Στο ελληνικό Σύνταγμα δεν κατοχυρώνεται ρητά η αρχή της προστασίας του παιδιού, ωστόσο από την επισκόπηση των συνταγματικών διατάξεων προκύπτει ότι οι τρεις μεγάλες κατηγορίες δικαιωμάτων του παιδιού, καθώς και οι τέσσερις βασικές αρχές που περιλαμβάνονται στην Σύμβαση κατοχυρώνονται στο ελληνικό Σύνταγμα.
Περίληψη της Έκθεσης «Η κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα 2016»
Η έκθεση που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την UNICEF προσφέρει μια θεωρητική και εμπειρική αποτύπωση της θεσμικής και κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και προστασίας των παιδιών στην Ελλάδα μέσα από μια διαχρονική και συγκριτική σκοπιά.
Από διαχρονική σκοπιά, η ανάλυση των δεδομένων της περιόδου 1995-2015 από την EUROSTATκαι την ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνει την δραματική επιδείνωση του επιπέδου διαβίωσης των παιδιών στην Ελλάδα (π.χ. η παιδική φτώχεια αυξήθηκε κατά 6,3% ή, σε απόλυτους αριθμούς, 122340 περισσότερα παιδιά βρέθηκαν αντιμέτωπα με τον κίνδυνο της φτώχειας).
Από συγχρονική σκοπιά, οι εμπειρικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι το 2014 η παιδική φτώχεια ήταν στο 25,3% (424.000 παιδιά) [Διάγραμμα 2] και το ποσό των 1551€ [Διάγραμμα 6] ήταν η μέση μηνιαία ισοδύναμη καταναλωτική δαπάνη σε σταθερές τιμές για μια οικογένεια με δύο παιδιά, ενώ το 2015 η σοβαρή υλική αποστέρηση στις οικογένειες με παιδιά ήταν στο 26,8% [Μ.Ο. για το 2015 Διάγραμμα 7].
Η κατάσταση των παιδιών διαμορφώνεται σε ταραχώδεις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες ως συνέπεια της ύφεσης και της αυστηρής λιτότητας που εφαρμόζεται στην Ελλάδα κατά τα τελευταία χρόνια. Βάσει της ανάλυσης των δεδομένων της EUROSTAT, το ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά ¼ από το 2008 μέχρι σήμερα, η ανεργία έχει αυξηθεί δραματικά στο 27% (και 50% μεταξύ των νέων) και ένας στους πέντε κατοίκους ζουν σε συνθήκες σοβαρής υλικής αποστέρησης.
Οι αδρές αυτές εκτιμήσεις συνιστούν λόγο ανησυχίας για τις προοπτικές ευημερίας και κινητικότητας παιδιών και εφήβων ιδιαίτερα μεταξύ οικογενειών από χαμηλά και μικρομεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Το κόστος από μια πιθανή επιδείνωση της κατάστασης των παιδιών μπορεί να είναι διττό, τόσο από την σκοπιά της παραγωγικότητας και του εισοδήματος για το άτομο, όσο και από την σκοπιά της οικονομικής ανάπτυξης για την κοινωνία ως σύνολο (π.χ. λόγω της μη-αξιοποίησης των δυνατοτήτων και των ταλέντων παιδιών από λιγότερο πλούσιες οικογένειες).
Στην Ελλάδα, ορισμένες βασικές συνιστώσες της κοινωνικής (και οικογενειακής) πολιτικής είναι η κρατιστική, πελατειακή και ιδιοκρατική λογική που διέπει την κατανομή των πόρων και ο κεντρικός ρόλος των οικογενειακών και συγγενικών δικτύων στην παροχή κοινωνικής προστασίας που αποζημιώνει για την έλλειψη ενός αποτελεσματικού κράτους πρόνοιας.
Η διαμόρφωση των οικογενειακών προϋπολογισμών γίνεται σε μεγάλο βαθμό μέσα από την άντληση εισοδήματος από την ανεπίσημη οικονομία (π.χ. φοροδιαφυγή, αυθαίρετη δόμηση, γραφειοκρατική διαφθορά), το οποίο ο άνδρας-εργαζόμενος αναλαμβάνει να αναδιανείμει στα εξαρτημένα μέλη της οικογένειας.
Δεδομένου ότι η ανηλικότητα αποτελεί μια περίοδο της ζωής που το άτομο δεν έχει διαμορφώσει ακόμη επαρκώς την προσωπικότητά του, είναι ευάλωτο και επηρεάζεται ιδιαίτερα από τις ενέργειες των ενηλίκων, απολαμβάνει ειδικής προστασίας από τον νομοθέτη τόσο σε διεθνές και ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Η έκθεση εστιάζει στην Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και εξετάζεται το ζήτημα της ισχύος της στην εσωτερική έννομη τάξη της Ελλάδας. Σε αυτό το πλαίσιο, εξετάζεται το ζήτημα σύγκρουσης μεταξύ νόμου ή κανονιστικής πράξης με την Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, καθώς και το ζήτημα σύγκρουσης μεταξύ συνταγματικής διάταξης και διάταξης διεθνούς συνθήκης και εν προκειμένω της Σύμβασης.
Στο ελληνικό Σύνταγμα δεν κατοχυρώνεται ρητά η αρχή της προστασίας του παιδιού, ωστόσο από την επισκόπηση των συνταγματικών διατάξεων προκύπτει ότι οι τρεις μεγάλες κατηγορίες δικαιωμάτων του παιδιού, καθώς και οι τέσσερις βασικές αρχές που περιλαμβάνονται στην Σύμβαση κατοχυρώνονται στο ελληνικό Σύνταγμα.
Σε ό,τι αφορά την παραβατικότητα και το δίκαιο των ανηλίκων, έγιναν πρόσφατα με το Ν. 4322/2015 σημαντικές τομές µε στόχο την ελαχιστοποίηση του εγκλεισμού των ανηλίκων δραστών και την προώθηση εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, μέτρα που συμβάλλουν στην αποφυγή των αρνητικών συνεπειών του εγκλεισμού, όπως η κοινωνική περιθωριοποίηση και η επαφή µε χώρους όπου μπορεί να λειτουργήσουν διαδικασίες εκμάθησης της εγκληματικής δραστηριότητας.
Οι κινήσεις που έγιναν από το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο υλοποίησης της Πράξης «Ανάπτυξη και Λειτουργία Δικτύου Πρόληψης και αντιμετώπισης φαινομένων Σχολικής Βίας και Εκφοβισμού» είναι σημαντικές για τη διαμόρφωση μιας εθνικής κεντρικής πολιτικής για την πρόληψη και αντιμετώπιση της σχολικής βίας και του εκφοβισμού.
Συναφής με το ζήτημα του σχολικού εκφοβισμού είναι η πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 312 του Ποινικού Κώδικα.
Τέλος, ο Ν. 4332/2015 ήρθε να επιλύσει τα πρακτικά ζητήματα που δημιουργήθηκαν με βάση τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και με τον οποίο ενισχύθηκε το δίκαιο του εδάφους για την απόκτηση της ιθαγένειας.
Η παιδική φτώχεια στην Ελλάδα (οριζόμενη ως ποσοστό των παιδιών που ζουν σε οικογένειες με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του 60% του αντίστοιχου εθνικού διάμεσου εισοδήματος) ξεκινά από σχετικά χαμηλό αφετηριακό σημείο πριν την επίδραση των συνολικών δαπανών για κοινωνική προστασία (26,5%) για το χρονικό διάστημα 1995-2014 και σε σύγκριση με τις υπό εξέταση χώρες της ΕΕ [Διάγραμμα 3].
Ωστόσο, η πολύ μικρή μείωση της παιδικής φτώχειας επιτυγχάνεται κυρίως μέσω των συντάξεων (2,7%), ενώ η επίδραση των λοιπών κοινωνικών μεταβιβάσεων είναι οριακή (2,6%) αν συγκριθεί με την επίδραση αυτή σε χώρες όπως π.χ. οι Σκανδιναβικές. Ωστόσο, η τεράστια σημασία των λοιπών κοινωνικών μεταβιβάσεων, δηλαδή παροχών σε χρήμα και σε είδος προς την οικογένεια, την υγεία, την πρόνοια, την στέγαση, κ.λπ. (όπου η Ελλάδα υστερεί σημαντικά) για τον μετριασμό της παιδικής φτώχειας επιβεβαιώνεται από τα εμπειρικά ευρήματα της έκθεσης [Διάγραμμα 3].
Πιο συγκεκριμένα, από την ανάλυση των δεδομένων των ερευνών ECHP και EU-SILC προκύπτει ότι οι λοιπές κοινωνικές μεταβιβάσεις σε χρήμα και σε είδος (δηλαδή, εκτός των συντάξεων γήρατος και χηρείας) μπορούν από μόνες τους να εξηγήσουν ένα συντριπτικό ποσοστό (της τάξης του 83%) της μεταβλητότητας της παιδικής φτώχειας στις υπό εξέταση χώρες της ΕΕ [Διάγραμμα 4].
Περαιτέρω, η διαχρονική ανάλυση της φτώχειας με βάση ηλικιακές ομάδες δείχνει ότι η φτώχεια των παιδιών έχει αυξηθεί περισσότερο απ’ ότι η φτώχεια των ενηλίκων από το 1995 μέχρι σήμερα (6,3% έναντι 4,6% αντίστοιχα). Ωστόσο, η διάκριση ανάμεσα σε παιδική και ενήλικη φτώχεια ενέχει τον κίνδυνο διάκρισης των παιδιών ως ακούσια φτωχών και των ενηλίκων ως εκούσια φτωχών, αν κρίνουμε τις πολιτικές προτεραιότητες της ΕΕ για την καταπολέμηση της φτώχειας που βασίζονται στην προώθηση πολιτικών για την γνωστική/ανθρώπινη ανάπτυξη των ατόμων μέσω της τυπικής εκπαίδευσης (και πολύ λιγότερο σε πολιτικές κοινωνικής προστασίας) [Διάγραμμα 2].
Η έμφαση που δίνεται σε πολιτικές ανθρώπινου κεφαλαίου επιδιώκει την ενεργοποίηση των ατόμων μέσω της απόκτησης τυπικών γνώσεων προκειμένου να διεκδικήσουν μια θέση με προσωπικές δυνάμεις στην ευέλικτη αγορά εργασίας. Ωστόσο, παρόλη τη δημόσια επένδυση (κυρίως μέσω των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ) στην εκπαίδευση, το επίπεδο παιδικής φτώχειας παραμένει εξαιρετικά υψηλό στην Ελλάδα (25,3%) [Διάγραμμα 2].
Το επίπεδο σοβαρής υλικής αποστέρησης (οριζόμενη ως έλλειψη 4 από 9 βασικά αγαθά και υπηρεσίες, δηλαδή ενοίκιο, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, θέρμανση, κρέας, διακοπές, τηλεόραση, αυτοκίνητο, τηλέφωνο) έχει επιδεινωθεί δραματικά αγγίζοντας μεταξύ των αυξανόμενων μονογονεϊκών οικογενειών το 36,6% και των πολύτεκνων οικογενειών το 31,3% για το 2015 [Διάγραμμα 7] (για τις οποίες το ειδικό επίδομα αντικαταστάθηκε με μια πενιχρή προνοιακή παροχή που χορηγείται μετά από αυστηρό έλεγχο των πόρων).
Εξίσου δραματική προκύπτει από την ανάλυση ότι είναι και η επιδείνωση του επιπέδου κατανάλωσης (και κατά συνέπεια του προτύπου διαβίωσης) σε σταθερές τιμές των οικογενειών με παιδιά (και ιδιαίτερα των μονογονεϊκών και πολύτεκνων οικογενειών). Ανησυχητικό είναι για παράδειγμα ότι μια οικογένεια με δύο παιδιά (που αποτελεί ακόμη τον βασικό τύπο οικογενειακής διάρθρωσης στην ελληνική κοινωνία) δαπανά κατά μέσο όρο τον μήνα 1.551€ για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών των μελών της (αποτυπώνοντας ένα πολύ χαμηλό επίπεδο ευημερίας σε σύγκριση με βορειοδυτικές χώρες της ΕΕ) [Διάγραμμα 6].
Από την σκοπιά της διαγενεακής μεταβίβασης της φτώχειας, οι ανισότητες στην παιδική φτώχεια είναι τεράστιες μεταξύ των οικογενειών χαμηλής και υψηλής εκπαίδευσης. Ειδικότερα, η φτώχεια των παιδιών που κατάγονται από οικογένειες χαμηλής εκπαίδευσης (δημοτικό και γυμνάσιο) κυμαίνεται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα διαχρονικά, προσεγγίζοντας ακόμη και το 60% τα τελευταία χρόνια [Διάγραμμα 5].
Στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγικής και μεταναστευτικής κίνησης προς την Ευρώπη αναγκαία είναι η αναφορά σε βασικά νομοθετήματα σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο που σχετίζονται με τη διεθνή προστασία και τα δικαιώματα των παιδιών που μετακινούνται, με ιδιαίτερη αναφορά, μεταξύ άλλων, στην Σύμβαση της Γενεύης και στον Κανονισμό ΕΚ 604/2013 (Δουβλίνο ΙΙΙ).
Η αποτίμηση της κατάστασης, όπως έχει διαμορφωθεί στην Ευρώπη με βάση της ακολουθούμενες πολιτικές, οι οποίες προσανατολίζονται στην ασφάλεια των συνόρων έναντι της ασφάλειας των ανθρώπων, έχει ως αποτέλεσμα την -παρά τις προβλέψεις της εθνικής, ευρωπαϊκής και διεθνούς νομοθεσίας- αμφισβήτηση στην πράξη της θεμελιώδους αρχής του προσφυγικού δικαίου περί μη επαναπροώθησης σε μη ασφαλή χώρα και εν τέλει την παραβίαση των δικαιωμάτων των παιδιών που μετακινούνται.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Τα παιδιά δεν έχουν τον έλεγχο των συνθηκών της ζωής και εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους γονείς για την παρούσα και μελλοντική ευημερία. Η οικογένεια προέλευσης αποτελεί τον βασικότερο προσδιοριστικό παράγοντα για την ευημερία και ανάπτυξη στα πρώιμα χρόνια της ζωής των παιδιών, καθώς επίσης και στη διαμόρφωση των μελλοντικών τους αποτελεσμάτων (π.χ. εκπαίδευση, απασχόληση, εισόδημα, κ.λπ.).
Για τον λόγο αυτό, η έκθεση αυτή προτείνει την υλοποίηση μιας δημόσιας κοινωνικής επένδυσης (με καθολικές κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες) προκειμένου να περιοριστεί η σημασία της οικογενειακής και ευρύτερα κοινωνικής προέλευσης για την αναπαραγωγή της φτώχειας και της ανισότητας στην ελληνική κοινωνία.
Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ένα συνταξιοκεντρικό σύστημα κοινωνικής προστασίας που δεν επιτυγχάνει ουσιαστική μείωση της παιδικής φτώχειας και αποστέρησης. Αντίθετα, οι χώρες της ΕΕ που δίνουν έμφαση σε λοιπές κοινωνικές μεταβιβάσεις χωρίς έλεγχο πόρων των δικαιούχων μειώνουν αισθητά την παιδική φτώχεια και αποστέρηση. Το στοιχείο αυτό δείχνει την αναγκαιότητα υιοθέτησης πολιτικών που εστιάζουν σε παροχές σε χρήμα και σε είδος με βάση την αρχή της καθολικότητας ή, με άλλα λόγια, την ιδιότητα του πολίτη.
Το σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα χρήζει εκσυγχρονισμού και εξορθολογισμού. Η ανάγκη καταπολέμησης του πελατειασμού ως κριτήριο για την κατανομή των πόρων χρειάζεται να τεθεί και να συζητηθεί σε ρεαλιστική βάση προκειμένου να βρεθούν λύσεις για την υπέρβασή του (αν και μια οριστική ρήξη με το παρελθόν φαντάζει δύσκολη έως αδύνατη λόγω της ιστορικής εξάρτησης των θεσμών στην ελληνική κοινωνία).
Η δυνατότητα πρόσβασης στους πόλους πολιτικής και κομματικής εξουσίας για την εξυπηρέτηση ιδιοκρατικών συμφερόντων διαιρεί την ελληνική κοινωνία και συντελεί στην αναπαραγωγή της φτώχειας και της αποστέρησης για ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού (σχεδόν το ¼).
Η κατεύθυνση της κοινωνικής μεταρρύθμισης χρειάζεται να στραφεί στις ευάλωτες οικογένειες με παιδιά και, ιδιαίτερα, στις αυξανόμενες μονογονεϊκές οικογένειες και τις πολύτεκνες οικογένειες. Ακόμη και σε συνθήκες δημοσιονομικής πειθαρχίας χρειάζεται να δοθεί μεγαλύτερη κοινωνικοοικονομική στήριξη στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς μέσα από κοινωνικές παροχές σε είδος και χρήμα, γονικές άδειες από την εργασία (όχι μόνο για τις μητέρες αλλά και τους πατέρες ανεξαρτήτως τομέα εργασίας), φοροελαφρύνσεις και φοροαπαλλαγές σε οικονομικά ασθενείς οικογένειες με παιδιά, κ.λπ.
Η προώθηση της ισότητας των ευκαιριών ανάμεσα στα φύλα και η ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας μπορεί να αποβεί επωφελής τόσο για την οικογένεια όσο και για την ελληνική κοινωνία ως σύνολο. Τα νοικοκυριά διπλής καριέρας αντιμετωπίζουν σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας και αποστέρησης, ενώ γενικότερα η απασχόληση των γυναικών συμβάλλει στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη μέσω της αξιοποίησης του δυναμικού ενός σημαντικού εργασιακά δυνάμενου πληθυσμού. Το κρίσιμο ζήτημα είναι η επιστροφή στην εργασία των γυναικών-μητέρων μετά από μια ορισμένη κατάλληλη ηλικία των παιδιών και η επανένταξη στην αγορά εργασίας με ευνοϊκούς όρους.
Η συμφιλίωση της οικογενειακής και εργασιακής ζωής μπορεί να ενισχυθεί με την ανάπτυξη των δημόσιων δομών προσχολικής φροντίδας που εστιάζουν στην γνωστική ανάπτυξη των παιδιών (δίχως να διαταράσσεται ο συναισθηματικός δεσμός μέσα στην οικογένεια).
Το ζήτημα της συναισθηματικής πρόσδεσης στο πλαίσιο της οικογένειας είναι σημαντικό και χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη κατά τη χάραξη και υλοποίηση πολιτικών για την στήριξη της οικογένειας (π.χ. η χορήγηση γενναιόδωρων γονεϊκών αδειών από την εργασία μπορεί να συμβάλλει στην ενίσχυση του συναισθηματικού δεσμού μεταξύ γονέων και παιδιών).
Οι ανάγκες που διαπιστώνονται στο πεδίο της παιδικής προστασίας αφορούν την ίδρυση ένας σαφώς δομημένου φορέα, ο οποίος θα συντονίζει την εφαρμογή των πολιτικών και των προγραμμάτων με αντικείμενο τα δικαιώματα των παιδιών μεταξύ όλων των εμπλεκομένων Υπουργείων και φορέων, καθώς και μεταξύ των διαφόρων επιπέδων διοίκησης, του κεντρικού, του περιφερειακού και του τοπικού και να του παρασχεθούν οι απαραίτητοι πόροι σε τεχνικό και οικονομικό επίπεδο, καθώς και σε ανθρώπινο δυναμικό.
Ακόμη χρειάζεται να υιοθετηθεί ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού που θα περιλαμβάνει συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και μετρήσιμους σκοπούς και στόχους, ώστε να παρακολουθεί κατά τρόπο αποτελεσματικό την πρόοδο όσον αφορά την απόλαυση των δικαιωμάτων για όλα τα παιδιά στην Ελλάδα.
Αναγκαία είναι η ανάπτυξη παιδοκεντρικής δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία θα αποτυπώνεται σε φιλικούς για τα παιδιά προϋπολογισμούς και στη διαμόρφωση ιδιαίτερου κωδικού στον προϋπολογισμό για τη χρηματοδότη του συνόλου των κρατικών πολιτικών που αφορούν το παιδί.
Τέλος, προτείνεται η βελτίωση του συστήματος επιτροπείας των ασυνόδευτων ανηλίκων και των ανηλίκων που έχουν χωριστεί από την οικογένειά τους, έτσι ώστε να καταστεί λειτουργικό, ουσιαστικό και αποτελεσματικό και η αύξηση της χωρητικότητας για τους ασυνόδευτους ανηλίκους στα κέντρα υποδοχής.
Η Ετήσια Έκθεση "Η Κατάσταση των Παιδιών στην Ελλάδα 2016" συντάχθηκε από επιστημονική ομάδα με επικεφαλής διδάσκοντα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ
Πηγή: Eurostat, http://ec.europa.eu/eurostat/data/database
Πηγή: Eurostat, http://ec.europa.eu/eurostat/data/database
Πηγή: Eurostat, http://ec.europa.eu/eurostat/data/database
Πηγή: Eurostat, http://ec.europa.eu/eurostat/data/database
Πηγή: Eurostat, http://ec.europa.eu/eurostat/data/database
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, http://www.statistics.gr/
ΠΗΓΗ: https://www.unicef.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον