Άμεσοι και Έμμεσοι Φόροι
Το
μεγαλύτερο μέρος των δαπανών της βυζαντινής αυτοκρατορίας για τη διοίκηση, τον
στρατό, τους πολέμους και την κοινωνική πολιτική κάλυπταν τα έσοδα από τους
φόρους. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη ασάφεια ως προς το φορολογικό σύστημα και την
εφαρμογή του, γιατί δεν υπάρχουν σχετικές σαφείς πληροφορίες στις πηγές. Η
φορολογική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού στηριζόταν στο σύστημα jugatio (juga = ζυγόν)
– capitation (caput = κεφαλή)
για τον καθορισμό της ἔγγειας και της
κεφαλικῆς φορολογίας, αντίστοιχα με
τον υπολογισμό ως φορολογητέας ύλης τόσο της γης, όσο και της εργασίας
(ελεύθερης και εξαρτημένης) ανθρώπων και ζώων κάθε περιοχής. Οι δυσχέρειες για
τον ακριβή καθορισμό του φορολογικού συστήματος πηγάζουν από την έλλειψη στοιχείων
ως προς τον τρόπο, δηλαδή της ενιαίας ή χωριστῆς
εκτιμήσεως των φορολογικών υποχρεώσεων μιάς περιοχής ή ενός βυζαντινού πολίτη,
αλλά είναι πιθανότερη η υπόθεση της συνεκτιμήσεως και των δύο μεγεθών της
φορολογητέας ύλης από τις αρμόδιες περιφερειακές οικονομικές υπηρεσίες. Το ύψος
του φόρου προσδιοριζόταν κατά υπαρχία (praefectura), επαρχία και κοινότητα, κάθε δε κοινότητα (civitas) έπρεπε πιθανότατα να συγκεντρώσει τον καθορισμένο
φόρο με βάση τη χωριστή ἐκτίμηση από
τους τοπικούς υπαλλήλους της αρμόδιας υπηρεσίας των δύο μεγεθών της
φορολογητέας ύλης, αλλά μετά την χωριστή είσπραξη των φόρων κάθε κοινότητας (civitas) η απόδοση του φόρου αυτού στις αρμόδιες
οικονομικές υπηρεσίες της επαρχίας γινόταν με ἑνιαία ἄθροιση τῶν δύο μεγεθῶν της φορολογητέας ύλης.
Η
εκτίμηση των αναλογούντων εγγείων φόρων (jugatio) γινόταν με βάση την αποτίμηση και την καταγραφή
των γαιών της αυτοκρατορίας σε ενιαίο κτηματολόγιο από τις κεντρικές
οικονομικές υπηρεσίες. Το κτηματολόγιο αυτό, που είχε καταρτισθεί συνοπτικά με
βάση τα συνοπτικά επίσης κτηματολόγια των επάρχων των πραιτωρίων, όπως τα
τελευταία είχαν καταρτισθεί με βάση τα αναλυτικότερα κτηματολόγια των επαρχιών,
στηριζόταν στα λεπτομερή κτηματολόγια των κοινοτήτων (civitas) κάθε επαρχίας. Σ’ αυτά καταγράφονταν σε χωριστές
κατηγορίες οι φορολογικές υποχρεώσεις (jugatio και
capitation) κάθε οικογένειας της κοινότητας, που προέκυπταν
από την ιδιοκτησία γης και από την εργασία ανθρώπων και ζώων. Η συγκρότηση του
τοπικού κτηματολογίου της κοινότητας γινόταν με βάση τις φορολογικές δηλώσεις –
απογραφές (professiones) των φορολογουμένων
μελών της κοινότητας και ελέγχονταν από ειδικό υπάλληλο, τον κηνσίτορα
(censitor) για την επαλήθευση των στοιχείων και για την
παρακολούθηση και την καταγραφή των μεταβολών τους.
Η
κατανομή των φορολογικών βαρών κατά τοπικές κοινότητες, οι οποίες ήταν
υπεύθυνες για την καταβολή ολόκληρου του καθοριζόμενου για κάθε μία απ’ αυτές
φόρου και την κάλυψη του ποσοστού των μη δυναμένων να εκπληρώσουν τις
φορολογικές τοους υποχρεώσεις, ονομάσθηκε ἐπιβολή. Οι εξελίξεις, όμως, στην
ιδιοκτησία της γης και στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, σε συνδυασμό με
την υπερβολική αυστηρότητα των οικονομικών υπαλλήλων στην κατανομή και την
είσπραξη του φόρου, περιόρισαν την αποδοτικότητα της ἐπιβολῆς, ο δε αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ (802-811) προσπάθησε,μαζί
με τα άλλα οικονομικά μέτρα, να διορθώσει και τις διαπιστωμένες ήδη αδυναμίες
της. Με τη μεγάλη πείρα του ανώτατου οικονομικού αξιωματούχου κατανόησε την
ανάγκη τροποποιήσεως της ἐπιβολῆς, η
οποία στην περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσεως προκαλούσε τη δυσφορία των
πτωχών μελών των κοινοτήτων που αδυνατούσαν να καλύψουν τις αυξημένες
φορολογικές επιβαρύνσεις της κοινότητας (civitas). Ο Νικηφόρος Α΄ μετατόπισε το κέντρο βάρους της
γενικής υποχρεώσεως της κοινότητας να καλύψει το συνολικό ύψος της φορολογίας
της στην ειδική υποχρέωση των μεγάλων γαιοκτημόνων κάθε κοινότητας να
καταβάλλουν και τους φόρους των μη δυναμένων να ανταποκριθούν γειτόνων τους
μικρών και πτωχών γαιοκτημόνων. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Β΄ του Αμορίου (820-829)
αναγκάσθηκε να ανακαλέσει τα αυστηρά οικονομικά μέτρα του Νικηφόρου από την
αντίδραση της εκκλησίας και των μεγάλων γαιοκτημόνων και από τη γενικότερη
δυσφορία του λαού, παρά το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά είχαν αποδειχθεί
αποτελεσματικά για την υπέρβαση της οικονομικής κρίσεως και την ανόρθωση της
οικονομίας της αυτοκρατορίας. Το γεγονός ότι από τη φορολογία δεν εξαιρέθηκαν
οι αυτοκρατορικές γαίες και η μοναστηριακή περιουσία της Εκκλησίας (με μόνη
εξαίρεση την απαλλαγή της μοναστηριακής περιουσίας από τη φορολογία επί Ειρήνης
της Αθηναίας και Μανουήλ Κομνηνού) εξηγεί τις αντιδράσεις της Εκκλησίας. Η ἀλληλέγγυος
απόδοση των φόρων των μικρών γαιοκτημόνων κάθε κοινότητας από τους μεγάλους
ιδιοκτήτες γης βάραινε δυσβάστακτα τη μοναστηριακή περιουσία. Ωστόσο, ο
Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος (976-1025) επέβαλε το σύστημα του ἀλληλεγγύου στη φορολογία, με την ελπίδα
να περιορίσει τη δύναμη των μεγάλων γαιοκτημόνων. Το σύστημα αυτό καταργήθηκε,
γιατί η καθιέρωση του θεσμού της πρόνοιας άλλαξε ριζικά τις αρχές της
φορολογίας στην αυτοκρατορία.
Η
φορολογία διακρινόταν σε α) ἄμεσους
και β) ἔμμεσους φόρους.
α) Οι ἄμεσοι φόροι διακρίνονταν σε τακτικούς και σε ἔκτακτους.
Κύριοι τακτικοί φόροι ήταν:
1) Η ἀννώνη ἤ ἀννόνα (annona) που καταβαλλόταν αρχικά σε είδος και αργότερα σε
χρήμα από τους φορολογούμενους για το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων.
Όσοι φορολογούμενοι δεν είχαν έγγειο ιδιοκτησία, πλήρωναν κεφαλικό φόρο (capitation) για την απόδοση της εργασίας τους, εκτός αν δεν
είχαν σταθερό επάγγελμα ή εισόδημα. Η είσπραξη του φόρου σε είδος, συνδέθηκε με
τη διαδικασία του ἐξαργυρισμοῦ (adaeratio)
μέρους ή όλου από τα συγκεντρωθέντα είδη, ανάλογα με τις ανάγκες εφοδιασμού των
μεγαλουπόλεων και του στρατού, γι’ αυτό και όταν ακόμη ήταν δυνατή η καταβολή
του φόρου σε χρήμα, οριζόταν η υποχρέωση για την καταβολή μέρους σε είδος για
την κάλυψη αναλόγων αναγκών. Άλλωστε, μπορούσε να επιβληθεί και η αναγκαστική
πώληση αναγκαίων ειδών στο κράτος, με τη διαδικασία της συνωνῆς (coemptio), το δε αντίτιμο συνυπολογιζόταν στις φορολογικές
υποχρεώσεις των πολιτών.
2) Το ἐπίμετρον αποτελούσε ποσοστό πάνω στον καθορισμένο φόρο για την
πρόσθετη αποζημίωση των εισπρακτόρων των φόρων (curiales), το δε ποσοστό κυμαινόταν ανάλογα με το είδος του
εισπραττόμενου φόρου και με τις νομοθετικές ρυθμίσεις κάθε εποχής.
3) Το χρυσάργυρον αποτελούσε τακτική φορολογική επιβάρυνση των
εμπόρων και των επαγγελματιών, προσδιοριζόταν με βάση την συνολική περιουσία ή
τα έσοδα των φορολογουμένων και καταβαλλόταν ανά πενταετία. Οι πολλές, όμως,
εξαιρέσεις οδήγησαν στην τελική κατάργησή του από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α΄
το 498.
4) Ο χρυσός τιρώνων (aurum tironicum) αποτελούσε φορολογία
για την εξαγορά (adaeratio) της υποχρεώσεως
στρατολογίας με βάση την περιουσία των πολιτών, που είχε κατανεμηθεί σε κεφάλαια
(capitula). Κάθε capitulum
είχε τη θεωρητική υποχρέωση να προσφέρει έναν κληρωτό (tiro) ή να εξαγοράσει τις υπηρεσίες ενός μισθοφόρου με
την καταβολή συγκεκριμένου ποσού, αλλά η φορολογική εξαγορά της στρατολογίας
τελικά καταρτήθηκε στα τέλη του ΣΤ΄ αιώνα.
5) Ο φόρος τῆς ἐσθήτας (canon vestium) καταβαλλόταν σε είδος ή
σε χρήμα με βάση την περιουσία των φορολογουμένων και προοριζόταν για την
ενδυμασία και τον οπλισμό του στρατού.
6) Ο φόρος προσφορᾶς ἵππων (equorum collation) που καταβαλλόταν από όλους τους πολίτες της
αυτοκρατορίας ανάλογα με την περιουσία ή τα έσοδά τους, και με κριτήριο ότι
κάθε ίππος απετιμάτο στον εξαργυρισμό από 15 μέχρι 20 νομίσματα.
7) Ο φόρος εἰσφορᾶς γῆς (collation glebalis) που
καταβαλλόταν από τους συγκλητικούς με βάση την περιουσία τους υποχρεωτικά,
γιατί σε αντίθετη περίπτωση έχαναν την συγκλητική ιδιότητα. Ο φόρος αυτός
καταργήθηκε τελικά από τον Μαρκιανό (450-457). Οι συγκλητικοί υποχρεώνονταν να
προσφέρουν κάθε πρώτη του έτους ως δώρο στον αυτοκράτορα μία λίτρα χρυσού (votorum collation).
Οι
ἔκτακτοι
φόροι αποσκοπούσαν στην κάλυψη εκτάκτων αναγκών της αυτοκρατορίας, που
προέκυπταν από τις καταστροφές των βαρβαρικών επιδρομών ή φυσικών φαινομένων ή
άλλης μορφής αναγκών, γι’ αυτό και δεν ήταν καθορισμένοι με ακρίβεια ή με
συγκεκριμένη ορολογία (superindictiones,
extraordinaria, onera
κ.ά.). Το δικαίωμα επιβολής έκτακτης
φορολογικής επιβαρύνσεως ήταν δικαίωμα του αυτοκράτορα, απευθυνόταν σε όλους
τους πολίτες της αυτοκρατορίας και καταβαλλόταν μαζί με τους τακτικούς φόρους.
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν πιθανότατα:
1) Το ἀερικόν που επιβλήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό με
ειδική επιβάρυνση της αστικής ιδιοκτησίας και απέδωσε τεράστια έσοδα στην
αυτοκρατορία.
2) Το δικέρατον, που επιβλήθηκε από τον Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο
(717-740) ως πρόσθετη επιβάρυνση σε ποσοστό 1/12 του συνολικού τακτικού φόρου
κ.ά.
Στους
έκτακτους φόρους μπορούν να ενταχθούν
και διάφορες επιβαρύνσεις διαφόρων τάξεων, όπως η προσφορά χρυσοῦ (aurum oblaticium) από τους συγκλητικούς κατά τον εορτασμό μεγάλων
γεγονότων της βασιλείας του αυτοκράτορα, ή το στεφανικό χρυσίο (aurum coronarium), που προσέφεραν οι curiales για
τα ίδια γεγονότα. Οι έκτακτες φορολογικές επιβαρύνσεις σε μιά οπωσδήποτε βαρειά
φορολογία προκαλούσαν έντονη δυσφορία ή και αντιδράσεις των φορολογουμένων, γι’
αυτό και επιβάλλονταν με μεγάλη προσοχή καιγ ια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Σημαντικά ήταν τα έσοδα της αυτοκρατορίας από τον ευρύτατο κύκλο τελῶν,
που προβλέπονταν για διορισμό ή προαγωγή υπαλλήλου και την έκδοση των σχετικών
δημοσίων εγγράφων (probatoria, codicilli, chartae promotiones κ.ά.), για την έκδοση πιστοποιητικών, αντιγράφων
δικαστικών αποφάσεων κ.ά., παροχής υπηρεσιών κ.ά. Τα τέλη αυτά καθορίζονταν με
αυστηρότητα από τη νομοθεσία της αυτοκρατορίας για να ελέγχονται οι τάσεις
αυθαιρεσίας. Σημαντικά ήταν τα έσοδα της αυτοκρατορίας από τους φόρους
κληρονομίας, μεταβιβάσεως ακινήτων, συναλλαγών κ.ά. Ο φόρος αυτός κυμαινόταν
στο 5% περίπου, εκτός από ειδικές ρυθμίσεις για ορισμένες τάξεις (decuriones).
Η
ἔμμεση
φορολογία κάλυπτε κυρίως τους ποικίλους δασμούς του εμπορίου
(τελωνειακοί, διαπύλια και διαγώγια τέλη, δικαιώματα λιμένων κ.ά.). Αυτή υπήρξε
σημαντικό οικονομικό μέγεθος στην εισοδηματική πολιτική της αυτοκρατορίας. Στην
κατηγορία αυτή ανήκαν οι τελωνειακοί δασμοί, δασμοί για την παροχή του δικαιώματος
εμπορικής εκμεταλλεύσεως των λιμένων και των αγορών της αυτοκρατορίας, διαπύλια
τέλη κ.ά. Ιδιαίτερα σημαντικά ήταν τα έσοδα από τους τελωνειακούς δασμούς και
από τις οικονομικές επιβαρύνσεις για τη χρησιμοποίηση των εμπορικών αγορών και
των λιμένων της αυτοκρατορίας, τόσο για τις εισαγωγές, όσο και για τις εξαγωγές.
Οι τελωνειακοί δασμοί είχαν καθιερωθεί από τον Δ΄ αιώνα στο ύψος του 12,5% περίπου
των εισαγόμενων αγαθών, εισπράττονταν δε για μεν τις εξαγωγές στην Κωνσταντινούπολη,
για δε τις εισαγωγές στους εμπορικούς λιμένες του Ιερού του Βοσπόρου και της Αβύδου.
Η απόδοση ήταν μεγάλη, γι’ αυτό και η πρωτοβουλία Ειρήνης της Αθηναίας (797-802)
να καταργήσει τους τελωνειακούς δασμούς για να ενθαρρύνει τις εισαγωγές αναστάτωσε
την εισοδηματική πολιτική της αυτοκρατορίας και ανάγκασε τον Νικηφόρο Α΄ (802-811)
να επαναφέρει τους τελωνειακούς δασμούς με χαμηλότερες τιμές.
Απαλλαγές
ή ελαφρύνσεις από τους τελωνειακούς δασμούς γίνονταν με μεγάλη δυσκολία και
προσοχή. Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα στοιχεία που προσφέρουν οι δύο
βυζαντινορωσικές εμπορικές συμφωνίες του Ι΄ αιώνα, το κείμενο των οποίων διασώθηκε
από αποδιδόμενο στον ρώσο μοναχό Νέστορα ρωσικό χρονικό. Οι Σλάβοι και οι
Σκανδιναυοί έμποροι, που ασκούσαν ελεύθερο εμπόριο στην αγορά του Αγίου Μάμαντα
στην Κωνσταντινούπολη, έπρεπε να καταβάλλουν ολόκληρο το ύψος των τελωνειακών
δασμών, ενώ οι ίδιοι έμποροι είχαν σημαντικές τελωνειακές ελαφρύνσεις για το
εμπόριο των σε είδος εισοδημάτων του Ρώσου ηγεμόνα του Κιέβου από τη φορολογία.
Η αναγνώριση κατά την περίοδο της δυναστείας των Κομνηνών στις ιταλικές ναυτικές
δημοκρατίες εμπορικών προνομίων για τις αγορές της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα δε
η μείωση του τελωνειακού δασμού στο 4%,ήταν καταστρεπτική όχι μόνο για το εμπόριο,
αλλά και για την οικονομική σταθερότητα γενικότερα της αυτοκρατορίας, αφού μείωσε
σοβαρά τα έσοδά της και κλόνισε τη σταθερότητα του βυζαντινού νομίσματος στο
εσωτερικό και στη διεθνή αγορά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Βλασίου Ιω. Φειδά, Βυζάντιο, Βίος, Θεσμοί, Κοινωνία, Εκκλησία,
Παιδία, Τέχνη, Δ΄ έκδοση, Αθήναι 1997.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον