(Α) Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε• μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
(Β) ΤΑ ΔΥΟ ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΜΑΡΙΟΛΟΓΙΑ)
1) Το δόγμα της «άσπιλης σύλληψης» της Θεοτόκου (immaculata conceptio)
2) Το δόγμα της «ενσώματης μετάστασης» της Θεοτόκου στους ουρανούς
Γράφει η Ελένη Δραμπάλα
H Κοίμηση της Θεοτόκου, ψηφιδωτό από τη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη |
(Α)
Η Παρθένος μέχρι τον Ευαγγελισμό ανήκει στον κόσμο της Π.Διαθήκης, δηλ. στον κόσμο της αναμονής. Η πρώτη Εύα, ως φυσική μητέρα του ανθρωπίνου γένους υπέκυψε στην πρόκληση του πονηρού, ενώ η δεύτερη Εύα, η πνευματική μητέρα των ανθρώπων υπήκουσε στην κλήση του Θεού· η Μαρία ευρίσκετο στην ίδια έκπτωτη κατάσταση στην οποία ευρίσκετο ολόκληρη η ανθρωπότητα και έφερε κοινή ευθύνη του προπατορικού αμαρτήματος. Η τεράστια σημασία για την ζωή του ανθρώπου είναι η υπακοή της, από την οποία γίνεται Οδηγήτρια του κόσμου, πρώτη εκείνη οδηγεί την ανθρωπότητα στον Θεάνθρωπο Υιό της, τον νικητή του θανάτου. Στην Ορθόδοξη παράδοση η Παναγία τιμάται διότι έτεκε σεσαρκωμένον Θεόν και όχι επειδή είχε ιδιαίτερο προνόμιο, εξαιρούμενη από την κοινή μοίρα των ανθρώπων. Δεν τίθεται εκτός της ανθρωπότητας, αλλά διακονεί στο «μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον μηστήριον», ευρίσκεται μέσα στην ιστορία του πεπτωκότος ανθρώπου που αναμένει την σωτηρία του.
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Δαμασκηνό, η Παναγία γίνεται Θετόκος επειδή γεννάει τον σαρκωμένο Θεό και όχι θεοφόρο άνθρωπο ή έναν προφήτη, ενώ η σύλληψη και γέννηση του Χριστού γίνεται «δημιουργικῶς» και όχι «σπερματικῶς»· ενώνεται η θεότητα με την ανθρωπότητα απαρχής, εξ άκρας συλλήψεως, ενώ η υπόσταση του Θεού Λόγου γίνεται υπόσταση της ανθρώπινης φύσης (υποστατική ένωση των δύο φύσεων)· τα γεγονότα της ιστορίας και της σωτηρίας είναι συνυφασμένα με τη σχέση κτιστού και ακτίστου, είναι ταυτόχρονα φυσικά και υπερφυσικά και, κατ’ αυτήν την έννοια, ο Χριστός προέρχεται από μία κοπέλα που δεν έχει γνώση ανδρός, μόνο και μόνο για να προέλθει η αναδημιουργία εξαρχής από τον Θεό και όχι από άλλες δυνάμεις.
Η εκλογή της δεν έχει ηθική σημασία αλλά κατεξοχήν οντολογική, είναι το έργο του Θεού διαμέσου της Παρθένου Μαρίας. Ο ίδιος ο Λόγος χρίοντας την ανθρωπότητα είναι ταυτόχρονα και ο χριόμενος. Γι’ αυτό η Παναγία γίνεται Θεοτόκος και λαμβάνει την πιό υψηλή θέση μεταξύ των κτιστών όντων· η Μαρία, ένας κοινός άνθρωπος, αποδεχόμενη την κλήση για την επιτέλεση του Σχεδίου γίνεται το υπέρτατο όργανο, ενώ η προτεραιότητα ανήκει στο Σχέδιο Θεού και όχι στο πρόσωπο της Μαρίας, η οποία όμως εντάσσεται σ’ αυτή την οικονομία και λαμβάνει τη θέση που αρμόζει. Αυτή η κατά χάριν ένταξή της γίνεται και για την ανθρωπότητα και για τη δική της καταξίωση, αφού ως «όργανο κατά χάριν» δέχεται στους κόλπους της, και ως μητέρα του Θεού, τον Λόγο, ενώ είναι η πρώτη φορά που η κτίση ενώνεται με το Θεό κατ’ ουσίαν και η ανθρώπινη φύση γίνεται ενυπόστατη στην υπόσταση του Θεού Λόγου. Ακριβώς αυτό ισχύει και για τις δυνατότητες κάθε κτιστής υπόστασης να ενωθεί με τον Θεό, όμως μόνον κατ’ ενέργεια.
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία, δεν υπάρχει καμμία κληρονομική ενοχή στους απογόνους του Αδάμ, μόνον η κληρονομιά της αρρώστιας, της φθοράς και του θανάτου. Η Μαρία δεν ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, αγιάζεται όμως από τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος και καθίσταται άχραντη και αμόλυντη, υπό την έννοια ότι και γι’ αυτήν γίνεται η αναδημιουργία, χωρίς να υπάρχει ανάγκη ν’ απαλλαγεί από το προπατορικό αμάρτημα διότι δεν υπάρχει σ’ αυτό προσωπική ενοχή. Στην αγιότητα της ζωής οδηγούνται τα κτιστά όντα λόγω της προκοπής τους και η αγιότητα της Παναγίας δεν προέρχεται από την άσπιλη σύλληψη, αλλά από το έργο σωτηρίας του κόσμου στο οποίο πρωταγωνιστεί ως εκλεκτό όργανο.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι πραγματική, σύμφωνα με την Ορθόδοξη άποψη, και η Μετάσταση είναι η κατά χάριν ενέργεια του Θεού για να διαφυλάξει αλώβητο το σκεύος της κυοφορίας του Θεού Λόγου από την «διαφθορά» του θανάτου. Η ενέργεια αυτή του Θεού είναι μία κατά πρόληψη πραγμάτωση της ανάστασης, δηλ. η Θεοτόκος εισέρχεται στο βασίλειο της ζωής αναστημένη, λόγω της κατά χάριν αγιότητάς της, που ΑΦΟΡΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, και όχι ως προνομιούχο ον απαλλαγμένο από το προπατορικό αμάρτημα κατά τη σύλληψή του.
(Β)
Η ΜΑΡΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Η προώθηση του θέματος περί «ασπίλου συλλήψεως» της Θεοτόκου χρονολογείται το 1300 μ.Χ. από τον Duns Scotus και τους φραγκισκανούς σχολαστικούς, οι οποίοι ακολούθησαν τις ιδέες του. Στις απόψεις του αντέδρασαν ο Θωμάς Ακυϊνάτης και οι δομινικανοί μοναχοί, ενώ κατά την περίοδο της Μεταρρύθμισης στην εκκλησία της Ρώμης υπήρχαν αντικρουόμενες απόψεις, καθώς επίσης και στην εν Τριδένδῳ Σύνοδο. Η εξέλιξη του λατινικού δόγματος είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί από την ρωμαιοκαθολογική θεολογία ένας αυτόνομος κλάδος, η Μαριολογία, σύμφωνα με τον οποίο εξαίρεται το πρόσωπο της Μαρίας καθεαυτό και όχι η σχέση του με το χριστολογικό δόγμα. Θεωρούν ότι πριν την ενανθρώπηση η Μαρία έχει ιδιαίτερη σχέση με τον Θεό και όχι όπως όλη η κτίση με τον Δημιουργό.
Με βάση αυτές τις απόψεις, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, με επίσημες αποφάσεις, θέσπισε δύο δόγματα:
1) Το δόγμα της «άσπιλης σύλληψης» της Θεοτόκου (immaculata conceptio), το έτος 1854, θεσπίστηκε από τον πάπα Πίο Θ΄ με επίσημη διακήρυξή του. Οδηγήθηκαν σ’ αυτό λόγω της άποψης ότι το πρόβλημα της νομικής ενοχής βαραίνει όλο το ανθρώπινο γένος εξαιτίας της παρακοής του Αδάμ και, κατ’ επέκταση παραμένει αξεπέραστο. Επομένως, μέσω της δικής τους θεολογικής λογικής, ΕΠΕΒΑΛΑΝ άρση της ενοχής στη Μαρία, ώστε η ίδια να είναι αμέτοχη στον «ρύπο», για να μπορέσει να καταστεί άξιο όργανο της θείας πρόνοιας. «Απήλλαξαν» την Θεοτόκο από το προπατορικό αμάρτημα (θεωρούν ότι η αγιότητα της Παρθένου οφείλεται στην άσπιλο σύλληψη, μία θεωρία η οποία δεν συνάδει με την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας), με συνέπεια, αλλά και αναπότρεπτη αναγκαιότητα, ο θάνατος να μην έχει τη δυνατότητα να ασκήσει επάνω της τη διαλυτική δύναμή του. Άμεσα αυτό οδηγεί στη θέσπιση του δευτέρου δόγματος.
2) Το δόγμα της «ενσώματης μετάστασης» της Θεοτόκου στους ουρανούς, το έτος 1950, θεσπίστηκε από τον πάπα Πίο ΙΒ΄ με επίσημη διακήρυξή του. Με ρητό τρόπο, η Ρωμαιοκαθολική θεολογία και μάλιστα ο M.Jugie, θεωρούν ότι το σώμα της Θεοτόκου παρέμεινε αδιάφθορο, λόγω του ότι δεν υπήρχαν οι δυνάμεις της αμαρτίας, αφού είχε απαλλαγεί από το προπατορικό αμάρτημα και, επομένως, η Παναγία δεν μπορούσε να πεθάνει.
Και τα δύο αυτά δόγματα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν σχετίζονται με την ορθόδοξη άποψη [βλ. παραπάνω (Α)], την οποία διαφυλάσσει η λατρευτική παράδοση της Εκκλησίας και δεν υιοθετεί αυτές τις «προϋποθέσεις», οι οποίες είναι εντελώς άγνωστες και ξένες ως προς το περιεχόμενό τους, αλλά και δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις και την ερμηνευτική των Πατέρων (χριστολογικό δόγμα), για τους οποίους η ένωση του φυσικού και του μεταφυσικού στοιχείου, η σχέση κτιστού και ακτίστου είναι ενιαία και αυτονόητα, ενώ οι δυνατότητες του Θεού είναι εκείνες, οι οποίες μέσω των ενεργειών Του δίνουν πνοή στους φυσικούς νόμους να υπάρχουν.
Επομένως, και στην κτίση και στην ιστορία, τον πρώτο λόγο τον έχει ο Θεός, τον οποίο δεν μπορεί να αντικαταστήσει καμμία θέσπιση δόγματος υπό μορφήν επίσημης διακήρυξης, πάσχουσας από δικανική ματαιοδοξία και νομικισμό.
Ελένη Δραμπάλα
Ελένη Δραμπάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον