Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή

"Κύριε των Δυνάμεων"
" Ὅταν κάποιος ξεκινάει γιὰ ἕνα ταξίδι θὰ πρέπει νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα, εἶναι ἕνα πνευματικὸ ταξίδι ποὺ προορισμός του εἶναι τὸ Πάσχα, ἡ Ἑορτὴ Ἑορτῶν "


Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀρχίζει ἀπὸ τὴ Δευτέρα τῆς Ἃ΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν (Καθαρὰ Δευτέρα – Καθαρὰ Ἑβδομὰς) καὶ τελειώνει τὴν Παρασκευὴ τῆς ΣΤ΄ Ἑβδομάδος (πρὸ τῶν Βαΐων). Τὰ τροπάρια αὐτῆς τῆς τελευταίας μέρας στὸ “Τριώδιο”, φανερώνουν “τὴν πλήρωσιν τῆς ψυχοφελοὺς Τεσσαρακοστής” καὶ τὴν ἀναμονὴ τῆς “ἁγίας ἑβδομάδας τοῦ Πάθους”. Εἶναι περίοδος νηστείας, προσευχῆς, ἐγκράτειας, περισυλλογῆς ποῦ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὀνομάζεται Τεσσαρακοστὴ γιατί θεσμοθετήθηκε κατὰ μίμηση τῆς σαραντάμερης νηστείας τοῦ Κυρίου μας (Μάτθ. δ΄, 2), ὡς καὶ τῶν σαραντάμερων νηστειῶν τῶν Προφητῶν Μωυσέως ( Ἐξοδ. λδ΄, 28) καὶ Ἡλιοῦ (Γ΄ Βάσ. ἲθ΄ 8). Ἐπίσης λέγεται Μεγάλη γιὰ νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὴ νηστεία τῶν Χριστουγέννων.
Ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀνάγεται ἤδη στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους καί μαζὶ μὲ τὴ νηστεία τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Παρασκευῆς, εἶναι οἱ ἀρχαιότερες καὶ μόνες νηστεῖες, ποῦ ἐπικυρώθηκαν μὲ Κανόνες Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ξθ΄ Ἄγ. Ἀποστ., ἐ΄ τῆς Ἅ΄, β΄, κθ΄ καὶ πθ΄ τῆς ΣΤ΄). Εἶναι αὐστηρή, ἄνευ καταλύσεως “οἴνου καὶ ἐλαίου”. Λάδι καὶ κρασὶ καταλύουμε μόνο τὰ Σάββατα καὶ τὶς Κυριακὲς 
Ψάρι καταλύουμε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τὰ ἀπογεύματα, τελεῖται ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου, ποῦ περιέχει ψαλμούς, τροπάρια καὶ εὐχές. Γνωστὸ εἶναι τὸ τροπάριο «Κύριε τῶν Δυνάμεων». 
Κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τελεῖται Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία. Ὀνομάζεται ἔτσι γιατί τὰ Τίμια Δῶρα, ὁ Ἄρτος καὶ ὁ Οἴνος ἔχουν προαγιαστεῖ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς ποῦ προηγήθηκε καὶ εἶναι πιὰ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, τὰ ὁποία προσφέρονται πρὸς μετάληψη. Κάθε Παρασκευὴ ψάλλεται ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος πρὸς τὴν Παναγία. Ψάλλονται κάθε φορᾶ ἔξι οἶκοι καὶ τὴ πέμπτη Παρασκευὴ ὅλοι μαζί.

Α΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 4
Λέγεται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, γιατί γιορτάζουμε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων Εἰκόνων καὶ τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κατὰ τῆς φοβερῆς αἱρέσεως τῶν Εἰκονομάχων, τῶν αἱρετικῶν δηλαδὴ ἐκείνων ποὺ δὲν ἐδέχοντο νὰ τιμοῦν τὶς ἅγιες Εἰκόνες. Τὸ «Ὡρολόγιο» τῆς Ἐκκλησίας γράφει: Γιὰ ἑκατὸ καὶ πλέον χρόνια διαταράχθηκε ἡ Ἐκκλησία μὲ διωγμοὺς ἀπὸ κακοδόξους εἰκονομάχους. Πρῶτος ὑπῆρξε ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὁ Ἴσαυρος καὶ τελευταῖος ὁ Θεόφιλος, ἄνδρας τῆς ἁγίας Θεοδώρας, ἡ ὁποία μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου τῆς ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία καὶ στερέωσε πάλι τὴν Ὀρθοδοξία μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο. Ἡ Βασίλισσα Θεοδώρα διακήρυξε δημόσια ὅτι ἀσπαζόμεθα τὶς Εἰκόνες, ὄχι λατρευτικά, οὔτε ὡς Θεούς, ἀλλὰ ὡς εἰκόνες τῶν ἀρχετύπων. Τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν τὸ ἔτος 843, ἡ Θεοδώρα μαζὶ μὲ τὸ γιὸ τῆς αὐτοκράτωρα Μιχαήλ, λιτάνευσαν καὶ ἀνεστήλωσαν τὶς ἅγιες εἰκόνες μαζὶ μὲ τὸν κλῆρο καὶ τὸ λαό. Ἀπὸ τότε ἑορτάζουμε κάθε χρόνο τὴν ἀνάμνηση αὐτοῦ του γεγονότος γιατί καθωρίσθηκε ὁριστικὰ ὅτι δὲν λατρεύουμε τὶς Εἰκόνες, ἀλλὰ τιμοῦμε καὶ δοξάζουμε ὅλους τους Ἁγίους ποὺ εἰκονίζουν καὶ λατρεύουμε μόνο τὸν ἐν Τριάδι Θεό. Τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κανένα ἄλλο εἴτε Ἅγιο εἴτε Ἄγγελο.

(βλ. Περί Φωτός Διδασκαλία αγ. Γρηγορίου Παλαμά) ΕΔΩ

Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
 Μνήμη τοῦ Ἄγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὑπῆρξε κορυφαῖος Διδάσκαλος τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων καὶ ἀκαταγώνιστος πολέμιος τῶν κακοδοξιῶν. Ὁ θεῖος αὐτὸς πατέρας, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀσία καὶ ἀνετράφη ἀπὸ παιδὶ στὴν βασιλικὴ αὐλὴ τῆς Κωνσταντινούπολης. Τελείωσε τὶς σπουδές του στὴ φιλοσοφία, ρητορικὴ καὶ φυσική. Στὴ λογική, κατὰ τὴν ἀποφοιτήριο διάλεξή του ἐνώπιόν του αὐτοκράτορα καὶ τῶν ἀξιωματούχων, ὁ πρύτανης τοῦ πανεπιστημίου ἀνεφώνησε μὲ θαυμασμὸ ὅτι ἂν ἦταν παρὼν καὶ ὁ ἴδιος Ἀριστοτέλης θὰ τὸν ἐπαινοῦσε.

Μετὰ τὶς σπουδὲς τοῦ ὅμως, ἀπέρριψε τὴ προσφορὰ ὑψηλῶν ἀξιωμάτων τοῦ αὐτοκράτορα, ἐγκατέλιψε τὰ βασίλεια καὶ ἀπὸ εἴκοσι χρονῶν ἀσκήτευσε στὸ Ἅγιον Ὅρος. Πρῶτα στὴν Λαύρα τοῦ Βατοπεδίου κατόπιν στὴ Λαύρα τοῦ Ἀθανασίου καθὼς καὶ στὴν ἐρημικὴ τοποθεσία Γλωσσία, σημερινὴ Προβάτα. Ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸ Ὅρος γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ στὴν Θεσσαλονίκη εἶδε σὲ ὅραμα τὸν Ἅγιο Δημήτριο ποὺ τοῦ ἀπαίτησε νὰ μείνει καὶ νὰ μονάσει ἐκεῖ κοντά. Ἐμόνασε τότε στὴ Βέροια καὶ τριάντα χρονῶν ἔγινε ἱερέας. Ἐκεῖ πλήθη μοναχῶν καὶ λαϊκῶν προσέτρεχαν νὰ τὸν συμβουλευθοῦν. Μετὰ πέντε χρόνια καὶ λόγω εἰσβολῆς τῶν Σέρβων ἐπέστρεψε στὸν Ἄθωνα σὲ κοντινὸ κελὶ τῆς Μεγίστης Λαύρας, ὅπου ἔφθασε σὲ μεγάλα ὕψη φωτισμοῦ καὶ ἐκεῖ σὲ ὅραμα ἔλαβε ἐντολὴ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ δογματικὰ θέματα. Κατόπιν λόγω τῆς φήμης τοῦ ἀναγκάσθηκε νὰ γίνει ἡγούμενος γιὰ ἕνα χρόνο στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου. Ἀργότερα ἔγινε καὶ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης γιὰ δώδεκα χρόνια, ἀλλὰ μόνο στὰ μισὰ παρέμεινε λόγω περιπετειῶν, ἀπὸ τὴ δράση του, μέχρι καὶ φυλακῆς. Παραστάθηκε στὶς συγκροτηθεῖσες συνόδους τοῦ 1341 καὶ 1347 καὶ πολέμησε τὶς κακοδοξίες τῶν δυτικόφρονων Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου. Ἔγραψε πολλὰ θεολογικὰ συγγράμματα ἰδιαίτερα δογματικὰ γιὰ νὰ καταπολεμήσει τοὺς αἱρετικούς, ὅπως περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθὼς καὶ ἐπιστολὲς στοὺς ἀντιησυχαστές, ἐπίσης διάφορα ὁμολογιακὰ κείμενα. Εἶναι ὁ θεολόγος τῆς χάριτος, τοῦ ἀκτίστου φωτός. Μετὰ στασιμότητα πολλῶν αἰώνων ὁ Γρηγόριος πέτυχε νὰ ἀνανεώσει τὴν θεολογικὴ ὁρολογία καὶ νὰ δώσει νέες κατευθύνσεις στὴ θεολογικὴ σκέψη. Ξεκίνησε ἀπὸ προσωπικὲς ἐμπειρίες καὶ ἀπέδειξε ὅτι τὸ ἔργο τῆς θεολογίας εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπὸ τῆς φιλοσοφίας καὶ ἐπιστήμης. Ἀξιολογεῖ τὴν ἔξω σοφία ὡς περιορισμένη, ἀναφέροντας δύο γνώσεις, τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη καὶ δύο Θεϊκὰ δῶρα, τὰ φυσικὰ γιὰ ὅλους καὶ τὰ ὑπερφυσικὰ ἢ πνευματικὰ ποὺ δίδονται ὅποτε θέλει ὁ Θεὸς καὶ μόνο στοὺς καθαροὺς καὶ ἁγίους, στοὺς τελείους. Ἡ θεολογία ὁλοκληρώνεται διὰ τῆς θεοπτίας. Οἱ ἀντίπαλοί του Παλαμᾶ πίστευαν στὸ χωρίο τοῦ Ἰωάννου ὅτι «τὸν Θεὸν οὐδεὶς ἐώρακε πώποτε» καὶ κατηγοροῦσαν τοὺς μοναχοὺς ποὺ εἶχαν θεοπτία, ὡς ὀμφαλοσκόπους. Ὁ Γρηγόριος ἀντέτεινε ὅτι ὁ Κύριος εἶπε: «οἱ καθαροὶ στὴν καρδία τὸν Θεὸν ὄψονται» (Μάτθ. 5,8). Θεμελιώδης προσφορὰ τοῦ Γρηγορίου στὴν θεολογία εἶναι ἡ διάκρισις στὴν οὐσία καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ συνίσταται σὲ δύο. Στὴν οὐσία Του, ἡ ὁποία εἶναι ἄκτιστη, ἀκατάληπτη καὶ αὐθύπαρκτη καὶ ὀνομάζεται κυριολεκτικὰ θεότης (ἐδῶ ἀναφέρεται τὸ οὐδεὶς ἐώρακε) καὶ στὶς ἐνέργειές Του, οἱ λεγόμενες ἰδιότητες ἢ προσόντα ποὺ εἶναι μὲν ἄκτιστες, ἀλλὰ καταληπτές. Ἄλλο λοιπὸν ἡ θεότης καὶ ἄλλο ἡ βασιλεία, ἡ ἁγιότης κ.λ.π. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μίγμα δύο διαφόρων κόσμων καὶ συγκεφαλαιώνει ὅλη τὴν κτίση. Ἀκολουθώντας τὴν Πατερικὴ γραμμὴ σὲ σύγκριση μὲ τὴ πλατωνικὴ καὶ βαρλααμικὴ ἀνθρωπολογία, θεωρεῖ ὅτι τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι πονηρό, ἀλλὰ ἀποτελεῖ κατοικία τοῦ νοῦ, ἀφοῦ μάλιστα καθίσταται καὶ τοῦ Θεοῦ κατοικία, ἔτσι μαζὶ μὲ τὴ ψυχὴ καθιστὰ τὸν ἄνθρωπο ἑνιαῖο καὶ ἀδιάσπαστο σύνολο. Ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μὲ τὸ βάπτισμα καὶ ἡ ἀνακαίνιση μὲ τὴν θεία Εὐχαριστία. Εἶναι τὰ δύο θεμελιώδη μυστήρια, τῆς θείαςοἰκονομίας. Τὸ οὐσιωδέστερο στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ συνίσταται στὴν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου ὑπεράνω αὐτοῦ του κόσμου. Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι δυνατὴ ἀπὸ ἐδῶ μὲ τὴν παράδοξο σύνδεση τοῦ ἱστορικοῦ μὲ τοῦ ὑπεριστορικοῦ. Τὸ φῶς ποὺ εἶδαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ στὸ Θαβώρ, τὸ φῶς ποὺ βλέπουν οἱ καθαροὶ ἡσυχαστὲς σήμερα καὶ ἡ ὑπόστασις τῶν ἀγαθῶν του μέλλοντος αἰῶνος ἀποτελοῦν τὶς τρεῖς φάσεις ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ πνευματικοῦ γεγονότος, σὲ μία ὑπερχρόνια πραγματικότητα. Προβάλλει λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία τὴν μνήμη του στὴ δεύτερη Κυριακή, ὡς συνέχεια, τρόπον τινὰ καὶ ἐπέκταση τῆς πρώτης Κυριακῆς, τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ εἶναι ἕνα εἶδος δευτέρας «Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας» Κοιμήθηκε σὲ ἡλικία 63 χρονῶν στὶς 14 Νοεμβρίου ἀπὸ ἀσθένεια καὶ ἁγιοποιήθηκε σύντομα.

Γ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
images 1ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗΣ. Ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει γιὰ προσκύνηση τὸν Τίμιο Σταυρό, ποῦ εἶναι σύμβολο νίκης καὶ δύναμης, ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ ἐνισχύσει τοὺς πιστοὺς νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγώνα τους, ποῦ βρίσκονται περίπου στὸ μέσο τῆς Τεσσαρακοστῆς. Ψάλλεται τὸ τροπάριο: «Τὸν Σταυρό Σου προσκυνοῦμεν Δέσποτα καὶ τὴν ἁγίαν Σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν».
Βρισκόμαστε στὴ μέση της Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἡ φυσικὴ καὶ πνευματικὴ προσπάθεια, ἂν εἶναι συστηματικὴ καὶ συνεχής, ἀρχίζει νὰ μᾶς γίνεται αἰσθητή, τὸ φόρτωμα νὰ γίνεται πιὸ βαρύ, ἡ κόπωση πιὸ φανερή. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια καὶ ἐνθάρρυνση. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἀφοῦ ἀντέξουμε αὐτὴ τὴ κόπωση καὶ ἔχουμε ἀναρριχηθεῖ στὸ βουνὸ μέχρι αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἀρχίζουμε νὰ βλέπουμε τὸ τέλος τῆς πορείας μας καὶ ἡ ἀκτινοβολία τοῦ Πάσχα γίνεται πιὸ ἔντονη.
Ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἡ σταύρωση τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἶναι ἡ ἐμπειρία - περιορισμένη βέβαια - ποὺ ἀποκομίζουμε ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀκούγεται στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς: «ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθεῖ, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἂς σηκώσει τὸ σταυρό του, καὶ ἔτσι ἂς μὲ ἀκολουθεῖ» (Μάρκ.8,34).
Ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας καὶ ν' ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστὸ ἂν δὲν ἀτενίζουμε τὸ Σταυρὸ ποὺ Ἐκεῖνος σήκωσε γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ὁ δικός Του Σταυρὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δίνει νόημα ἀλλὰ καὶ δύναμη στοὺς ἄλλους. Αὐτὸ μας ἐξηγεῖ τὸ συναξάρι τῆς Κυριακῆς:
Στὴ διάρκεια τῆς νηστείας τῶν σαράντα ἡμερῶν, κατὰ κάποιο τρόπο, καὶ μεῖς σταυρωνόμαστε, νεκρωνόμαστε ἀπὸ τὰ πάθη, ἔχουμε τὴν πίκρα τῆς ἀκηδίας καὶ τῆς πτώσης, γι' αὐτὸ ὑψώνεται ὁ τίμιος καὶ ζωοποιὸς Σταυρός, γιὰ ἀναψυχὴ καὶ ὑποστήριξή μας. Μᾶς θυμίζει τὰ πάθη τοῦ Κυρίου καὶ μᾶς παρηγορεῖ.. Εἴμαστε σὰν τοὺς ὁδοιπόρους σὲ δύσκολο καὶ μακρινὸ δρόμο πού, κατάκοποι, κάθονται γιὰ λίγο νὰ ἀναπαυθοῦν. Μὲ τὸ ζωοποιὸ Σταυρὸ γλυκαίνει τὴν πίκρα ποὺ νοιώθουμε ἀπὸ τὴ νηστεία, μᾶς ἐνισχύει στὴ πορεία μας στὴν ἔρημο ἕως ὅτου φθάσουμε στὴν πνευματικὴ Ἱερουσαλὴμ μὲ τὴν ἀνάστασή Του.. Ἐπειδὴ ὁ Σταυρὸς λέγεται Ξύλο Ζωῆς καὶ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ξύλο ποὺ φυτεύθηκε στὸν Παράδεισο, γι' αὐτὸ καὶ οἱ θεῖοι Πατέρες τοποθέτησαν τοῦτο στὸ μέσο τῆς Σαρακοστῆς, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει τοῦ Ἀδὰμ τὴν εὐδαιμονία καὶ τὴν πτώση του ἀπὸ αὐτή, νὰ μᾶς θυμίζει ἀκόμα ὅτι μὲ τὴ συμμετοχή μας στὸ παρὸν Ξύλο δὲν πεθαίνουμε πιὰ ἀλλὰ ζωογονούμαστε.
Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
 2Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακας.
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς δόθηκε στὴν ἄσκηση ἀπό νεαρᾶς ἡλικίας καὶ διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ. Εἶναι γνωστὸς γιὰ τὸ θαυμάσιο σύγγραμμά του : «Κλίμακα». Συνέγραψε τριάντα λόγους περὶ ἀρετῆς, ὅπου ὁ καθένας λόγος περιλαμβάνει καὶ μία ἀρετή, ξεκινώντας ἀπὸ τὶς πιὸ πρακτικὲς καὶ ἀνεβαίνοντας σὰν σκαλοπάτια κατέληξε στὶς θεωρητικὰ ὑψηλές. Στὴ πνευματικὴ ζωὴ ἔχουμε βαθμίδες χαμηλὲς καὶ ὑψηλές, καταστάσεις κατώτερες καὶ ἀνώτερες. Στὸ ἔργο τοῦ αὐτὸ ὁ συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικὰ τὶς ἰδέες του γιὰ τὴν κοινοβιακὴ κυρίως, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐρημιτικὴ ζωή, ταξινομώντας αὐτὲς κατὰ τρόπο ποὺ δείχνει πορεία πρὸς τὴν ἠθικὴ τελείωση. Εἶναι γραμμένο σὲ κομψὴ ἑλληνικὴ γλώσσα, καλοδουλεμένη μὲ χάρη καὶ μελωδικότητα. Ἔχει διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα καὶ παρουσιάζει πλοῦτο ἐκφράσεως, καλαισθησία καὶ εὐγένεια. Στὴ διακόσμηση τοῦ λόγου μὲ εἰκόνες καὶ παρομοιώσεις ὁ ἱερὸς συγγραφέας εἶναι ἀπαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα λόγου ἀναδύονται καθὼς καὶ ὡραῖες καὶ ἐπιτυχημένες προσωποποιήσεις.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε στὶς 30 Μαρτίου τὸ 603, σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Σαρακοστῆς τὸ σύγγραμμά του διαβάζεται σὲ ὅλα τὰ ὀρθόδοξα μοναστήρια.
Ἐπειδὴ εἶναι παγκόσμιο κειμήλιο ἀναλύσεως ὅλων τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀρετῶν, ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ ἰδιαίτερα σὲ αὐτὴ τὴ πνευματικὴ περίοδο τὸν συγγραφέα ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας καὶ τὸ προτείνει γιὰ ἀνάγνωσμα.
Τὴν Πέμπτη τῆς ἑβδομάδας αὐτῆς ψάλλεται ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Κανόνος, ὁ ὁποῖος περιέχει ἔνδεκα εἰρμούς και διακόσια πενήντα (250) τροπάρια καὶ εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους Κανόνες. Συγγραφέας εἶναι ὁ Ἀνδρέας Ἐπίσκοπος Κρήτης.

Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
 6Μνήμη τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.
Αὑτὴ τὴ Κυριακὴ τιμᾶμε τὴ μνήμη τῆς ὁσίας Μητέρας μας ἡ ὁποία ἑορτάζεται καὶ κατὰ τὴν 1η Ἀπριλίου. Τὸ «Ὡρολόγιο» γράφει ὅτι: «Πλησιάζοντας τὸ τέλος τῆς ἁγίας Σαρακοστῆς, τάχθηκε νὰ ἑορτάζεται σήμερα ἡ ἁγία πρὸς τόνωση τῶν ραθύμων καὶ ἁμαρτωλῶν σὲ μετάνοια.
Ὅταν ἦταν δώδεκα ἐτῶν ἡ ἁγία, ἔφυγε μακρυὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς της καὶ πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια ὅπου ἔζησε γιὰ 17 χρόνια ἀσώτως. Ἔπειτα ἀπὸ περιέργεια ξεκίνησε μὲ πολλοὺς προσκυνητὲς γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, νὰ παραβρεθεῖ στὴν ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπου ὅμως συνέχισε τὴν ἀκολασία καὶ παρέσυρε πολλοὺς στὴν ἀπώλεια.
Θέλησε μάλιστα νὰ μπεῖ στὴν Ἐκκλησία τὴ μέρα τῆς ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀλλὰ αἰσθάνθηκε τέσσερις φορὲς κάποια ἀόρατο δύναμη νὰ τὴν ἐμποδίζει νὰ εἰσέλθει στὸ Ναό, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔμπαιναν ἀνεμπόδιστα. Πληγώθηκε ἀφάνταστα ἡ καρδιά της ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ παρεκάλεσε τὴ Παναγία νὰ τῆς ἐπιτρέψει καὶ ὅτι θὰ ἀλλάξει ζωή. Ἀμέσως μπῆκε μέσα, προσκύνησε τὸ Τίμιο Ξύλο καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, πέρασε τὸν Ἰορδάνη καὶ προχώρησε στὰ βάθη τῆς ἐρήμου, προσευχομένη καὶ ζώντας σκληρὴ ζωὴ μετανοίας γιὰ 47 χρόνια.
Ὅταν ἔφθασε τὸ τέλος τῆς ζωῆς τῆς συνάντησε ἕνα ἐρημίτη ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζωσιμὰ στὸν ὁποῖο ζήτησε καὶ ἐξομολογήθηκε ὅλη τὴ ζωή της καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὴ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Αὐτὸ ἔκανε ἐκεῖνος ὁ ἐρημίτης τὸ ἑπόμενο ἔτος τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Τὸ μεθεπόμενο ἔτος ἐπανῆλθε ὁ Ζωσιμᾶς νὰ τὴν ξανακοινωνήσει, ἀλλὰ τὴν βρῆκε νεκρὴ καὶ μὲ ἕνα σημείωμα ποὺ ἔγραφε: «Ἀββᾶ Ζωσιμά, θάψε ἐδῶ τὸ σῶμα τῆς ἀθλίας Μαρίας. Πέθανα τὴν ἴδια μέρα ποὺ μὲ κοινώνησες τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Νὰ εὔχεσαι γιὰ μένα» Ἡ ὁσία Μαρία εἶναι ζωντανὸ παράδειγμα τῆς δυνάμεως τῆς μετανοίας. Παρὰ τὸ ὅτι βυθίσθηκε μέχρι τὸ κεφάλι στὴ λάσπη τῆς ἁμαρτίας, ἔπειτα μετανόησε καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἔφθασε στὴ καθαρότητα τῶν Ἀγγέλων.
Μποροῦμε νὰ γίνουμε ὅλοι κατάλευκοι, ὅπως εἴμασταν πρὸ τοῦ βαπτίσματος, ἀρκεῖ νὰ μετανοήσωμε. Μέγιστη βοήθεια στόν ἀγῶνα κάθε πιστοῦ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατά την περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς μᾶς καλεῖ νά ἐπαναλάβουμε πολλές φορές στἠν διάρκεια τῶν Ἀκολουθιῶν τήν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μὴ μοὶ δός• πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαι μοὶ τῷ σῷ δούλω. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαι μοὶ τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμᾶ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»
Ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999


π. Αλέξανδρος Σμέμαν
"Μεγάλη Σαρακοστή, πορεία πος το Πάσχα"

Ὅταν κάποιος ξεκινάει γιὰ ἕνα ταξίδι θὰ πρέπει νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἕνα πνευματικὸ ταξίδι ποὺ προορισμός του εἶναι τὸ Πάσχα, ἡ Ἑορτὴ Ἑορτῶν». Εἶναι ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν «πλήρωση τοῦ Πάσχα, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἀποκάλυψη». Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε μὲ τὴν προσπάθεια νὰ καταλάβουμε αὐτὴ τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ Σαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα, γιατὶ αὐτὴ ἀποκαλύπτει κάτι πολὺ οὐσιαστικὸ καὶ πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή μας.

Ἄραγε εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐξηγήσουμε ὅτι τὸ Πάσχα εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μία γιορτή, πολὺ πέρα ἀπὸ μία ἐτήσια ἀνάμνηση ἑνὸς γεγονότος ποὺ πέρασε; Ὁ καθένας πού, ἔστω καὶ μία μόνο φορά, ἔζησε αὐτὴ τὴ νύχτα «τὴ σωτήριο, τὴ φωταυγὴ καὶ λαμπροφόρο», ποὺ γεύτηκε ἐκείνη τὴ μοναδικὴ χαρά, τὸ ξέρει αὐτό.

Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ χαρὰ; Γιατί ψέλνουμε στὴν ἀναστάσιμη λειτουργία: νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια»; Μὲ ποιὰ ἔννοια ἑορτάζομεν» – καθὼς ἰσχυριζόμαστε ὅτι τὸ κάνουμε – θανάτου τὴν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν…;

Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις ἡ ἀπάντηση εἶναι: ἡ νέα ζωὴ ἡ ὁποία πρὶν ἀπὸ δυὸ χιλιάδες περίπου χρόνια ἀνέτειλεν ἐκ τοῦ τάφου», προσφέρθηκε σὲ μᾶς, σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό. Μᾶς δόθηκε τὴ μέρα ποὺ βαφτιστήκαμε, τὴ μέρα δηλαδὴ ποὺ ὅπως λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος: … συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν (Ρωμ. 6,4).

Ἔτσι τὸ Πάσχα πανηγυρίζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν γεγονὸς ποὺ ἔγινε καὶ ἀκόμη γίνεται σὲ μᾶς. Γιατὶ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἔλαβε τὸ δῶρο αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ καὶ νὰ ζήσει διὰ μέσου της. Εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ ριζικὰ ἀλλάζει τὴ διάθεσή μας ἀπέναντι σὲ κάθε κατάσταση αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀκόμη καὶ ἀπέναντι στὸ θάνατο. Μᾶς δίνει τὴ δύναμη νὰ ἐπιβεβαιώνουμε θριαμβευτικὰ τό: νικήθηκε ὁ θάνατος». Φυσικὰ ὑπάρχει ἀκόμα ὁ θάνατος, εἶναι σίγουρος, τὸν ἀντιμετωπίζουμε, καὶ κάποια μέρα θὰ ἔρθει καὶ γιὰ μᾶς. Ἀλλὰ ὅλη ἡ πίστη μας εἶναι ὅτι μὲ τὸ δικό Του θάνατο ὁ Χριστὸς ἄλλαξε τὴ φύση ἀκριβῶς τοῦ θανάτου. Τὸν ἔκανε πέρασμα – διάβαση», Πάσχα» – στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνοντας τὴ δραματικότερη τραγωδία σὲ αἰώνιο θρίαμβο, σὲ νίκη. Μὲ τὸ θανάτῳ θάνατον πατήσας», μᾶς ἔκανε μέτοχους τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀκριβῶς γι αὐτὸ στὸ τέλος τοῦ ὄρθρου τῆς Ἀνάστασης – στὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου – λέμε θριαμβευτικά: Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι».

Τέτοια εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐπιβεβαιώνεται καὶ φανερώνεται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἀναρίθμητων ἁγίων της. Ἀλλὰ μήπως δὲ ζοῦμε καθημερινὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ πίστη σπάνια γίνεται καὶ δική μας ἐμπειρία; Μήπως δὲ χάνουμε πολὺ συχνὰ καὶ δὲν προδίνουμε αὐτὴ τὴ νέα ζωὴ ποὺ λάβαμε σὰν δῶρο, καὶ στὴν πραγματικότητα ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ σὰν νὰ μὴν ἔχει νόημα γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ μοναδικὸ γεγονὸς; Καὶ ὅλα αὐτὰ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας μας, τῆς ἀνικανότητάς μας νὰ ζοῦμε σταθερὰ μὲ πίστη ἐλπίδα καὶ ἀγάπη», στὸ ἐπίπεδο ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἀνέβασε ὁ Χριστὸς ὅταν εἶπε: Ζητεῖτε πρώτον τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην Αὐτοῦ. Ἁπλούστατα ἐμεῖς ξεχνᾶμε ὅλα αὐτὰ γιατὶ εἴμαστε τόσο ἀπασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στὶς καθημερινὲς ἔγνοιες μας καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ξεχνᾶμε, ἀποτυχαίνουμε. Μέσα σ αὐτὴ τὴ λησμοσύνη, τὴν ἀποτυχία καὶ τὴν ἁμαρτία ἡ ζωή μας γίνεται ξανὰ παλαιὰ», εὐτελής, σκοτεινὴ καὶ τελικὰ χωρὶς σημασία, γίνεται ἕνα χωρὶς νόημα ταξίδι γιὰ ἕνα χωρὶς νόημα τέρμα. Καταφέρνουμε νὰ ξεχνᾶμε ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο καὶ τελικά, ἐντελῶς αἰφνιδιαστικά, μέσα στὶς «ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς» μᾶς ἔρχεται τρομακτικός, ἀναπόφευκτος, παράλογος. Μπορεῖ κατὰ καιροὺς νὰ παραδεχόμαστε τὶς ποικίλες ἁμαρτίες μας καὶ νὰ τὶς ἐξομολογούμαστε, ὅμως ἐξακολουθοῦμε νὰ μὴν ἀναφέρουμε τὴ ζωή μας σ᾿ ἐκείνη τὴ νέα ζωὴ ποὺ ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε καὶ μᾶς ἔδωσε. Πραγματικὰ ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ἦρθε ποτὲ Ἐκεῖνος. Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη πραγματικὴ ἁμαρτία, ἡ ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ ἀπύθμενη θλίψη καὶ τραγωδία ὅλων τῶν κατ᾿ ὄνομα χριστιανῶν.

Ἂν τὸ ἀναγνωρίζουμε αὐτό, τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τί εἶναι τὸ Πάσχα καὶ γιατὶ χρειάζεται καὶ προϋποθέτει τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Γιατὶ τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλος ὁ κύκλος τῶν ἀκολουθιῶν της ὑπάρχουν, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ξαναβροῦμε τὸ ὅραμα καὶ τὴν γεύση αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς, ποὺ τόσο εὔκολα χάνουμε καὶ προδίνουμε, καὶ ὕστερα νὰ μπορέσουμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν Ἐκκλησία. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ ἐπιθυμοῦμε κάτι ποὺ δὲν τὸ ξέρουμε; Πῶς μποροῦμε ἂν βάλουμε πάνω ἀπὸ καθετὶ ἄλλο στὴ ζωή μας κάτι ποὺ ποτὲ δὲν ἔχουμε δεῖ καὶ δὲν ἔχουμε χαρεῖ; Μὲ ἄλλα λόγια: πῶς μποροῦμε, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναζητήσουμε μιὰ Βασιλεία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουμε ἰδέα; Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ εἶναι ἀκόμα καὶ τώρα ἡ εἴσοδος καὶ ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὴ νέα ζωὴ τῆς Βασιλείας. Μέσα ἀπὸ τὴ λειτουργική της ζωὴ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτει ἐκεῖνα ποὺ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Κορ. 2,9). Καὶ στὸ κέντρο αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, σὰν καρδιά της καὶ μεσουράνημά της – σὰν ἥλιος ποὺ οἱ ἀκτίνες του διαπερνοῦν καθετὶ – εἶναι τὸ Πάσχα. Τὸ Πάσχα εἶναι ἡ πόρτα, ἀνοιχτὴ κάθε χρόνο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὑπέρλαμπρη Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πρόγευση τῆς αἰώνιας χαρᾶς ποὺ μᾶς περιμένει, εἶναι ἡ δόξα τῆς νίκης ἡ ὁποία ἀπὸ τώρα, ἂν καὶ ἀόρατη, πλημμυρίζει ὅλη τὴν κτίση: νικήθηκε ὁ θάνατος».

Ὁλόκληρη ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὀργανωμένη γύρω ἀπὸ τὸ Πάσχα, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λειτουργικὸς χρόνος, δηλαδὴ ἡ διαδοχὴ τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν ἑορτῶν, γίνεται ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα στὸ Πάσχα, ποὺ εἶναι τὸ Τέλος καὶ ποὺ ταυτόχρονα εἶναι ἡ Ἀρχή. Εἶναι τὸ τέλος ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὰ παλαιὰ» καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς «νέας ζωῆς», μιὰ συνεχὴς «διάβαση ἀπὸ τὸν «κόσμο τοῦτο» στὴν Βασιλεία ποὺ ἔχει ἀποκαλυφτεῖ ἐν Χριστῷ.

Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἡ παλαιὰ» ζωή, ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς μικρότητας, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξεπεραστεῖ καὶ ν᾿ ἀλλάξει. Τὸ Εὐαγγέλιο περιμένει καὶ ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνει μιὰ προσπάθεια ἡ ὁποία, στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται τώρα ὁ ἄνθρωπος, εἶναι οὐσιαστικὰ ἀπραγματοποίητη. Ἀντιμετωπίζουμε μία πρόκληση. Τὸ ὅραμα, ὁ στόχος, ὁ τρόπος τῆς νέας ζωῆς εἶναι γιὰ μᾶς μία πρόκληση ποὺ βρίσκεται τόσο πολὺ πάνω ἀπὸ τὶς δυνατότητές μας!

Γι᾿ αὐτό, ἀκόμα καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν ἄκουσαν τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου Τὸν ρώτησαν ἀπελπισμένα: τὶς ἄρα δύναται σωθῆναι; (Ματθ. 19,26). Στ ἀλήθεια δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο ν ἀπαρνηθεῖς ἕνα ἀσήμαντο ἰδανικὸ ζωῆς καμωμένο μὲ τὶς καθημερινὲς φροντίδες, μὲ τὴν ἀναζήτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, μὲ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἀπόλαυση καὶ νὰ δεχτεῖς ἕνα ἄλλο ἰδανικὸ ζωῆς τὸ ὁποῖο βέβαια δὲν στερεῖται καθόλου τελειότητας στὸ σκοπὸ του: Γίνεσθε τέλειοι ὡς ὁ Πατὴρ ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν. Αὐτὸ ὁ κόσμος μὲ ὅλα του τὰ μέσα» μᾶς λέει: νὰ εἶσαι χαρούμενος, μὴν ἀνησυχεῖς, ἀκολούθα τὸν «εὐρὺ» δρόμο. Ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο λέει: διάλεξε τὸ στενὸ δρόμο, ἀγωνίσου καὶ ὑπόφερε, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος γιὰ τὴ μόνη ἀληθινὴ εὐτυχία. Καὶ ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν βοηθάει πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε αὐτὴ τὴ φοβερὴ ἐκλογὴ; Πῶς μποροῦμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν ὑπέροχη ὑπόσχεση ποὺ μᾶς δίνεται κάθε χρόνο τὸ Πάσχα; Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίζεται ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Αὐτὴ εἶναι ἡ χείρα βοηθείας» ποὺ ἁπλώνει σὲ μᾶς ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι τὸ σχολεῖο τῆς μετάνοιας ποὺ θὰ μᾶς δώσει δύναμη νὰ δεχτοῦμε τὸ Πάσχα ὄχι σὰν μιὰ ἁπλὴ εὐκαιρία νὰ φᾶμε, νὰ πιοῦμε, ν᾿ ἀναπαυτοῦμε, ἀλλά, βασικά, σὰν τὸ τέλος τῶν «παλαιῶν» ποὺ εἶναι μέσα μας καὶ σὰν εἴσοδό μας στὸ νέο.

Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς Σαρακοστῆς ἦταν νὰ προετοιμαστοῦν οἱ Κατηχούμενοι, δηλαδὴ οἱ νέοι ὑποψήφιοι χριστιανοί, γιὰ τὸ βάπτισμα πού, ἐκεῖνο τὸν καιρό, γίνονταν στὴ διάρκεια τῆς ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία δὲν βαφτίζει πιὰ τοὺς χριστιανοὺς σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ ὁ θεσμὸς τῆς κατήχησης δὲν ὑπάρχει πιά, τὸ βασικὸ νόημα τῆς Σαρακοστῆς παραμένει τὸ ἴδιο. Γιατί, ἂν καὶ εἴμαστε βαφτισμένοι, ἐκεῖνο ποὺ συνεχῶς χάνουμε καὶ προδίνουμε εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ λάβαμε στὸ Βάπτισμα. Ἔτσι τὸ Πάσχα γιὰ μᾶς εἶναι ἡ ἐπιστροφή, ποὺ κάθε χρόνο κάνουμε, στὸ βάπτισμά μας καὶ ἑπομένως ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἡ προετοιμασία μας γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιστροφὴ – ἡ ἀργὴ ἀλλὰ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ πραγματοποιήσουμε τελικὰ τὴ δική μας διάβαση», τὸ Πάσχα» μας στὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Τὸ ὅτι, καθὼς θὰ δοῦμε, οἱ ἀκολουθίες στὴ σαρακοστιανὴ λατρεία διατηροῦν ἀκόμα καὶ σήμερα τὸν κατηχητικὸ καὶ βαπτιστικὸ χαρακτήρα, δὲν εἶναι γιατὶ διατηροῦνται «ἀρχαιολογικὰ» ἀπομεινάρια, ἀλλὰ εἶναι κάτι τὸ ζωντανὸ καὶ οὐσιαστικὸ γιὰ μᾶς. Γι αὐτὸ κάθε χρόνο ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα εἶναι, μιὰ ἀκόμα φορά, ἡ ἀνακάλυψη καὶ ἡ συνειδητοποίηση τοῦ τί γίναμε μὲ τὸν «διὰ βαπτίσματός» μας θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση.

Ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα! Καθὼς τὸ ἀρχίζουμε, καθὼς κάνουμε τὸ πρῶτο βῆμα στὴ χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς βλέπουμε – μακριά, πολὺ μακριὰ – τὸν προορισμό. Εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Λαμπρῆς, εἶναι ἡ εἴσοδος στὴ δόξα τῆς Βασιλείας. Εἶναι αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἡ πρόγευση τοῦ Πάσχα, ποὺ κάνει τὴ λύπη τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς χαρά, φῶς, καὶ τὴ δική μας προσπάθεια μιὰ πνευματικὴ ἄνοιξη». Ἡ νύχτα μπορεῖ νὰ εἶναι σκοτεινὴ καὶ μεγάλη, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸ μῆκος τοῦ δρόμου μιὰ μυστικὴ καὶ ἀκτινοβόλα αὐγὴ φαίνεται νὰ λάμπει στὸν ὁρίζοντα. Μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς ἀπὸ τῆς προσδοκίας ἡμῶν, Φιλάνθρωπε!»

ΠΗΓΕΣ: 
http://www.imkifissias.gr/
https://agioskosmasoaitolos.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον