Κυριακή 27 Απριλίου 2014

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥ "Απόκρυφα" Βιβλία της Καινής Διαθήκης

ΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

Σήμερα, που η ορθόδοξη εκκλησία εορτάζει την Κυριακή του αποστόλου Θωμά, θεώρησα πρόσφορο να γράψω λίγα λόγια για τα απόκρυφα βιβλία της Καινής Διαθήκης, επειδή το λεγόμενο «Ευαγγέλιο του Θωμά» -που ο γνωστικός του χαρακτήρας είναι σαφής- περιλαμβάνεται μέσα σ’ αυτά και περιέχει 114 λόγια που αποδίδονται στον Ιησού. Το απόκρυφο αυτό ευαγγέλιο αποτελεί συμπίλημα από διάφορες συλλογές, ενώ υπό τη σημερινή του μορφή γράφτηκε τον 3ο αιώνα στη Συρία (βλ. Σταμ. Χατζησταματίου, Το κατά Θωμάν Ευαγγέλιον και η σχέσις αυτού προς τα κανονικά Ευαγγέλια, 2003).

Τα χειρόγραφα του Nag Hammadi


Τον Δεκέμβριο του 1945, στο κοιμητήριο της περιοχής Nag Hammadi στην Άνω Αίγυπτο, πλησίον του αρχαίου Χηνοβοσκίου, βρέθηκαν μέσα σε πιθάρι 13 δερματόδετοι κώδικες, οι οποίοι περιελάμβαναν 52 έργα σε κοπτική μετάφραση από το ελληνικό πρωτότυπο, τα περισσότερα των οποίων ήταν τελείως νέα, ενώ ελάχιστα ήταν γνωστά, άλλα δε ήταν γνωστά από διασωθέντα αποσπάσματά τους και άλλα γνωστά από τον τίτλο τους. Ο χαρακτήρας των έργων είναι θρησκευτικός και μεταξύ τους διαφέρουν ως προς τον συγγραφέα, τον τόπο και το χρόνο συγγραφής τους, καθώς επίσης και τη θεματολογία και την πνευματική προοπτική του περιεχομένου τους, ώστε να αποκλείεται η κοινή τους προέλευση από την ίδια κοινότητα ή το ίδιο θρησκευτικό κίνημα.



Από την μέχρι σήμερα μελέτη των χειρογράφων έχει καταδειχθεί ότι ο πνευματικός χώρος προέλευσής τους είναι ο αρχαίος Γνωστικισμός, ενώ η μη ανεύρεση ελληνικού πρωτοτύπου δυσκολεύει την διατύπωση οριστικών συμπερασμάτων. Όμως, είναι αναμφισβήτητο το ότι κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί την συνάντηση του Χριστιανισμού με ορισμένα ρεύματα της ελληνικής διανόησης, από το τέλος του 1ου αιώνα και μετέπειτα.

Τα χειρόγραφα αυτά είναι υψίστης σπουδαιότητος για την μελέτη της ιστορίας της εκκλησίας κατά τους 2ο και 3ο αιώνες, αλλά και την οριστική διατύπωση και καταγραφή της αποστολικής παράδοσης. Μεταξύ αυτών ανακαλύφθηκε και το Ευαγγέλιο του Θωμά.

Τί σημαίνει, όμως, ο όρος «Απόκρυφα»;

Στην εκκλησιαστική Γραμματολογία «Απόκρυφα» χαρακτηρίζονται τα ψευδεπίγραφα έργα που πραγματεύονται θέματα όμοια μ’ εκείνα της Αγίας Γραφής. Τα βιβλία αυτά έχουν γραφεί από τον 2ο αιώνα και μετέπειτα, όμως δεν περιλαμβάνονται στον Κανόνα της Καινής διαθήκης, αναγιγνώσκονται απλώς ή απορρίπτονται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων. Ο χαρακτηρισμός τους ως «Αποκρύφων της Καινής Διαθήκης» ή «Απόκρυφος Καινή Διαθήκη», θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αδόκιμος, διότι αυτά δεν έχουν το κύρος της επίσημης Συλλογής των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Ο όρος «Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα» είναι δοκιμώτερος, έχει καθιερωθεί δε και από την Εταιρεία στη Λωζάνη «Ascociation pour lEtude de la Littérature Apocryphe Chrétienne», η οποία ιδρύθηκε το 1995 για την μελέτη και έκδοσή τους. Αυτή η εταιρεία εκδίδει και το σχετικό περιοδικό «Apocrypha» και έχει καθιερώσει και τη σειρά της εκδόσεως των κειμένων με τίτλο «Corpus Scriptorum ChristianorumSeries Apocryphorum».

Παρ’ όλο που τα κείμενα αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, εν τούτοις σχετίζονται με αυτήν, ως προς το φιλολογικό τους είδος, διότι διακρίνονται σε Απόκρυφα Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές και Αποκαλύψεις, καθώς επίσης και σε Διαλόγους και Ερωτήσεις, το περιεχόμενο δε αυτών αναφέρεται σε πρόσωπα και γεγονότα των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης, στα οποία προσδίδουν συνήθως μυθικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, ξένο προς την ιστορικά βεβαιωμένη γνήσια αποστολική παράδοση.

Ο όρος «Απόκρυφα» δηλώνει τα κεκρυμμένα ή μυστικά, τα μη προσιτά σε όλους, αλλά μόνο σε όσους έχουν τις προϋποθέσεις (πρβλ. Κολ. 2,3), εκείνα τα οποία είναι υπερφυσικά και έχουν διατηρηθεί μακρυά από τη δημοσιότητα, μέχρι να έλθει ο κατάλληλος χρόνος για να φανερωθούν. Ο σκοπός αυτών των βιβλίων ήταν η δημοσιοποίηση και κυκλοφορία απόψεων των συγγραφέων τους, οι οποίοι πίστευαν ότι εξέφραζαν την γνήσια αποστολική παράδοση, γι’ αυτό και απέδιδαν το περιεχόμενό τους σε επιφανή πρόσωπα της ιερής ιστορίας. Βέβαια, πολλά απ’ αυτά τα βιβλία είναι προϊόντα αιρετικών ομάδων, ενώ άλλα είναι αντίγραφα παλαιοτέρων με πολλές προσθήκες. Κατά κανόνα (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) κανένα από αυτά διασώζει αυθεντικές και γνήσιες παραδόσεις ή λόγια και έργα των πρωταγωνιστών.

Τα αίτια της εμφάνισης και ανάπτυξης της απόκρυφης φιλολογίας είναι δύο:

Πρώτον, η επιθυμία μερικών ευσεβών χριστιανών, οι οποίοι καλύπτουν το όνομά τους με πρόσωπα της Καινής Διαθήκης, να συμπληρώσουν τα «κενά», κατά την άποψή τους, της Καινής Διαθήκης. Και εδώ είναι η πρώτη βασική παρεξήγηση αυτών των συγγραφέων για τον χαρακτήρα των κανονικών βιβλίων, τα οποία δεν αποτελούν «βιογραφίες» των ιστορουμένων προσώπων, αλλά δείγματα του έργου και της διδασκαλίας τους, με σκοπό την ενίσχυση της πίστης των αναγνωστών (πρβλ. Ιωάν. 20, 30-31. 21, 25). Με σκοπό, επομένως, την κάλυψη των «κενών», έχουμε τη συγγραφή διαφόρων αποκρύφων. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και η ανάδειξη δευτερευόντων ή και ανωνύμων προσώπων των κανονικών βιβλίων στα απόκρυφα, τα οποία διατηρήθηκαν στην εκκλησιαστική και μάλιστα στη λειτουργική παράδοση, όπου καταλαμβάνουν εξέχουσα θέση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ανώνυμος εκατόνταρχος της σταύρωσης του Ιησού, ονομάζεται Λογγίνος στα Απόκρυφα, από τα οποία εισέρχεται στα Συναξάρια. Οι τρεις Μάγοι φέρουν ονόματα Γασπάρ, Βαλτάσαρ και Μελχιώρ στα Απόκρυφα. Οι δύο ληστές της σταύρωσης, Γέστας και Δυσμάς ή Δημάς. Η αιμορροούσα γυνή Βερονίκη κ.ο.κ. Το σημείο, όμως, στο οποίο οργιάζει η φαντασία των συγγραφέων των αποκρύφων, είναι η περίοδος μεταξύ της γέννησης και της βάπτισης του Χριστού, περί της οποίας κανένα στοιχείο έχουμε στα κανονικά Ευαγγέλια. Στα απόκρυφα που καλύπτουν την περίοδο αυτή, έχουμε φαντασιώδεις διηγήσεις περί θαυμάτων της παιδικής ηλικίας του Ιησού, για την γέννηση και την παιδική ηλικία της Θεοτόκου, για τη φυγή στην Αίγυπτο κ.λπ. Την ίδια τάση συμπληρώσεως των «κενών» αρχαιοτέρων κειμένων από τα μεταγενέστερα, παρατηρούμε και στα κανονικά κείμενα, κυρίως στα Ευαγγέλια, όπως π.χ. ο Ιωάννης παρατηρεί ότι ο Πέτρος έκοψε το αυτί του δούλου του αρχιερέως και το όνομά του ήταν Μάλχος, ενώ οι Συνοπτικοί δεν αναφέρουν όνομα. Τα παραδείγματα είναι πολλά, ανιχνεύοντας τις Γραφές.

Δεύτερον, ήταν η μέσω των βιβλίων αυτών διάδοση των απόψεων των αιρετικών, οπότε άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα βιβλία των αιρετικών κύκλων, μέσω των οποίων προβαλλόταν η δική τους γραπτή παράδοση, για ν’ αποδείξουν ότι δεν υστερούσαν σε σχέση με την Ορθόδοξη εκκλησία. Γι’ αυτό η εμφάνισή τους άρχισε από τον 2ο αιώνα. Ο Ευσέβιος στην εκκλησιαστική ιστορία του (Εκκλ. Ιστ. Γ΄, 25) διέκρινε τα κατά την εποχή του κυκλοφορούντα βιβλία σε «ομολογούμενα», «αντιλεγόμενα», «νόθα» και «αιρετικά», μεταξύ δε των δύο τελευταίων κατηγοριών παραθέτει και τα γνωστά σε μας απόκρυφα, όπως τα Ευαγγέλια του Πέτρου, του Θωμά και του Ματθαίου, καθώς επίσης και τις Πράξεις Ανδρέου και Ιωάννου.

Πάντως η χειρόγραφη παράδοση των αποκρύφων έχει μακρά και περίπλοκη ιστορία, που οφείλεται τόσο στις προσθήκες στο αρχικό κείμενο ή αφαιρέσεις απ’ αυτό, όσο και στις μεταφράσεις τους, σε τέτοιο σημείο που πολλές φορές μία μετάφραση να είναι εκτενέστερη ή βραχύτερη του πρωτοτύπου. Επίσης, τα χειρόγραφα του ίδιου έργου δεν συμφωνούν απολύτως μεταξύ τους ως προς το περιεχόμενο. Πολλά απ’ αυτά σώζονται στην πρωτότυπο ελληνική γλώσσα τους και σε μεταφράσεις, ενώ άλλα σώζονται μόνο σε μεταφράσεις. Γενικότερα, τα απόκρυφα καταδικάστηκαν από την εκκλησία και ιδιαίτερα στη Δύση, ενώ πολλά απ’ αυτά τροφοδότησαν τη λαϊκή ευσέβεια και ενέπνευσαν έργα τέχνης, όπως τα ψηφιδωτά του νάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη και του ναού της Santa Maria Maggiore στη Ρώμη, τα οποία οι καλλιτέχνες εμπνεύσθηκαν από το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, γι’ αυτό και αναφέρονται σε θέματα της παιδικής ηλικίας της Θεοτόκου. Ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας των διηγήσεων των αποκρύφων ενέπνευσε και τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυθιστορήματα, ενώ στο πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου οφείλεται και η καθιέρωση της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου, η οποία εορτάζεται την 21η Νοεμβρίου.

Αν εξετάσουμε την αρνητική πλευρά των αποκρύφων με την αναταραχή και τα προβλήματα που δημιούργησαν στους κόλπους της εκκλησίας, η θετική εκδοχή τους είναι ότι έδωσαν το έναυσμα ή συνετέλεσαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη της ορθόδοξης εκκλησιαστικής γραμματείας, ενώ με τον τρόπο και της λειτουργικής πραγματικότητας της αρχαίας εκκλησίας, επειδή χάρη σ’ αυτά γνωρίζουμε τα διάφορα ρεύματα και τις φυγόκεντρες δυνάμεις που προκλήθηκαν, τους κινδύνους, τις λαϊκές θρησκευτικές και φιλοσοφικές δοξασίες των πιστών, τα ήθη, τα έθιμα και τους προβληματισμούς τους, δεδομένου ότι αυτά γράφτηκαν από απλοϊκούς και ευφάνταστους ανθρώπους. Ο Στ. Παπαδόπουλος (Πατρολογία, Α΄, 1982, σ. 202) παρατηρεί ότι «τα απόκρυφα εκφράζουν με τρόπο συγκλονιστικό την κρίση στους κόλπους της εκκλησίας και την αγωνία της ενώπιον των πολλών τάσεων που αναπτύχθηκαν με σκοπό την επέκταση, την ερμηνεία και κάποτε την αλλαγή της αποστολικής παράδοσης. Και είναι αξιοθαύμαστο ότι κατόρθωσε τελικά η εκκλησία να εκφράση την αυτοσυνειδησία της και να προστατεύσει τη γνησιότητά της παραμερίζοντας κάθε κίβδηλη παράδοση και κακόδοξη ερμηνεία των καινοδιαθηκικών γεγονότων. Η διαδικασία αυτή υπήρξε μακρά, διήρκεσε γενικά από τις τελευταίες δεκαετίες του Α΄ μέχρι τις τελευταίες του Β΄ και τις πρώτες του Γ΄ αιώνα».

Από την δεκαετία του 1960 περίπου, τα απόκρυφα συνεξετάζονται παράλληλα με την εκκλησιαστική γραμματεία των πρώτων αιώνων, με αποτέλεσμα την εμφάνιση εκτεταμένης βιβλιογραφίας. Κύριος φορέας της προσπάθειας αυτής είναι, η παραπάνω αναφερόμενη εταιρεία, με έδρα τη Λωζάνη.   



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Χ.Σ. Βούλγαρη, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Τόμος Β΄, Αθήνα 2005. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον