Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

ΘΡΗΣΚΕΙΑ: Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας (18 Ιανουαρίου)

Ἀθανάσιον καὶ θανόντα ζῆν λέγω.
Οἱ γὰρ δίκαιοι ζῶσι καὶ τεθνηκότες.
Τάρχυσαν ὀγδοάτῃ δεκάτῃ νέκυν Ἀθανασίου.

Το διαχρονικό μήνυμα του Μεγάλου Πατρός
«Θαρρεῖτε· νεφύδριον γάρ ἐστι, καί θᾶττον παρελεύσεται»
«τό σκότος οὐκ ἔστι φῶς, οὐδέ τό ψεῦδος ἀλήθεια»

Γράφει η Ελένη Δραμπάλα

Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
«Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι ... ὅτι πᾶσαν ἐν ἑαυτῷ συλλαβών εἶχε τήν ἀρετήν ... Ἀρετήν δέ ἐπαινῶν, Θεόν ἐπαινέσομαι, παρ’ οὗ τοῖς ἀνθρώποις ἡ ἀρετή»· με την κλασική αυτή φράση ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αρχίζει τον επιμνημόσυνο λόγο του «Εἰς τόν μέγαν Ἀθανάσιον, Ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας»

Και πράγματι, η ζωή του Αθανασίου ήταν πλήρης αφοσίωσης στην ευαγγελική παράδοση και στον αγώνα για τη διάσωση του ορθόδοξου δόγματος, αλλά και αυθεντική έκφραση του χριστιανικού ήθους. Υπήρξε ισχυρή προσωπικότητα με σπάνια πνευματικά χαρίσματα και ο ρόλος που διεδραμάτισε ήταν αποφασιστικής σημασίας για την ύπαρξη και την αύξηση της Εκκλησίας σε μία κρίσιμη εποχή για την πορεία της. 

Το όνομά του και το πρόσωπό του παραπέμπουν άμεσα στην καταστολή της αιρέσεως του Αρείου (βλ. Αρειανισμός) και στο έργο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας του 325 μ.Χ.  (βλ. Α΄ Οικ. Σύνοδος). Η εικόνα του καταστροφικού φρονήματος των Αρειανών, αλλά και η σημασία της πίστεως της Νικαίας δεν μπορούν να κατανοηθούν έξω από την οικουμενική σημασία της διδασκαλίας του πράγματι Μεγάλου Αθανασίου. 

Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία, όμως κατά μία άποψη πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 300 μ.Χ., ενώ κατ’ άλλη πηγή (Κοπτικό Εγκώμιο) όταν έγινε επίσκοπος το 328 ήταν σε ηλικία 33 ετών, επομένως πρέπει να γεννήθηκε το 295 ή το 296. Η καταγωγή του ήταν από την Αλεξάνδρεια, όπου είχε συγγενικά πρόσωπα και «μνημεῖον πατρῶον». Ο Ρουφίνος αναφέρει μία ιστορία για τον Αθανάσιο, ότι όταν μικρός και έπαιζε με τους συνομιλήκους του, υποδύθηκε τον ιερέα και βάπτισε ένα παιδί, τηρώντας πιστά την εκκλησιαστική τάξη. Όταν πληροφορήθηκε το συμβάν ο επίσκοπος Αλέξανδρος, συσκέφθηκε με τους πρεσβυτέρους και αποφάσισαν ότι το βάπτισμα εκείνο ήταν έγκυρο. Ο ίδιος ο Αθανάσιος μας πληροφορεί ότι γνώριζε τον «καθηγητή της ερήμου» Μ.Αντώνιο (βλ. Άγιος Αντώνιος ο Μέγας), τον οποίο μάλιστα «πολλάκις ἑώρακεν» και από τον οποίο διδάχθηκε πολλά και τον ακολούθησε «χρόνον οὐκ ὀλίγον». Από το έτος 311 έως το 328 υπήρξε διάκονος του προκατόχου του επισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου και κατά τη διάρκεια της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας εκτελούσε χρέη γραμματέως του Αλεξάνδρου και μετά τον θάνατο του επισκόπου το 328, ανεδείχθη επίσκοπος της μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας. 

Ο Μ.Αθανάσιος έτυχε φιλοσοφικής μορφώσεως κι αυτό διαφαίνεται από το ίδιο το συγγραφικό του έργο, το οποίο πείθει για επιμελημένη μόρφωση. Επίσης, ο ιερός Φώτιος επισημαίνει τη φιλοσοφική κατάρτιση του Αθανασίου, αναφερόμενος στο «γόνιμον καί θαυμάσιον» του λόγου του. Από μία απλή μελέτη των έργων του, ο αναγνώστης πείθεται ότι ο επίσκοπος Αλεξανδρείας ήταν απόλυτα κάτοχος της Αγίας Γραφής, διότι η θεολογία του ήταν πάντα αγιογραφικά κατοχυρωμένη. Κατά τα πρώτα έτη της διακονίας του στον θρόνο Αλεξανδρείας, η οποία ήταν περιπετειώδης, από 328 έως 373, ο Αθανάσιος υπήρξε ακάματος εργάτης για την οργάνωση της επαρχίας του. Επισκέφθηκε τη Θηβαΐδα, την Πεντάπολη, την όαση του Αμμών και την Κάτω Αίγυπτο, όπως επίσης και τα σπουδαία μοναστικά κέντρα της αιγυπτιακής ερήμου. Την αφοσίωσή του στο ποιμαντικό έργο περιγράφει με την χαρακτηριστική καλλιέπεια ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «Ὁ μέν ἐπαινείτω τό ἐν νηστείαις καί προσευχαῖς, οἷον ἀσώματόν τε καί ἄϋλον ... δοκοῦσί μοι καί χῆραι τόν προστάτην ἐπαινέσεσθαι· καί ὀρφανοί, τόν πατέρα· καί πτωχοί, τόν φιλόπτωχον· καί τόν φιλόξενον, οἱ ξένοι ... οἱ νοσοῦντες, τόν ἰατρόν, ἥν βούλει νόσον καί ἰατρείαν ... οἱ πάντες, τόν πᾶσι γινόμενον, ἵνα κερδάνῃ τούς πάντας ἤ πλείονας».

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
Παρ’ όλη, όμως, την αφοσίωση των πιστών του και την εκτίμησή τους στο πρόσωπό του, ο Αθανάσιος δοκιμάσθηκε περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο σε όλη την εκκλησιαστική ιστορική διαδρομή. Ξεκίνησε εναντίον του ένας αμείλικτος και ανυποχώρητος πόλεμος των αιρετικών διαφόρων αποχρώσεων, ο οποίος έφθανε μέχρι και των πλέον ταπεινών συκοφαντιών. Περισσότερα από δέκα έξι χρόνια της αρχιερατείας του πέρασε μακριά από το ποίμνιό του, ενώ εξορίσθηκε πέντε φορές και επανειλημμένα καταδικάσθηκε και καθαιρέθηκε από ψευδοσυνόδους. Η καταδίωξή του υπήρξε χειρότερη κι απ’ αυτή των αυτοκρατόρων, όμως οι δοκιμασίες αυτές, οι στερήσεις και οι ταλαιπωρίες δεν έκαμψαν το εκκλησιαστικό φρόνημά του, το οποίο ήταν ακλόνητο. Τον εγκατέλειψαν ακόμη και οι συνεργάτες και φίλοι του, υποκύπτοντας σε πιέσεις και δειλιάζοντας μπροστά σε απειλές, υπογράφοντας το αρειανικό Σύμβολο πίστεως για ν’ αποφύγουν την εξορία. Ο Αθανάσιος πλέον έμεινε μόνος, με μόνη σύντροφο την βαθιά πεποίθησή του ότι η αίρεση δεν πρέπει να εισέλθει «εἰς τόν παράδεισον τῆς Ἐκκλησίας» και να καταδειχθεί ότι «τό σκότος οὐκ ἔστι φῶς, οὐδέ τό ψεῦδος ἀλήθεια»

Η σύγκρουσή του με τον Άρειο είχε ως αποτέλεσμα να γίνει αποδέκτης μιάς συστηματικής, καλά οργανωμένης και άνευ προηγουμένου επίθεσης, αλλεπάλληλων συκοφαντιών με τη χρησιμοποίηση της κρατικής εξουσίας, αλλά και απειλών για τη σωματική του ακεραιότητα. Η ζωή του είχε πλέον γίνει δύσκολη και η εκκλησιαστική διακονία ήταν ένας δρόμος μετ’ εμποδίων. Ακόμη και ο αυτοκράτορας Μ.Κωνσταντίνος, ο οποίος εκτιμούσε τον Αθανάσιο, παρασύρθηκε από αυτές τις διαβολές υπό την πίεση του Ευσεβίου Καισαρείας και του Ευσεβίου Νικομηδείας και συγκάλεσε σύνοδο το 335 για να διερευνήσει τις εναντίον του κατηγορίες. Στην σύνοδο εκείνη, μετείχαν 60 Αρειανοί επίσκοποι με παλαιές και νέες κατηγορίες. Ο αυτοκράτορας «θυμωθείς ὁ πραότατος βασιλεύς» ειδοποίησε τον Αθανάσιο ότι εάν δεν προσήρχετο στη σύνοδο θα τον προσήγαγε βιαίως. Ο στόχος των αντιπάλων του ήταν να σπιλώσουν την τιμή του επισκόπου, ενώ απ’ αυτήν την παρωδία Συνόδου ο Αθανάσιος φυγαδεύθηκε από βασιλικούς απεσταλμένους, διότι οι αντίπαλοί του σχεδίαζαν την δολοφονία του. Επί αυτοκράτορα Κώνσταντα, ο Αθανάσιος καταδικάστηκε από δύο αρειανικές Συνόδους, της Αρελάτης το 353 και του Μεδιολάνου το 355, ενώ τη νύχτα της 9ης Φεβρουαρίου του 356 περικύκλωσαν τον ναό του αγίου Θεωνά. Ο Αθανάσιος δεν έφευγε από τον ναό εάν δεν εξασφαλίζετο η ειρηνική αποχώρηση των πιστών. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να φυγαδευθεί στην έρημο της Αιγύπτου όπου παρέμεινε πέντε χρόνια, δηλ. μέχρι τέλους του 361, ενώ στη θέση του τοποθετήθηκε κάποιος Γεώργιος Καππαδόκης, τον οποίο ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ονομάζει «τέρας Καππαδόκιον, πονηρόν τό γένος, πονηρότερον τήν διάνοιαν». 

Ο Αθανάσιος από την εξορία συνεχίζει τον αγώνα του κατά των αιρετικών, ενώ μετά τον θάνατο του Κωνσταντίου το 361 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και αφοσιώνεται στο ποιμαντικό του έργο. Η αναγνώριση και η επιτυχία του Αθανασίου ενόχλησε τον αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Παραβάτη και τον εξορίζει στις 24 Οκτωβρίου 362. Το πλήθος των πιστών ήταν συγκινημένο , ενώ ο μεγάλος αυτός επίσκοπος Αλεξανδρείας αναφωνεί εκείνη τη στιγμή τη γνωστή φράση, η οποία δηλώνει το φρόνημα της ελπίδας και της πίστεώς του «Θαρρεῖτε· νεφύδριον γάρ ἐστι, καί θᾶττον παρελεύσεται». 

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ 
Ο Αθανάσιος υπήρξε προσωπικότητα μεγάλης εμβέλειας κι αυτό καταδεικνύεται από το ότι, παρά τις περιπέτειες του βίου του, τις ποικίλες αντιξοότητες, τις δοκιμασίες, τους καθημερινούς αγώνες κατά των αιρετικών και την ποιμαντική μέριμνα, άφησε σημαντικό συγγραφικό έργο, ένα θεολογικό έργο που υπερβαίνει τις αδυναμίες της αλεξανδρινής θεολογίας, ενώ ως συγγραφέας είναι εγγύτερα στον Ειρηναίο, παρά στον Κλήμη τον Αλεξανδρέα και στον Ωριγένη. 

Χρησιμοποίησε την Αγία Γραφή σταθερά και συνετά, χωρίς τις ακρότητες των αλληγοριστών και η δογματική του έκθεση δεν επιδέχεται παρερμηνείες. Υπήρξε από τους σπουδαιότερους θεολόγους της αρχαίας Εκκλησίας, δημιούργησε νέα θεολογική παράδοση, συνεχιζόμενη όχι μόνο από τους Αλεξανδρινούς θεολόγους, αλλά και Πατέρες εκτός Αλεξανδρείας, όπως οι μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες. Η φιλοσοφία δεν επισκιάζει την χριστιανική σκέψη, αλλά επικουρικά συνεργεί στην κατανόησή της. 

Τα συγγράμματά του μελετήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από μεταγενέστερους Πατέρες, αναγνωρίζοντας σ’ αυτά την αυθεντική εκκλησιαστική διδασκαλία κι αυτό δηλώνει την εγκυρότητα του θεολογικού του λόγου. Τα κείμενα που φέρουν την υπογραφή του Μεγάλου Αθανασίου, με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν τέτοιο κύρος, ώστε θεωρήθηκαν ότι εκφράζουν τον γνήσιο οικουμενικό εκκλησιαστικό λόγο.

Ο Αθανάσιος διακρίθηκε ως μεγάλος θεολόγος και ως ανυποχώρητος αγωνιστής για τη διάσωση της Ορθόδοξης πίστης, δεν δείλιασε ούτε κι όταν έμεινε μόνος του στον αγώνα του κατά του Αρειανισμού, υπήρξε παράδειγμα συνεπούς χριστιανικού βίου και αγαπήθηκε από τους πρεσβυτέρους και το ποίμνιό του όσο ελάχιστοι. Τα 16 χρόνια στην εξορία δεν τον κούρασαν, τον ισχυροποίησαν ώστε να εργάζεται με μεγαλύτερο πάθος για την αλήθεια. Έζησε, κατά τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο «καί παιδευθείς καί παιδεύσας»

Ο Μ.Αθανάσιος κοιμήθηκε την 2α Μαΐου του 373 (εορτάζεται η ανακομιδή των λειψάνων), ύστερα από 43 ετών προσφορά στον θρόνο της Αλεξανδρείας «Ἐν γήρᾳ καλῷ καταλύει τόν βίον καί προστίθεται τοῖς πατράσιν αὐτοῦ, πατριάρχας καί προφήταις καί ἀποστόλοις καί μάρτυσι τοῖς ὑπέρ τῆς ἀληθείας ἠγωνισμένοις»


Ἀπολυτίκιον 
Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων τήν Ἐκκλησίαν, ἱεράρχα Ἀθανάσιε, τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱόν ὁμοιούσιον, ἀνακηρύξας κατήσχυνας Ἄρειον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστόν τόν θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Ελένη Δραμπάλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον