπ, καθώς και άλλες, θρυλικές μορφές της ελληνικής επιθεώρησης, όπως ο Γιώργος Οικονομίδης, η Ρένα Ντορ, ο Χάρυ Κλυνν (στο ξεκίνημά του), ο διάσημος μάγος της εποχής «Δόκτωρ Βανκάντρα», που σκοτώθηκε, ο δυστυχής, από αδέσποτη σφαίρα έξω από το Πολυτεχνείο την επομένη της εισβολής των χουντικών τανκς, ο θρυλικός «Ζαζάς», ο πρώτος έλλην τραβεστί της κωμικής σκηνής κ.ά...
  Να σημειωθεί ότι ο θεατής, πλήρωνε για το «Βαριετέ» το ίδιο εισιτήριο που πλήρωνε για το σινεμά. Ιδού, λοιπόν, ο πολυπολι-τισμικός, σύνθετος ρόλος του θερινού σινεμά στη διαμόρφωση της κουλτούρας του έλληνα. Η φθηνή, προσιτή, δροσερή και ουσιαστική του διασκέδαση.
  Την ώρα που η Ευρώπη είχε το σινεμά ως σοβαρό διάλειμμα της κοινωνικής της ζωής και οι κυρίες, προκειμένου να μπουν στην σκοτεινή αίθουσα έπρεπε να φορέσουν «τα καλά τους» και να επισκεφθούν τον κομμωτή, στην Ελλάδα , ο κλασσικός διάλογος που «πέρασε» στους αθηναίους, ήταν ο ακόλουθος : «Τι κάνετε απόψε, Γιώργο»; «Α, τίποτα σπουδαίο. Σινεμαδάκι και ύπνο»!
   Η αλήθεια είναι ότι οι καλοκαιρινές οάσεις, δεν μπόρεσαν ν’ αντισταθούν στην τηλεόραση. Κάτι το βίντεο, κάτι οι «ζωντανές» αθλητικές μεταδόσεις, κατάφεραν αποφασιστικά χτυπήματα και το «κουτί» αφάνισε τις μάντρες με τα γιασεμιά.
 Γκαράζ, σουπερμάρκετ, συνεργεία, πήραν τη θέση των κινηματογράφων. Κι έμενε μόνο το καμαράκι της προβολής για να θυμίζει ότι κάποτε, στον χώρο εκείνο, πλανιόταν η σκιά του Μπόγκαρτ στην «Καζαμπλάνκα» ή του Κρίστοφερ Λι στον «Δράκουλα». 
  Κι όμως, στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα πέριξ, βρίσκουμε-στη δεκαετία ’60-70- περισσότερα από 200 θερινά σινεμά! Κάθε συνοικία είχε και τα δικά της. Η τηλεόραση και η «αντιπαροχή» αφαίρεσαν από τους κατοίκους το δικαίωμα σε μια πολιτιστική διέξοδο ποιότητας.
  Γύρω στα τέλη ’80 με αρχές του ’90, αρχίζουν να πληθαίνουν οι φωνές των ευαίσθητων σινεφίλ, που δεν αντέχουν πλέον το ρήμαγμα των θερινών τους καταφυγίων. Οι φωνές αυτές, συνδυάζονται -ευτυχώς- με την κρίση της τηλεόρασης στο ελληνικό σπίτι (βοήθησε τα μέγιστα η ιδιωτική τηλεόραση, που έφερε πολύ γρήγορα τον κορεσμό), δείχνουν ευαισθησία και κάποιοι δήμαρχοι, οι εφημερίδες «κάνουν θέμα» τη διάσωση μερικών θερινών (η Ελένη Μπίστικα στην «Καθημερινή» έχει αναλάβει σταυροφορία) και το πράγμα παίρνει τον καλό δρόμο. 
  Τα δημοτικά θερινά σινεμά, που δημιουργούνται στις αρχές του ’90, είναι μια πρώτης τάξεως «μαγιά». Ακολουθεί η αναβίωση μερικών άλλων, δείχνει ανταπόκριση και η νεολαία, που γεμίζει τις μάντρες με τις μηχανές προβολής και το γλυκό «δένει».
   Να σημειώσουμε, πάντως, ότι ο θεσμός των δημοτικών θερινών κινηματογράφων, δείχνει πολύ δυνατός. Έτσι, από την σχεδόν πλήρη εξαφάνιση του είδους, το θερινό σινεμά, σαν τον μυθικό Φοίνικα, ξαναγεννιέται από τις στάχτες του. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αποκτά καινούρια δυναμική και προσωπικότητα, αφού καταφέρνει να φέρει ακόμη και ταινίες πρώτης προβολής
  Εδώ βέβαια τίθεται το ερώτημα κατά πόσο θα «χάσουν» αυτά τα φιλμς στη θερινή οθόνη. Βλέπετε, στην πρώτη προβολή χάνεις την αρχή (δεν βλέπεις) και στην δεύτερη χάνεις το τέλος (δεν ακούς). Και , για να πούμε και του στραβού το δίκιο, είναι αστείο να βλέπεις θερινούς κινηματογράφους να διαφημίζουν το... ανύπαρκτο Dolby Surround ηχητικό τους σύστημα. Λες και πηγαίνουμε για το Surround...
  Το θερινό σινεμά, λοιπόν, επεβλήθη. Σε πείσμα της νεοελληνικής καταστροφικής τρέλας, σε πείσμα της επιδημίας της «αξιοποίησης» κάθε άχτιστου οικοπέδου, σε πείσμα της «αντιπαροχής». Κι αυτή του η επιβίωση, είναι κατάκτηση του πολιτισμού σε βάρος της κλασσικής ελληνικής τσαπατσουλιάς, σε βάρος της αισθητικής της «κονόμας», σε βάρος της αυτοκαταστροφικής μανίας που χαρακτήρισε την νεοελληνική κοινωνική πορεία. 
Απορίας άξιο, το πώς αυτοί οι άνθρωποι, που τόσο μεθοδικά και με θέρμη κινήθηκαν για τη διάσωση -και την πέτυχαν-των θερινών κινηματογράφων, δεν έκαναν το ίδιο και για τη βελτίωση και άλλων παραμέτρων της κοινωνικής μας ζωής, που σήμερα μας ταλανίζουν χωρίς έλεος. 
Α. ΚΑΠΡΑΝΟΣ
(To παρακάτω υπέροχο κείμενο και οι γελοιογραφίες είναι αναδημοσίευση από το blog: "Δεινοθήσαυρος ο φιλομαθής" )
   Σινεμά καλοκαιριάτικο με παλιές αγαπημένες ταινίες κι ολόκληρη η γειτονιά στις πάνινες πολυθρόνες του "Σινέ Κήπος". Χαρούμενο κουβεντολόι λίγο πριν ακουστεί το τριπλό καμπανιστό κονγκ, όπου θα χαμηλώσουνε τα φώτα και θα αρχίσει το έργο. Όλοι φίλοι και γνωστοί.  Η οθόνη μπροστά από τις στοιχισμένες πάνινες πολυθρόνες ένιωθε σαν η ντίβα της βραδιάς. Ήξερε, πως σε λίγο το ενδιαφέρον όλων θα στρεφόταν σ’ αυτήν. Στις κινούμενες εικόνες που θα προβάλλονταν στην λευκή της επιφάνεια.
   Απαλή μυρωδιά από γιασεμίαγιόκλημα και γεράνι να δίνουν την τρίτη διάσταση στην οπτικοακουστική ψυχαγωγία. Στα πόδια σου τριζάτο χαλίκι και να μετράς τα άστρα, σαν σε κάποιες σκηνές χαλάρωνε το ενδιαφέρον.
   Οι μελωδικές φωνές του Πρίσλεϊ, του Σινάτρα, του Πολ Άνκα, του Χάρυ Μπελαφόντε από τα χιλιοπαιγμένα δισκάκια των 45 στροφών, που έπαιζε το φορητό πικάπ στην καμπίνα της μηχανής προβολής, στα διαλείμματα ανακατεύονταν με τις φωνές των παιδιών του κυλικείου, που διαλαλούσαν -σχεδόν τραγουδιστά- το περιεχόμενο του ντορβά τους περασμένου στο σβέρκο τους Ιεροτελεστία καλοκαιριάτικης  νύχτας βαθιά χαραγμένη στη θύμηση με εικόνες ήχους και οσμές.
   Τα χιλιοτραγουδισμένα σινεμά τα θερινά, υπάρχουν ακόμα, επειδή εντάχθηκαν υποχρεωτικά στα προστατευόμενα είδη της λαϊκής ψυχαγωγίας. Πόσα, όμως, από αυτά παράγουν νοσταλγία σαν περιβάλλον; Νοσταλγία και σαν έργα, αφού τις πιο πολλές φορές δεν ταιριάζουν στην καλοκαιριάτική ανεμελιά, μα στη σιωπηλή μυσταγωγία που επιβάλλει η σκοτεινή αίθουσα του χειμερινού κινηματογράφου;
"Κι ακούγονταν η μπλαζέ φωνή του Μπόγκαρτ δυο τετράγωνα μακριά.."
   Ο καλοκαιρινός κινηματογράφος σε αυλή ή σε ταράτσα μόνο στην Ελλάδα υπάρχει από ολόκληρη την Ευρώπη. Το αντίστοιχό του σε Αμερική και Ευρώπη είναι τα drive-in, είδος κινηματογραφικού χώρου, που δεν ευδοκίμησε στην Ελλάδα και για τούτο δεν το συμπεριέλαβαν στο ρεπερτόριό τους οι Έλληνες γελοιογράφοι σε αντίθεση με τους ξένους συναδέλφους τους.
   Αντίθετα, ο καλοκαιρινός κινηματογράφος, αναπόσπαστο κομμάτι της καλοκαιρινής ψυχαγωγίας, υπήρξε δημοφιλές θέμα των γελοιογράφων και η έμπνευσή τους από αυτόν έχει αρκετές υποκατηγορίες θεματολογίας.
Σήμα κατατεθέν των σινεμά των θερινών δικαιωματικά το τραγούδι του Λουκιανού (ένας είναι Λουκιανός)… Όλη η μαγεία του σινεμά του θερινού στους στίχους μιας μπαλάντας. Τα λέει όλα!



Τα θερινά σινεμά
Στίχοι: Λουκιανός Κηλαηδόνης
Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια
ώρα με την ώρα βιαστικά
νιάτα που περνούν
που δεν θα ξαναρθούν
κι εκείνο που βλέπω
να μένει τελικά

Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
μες τα θερινά τα σινεμά
νύχτες που περνούν
που δεν θα ξαναρθούν
μ' αγιόκλημα και γιασεμιά

Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια
κάποιος μας τα κλέβει μυστικά
χρόνια που περνούν
που δεν θα ξαναρθούν
κι εκείνο που βλέπω να μένει τελικά

Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
μες τα θερινά τα σινεμά
νύχτες που περνούν
που δεν θα ξαναρθούν
μ' αγιόκλημα και γιασεμιά
  Μπυράλ vs Sinalco
   Ήταν το επίσημο αναψυκτικό των θερινών κινηματογράφων στην προ Coca Cola και  Pepsi Cola εποχή. Ελληνικής επινόησης αναψυκτικό και οι πωλήσεις του έξω από τα σινεμά ήταν μηδαμινές, παρότι ονομαστικά προωθούσε ένα υποκατάστατο υποτίθεται της μπύρας χωρίς αλκοόλ αλλά και με γεύση γλυκιά. Η αλήθεια είναι ότι πήγαινε γευστικά με τους αλμυρούς πασατέμπους, τα στραγάλια και τους ηλιόσπορους περισσότερο από μια πορτοκαλάδα ή γκαζόζα. Πρέπει να ήταν κάποιος τύπος Root Beer από εκχύλισμα κίνας. 
  

  Σοβαρός αντίπαλός του στις κινηματογραφικές αυλές ήταν το γερμανικής προέλευσης Sinalco.
 

  Η εμφάνιση του τύπου κόλα αναψυκτικού Tam Tam περιόρισε δραματικά τις πωλήσεις και των δύο. Κάποιο αναψυκτικό τύπου μπυράλ που κυκλοφορεί δεν νομίζω πως θυμίζει στη γεύση το παλιό.
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΘΕΛΕΙ 
ΤΟΝ ΠΑΣΑΤΕΜΠΟ ΤΟΥ!
Οι ξηροί καρποί και ιδιαίτερα ο ζεστός καβουρδισμένος κολοκυθόσπορος, ο πασατέμπος, στην… καλοκαιρινοσινεμαδιάρικη ιεροτελεστία υπήρξε κατά κάποιο τρόπο υποκατάστατο του πρώτου σκέλους της γνωστής φράσης "άρτος και θεάματα". Από αρκετούς νοσταλγούς συνεχίζει να είναι.
   Οι υπόλοιποι παραδόθηκαν αμαχητί στην εισβολή του αμερικανόφερτου  ποπ κορν, που ούτε καν μπήκαν στον κόπο να του δώσουν ονομασία ελληνική. Προστέθηκε δε ως εναλλακτικό και ο "καυτός σκύλος", χοτ-ντογκ το ξέρουμε, και το πράγμα ήρθε και έδεσε. Κι από κοντά η κόκα ή η πέπσι κόλα αντί μπυράλ ή σινάλκο.
  Ο πασατεμπάς κι όχι ο στραγαλατζής ή φιστικατζής, έξω από την είσοδο του σινεμά με το καροτσάκι του -κινητό ξηροκαρπάδικο- σου έφτιαχνε αστραπιαία χάρτινο χωνάκι και με τη σπατουλίτσα του στο γέμιζε με καυτούς πασατέμπους, αφράτα στραγάλια, ξεροψημένα αράπικα φυστίκια κι αλμυρό ηλιόσπορο
  Τα χωνάκια του ήταν δυο μεγεθών. Μικρότερο για το μιας δραχμής εμπόρευμα και μεγαλύτερο για το δυο δραχμών. Εμπορικό τρυκ για να δείχνει η σακούλα πάντα γεμάτη! Αν ήθελες, ωστόσο π.χ. τρεις δραχμές, το παραπάνω σου το ‘βαζε σε άλλο χωνάκι.
  Το ότι ο πασατέμπος από όλα τα ξηροκαρπικά απετέλεσε μόνον αυτός πηγή έμπνευσης των γελοιογράφων είναι εύκολα κατανοητός. Το θορυβώδες και ρυθμικό "τσάκα-τσούκα", καθώς τα δόντια διαχώριζαν τη φλούδα από τον καρπό και κατόπιν το εκνευριστικό "φτού" της φλούδας στην πλάτη ή στο κεφάλι του μπροστινού, υπήρξε πραγματικά μια μάστιγα για την… ανθρωπότητα που αποζητούσε να απολαύσει την κινηματογραφική της ταινία απαλλαγμένη από ήχους που δεν ήταν γραμμένοι στην ηχητική μπάντα του φιλμ. 
   Τα πατατάκια τσιπς έκαναν αργότερα την εμφάνισή τους και τα κινητά  πολύ πιο μετά.
    Παραμένει απορίας άξιον γιατί δεν καταπιάστηκαν οι γελοιογράφοι και με τις στραγαλοβολές. Ή μήπως ήταν έθιμο που ευδοκιμούσε μόνο στον δικό μας κινηματογράφο; 
  Ταμπουρωμένοι, εμείς τα τρομερά παιδιά, στον μη χρησιμοποιούμενο από άλλους θεατές μικρό εξώστη δίπλα στην καμπίνα προβολής και χρησιμοποιώντας σαν φυσοκάλαμο κάποιο μικρό σωλήνα, που βρίσκαμε στα άχρηστα του υδραυλικού της γειτονιάς, πραγματοποιούσαμε πυρ κατ’ ομαδόν προς την πλατεία δίκην ορεινής πυροβολαρχίας σκληρά κίτρινα στραγάλια, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο στόχο. 
Όλο και κάποιο κεφάλι θα ‘βρισκε κι αμέσως σκύβαμε κάτω από τον χαμηλό τοίχο. Όχι περισσότερες από δυο ή τρεις φορές σε κάθε προβολή. Αξέχαστα βράδια, σου λέω και να με πιστέψεις!

ΟΙ ΤΖΑΜΠΑΤΖΗΔΕΣ
   Φύσει και θέσει οι αυλές των θερινών σινεμά προσέφεραν και δωρεάν θέαμα. Ολόγυρά τους πολυκατοικίες με ενοίκους που δεν έχαναν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν μια ταινία από το προνομιακό θεωρείο του παραθύρου τους ή του μπαλκονιού τους.
   Το μαρτύριο για αυτούς άρχιζε από την επόμενη μέρα, που αν το σινεμά δεν άλλαζε ταινία κάθε μέρα, ήταν υποχρεωμένοι να ακούνε τα διαδραματιζόμενα στην οθόνη για πολλοστή φορά, χωρίς τη δυνατότητα να μπορούν να αλλάξουν... κανάλι με το τηλεκοντρόλ.
  Όταν μάλιστα έπαιζε και καμιά καλή ταινία, είχαν την "χαρά" να δουν φίλους και συγγενείς, που από καιρό τους είχαν χάσει  και μόλις εκείνη τη βραδιά αποφάσισαν να τους θυμηθούν και να τους επισκεφτούν...
  Ήταν, όμως και  οι άλλοι τζαμπατζήδες. Αυτοί που από κάποιο δέντρο κοντά στη μάντρα του σινεμά απολάμβαναν την ταινία κουρνιασμένοι σε κάποιο κλαδί σαν χιμπατζήδες
   Συνήθως ήταν η μαρίδα της γειτονιάς, πεισμωμένη να δει το "ακατάλληλο δι' ανηλίκους" έργο. Ο σωλήνας που κατάβρεχαν το χαλίκι και τα φυτά πριν από την προβολή ήταν το πρόχειρο όπλο εκδίωξής τους από τον "αιθουσάρχη" της αυλής, τον "μεγάλο αυλάρχη"!... Μιλάω εξ ιδίας πείρας!
ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ
Σε ένα καλοκαιρινό σινεμά, όλα μπορούν να συμβούν! Αν σου συμβούν στον χειμωνιάτικο μπορεί να σου κακοφανούν, που μερικά δεν θα συμβούν ποτέ. Στον θερινό, τα διασκεδάζεις.
ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΚΙ ΑΛΛΟ ΕΡΓΟ
  Κάποτε ήταν συνήθεια να αλλάζει έργο κάθε μέρα ο συνοικιακός κινηματογράφος. Οι ταινίες δεν δίνονταν διανομή μια-μια χωριστά, αλλά σε πακέτα, που είχε κόπιες για όλα τα γούστα.
  Οι αιθουσάρχες τα μίσθωναν, συνήθως, κοψοχρονιά για τί ήταν κόπιες πολυπαιγμένες και όχι σπάνια κόβονταν, αλλά κι αυτό ήταν μέσα στο παιχνίδι. Τώρα, καθημερινή αλλαγή του έργου, ή το πολύ κάθε δυο μέρες μόνο σε κάποιους κινηματογράφους στα εξοχικά θέρετρα θα συναντήσει κανένας.
  Οι "πρεστιζάτοι" σινεμάδες του κέντρου προεκτείνουν την χειμερινή περίοδο με ταινίες πάντα α' προβολής και ήχο dolby stereo.
ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
  Κι αυτά συμβαίνουν κι όχι μόνο στα σινεμά τα θερινά.



ΠΗΓΗ: http://lolanaenaallo.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον