Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

ΤΟ ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΓΥΜΝΟ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

To αθλητικό γυμνό στους Έλληνες

Αγωνίζονταν γυμνοί οι αθλητές στην αρχαία Ελλάδα; Αν λάβουμε υπόψη τις πολυάριθμες απεικονίσεις αθλητών στην αγγειογραφία και την πλαστική, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι θετική. Στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων η εικόνα του αθλητή είναι πράγματι σταθερά γυμνή και ως τέτοια αποτέλεσε το πρότυπο της αρμονίας και της τελειότητας του σώματος.
Παρ’ όλα αυτά το ζήτημα του αθλητικού γυμνού είναι πιο πολύπλοκο από όσο φανταζόμαστε. Ήδη οι αρχαίες πηγές μας πληροφορούν ότι η συνήθεια των αθλητών να αγωνίζονται εντελώς γυμνοί αναγόταν στην ύστερη ιστορία του ελληνικού πολιτισμού και ότι στα αρχαιότερα χρόνια υιοθετούσαν είδη προστασίας που κάλυπταν τα γεννητικά όργανα, τα αιδοία. Μια πολύτιμη πληροφορία μας προσφέρει ο Θουκυδίδης (1.6.5), όταν δηλώνει ότι Έγυμνώθηοάν τε πρώτοι (οι Σπαρτιάτες) καί ές τό φανερόν άποδύντες λίπα μετά τού γυμνάζεσθαι ήλείψαντο τό δέ πάλαι και έν τω Όλυμπικώ άγώνι διαζώματα έχοντες περί τά αιδοία οί άθληταί ήγωνίζοντο, καί ού πολλά έτη έπειδή πέπαυται.

Τμήμα παναθηναϊκού αμφορέα με παράσταση ανακήρυξης 
νικητή, 350-325 π.Χ.Αθήνα Μουσείου Κεραμεικού
Όσα υποστηρίζει ο αθηναίος ιστορικός βρίσκουν την επιβεβαίωσή τους στους στίχους της Ιλιάδας, που αφορούν στον αγώνα πυγμαχίας ανάμεσα στον Ευρύαλο και τον Επειό κατά τη διάρκεια των επιτάφιων αγώνων προς τιμήν του Πατρόκλου (Ψ 685, 710). Εκεί αναφέρεται ένα είδος προστασίας που είχε υιοθετηθεί από τους αντιπάλους και ονομάζεται ζώμα. Ο ομηρικός ήρωας, για τον οποίο η γυμνή εμφάνιση ισοδυναμούσε με αισχύνη, ταπείνωση και όνειδος, καταστάσεις που έρχονται σε φανερή αντίθεση με την αριστοκρατική του τάξη. φροντίζει να καλυφθεί πριν να αρχίσει τον αγώνα. Μια ιδέα αυτού του «περιζώματος» (ή«διαζώματος»), που φορούσαν οι ομηρικοί ήρωες και οι αρχαιότεροι αθλητές, μας δίνουν ορισμένες ζωγραφικές ή γλυπτές παραστάσεις, όπως μια σκηνή πάλης σε ανάγλυφο από το Hafagi στη Μεσοποταμία (κοντά στη Βαγδάτη) και διάφορα παραδείγματα της μινωικής και της κυκλαδικής τέχνης, όπως οι τοιχογραφίες της Κνωσού και της Θήρας με σκηνές ταυροκαθαψίων και πυγμαχίας ή το αγγείο από την Αγία Τριάδα με εικόνες αγώνων πυγμαχίας. Στην πρώτη περίπτωση οι αθλητές φαίνεται να φέρουν ένα είδος προστατευτικής «ζώνης», ενώ στη δεύτερη πρόκειται για πραγματικό περίζωμα. Τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν φαίνονται επίσης να επιβεβαιώνουν τον κανόνα ότι το γυμνό ήταν «ταμπού» στους ανατολικούς πληθυσμούς. Η απαγόρευση αυτή είναι ένα πολιτισμικό στοιχείο που απαντά ήδη στην Παλαιά Διαθήκη (Γένεση 3.7) και αναφέρεται στην αποκάλυψη της γυμνότητας από την πλευρά των Προπατόρων, αλλά και επαναλαμβάνεται από τον Θουκυδίδη στη συνέχεια του κειμένου που αναφέρθηκε παραπάνω: έτι δέ καί έν τοϊς βαρβάροις έστιν οίς νυν. και μάλιστα τοίς Άσιανοίς, πυγμής και πάλης άθλα τίθεται, και διεζωμένοι τούτο δρώσιν. Η εισαγωγή της γυμνότητας στους αγώνες εμφανίζεται, λοιπόν, ως σαφής διάκριση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν των Ελλήνων. Σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα, το επεισόδιο που έχει ως πρωταγωνιστή το δρομέα Όρσσιπο (ή Όρριππο) τον Μεγαρέα. ολυμπιονίκη σε αγώνα δρόμου ενός σταδίου, εμφανίζεται εμβληματικό. Σύμφωνα με μια τιμητική επιγραφή από τα Μέγαρα, η οποία μπορεί να χρονολογηθεί, ως προς την πρώτη της σύνταξη, ανάμεσα στον 7ο και τον 6ο αιώνα π.Χ, ο Όρσιππος τιμάται για πράξεις στρατιωτικού χαρακτήρα υπέρ της πατρίδος, αλλά και ως «ο πρώτος ανάμεσα στους Έλληνες που στέφθηκε νικητής στους ολυμπιακούς αγώνες γυμνός». Σύμφωνα με τον Παυσανία. ο οποίος είδε τον τάφο του αθλητή κοντά στα Μέγαρα (1.44.1). επρόκειτο για ένα πονηρό τέχνασμα του Μεγαρέα που, γνωρίζοντας καλά το πλεονέκτημα του να τρέχει κανείς γυμνός, έβγαλε το περίζωμα: δοκώ δέ οι και έν Ολυμπία τό περίζωμα έκόντι περιρρυήναι. γνόντι ώς άνδρός περιεζωσμένου δραμεϊν ρόων έστιν άνήρ γυμνός. Τα σχόλια στην Ιλιάδα. ομολογουμένως μεταγενέστερα. αναφέρουν το επεισόδιο διαφορετικά, καμιά φορά με τρόπο αντιφατικό μεταξύ τους: λέγεται ότι η ξαφνική αποβολή του περιζώματος υπήρξε αιτία της νίκης του Ορσίππου ή της ήττας και του θανάτου του. Όλες πάντως οι πηγές συμφωνούν ως προς τον εντοπισμό. σε αυτό το συγκεκριμένο συμβάν, της αιτίας της εισαγωγής της γυμνότητας στον κανονισμό των αγώνων δρόμου. Το γεγονός έχει χρονολογηθεί ποικιλοτρόπως από τις πηγές. Τα ομηρικά σχόλια προτείνουν δύο διαφορετικές χρονολογήσεις, μία παλαιότερη, στη 14η Ολυμπιάδα (724 π.Χ.). και μια πιο όψιμη, στην 32η (652 π.Χ.), ενώ στον κατάλογο των Ολυμπιονικών του Σέξτου Ιουλίου Αφρικανού η νίκη του Ορσίππου ανάγεται στη 15η Ολυμπιάδα το 720 π.Χ., που αποτελεί και την πιθανότερη χρονολογία.
Ο κατάλογος, όμως. του Αφρικανού προσφέρει και μία ακόμη σημαντική πληροφορία, ότι δηλαδή κατά τη 15η Ολυμπιάδα εισήχθη στο ολυμπιακό πρόγραμμα και ο δόλιχος, δρόμος αντοχής μεγάλων αποστάσεων, και ότι οι αθλητές εισαγωγή της γυμνότητας στο δρόμο ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (Ρωμαϊκή αρχαιολογία 7.72.2-3). Από την άλλη πλευρά και ο Θουκυδίδης, όπως είδαμε παραπάνω, απέδιδε την εισαγωγή της γυμνότητας στους αγώνες στο περιβάλλον της Σπάρτης, δεχόμενος μια παράδοση, ίσως αρχαιότερη, που βρισκόταν σε αντίθεση με εκείνη των Μεγάρων.
Επιτύμβια στήλη με παράσταση νέου που
 προπονείται με τόπι, 400-350 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό
 Αρχαιολογικό Μουσείο.
Τα στοιχεία που μας προσφέρουν οι πηγές μας βοηθουν σε σημαντικό βαθμό στη διαλεύκανση της εξαφάνισης τύπων προστασίας των pudenda κατά τη διάρκεια των αθλητικών αγώνων. Βασικό στοιχείο εμφανίζεται το πλαίσιο, που ομόφωνα ταυτίζεται με τους αγώνες δρόμου, το αρχαιότερο αγώνισμα το οποίο γεννήθηκε μέσα από τη λειτουργία της στρατιωτικής εκπαίδευσης. Σε αυτό το πλαίσιο η σημασία του γυμνού αποκτά μια αξία διαφορετική από την κοινή. Ήδη στη γλώσσα των ομηρικών επών (πβ. Ιλ. Π 815 κ.ε.) ο όρος γυμνός έχει την έννοια του «άοπλου» και ως εκ τούτου του «ανυπεράσπιστου», του «ευάλωτου» (πβ. Θουκυδίδης 3.23.4 και Ξενοφών. Ελληνικά 4.4.12), για να φτάσει να σημαίνει ««τον ελαφρά οπλισμένο» στρατιώτη, σε αντίθεση με τον οπλίτη. Και εδώ, πάλι σε σχέση με τους αγώνες, είναι εύγλωττος ο ορισμός του Πινδάρου (Πύθια 11.48) στάδιον γυμνόν για να αποδοθεί ο δρόμος χωρίς όπλα. ο «ελαφρύς», προφανώς σε αντιδιαστολή με τον οπλίτη δρόμο.
Το επεισόδιο του Ορσίππου. έτσι όπως παραδίδεται στις πηγές, εμπεριέχει δύο διαφορετικές στιγμές της εξέλιξης των αγώνων και των κανονισμών τους. Από τη μια είναι δυνατόν να διακρίνουμε τις επιπτώσεις μιας προοδευτικής εξειδίκευσης των αγώνων, που. ιδιαίτερα όσον αφορά στο δρόμο, τείνουν να διαφοροποιούνται σε σχέση με τον αρχαιότατο «ένοπλο δρόμο» και κατά κάποιον τρόπο να αποστρστιωτικοποιούνται, χάνοντας το στοιχείο της προστρατιωτικής προπόνησης, το οποίο επιβιώνει αντιθέτως στον οπλίτη και στην πυρρίχη. Από την άλλη είναι ίσως θεμιτό να διακρίνουμε μια τάση εγκατάλειψης των αρχαίων ηθών που διείπαν την εμφάνιση του αθλητή τους αγώνες. Περιζώματα, πιθανώς του τύπου που διακρίνουμε σε έναν αμφορέα που αποδίδεται σε ζωγράφο της «Ομάδας του περιζώματος» (περίπου 520 π.Χ.) εγκαταλείφθηκαν, ίσως μετά από ατυχήματα και πτώσεις στους αγώνες, και χρησιμοποιήθηκαν τύποι προστασίας λιγότερο άβολοι, οι οποίοι άφηναν το σώμα περισσότερο ακάλυπτο, όπως για παράδειγμα η στερέωση κομματιού υφάσματος. που γνωρίζουμε ότι είχε υιοθετηθεί από τους αθλητές. Το κείμενο του Θουκυδίδη φαίνεται ότι αναφέρεται σε αυτή την κατάσταση, σε μια εποχή που το γυμνό διατηρούσε στοιχεία δημόσιας καταδίκης και αποδοκιμασίας (βλ. Πλάτων. Πολιτεία 452C). Η μεγαλύτερη γυμνότητα ανάμεσα στους συμμετέχοντες στους αγώνες αθλητές, αν από τη μια μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα της εισαγωγής νέων ηθών στη διεξαγωγή των αγώνων. από την άλλη σχετίζεται αδιαμφισβήτητα με την κουλτούρα του γυμνασίου. Στο πλαίσιο αυτού του θεσμού, που επρόκειτο να αποτελέσει το έμβλημα του ελληνικού πολιτισμού, δόθηκε μεγάλη έμφαση στη γυμνότητα. Το ίδιο το όνομα του τόπου, ο οποίος λειτουργούσε ως παλαίστρα όπου διεξάγονταν προστρατιωτικές δραστηριότητες, ως «αίθουσα για δημόσια συμπόσια»,  «αίθουσα συναυλιών», «country club» και πανεπιστήμιο, δείχνει τη χαρακτηριστική λειτουργία του: ήταν έδρα ασκήσεων που πραγματοποιούσαν άρρενες. οι οποίοι ήταν απολύτως γυμνοί. Το γυμνάσιο, στη διάδοση του οποίου οι Σπαρτιάτες έδωσαν μεγάλη ώθηση, επέτρεψε στους Έλληνες να επανεντάξουν στους αγώνες την αρχική γυμνότητα, η οποία εξάλλου ήταν στοιχείο αρχέγονο και όχι καινοτομία του ελληνικού πολιτισμού. Η επανεισαγωγή αυτή έγινε διαμέσου ενός φίλτρου ηθικών και αισθητικών αξιών που τόνιζαν τις πρωταρχικές πλευρές, οι οποίες πάντως ενυπήρχαν στην αγωνιστική πρακτική, όπως η τελετουργία του κυνηγιού και η προετοιμασία για πόλεμο, που ήταν φορτισμένες με επιθετικά στοιχεία. Η ιερη ατμόσφαιρα, που διαπότιζε όλες τις αγωνιστικές εκδηλώσεις του ελληνικού κόσμου, καθιστούσε ανεκτό το θέαμα αθλητών που αγωνίζονταν όχι πια καλυμμένοι με ένα περίζωμα αλλά σχεδόν εντελώς γυμνοί, με ελάχιστη προστασία των γεννητικών οργάνων.
Εκμαγείο αγάλματος πενταθλητή (πυγμάχου), 
του λεγόμενου αθλητή Amelung, που 
αποδίδεται στον Μύρωνα, 450-440 π.Χ. Ρώμη, 
Museo dei Gessi dell' Universita 'La Sapienza'
Όπως έξυπνα έχουν παρατηρήσει άλλοι μελετητές, η αθλητική γυμνότητα, η οποία βρίσκει στο γυμνάσιο τον ιδανικό χώρο, ήταν δημιούργημα της αρχαϊκής Ελλάδας, μαζί με το συμπόσιο. θεσμό απόλυτα συμπληρωματικό του γυμνασίου Και τα δύο. το γυμνάσιο και το συμπόσιο. που υμνήθηκαν ευρέως από τους ποιητές, συνέβαλαν διαμέσου της πρακτικής της ομοφυλοφιλίας και της γυμνότητας στην καθιέρωση της εικόνας του τέλειου πολίτη και του ιδανικού άνδρα, του καλού κάγαθού. Οι έφηβοι, αδιαμφισβήτοι πρωταγωνιστές στη ζωή του γυμνασίου και στα συμπόσια, όπως δείχνουν πολυάριθμες απεικονίσεις στην αττικη αγγειογραφία, προσλαμβάνουν την αθλητική γυμνότητα ως ένα είδος «στολής» Οι εικονιστικές τέχνες υιοθέτησαν αμέσως τη γυμνότητα ως χαρακτηριστική πλευρά της αθλητικής εικόνας, αποδίδοντάς την άλλοτε με τρόπο εξιδανικευτικό και άλλοτε περισσότερο πιστό στην πραγματικότητα. Χάρη στα αναθήματα που υψώνονταν «έν άθλου λόγω»  (Παυσανίας 5 21 1) στα πανελλήνια ιερά. για τα οποία έχουμε πληροφορίες από τις πολυάριθμες ενεπίγραφες βάσεις που σώζονται και τις αρχαίες πηγές, μπορούμε να συλλάβουμε τη δημόσια και επίσημη πλευρά του αθλητικού αφιερώματος. Ανάμεσα στον 6ο και τα τέλη του 3ου αιώνα π X., η εικόνα του αθλητικού αναθήματος, παρ' όλη την ύπαρξη συγκεκριμένων κανόνων που ρύθμιζαν τις σημαντικές του παραμέτρους, έλαβε στοιχεία εξαίρετου ρεαλισμού, όπως δείχνει η χάλκινη κεφαλή από την Ολυμπία που ανήκε στο άγαλμα του πυγμάχου Σατύρου από την Ηλεία. Η σημαντική αυτή εξέλιξη, που ήταν τυπική και εικονογραφική, συντελέσιηκε στο πλαίσιο μιας τάσης προς τη νατουραλιστική απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής. στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Η γυμνότητα υπήρξε σταθερό στοιχείο της αθλητικής γλυπτικής, όχι τόσο ως ηθελημένη αναπαραγωγή της συγκεκριμένης ανατομίας του νικητη, όσο ως ιδανική γυμνότητα, που καταγόταν άμεσα απο τη θεϊκή εικόνα, η οποία προσωποποιούνταν άλλοτε από τον Απόλλωνα και άλλοτε από τον Ηρακλή, και οι δύο προστάτες του κόσμου των αγώνων. Ήδη, από τις αρχές της αγαλματοποιίας. η εξιδανίκευση αυτή διακρίνεται στις εικόνες των κούρων ως ενσάρκωση των αριστοκρατικών ιδεωδων του κάλλους και της ευγενικής καταγωγής. Η περισσότερο ιδιωτική πλευρά της αθλητικής γυμνότητας, που υπαινίσσεται μια σταθερή ενασχόληση με τη γυμναστική και τις συναφείς ηθικές αξίες του κόσμου του γυμνασίου, υπήρξε αντίθετα προνόμιο της αγγειογραφίας και της επιτύμβιας γλυπτικής, που σχετίζεται με την παραγωγή των στηλών.Στην αγγειογραφία, η οποία αφιερώνει μεγάλο μέρος της παραγωγής της σε σκηνές που εκτυλίσσονται στο γυμνάσιο και την παλαίστρα. ανακαλύπτουμε μια αθλητική γυμνότητα περισσότερο καθημερινη, η οποία, ελεύθερη από τους κανόνες της γλυππκής, θέτει στο κέντρο της προσοχής τον έφηβο που ασχολείται με γυμνικές ασκήσεις και χαρακτηρίζεται από τη γυμνότητα. Απόηχοι αυτού του ίδιου κόσμου, του ζωηρού και υπερήφανου, συλλαμβάνονται κλεισμένοι στη λυπημένη σκεπτικότητα των πολυάριθμων παραστάσεων νεκρών στις επιτύμβιες στήλες. Εδώ το αθλητικό γυμνό, στη διάσταση του ως ιδανικό φυσικό κάλλος μιας άχρονης ηλικίας, καθίσταται το υπέρτατο λάβαρο της καλοκαγαθίας και, ίσως, ελπίδα για την αιώνια νεότητα.

Federico Rausa Αναπληρωτής Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας University di Napoli «Federico II»Μετάφραση: Ιλαρία Συμιακάκη, περ. «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», τ. 82

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον