Η Μάχη του Κλειδίου (βουλ. Беласишка битка), γνωστή και με το όνομα Μάχη της οροσειράς Μπέλλες, διεξήχθη ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ το 1014 μ.Χ. μεταξύ της Βυζαντινής και της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Η μάχη αποτέλεσε το αποκορύφωμα της 50χρονης διαμάχης μεταξύ του Σαμουήλ της Βουλγαρίας και του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου και τελείωσε με νίκη των Βυζαντινών.
Η μάχη διεξήχθη στην περιοχή μεταξύ των βουνών Μπέλλες και Ογκραζντέν, κοντά στο σημερινό βουλγάρικο χωριό Κλείδιο. Η αποφασιστική μάχη έγινε στις 29 Ιουλίου, με επίθεση των Βυζαντινών, υπό την ηγεσία του Νικηφόρου Ξιφία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των Βουλγάρων. Αυτή η μάχη αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τους Βούλγαρους. Οι Βούλγαροι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν και τυφλώθηκαν μετά από διαταγή του Βασιλείου Β', ο οποίος αργότερα πήρε το όνομα «Βουλγαροκτόνος». Ο Σαμουήλ επέζησε από τη μάχη, αλλά πέθανε 2 μήνες αργότερα, από καρδιακή ανεπάρκεια. Θεωρείται πώς πέθανε όταν είδε τους τυφλούς Βούλγαρους στρατιώτες.
Παρά τα αποτελέσματα της μάχης, η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία δεν καταστράφηκε, αλλά δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς. Για αυτό, το 1018, η Βουλγαρική Αυτοκρατορία καταστράφηκε από τον Βασίλειο Β'.
Πρελούδιο
Οι συγκρούσεις Βυζαντίου-Βουλγαρίας ξεκίνησαν τον 7ο αιώνα μ.Χ., όταν οι Βούλγαροι, υπό την ηγεσία του Χαν Ασπαρούχ, κατέλαβαν, κοντά στον Δούναβη, μια επαρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα, οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν μια σειρά πολέμων με το Βυζάντιο.
Το 986, η Βουλγαρία δέχθηκε επίθεση από τον βορρά από τον Πρίγκιπα του Κιέβου, Σφιατοσλάφ. Εν τω μεταξύ, λόγω των επιθέσεων του Συμεών στο Βυζάντιο, η Βουλγαρική Αυτοκρατορία έχασε πολλή δύναμη. Κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων, οι επιδρομείς από το Κίεβο νικήθηκαν από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι ήταν σε πόλεμο με τους Βούλγαρους, μια συνεχόμενη σύγκρουση μετά την πτώση της βουλγαρικής πρωτεύουσας, Πρεσλάβ, το 971. Αυτό είχε το αποτέλεσμα της παραίτησης του Μπορίς Β' από τους αυτοκρατορικούς του τίτλους, και την παραχώρηση της ανατολικής Βουλγαρίας στους Βυζαντινούς. Οι Βυζαντινοί κατέλαβαν την ανατολική Βουλγαρία, αλλά τα ανεξάρτητα εδάφη της δυτικής Βουλγαρίας παρέμειναν αυτόνομα και υπό την ηγεσία των Κομητόπουλων - Νταβίντ, Μωυσή, Αρόν και Σαμουήλ - αντιστάθηκαν εναντίον του Βυζαντίου.
Η νοτιο-ανατολική Ευρώπη το 1000.
Τα βυζαντινά εδάφη και η ανεξάρτητη
Δυτική Βουλγαρία. Εν τω μεταξύ,
η Ανατολική Βουλγαρία μένει στα χέρια
των Βούλγαρων (κλικ για μεγέθυνση)
Το 976, στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Βασίλειος Β', και πρώτος στόχος του ήταν η κατάληψη της Βουλγαρίας. Αντίπαλοι του ήταν οι Δυτικοί Βούλγαροι, υπό την ηγεσία του Σαμουήλ. Η πρώτη εκστρατεία του Βασιλείου ήταν καταστροφική, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας παραλίγο να πεθάνει όταν οι Βούλγαροι εκμηδένισαν τον βυζαντινό στρατό στις Πύλες του Τραϊανού, το 986.
Ο Νικηφόρος Ουρανός κατατροπώνει τους
Βούλγαρους στη μάχη του Σπερχείου
(κλικ για μεγέθυνση)
Τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, όσο ο Βασίλειος ήταν απασχολημένος με τις επαναστάσεις εναντίον του και τις επιθέσεις των Φατιμίντ στην Ανατολία, ο Σαμουήλ ανακατέλαβε τα περισσότερα από τα πρώην βουλγαρικά εδάφη και μετέφερε τον πόλεμο στο Βυζάντιο. Ωστόσο, η επίθεση του στη Νότια Ελλάδα, χάρη στην οποία έφθασαν στην Κόρινθο, τελείωσε με μεγάλη ήττα των Βουλγάρων στη μάχη του Σπερχείου το 996. Η επόμενη φάση του πολέμου ξεκίνησε το 1000, όταν ο Βασίλειος ξεκίνησε μια σειρά από επιθέσεις στη Βουλγαρία. Κατέλαβε τη Μοισία, και το 1003, τα σώματα του κατέλαβαν το Βίντιν. Τον επόμενο χρόνο, ο Βασίλειος κατατρόπωσε τον Σαμούηλ στη μάχη στα Σκόπια. Το 1005, ο Βασίλειος επανέκτησε τον έλεγχο στη Θεσσαλία και σε μέρη της νότιας Μακεδονίας.
Χάρτης της Βουλγαρίας και του Βυζαντίου
(κλικ για μεγέθυνση)
Σε αυτά και τα επόμενα χρόνια, οι Βυζαντινοί εισέβαλαν αρκετές φορές στη Βουλγαρία, λεηλατώντας την ύπαιθρο. Παρά τις μερικές επιτυχίες, οι Βυζαντινοί δεν καταφέρει να νικήσουν αποφασιστικά. Η βουλγαρική αντεπίθεση, το 1009, στη μάχη της Κρέτας, παρόλο αυτά, η νίκη των Βυζαντινών δεν ήταν αποφασιστική, αλλά οι Βούλγαροι είχαν χάσει πολλές δυνάμεις. Σύμφωνα με τον Βυζαντινό ιστορικό, Ιωάννη Σκυλίτζη: «Ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Β' συνέχιζε τις επιθέσεις στη Βουλγαρία, καταστρέφοντας τα πάντα στον δρόμο του. Ο Σαμουήλ ήταν ανίκανος να τον σταματήσει σε ανοιχτή μάχη, και έτσι, έχανε τη δύναμη του». Το αποκορύφωμα του πολέμου ήρθε το 1014, όταν ο Σαμουήλ, ως ηγέτης του στρατού, προσπάθησε να σταματήσει τον βυζαντινό στρατό πριν αυτός εισέλθει στη βουλγαρική ενδοχώρα.
Προετοιμασίες για τη μάχη
Ο Σαμουήλ ήξερε πώς οι Βυζαντινοί θα επιτίθονταν στη χώρα του από τις ορεινές περιοχές. Οι Βούλγαροι έχτισαν τάφρους κατά μήκος των συνόρων τους, ειδικά στο πέρασμα του Κλειδίου στον Στρυμόνα, καθώς αυτό οδηγούσε στην καρδιά της Βουλγαρίας. Ο Σαμουήλ οχύρωσε περισσότερο την οροσειρά Μπέλλες και το Κάστρο στον Στρυμόνα. Ο ποταμός του Στρυμόνα ήταν ιδανικό μέρος για επιθέσεις και χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές από τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Σαμουήλ επέλεξε τον Στρυμόνα για αμυντική τακτική - βρισκόταν στον δρόμο από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τη Θράκη, στα ανατολικά, και μέχρι την Οχρίδα, στα δυτικά. Τα σύνορα αυτά φρουρούνταν από μεγάλες βουλγαρικές δυνάμεις.
Ο Σαμουήλ αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Βασίλειο Β' και τον στρατό του στο Κλείδιο, όχι μόνο λόγω των ηττών στα πεδία της μάχης, αλλά και λόγω των ανησυχιών σχετικά με την εποπτεία του μεταξύ της αριστοκρατίας, η οποία είχε αποδυναμωθεί από τις εκστρατείες του Βασιλείου. Το 1005, ο διοικητής του Δυρραχίου, λιμανιού της Αδριατικής, παρέδωσε την πόλη στον Βασίλειο Β'. Για να αντιμετωπίσει τη βυζαντινή απειλή, ο Σαμουήλ συγκέντρωσε 45.000 στρατιώτες. Ο Βασίλειος Β' επίσης συγκέντρωσε ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτών, και όρισε διοικητή τον Νικηφόρο Ξιφία, ο οποίος είχε καταλάβει τις παλαιές βουλγαρικές πρωτεύουσες Πλίσκα και Πρεσλάβ, το 1001.
Η μάχη
Ο βυζαντινός στρατός έφθασε από την Κωνσταντινούπολη και περνώντας από την Κομοτηνή, τη Δράμα και τις Σέρρες έφθασε στο χωριό του Κλειδίου στον ποταμό Στρυμόνα. Εκεί, βρήκε ένα χοντρό ξύλινο τείχος με Βούλγαρους στρατιώτες. Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν αμέσως, αλλά υποχώρησαν με βαριές απώλειες.
Ο Σαμουήλ, για να απομακρύνει τον Βασίλειο από το πεδίο της μάχης, έστειλε μεγάλο στρατό στη Νεστορίτσα. Οι Βούλγαροι της Νεστορίτσας έφθασαν ως τη Θεσσαλονίκη, αλλά δέχθηκαν μεγάλη ήττα από τον στρατηγό Θεοφύλακτο Βοτανειάτη και από τον γιο του, Μιχαήλ. Ο Θεοφύλακτος αιχμαλώτισε πολλούς Βούλγαρους και βάδισε στα βόρεια για να συναντήσει τον Βασίλειο.
Η πρώτη απόπειρα του Βασιλείου για να συντρίψει τους υπερασπιστές του περάσματος ήταν ανεπιτυχής, καθώς ο αριθμός των αμυνόμενων ανέρχονταν στους 15.000-20.000 Βούλγαρους. Παρά τις δυσκολίες, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας αρνήθηκε να σταματήσει την επίθεση. Διέταξε τον Νικηφόρο Ξιφία να μεταφέρει τα σώματα του στο Βελάσιο, για να περικυκλώσει τους Βούλγαρους, όσο ο υπόλοιπος βυζαντινός στρατός θα πολιορκούσε το τείχος. Ο Ξιφίας οδήγησε τα σώματα του σε ένα μονοπάτι, πίσω από τις θέσεις των Βουλγάρων. Στις 29 Ιουλίου, ο Ξιφίας επιτέθηκε στους Βούλγαρους, αφού τους περικύκλωσε. Οι Βούλγαροι στρατιώτες άφησαν το οχυρό και κατευθύνθηκαν να αντιμετωπίσουν τη νέα απειλή, δίνοντας στον Βασίλειο την ευκαιρία να καταστρέψει το τείχος.
Εξαιτίας της σύγχυσης που επικρατούσε στο πεδίο της μάχης, πολλά βουλγαρικά στρατεύματα καταστράφηκαν, ενώ τα υπόλοιπα απεγνωσμένα προσπαθούσαν να φύγουν στη Δύση. Ο Σαμουήλ και ο γιος του, Γκαβίλ (Γαβριήλ) Ραντομίρ, κατευθύνθηκαν στα ανατολικά από το οχυρό τους στη Στρώμνιτσα, αλλά καταστράφηκαν στις μάχες στο Μοκριέβο (νυν Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας). Πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες σκοτώθηκαν και άλλοι αιχμαλωτίστηκαν. Ο Αυτοκράτορας Σαμούηλ σώθηκε χάρη στην ανδρεία του γιου του, και με ασφάλεια έφθασαν στο Πρίλεπ. Από το Πρίλεπ, ο Σαμουήλ έφθασε στην Πρέσπα ενώ ο γιος του κατευθύνθηκε στη Στρώμνιτσα για να συνεχίσει τη μάχη.
Άλλα γεγονότα (Μάχη της Στρώμνιτσας)
Μετά τη νίκη στη μάχη του Κλειδίου, ο Βασίλειος Β' κατευθύνθηκε στη Στρώμνιτσα, οχυρό-κλειδί στην κοιλάδα του Βαρδάρη. Στον δρόμο τους για την πόλη, οι Βυζαντινοί κατέλαβαν το οχυρό του Ματσούκιον. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας έστειλε ένα στρατό, υπό την ηγεσία του Βοτανειάτη, για να περικυκλώσει τη Στρώμνιτσα και να καταστρέψει τα τείχη της πόλης, καθώς επίσης και να καθαρίσει τον δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη. Με τα υπόλοιπα σώματα του, ο Βασίλειος έμεινε για να καταστρέψει τελείως την πόλη. Στην αρχή οι Βούλγαροι άφησαν τον Βοτενειάτη να καταστρέψει τις οχυρώσεις τους, αλλά περικύκλωσαν αυτόν και τον στρατό του και τον έσφαξαν. Στη μάχη, ο Γκαβρίλ Ραντομίρ σκότωσε τον Βοτανειάτη με το δόρυ του. Ως αποτέλεσμα, ο Βασίλειος Β' αναγκάστηκε να σταματήσει την πολιορκία της Στρώμνιτσας και υποχώρησε. Στην επιστροφή, ο Βασίλειος έπεισε τον κουβικουλάριο Σέργιο να παραδώσει το οχυρό του Μελένικου, το οποίο αποτελούσε τον κεντρικό δρόμο προς τη Σόφια, από τα νότια.
Οι αιχμάλωτοι
Ο Σκυλίτζης θεωρεί πώς ο Βασίλειος αιχμαλώτισε 15.000 στρατιώτες (14.000 σύμφωνα με τον Κεκαυμένο). Σύγχρονοι ιστορικοί, όπως ο Βασίλ Ζλατάρσκι, ισχυρίζονται πώς αυτοί οι αριθμοί είναι απίθανοι και υπερβολικοί. Τον 14ο αιώνα, το έργο του Κωνσταντίνου Μαννάση, Χρονικόν, μεταφράστηκε στα βουλγάρικα. Ο Μαννάσης καταγράφει πώς στη μάχη αιχμαλωτίστηκαν 8.000 στρατιώτες. Ο Βασίλειος χώρισε τους αιχμαλώτους σε ομάδες των 100 ανδρών, τυφλώνοντας τους 99 αιχμαλώτους σε κάθε ομάδα και αφήνοντας τον τελευταίο με ένα μάτι, για να οδηγεί τους υπολοίπους στην πατρίδα τους - αυτό το έκανε για να εκδικηθεί τον θάνατο του Βοτανειάτη, ο οποίος ήταν ο αγαπημένος του στρατηγός. Άλλη αιτία για αυτή την πράξη, ήταν ότι στα μάτια των Βυζαντινών, οι Βούλγαροι ήταν επαναστάτες κατά της εξουσίας τους, και πώς η τύφλωση ήταν η πιθανή τιμωρία για τους αντάρτες. Για αυτή την πράξη, ο Βασίλειος έλαβε το επίθετο «Βουλγαροκτόνος». Στις 6 Οκτωβρίου 1014, ο Σαμουήλ πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια, όταν είδε τους τυφλούς του στρατιώτες.
Η Μάχη του Κλειδίου
(κλικ για μεγέθυνση)
Μετά τη μάχη
Ο θάνατος του Βοτανειάτη και τα μετέπειτα τέσσερα χρόνια του πολέμου έδειξαν πώς η βυζαντινή επιτυχία δεν ήταν πλήρης. Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πώς η ήττα των Βουλγάρων δεν ήταν πλήρης, όπως περιέγραψαν ο Σκυλίτζης και ο Κεκαυμένος. Άλλοι ιστορικοί δίνουν έμφαση στον θάνατο του Σαμουήλ και θεωρούν αυτό το γεγονός ως μεγάλο πλήγμα για τη Βουλγαρία. Ο Γκαβρίλ Ραντομίρ και ο Ιβάν Βλαντισλάφ στάθηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τους Βυζαντινούς, και τελικά η Βουλγαρία καταλήφθηκε το 1018. Αυτό τον χρόνο, ο Τσάρος Ιβάν Βλαντισλάφ σκοτώθηκε στη μάχη στο Δυρράχιο, και η Βουλγαρία έγινε επαρχία του Βυζαντίου, μέχρι το 1185, όποτε διεξήχθη η επιτυχής εξέγερση των αδερφών Άσεν.
Στη μάχη του Κλειδίου, ο βουλγαρικός στρατός υπέστη βαριές απώλειες, και αυτό ήταν αποφασιστικός παράγοντας για την τελική νίκη του Βυζαντίου στον πόλεμο. Οι περισσότεροι από τους διοικητές αποφάσισαν να παραδοθούν εθελοντικά στον Βασίλειο Β'.
Η μάχη είχε αντίκτυπο στους Σέρβους και στους Κροάτες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τη δύναμη του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, μετά το 1018. Τα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποκαστάθηκαν στον Δούναβη, δίνοντας στο Βυζάντιο τον έλεγχο της βαλκανικής χερσονήσου από τον Δούναβη στην Πελοπόννησο και από την Αδριατική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.
Η Άλωση της Θεσσαλονίκης ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ το 904 από τους Σαρακηνούς πειρατές ήταν μία από τις χειρότερες καταστροφές που βρήκαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην διάρκεια του 10ου αιώνα. Ένας μουσουλμανικός στόλος, οδηγούμενος από τον αποστάτη Λέοντα τον Τριπολίτη, έχοντας ως αρχικό του στόχο την πρωτεύουσα, Κωνσταντινούπολη, απέπλευσε από την Συρία. Οι Μουσουλμάνοι αποθαρρύνθηκαν από το να επιτεθούν στην Κωνσταντινούπολη, στρεφόμενοι, αντιθέτως, στην Θεσσαλονίκη, εκπλήσσοντας πλήρως τους Βυζαντινούς, των οποίων το ναυτικό ήταν ανίκανο να αντιδράσει εγκαίρως. Τα τείχη της πόλης, ειδικά εκείνα που βρίσκονταν κοντά στην θάλασσα, βρίσκονταν σε παραμελημένη κατάσταση, ενώ οι δύο διοικητές της πόλεις έδιναν αντικρουόμενες μεταξύ τους διαταγές.
Ιωάννης Καμινιάτης, "Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης".
Η μετάφραση που ακολουθεί έχει αντληθεί από το βιβλίο: Ιωάννης Καμινιάτης, Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης, μετάφραση - εισαγωγή - σχόλια Εύδοξος Τσολάκης, Εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2000.
Η αρχή της πολιορκίας. Πρώτη ημέρα.
23. […] Τα ξημερώματα της Κυριακής στις είκοσι εννέα Ιουλίου του έτους 6412 (η χρονολόγηση είναι από κτίσεως κόσμου, δηλαδή το 904) έφθασε κάποιος λέγοντας ότι τα πλοία των βαρβάρων πλησίασαν κάπου κοντά στον αυχένα του Εκβόλου που αναφέραμε. Καθώς λοιπόν η φήμη διαδόθηκε αμέσως σ’ ολόκληρη την πόλη, ξεσηκώθηκε παντού θόρυβος και σύγχυση και ταραχή, επειδή ο καθένας έλεγε και σκεφτόταν κι από κάτι διαφορετικό για το γεγονός και όλοι οπλίζονταν όπως μπορούσαν και έτρεχαν στο τείχος. Δεν είχαν σκορπιστεί ακόμα στις επάλξεις του τείχους και να! φάνηκαν και τα πλοία των βαρβάρων από τη μύτη που είπαμε, έχοντας ανοιγμένα τα πανιά τους. Έτυχε μάλιστα από μια σύμπτωση την ώρα εκείνη να φυσάει άνεμος από πίσω τους, ώστε οι περισσότεροι να φαντάζονται ότι τα πλοία δεν έρχονται πάνω στα νερά αλλά ψηλά μέσα από τον αέρα. Ήταν όπως αναφέραμε, Ιούλιος μήνας, όταν περισσότερο από τις άλλες μέρες φυσάει εδώ δια μέσου του κόλπου ο άνεμος, που ξεκινάει από τις κορυφές του Ολύμπου της Ελλάδας και έρχεται στην πόλη από το πρωί ως την ένατη ώρα κάθε καλοκαιρινή ημέρα ανανεώνοντας την ατμόσφαιρά της. Βρίσκοντας λοιπόν εκείνον ως συνεργό οι εχθροί άραξαν κοντά μας την ώρα που άρχιζε η ημέρα. Αρχικά, φθάνοντας κάπου κοντά στο τείχος, κατέβασαν τα πανιά και παρατηρούσαν με προσοχή την πόλη, πόσο μεγάλη να ήταν. Γιατί δεν επιτέθηκαν μόλις αγκυροβόλησαν, αλλά έμειναν για λίγο αδρανείς και για να πάρουν πρώτα μιαν ιδέα για τη δύναμή μας, ποια είναι η ετοιμασία μας για πολεμικές επιχειρήσεις, και για να ετοιμαστούν γι' αυτό και οι ίδιοι. Στο μεταξύ όμως έμειναν καταφοβισμένοι μη μπορώντας να συγκρίνουν εκείνα που έβλεπαν με τίποτε απ’ όσα είχαν γνωρίσει. Γιατί αντίκριζαν μια πόλη που απλωνόταν σε μεγάλη έκταση και που ολόγυρα στο τείχος της είχε παραταχθεί πλήθος κόσμου. Το γεγονός αυτό τους προκάλεσε ακόμη περισσότερη κατάπληξη και δεν άρχισαν αμέσως τη μάχη, με αποτέλεσμα να πάρουμε κι εμείς λίγο θάρρος και στο διάστημα της απραξίας αυτής να πάει η ψυχή μας στον τόπο της.
24. Καθώς λοιπόν εμείς βρισκόμαστε σ’ αυτήν την κατάσταση, ο αρχηγός του βαρβαρικού στρατού αποφάσισε να περάσει μπροστά από όλο το τείχος, όσο βρέχεται από τη θάλασσα Ήταν ένας απαίσιος και παμπόνηρος άνθρωπος που οι πράξεις του ταίριαζαν με το όνομά του, που ήταν όνομα θηρίου, και δεν ήταν καλύτερος από εκείνο στην αγριάδα των τρόπων του και στην αχαλίνωτη ορμή του. Τον γνώρισες οπωσδήποτε κι ο ίδιος από τη φήμη του που έκανε περιβόητη την κακία του. Ποτέ ως τώρα κάποιος από αυτούς που ακούγονται ως ασεβείς δεν έχει φθάσει σε τέτοια μανία, ώστε να μην χορταίνει να βλέπει να χύνεται ανθρώπινο αίμα και να μην ζητάει τίποτε άλλο από τον φόνο των χριστιανών. Γιατί αν και υπήρξε κάποτε κι ο ίδιος χριστιανός και είχε αναγεννηθεί με το σωτήριο βάπτισμα και είχε διδαχτεί τα σχετικά με τη θρησκεία μας, όταν πιάστηκε από τούς βαρβάρους αντάλλαξε την ευλαβική πίστη με την ασέβεια εκείνων και τίποτε άλλο δεν φροντίζει πάντοτε να τους χαρίζει παρά να επιβεβαιώνει το όνομά του με τις πράξεις του και διαπράττοντας έργα ληστή και παραβάτη να περηφανεύεται γι’ αυτά. Αυτός λοιπόν ο ασυγκράτητος και παραβάτης Λέων τριγύριζε με το πλοίο το τείχος από τη θάλασσα, εξετάζοντάς το και μελετώντας με εγκληματική διάθεση από πού να κάνει την έφοδο και να το χτυπήσει. Τα υπόλοιπα πλοία αγκυροβόλησαν σ’ ένα σημείο στο ανατολικό τμήμα της παραλίας και ετοιμάζονταν. Οι κάτοικοι της πόλης μας οπλίζονταν κι αυτοί, μοίραζαν τις επάλξεις και πάσχιζαν να πάρουν θάρρος για τον αγώνα που τους περίμενε. Και ήταν στ’ αλήθεια ένας αγώνας και από τους σημαντικούς αγώνες ο ξακουστός· δεν ήταν αγώνας παλαιστή που θα προκαλούσε τον έπαινο των θεατών για την τακτική με την οποία ένα σώμα αντιστέκεται στον αντίπαλό του, ένας αγώνας που δεν είχε ως έπαθλο κάποια υλικά βραβεία που δίνουν πρόσκαιρη ευχαρίστηση στον νικητή ούτε πάλι η ήττα θα βύθιζε το νικημένο μόνο στην ντροπή, αλλά ή θα αναδείκνυε ως ασύγκριτο βραβείο τη σωτηρία μιας τόσο μεγάλης πόλης ή θα προξενούσε απαρηγόρητο πόνο αν η πόλη αυτή πάθαινε κάτι από όσα την απειλούσαν.
25. Αλλά όταν το θηρίο εκείνο επιθεώρησε ολόκληρο το τείχος και την είσοδο ακόμη του λιμανιού και είδε ότι είναι φραγμένη με μια σιδερένια αλυσίδα και με μερικά βυθισμένα πλοία, αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να επιτεθεί στο σημείο εκείνο που κατάλαβε ότι δεν θα εμπόδιζαν την έφοδο των πλοίων ούτε οι παγίδες από τούς μονόλιθους που είχαμε ποντίσει από πριν έξω από το τείχος, ούτε ακόμη τα πλοία θα αντιμετώπιζαν κάποια ιδιαίτερη πολεμική ενέργεια από ψηλά, από το τείχος δηλαδή που είχαμε ανυψώσει. Αλλά, αφού σημάδεψε τα μέρη όπου το νερό της θάλασσας βαθαίνοντας χτυπάει στο πιο χαμηλό σημείο του τείχους, γύρισε στους συντρόφους του και ξεκίνησε τις εχθροπραξίες. Αυτοί λοιπόν σκορπίστηκαν γρήγορα με τα πλοία στα μέρη που τους υπέδειξαν, και βγάζοντας μια βαρβαρική και άγρια κραυγή όρμησαν πάνω στο τείχος προχωρώντας με τα κουπιά και χτυπώντας, για να μας πανικοβάλουν, τα δερμάτινα τύμπανα και κατατρομάζοντας εκείνους που βρίσκονταν στις επάλξεις με πολλά άλλα φόβητρα. Όσοι όμως ήταν στο τείχος έβγαλαν απαντώντας μια πιο δυνατή φωνή, επικαλούμενοι το σωτήριο όπλο το σταυρού για βοήθεια εναντίον των εχθρών· φωνή τόσο δυνατή, ώστε ακούγοντας οι βάρβαροι τον πολυάνθρωπο εκείνο και φοβερότερο από κάθε άκουσμα αλαλαγμό να ταραχτούν για μια στιγμή και να μην περιμένουν ότι θα κατορθώσουν κάτι, καθώς υπολόγισαν το πλήθος του λαού από το θόρυβο, ούτε ότι θα επιτύχουν, αντιμετωπίζοντας με ευχέρεια τόσο πολλούς που ρίχτηκαν στη μάχη, να εκπορθήσουν εύκολα μία τόσο μεγάλη πόλη που δεν μπορούσαν να την συγκρίνουν με καμιά άλλη. Για να μην φανεί όμως ότι πτοήθηκαν από την πρώτη προσβολή, όχι χωρίς φόβο ούτε πάλι με τη μανία που τους έπιασε ύστερα, αλλά με μία λύσσα ανάμεικτη με φόβο, πλησίασαν και αντιμετώπιζαν τους απέναντί τους με καταιγισμό βελών. Στη συνέχεια ξεθάρρεψαν κάπως και πάσχιζαν να πλησιάσουν πιο κοντά, σαν σκυλιά που γαβγίζουν για να πάρουν κουράγιο, και εξαγριώνονταν με τις επιθέσεις εναντίον τους από το τείχος. Γιατί και οι κάτοικοι της πόλης γνώριζαν καλά τη χρήση του τόξου, ήταν μάλιστα περισσότερο έμπειροι και επιτήδειοι σ’ αυτήν, αφού τοποθέτησαν στα σημεία εκείνα όλους τους Σκλαβήνους που είχαν συρρεύσει από τα κοντινά μέρη· γι’ αυτούς δεν υπήρχε τίποτε πιο εύκολο από το να ευστοχούν και τίποτε δεν μπορούσε να αντέξει τη δύναμη των βελών τους.
26. Έτσι όμως καθώς και η μία και η άλλη πλευρά δεχόταν και έκανε επιθέσεις και η μάχη που διεξαγόταν έμοιαζε ισόπαλη, κάποιοι βάρβαροι, πιο τολμηροί φυσικά από τους υπόλοιπους και με περισσότερο θράσος, ξεχώρισαν και αφού ρίχτηκαν από τα πλοία στη θάλασσα κατεβάζοντας μαζί τους μία ξύλινη σκάλα, την έσπρωχναν κουβαλώντας την στο νερό για ν’ ανέβουν μ’ αυτήν στο τείχος, χωρίς να δίνουν σημασία στα βέλη που τους έριχναν. Ώσπου να πλησιάσουν, σκέπαζαν κολυμπώντας τα σώματά τους στο νερό και κάλυπταν τα κεφάλια τους με ασπίδες. Όταν ζύγωσαν, αφού βγήκαν από το νερό, έδειχναν μεγαλύτερη γενναιότητα αντιμετωπίζοντας τις βολές, έχοντας μόνο τις ασπίδες τους πάνω από το κεφάλι· ύστερα σηκώνοντας γρήγορα τη σκάλα από το νερό στις επάλξεις επιχειρούσαν ν’ ανέβουν μ’ αυτήν και να μπουν μέσα. Αλλά ο θάνατος πρόφτασε το σκοπό τους και πριν να καλοσκεφτούν πώς θα πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους έχαναν τη ζωή τους. Μόνο που έβαλαν το πόδι τους στα σκαλοπάτια, και οι πέτρες που ρίχτηκαν σαν πυκνό χαλάζι εναντίον τους τούς αναποδογύρισαν στη θάλασσα και στο χαμό. Την ώρα εκείνη όλα τα πλοία γυρίζουν πίσω μην τολμώντας να επιχειρήσουν τίποτε άλλο παρόμοιο· χτυπούσαν μόνο από μακριά με πυκνά βέλη που σκίαζαν και τον ίδιο τον αέρα· κι αυτοί όμως δέχονταν παρόμοια επίθεση και με τα βέλη που τούς έριχναν εύστοχα και με ελάχιστες αποτυχίες, και με τα βλήματα από τα πετροβόλα που μόνο το σφύριγμά τους στον αέρα έκανε τούς βαρβάρους να τα χάνουν.
27. Γιατί και ο Νικήτας που ήδη αναφέραμε, ο απεσταλμένος του βασιλιά, γύριζε όλο το τείχος δίνοντας θάρρος στο λαό· λέγοντας «άνδρες Θεσσαλονικείς, πριν από το γεγονός αυτό είχα διαφορετική γνώμη για σας και δε σας θεωρούσα τόσο γενναίους και τολμηρούς για τις πολεμικές επιχειρήσεις, επειδή δε δοκιμάσατε ούτε και αντιμετωπίσατε παλαιότερα κάτι παρόμοιο. Τώρα όμως η κορύφωση των γεγονότων μου επέτρεψε να τρέφω για σας τις καλύτερες προσδοκίες. Γιατί βλέπω ότι όλοι έχετε σώματα γεμάτα σφρίγος και ψυχές γεμάτες θάρρος και είστε όλοι σας έτοιμοι γι’ αυτά που μας περιμένουν, εμπαίζετε τους αντιπάλους και ανατρέπετε με γενναιότητα τα σχέδιά τους. Και δεν κάνετε τίποτα που να μην είναι σωστό. Πολεμάτε λοιπόν για σας τους ίδιους που είστε άντρες ξεχωριστοί και στην όψη και στα ψυχικά σας προτερήματα, και για την υπόλοιπη πόλη που τίποτε δεν τη συναγωνίζεται σε λαμπρότητα. Αν επομένως ξεπεράσετε τον παρόντα κίνδυνο, σας οφείλουν όλοι τον έπαινο τους· αν όμως συμβεί κάτι που δε θέλουμε, κάτι από αυτά που απειλούν οι βάρβαροι, δεν είναι δυνατόν να φανταστούμε τη συμφορά ή το μέγεθος της ντροπής. Για το λόγο αυτόν πολεμήστε γενναία φροντίζοντας για τη νίκη και για την πατρίδα και για σας τους ίδιους, και μην υποχωρήσετε μπροστά στη δύναμη των εχθρών και μην αφήσετε να διηγούνται για σας το παράδοξο ότι μιας στιγμής αδιαφορία σας κόστισε έναν τόσο μεγάλο κίνδυνο.» Παρακινώντας το λαό με αυτά τα παρακλητικά λόγια και γεμίζοντας με πολύ θάρρος τις ψυχές όλων έκανε το γύρο του τείχους. Και ο στρατηγός, σαν να είχε ξεχάσει το δικό του ατύχημα από την πτώση που αναφέραμε προηγουμένως, παρόλο που ήταν άσχημο και του προξενούσε πόνο μεγαλύτερο από όσο μπορούσε να αντέξει, όμως ανέβηκε σ’ ένα μουλάρι, όχι καβαλικευτά αλλά στο ένα πλευρό, και όσο του επέτρεπαν οι πόνοι από τα τσακισμένα του μέλη, γύριζε κι αυτός, τοποθετώντας τους πιο πιστούς ταξεώτες (μέλη μόνιμης φρουράς φρουρίου) σε κάποια σημεία του τείχους όπου χρειάζονταν, έτσι ώστε, όσο μπορούσαν οι ίδιοι και προκαλώντας κι όσους ήταν κοντά τους να τους μιμηθούν, να παίρνουν τα απαραίτητα μέτρα για τον πόλεμο.
28. Οι βάρβαροι λοιπόν αφού μας επιτέθηκαν όχι μόνο μία αλλά πολλές φορές ολόκληρη εκείνη την ημέρα, υποχώρησαν καθώς τα πλήγματα που δέχτηκαν ήταν όλο και πιο σφοδρά· με ένα πρόσταγμα εγκατέλειψαν τη μάχη από την πλευρά της θάλασσας, γύρισαν πίσω με τα πλοία και αγκυροβόλησαν σε μία παραλία που βρίσκεται ανατολικά της πόλης. Ύστερα βγήκαν από τα πλοία και χτυπούσαν πάλι με βέλη αυτούς που βρίσκονταν στο ψηλό τείχος, όπου εξέχει και κάποια πύλη που ονομάζεται Ρώμηκαι γειτονεύει με τη θάλασσα. Πολέμησαν εκεί ως αργά τη νύχτα, και, σαν να κουράστηκαν από την προσπάθεια, πήγαν και ησύχασαν στα πλοία κάνοντας ίσως σκέψεις πώς να μας επιτεθούν την επόμενη μέρα και ετοιμάζοντας διαφορετικά σχέδια. Εμείς πάλι, αφού πήραμε κάποια ανάσα από τη μάχη, είχαμε άλλη φροντίδα· να επαγρυπνούν αυτοί που βρίσκονταν στις επάλξεις γύρω - γύρω σ’ ολόκληρη την πόλη και να προσέχουν τους βαρβάρους, μην τύχει και στήσουν στα κρυφά κάποια νυχτερινή παγίδα ή ενέδρα, φθάσουν στο τείχος και δώσουν τέλος σ’ όλα. Γιατί είναι πανέξυπνοι σε κάτι τέτοια και μόλις βάλουν κάτι στο μυαλό τους αμέσως το εφαρμόζουν χωρίς να λογαριάζουν κανένα κίνδυνο, κι έχουν την προσοχή τους στραμμένη σ’ ένα μόνο, ν’ αρχίσουν δηλαδή αυτό που σκέφτηκαν. Κι αν το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους είναι αντίθετο απ’ ό,τι υπολόγιζαν, πιστεύουν ότι αρκεί η φήμη πως τόλμησαν πράγματα που ως τότε φάνταζαν αδύνατα να γίνουν. Για το λόγο αυτόν λοιπόν περάσαμε ολόκληρη εκείνη τη νύχτα επαγρυπνώντας, χωρίς να βρίσκουμε κανένα ψεγάδι στον τρόπο που πολεμήσαμε μέχρι τότε. Γιατί φθάσαμε να έχουμε τόσο θάρρος, ώστε κι ο ίδιος ο αρχηγός των βαρβάρων να τα χάσει και να προσπαθεί ύστερα να μάθει με κάθε τρόπο την αιτία, πώς αντισταθήκαμε σε κάθε επίθεση με τέτοια ανδρεία και πώς προέκυψαν τα αντίθετα απ’ αυτά που είχε ακούσει για μας κι έσβησαν οι ελπίδες του.
Χάρτης της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης όπου διακρίνονται τα θαλάσσια τείχη από όπου μπήκαν οι Σαρακηνοί
Δεύτερη ημέρα της πολιορκίας.
29. Όταν όμως το ξημέρωμα κήρυξε τη δεύτερη ημέρα του πολέμου και οι βάρβαροι σχεδίαζαν τώρα εναντίον μας πράγματα φοβερότερα απ’ αυτά που είχαν ήδη διαπράξει, οι στρατηγοί κατέβαλλαν πάλι κάθε φροντίδα για να δυναμώσουν το θάρρος καθενός από μας και να δείξουν και το δικό τους ζήλο. Μόλις λοιπόν οι ακτίνες του ήλιου φώτισαν τον αέρα, οι βάρβαροι βγαίνοντας από τα πλοία τους όρμησαν και πάλι στο τείχος, σκορπισμένοι σε διάφορα σημεία και χωρισμένοι σε φάλαγγες οι περισσότεροι μαζεύτηκαν μπροστά στις πύλες και έβαζαν σε ενέργεια όλη την πολεμική παρασκευή τους. Άλλοι απ’ αυτούς χρησιμοποιούσαν τα τόξα κι άλλοι εκσφενδόνιζαν πέτρες που μπουμπούνιζαν σχίζοντας τον αέρα· άλλοι καθισμένοι στα πετροβόλα έριχναν από ψηλά πολύ πυκνό χαλάζι από πέτρες. Ο θάνατος λοιπόν που μας απειλούσε είχε πολλές μορφές και καθώς μας χτυπούσε απ’ όλες τις μεριές, ήταν μία φοβερή εμπειρία για όσους τους πετύχαινε. Γιατί μόνο εναντίον της πύλης που αναφέραμε, έστησαν επτά πετροβόλα σκεπασμένα από παντού που τα έφτιαξαν όταν περνούσαν από τη Θάσο, για μία παρόμοια περίπτωση. Αφού έφεραν στο τείχος απέναντι από τα πετροβόλα μερικές ξύλινες σκάλες, προσπαθούσαν να ανεβούν μ’ αυτές, όντας ασφαλείς με τις πέτρες που εκσφενδόνιζαν τα πετροβόλα· γιατί ρίχνοντας αδιάκοπα δεν άφηναν να προβάλει κανένας ψηλά από το τείχος χωρίς να πάθει κάτι. Και καθώς είχαν σηκώσει τη σκάλα στις επάλξεις του προτειχίσματος, θα είχαν πραγματοποιήσει τα σχέδιά τους, αν κάποια θεϊκή δύναμη δεν έδινε θάρρος σε μερικούς τολμηρούς άντρες να πηδήξουν κάτω στο μέρος εκείνο· αυτοί χτυπώντας με τα δόρατα τους βαρβάρους τούς γκρέμισαν μαζί με τη σκάλα προς τα πίσω. Και έτσι όταν είδαν ότι και τούτο το επινόημά τους δεν έβγαλε πουθενά και το έβαλαν στα πόδια έτσι που να εγκαταλείψουν και τη σκάλα, πήραμε τόσο πολύ θάρρος ώστε και να γελάμε σε βάρος τους και να χρησιμοποιούμε τα βέλη και τις πέτρες από τα πετροβόλα με μεγαλύτερη προθυμία από την προηγούμενη ημέρα και να μην τους αφήνουμε ούτε και για λίγο να πλησιάσουν στο τείχος, παρόλο που θέριευε η μανία τους και έτριζαν σαν αγριογούρουνα τα δόντια τους και θα ήθελαν, αν ήταν δυνατό, να μας κατασπαράξουν ζωντανούς. Πόσο φοβερό ήταν να τους ακούμε να μανιάζουν εναντίον μας! Πώς έδειχναν την υπερβολική τους οργή και ούρλιαζαν από το βάθος της ψυχής τους και πώς φανέρωναν την παραφορά τους με τούς αφρούς που έβγαζαν από το στόμα τους! Όλη εκείνη την ημέρα δε θέλησαν ούτε τροφή να πάρουν, αλλά πολεμούσαν ασταμάτητα μέσα στην ανυπόφορη ζέστη και χωρίς να νιώθουν ότι έχουν σώματα που και η κούραση τα καταβάλλει και καίγονται από τον ήλιο πάνω από τα κεφάλια τους. Τούτο μόνο είχαν για φροντίδα τους, ή να εκπορθήσουν την πόλη και να χορτάσουν την οργή τους για μας ή, αν αυτό δεν γινόταν, να απαρνηθούν και τη ζωή τους και να σκοτωθούν με τα όπλα τους. Γιατί όταν η βαρβαρική οργή φουντώσει μία φορά, η αλόγιστη ορμή που την παρακινεί δε θα σταματήσει νωρίτερα, παρά την ώρα που θα δει να χύνεται ή το δικό της αίμα ή το αίμα του εχθρού της.
30. Αλλά επειδή η προσέγγιση στο τείχος δεν ήταν ακίνδυνη, μας πολεμούσαν μόνο με βέλη και πετροβόλα. Μπήκαν στη γραμμή και απομακρύνθηκαν τόσο όσο χρειαζόταν ώστε οι βολές τους να χτυπούν την πόλη χωρίς να χάνουν τη δύναμή τους, καλύφθηκαν με τις ασπίδες τους και επιδόθηκαν ολοκληρωτικά στον αγώνα· στέκονταν λοιπόν σαν ανδριάντες με σώματα που ήταν καμωμένα από χαλκό ή από κάποιο άλλο πιο στέρεο υλικό, υπομένοντας μία φοβερή και ανεκδιήγητη ταλαιπωρία και πασχίζοντας ο ένας να φανεί καλύτερος από τον άλλο στον πόλεμο. Καθώς ο ήλιος έδειχνε μεσημέρι, τη στιγμή που πυρώνει με τις ακτίνες του τον αέρα πιο πολύ από τις άλλες ώρες, η μεγάλη κάψα σαν να άναψε περισσότερο τη λύσσα που ένιωθαν και ερεθίζοντας την παράλογη εκείνη ορμή τους με τις αποκοτιές τους, έβαλαν σε ενέργεια έναν διαφορετικό τρόπο πολιορκίας (και δες πώς ήταν τρομερός). Υπήρχαν τέσσερις πύλες στο ανατολικό μέρος της πόλης· σκέφτηκαν λοιπόν να βάλουν φωτιά στις δύο απ’ αυτές, και στη Ρώμη και σ’ αυτήν που λεγόταν Κασσανδρεωτική έχοντας στο μυαλό τους ότι αν μπορέσουν, καθώς θα καίγονταν οι εξωτερικές πύλες, να περάσουν μέσα από το προτείχισμα και να χωθούν κάτω από το ψηλό τείχος, δε θα έχουν κανένα φόβο για να καταστρέψουν και τις εσωτερικές πύλες και να ορμήσουν στην πόλη όλοι μεμιάς, αφού τοποθετήσουν στην απέναντι πλευρά εύστοχους και ικανούς τοξότες, έτσι που τα πυκνά βέλη να μην αφήσουν κανέναν να ξεπροβάλει από μέσα χωρίς κίνδυνο.
31. Έτσι λοιπόν έβαλαν σε ενέργεια το σχέδιο τους. Αφού βρήκαν κάποιες άμαξες, τοποθέτησαν πάνω τους ανάποδα τα πλοιάρια που τα χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες μας για να πιάνουν ψάρια, και επιπλέον μερικά άλλα ξύλα και σωρό από φρύγανα· αυτά τα ράντισαν με πίσσα και θειάφι, χώθηκαν κάτω από τις άμαξες και γύριζαν τους άξονες τους και τις προχωρούσαν με τα χέρια, έως ότου έφθασαν ως τις ίδιες τις πύλες. Ύστερα βάζοντας φωτιά στο υλικό αυτό και βαδίζοντας προς τα πίσω σκεπασμένοι με τις ασπίδες υποχώρησαν προς τους τοξότες και κατάφεραν να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους χωρίς να το καταλάβουμε. Γιατί η φωτιά αγκάλιασε το υλικό και φουντώνοντας περισσότερο από τα προσανάμματα πύρωσε την εξωτερική επιφάνεια των πυλών που ήταν ολόκληρη επενδυμένη με σίδερο, και μετοχετεύοντας την πύρινη γλώσσα προς το εσωτερικό κατάφερε να κάψει ολοκληρωτικά τις πύλες, ώστε ύστερα από λίγο να σωριαστούν κάτω και να μας κάνουν να παραλύσουμε όλοι μας τελείως. Μόνο που έγινε γνωστό σ’ ολόκληρη την πόλη το κάψιμο των πυλών, ήταν σαν να πέρασε από τις καρδιές όλων μας κάποιο ξίφος. Έτσι, γεμίσαμε αγωνία και τρόμο, άλλαξε η όψη μας και χάσαμε μεμιάς κάθε ελπίδα. Τώρα όσοι πριν από λίγο πηδούσαν στα τείχη και αντιστέκονταν στους εχθρούς και παρακινούσαν ο ένας τον άλλον να αγωνιστούν πολεμώντας, φαίνονταν στ’ αλήθεια πιο αδύναμοι κι από τους λαγούς. Το γεγονός τούτο, ότι δηλαδή εκείνο το σχέδιο πέτυχε, έκανε τις ψυχές όλων να μαντεύουν το τέλος. Μόλις όμως κάηκαν οι εξωτερικές πύλες, εμείς ασφαλίσαμε γρήγορα τις εσωτερικές μ’ ένα νεόκτιστο τειχίο, προνοήσαμε να μεταφέρουμε νερό στις επάλξεις σε κάποια σκεύη και παραφυλάγαμε πότε τυχόν θα ορμήσουν και σ’ αυτές οι εχθροί για να μπορέσουμε να τα βάλουμε με τη φωτιά όταν και πάλι επιχειρήσουν τα κακούργα σχέδιά τους, και να προστατεύσουμε τις πύλες από την επιβουλή τους. Πράγμα που εκείνοι το κατάλαβαν και δεν έβαλαν πια σ’ ενέργεια παρόμοια κακόβουλα σχέδια· επρόκειτο όμως με κάποια άλλα φοβερότερα και σκληρότερα να επιτύχουν την καταστροφή μας, από την οποία δε θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε με κανέναν τρόπο από ’δω και πέρα, επειδή ήταν πια μπροστά μας και ξεπερνούσε κάθε σχέδιό μας. Όταν ωστόσο με τον τρόπο αυτόν έσβησε η φωτιά, την υπόλοιπη μέρα μας χτυπούσαν με τα πετροβόλα και τα τόξα ως την ώρα που το σκοτάδι της νύχτας διαδέχθηκε το φως και αναγκάστηκαν, παρόλο που δεν το ήθελαν, να διακόψουν τις προσπάθειες.
Άραβες πολεμιστές
Νυχτερινές προετοιμασίες.
32 Ύστερα, μόλις σταμάτησαν να πολεμούν, μπήκαν στα πλοία, ησύχασαν για λίγο και άρχισαν το έργο που είχαν με πανουργία σκεφθεί από νωρίτερα. Κι αυτό ήταν να κάνουν μια προσπάθεια τέτοια ώστε αν με αυτή κατόρθωναν να καταλάβουν την πόλη, θα ήταν όλα καλά, επειδή τίποτε άλλο από εκείνα που βοηθάνε την πολιορκία δεν είχε τις δυνατότητες του συγκεκριμένου σχεδίου, και μάλιστα όταν η μάχη γίνεται από τη θάλασσα και δεν μεσολαβεί κάποια ξηρά που να διακόπτει το κακόβουλο σχέδιο. Αν όμως και τούτο όπως και οι προηγούμενες ενέργειές τους δεν τους βοηθούσε σε τίποτα, θα εκτελούσαν εκείνους που τους παρακίνησαν για την επιχείρηση αυτή και τους παραπλάνησαν να κάνουν ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, κι έτσι θα ξαναγύριζαν στα σπίτια τους. Πήραν λοιπόν αυτήν την απόφαση στην αρχή ακόμη της νύχτας και έβαλαν σε εφαρμογή το περίπλοκο και πολύμορφο εκείνο σχέδιο τους. Άναψαν παντού φώτα και τοποθέτησαν τα πλοία τους ανά δύο, το ένα δίπλα στο άλλο, και έδεσαν τις πλευρές του ενός με του άλλου με κάποια γερά παλαμάρια και σιδερένιες αλυσίδες για να μην απομακρύνονται εύκολα· έπειτα σήκωσαν με τα ξάρτια που κρέμονται στον αέρα από την πλώρη τα ξύλα που βρίσκονται στη μέση, αυτά που οι ναυτικοί τα λένε κατάρτια. Ύστερα κρέμασαν πάνω τους, κάπου στη μέση τους, ψηλά με τα σκοινιά που είναι κουλουριασμένα στην πλώρη, τα πηδάλια και των δύο πλοίων, έτσι που το πλατύ μέρος των πηδαλίων να ξεπερνάει στη διάμετρο τα πλοία, και πραγματοποίησαν με τον τρόπο αυτόν ένα παράξενο και αλλόκοτο τέχνασμα. Γιατί όταν, καθώς είπα, κρεμάστηκαν στον αέρα τα πηδάλια, έβαλαν πάνω σ’ αυτά, στηρίζοντας τα, μερικά μακριά ξύλα στη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο· και αφού με το διαβολεμένο αυτό σχέδιο δημιούργησαν στον ενδιάμεσο χώρο ένα δάπεδο και έφραξαν καλά τα άκρα από παντού με σανίδες και στερέωσαν τις άκρες των τιμονιών που βρίσκονταν προς το μέρος της πρύμνης με άλλα πιο δυνατά δεσίματα, κατασκεύασαν λοιπόν με το επινόημα μερικούς πύργους πιο χρήσιμους από εκείνους που υπήρχαν στη στεριά πάνω στο τείχος. Πάνω σ’ αυτούς ανέβασαν ένοπλους βάρβαρους, όσους ξεχώριζαν για τη δύναμη των σωμάτων τους και τον τολμηρό τους χαρακτήρα, για να επιχειρήσουν εναντίον μας την ύστατη, την τελευταία κακόβουλη ενέργειά τους. Τους έδιναν λοιπόν την εντολή άλλοι απ’ αυτούς να ρίχνουν με τα τόξα εναντίον όσων στέκονταν μέσα από το τείχος, κι άλλοι να πετούν πέτρες μεγάλες όσο μπορούσαν να κρατήσουν στα χέρια τους· σ’ άλλους, εξοπλισμένους με ένα είδος φωτιάς, κι αυτής τεχνητής, που την είχαν βάλει από πριν σε μερικά πήλινα σκεύη, έδιναν την εντολή να τη ρίχνουν σ’ εκείνους που έστεκαν απέναντί τους. Και όλα τούτα ήταν γι’ αυτούς χρήσιμα και αποτελεσματικά, επειδή οι ενέργειές τους δε γίνονταν στο ύψος του εδάφους, αλλά καθώς, χάρη στο διαβολικό τους τέχνασμα, στέκονταν ψηλότερα από το κτίσμα του τείχους, κάθε κακόβουλη ενέργειά τους απέβαινε χρήσιμη γιατί την πραγματοποιούσαν από ψηλά.
Τρίτη ημέρα της πολιορκίας. Η άλωση.
33. Καθώς οι ασεβείς πραγματοποίησαν όλα τα σχέδιά τους εκείνη τη νύχτα, στο μεταξύ όμως καμιά από τις ενέργειές τους δεν πέρασε απαρατήρητη επειδή, όπως είπαμε, είχαν πολλά φώτα και η παραλία όπου κουβέντιασαν και πήραν τις αποφάσεις τους ήταν κοντά, μείναμε κατάπληκτοι και καταφοβισμένοι και δεν ξέραμε με ποιον τρόπο να παραμείνουμε ασφαλείς στη συνέχεια. Όλος ο κόσμος —μπορούσες να το δεις— ήταν ταραγμένος και τα είχε χαμένα, καθώς κινδύνευε η ζωή τους και δεν γνώριζαν τι να πράξουν. Κανένας δεν φρόντιζε πώς να αντιμετωπίσει τον επικείμενο κίνδυνο, αλλά γυρόφερνε στο μυαλό του πώς και με πόσο πόνο θα πεθάνει. Δεν ήταν πια εύκολο ούτε ασφαλές να φύγει κάποιος, επειδή οι βάρβαροι βρίσκονταν γύρω - γύρω στο τείχος και στέκονταν μπροστά στις πύλες. Ο προφανής κίνδυνος πάλι δεν τους άφηνε περιθώρια να περιμένουν. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας τριγύριζαν στο τείχος σαν χαμένοι, μη ξέροντας από το μέγεθος της συμφοράς τι να κάνουν. Μερικοί όμως που δεν είχε σβήσει τελείως μέσα τους το φιτίλι της ανδρείας αποφάσισαν καθώς περίμεναν τους βαρβάρους, να ετοιμάσουν από πριν στο τείχος κάποια πράγματα για την απόκρουση του εχθρού. Αυτά ήταν πίσσα, δαδιά και ασβέστης και μερικά άλλα με τα οποία φουντώνουν γρήγορα οι φλόγες, που τα έβαλαν σε πήλινα σκεύη για να τα χρησιμοποιήσουν εξακοντίζοντας τα ανάμεσα στους εχθρούς, όταν τυχόν θα εφορμούσαν τα πλοία, ώστε να μην πετύχουν τίποτε και μ’ αυτήν τους την επιχείρηση. Καθώς όμως και αυτά ήταν έργα και σκέψεις ανθρώπων που τα είχαν χαμένα και το φως της ημέρας σκόρπιζε πια το νυχτερινό σκοτάδι, να λοιπόν και τα πλοία όπως ήταν αρματωμένα, χωρίστηκαν και πλησίασαν σε πολλά σημεία του τείχους δείχνοντας σ’ όλους ένα πρωτοφανές και παράδοξο θέαμα. Γιατί κάθε τους ζευγάρι έφερε πάνω του την τεχνητή εκείνη κατασκευή από τους ξυλόχτιστους πύργους που ξεπερνούσε κατά πολύ το ύψος του τείχους, και πάνω τους βαρβάρους που χοροπηδούσαν σαν αγριεμένοι ταύροι και μας φοβέριζαν όλους με καταστροφή. Τότε λοιπόν, τότε κάποιοι από το λαό της πόλης καταφρονώντας το θάνατο που ήταν αναπόφευκτος και κρεμόταν, για να το πω έτσι, πάνω από τα κεφάλια τους, ρίχτηκαν στον αγώνα και μεταβάλλοντας την κορύφωση του κινδύνου σε επίδειξη ανδρείας στάθηκαν πολεμώντας γενναία στη μάχη και καθένας έκανε ό,τι μπορούσε. Γιατί δεν επέτρεπαν να πλησιάζουν τελείως τα πλοία, αλλά αφενός με τα πυκνά βέλη και αφετέρου με τα αναμμένα αντικείμενα τα εμπόδιζαν να έρθουν κοντά στο τείχος και να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους. Όσοι όμως κυριεύτηκαν από δειλία και δεν άντεχαν ούτε να βλέπουν το κακό που τους περίμενε χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν, αφού αποτραβήχτηκαν σιγά σιγά από το τείχος, έφευγαν προς τις άκρες της πόλης και έδιναν έτσι κι άλλο θάρρος στους εχθρούς. Κι αυτοί μόλις είδαν ότι σε κάποιο σημείο το κτίσμα του τείχους ήταν περισσότερο διαλυμένο, εκεί που είχαμε στήσει από πριν τους ξύλινους πύργους, και κατάλαβαν ότι και το νερό της θάλασσας σ’ εκείνο το μέρος πήγαινε σε βάθος, έφεραν εκεί ένα ζευγάρι πλοία απ’ αυτά που είχαν ενώσει και το έσπρωχναν σιγά σιγά με τα κουπιά ως τη στιγμή που έφθασαν κοντά στις ίδιες τις επάλξεις πλησιάζοντάς τες με την πλώρη των πλοίων. Ύστερα, καθώς όσοι ήταν πάνω στους ξύλινους πύργους επιχειρούσαν να τους χτυπήσουν με πέτρες, οι βάρβαροι που στέκονταν πάνω στις κατασκευές που είπαμε έβγαλαν μιαν άγρια και δυνατή κραυγή κι έριξαν και πέτρες που δεν ήταν δυνατό από τον όγκο τους να τις κρατούν στα χέρια τους αλλά πάρα πολύ μεγάλες και που κανένας δεν μπορούσε ν’ αντέξει την ορμή τους, κι έριξαν φωτιά από τον αέρα με τους σιφώνες και εξακόντισαν μέσα στο τείχος και κάποια άλλα σκεύη κι αυτά γεμάτα φωτιά· προκάλεσαν έτσι τέτοια έκπληξη και φόβο σ’ εκείνους που ήταν στους πύργους, ώστε να πηδήξουν γρήγορα κάτω και να τρέξουν να φύγουν και να εγκαταλείψουν έρημο ολόκληρο το διάδρομο που περιέτρεχε το τείχος. Όταν είδαν ότι το σχέδιο τους πραγματοποιήθηκε (γιατί όλοι τους, σαν φύλλα από τον άνεμο, έπεφταν στο έδαφος, κι όχι από τις σκάλες αλλά όπως τους ανάγκαζε ο φόβος), άφησαν στις επάλξεις κάποιον τολμηρό βάρβαρο και φυσικά πιο ορμητικό από τους υπόλοιπους, Αιθίοπα στο χρώμα. Αυτός λοιπόν στριφογυρίζοντας το μαχαίρι που κράταγε στα χέρια του και πηδώντας πάνω στο τείχος στεκόταν και παρακολουθούσε τη φυγή του πλήθους, αν ήταν οριστική κι όχι για να τους ξεγελάσει. Γιατί υποπτεύονταν βέβαια μήπως οι κάτοικοι τής πόλης έχουν στήσει κάποια ενέδρα στους δρόμους με την οποία, όπως αυτοί θα ήταν χωρισμένοι σε πολλές ομάδες, θα τους εξόντωναν με δόλιο τρόπο· και στο μεταξύ δίσταζαν να μπουν έτσι ξαφνικά στην πόλη και να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους. Καθώς όμως με τα στριφογυρίσματα του βαρβαρικού μαχαιριού άστραφτε ο αέρας και φανέρωνε πέρα για πέρα την είσοδο των εχθρών (ήταν η τρίτη ώρα της ημέρας), τότε όλοι βλέποντας ότι έγινε το κακό έτρεχαν άλλος εδώ κι άλλος εκεί, όπως τους οδηγούσε ο θάνατος. Κι εκείνος στεκόταν μπροστά τους και δεν τους άφηνε πια κανέναν τρόπο για να τον αποφύγουν. Ύστερα, μόλις οι βάρβαροι είδαν ότι ερήμωσε ολόκληρο το τείχος κι ότι εξαιτίας της ασυγκράτητης φυγής του κόσμου ήταν ασφαλείς, βγαίνοντας γρήγορα από τα καράβια και πηδώντας μέσα από τις επάλξεις κι ανοίγοντας τις πύλες έκαναν γνωστό και στα άλλα πλοία το τέλος των επιχειρήσεων· κι εκείνα έσπευσαν να αγκυροβολήσουν κοντά στις πύλες, κι έστειλαν στην πόλη τους βαρβάρους που είχαν γυμνά τα σώματα τους, κάλυπταν μόνο με ένα μικρό πανί την περιοχή γύρω από τα γεννητικά τους όργανα, κρατώντας στα χέρια τους τα μαχαίρια. Αυτοί μπήκαν μέσα και σκότωσαν αμέσως όσους βρήκαν να τριγυρνούν ακόμα στο τείχος, είτε επειδή φοβήθηκαν και δεν μπορούσαν να κινηθούν καθώς από το φόβο παρέλυσε το σώμα τους, είτε πάλι επειδή είχαν τραυματιστεί πέφτοντας, όπως αναφέραμε, και δεν μπορούσαν πια να φύγουν· ύστερα σκορπίστηκαν στους μεγάλους δρόμους. Ο λαός της πόλης χωρισμένος σε πολλές ομάδες ξεφώνιζε και σπρωχνόταν μη έχοντας πού να σωθεί, πού να ξεφύγει από τη συμφορά. Μπορούσες τότε να δεις τους ανθρώπους να περιφέρονται σαν ακυβέρνητα πλοία εδώ κι εκεί ελεεινό θέαμα, άνδρες, γυναίκες, νήπια· να πέφτει ο ένας πάνω στον άλλον, να κρέμεται ο ένας από τον άλλον, να δίνει ο ένας στον άλλον τον πιο θλιβερό και τελευταίο ασπασμό. Αν ανάμεσα τους βρισκόταν και κάποιος πατέρας ηλικιωμένος, πέφτοντας στο λαιμό του παιδιού του θρηνούσε γοερά μη αντέχοντας το χωρισμό, αλλά σφίγγοντας το κορμί του γιου του καθώς, προτού να τρυπηθεί από το ξίφος, τον πλήγωνε ο πατρικός του πόνος, θρηνούσε τη μοίρα του…
Σημειώσεις.
Πρόκειταιγια το Λέοντα Τριπολίτη. Καταγόταν από την Αττάλεια και εξισλαμίστηκε όταν αιχμαλωτίστηκε. Είναι γνωστός ως Τριπολίτης, επειδή είχε εγκατασταθεί στην Τρίπολη της Συρίας. Το 904 επικεφαλής ναυτικής δύναμης λεηλατεί τα παράλια τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο δρουγγάριος των πλωίμων Ευστάθιος δεν τόλμησε να τον αντιμετωπίσει και ο Λέων φθάνει ως τα στενά του Ελλησπόντου. Ο πρωτοασηκρήτης Ιμέριος που αντικατέστησε τον Ευστάθιο απέφυγε να αντιμετωπίσει το Λέοντα που ναυλοχούσε στη Θάσο. Έτσι ο Λέων ανενόχλητος έρχεται, πολιορκεί και καταλαμβάνει τη Θεσσαλονίκη. Αργότερα (Οκτώβριος 911), στη Σάμο, ο λογοθέτης Ιμέριος, ναύαρχος όντας των Ρωμαίων, ηττήθηκε από το Λέοντα. Τέλος το 921 922, ο τελευταίος βρίσκεται στη Λήμνο. Εκεί του επιτέθηκε αιφνιδιαστικά ο πατρίκιος και δρουγγάριος των πλωίμων Ιωάννης Ραδηνός, με αποτέλεσμα να καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά η δύναμη του εξωμότη και να σωθεί μόνον αυτός.
Ο Ιωάννης Καμινιάτης γράφει το βιβλίο Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης, κατόπιν "παραγγελίας" κάποιου Γρηγορίου που γνώρισε τον καιρό που περίμενε στην Τρίπολη της Συρίας για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων.
Με τον όρο Σκλαβήνοι οι Βυζαντινοί ονόμαζαν τα διάφορα σλαβικά φύλα που είχαν με άδεια εγκατασταθεί στα εδάφη της αυτοκρατορίας
Ο Νικήτας ήταν στρατηγός. Είχε προηγηθεί ο Πετρωνάς, ο οποίος είχε φέρει και την αγγελία της επικείμενης πολιορκίας και πρώτος οργάνωσε την άμυνα της πόλης ρίχνοντας στο Θερμαϊκό κόλπο λαξευμένους τάφους, για να εμποδιστούν τα πλοία να πλησιάσουν στα τείχη. Ακολούθησε ο στρατηγός Λέων Χατζιλάκης που σταμάτησε το έργο του Πετρωνά και διέταξε να ολοκληρωθεί το χτίσιμο του παραθαλάσσιου τείχους. Δυστυχώς τραυματίστηκε πέφτοντας από το άλογό του.
Η πύλη Ρώμη ήταν ή πρώτη πύλη από τη θάλασσα προς τα πάνω στο ανατολικό τείχος, δίπλα στον Λευκό Πύργο.
Η Κασσανδρεωτική πύλη ήταν η δεύτερη πύλη του ανατολικού τείχους, ύστερα από την πύλη Ρώμη.
Σιφώνες ήταν τα εργαλεία με τα οποία εκτόξευαν το "υγρό πυρ".
Υπήρξε αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος συνθέτης αυτής της περιόδου, καθώς και ένας από τους σπουδαιότερους στην ιστορία της έντεχνης Δυτικής μουσικής. Τα περισσότερα από 1000 έργα του που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας, ενσωματώνουν όλα τα χαρακτηριστικά του στυλ Μπαρόκ, το οποίο και απογειώνουν στην τελειότητα.
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Johann Sebastian Bach, Άϊζεναχ, 21/31 Μαρτίου 1685 - Λειψία, 28 Ιουλίου 1750) ήταν Γερμανός συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας, εκπαιδευτικός και εκτελεστής (οργανίστας, κλειδοκυμβαλίστας, βιολιστής και βιολονίστας) της περιόδου Μπαρόκ.
Υπήρξε αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος συνθέτης αυτής της περιόδου, καθώς και ένας από τους σπουδαιότερους στην ιστορία της έντεχνης Δυτικής μουσικής. Τα περισσότερα από 1000 έργα του που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας, ενσωματώνουν όλα τα χαρακτηριστικά του στυλ Μπαρόκ, το οποίο και απογειώνουν στην τελειότητα. Παρόλο που δεν εισάγει κάποια νέα μουσική φόρμα, εμπλουτίζει το γερμανικό μουσικό στυλ της εποχής με μια δυνατή και εντυπωσιακή αντιστικτική τεχνική, ένα φαινομενικά αβίαστο έλεγχο της αρμονικής και μοτιβικής οργάνωσης, και την προσαρμογή ρυθμών και ύφους από άλλες χώρες, ιδιαίτερα από την Ιταλία και τη Γαλλία. Η μουσική του χαρακτηρίζεται από τεχνική αρτιότητα, αρτιστικό υπόβαθρο και, κυρίως, υψηλή πνευματικότητα.
Τα έργα του καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα τόσο της οργανικής (έργα για τσέμπαλο, εκκλησιαστικό όργανο,κοντσέρτα), όσο και της φωνητικής μουσικής (ορατόρια, λειτουργίες, πάθη, καντάτες, κ.α.). Ως χαρακτηριστικά έργα του Μπαχ μπορούν να αναφερθούν: η Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα, η Λειτουργία σε σι ελάσσονα, τα Κατά Ματθαίον Πάθη, τα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα, το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο και η Τέχνη της Φούγκας.
Ομάδα εμπειρογνωμόνων κατάφερε να αναδημιουργήσει ψηφιακά το πρόσωπο του Γερμανού συνθέτη. Επίσης, μετά την -πιθανότατη- ανακάλυψη του χαμένου φερέτρου του (1894), έγινε προσπάθεια αναπαράστασης του σωματότυπού του. Όλα αυτά βέβαια πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον δέοντα σκεπτικισμό.
Ι. Βιογραφία
Ο πατέρας τού Γ.Σ.Μπαχ, Johann Ambrosius
Στο Άιζεναχ (1685-1695)
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν ήταν γιος του Γιόχαν Αμπρόζιους (Johann Ambrosius Bach) και της Μαρίας Λέμμερχιρτ (Maria Elisabeth Lämmerhirt). Ήταν το όγδοο παιδί της οικογένειας (6 αγόρια και 2 κορίτσια). Την πρώτη του μουσική εκπαίδευση στο βιολί και στο τσέμπαλο (harpsichord) την έλαβε από τον πατέρα του στη γενέτειρά του, το Άιζεναχ (Eisenach) της Θουριγγίας, όπου το επώνυμο Bach ήταν συνυφασμένο με κάποιον μουσικό. Aυτό το φαινόμενο, πήγαινε τόσο μακριά που, όταν στα 1693, έμεινε κενή μία θέση στην Εκκλησιαστική Αυλή τού Άρνσταντ, ο κόμης της περιοχής, ζήτησε εμφατικά να τού στείλουν «έναν Μπαχ»! Ταυτόχρονα, ξεκίνησε τις υποχρεωτικές εγκύκλιες σπουδές του στη Γερμανική (Georgenschule) και στη Λατινική Σχολή της πόλης όπου, μάλιστα, συμμετείχε στη σχολική χορωδία (chorus musicus). Ο μικρός Σεμπάστιαν είχε εξαιρετική φωνή υψιφώνου (soprano) και αργότερα θα διακριθεί ως σολίστας στις διάφορες χορωδίες των σχολών που παρακολουθούσε, μέχρι την ενηλικίωσή του. Είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί ότι, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον, όπου τα πάντα, καθημερινά, είχαν να κάνουν με τη μουσική. Ο μεγαλύτερος σύγχρονος ερευνητής της ζωής και του έργου τού Γ.Σ.Μπαχ, Κρίστοφ Βολφ (Christoph Wolff) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Eξ´αιτίας των ισχυρών δεσμών και των τακτικών οικογενειακών συγκεντρώσεων, ο ίδιος και οι αδελφοί του ενσωματώθηκαν κατά ένα πολύ φυσιολογικό τρόπο στη μεγάλη οικογένεια των επαγγελματιών μουσικών, περίπου όπως τα παιδιά ενός τεχνίτη μαθαίνουν να εξοικειώνονται με τα εργαλεία. Οι περισσότερες μουσικές δραστηριότητες στο σπίτι, στις οποίες ο μικρός Σεμπάστιαν ήταν παρών, περιελάμβαναν διδασκαλία, μελέτη, πρόβες, προετοιμασία συναυλιών, τακτοποίηση και αντιγραφή για τις παρτιτούρες και, επίσης, κούρδισμα και επισκευή οργάνων!»
Αυτόγραφο χειρόγραφο του 1ου μέρους της Σονάτας για Βιολί solo BWV 1001
Η ζωή του θα παρέμενε για καιρό προσηλωμένη στο παρελθόν του στο Άιζεναχ και, θα παρέμενε και ο ίδιος δημότης της γενέτειράς του. Το ότι αργότερα συχνά, ο ίδιος, αυτοαπεκαλείτο «Johann Sebastian Bach Isenacus» ή απλά «Isenacus», και κάποιες φορές «ISBI», εν συντομία, ήταν κάτι που πρέπει να το έλεγε με μοναδική υπερηφάνεια.
Ο άνθρωπος που τον επηρέασε βαθύτατα στην παιδική του ηλικία υπήρξε ο θείος του Γιόχαν Κρίστοφ (Johann Christoph Bach), ο οποίος ουσιαστικά τον εισήγαγε στη γνώση τού εκκλησιαστικού οργάνου (orgel), όπου ο Μπαχ θα εντρυφήσει και θα γίνει αργότερα ο πλέον φημισμένος για τη δεξιοτεχνία του εκτελεστής.
Στο Όρντρουφ (1695-1700)
Στα αμέσως επόμενα χρόνια, ο Μπαχ θα γίνει μάρτυρας μιας απίστευτης τραγωδίας. Θα βιώσει το θάνατο τριών από τα αδέλφια του, αλλά και των γονιών του -εκείνη την εποχή, η Θουριγγία μαστιζόταν από την πανώλη-. Το γεγονός αυτό θα σημαδέψει ανεξίτηλα τη ζωή και το έργο του. Έτσι, στα 10 του χρόνια θα πάει να ζήσει με τον μεγαλύτερο αδελφό του, επίσης Γιόχαν Κρίστοφ -τα όμοια ονόματα ήταν σύνηθες φαινόμενο στην οικογένεια!-, στο Όρντρουφ (Ohrdruf), ο οποίος εργαζόταν εκεί ως οργανίστας και υπήρξε μαθητής τού φημισμένου εκείνη την εποχή Γιόχαν Πάχελμπελ (Johann Pachelbel). Μπήκε στο Lyceum Illustre Gleichense, τη Λατινική Σχολή του Όρντρουφ και έγινε αμέσως μέλος τής εκεί χορωδίας (chorus musicus). Εκεί για πρώτη φορά έβγαλε τα πρώτα του χρήματα. Τα μέλη τήςchorus musicus μπορούσαν με κάποια ρύθμιση να κερδίζουν κιόλας, κυρίως μέσω των επονομαζομένων currenden, των τραγουδιών σε μικρά γκρουπς δηλαδή, που τραγουδούσαν στους δρόμους περίπου τρεις φορές το χρόνο! Τα χρήματα δεν ήσαν πολλά, αλλά είχε πιθανότατα την πληρωμή ενός φωνητικού σολίστα (concertist). Μπορούσε, κατά κάποιο τρόπο, να συνεισφέρει στα έξοδα συντήρησής του που, για τον αδελφό του, ήσαν καθοριστικής σημασίας. Για τον Σεμπάστιαν, ζωτική σημασία είχαν επίσης τα επονομαζόμενα hospitia ή hospitia liberalia. Επρόκειτο για ένα διακανονισμό, σύμφωνα με τον οποίο, οι αριστοκρατικές και οι εύπορες οικογένειες πλήρωναν τα έξοδα σχολείου, συντήρησης και διαμονής στους φτωχούς φοιτητές, με αντάλλαγμα τη μόρφωση των δικών τους παιδιών. Όταν ο Σεμπάστιαν έφυγε από το Όρντρουφ, ήταν διότι μπήκε ένα τέλος στα hospitia του.
Μέχρι τότε, ο Σεμπάστιαν δεν είχε κατεύθυνση προς κάποιο συγκεκριμένο μουσικό όργανο. Και, παρόλο που ο θείος του ήταν ο πρώτος σημαντικός του μέντορας, είναι γεγονός ότι ο ίδιος, μόνον υπό την εποπτεία τού αδελφού του Γιόχαν Κρίστοφ, επρόκειτο πραγματικά να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του πάνω στο εκκλησιαστικό όργανο και στο κλαβίχορδο (clavichord). Τα μαθήματα κοντά του είχαν κατεύθυνση προς μία καλή τεχνική στην εκτέλεση των πλέον εν χρήσει πληκτροφόρων εκείνων των καιρών, ειδικά του εκκλησιαστικού οργάνου. Παράλληλα, σκοπός ήταν να αποκτήσει εξοικείωση με τα διαφορετικά είδη και στυλ, αλλά επίσης, με τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό (πρελούδια, τοκάτες) και με την αυστηρότητα στη διαπλοκή τών φωνών (φούγκα και ριτσερκάρε), είτε εντελώς ελεύθερα, είτε με βάση ένα δοσμένο θέμα ή μία κοράλ μελωδία.
Τα κυριότερα μέρη όπου έζησε και εργάστηκε ο Μπαχ
Στο Λύνεμπουργκ (1700-1703)
Το 1700 ο Μπαχ αναχώρησε μαζί με τον συμφοιτητή και επιστήθιο φίλο του, Γκέοργκ Έρντμαν (Georg Erdmann) για το Λύνεμπουργκ (Lüneburg) της Β.Γερμανίας. Το ταξίδι αυτό ήταν μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής -περίπου 280 χιλιόμετρα βορειότερα- και, πιθανότατα έγινε με τα πόδια (!), πράγμα δύσκολο ακόμη και για έναν δεκαπεντάχρονο. Όμως ο Μπαχ ήταν αποφασισμένος, αφενός να συνεχίσει τις σπουδές του, αφετέρου να δει από κοντά τα μεγάλα εκκλησιαστικά όργανα της πόλης, κάτι που τελικά έγειρε την πλάστιγγα στο να πάρει αυτή την πρωτοβουλία. Στο Λύνεμπουργκ συνεχίζει τις σπουδές του στη Σχολή του Αγ. Μιχαήλ (Michaelisschule). Εδώ, το βάρος έπεφτε στις παλαιές ανθρωπιστικές κλασσικές επιστήμες, στη θεολογία και στις γλώσσες και παράλληλα, στα τότε μοντέρνα μαθήματα της ιστορίας, των μαθηματικών και της φυσικής. Τα μαθήματα είχαν σκοπό να προετοιμάσουν τους μαθητές για πανεπιστημιακές σπουδές στις ελεύθερες τέχνες, στη θεολογία, στα νομικά και στην ιατρική. Έτσι, ο Μπαχ ήξερε στο τέλος των σχολικών του χρόνων, άπταιστα Λατινικά, και είχε ακόμη εντρυφήσει και σε άλλα μαθήματα, τα οποία ήσαν απαραίτητα για πανεπιστημιακή μόρφωση. Επίσης, συμμετείχε στη χορωδία της σχολής (chorus musicus), ως μπάσος πλέον, διότι υπέστη μεταφώνηση και, το κυριότερο, είχε στη διάθεσή του μία μουσική βιβλιοθήκη, η οποία μαζί με εκείνη τής Thomasschule (Σχολή Αγ. Θωμά) στη Λειψία, ανήκαν στις παλαιότερες και μεγαλύτερες της Γερμανίας. Ταυτόχρονα, εξασκείται αδιάκοπα πάνω στο μεγάλο -αν και κάπως προβληματικό- εκκλησιαστικό όργανο της εκκλησίας του Αγ. Μιχαήλ (Michaeliskirche). Λόγω όμως, τού εξαιρετικού του ταλέντου, τον χρησιμοποιούσαν τακτικά στην chorus musicus, αλλά και στην Κύρια Λειτουργία, όταν έπρεπε να αντικαθιστά τον βασικό οργανίστα. Εδώ αρχίζει πλέον να διαμορφώνονται οι επιδόσεις του στην εκτέλεση του εκκλησιαστικού οργάνου και αρχίζει να γίνεται γνωστός σταδιακά στους κύκλους των μεγάλων εκτελεστών που, όχι συμπτωματικά, ήσαν όλοι Βορειογερμανοί.
Ένας από αυτούς ήταν και o Γκέοργκ Μπεμ (Georg Böhm), φημισμένος εκτελεστής, για τον οποίο ο πατέρας τού Σεμπάστιαν έλεγε τα καλύτερα λόγια όσο ζούσε και, βέβαια, ο ίδιος επιθυμούσε διακαώς να τον γνωρίσει. Απ’όσο μπορεί να εξακριβωθεί, ο Μπαχ δεν έκανε ποτέ, επισήμως, μάθημα με τον Μπεμ. Λαμβάνοντας όμως υπ’όψιν το μουσικό οικογενειακό του ιστορικό, τη φιλομάθειά του, την εμπειρία του ως τραγουδιστή, εκτελεστή οργάνων και οργανίστα, σίγουρα θα επωφελήθηκε πολύ από τον επαγγελματισμό τού συγκεκριμένου μουσικού. Μέσω αυτού, ήλθε σε επαφή με το είδος της στυλιζαρισμένης χορευτικής φόρμας, με τη Γαλλική σουίτα, αλλά επίσης και με τα πρελούδια και φούγκες του ίδιου του Μπεμ, τών βορειογερμανών συναδέλφων του, και με τις αριστοτεχνικές κοράλ παραλλαγές του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι οι πρώτες συνθέσεις τού ίδιου τού Μπαχ σ’αυτές τις φόρμες, χρονολογούνται από το Λύνεμπουργκ και δημιουργήθηκαν λόγω της επιρροής του Μπεμ.
Η μεγαλύτερη, όμως, προσφορά του Μπεμ προς τον Μπαχ ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Κάτι που ο Μπαχ, όπως άλλωστε όλοι ανεξαιρέτως οι επίδοξοι μαθητές και δάσκαλοι του εκκλησιαστικού οργάνου, ήθελαν να κάνουν τουλάχιστον για μία φορά στη ζωή τους. Να γνωρίσουν και να ακούσουν από κοντά τον μεγαλύτερο εν ζωή εκτελεστή που, εργαζόταν ακόμα στο Αμβούργο, στα μεγαλύτερα και καλύτερα εκκλησιαστικά όργανα της Γερμανίας. Τον ξακουστό Γιόχαν Άνταμ Ράινκεν(Johann Adam Reinken). Ο Ολλανδογερμανικής καταγωγής Ράινκεν, στα προχωρημένα εβδομήντα του πλέον, ήταν ο νέστορας των μουσικών του Αμβούργου και για τον Γιόχαν Σεμπάστιαν, το απόλυτο φετίχ. Δεν είναι τυχαίο, το ότι ο νεαρός Μπαχ θα κάνει πολλές φορές τη διαδρομή Λύνεμπουργκ-Αμβούργο για να τον συναντήσει ξανά και ξανά. Ευτυχώς, το Αμβούργο δεν είναι πια τόσο μακριά. Ο Ράινκεν εκείνο τον καιρό έπαιζε στην εκκλησία της Αγ. Αικατερίνης του Αμβούργου, πάνω σε ένα τεραστίων διαστάσεων εκκλησιαστικό όργανο (58 Συστοιχίες, 4 Χειρόπληκτρα και Πεντάλ!!). Η εντύπωση που προκάλεσε στον Γιόχαν Σεμπάστιαν το συγκεκριμένο όργανο, έμεινε για πάντα βαθιά χαραγμένη μέσα του. Κάποιος μαθητής του, θυμόταν αργότερα ότι ο Μπαχ έλεγε: «δεν υπάρχουν λόγια για -να περιγράψει κάποιος- την καθαρότητα και τον πλούσιο ήχο του». Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμιά αμφιβολία, ότι το συγκεκριμένο όργανο πάνω στο οποίο έπαιζε ο Ράινκεν, επηρέασε δραματικά τά θεωρητικά και εκτελεστικά στάνταρντς του Μπαχ για τα εκκλησιαστικά όργανα, στο σύνολό τους. O Ράινκεν ήταν μια πληθωρική προσωπικότητα, και για την ηλικία του, ένας μεγάλος βιρτουόζος και ένας καθολικά αναγνωρισμένος ειδήμονας του εκκλησιαστικού οργάνου. Για τον νεαρό Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οργανίστας από το Αμβούργο, πρέπει να υπήρξε ένα ζωντανό κομμάτι ιστορίας.
Στη Βαϊμάρη (1703)
Το 1703, μετά από την αποτυχημένη του προσπάθεια να αναλάβει το πόστο του οργανίστα στο Σάνγκερχάουζεν (Sangerhausen), μόλις 18 χρόνων, προσελήφθη ως βιολονίστας στην Αυλή του δούκα της Βαϊμάρης, Γιόχαν Ερνστ. Αυτός ήταν o πρώτος επίσημος επαγγελματικός διορισμός του. Ο Μπαχ έπαιρνε μέρος σε μουσικές παραστάσεις κοσμικού και εκκλησιαστικού χαρακτήρα, είναι όμως πιθανό να είχε αναλάβει και κάποια άλλα ειδικά καθήκοντα για το δούκα, άμεσο εργοδότη του και νεότερο αδελφό τού κυβερνώντος δούκα Βίλελμ Έρνστ, o οποίος είχε επισήμως τη διεύθυνση της εκκλησιαστικής αυλής. Οι μουσικοί τής εκκλησιαστικής αυλής τής Βαϊμάρης, έπαιζαν συνήθως διαφόρων ειδών όργανα, μιμούμενοι τα μεγαλύτερα σύνολα των κρατικών μουσικών τής πόλης. Έτσι, και ο Μπαχ είχε εδώ την ευκαιρία να δείχνει συχνά τη μουσική του πληθωρικότητα. Πιθανόν όμως να έπαιζε κυρίως εκκλησιαστικό όργανο και τσέμπαλο, αφού, λόγω τής δεξιοτεχνίας του στα συγκεκριμένα όργανα, βρισκόταν πάντοτε στην πρώτη επιλογή. Στις καταστάσεις του παλατιού όμως, φαίνεται να έχει προσληφθεί ως μέλος του υπηρετικού προσωπικού και όχι ως μουσικός. Αυτό, αν και, μάλλον, έγινε για φορολογικούς λόγους (!), ήταν κάτι που ενοχλούσε τον Μπαχ και, σε συνδυασμό με τον ανιαρό του ρόλο ανάμεσα σε μέτριους μουσικούς, υπήρξε η αφορμή για να παραμείνει στο συγκεκριμένο πόστο μόνο για λίγους μήνες. Πάντως, ήλθε σε επαφή με έργα επηρεασμένα από το Ιταλικό ύφος της εποχής.
Στο Άρνσταντ (1703-1707)
Στις αρχές του, το δημοτικό συμβούλιο του Άρνσταντ (Arnstadt) συνεδρίασε με θέμα την επιλογή του εμπειρογνώμονα που θα τεστάριζε το ολοκαίνουργο εκκλησιαστικό όργανο της εκκλησίας του Αγ. Βονιφατίου (Bonifatiuskirche/Neue Kirche). Η απόφαση ήταν ομόφωνη. Θα καλούσαν εκείνο τον νεαρό μουσικό, για τον οποίο είχε γίνει ήδη σάλος στην περιοχή της Θουριγγίας, ότι έπαιζε με έναν ξεχωριστά δεξιοτεχνικό τρόπο που έθελγε το ακροατήριο. Θα πρέπει, παρ´όλ'αυτά, να γίνει κατανοητό ότι δεν ήσαν απλώς οι -αδιαμφισβήτητες- ικανότητες του Μπαχ που συνετέλεσαν στην επιλογή. Υπήρχαν και άλλοι οργανοκρούστες, μεγαλύτεροι σε ηλικία και εμπειρότεροι. Όμως ο Γιόχαν Σεμπάστιαν διέθετε κάτι που οι άλλοι δεν μπορούσαν να έχουν. Κάτι που τον ακολουθούσε παντού και συντελούσε στο να γίνεται προτιμητέος όταν δεν υπήρχαν άλλες σκοπιμότητες: το όνομα Bach και τις διασυνδέσεις της οικογένειας στην ευρύτερη περιοχή της Θουριγγίας. Σε κάθε περίπτωση, ο δήμαρχος έπεισε όχι μόνο τον κατασκευαστή, αλλά και την εκκλησιαστική διοίκηση, τον εκκλησιαστικό επόπτη και τον κόμη της περιοχής, για την αυθεντία και την εμπειρία αυτού τού δεκαοχτάχρονου ειδήμονα πάνω στο εκκλησιαστικό όργανο.
Την εις βάθος γνώση της δομής του εκκλησιαστικού οργάνου, που τελικά θα τον έκανε έναν από τους πλέον περιζήτητους ειδικούς στην Κεντρική Γερμανία, ο Μπαχ την απέκτησε μέσα από τις πολλές διαδικασίες κουρδίσματος και επισκευής των εκκλησιαστικών οργάνων, στις οποίες ήταν παρών όλα τα περασμένα χρόνια, όπως λ.χ. στις αναβαθμίσεις των εκκλησιαστικών οργάνων στο Άιζεναχ και στο Όρντρουφ. Αυτή η εμπειρία, έγινε ακόμη μεγαλύτερη στο Λύνεμπουργκ και στο Αμβούργο, κατά κύριο λόγο, μέσω των συζητήσεων που κατά κόρον άκουγε μεταξύ των εκτελεστών και των κατασκευαστών εκκλησιαστικών οργάνων. Ο Μπαχ εντυπωσίασε το ακροατήριο με το -προσεκτικά επιλεγμένο από τον ίδιο- πρόγραμμα που παρουσίασε και, δικαίωσε την απόφαση για την επιλογή του.
Ο διορισμός του Μπαχ στο Άρνσταντ συνοδευόταν από έναν αξιοπρεπέστατο μισθό αλλά και από ένα αυστηρό συμβόλαιο, το οποίο ο Γιόχαν Σεμπάστιαν δεν θα τηρήσει στο έπακρον λόγω της μεγάλης του καλλιτεχνικής φιλοδοξίας. Το εκκλησιαστικό όργανο της Neue Kirche ήταν ό,τι καλύτερο για τον Μπαχ εκείνη την εποχή: καινούργιο, μεγάλο (21 Συστοιχίες, 2 Χειρόπληκτρα και Πεντάλ) με καθαρό και κρυστάλλινο ήχο και, κυρίως, με το καινούργιο σύστημα κουρδίσματος Werckmeisterπου προσέγγιζε κατά πολύ το σημερινό ευέλικτο συγκερασμένο σύστημα και επέτρεπε τη χρήση τονικοτήτων με πολλές αλλοιώσεις (υφέσεις/διέσεις). Το συγκεκριμένο εκκλησιαστικό όργανο υπάρχει ακόμη και σήμερα στην Neue Kirche του Άρνσταντ, μόνο που, τα αυθεντικά και φθαρμένα τμήματα από την εποχή εκείνη, εκτίθενται στο μουσείο της πόλης.
Δύο μόλις χρόνια αργότερα άρχισαν οι προστριβές με τις αρχές της πόλης. Η αφορμή δόθηκε από ένα επεισόδιο που είχε ο Μπαχ με κάποιον σπουδαστή της ορχήστρας που διηύθυνε. Η αιτία όμως ήταν άλλη: τον Νοέμβριο του 1705, o Μπαχ ζήτησε και πήρε άδεια ενός μήνα για να πάει να ακούσει τον Μπουξτεχούντε (Dietrich Buxtehude) με τα περίφημα Abend-Musiken στο Λύμπεκ (Lübeck). Αυτό ήταν ένα όνειρο ζωής για τον Μπαχ, ανάλογο με εκείνα για τους Μπεμ και Ράινκεν. Ως ειδικός τού εκκλησιαστικού οργάνου, ο Μπουξτεχούντε διατηρούσε στενή επαφή με τον Andreas Werckmeister, τον διακεκριμένο Γερμανό θεωρητικό τού 17ου αιώνα, τού οποίου το νέο συγκερασμένο σύστημα κουρδίσματος, διέδιδε με θέρμη. Στη μουσική του, ο Μπουξτεχούντε ενσωμάτωνε ένα σύνολο επιρροών από διάφορους συνθέτες της εποχής, επιδράσεις από την Αγγλική μουσική (στα έργα του για viola da gamba), Γαλλικές επιρροές (χορωδιακά στο ύφος τού Lully) και τέλος Ιταλικές (Frescobaldi, Legrenzi και Carissimi). Μελετούσε επίσης όλα τα μοντέρνα είδη μουσικής τού 17ου αιώνα. Αυτά, στο επίπεδο τής φωνητικής μουσικής, ήσαν το φωνητικό κοντσέρτο, το μοτέτο, το κοράλ, η άρια και το ρετσιτατίβο και, στο επίπεδο της οργανικής μουσικής, η τοκάτα, το πρελούδιο, η φούγκα, η σακόν, η καντσόνα, η σουίτα, η σονάτα και οι παραλλαγές. Το συγκεκριμένο ταξίδι ήταν μεγάλο (400 χιλιόμετρα με την επιστροφή), πιθανόν να έγινε με τα πόδια και, ο Μπαχ θεώρησε ότι δεν θα τού ξαναδινόταν τέτοια ευκαιρία, με αποτέλεσμα να απουσιάσει 4 μήνες(!).
Όταν κλήθηκε να απολογηθεί, το συμβούλιο βρήκε την ευκαιρία και αποκάλυψε τον πραγματικό λόγο της δυσαρέσκειάς του: «...έχει εφαρμόσει μέχρι τώρα πολλές περίεργες παραλλαγές, και ανακατεύει (sic) πολλούς παράξενους τόνους μέσα στη μουσική του, φέρνοντας σε αμηχανία το εκκλησίασμα...». Είναι σαφές ότι το ταλέντο του Μπαχ, οι προχωρημένες για την εποχή του εκτελεστικές ικανότητες -κυρίως με βάση τον αυτοσχεδιασμό- και ιδιαιτέρως η εκούσια απόκλιση από το Εκκλησιαστικό Τυπικό, που καθόριζε τον κορμό της Λουθηρανικής Λειτουργίας προκάλεσαν την απορία, αρχικά, και την οργή αργότερα του εκκλησιαστικού συμβουλίου. Ο Μπαχ ενοχλήθηκε ιδιαίτερα από αυτή τη στάση των αρχών. Αργότερα θα κατηγορηθεί και για «παντελή έλλειψη συνεργασίας με τους σπουδαστές της χορωδίας». Κατάλαβε πλέον, ότι δεν είχε πολλά περιθώρια παραμονής εδώ.
Από τα έργα του Μπαχ που χρονολογούνται από την εποχή του Άρνσταντ, πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στη διάσημη Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα BWV 565. Για το συγκεκριμένο έργο έχουν γραφεί διάφορα, κυρίως λόγω του ύφους και της δομής του που δεν συνάδουν με την εποχή Μπαρόκ, -όπως λ.χ. οι συνεχείς παράλληλες οκτάβες στην αριστουργηματική εισαγωγή. Ο Βολφ αποδίδει τις συγκεκριμένες «ιδιομορφίες» σε δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, στο ότι ο νεαρός συνθέτης δεν έχει ακόμη κατασταλάξει στο -τόσο ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο ύφος- που χαρακτηρίζει τα έργα του και, δεύτερον, στo «ελάττωμα» που παρουσίαζε το -κατά τα άλλα- μοντέρνο εκκλησιαστικό όργανο στο Άρνσταντ, να μη διαθέτει Συστοιχία τών 16-ποδών (manualiter). Τότε γίνεται σαφές ότι ο διπλασιασμός στις οκτάβες, ήταν ένας ευφυής τρόπος, ώστε να αντισταθμιστεί αυτή η έλλειψη και άρα να δημιουργηθεί ένας ήχος organo pleno που, τυπικά, απαιτεί την ανάγκη ενός βασίμου 16-ποδών. Όπως και να έχουν τα πράγματα, είναι αυτές ακριβώς οι «ιδιομορφίες» που καθιστούν το συγκεκριμένο έργο τόσο αγαπητό και αναγνωρίσιμο, όχι μόνον στους μουσικούς κύκλους (κλασική μουσική, rock, pop και jazz) όπου υπέστη αναρίθμητες μεταγραφές και διασκευές, αλλά και στη λαϊκή κουλτούρα όπου έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον λ.χ. στον κινηματογράφο, στα video games κ.α.
Στο Μυλχάουζεν (1707-1708)
Το 1707, υπέβαλε αίτηση για τη θέση του οργανίστα στην Εκκλησία του Αγίου Βλασίου (Blasiuskirche) στο Μυλχάουζεν (Mühlhausen). Οι υποψήφιοι ήσαν μόνο δύο, ο έτερος όμως υποψήφιος απέσυρε την αίτηση ξαφνικά, για άγνωστους λόγους, πριν από την ακρόαση. Η καντάτα που παρουσίασε στην αίτησή του, τότε, ήταν πιθανότατα η Christ Lag in Todes banden BWV 4, στην οποία επεξεργάστηκε τις επτά στροφές τού ύμνου που έγραψε ο Λούθηρος για το Πάσχα. Τον Ιούλιο του 1707 αναλαμβάνει επίσημα τα καθήκοντά του, με αρκετά υψηλό μισθό και με ένα συμβόλαιο ανάλογο με εκείνο στο Άρνσταντ. Εκεί, γρήγορα θα έρθει να τον συναντήσει και η μέλλουσα σύζυγός του, Maria Barbara Bach, δεύτερη εξαδέλφη του. Θα αποκτήσουν επτά παιδιά, τέσσερα εκ των οποίων θα επιβιώσουν. Ανάμεσά τους και οι Wilhelm Friedemann Bach και Carl Philipp Emanuel Bach, σημαντικοί μεταγενέστεροι συνθέτες.
Το Μυλχάουζεν γύρω στα 1650
Το εκκλησιαστικό όργανο της Blasiuskirche δεν ήταν κακό. Επειδή όμως κάποια τμήματά του ήσαν ήδη εκατόν πενήντα ετών και παρουσίαζαν ελαττώματα, ο Μπαχ κατάφερε μετά από λίγο καιρό, να πείσει το Ενοριακό συμβούλιο να αναληφθεί μιας μεγάλης κλίμακας ανανέωση και περαιτέρω επέκταση του εκκλησιαστικού οργάνου στο σύνολό του, μόλις είκοσι χρόνια μετά την τελευταία επιθεώρηση και επισκευή του. Το γεγονός αυτό, δείχνει τη μεγάλη εμπιστοσύνη και εκτίμηση που είχαν στο νεαρό οργανίστα οι ιθύνοντες, λαμβανομένου υπ’όψιν ότι είχε αναλάβει τα καθήκοντά του, μόλις μισό χρόνο πριν. Ο Μπαχ για να εγκαινιάσει το καινούργιο -πλέον- εκκλησιαστικό όργανο, παρουσίασε μια περίφημη καντάτα του: Το Gott ist mein König BWV 71. Ο Βολφ αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το έργο παρουσιάστηκε στην άλλη επίσημη εκκλησία του Μυλχάουζεν, την Marienkirche. Η ευρύχωρη εκκλησία με τα πολλά, οριοθετημένα από κιονοστοιχίες, κλείτη, είχε φιλοξενήσει αρκετές φορές πολυχορωδιακή μουσική. Ποτέ όμως, στο τεσσάρων αιώνων παρελθόν της, η εξαιρετική ακουστική τού χώρου δεν τιμήθηκε από τέτοιο μεγαλόπρεπο και πολυποίκιλτο ήχο, ενός οργανικού-φωνητικού συνόλου, υπό τήν επιδέξια διεύθυνση του νέου της οργανίστα. Εκείνη τη μέρα, τον Φεβρουάριο του 1708, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ακολουθώντας το πρότυπο των περίφημων Abend-Musiken του Buxtehude από το Lübeck, δημιούργησε ένα πρωτόγνωρο για την εποχή και τα δεδομένα της, πολυθέαμα (sic), με βάση τον διαχωρισμό των οργάνων και των φωνών σε ομάδες!! Μ’αυτό τον τρόπο, κατόρθωσε να θέσει τις βάσεις για έναν, χωρίς καμία υπερβολή, στερεοφωνικό ήχο, που ερχόταν από δύο χορωδίες και τέσσερα(!) οργανικά σύνολα». Η ίδια η χειρόγραφη παρτιτούρα τής καντάτας BWV 71, είναι σαφέστατη στο διαχωρισμό φωνών και οργάνων, και περιλαμβάνει όπως προαναφέρθηκε, έξι εν συνόλω διακριτές μονάδες, συν το εκκλησιαστικό όργανο!!!
Μόλις κάποιους μήνες μετά, ο Μπαχ θα φύγει από το Μυλχάουζεν! Οι λόγοι παραμένουν άγνωστοι, δεδομένου ότι και ο μισθός του ήταν καλός, αλλά και οι αρχές και το εκκλησίασμα, τού είχαν δείξει εξαιρετική συμπάθεια. Πιθανολογείται μία διένεξη μεταξύ των ορθόδοξων (με τη γενική έννοια του όρου) Λουθηρανών, οι οποίοι ήσαν λάτρεις της μουσικής και των Πιετιστών (Ευσεβιστών) κάποιας λουθηρανικής αίρεσης, οι οποίοι ήσαν αυστηροί πουριτανοί και αποθάρρυναν τη χρήση της μουσικής στα εκκλησιαστικά δρώμενα. Εν τούτοις, τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ίσως ο Μπαχ που, τώρα είναι οικογενειάρχης, είχε ανάγκη από τα περισσότερα χρήματα που θα του προσφερθούν στο νέο του πόστο. Στην επιστολή παραίτησής του, πάντως, αναφέρει ότι «έχει ως απώτερο σκοπό μία καλύτερη ζωή και μία καλώς (δια)κανονισμένη εκκλησιαστική μουσική».
Νεανικό Πορτραίτο του Μπαχ
(περίπου 1715)
Πάλι στη Βαϊμάρη (1708-1717)
Όπως κι αν είχαν τα πράγματα ο Μπαχ, μαζί με τη σύζυγό του, βρισκόταν ξανά στο δρόμο για τη Βαϊμάρη, στα μέσα Ιουνίου τού 1708, κατόπιν πρόσκλησης που τού έγινε από την τοπική αυλή. Ο Μπαχ επέστρεψε, έτσι, στα «παλιά λημέρια», αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, μόλις πριν πέντε χρόνια, βρισκόταν στη συγκεκριμένη πόλη σχεδόν ως υπηρέτης. Τώρα όμως, επέστρεφε ως ένας διακεκριμένος Aυλικός Oργανίστας με έναν υψηλό αρχικό μισθό. Το 1714 θα γίνει και Διευθυντής Ορχήστρας (Concertmeister), ένας τίτλος που στη Γερμανία ήταν ο δεύτερος στην ιεραρχία για τους ανώτατους μουσικούς. Θα έχει, έτσι, την ευκαιρία να διευθύνει σύνολα που, τα αποτελούσαν αξιόλογοι επαγγελματίες μουσικοί. Μπορούσε, λοιπόν τώρα, πραγματικά, να ζήσει μία «καλύτερη ζωή», ακριβώς όπως είχε αναφέρει στην επιστολή παραίτησής του.
Η Βαϊμάρη ήταν η πρωτεύουσα του δουκάτου Σαξωνίας-Βαϊμάρης, παρόλο πολύ μικρότερη από το Μυλχάουζεν. Για πολλές δεκαετίες, την εξουσία ασκούσαν δύο δούκες από τον Ερνεστιανό κλάδο τού οίκου τής Σαξωνίας, που δεν αποτελούσαν και το… ευτυχέστερο δίδυμο όσον αφορά στη συνύπαρξή τους. Έτσι, στα 1683, οι δούκες Βίλελμ Ερνστ (Wilhelm Ernst) και ο μικρότερος κατά 26 ολόκληρα χρόνια Γιόχαν Ερνστ (Johann Ernst III), κληρονόμησαν την εξουσία από τον αποβιώσαντα πατέρα τους. Οι σχέσεις μεταξύ τους υπέφεραν, στην κυριολεξία, από έλλειψη αλληλοκατανόησης που, οφειλόταν στο χάσμα γενεών αφ’ενός, στην ασυμφωνία των χαρακτήρων τους αφ’ετέρου. Έτσι κατά τη διάρκεια της δεκαεννιαετούς, από κοινού άσκησης της εξουσίας στη Βαϊμάρη, θείος και αιηψιός επιδίδονταν σε μία, άνευ προηγουμένου, προκλητική διαμάχη που κάποτε έφθανε στα όρια του παραλογισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα δύο αδέλφια έμεναν σε διαφορετικά μέγαρα και απαγόρευαν στους μουσικούς που έπαιζαν στο δικό τους μέγαρο να εμφανίζονται και στο μέγαρο του «αντιπάλου»! Ο Μπαχ, βέβαια, δεν το γνώριζε αυτό όταν διορίστηκε, αλλά η αξία του ήταν τέτοια που, κατάφερε όχι μόνο να κρατάει ίσες αποστάσεις από τους αδελφούς, αλλά να πληρώνεται και από τους δύο.
Στη Βαϊμάρη, επιτέλους, θα έχει την ευκαιρία να συνεργαστεί με επαγγελματίες μουσικούς, οπότε δεν τον απασχολούν πλέον δραστηριότητες που τον αποπροσανατολίζουν από τον στόχο ζωής του: «μία καλώς (δια)κανονισμένη εκκλησιαστική μουσική».
Ως βασικό του καθήκον είχε να παίζει τις εισαγωγές (κοράλ-πρελούδια), τη συνοδεία όλων τών ύμνων που έψαλλε το εκκλησίασμα και τέλος, τον επίλογο (ποστλούδιο), σε κάθε λειτουργία, Κυριακάτικη ή εορταστική. Όμως αυτά του τα καθήκοντα ωχριούσαν, στην κυριολεξία, μπροστά στην εκπληκτική του συνθετική «έκρηξη». Μπορούμε να πούμε, χωρίς ενδοιασμούς, ότι στη Βαϊμάρη τής δεύτερης επίσκεψης, ο Μπαχ αρχίζει πλέον να γράφει τα πρώτα του αριστουργήματα. Εδώ θα γράψει και τα περισσότερα έργα για το εκκλησιαστικό όργανο. Η ενασχόλησή του θα συμπεριλάβει και πάμπολλα έργα αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα που, δυστυχώς, δεν αποτυπώθηκαν ποτέ σε παρτιτούρα. Ο Μπαχ ενδιαφερόταν άμεσα για τον αυτοσχεδιασμό, διότι μέσα απ’αυτόν, έβρισκε τα κατάλληλα ερεθίσματα που θα τού χρησίμευαν για τα μεγάλα του έργα, και τού «προκαλούσαν» τα συνθετικά του ένστικτα, μιας και απαιτούσαν υψηλό βαθμό προετοιμασίας και εξάσκησης.
Τελειοποιεί τον τρόπο γραφής του με εξόχως δραματικές εισαγωγές, ρυθμικές αγωγές και αρμονικά σχήματα που έχουν ως προέλευσή τους τους μεγαλύτερους Ιταλούς συνθέτες της εποχής: Βιβάλντι, Κορέλλι, Τορέλλι, Μαρτσέλλο. Ο Μπαχ θαύμαζε τους συγκεκριμένους μουσικούς, ιδιαιτέρως τον πρώτο, του οποίου πολλά έργα μετέγραψε (κοντσέρτα για έγχορδα και πνευστά) για το εκκλησιαστικό όργανο ή άλλα πληκτροφόρα.
Αναμνηστική πλάκα στο σπίτι που έζησε ο Μπαχ στη Βαϊμάρη
Εδώ θα γράψει, μεταξύ άλλων, 20 Καντάτες, τα πρώτα Πρελούδια και Φούγκες που, αργότερα, θα αποτελέσουν τη βάση για το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο, τις πρώτες Σονάτες και Παρτίτες για Βιολί σόλο, τη Φούγκα BWV 1026 για Βιολί και Μπάσο Κοντίνουο και, όπως προαναφέρθηκε, πολλά έργα για το εκκλησιαστικό όργανο, μεταξύ των οποίων και το περίφημο Μικρό Βιβλίο Για Το Εκκλησιαστικό Όργανο (Orgel-Buchlein), ένα εξαιρετικά πρωτοποριακό έργο αφιερωμένο στον γιό του Βίλχελμ Φρίντεμαν, μεγάλης εκπαιδευτικής σημασίας. Το έργο αυτό δεν ήταν «στατικό» αλλά «δυναμικό»! Δηλαδή, ο Μπαχ έγραφε μικρές συνθέσεις για το εκκλησιαστικό όργανο που τις τοποθετούσε σε ειδικές θέσεις (θώκους) μέσα στο βιβλίο, τις οποίες είχε προβλέψει εκ των προτέρων (!) όχι απαραίτητα με τη σειρά και, ανάλογα με την εκπαιδευτική τους αξία. Η φιλοδοξία του ήταν να συμπληρώνει αυτό το παζλ (sic) διαρκώς, μέχρι την ολοκλήρωσή του μετά από αρκετά χρόνια και ανάλογα με τη δυσκολία των συνθέσεων/ασκήσεων. Το έργο αυτό παρέμεινε ασυμπλήρωτο, υπό την έννοια της αρχικής σκέψης του δημιουργού του, για λόγους που δεν είναι γνωστοί. Το πιθανότερο είναι ότι ο Μπαχ απλώς δεν προλάβαινε να ασχοληθεί μ’αυτό, λόγω των αυξημένων επαγγελματικών του υποχρεώσεων.
Σε μια επίσκεψή του στη Δρέσδη, ο Μπαχ εκλήθη να αντιμετωπίσει σε έναν «άτυπο» διαγωνισμό δεξιοτεχνίας πάνω στο εκκλησιαστικό όργανο, τον φημισμένο εκείνη την εποχή Γάλλο δεξιοτέχνη Λ. Μαρσάν, ο οποίος όμως προτίμησε να ...αποσυρθεί διακριτικά! Ο Μπαχ έπαιξε μόνος του, δίνοντας ένα εντυπωσιακό ρεσιτάλ και καθιερώθηκε πλέον ως ο δεινότερος εκτελεστής εκκλησιαστικού οργάνου του καιρού του.
Το 1713, του προσφέρθηκε θέση στο Χάλλε (Halle) μετά από μία επίσκεψή του στην πόλη, όπου εκλήθη να πει την άποψή του για το εκεί εκκλησιαστικό όργανο. Ο Μπαχ δεν πήρε το πόστο αλλά έδωσε σημαντικές συμβουλές για την ανακαίνιση του οργάνου, κάτι που εκτιμήθηκε δεόντως από τις τοπικές αρχές.
Μετά το θάνατο του Διευθυντή Ορχήστρας (Capellmeister) της Βαϊμάρης, ο Μπαχ έκανε αίτηση για τη θέση, αλλά δεν του δόθηκε, πράγμα που προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκειά του, δεδομένου ότι είχε εργαστεί σκληρά και θεωρούσε ότι την δικαιούτο. Όταν το 1717 έκανε αίτηση για την αντίστοιχη θέση στο Άνχαλτ-Καίτεν (Anhalt-Cöthen), ο γηραιότερος από τους δούκες εκνευρίστηκε τόσο, που, τον φυλάκισε (!) μέσω διατάγματος που, κατ'ουσίαν, στερείτο νομιμότητας και λογικής. Όμως, μετά από ένα μήνα, με νέο διάταγμα, αποφυλακίστηκε και του του επετράπη να συνεχίσει τις δραστηριότητές του στην καινούργια του θέση.
Στο Καίτεν (1717-1723)
Τον Δεκέμβριο του 1717, ο Μπαχ ξεκινάει μια νέα καριέρα στο Καίτεν (Anhalt-Cöthen), ως Διευθυντής Ορχήστρας (Capellmeister) πλέον, έχοντας δηλαδή ανέλθει στην ανώτατη βαθμίδα της μουσικής του σταδιοδρομίας. Ο πρίγκηπας της πόλης Λεοπόλδος (1694-1728) ήταν εξαιρετικά φιλόμουσος και σχετικά καλός εκτελεστής. Κάποια από τα έργα που ο Μπαχ συνέθεσε στο Καίτεν φαίνεται ότι έχουν ως «αφορμή» αυτές τις ικανότητες του εργοδότη του.Ο Λεοπόλδος ήταν Καλβινιστής και, σε αντίθεση με τον Λουθηρανό Μπαχ, δεν επιθυμούσε τόσο την ακρόαση θρησκευτικής μουσικής. Έτσι, ο Σεμπάστιαν θα επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στη μουσική δωματίου και την ορχηστρική μουσική. Είχε άλλωστε στη διάθεσή του μερικούς από τους καλύτερους εκτελεστές εκείνης της εποχής.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει σήμερα γνωστό το πότε ο Μπαχ άρχιζε ένα έργο, διότι δεν άφηνε στοιχεία. Είναι ευκολότερο να μαθαίνουμε το πότε τα ολοκλήρωνε, διότι υπάρχουν στοιχεία είτε της ημερομηνίας εκτέλεσής τους, είτε της ημερομηνίας έκδοσής τους. Στο Καίτεν, πολλά από τα παλαιότερα έργα του αναθεωρούνται και αποκτούν την τελική τους μορφή όπως οι Σουίτες Για Ορχήστρα, οι Σονάτες και Παρτίτες Για Βιολί σόλο, οι Έξι Σουίτες Για Βιολοντσέλο σόλο,οι Γαλλικές Σουίτες και οι Αγγλικές Σουίτες για Πληκτροφόρα. Εδώ θα αποπερατώσει τα αριστουργηματικά Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα και κάποιες κοσμικές καντάτες αφιερωμένες στον πρίγκηπα του Καίτεν.
Στο Καίτεν, ο Μπαχ θα ασχοληθεί επίσης και με το διδακτικό του έργο. Θα συνεχίσει το Μικρό Βιβλίο Για Το Εκκλησιαστικό Όργανο, θα γράψει τα δύο Μικρά Βιβλία Για Την Άννα Μαγδαληνή Μπαχ και θα ολοκληρώσει το 1ο Βιβλίο από το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο. Τέλος, θα συνθέσει και θα αφιερώσει στο γιό του Βίλελμ Φρήντεμαν (Wilhelm Friedemann), τις 15 Δίφωνες Inventions και τις 15 Τρίφωνες Sinfonia’s' για Πληκτροφόρα.
Αναμνηστική πλάκα με την προτομή
τού Μπαχ στο Καίτεν
Το 1719, ο Μπαχ αποπειράθηκε να συναντήσει τον φημισμένο Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ (Handel) στο σχετικά κοντινό Χάλλε (Halle). Μόλις όμως έφθασε εκεί, έμαθε ότι ο Χαίντελ είχε μόλις φύγει από την πόλη. Ήταν γραφτό, οι δύο μεγαλύτεροι συνθέτες της Μπαρόκ περιόδου να μην συναντηθούν ποτέ!
Η σύζυγός του Μαρία Μπάρμπαρα πέθανε απρόσμενα τον Ιούλιο του 1720. Λίγο αργότερα, ο Μπαχ επισκέπτεται το Αμβούργο και, φανερά επηρεασμένος από το θλιβερό γεγονός, σκέπτεται σοβαρά να αναπληρώσει την κενή θέση της εκεί εκκλησίας του Αγίου Ιακώβου. Αυτό δεν προέκυψε τελικά, αλλά ο Μπαχ θα δώσει ένα ρεσιτάλ σε μιαν άλλη εκκλησία της πόλης παρουσία του μέντορά του Ράινκεν. Ο γηραιός μουσικός ακούγοντας τον Μπαχ να αυτοσχεδιάζει στο εκκλησιαστικό όργανο τού είπε ευγενικά: « Νόμιζα ότι η συγκεκριμένη τέχνη είχε πεθάνει, αλλά είναι φανερό ότι επιζεί μέσα σας!».
Τον Νοέμβριο του 1721, ο Μπαχ νυμφεύεται την, κατά 17 έτη νεότερή του, Άννα Μαγδαληνή Βίλκε (Anna Magdalena Wilcke), θυγατέρα αυλικού τρομπετίστα και καλή υψίφωνο (soprano). Από εδώ και πέρα, ο Μπαχ θα ζήσει κάποια πραγματικά χαρούμενα χρόνια. Είναι ένας καταξιωμένος μουσικός, συνθέτει ασταμάτητα, είναι ευτυχισμένος με τη νέα του σύζυγο -μαζί της θα αποκτήσει 13 (!) παιδιά- και, κυρίως, έχει τη στήριξη του φιλόμουσου εργοδότη και φίλου του. Από τα 13 παιδιά του θα επιζήσουν τα 6, μεταξύ των οποίων και ο αξιόλογος μεταγενέστερος συνθέτης Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ (Johann Christian Bach).
Τα πράγματα, όμως, θα αλλάξουν με το γάμο του πρίγκηπα το 1721. Η πριγκίπισσα είναι κατά τον Μπαχ «ελαφράς (sic) αισθητικής αντίληψης» και απασχολεί τον σύζυγό της τόσο που, ο Μπαχ αισθάνεται ότι χάνει έναν καλό φίλο και νοιώθει παραμελημένος. Ταυτόχρονα, η οικονομική επιχορήγηση του πρίγκηπα για τα διάφορα καλλιτεχνικά δρώμενα μειώθηκε αισθητά, διότι πολλά χρήματα πήγαιναν για την ενίσχυση του Πρωσσικού στρατού! Ακόμη, ο Μπαχ σκέπτεται σοβαρά το μέλλον των παιδιών του.
Το 1722 χηρεύει η θέση του Μουσικού Διευθυντή (Γιόχαν Κούναου) στην εκκλησία του Αγ. Θωμά της Λειψίας και ο Μπαχ υποβάλλει αίτηση για την αναπλήρωσή της. Η θέση προσφέρεται στον Γ.Φ.Τέλεμαν αλλά εκείνος δεν την αποδέχεται. Τον Απρίλιο του 1723, ο Μπαχ ζητάει και παίρνει την άδεια να εγκαταλείψει το Καίτεν. Σε ένα μήνα αναλαμβάνει τα νέα του καθήκοντα στη Λειψία.
Στη Λειψία (1723-1750)
Τον Μάιο του 1723, ο Μπαχ μετακομίζει στη Λειψία με 4 άμαξες γεμάτες με τα πράγματά του. Θα διοριστεί, μετά από εξετάσεις !(sic) -και όχι διαγωνισμό- που έδωσε στις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές, ως Κάντορας (Cantor Figuralis), όπως ήταν τότε ο ειδικός ανώτατος τίτλος για τον Διευθυντή Ορχήστρας (Capellmeister). Συγκεκριμένα, ο Μπαχ διορίστηκε ως Κάντορας της Σχολής του Αγ. Θωμά -στην οποία και εγκαταστάθηκε- και Διευθυντής Εκκλησιαστικής Μουσικής σε 4 εκκλησίες. Στον Αγ. Πέτρο (Peterskirche), στη Νέα Εκκλησία (Neue Kirche), στον Αγ. Νικόλαο (Nikolaikirche) και στον Αγ. Θωμά (Thomaskirche). Επειδή, έπρεπε σε κάθε εκκλησία να υπάρχει ξεχωριστό χορωδιακό σύνολο που, το κάθε ένα χρειαζόταν τουλάχιστον 8 τραγουδιστές (από 2 σοπράνο, άλτο, τενόροι και μπάσοι) και 4 σολίστες, χρησιμοποιήθηκε υλικό από τους 55 σπουδαστές της Σχολής του Αγ. Θωμά! Επίσης, υπήρχαν στην πόλη και δύο αξιολογότατα μουσικά σύνολα, τα Collegia Musica, που όμως τα τελευταία χρόνια είχαν εμφανίσει σημαντικές δυσλειτουργίες.
H θέση αυτή, που επί δυο περίπου αιώνες την κατείχαν διαπρεπείς μουσικοί, θεωρείτο ακόμα και από κοινωνική άποψη, το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας ενός μουσικού. Ο Μπαχ, με την 27χρονη παραμονή του στις θέσεις αυτές, θα αποδειχθεί ο δεύτερος μακροβιότερος κατέχων το πόστο, μετά τον Βαλεντίν Όττο που είχε μείνει εδώ για 40 χρόνια! Οι οικονομικές του απολαβές ήσαν περίπου ίδιες με εκείνες στο Καίτεν. Στη Λειψία, εκτός από σύντομες διακοπές, ο Μπαχ θα παραμείνει μέχρι το θάνατο του.
Η Λειψία δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη πόλη, όμως ήταν το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο σε μία ευρύτατη περιοχή, με διαποτάμιες μεταφορές αγαθών, τράπεζες και διεθνείς εκθέσεις που προσείλκυαν κάθε χρόνο χιλιάδες επισκεπτών. Όμως, πέραν τούτου, η Λειψία ήταν έδρα και ενός Πανεπιστημίου (Academia Lipsiensis), διάσημου στη Γερμανία για το υψηλό επίπεδο σπουδών του. Τέλος, η πόλη με τα θαυμάσια κτίρια, πλατείες και πάρκα, είχε καταστεί μία από τις έδρες της διεθνούς μπουρζουαζίας και είχε ονομαστεί «Μικρό Παρίσι». Οι αρχές της πόλης, με το διορισμό του Μπαχ, θέλησαν να αναβαθμίσουν και την τοπική μουσική κουλτούρα, η οποία δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη, που σημαίνει πως πίστευαν στις περαιτέρω δημιουργικές δυνάμεις του νέου τους Κάντορα.
Ο Μπαχ ξεκίνησε με τα διδακτικά του καθήκοντα στη Σχολή του Αγ. Θωμά και, λίγο αργότερα, θα πραγματοποιηθεί η επίσημη τελετή για την αναγόρευσή του ως Κάντορα στην εκκλησία του Αγ. Παύλου. Εδώ, πιθανότατα, παρουσίασε την Καντάτα BWV 59 (1723-24?). Η πρώτη επιβεβαιωθείσα καντάτα που συνέθεσε στη Λειψία, ήταν η Καντάτα BWV 75(1723), που την παρουσίασε λίγο αργότερα. Στη Λειψία, συμβαίνει μία μεγάλη αλλαγή στον Μπαχ-μουσικό και στον Μπαχ-άνθρωπο. Αντίθετα με την προϋπηρεσία του στις άλλες πόλεις, εδώ τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Υπάρχει τρομακτική οργάνωση σε όλα τα επίπεδα- γραφειοκρατικά/πολιτιστικά/οικονομικά-. Όλα είναι προκαθορισμένα με αυστηρότατα συμβόλαια και περιθώρια για προσωπικές διενέξεις δεν υπάρχουν. Ο Μπαχ βρίσκει ένα ιδανικό εργασιακό περιβάλλον, όμως είναι υποχρεωμένος να εφοδιάζει με δικά του έργα τις δύο από τις τέσσερις εκκλησίες στις οποίες είναι διορισμένος. Συγκεκριμένα, κάθε Κυριακή και/ή κάθε εορταστική ημέρα του Εκκλησιαστικού Έτους -πλην των εβδομάδων που προηγούνται των Χριστουγέννων και του Πάσχα-, οφείλει να παρουσιάζει ένα νέο έργο για ορχηστρικό και φωνητικό σύνολο (concerted music/cantate), είτε στην Thomaskirche, είτε στην Nikolaikirche, ανάλογα με την υπηρεσία. Αυτό σημαίνει αυτομάτως, περί τις 60 καντάτες ετησίως! Ο Μπαχ, δεδομένου ότι είχε εφαρμόσει το σύστημα των ετησίων κύκλων για τις καντάτες του, υποτίθεται ότι έγραψε 5 κύκλους. Λαμβανομένου δε υπ’όψιν ότι έχουν διασωθεί στις ημέρες μας περίπου 220 καντάτες, εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα αριστουργήματα έχουν χαθεί.
Την Μ.Παρασκευή του 1727, κλείνοντας 4 χρόνια στη Λειψία, ο Μπαχ παρουσίασε το έργο τα Κατά Ματθαίον Πάθη BWV 244. Οι εξωπραγματικές για την εποχή διαστάσεις του έργου, οι εκτελεστικές απαιτήσεις του, το σοφιστικέ ύφος σε συνδυασμό με τις διφορούμενες -πάντα για την εποχή- εκφραστικές και τεχνικές δομές του, αλλά κυρίως η πνευματικότητά του, το καθιστούν όχι μόνο ένα έργο ξεχωριστό στα μουσικά δρώμενα της έντεχνης δυτικής μουσικής, αλλά και ως ένα από τα μνημεία του Ανθρώπινου Πολιτισμού. Ο ίδιος ο Μπαχ το θεωρούσε ως ιδιαίτερο, μεγαλόπνοο έργο. Δεν είναι τυχαίο ότι, για πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, όταν γινόταν αναφορά στο συγκεκριμένο έργο, υπήρχε ο προσδιορισμός «Τα Μεγάλα Πάθη». Οι βάσεις του έργου είχαν τεθεί νωρίτερα με το Magnificat των Χριστουγέννων BWV 243a (1723) και το Τα Κατά Ιωάννην Πάθη BWV 245 (1724). Ειδικά το δεύτερο, ήταν ένα από τα έργα εκείνα του Μπαχ που βρισκόταν σε «δυναμική» κατάσταση. Ο Μπαχ το ξεκίνησε το 1724 και, μέχρι το 1739 «υπέστη» τρεις πολύ μεγάλες αναθεωρήσεις, εκ των οποίων μάλιστα η τελευταία, υπήρξε αιτία προστριβής του με τις εκκλησιαστικές αρχές της πόλης.
Πέρα από τη φωνητική μουσική, ο Μπαχ θα ασχοληθεί και με το αγαπημένο του εκκλησιαστικό όργανο. Από τη Λειψία χρονολογούνται μεταξύ άλλων oι 'Έξι Σονάτες BWV 527-30, η Φαντασία και Φούγκα σε Ντο Ελάσσονα BWV 562, τα Έξι Κοράλ (Schubler) BWV 645-50, τα Δεκαοκτώ Κοράλ BWV 651-68 και Το Πρελούδιο και Φούγκα σε Σολ Μείζονα BWV 541. Ο Μπαχ έπαιζε συνήθως στο μεγάλο εκκλησιαστικό όργανο της εκκλησίας του Αγ. Παύλου (Paulinerkirche), η οποία ήταν ειδικά διαμορφωμένη για μουσικές παραστάσεις. Επίσης είχε εμφανιστεί και στη Δρέσδη αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.
Στη Λειψία, ο Μπαχ σε συνεργασία με μουσικούς αλλά και ακαδημαϊκούς κύκλους εκείνης της εποχής, θα διευρύνει την προσωπική μουσική του βιβλιοθήκη, ένα πόνημα που το είχε ξεκινήσει όταν αντέγραφε τα πρώτα του μουσικά κείμενα (παρτιτούρες), στο Όρντρουφ όπου ζούσε με τον αδελφό του. Η συλλογή του περιελάμβανε όλους τους γνωστούς και μη συνθέτες από τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, ξεκινώντας από τους παλαιότερους και φθάνοντας μέχρι τους σύγχρονους, και ήταν μία από τις μεγαλύτερες εκείνων των καιρών.
Τον Μάρτιο του 1729 αναλαμβάνει τη διεύθυνση ενός από τα δύο σημαντικά ορχηστρικά σύνολα της Λειψίας με το όνομα Collegium Musicum. Οι υποχρεώσεις του τώρα αυξάνονται πολύ, διότι πέρα από τις καντάτες, θα πρέπει να ετοιμάζει και να εκτελεί ορχηστρική μουσική με το συγκεκριμένο σύνολο, κάθε εβδομάδα. Στην ορχήστρα συμμετείχαν κυρίως σπουδαστές μουσικής υψηλού επιπέδου, πολλοί από τους οποίους εξελίχθηκαν αργότερα σε κορυφαίους εκτελεστές. Με το Collegium Musicum, ο Μπαχ θα έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει μερικά από τα πλέον σημαντικά ορχηστρικά του έργα. Ενδεικτικά αναφέρονται οι Σονάτες του για δάφορα όργανα (βιολί, φλάουτο, κλαβίχορδο, 2 φλάουτα, βιόλα ντα γκάμπα) και μπάσο κοντίνουο και τα περίφημα κοντσέρτα του για κλαβίχορδα (για 1, 2, 3 ή και 4 κλαβίχορδα) και μπάσο κοντίνουο. Επίσης οι Σουίτες για Ορχήστρα, BWV 1066-69. Το καλοκαίρι του 1737, ο Μπαχ θα παραιτηθεί από τη διεύθυνση του Collegium Musicum, πιθανότατα λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων στον εκκλησιαστικό χώρο. Πάντως, δεν εγκατέλειψε οριστικά το συγκεκριμένο σύνολο, έδωσε μάλιστα και κάποιες έκτακτες παραστάσεις με αυτό, οπότε η συνολική ενασχόληση του Μπαχ διήρκεσε μέχρι το 1741.
Ο ανδριάντας του Μπαχ στη Λειψία
Η δεκαετία 1730-40 υπήρξε η πιο παραγωγική για τον συνθέτη και, γενικότερα, μια από τις πιο παραγωγικές στην ιστορία της έντεχνης δυτικής μουσικής. Σημειωτέον, ότι τα έργα που συνέθεσε ο Μπαχ σ’αυτή την περίοδο είναι τεράστιας εμβέλειας, ποιοτικής και ποσοτικής. Τα κυριότερα από αυτά είναι: Ορατόριο Χριστουγέννων BWV 247, Κατά Ματθαίον Πάθη BWV 244, Ορατόριο Πάσχα BWV 249, Κατά Ιωάννην Πάθη BWV 245 (αναθεωρημένη έκδοση), Κατά Μάρκον Πάθη BWV 247 (χαμένο) , Λειτουργία σε Σι Ελάσσονα BWV 232 (2 μέρη, θα ολοκληρωθεί αργότερα), Λειτουργία σε Λα Μείζονα BWV 234, Λειτουργία σε Φα Μείζονα BWV 233, Magnificat σε Ρε Μείζονα BWV 243, το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο (2ο Βιβλίο). Και εδώ, βέβαια, δεν περιλαμβάνονται οι εβδομαδιαίες καντάτες, η μεγάλη σειρά για τα πληκτροφόρα υπό την ονομασία Clavier-Übung και τα έργα για το Collegium Musicum!
Τα Τελευταία Χρόνια
Το 1747 ο Μπαχ επισκέφτηκε το Πότσνταμ. Στην εκεί συνάντησή του με τον βασιλιά της Πρωσσίας, Φρειδερίκο, «προκάλεσε» τον βασιλιά να του δώσει ένα οποιοδήποτε θέμα στο κλαβίχορδο και εκείνος θα αυτοσχεδιάσει πάνω του. Ο Φρειδερίκος ανταποκρίθηκε και, όταν ο Μπαχ εύκολα έπαιξε τον αυτοσχεδιασμό, «προκάλεσε» εκείνος πλέον τον Μπαχ να παίξει μιά εξάφωνη (!) φούγκα πάνω στο δοσμένο θέμα. Ο Μπαχ απάντησε με κάποια ελαφρά τροποποίηση του αρχικού θέματος -διότι δεν γίνονται όλα τα θέματα φούγκες!- , αφήνοντας άφωνους τους παρισταμένους. Δύο μήνες αργότερα εξέδωσε ένα ολοκληρωμένο έργο, αφιερωμένο στον βασιλιά, όπου παρουσίασε ένα σύνολο από δύο φούγκες, μία τρίο σονάτα (φλάουτο, βιολί και μπάσο καντίνουο) και κανόνες. Το έργο αυτό ήταν η Μουσική Προσφορά BWV 1079.
Στις αρχές του 1750, ο Μπαχ ξεκινάει την σύνθεση ενός έργου με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η Τέχνη Της Φούγκας BWV 1080. Ήταν μία σειρά από φούγκες και κανόνες για το κλειδοκύμβαλο πάνω σε ένα θέμα, όπου τα όρια από όλες τις μέχρι τότε γνωστές φόρμες και στυλ, καταργούνται στην ουσία, μέσω της αντιστικτικής διαχείρισης πάνω σε 2, 3, ή και 4 φωνές. Το αποτέλεσμα είναι πολύ παραπάνω από τη σπουδή μίας φούγκας. Είναι η επιτομή της δυνατότητας επεξεργασίας ενός δοσμένου θέματος μέσω αντιστικτικών τεχνικών υψηλών απαιτήσεων. Το έργο έμελλε να παραμείνει ανολοκλήρωτο και είναι το μοναδικό του Μπαχ που εκδόθηκε στα χρόνια του –παρόλ’αυτά μετά θάνατον-.
Η υγεία του Μπαχ ήταν σε γενικές γραμμές καλή, μέχρι την άνοιξη του 1749, οπότε παρουσιάστηκε μία ραγδαία επιδείνωση στην όρασή του. Βέβαια, εκείνη την εποχή, με τις συνθήκες φωτισμού που υπήρχαν, ήταν πολύ εύκολο για κάποιον που εργαζόταν σκληρά τις νύχτες να εμφανίσει προβλήματα στην όραση, ιδιαίτερα για τους μουσικούς. Το γιατί ο Μπαχ εμφάνισε το συγκεκριμένο πρόβλημα, παραμένει ένα αναπάντητο ερώτημα, λόγω έλλειψης ιατρικών στοιχείων. Όμως, το πιθανότερο είναι ότι ο Μπαχ είχε διαβητικά προβλήματα και, ο μη αντιμετωπιζόμενος διαβήτης υποσκάπτει την υγεία σταδιακά και ενώ στην αρχή δεν δίνει φανερά συμπτώματα, αυτά εκδηλώνονται απότομα. Έτσι -πιθανότατα- εξηγείται η ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης των ματιών του. Το άμεσο επακόλουθο ήταν η δυσλειτουργία στη γραφή του και επομένως στην εργασία του γενικότερα.
Παρά ταύτα, ο Μπαχ θα παρουσιάσει τον Αύγουστο του 1749 ένα από τα πλέον φιλόδοξα έργα του, την Καντάτα BWV 29, όπου μάλιστα θα έχει ο ίδιος το ρόλο του σολίστα στο εκκλησιαστικό όργανο. Αργότερα, και παρά την κατάσταση της υγείας του, θα συμπληρώσει την Λειτουργία σε Σι Ελάσσονα BWV 232 και θα συνεχίσει λίγο παραπέρα το έργο Η Τέχνη Της Φούγκας.
Στα τέλη Μαρτίου του 1750 ο Μπαχ ζήτησε να χειρουργηθεί από τον διάσημο εκείνη την εποχή οφθαλμίατρο Τ.Ταίηλορ (Sir John Taylor). Η πρώτη εγχείρηση απέτυχε και, στις αρχές του Απρίλη, έγινε και δεύτερη επέμβαση με ακόμη χειρότερα αποτελέσματα. Για τον Ταίηλορ, έχουν ειπωθεί διάφορα, πολλά από τα οποία αρνητικά. Υποστηρίζεται λ.χ., ότι ο Ταίηλορ δεν είχε αποστειρώσει επαρκώς τα εργαλεία που χρησιμοποίησε για την επέμβαση, με αποτέλεσμα να επέλθει βακτηριαιμία με υψηλό πυρετό. Σε πολλές παλαιότερες μελέτες, υπάρχει επίσης η άποψη ότι ο Ταίηλορ ήταν πλανόδιος «κομπογιαννίτης» και είχε κακό παρελθόν με τις επεμβάσεις του στον Χαίντελ. Ο έγκυρος Βόλφ υποστηρίζει, όμως, ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή ότι «ο ειδικευμένος στις εγχειρήσεις καταράκτη γιατρός, δεν ήταν τσαρλατάνος. Άλλωστε, είχε αργότερα εγχειρήσει τον Χαίντελ με απόλυτη επιτυχία». Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κάποιο σημείο αναφοράς, εάν όμως ίσχυε η πρώτη εκδοχή, η παρουσία δύο έγκυρων Γερμανών γιατρών στο προσκέφαλο του Μπαχ, θα έπρεπε να είχε δράσει αποτρεπτικά στην απόφασή του να εγχειριστεί από έναν κακό οφθαλμίατρο.
Το γεγονός είναι ότι η υγεία του Μπαχ επιδεινώθηκε δραματικά. Ουσιαστικά, μετά τη δεύτερη εγχείρηση και μέχρι τα μέσα Ιουλίου ήταν κατ’ουσίαν τυφλός. Δέκα ημέρες πριν τον θάνατό του, η υγεία των ματιών του καλυτέρευσε κάπως και, ενώ οι ελπίδες για συνολική καλυτέρευση αναπτερώθηκαν, λίγες ώρες μετά, υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο με αυξημένο πυρετό.
Στις 28 Ιουλίου 1750, ημέρα Τρίτη, παρουσία δύο από τους πλέον έμπειρους γιατρούς της Λειψίας, λίγο μετά τις 8 και τέταρτο το βράδυ «γαλήνια και ειρηνικά, αναχώρησε από αυτή τη ζωή», όπως αναφέρουν κατά λέξη τα αρχεία της εποχής.
Από την αναφορά αυτή, φαίνεται ότι η επέμβαση του Ταίηλορ δεν ήταν άμεσα υπεύθυνη για το θάνατο του Μπαχ, αλλά σίγουρα επιδείνωσε την -από άλλη αιτία- ήδη επιβαρυμένη υγεία του. Η παρουσία των δύο γιατρών που δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι, δείχνει ότι μάλλον τα πράγματα είχαν πάρει το δρόμο δίχως επιστροφή, ήδη από την εμφάνιση του εγκεφαλικού επεισοδίου, δέκα ημέρες πριν.
Η κηδεία του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ έγινε τρεις ημέρες αργότερα, ενώ ο τάφος του παρέμενε άγνωστος για 150 χρόνια περίπου, λόγω έλλειψης επιτύμβιας πλάκας ή κάποιων άλλων στοιχείων. Οι σπουδαστές της Σχολής τους Αγ. Θωμά, απέτιαν φόρο τιμής στον δάσκαλό τους, κάθε χρόνο στις 28 Ιουλίου, επί έναν αιώνα περίπου! Το 1894 αναγνωρίστηκε το φέρετρό του και μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγ Ιωάννη της Λειψίας, η οποία όμως καταστράφηκε με τον μεγάλο βομβαρδισμό της πόλης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από το 1950 ο τάφος του μεγάλου Κάντορα βρίσκεται στην εκκλησία του Αγ.Θωμά. Η μνήμη του Μπαχ τιμάται από τις Λουθηρανικές εκκλησίες στις 28 Ιουλίου.
Άντληση στοιχείων
Οι πηγές για τη ζωή και το έργο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, εξαιρουμένων των καθαρά μουσικών κειμένων, χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στην πρώτη ανήκουν εκείνες που είναι σύγχρονες με τον συνθέτη και προέρχονται είτε από τα αρχεία των πόλεων από τις οποίες πέρασε ο συνθέτης, είτε από διάφορες επιστολές, καταστατικά, επαγγελματικά συμβόλαια, φορολογικές αποδείξεις κοκ, από τις οποίες αντλούνται τυπικές -αν και χρησιμότατες-πληροφορίες για το κυρίως «βιογραφικό» του συνθέτη.
Στη δεύτερη και σημαντικότερη κατηγορία, ανήκουν πραγματείες, κατά κανόνα μεταθανάτιες, που εκδόθηκαν σε διάφορες περιόδους μετά το 1750. Από εδώ αντλούνται στοιχεία τόσο για το έργο και τις εκτελεστικές του ικανότητες, όσο και για τις συνήθειες ή τον χαρακτήρα του. Εδώ συμπεριλαμβάνονται οι βιογραφίες και οι περίφημες Νεκρολογίες (Obituaries) και τα διάφορα δοκίμια για τον συνθέτη, όπως το περίφημο «Μικρό Χρονικό της Άννας Μαγδαληνής Μπαχ». Μέχρι και σήμερα ανακαλύπτονται νέα στοιχεία για τον Μπαχ, που θεωρούνταν χαμένα, μέσω της συνεχούς αναζήτησης στα αρχεία και τις μουσικές βιβλιοθήκες σε όλο τον κόσμο.
Τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του Μπαχ, το 1754, ένας πρώην μαθητής του, ο Λ.Κ.Μίτσλερ (Lorenz Christoph Mizler), δημοσίευσε μία νεκρολογία (obituary) για τοn συνθέτη, που αποτελεί την πληρέστερη και πλέον αξιόπιστη πραγματεία για τον Μπαχ. Σημαντικότατα στοιχεία αντλούνται και από την περίφημη «Γενεαλογία» που αποδίδεται στον γιο του Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ (Carl Philipp Emanuel Bach). Τέλος, αναφέρεται και ο πρώτος επίσημος βιογράφος του Μπαχ, Γ.Ν.Φόρκελ (Johann Nikolaus Forkel), ο οποίος εξέδωσε το 1802 μία εκτεταμένη βιογραφία για τον συνθέτη, βασισμένη σε άμεσα λεγόμενα των γιων του Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ και Βίλελμ Φρίντεμαν, τους οποίους γνώριζε προσωπικά.
ΙΙ. Παρακαταθήκη
Ο Μπαχ μετά θάνατον
Μετά το θάνατό του, o Μπαχ περιέπεσε σε σχετική αφάνεια. Το έργο του θεωρήθηκε αναχρονιστικό, ιδιαίτερα στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε επικράτησε μια «ελαφρότερη» θεώρηση των μουσικών πραγμάτων με το Ροκοκό και τις απαρχές της Κλασσικής περιόδου. Επίσης, το μεγαλύτερο μέρος των φωνητικών έργων του με εκκλησιαστικό ύφος (καντάτες) δεν ακουγόταν, λόγω των μεταβολών στις θρησκευτικές αντιλήψεις. Κυρίως παρέμειναν οι μνήμες για την εκτελεστική του δεινότητα πάνω στο εκκλησιαστικό όργανο. Εξαίρεση αποτέλεσαν η Λειτουργία σε Σι Ελάσσονα και τα έργα του για πληκτροφόρα που, σε μορφή αντιγράφων, προωθήθηκαν στους μουσικούς κύκλους της εποχής ως «πρότυπα του είδους» για διδασκαλία.
Ο Μότσαρτ κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Αγ. Θωμά της Λειψίας, άκουσε τυχαία μία εκτέλεση του μοτέτου BWV 225 και φέρεται να είπε: «Ορίστε, να ένα έργο από το οποίο μπορεί κανείς να διδαχθεί!». Κατόπιν, κάθησε και μελέτησε επισταμένως τις παρτιτούρες του έργου και, δεν έφυγε παρά μόνον όταν τις αντέγραψε εξ ολοκλήρου.
Όσο για τον Μπετόβεν, είναι γνωστό ότι θαύμαζε τον Μπαχ και χρησιμοποιούσε συχνά το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο για εξάσκηση. Αποκαλούσε χαρακτηριστικά τον Μπαχ «Πατέρα της Αρμονίας» (Urvater der Harmonie).
Το 1802 εκδόθηκε η εκτενής βιογραφία του από τον Φόρκελ και το ενδιαφέρον για το έργο του άρχισε και πάλι να εκδηλώνεται. Με τον Μπαχ ασχολήθηκε και ο Γκαίτε, ο οποίος σε μία επιστολή του, το 1827, συσχέτισε τον τρόπο ζωής και σκέψης του με το έργο του συνθέτη. Δεν ήταν όμως, παρά μόνον στα 1829 όταν ο φημισμένος Γερμανός συνθέτης Φέλιξ Μέντελσον παρουσίασε στο Βερολίνο τα Κατά Ματθαίον Πάθη, για πρώτη φορά μετά τα χρόνια της Λειψίας. Η εντύπωση που προκάλεσε η ξεχασμένη αυτή μουσική ήταν μεγάλη και, ουσιαστικά, από τότε άρχισε μιά αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος της μουσικής κοινότητας για τον μεγάλο Κάντορα. Στην εκτέλεση του έργου, ανάμεσα στους παρευρισκομένους ήταν και ο διάσημος Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ (Hegel).
Το 1850, με την ενθάρρυνση του Ρ. Σούμαν, ιδρύθηκε η Εταιρία Μπαχ (Bach Gesellschaft\BG) που ανέλαβε την έκδοση και προώθηση των έργων του. Μάλιστα, ως το 1899, είχαν δημοσιευτεί όλα τα τότε γνωστά έργα του. Την Εταιρία Μπαχ διαδέχθηκε η Νέα Εταιρία Μπαχ (Neue Bach Gesellschaft\NBG), που δρα μέχρι και σήμερα, οργανώνοντας φεστιβάλ και δημοσιεύοντας εκλαϊκευμένες εκδόσεις.
Τέλος, πρέπει να αναφερθεί η έκδοση της βιογραφίας του Μπαχ από τον Φ. Σπίτα (Philipp Spitta), (2 τόμοι, Λειψία 1873-80), όπου καλύπτεται όχι μόνον η ζωή και οι συνθέσεις του, αλλά και το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Ένα έργο που, ακόμη και σήμερα, θεωρείται αξεπέραστο.
Τον 20ο αιώνα, ανακαλύφθηκαν πολλά έργα του Μπαχ που θεωρούνταν χαμένα. Με την πάροδο των χρόνων, άρχισε πλέον να γίνεται γνωστή στους κύκλους της παγκόσμιας μουσικής κοινότητας, η μεγάλη τους καλλιτεχνική και εκπαιδευτική αξία. Τότε, άρχισε να αναπτύσσεται και μία προσπάθεια να εκτελούνται τα έργα με αυθεντικά όργανα εποχής και, κατά τρόπο ώστε, το τελικό αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται σε αυτό που ο συνθέτης είχε -υποθετικά- εξ αρχής στο μυαλό του.
Επιρροή
Η επίδραση που άσκησε ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ μέσω του έργου του, είναι καταλυτική. Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι μουσουργοί που έζησαν μετά από αυτόν -ιδιαίτερα εκείνοι του 20ου αιώνα-, επηρεάστηκαν είτε άμεσα (αναρίθμητες μεταγραφές ή διασκευές των έργων του), είτε έμμεσα (νέα έργα βασισμένα πάνω στο ύφος του), μη εξαιρουμένης της μεγάλης εκπαιδευτικής αξίας που τους έχει αποδοθεί. Από τον Μέντελσον μέχρι τον Μάλερ, από τον Βάγκνερ μέχρι τον Βίλλα Λόμπος, από τον Στραβίνσκι μέχρι τον Σοστακόβιτς, από τον Βέμπερν μέχρι τον Σνίτκε, από τον Μπουζόνι μέχρι τον Κάγκελ. Μετά το θάνατό του, έχουν γραφεί πάνω από 300 έργα με πηγή κάποιο ή κάποια έργα του Μπαχ.
Ενδεικτικά αναφέρονται: Πρελούδιο αρ. 1 (από το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο) του Γκουνό, Παραλλαγές πάνω σε μία Σαραμπάντα του Ράινεκε, Τρία Κοράλτου Ρεσπίγκι, 24 Πρελούδια και Φούγκες του Σοστακόβιτς, Από τα Επουράνια του Στραβίνσκι, Αντιστικτική Φαντασία του Μπουζόνι, Bachianas Brasileiras του Βίλλα Λόμπος, Ricercare (απο τη Μουσική Προσφορά) του Βέμπερν, διάφορα Concerti Grossi του Σνίτκε, Sankt Bach Passion του Κάγκελ.
Αλλά και πολλοί σύγχρονοι συνθέτες και καλλιτέχνες που υπηρετούν την μουσική από διαφορετικούς θώκους, αφιέρωσαν μικρό ή μεγάλο μέρος του έργου τους στον Μπαχ. Από τους σημαντικότερους είναι οι Ένιο Μορικόνε (Ennio Morricone), Λάλο Σίφριν (Lalo Schiffrin), Ζακ Λουσιέ (Jacques Loussier), Ζορζ Ντελρύ (Georges Delrue), Μάιλς Ντέιβις (Miles Davis), Νίνα Σιμόν (Nina Simone), Ίαν Άντερσον (Ian Anderson), Μπόμπι Μακ Φέριν (Bobby Mac Ferrin), The Swingle Swingers.
Η προσφορά του στη Μουσική, τοποθετείται σήμερα κατ'αντιστοιχία με την προσφορά του Νεύτονα στη Φυσική και του Σαίξπηρ στη Λογοτεχνία.
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ ταξιδεύει στην αιωνιότητα με τα δύο δορυφορικά σκάφη της αποστολής Voyager. Εκεί, γραμμένα σε δίσκο οπτικής ακτίνας, βρίσκονται αποσπάσματα από συνθέσεις του (μεταξύ των οποίων και το Πρελούδιο και Φούγκα αρ 1 από το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο), ως ένα μικρό δείγμα τού τι μπορεί να πετύχει ο Άνθρωπος μέσω του Πολιτισμού του.
Ο αστεροειδής 1814 φέρει το όνομά του.
ΙΙΙ. Εργογραφία
Κατάλογος έργων Μπαχ - ταξινόμηση BWV
Λόγω του εντυπωσιακού αριθμού έργων του Μπαχ, δημιουργήθηκε η ανάγκη συστηματικής ταξινόμησης τους. Τα έργα του Μπαχ αναφέρονται με τους αριθμούς BWV, τα αρχικά του γερμανικού όρου Bach Werke Verzeichnis (ελλ. μφ. Κατάλογος Έργων Μπαχ). Ο κατάλογος, που δημοσιεύθηκε το 1950, συντάχθηκε από τονWolfgang Schmieder και οι αριθμοί BWV αναφέρονται κάποιες φορές και ως αριθμοί Schmieder. Σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιείται (σπανίως) μια παραλλαγή που χρησιμοποιεί το γράμμα S, αντί του BWV.Στη σύνταξη του καταλόγου, ο Schmieder ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό μια προγενέστερη περιεκτική έκδοση των έργων του συνθέτη (το Bach Gesellschaft Ausgabe).
Χαρακτηριστικό αυτού του καταλόγου των έργων του Μπαχ είναι πως οργανώνεται θεματικά και όχι χρονολογικά.
Ο Μπαχ απέκτησε 20 παιδιά από 2 συζύγους. Από την πρώτη σύζυγο και εξαδέλφη του Μαρία Μπάρμπαρα Μπαχ (Maria Barbara Bach 1684-1720) απέκτησε 7 παιδιά. Από τη δεύτερη σύζυγό του Άννα Μαγδαληνή Μπαχ το γένος Βίλκε (Anna Magdalena Bach née Wilcke 1701-1760) απέκτησε 13 παιδιά.